Άρθρα
Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, από τις κορυφαίες μορφές της Ελληνικής Επανάστασης του 1821
Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα
1771 – 1825
Μαζί με την Μαντώ Μαυρογένους, οι δύο κορυφαίες γυναικείες μορφές της Επανάστασης του 1821.
Κόρη του Υδραίου πλοιάρχου Σταυριανού Πινότση και της επίσης υδραίας Σκεύως Κοκκίνη, που καταγόταν από εφοπλιστική οικογένεια, γεννήθηκε στις 11 Μαΐου 1771 στις φυλακές της Κωνσταντινούπολης, όπου ο πατέρας της εκρατείτο για συμμετοχή στα Ορλοφικά.
Στα 17 της παντρεύτηκε τον σπετσιώτη πλοίαρχο Δημήτριο Γιάννουζα, από τον οποίο ονομάζετο και Δημητράκαινα.
Το 1797ο σύζυγός της σκοτώθηκε σε συμπλοκή με αλγερινούς πειρατές και η Λασκαρίνα σε ηλικία 26 ετών μένει χήρα με τρία παιδιά, τον Ιωάννη, τον Γεώργιο και την Μαρία.
Το 1801 παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο τον σπετσιώτη πάμπλουτο εφοπλιστή Δημήτριο Μπούμπουλη, από τον οποίο έλαβε το όνομα Μπουμπουλίνα, με το οποίο έγινε γνωστή.
Και ο δεύτερος σύζυγός της σκοτώθηκε σε σύγκρουση με αλγερινούς πειρατές το 1811, μεταξύ Μάλτας και Ισπανίας. Μαζί του απέκτησε τρία παιδιά, την Ελένη, την Σκεύω και τον Νικόλαο.
Με την περιουσία του συζύγου της, που ξεπερνούσε τα 300.000 τάλληρα, η Μπουμπουλίνα ασχολήθηκε με τα ναυτιλιακά κι έγινε μέτοχος σε διάφορα σπετσιώτικα πλοία. Όμως, το 1816 οι Οθωμανοί επεχείρησαν να κατάσχουν την περιουσία της, επειδή τα πλοία του συζύγου της μετείχαν υπό ρωσική σημαία στον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1806. Με τη μεσολάβηση του ρώσου πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη Στρογκάνωφ και της μητέρας του Σουλτάνου Βαλιντέ κατόρθωσε να διασώσει την περιουσία της.
Στην Κωνσταντινούπολη φαίνεται ότι μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1819, αλλά το γεγονός αμφισβητείται, καθώς είναι γνωστό ότι η οργάνωση δεν έκανε ποτέ μέλη της, γυναίκες. Μόλις η Μπουμπουλίνα επέστρεψε στις Σπέτσες διέταξε τη ναυπήγηση του πλοίου «Αγαμέμνων», για το οποίο δαπάνησε 25.000 δίστηλα. Με μήκος 48 πήχεις (περίπου 34 μέτρα) και εξοπλισμένο με 18 κανόνια, ο «Αγαμέμνων» καθελκύστηκε το 1820 και ήταν το μεγαλύτερο πλοίο που έλαβε μέρος στην Επανάσταση.
Ο Εθνικός Ξεσηκωμός βρήκε την Μπουμπουλίνα «πεντη- κοντούτιδα, ωραίαν, αρειμάνιον ως αμαζόνα, επιβλητικήν καπετάνισσαν, προ της οποίας ο άνανδρος ησχύνετο και ο ανδρείος υπεχώρει», όπως τη σκιαγράφησε ο δημοσιογράφος και ιστορικός Ιωάννης Φιλήμων.
Ξόδευε την περιουσία της, όχι μόνο για τη διατήρηση των πλοίων της, αλλά και για τα στρατεύματα στην ξηρά. Συμμετείχε με το πλοίο της «Αγαμέμνων» στον αποκλεισμό του Ναυπλίου και ανεφοδίασε με δικές της δαπάνες τους υπερασπιστές του Άργους.
Σε μια έφοδο των Τούρκων υπό τον Κεχαγιάμπεη σκοτώθηκε ο γιος της Ιωάννης Γιάννουζας. Στη συνέχεια έλαβε μέρος στον αποκλεισμό της Μονεμβασίας, στην πολιορκία και την άλωση του Ναυπλίου και της Τριπόλεως, στην οποία εισήλθε πάνω σε λευκό ίππο και έσωσε τα χαρέμια του Χουρσίτ Πασά από τη μήνη των πολιορκητών.
Μετά την άλωση του Ναυπλίου, το Νοέμβριο του 1822, η Μπουμπουλίνα εγκαταστάθηκε στην πόλη (έδρα της προσωρινής κυβέρνησης), όπου έζησε έως τα μέσα του 1824.
Εκδιώχθηκε από το Ναύπλιο κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, όταν πήρε το μέρος του φυλακισμένου Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, με τον οποίο είχε συγγενέψει, από το γάμο της κόρης της Ελένης με τον γιο του Πάνο. Οι κυβερνητικοί σκότωσαν τον γαμπρό της και από την ίδια αφαίρεσαν το κομμάτι γης που της είχαν δώσει για τις υπηρεσίες της στον Αγώνα.
