Άρθρα
Μήτσος Ευθυμιάδης, ο συγγραφέας, σκηνοθέτης και μεταφραστής, που τον χαρακτήριζε το μαύρο χιούμορ του
Μήτσος Ευθυμιάδης
Μήτσος Ευθυμιάδης, ο συγγραφέας, σκηνοθέτης και μεταφραστής, που τον χαρακτήριζε το μαύρο χιούμορ του.
Ο Μήτσος Ευθυμιάδης γεννήθηκε στην Αθήνα τον Δεκέμβριο του 1945 αλλά έζησε τα περισσότερά του χρόνια στη Μακεδονία.
Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Δημοσίευσε διηγήματα και ποιήματα στο περιοδικό "Διαγώνιος". Με το θέατρο ασχολήθηκε από το 1974.
Ο Κάρολος Κουν ανέβασε το 1975 στο υπόγειο του Ορφέα το θεατρικό του έργο "Προστάτες".
Μετά τους "Προστάτες", ακολούθησαν δύο ακόμα εξίσου σημαντικά έργα: "Ο Φώντας", που ανέβηκε στη "Στοά" του Θανάση Παπαγεωργίου (1977-78), και ο "Φονιάς", που βρήκε φιλόξενη στέγη στη "Θεατρική Σκηνή" του Αντώνη Αντωνίου (1981-83).
Επρεπε όμως να περάσουν σχεδόν δεκαπέντε χρόνια σιωπής για να ξαναδεί το φως της σκηνής ένα ακόμα θεατρικό έργο του Μήτσου Ευθυμιάδη. Ήταν και το τελευταίο του: το "Πέρα από τη νύχτα", που σκηνοθέτησε ο Γιάννης Καλατζόπουλος το 1997 στο θέατρο "Πολύτεχνο".
Στα ενδιάμεσα ο Μήτσος Ευθυμιάδης είχε δοκιμάσει τις δυνάμεις του στη σκηνοθεσία ανεβάζοντας στο θέατρο "Πολυθέαμα" των Ιωαννίνων τους "Εμιγκρέδες" του Μρόζεκ και τα "Περιμένοντας τον Γκοντό" και "Τέλος του παιχνιδιού" του Μπέκετ, είχε μεταφράσει Αριστοφάνη ("Ιππείς") και Αισχύλο ("Προμηθέας Δεσμώτης", είχε γράψει και ένα μυθιστόρημα ("Μοιραία σχέση"), εκδόσεις Νέα Σύνορα).
Πιστός στο λαϊκό θέατρο, συμμετείχε και σε κείμενα επιθεώρησης, για την παράσταση του 1997 στο «Δελφινάριο» με τίτλο «Ελλην εξασθενής» και συνεργάτες του στη γραφή των κειμένων τους Γιώργο Σκούρτη και Λάκη Μιχαηλίδη.
Τα έργα του Μήτσου Ευθυμιάδη χαρακτηρίζονται από ποιητικό ρεαλισμό με έμφαση στα ελληνικά θέματα. H πραγματικότητα με την ιστορία είναι οι βασικοί και μόνιμοι «πρωταγωνιστές» του. Οι ήρωές του ήταν πλάσματα ημιτελή και ανασφαλή και την ίδια στιγμή έτοιμοι για την πιο σπουδαία κίνηση.
Το μαύρο χιούμορ ήταν από τα χαρακτηριστικά του Μήτσου Ευθυμιάδη, που ακόμα και στις τελευταίες του στιγμές, στο «Σισμανόγλειο», όπου νοσηλευόταν, όταν τον ρώτησε κάποια στιγμή η καθαρίστρια που συγύριζε το δωμάτιό του: "Εχετε σήμερα τίποτα για πέταμα;", εκείνος απάντησε: "Εμένα", αφήνοντας άφωνη τη γυναίκα.
Ο Μήτσος Ευθυμιάδης πέθανε ξαφνικά στις 28 Ιουνίου 2003 στο νοσοκομείο "Σισμανόγλειο", όπου νοσηλευόταντις τελευταίες μέρες. Κηδεύτηκε στο Α΄Νεκροταφείο. Ήταν μόλις 58 ετών χάνοντας τη μάχη με τον καρκίνο.
