DIASKEDASI.INFO

Η διασκέδαση On Line

Νίκος Γούναρης, ερμηνευτής, συνθέτης, στιχουργός και λαμπερός διασκεδαστής

Nikos Gounaris 2

Νίκος Γούναρης
1915 – 1965

Μέγας ερμηνευτής, συνθέτης, στιχουργός και λαμπερός διασκεδαστής.

Γεννήθηκε το 1915 στη Ζαγορά του Πηλίου και μεγάλωσε στο Βοτανικό. Ο πατέρας του εργαζόταν ως τσαγκάρης στα Ανάκτορα αλλά είχε πάθος με τη μουσική, έπαιζε μαντολίνο και τραγουδούσε. Από παιδί ο Νίκος Γούναρης μπολιάστηκε με το μικρόβιο του τραγουδιού και συχνά με την κιθαρίτσα του ντουετάριζε μαζί του. Αν και αυτοδίδακτος γρήγορε εξελίχτηκε σε βιρτουόζο. Λέγεται ότι στα μισά του ΄50, στο κέντρο Βυζάντιο της Νέας Υόρκης ο πολύς Αντρέ Σεγκόβια, με τον οποίο και συνδέονταν με φιλικούς δεσμούς, δήλωσε το θαυμασμό του για το περίτεχνο παίξιμό του στην κιθάρα. Από το 1936 που έκανε το επίσημο ντεμπούτο στο τραγούδι και την δισκογραφία ο Γούναρης έκλεψε τις εντυπώσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο πρόσωπο και την τέχνη του υποκλίθηκαν τόσο οι εκπρόσωποι του ελαφρού όσο και του λαϊκού τραγουδιού και μάλιστα σε μια εποχή που ανάμεσα στα δύο μουσικά στρατόπεδα υπήρχαν σαφείς διαχωρισμοί. Θαυμαστές του υπήρξαν μεταξύ άλλων ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο Θόδωρος Δερβενιώτης, ο Βαγγέλης Περπινιάδης, ο Στέλιος Καζαντζίδης κ.ά.

Nikos Gounaris 3Παιδί της φτώχειας και της ανάγκης ο Γούναρης. Πηγαίο, αυτοδίδακτο ταλέντο, έπαιζε εκπληκτική κιθάρα, ήταν ερμηνευτής, συνθέτης, στιχουργός. Με μαγική σκηνική παρουσία –και ας είχε ξύλινο πόδι! (Το 1946 τού το ακρωτηρίασαν στο γόνατο.) Επικοινωνούσε με αμεσότητα όχι μόνο με τα πλήθη που πλήρωναν για τα τον ακούσουν στο Άλσος, την Αίγλη και στα νυχτερινά κέντρα όπου εμφανιζόταν, αλλά και γι’ αυτούς που στήνονταν έξω από τη μάντρα του θερινού μαγαζιού, αφού έβγαινε με την κιθάρα του στο πεζοδρόμιο κι έλεγε λίγα τραγούδια και για τη γαλαρία.
Γεννημένος το 1915 στο Μεταξουργείο, έβγαλε το πρώτο του μεροκάματο στα εφτά του χρόνια όταν τραγουδούσε σε λαϊκές ταβέρνες μαζί με τον πατέρα του που ήταν τσαγκάρης κι έπαιζε κιθάρα. Δώδεκα χρονών, ένα κάρο πατά το πόδι του και του το λιώνει τα δάχτυλα. Έκτοτε κούτσαινε ελαφρά, όμως αυτό δεν τον εμπόδιζε να αλωνίζει στην πίστα.

Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του Τσιτσάνη: «Όσο υπάρχει Γούναρης δεν μπορεί το λαϊκό να σηκώσει κεφάλι». Το λαϊκό τραγούδι θα πάρει, βεβαίως, τη ρεβάνς πολύ σύντομα, τη δεκαετία του ’60 και θα κυριαρχήσει ολοκληρωτικά τα επόμενα χρόνια.
«Αυτό το παιδί είναι δικό μας», έγραψε ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ενώ άλλοι μιλούν για το σεβασμό που έτρεφε ο Στέλιος Καζαντζίδης για τον Γούναρη. Όχι επειδή ήταν ένα χρυσό λαρύγγι, αλλά επειδή, σύμφωνα με πάμπολλες μαρτυρίες, ήταν ένας χρυσός άνθρωπος με ανεξάντλητο κέφι και χιούμορ. Λένε ότι είχε «τρύπιες τσέπες», αφού ήταν ικανός να βγάλει το παλτό του και να τον δώσει σε κάποιον που κρύωνε. Ασφαλώς, η καλοσύνη από μόνη της δεν καθιστά κάποιον καλό τραγουδιστή, όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση η προσωπικότητα έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Ο λαός, ο βαθύς λαός, λάτρεψε τον Γούναρη καθώς τον ένιωθε «δικό του» και όχι απέναντι, παρόλο που ο ίδιος δεν τραγούδησε για τις φάμπρικες, την ξενιτιά, τα «μουντζουρωμένα χέρια». Τα τραγούδια του Γούναρη εκφράζουν τη μεταπολεμική αισιοδοξία για μια καλύτερη ζωή. Τι κι αν την ίδια εποχή κυριαρχούσε η βαριά σκιά του μετεμφυλιακού κράτους της Δεξιάς: ο λαός ήθελε να ανασάνει, να ζήσει, να ξεχάσει, να γυρίσει σελίδα. Οι εκατοντάδες χιλιάδες εσωτερικοί μετανάστες έρχονταν στην πόλη και στα τραγούδια του Γούναρη έβρισκαν τις μνήμες του χωριού («Μια κότα στρουμπουλή»), αλλά και την υπόσχεση μιας νέας, καλύτερης ζωής.
Ο Γούναρης δεν ήταν λαϊκός τραγουδιστής αλλά γεννήθηκε λαϊκός άνθρωπος και παρέμεινε τέτοιος.
Ας σημειωθεί ότι στα χρόνια της Κατοχής ο Γούναρης συμμετείχε στην Αντίσταση, θέτοντας πολλές φορές τη ζωή του σε κίνδυνο, ενώ τότε συνέθεσε το «Χαϊδάρι», ένα τραγούδι σήμερα ξεχασμένο από πολλούς, για τους «άτιμους τους Γερμανού

Δισκογραφία και εμφανίσεις
Καταργώντας τους διαχωρισμούς και τα στεγανά ο Γούναρης εμφανίστηκε σε κοσμικά μαγαζιά (Σε Λαπέν) αλλά και κλασικά λαϊκά κέντρα (Τζίμης ο Χοντρός) πάντα με ξεχωριστή επιτυχία και υψηλό μεροκάματο, μέρος του οποίου πήγαινε σε φιλανθρωπίες και ειδικές χειρονομίες σε φίλους και αγνώστους που είχαν ανάγκη. Είχε την φήμη του καλόκαρδου, γαλαντόμου και γενναιόδωρου ανθρώπου. Ιστορικές έχουν μείνει επίσης οι ζωντανά ηχογραφημένες παραστάσεις του στο Σταθμό των Ενόπλων Δυνάμεων και οι έκτατες εμφανίσεις του σε κινηματογραφικές ταινίες της δεκαετίας του '50.Nikos Gounaris 5

Το 1947 ταξιδεύει στην Αμερική όπου και αποθεώνεται. Δόξες θα γνωρίσει, σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης όπου υπάρχει Ελληνισμός, από την Αυστραλία έως και την Αφρική. Παρά τις μακροπρόθεσμες απουσίες του στο εξωτερικό και τις αλλαγές στα μουσικά δρώμενα, με τα μπουζούκια πλέον στην πρωτοκαθεδρία, ο Γούναρης μέχρι και το φινάλε του παρέμεινε εξαιρετικά λαοφιλής.

Ο Μίμης Πλέσσας για το Νίκο Γούναρη
Είναι χαρακτηριστική η μαρτυρία του Μίμη Πλέσσα μέσα από την αυτοβιογραφία του (εκδόσεις Κάκτος) όπου περιγράφει ανάγλυφα στιγμές απ’ την συναυλία που δόθηκε το 1953 στο Καλλιμάρμαρο για τους σεισμόπληκτους του Βόλου:  

«Το ΕΙΡ είχε δώσει τη συμφωνική του ορχήστρα και τη μεικτή χορωδία του, η Λυρική μας Σκηνή τους σολίστες και τους μαέστρους της, κι εμείς είχαμε βάλει τα καλά μας, είχαμε ενορχηστρώσει τα τραγούδια μας για τη μεγάλη ορχήστρα και διευθύναμε τους τραγουδιστές μας. Άστραφταν τα χάλκινα, δάσος ανεβοκατέβαιναν τα δοξάρια στα έγχορδα, έντονα ηχούσαν τα κρουστά, κι εμείς, ο ένας μετά τον άλλον, ανεβαίναμε στο πόντιουμ και δώσ’ του υπόκλιση, δώσ’ του ρεβεράντζα. Το Στάδιο γεμάτο και ο κόσμος ευγενικός μ’ ένα χειροκρότημα συγκρατημένο. Στο διάλειμμά αναγγέλθηκε ένας τραγουδιστής που έλειπε χρόνια στην Αμερική. Στην άδεια, μεγάλη εξέδρα κρατώντας την κιθάρα του προχώρησε με ιδιόρρυθμο βήμα (κουτσαίνοντας) και χωρίς συνοδεία τραγούδησε: Ένα βράδυ που ‘βρεχε… ταραραράμ (η κιθάρα του), που ‘βρεχε μονότονα… ταραραράμ – επέμεινε…