Έτσι, η Μπουμπουλίνα επέστρεψε πικραμένη στις Σπέτσες και εγκαταστάθηκε στο σπίτι του δεύτερου συζύγου της, μόνη με τα υπολείμματα της περιουσίας της, μέχρι το τέλος της ζωής της, που δεν άργησε να έλθει.
Τον Μάιο του 1825 ο γιος της Γεώργιος Γιάννουζας κλέφτηκε με την Ευγενία Κούτση, κουνιάδα του ετεροθαλούς αδελφού της Μπουμπουλίνας, Λάζαρου Ορλώφ. Ο Ορλώφ, συνοδευόμενος από μέλη της οικογένειας Κούτση, πήγε στο σπίτι της Μπουμπουλίνας σε αναζήτηση της Ευγενίας.
Στη λογομαχία που ακολούθησε, κάποιος πυροβόλησε και χτύπησε στο μέτωπο την Μπουμπουλίνα, που έπεσε νεκρή (22 Μαΐου). Δεν έχει διαλευκανθεί αν ήταν τυχαίο περιστατικό ή δολοφονία.
Τα οστά της εναποτέθηκαν στον ιδιόκτητο ναΐσκο του Αγίου Ιωάννου. Μεταθανάτια έλαβε τον τίτλο του ναυάρχου από τη Ρωσία, πρωτοφανής τιμή για γυναίκα.
Οι απόγονοι της Μπουμπουλίνας δώρισαν το πλοίο «Αγαμέμνων» στο νεοσύστατο κράτος, το οποίο έγινε η ναυαρχίδα του Ελληνικού Στόλου με το όνομα «Σπέτσαι».
Ανατινάχθηκε από τον Ανδρέα Μιαούλη στον Πόρο κατά τη διάρκεια των πολιτικών ταραχών της 29ης Ιουλίου 1831.
Το αρχοντικό της Μπουμπουλίνας στις Σπέτσες είναι σήμερα Μουσείο. Περιλαμβάνει συλλογή όπλων, επιστολές και άλλα αρχεία, παλιά βιβλία, πορτραίτα της Μπουμπουλίνας, προσωπικά της αντικείμενα, έπιπλα και διακρίσεις που τις είχαν απονείμει κυρίως ξένες κυβερνήσεις.
Στράτος Διονυσίου, ήταν από τους μεγαλύτερους Έλληνες λαϊκούς τραγουδιστές
Στράτος Διονυσίου
Ο Στράτος Διονυσίου ήταν από τους μεγαλύτερους Έλληνες λαϊκούς τραγουδιστές που ανέδειξε το Ελληνικό τραγούδι.
Γεννήθηκε στις 8 Νοεμβρίου του 1934 στη Νιγρίτα των Σερρών.
Ο Στράτος, γιος του Άγγελου και της Στάσας Διονυσίου, προσφύγων από τη Μικρά Ασία, από πολύ μικρός μπήκε στα βάσανα της ζωής καθώς η φτώχια και η κατοχή ήδη ταλαιπωρούσαν πολύ κόσμο.
Σε αυτά ήρθε να προστεθεί και η ορφάνια, καθώς το 1948 έχασε τον πατέρα του.
Ένα χρόνο νωρίτερα, το 1947, ο Στράτος Διονυσίου άφησε το χωριό του και πήγε να ζήσει στους Αμπελόκηπους της Θεσσαλονίκης.
Το 1955 παντρεύτηκε τον παιδικό του έρωτα, τη Γεωργία Λαβένη, με την οποία απέκτησαν τέσσερα παιδιά: τον Άγγελο, την Τασούλα, το Στέλιο και το Διαμαντή.
Έπειτα από διάφορες δουλειές, σαν μικροπωλητής ή σαν ράφτης, ο Στράτος έκανε το ντεμπούτο του ως επαγγελματίας τραγουδιστής στο κέντρο «Φαρίντα» της Θεσσαλονίκης.
Τα προηγούμενα χρόνια, ο Διονυσίου είχε ήδη γίνει γνωστός στα μαγαζιά της πόλης, στα οποία γυρνούσε και τραγουδούσε χωρίς όμως να δουλεύει.
Από τις πρώτες του κιόλας εμφανίσεις ο Στράτος Διονυσίου τράβηξε το ενδιαφέρον φτασμένων καλλιτεχνών, οι οποίοι τον προέτρεπαν να κατέβει στην Αθήνα, ώστε να βρεθεί μέσα σε καταξιωμένους μουσικούς και τραγουδιστές.
Έπειτα από τον πάταγο της «Φαρίντα», ο Στράτος με τρομερές οικονομικές δυσκολίες αποφάσισε να κατέβει στην Αθήνα, μερικούς μόνο μήνες μετά την πρώτη του εμφάνιση στην Θεσσαλονίκη.
Στο στέκι των καλλιτεχνών της Οδού Σατωβριάνδου γνωρίστηκε με πολλούς τραγουδιστές, μεταξύ των οποίων και με την Καίτη Γκρέυ.
Η Γκρέυ, μεγάλο όνομα ήδη από τότε, του πρότεινε συνεργασία και έτσι ξεκίνησαν να εμφανίζονται μαζί στον "Αστέρα" της Κοκκινιάς.
Στο μεταξύ, την ίδια χρονιά, το 1959, ο Στράτος Διονυσίου γραμμοφώνησε και τον πρώτο του δίσκο 45 στροφών με το τραγούδι "Δεν είμαι ένοχος" σε στίχους Χρήστου Κολοκοτρώνη και μουσική Σταύρου Χατζηδάκη να κάνει αξιοσημείωτη επιτυχία.
Την ίδια περίοδο(Μαίο του 1960),εκτελέστηκε στην Αμερική,ο Caryl Chessman,ένας κατάδικος για φόνο και κλοπή και πολύ ζητούσαν από το Στράτο να τραγουδίσει το τραγούδι του Chessman, εννοώντας το Δεν είμαι ένοχος, με τον οποίον το είχαν συνδιάσει.
Στη συνέχεια, ο Στράτος Διονυσίου υπέγραψε συμβόλαιο με την εταιρεία "Columbia".
Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι τρία χρόνια νωρίτερα είχε ηχογραφήσει σε δίσκο του Νίκου Μαύρου (του πρώτου μπουζουξή του Στράτου) το τραγούδι "Παράγκες και παλάτια" για λογαριασμό της εταιρείας "Odeon".
Ο δίσκος θάφτηκε για λόγους που ο Στράτος απέφευγε να αποκαλύψει.
Ο Στράτος δεν άργησε να κάνει τις πολύ μεγάλες επιτυχίες του. "Δεν με πόνεσε κανείς", ινδικό τραγούδι (που ερμήνευε η Nargish στο έργο "Mother India" ή στα ελληνικά "Γη ποτισμένη με ιδρώτα") διασκευασμένο από τον Μπάμπη Μπακάλη, "Της αγάπης μου το δίσκο" σε διασκευή Μπάμπη Μπακάλη, "Το ηλεκτρόφωνο", "Φύγε-Φύγε" σε μουσική Ατταλίδη και στίχους Βίρβου, είναι μερικές μόνο από τις μεγάλες του επιτυχίες. Σύντομα, οι μεγάλοι του λαϊκού τραγουδιού άρχισαν να εμπιστεύονται στο Στράτο παλιές τους επιτυχίες, οι οποίες κυκλοφόρησαν σε δεύτερη εκτέλεση με τη φωνή του νεαρού και ελπιδοφόρου τότε Στράτου Διονυσίου. "Αχάριστη" του Βασίλη Τσιτσάνη, "Το παλιογέφυρο" και το "Πριν το χάραμα" τραγούδια του Γιάννη Παπαϊωάννου, "Η μπαμπέσα" του Γιώργου Μητσάκη, "Το φτωχομπούζουκο" του Μανώλη Χιώτη, έγιναν επιτυχίες για δεύτερη φορά.
Ύστερα ήρθε μία περίοδος όπου ο Στράτος, αμέσως μετά την ανανέωση της συνεργασίας του με την "Columbia" μπήκε στο ράφι από την ίδια του την εταιρεία, παρόλο που κάθε βράδυ γινόταν το αδιαχώρητο από τους θαυμαστές του που πήγαιναν να τον ακούσουν.
Την μεγάλη του δόξα ο Στράτος Διονυσίου τη γνώρισε το 1967. Εκείνη τη χρονιά γνωρίστηκε και άρχισε να συνεργάζεται με έναν από τους μεγαλύτερους συνθέτες του λαϊκού τραγουδιού, τον Άκη Πάνου.
Ο Πάνου του έδωσε τραγούδια που έγιναν αμέσως επιτυχίες: "Και τι δεν κάνω", "Γιατί καλέ γειτόνισσα", "Του κόσμου το περίγελο", "Άστη να φύγει", "Εγώ καλά σου τα 'λεγα", "Στο σταθμό του Μονάχου", "Θα ρίξω ροδοζάχαρη", "Ήταν ψεύτικα", "Μια γυναίκα", "Φέρτε το παιδί του χάρου" έγιναν πολύ μεγάλες επιτυχίες στα επόμενα χρόνια.
Το μαγαζί "ΣΟΥ-ΜΟΥ", όπου εμφανιζόταν, γνώρισε μεγάλες δόξες και η επιτυχία του Στράτου το έφερε αμέσως ανάμεσα στα πρωτοκλασάτα νυχτερινά κέντρα της Αθήνας.
Ο Στράτος Διονυσίου αρχικά εμφανιζόταν εκεί σαν δεύτερο όνομα, ως παρτενέρ της Ανθούλας Αλιφραγκή.
Στο "ΣΟΥ-ΜΟΥ" τον άκουσε ο Μίμης Πλέσσας και έπειτα από δύο μήνες του έγραψε μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού, το "Βρέχει φωτιά στη στράτα μου" σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου που γράφτηκε για την ταινία "Ορατότης μηδέν" με τον Νίκο Κούρκουλο.