Δεν προλάβαμε να σκεφτούμε ότι θα πάει άπατος, χωρίς τα δικά μας «μεγαλεία», γιατί στο μεταξύ είχε φτάσει στο ρεφρέν. Και τότε 60.000 στόματα ακούστηκαν με μια φωνή: Αχ, αυτός ο άτιμος ήθελε μαχαίρωμα…!

Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα τι σημαίνει λαϊκός τραγουδιστής και αγαπημένο τραγούδι. Και πριν από το τέλος είχα γνωρίσει τον αξέχαστο τροβαδούρο, τον τραγουδιστή Νίκο Γούναρη!»

"Ένα βράδυ πού ’βρεχε" & "Αυτός ο άλλος"
Η επιτυχία του τραγουδιού και η θεία ερμηνεία του Γούναρη, είχε σαν αποτέλεσμα ο κόσμος να ταυτίσει τον τραγουδιστή με το θέμα των στίχων, και ο Γούναρης να δέχεται καθημερινά γράμματα και κουβέντες συμπαράστασης από τους ακροατές του. Η κατάσταση άρχισε να γίνεται αφόρητη για τον Γούναρη που ζούσε αρμονικά με την σύζυγό του και τον γιο του. Έτσι γεννήθηκε η ανάγκη της ηχογράφησης της απάντησης στο «Ένα βράδυ πού ’βρεχε» με το «Αυτός ο άλλος που σε πήρε από μένα, αυτός ο άλλος, είν’ ευεργέτης μου μεγάλος».  

Ο Νίκος Γούναρης όμως πέρα απ’ τα ερμηνευτικά χαρίσματα του δεν έβγαζε άναρθρες κραυγές. Τραγούδησε, ομολογουμένως με συγκλονιστικό τρόπο, τραγούδια κορυφαίων συνθετών και στιχουργών. Ξεχωριστή μνεία πρέπει να γίνει για την σύμπραξή του με τον μέγιστο Μιχάλη Σουγιούλ. Μοιραία ο καλύτερος συνεργαζόταν με τους καλύτερους, γι’ αυτό και πολλά από τα τραγούδια που απέδωσε και συνδημιούργησε (ελαφρά, αρχοντορεμπέτικα, λαϊκά – σχεδόν όλα εντέχνως δομημένα και ενορχηστρωμένα) συνεχίζουν να συγκινούν μέχρι και τις μέρες μας.

Το τελευταίο αντίο
Έφυγε απ’ την ζωή, στα καλύτερά του, το Μάη 1965, εξαιτίας ενός παλιού τραύματος που τον είχε αναγκάσει να φέρει ξύλινο πόδι, και εξελίχθηκε σε καρκίνο. Την ίδια μέρα ο άρχων της Columbia, Τάκης Λαμπρόπουλος, έδωσε εντολή, στην βιτρίνα του καταστήματος Αφοι Λαμπρόπουλοι στην Σταδίου, να αναρτηθεί το πορτραίτο του καλλιτέχνη ως φόρος τιμής στην προσφορά του στο ελληνικό τραγούδι. Μπροστά από την κάδρο του στην άδεια βιτρίνα με τις υποβλητικές κουρτίνες για φόντο στήθηκε λαϊκό προσκύνημα που αποθανάτισε ο φακός του μετρ της καλλιτεχνικής φωτογραφίας, Τάκη Πανανίδη. Όπως συμβαίνει ακόμη μερικές φορές στον Παράδεισο Αμαρουσίου εκεί που φιλοξενείται η προτομή του.

Σε μια περίοδο αλλαγών και ανακατατάξεων, όπου πολλοί και διαλεκτοί ξεχνιούνται η αγνοούνται επιδεικτικά από αυτούς που οφείλουν να σταθούν στο έργο και την κομβική παρουσία τους αναδεικνύοντας τις ιδιαιτερότητές τους, ο μύθος του Νίκου Γούναρη παραμένει αλώβητος, αδιαμφισβήτητος νικητής, στην άνιση μάχη με τον πανδαμάτορα χρόνο.

Πηγή: ogdoo.gr