Το τραγούδι έγινε επιτυχία πριν από την ταινία.
Από το σημείο εκείνο και μετά τα πράγματα πήραν το δρόμο τους.
Ο Στράτος κυκλοφόρησε στη συνέχεια πλειάδα τραγουδιών που έσπασαν ρεκόρ πωλήσεων: "Ο παλιατζής", "Μπαγλαμάδες και μπουζούκια", "Ένας αητός γκρεμίστηκε", "Αγάπη μου επικίνδυνη", "Αφιλότιμη", ορισμένες μόνο από τις μεγάλες του επιτυχίες.
Ο Στράτος έκανε επιτυχίες τα τραγούδια του μέσα στα μαγαζιά πρώτα και έπειτα στους δίσκους.
Ενδεικτικό είναι ότι στα μαγαζιά που δούλεψε, πρωτοτραγούδησε πάνω από 5.000 τραγούδια, εκ των οποίων επέλεγε αυτά που θα έβγαζε σε δίσκο.
Το 1973, τραγουδά το τραγούδι Αϊντε πού το πάς και πού το φέρνεις, σε μουσική Μίμη Πλέσσα, στην ταινία της ΦΙΝΟΣ ΦΙΛΜ "Ο φαντασμένος", με πρωταγωνιστή τον Λάμπρο Κωνσταντάρα.
Η πορεία του ήταν διαρκώς ανοδική και πάντα στην κορυφή.
Τα τραγούδια που κυκλοφορούσε γίνονταν αμέσως επιτυχίες. Παίρνοντας χάρη για τα υπόλοιπα δύο χρόνια της ποινής του, ο Στράτος αποφυλακίστηκε την άνοιξη 1976.
Η περίοδος της φυλακής στοίχισε στον Στράτο Διονυσίου, ο οποίος όμως δεν σταμάτησε το τραγούδι.
Ο Διονυσίου ξαναβγαίνει στο τραγούδι πιο θριαμβευτικά από ποτέ, με πολύ μεγάλες επιτυχίες με μια διαδρομή 14 χρόνων σταθερά στην κορυφή.
Σημαντικό ρόλο έπαιξε ο συνάδελφός και αδερφικός του φίλος Τόλης Βοσκόπουλος ο οποίος του στάθηκε στη δυσκολη αυτή στιγμή της ζωής του και το 1977 του έγραψε το τραγούδι Αποκοιμήθηκα.
Και δισκογραφικά αλλά και κάθε βράδυ στα μαγαζιά που δούλεψε, κάθε δουλειά του Στράτου ήτανε εγγυημένα επιτυχημένη.
Μέχρι το τελευταίο του βράδυ στις 10 Μαΐου του 1990 στο δικό του πλέον μαγαζί "Στράτος" ο λαϊκός βάρδος έλαμπε στο πάλκο που υπηρέτησε πιστά για 31 χρόνια.
Τη δεκαετία του '80 ο Στράτος Διονυσίου έσπασε κάθε ρεκόρ πωλήσεων.
Έκανε πολύ μεγάλες επιτυχίες, τραγούδια που όχι μόνο ακούγονται και σήμερα, αλλά βγαίνουν σε δίσκους, σε επανεκτελέσεις και σε διασκευές.
Είναι λίγο-πολύ τα τραγούδια που τραγούδησαν όλοι κάποτε και ακούγονται ως και σήμερα από τα ραδιόφωνα σαν να ’ναι καινούρια.
Αντώνης Βλαχάκης, από τους σημαντικούς Μακεδονομάχους
Αντώνης Βλαχάκης
Το ανταρτικό σώμα του Ανθυπολοχαγού Αντωνίου Βλαχάκη (Λίτσα) προσβάλλει τους Βούλγαρους κομιτατζήδες των χωριών Οσνίτσανη (Καστανόφυτο) και Έζερετς (Πετροπουλάκη) της Καστοριάς. Η μάχη που ακολουθεί είναι από τις πιο σημαντικές του Μακεδονικού Αγώνα. Διαρκεί οκτώ ώρες και οι Βούλγαροι έχουν βαρύτατες απώλειες. Ένα τάγμα, όμως, από 750 Τούρκους προσβάλλει το ελληνικό σώμα, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν ο Αντώνιος Βλαχάκης και ο Λεωνίδας Πετροπουλάκης (υπαρχηγός του σώματος), καθώς και 22 από τους άνδρες τους.
Η Δράσις και ό Ηρωικός θάνατος του Ανθυπολοχαγού Βλαχάκη Αντωνίου (Λίτσα)
Η Μάχη τής Οσνίτσανης (Καστανοφύτου)
Η δράσις των Ελληνικών σωμάτων εις ολόκληρον την Δυτικήν Μακεδονίαν, παρ’ όλας τας αντιξοότητας, ουδέποτε διεκόπη τελείως κατά την διάρκειαν του χειμώνας. Από τής ανοίξεως δε του 1906 ήρχισε και πάλιν να εντείνεται. Ήδη από τού Σεπτεμβρίου τού 1905 είχεν αφιχθή εις την περιοχήν των Καστανοχωρίων το σώμα τού Ανθυπολοχαγού τού Πεζικού Βλαχάκη Αντωνίου (Λίτσα) δυνάμεως τεσσαράκοντα οκτώ ανδρών. Περί τα τέλη Νοεμβρίου αφίχθη επίσης εις την περιοχήν αυτήν το σώμα τού Ανθυπολοχαγού τού Πεζικού Παύλου Κωνσταντίνου (Πλάτανος) δυνάμεως εξήκοντα δύο ανδρών με οπλαρχηγόν τον Επιλοχίαν τού Πυροβολικού Σταυρόπουλον Βασίλειον (Κόρακα). Περί τας αρχάς Δεκεμβρίου τα δύο αυτά σώματα, ενισχυμένα και από μιαν τοπικήν ομάδα εκ δέκα ανδρών υπό τον Λουκά Κόκκινον, προσέβαλον το σχισματικόν χωρίον Σταρίτσανη (Λακκώματα), εις το οποίον εστρατωνίζοντο κομιτατζήδες, περιλαμβανομένου και τού βοεβόδα Μήτρου Βλάχου.
Κατά την επακολουθήσασαν συμπλοκήν εφονεύθησαν αρκετοί κομιτατζήδες και ετραυματίσθη ό Μήτρος Βλάχος, ό οποίος όμως επέτυχε να διαφύγη λόγω τής επεμβάσεως Τουρκικών τμημάτων. Τα Ελληνικά σώματα απώλεσαν μόνον τρεις αντάρτας.
Μετά την προσβολήν τής Σταριτσάνης το σώμα Παύλου απεχωρίσθη τού σώματος Βλαχάκη. Υπό δυσμενεστάτας καιρικάς συνθήκας διέσχισε τα Καστανοχώρια και έφθασεν εις την βορείαν Πίνδον, όπου κατέλυσε περί τας αρχάς τού έτους 1906 εις το χωρίον Ζέρμα. Ακολούθως επανήλθεν εις την περιοχήν των Καστανοχωρίων και ήρχισε να επισκέπτεται τα διάφορα χωρία, εις τα οποία ετιμώρει τούς εξαρχικούς και ενίσχυε το φρόνημα των Ελλήνων. Μετά δίμηνον όμως οι άνδρες τού σώματος εξηντλήθησαν από το δριμύτατον ψύχος, τας επιπόνους Πορείας και την κακήν διατροφήν. Ως εκ τούτου περί τας αρχάς Μαρτίου ολόκληρον το σώμα Παύλου ηναγκάσθη να επανέλθη εις την ελευθέραν Ελλάδα.
Τα σώματα Βλαχάκη και Λουκά Κόκκινου εξηκολούθησαν την από κοινού δράσιν των και την 2Οην Δεκεμβρίου προσέβαλον το σχισματικόν χωρίον Έζερετς (Πετροπουλάκη), όπου επυρπόλησαν δύο οικίας και εφόνευσαν ωρισμένους εκ των φανατικών σχισματικών. Την 1ην Ιανουαρίου 1906 πληροφοθείς ο Βλαχάκης ότι ή Τσέτα τού Μήτρου Βλάχου εστρατωνίζετο εντός του Έζερετς, προσέβαλε και πάλιν το χωρίον τούτο. Επηκολούθησε σοβαρωτάτη συμπλοκή κατά την οποίαν εφονεύθησαν αρκετοί κομιτατζήδες, επυρπολήθησαν διάφοροι οικίαι, ως και μία αποθήκη πυρομαχικών. Η επέμβασις όμως των Τουρκικών στρατευμάτων διέκοψε και πάλιν την συμπλοκήν και οι Έλληνες αντάρται ηναγκάσθησαν να αποχωρήσουν, απωλέσαντες ένα νεκρόν και πέντε τραυματίας. Παρακολουθούμενα εκ τού πλησίον υπό των Τουρκικών τμημάτων τα Ελληνικά σώματα ηναγκάσθησαν να καταφύγουν εις τα χιονοσκεπή όρη τού Γράμμου, διά να αποφύγουν την καταδίωξιν, πράγμα το οποίον τελικώς επέτυχον. Ακολούθως επανήλθον εις την περιοχήν των Καστανοχωρίων και εσυνέχισαν και πάλιν να περιέρχωνται τα χωρία, συγκροτούντα επιτροπάς, τιμωρούντα τούς εξαρχικούς και συντηρούντα γενικώς το Ελληνικόν φρόνημα. Αι συνεχείς όμως πορείαι υπό δυσμενείς καιρικάς συνθήκας εξήντλησαν τούς άνδρας και ό Ανθυπολοχαγός Βλαχάκης ηναγκάσθη να επιστρέψη εις Αθήνας, διά να μεριμνήση προς ενίσχυσιν των σωμάτων του. Τούς παραμείναντας άνδρας άφηκεν υπό την διοίκησιν τού Λουκά Κόκκινου. Μετά από μικράν παραμονήν εις Αθήνας ό Βλαχάκης επέστρεψεν εις Καστανοχώρια μετά τού φοιτητού Πετροπουλάκη Λεωνίδα, φέρων ενισχύσεις εις άνδρας και υλικόν. Ήδη το σώμα τον είχε δύναμιν ογδοήκοντα πέντε ανδρών και ήτο κατανεμημένον εις πέντε τμήματα υπό τούς Λεωνίδαν Πετροπουλάκην, Ευάγγελον Βλάχον, Ευάγγελον Μπαϊρακτάρην, Ιωάννην Χριστόπουλον και Λουκάν Κόκκινον.
Την 4ην Μαΐου ό Βλαχάκης έλαβε διαταγήν τού Κέντρου Μοναστηρίου να προσβάλη το Εξαρχικόν χωρίον Οσνίτσανη (Καστανόφυτον). Εις εκτέλεσιν τής διαταγής αυτής ενήργησεν αμέσως και την 6ην Μαΐου αφίχθη μεθ’ ολοκλήρου τής δυνάμεώς του εις την Μονήν τού Αγίου Αθανασίου πλησίον τής Οσνίτσανης. Εξ αυτής διήρεσε το σώμα του εις εξ τμήματα. Ένα τμήμα δυνάμεως δέκα ανδρών, υπό τον Βλάχον, απέστειλε διά να προσβάλη παραπλανητικώς το χωρίον Έζερετς (Πετροπουλάκη), αποβλέπων εις την προσέλκυσιν προς αυτό των Τουρκικών τμημάτων τής περιοχής. Ένα δεύτερον τμήμα, υπό τον Μπαϊρακτάρην, απέστειλεν όπως εγκατασταθή επί τού υψώματος 1145, διά να αποκόψη κάθε κίνησιν Τουρκικών τμημάτων εκ τού Έζερετς προς Οσνίτσανην. Ένα τρίτον τμήμα, υπό τον Χριστόπουλον, ομοίως επί τού 1145, διά να αποτελέση στήριγμα και κάλυψιν των νώτων τού δευτέρου τμήματος. Ένα τέταρτον τμήμα δυνάμεως δέκα ανδρών, υπό τον Π. Πετροπουλάκην, απέστειλεν μεταξύ Οσνίτσανης και Μογγίλας (Κάτω Περιβόλι), κυρίως διά να αποκόψη κάθε κίνησιν κομιτατζήδων από τού ενός χωρίου προς το άλλο. Το πέμτον τμήμα υπό τον Κόκκινον και το έκτον τμήμα υπό τούς αρχηγόν Βλαχάκην και υπαρχηγόν Λ. Πετροπουλάκην θα επετίθεντο κατά των ωχυρωμένων εντός τού χωρίου Κομιτατζήδων, πυρπολούντα παραλλήλως τα καταλύματά των και την οικίαν τού αρχικομιτατζή Δούκα.
Η επίθεσις ήρχισε περί την 0400 ώραν τής 7ης Μαΐου 1906. Η επακολουθήσασα μάχη υπήρξε πεισματώδης και διήρκεσε περί τας οκτώ ώρας, ήτο δε εκ των σημαντικωτέρων τού Μακεδονικού Αγώνος. 0ι Κομιτατζήδες κατέχοντες ισχυράς θέσεις, ημύνοντο σθεναρώς, παρά τας βαρυτάτας απωλείας των. Η όλη κατάστασις επεδεινώθη όταν τάγμα δυνάμεως 750 Τούρκων Κυνηγών (Αβτζή Ταμπούρ) κατέφθασεν επί τού πεδίου τής μάχης κατόπιν βουλγαρικής εκκλήσεως προς βοήθειαν και ήρχισεν να προσβάλη τούς Έλληνας αντάρτας εις Έζερετς και Οσνίτσανην. Τα Ελληνικά τμήματα ηγωνίσθησαν ηρωϊκώτατα εναντίον Κομιτατζήδων και Τούρκων, άλλ’ είχον σοβαράς απωλείας, ανελθούσας εις 24 νεκρούς και 11 τραυματίας. Μεταξύ των νεκρών ήσαν ό αρχηγός Βλαχάκης και ό υπαρχηγός Λ. Πετροπουλάκης, οι οποίοι έπεσαν ηρωικώς μαχόμενοι. 0 θάνατός των συνεκίνησε και συνήγειρε το Πανελλήνιον. Αι απώλειαι των Τούρκων υπήρξαν σοβαρώτεραι. Το τάγμα των είχεν 6 αξιωματικούς και 138 οπλίτας νεκρούς, ως και 38 οπλίτας τραυματίας.
Χρήστος Λεοντής, από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες μουσικοσυνθέτες
Χρήστος Λεοντής
Ο Χρήστος Λεοντής είναι ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες μουσικοσυνθέτες.
Δημιουργός μιας πλούσιας δισκογραφίας, έχει επίσης γράψει μουσική για τον κινηματογράφο, την τηλεόραση και κυρίως για το θέατρο.
Γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης στις 11 Μαΐου 1940.
Ενώ παρακολουθούσε τις πρώτες ακόμη τάξεις του σχολείου, άρχισε να ψέλνει στην εκκλησία.
Εκεί επηρεάστηκε άμεσα από τη Βυζαντινή μουσική που, μαζί με το κρητικό τραγούδι, άρχισαν να διαμορφώνουν τη μουσική του προσωπικότητα.
Έμαθε μαντολίνο και πιο μετά βιολί.
Οι πρώτες συνθετικές προσπάθειες του Χρήστου Λεοντή έγιναν το 1952, πάνω σε κείμενα μεγάλων εορτών τις Εκκλησίας.
Αφού το 1957 τελείωσε το γυμνάσιο, ήρθε στην Αθήνα για να φοιτήσει στο Ωδείο Αθηνών, στην τάξη των θεωρητικών μαθημάτων. Καθηγητές του ήταν ο Μενέλαος Παλλάντιος και ο Γιάννης Α. Παπαϊωάννου.
Τις σπουδές του συνέχισε αργότερα στο Conservatoire National de Musique στο Παρίσι όπου διδάχτηκε Αρμονία, Αντίστιξη και Φούγκα με καθηγητή του τον Allen Weber.
Το 1962 ξεκίνησε και επίσημα η συνθετική δραστηριότητα του Χρήστου Λεοντή με μουσικές για τον «Ιππόλυτο» του Ευριπίδη και τους «Επτά επί Θήβας» του Αισχύλου.
Το 1963 κυκλοφόρησε, σε δισκάκια των 45 στροφών, η πρώτη δισκογραφική δουλειά του συνθέτη με τραγούδια σε στίχους του ποιητή Νικηφόρου Βρεττάκου (Φέρτε τη θάλασσα), του Μάνου Ελευθερίου (Το σπίτι γέμισε με λύπη) κ.ά.
Στις 20 Ιουνίου τις ίδιας χρονιάς στο θέατρο "Παρκ" της Λεωφόρου Αλεξάνδρας στην Αθήνα, κάνει πρεμιέρα η «Μαγική πόλις».
Ήταν η περίφημη μουσικοθεατρική παράσταση του Μάνου Χατζιδάκι και του Μίκη Θεοδωράκη όπου ο Λεοντής με τον Μάνο Λοΐζο συμμετείχαν με τα πρώτα τους τραγούδια διευθύνοντάς τα στο ιντερμέτζο, μεταξύ των δυο μερών της παράστασης.
Το 1964 ηχογραφήθηκε η Καταχνιά, ο πρώτος μεγάλος δίσκος του Λεοντή. Οι στίχοι ήταν του Κώστα Βίρβου και τα κείμενα του Νικηφόρου Βρεττάκου. Τα τραγούδια ερμήνευσαν ο Στέλιος Καζαντζίδης και η Μαρινέλλα. Ο δίσκος κυκλοφόρησε τον Μάιο του 1965.
Από το 1973 μέχρι το 1982 συνεργάστηκε με τον Κάρολο Κουν, ενώ με το Θέατρο Τέχνης η συνεργασία του συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Από το 1972, η μουσική του Χρήστου Λεοντή ακούγεται σε όλα σχεδόν τα φεστιβάλ της Ελλάδας, με κυριότερα το φεστιβάλ της Επιδαύρου και το φεστιβάλ των Αθηνών.
Από τις 16 Απριλίου του 2007 και με ομόφωνη απόφαση της Γενικής Συνέλευσης, είναι Επίτιμος Πρόεδρος της Ένωσης Μουσικοσυνθετών – Στιχουργών Ελλάδος (ΕΜΣΕ).
Τζορτζ Όρσον Γουέλς, ήταν Αμερικανός σκηνοθέτης θεάτρου και κινηματογράφου, ηθοποιός, σεναριογράφος και παραγωγός
Τζορτζ Όρσον Γουέλς
Ο Τζορτζ Όρσον Γουέλς, γνωστός ως Όρσον Γουέλς, ήταν Αμερικανός σκηνοθέτης θεάτρου και κινηματογράφου, ηθοποιός, σεναριογράφος και παραγωγός. (George Orson Welles, 6 Μαΐου 1915 – 10 Οκτωβρίου 1985)
Έγινε παγκοσμίως γνωστός το 1938 με τη ραδιοφωνική μετάδοση "Ο Πόλεμος Των Κόσμων". Σήμερα είναι κυρίως γνωστός για την ταινία του "Πολίτης Κέιν", θεωρούμενη από πολλούς ως μία από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών. Αν και πολλές από τις ταινίες του θεωρούνται πλέον κλασικής αξίας, τα περισσότερα κινηματογραφικά έργα που σκηνοθέτησε, συμπεριλαμβανομένου και του Πολίτη Κέιν, δεν γνώρισαν εμπορική επιτυχία στην εποχή τους. Το 1999 το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου τον κατέταξε στην 16η θέση στη λίστα με τους 25 μεγαλύτερους σταρ όλων των εποχών.
Βιογραφία
Ο Γουέλς γεννήθηκε στην πόλη Κενόσα του Ουισκόνσιν το 1915. Το 1919 μετά το διαζύγιο των γονιών του μετακόμισε στο Σικάγο. Ήταν το δεύτερο παιδί του εφευρέτη Richard Hodgdon Head Welles και της πιανίστριας Beatrice Ives. Θεωρήθηκε παιδί θαύμα από μικρή ηλικία σε ασχολίες όπως το πιάνο, το σχέδιο, η υποκριτική, η ποίηση και η ταχυδακτυλουργική. Στα εννιά του χρόνια έχασε την μητέρα του και στα δεκαπέντε τον πατέρα του. Μετά τον θάνατο των γονιών του, την ανατροφή του ανέλαβε ο Maurice Bernstein, γιατρός από το Σικάγο. Το 1931 φοίτησε στο Todd School της πόλης Woodstock στο Ιλλινόις.
Φιλμογραφία (επιλογές)
Σκηνοθέτης
Πολίτης Κέιν (Citizen Kane, 1941)
Οι Υπέροχοι Άμπερσον (The Magnificent Ambersons, 1942)
Κατάσκοποι της Σταμπούλ (Journey into Fear, 1943)
Ο Άγνωστος (The Stranger, 1946)
Η Κυρία από τη Σαγκάη (The Lady from Shanghai, 1947)
Μάκβεθ (Macbeth, 1948)
Οθέλλος (Othello, 1952)
Ο Κύριος Αρκαντίν (Mr. Arkadin, 1955)
Ο Άρχων του Κακού (Touch of Evil, 1958)
Η Δίκη (Le Procès, 1962)
Οι Καμπάνες του Μεσονυχτίου (Chimes at Midnight/Campanadas a medianoche, 1967)
The Immortal Story (1968)
Vérités et mesonges (1974)
Ηθοποιός
Πολίτης Κέιν (Citizen Kane, 1941)
Journey Into Fear (1943)
Ο Πύργος του Πόνου (Jane Eyre, 1944)
The Stranger (1946)
Tomorrow Is Forever (1946)
The Lady from Shanghai (1947)
MacBeth (1948)
Ο Τρίτος Άνθρωπος (The Third Man, 1949)
The Black Rose (1950)
Othello (1952)
Mr. Arkadin (1955)
Moby Dick (1956)
Touch of Evil (1958)
The Long, Hot Summer (1958)
Compulsion (1959)
Διεθνές Ξενοδοχείο (The V.I.P.s, 1963)
Ένας άνθρωπος για όλες τις εποχές (A Man for all Seasons, 1966)
Casino Royale (1967)
Chimes at Midnight (1967)
The Immortal Story (1968)
Bitka na Neretvi (1969)
Waterloo (1970)
Malpertuis (1971)
Voyage of the Damned (1976)
The Muppet Movie (1979)
The Transformers: The Movie (1986)
Βραβεία
Ο Όρσον Γουέλς τιμήθηκε από τη δεκαετία του '70 πολλές φορές με βραβεία για το σύνολο του έργου του και τη συνεισφορά του στον κινηματογράφο.
Το 1971 του απονεμήθηκε τιμητικό Όσκαρ και το 1975 το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου (AFI), του απένειμε το Lifetime Achievement Award. Μεταξύ άλλων τιμήθηκε ή ήταν υποψήφιος σε:
Όσκαρ:
1942
Καλύτερη ταινία - Citizen Kane (υποψηφιότητα)
Καλύτερη σκηνοθεσία - Citizen Kane (υποψηφιότητα)
Α' ανδρικός ρόλος - Citizen Kane (υποψηφιότητα)
Καλύτερο πρωτότυπο σενάριο - Citizen Kane
1943
Καλύτερη ταινία - The Magnificent Ambersons (υποψηφιότητα)
1971
Τιμητικό όσκαρ
Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας
1947
Χρυσός Λέοντας - The Stranger (υποψηφιότητα)
1970
Χρυσός Λέοντας για το σύνολο της καριέρας
Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Καννών
1952
Χρυσός Φοίνικας - Othello
1959
Καλύτερος ηθοποιός - Compulsion
1966
Χρυσός Φοίνικας - Chimes at Midnight (υποψηφιότητα)
Τεχνικό βραβείο - Chimes at Midnight
Ειδικό τιμητικό βραβείο - Chimes at Midnight
Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βερολίνου
1968
Χρυσή Άρκτος - The Immortal Story (υποψηφιότητα)
Χρυσές Σφαίρες
1982
Καλύτερος ηθοποιός σε δεύτερο ρόλο - Butterfly (υποψηφιότητα)
Χρυσά Βατόμουρα
1983
Χειρότερος ηθοποιός σε δεύτερο ρόλο - Butterfly (υποψηφιότητα)
Βιβλιογραφία
Δόικος Π, Η λογική των μορφών στον κινηματογράφο του Orson Welles,εκδ. «Ίνδικτος», Αθήνα, 2006.
Τόμσον Ντέιβιντ, Rosebud: Η ζωή του Όρσον Γουέλς, Μτφρ. Δημήτρης Νόλλας, εκδ.Πάπυρος, Αθήνα, 2009.