Λευκάδιος Χερν, γνωστός επίσης με το ιαπωνικό όνομα Γιάκουμο Κοϊζούμι, ήταν διεθνής συγγραφέας ιρλανδοελληνικής καταγωγής που έλαβε την ιαπωνική υπηκοότητα
Λευκάδιος Χερν
Ο Λευκάδιος Χερν ή Πατρίκιος Λευκάδιος Χερν (Αγγλικά: Patrick Lafcadio Hearn), γνωστός επίσης με το ιαπωνικό όνομα Γιάκουμο Κοϊζούμι, ήταν διεθνής συγγραφέας ιρλανδοελληνικής καταγωγής που έλαβε την ιαπωνική υπηκοότητα το 1896. (Λευκάδα 27 Ιουνίου 1850 - Τόκιο 26 Σεπτεμβρίου 1904)
Περισσότερο γνωστός για τα βιβλία του για την Ιαπωνία, ιδιαίτερα για τις συλλογές του για τους ιαπωνικούς θρύλους και ιστορίες φαντασμάτων, όπως το Καϊντάν: Ιστορίες και μελέτες παράξενων πραγμάτων. Στις Ηνωμένες Πολιτείες ο Χερν είναι επίσης γνωστός για τα κείμενά του για την πόλη της Νέας Ορλεάνης, βασισμένα στη δεκαετή διαμονή του στην πόλη. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της Ιαπωνίας.
Bίος
Η σχετικά σύντομη ζωή του Λευκάδιου Χερν μπορεί να χωριστεί σε τρεις μεγάλες περιόδους, περίπου ισόχρονες: την «ευρωπαϊκή» (1850-1869), την «αμερικανική» (1869-1890) και την «ιαπωνική» (1890-1904).
Ευρώπη (1850-1869) - Γέννηση στην Ελλάδα
Ο Χερν γεννήθηκε στη Λευκάδα, από όπου πήρε και το όνομά του, στις 27 Ιουνίου του 1850. Ήταν γιος του χειρουργού ταγματάρχη Τσαρλς Μπους Χερν (από την Κομητεία Όφαλι της Ιρλανδίας) και της Ρόζας Αντωνίου Κασιμάτη, Ελληνίδας ευγενούς καταγωγής από τα Κύθηρα από τον πατέρα της Αντώνιο Κασιμάτη.
Ο πατέρας του υπηρετούσε στη Λευκάδα, κατά τη διάρκεια της βρετανικής κατοχής των Επτανήσων, όπου ήταν ο πιο υψηλόβαθμος χειρουργός στο σύνταγμά του. Ο Λευκάδιος βαφτίστηκε Πατρίκιος Λευκάδιος Χερν στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής στη Λευκάδα, αλλά φαίνεται ότι στα Αγγλικά ονομαζόταν Patricio Lafcadio Tessima Carlos Hearn.
Οι γονείς του Χερν παντρεύτηκαν με ελληνικό ορθόδοξο γάμο στις 25 Νοεμβρίου 1849, μερικούς μήνες αφού η μητέρα του είχε γεννήσει το πρώτο παιδί του ζευγαριού και μεγαλύτερο αδελφό του Χερν, Τζορτζ Ρόμπερτ Χερν, στις 23 Ιουλίου 1849.
Ο Τζορτζ Χερν πέθανε στις 17 Αυγούστου 1850, δύο μήνες μετά τη γέννηση του Λευκάδιου. Το σπίτι όπου έζησε ο μικρός Λευκάδιος στη Λευκάδα υπάρχει ακόμα.
Μετανάστευση στην Ιρλανδία· εγκατάλειψη
Μία πολύπλοκη σειρά διενέξεων και γεγονότων κατέληξαν να μετακομίσει ο Λευκάδιος Χερν, σε ηλικία δύο ετών, από την Ελλάδα στην Ιρλανδία, όπου εγκαταλείφθηκε πρώτα από τη μητέρα του (που τον άφησε στη φροντίδα της θείας του συζύγου της), στη συνέχεια από τον πατέρα του και τελικά από τη θεία του πατέρα του, η οποία είχε οριστεί κηδεμόνας του.
Το 1850 ο πατέρας του Χερν προήχθη σε Υπηρεσιακό Χειρουργό Δεύτερης Τάξης και μετατέθηκε από τη Λευκάδα στις Βρετανικές Δυτικές Ινδίες (στην Καραϊβική). Καθώς η οικογένειά του δεν ενέκρινε τον γάμο και ανησυχούσε ότι η σχέση του θα μπορούσε να βλάψει τις προοπτικές για τη σταδιοδρομία του, ο Τσαρλς Χερν δεν ενημέρωσε τους ανωτέρους του για το γιο του ή την έγκυο σύζυγό του και άφησε πίσω του την οικογένειά του.
Το 1852 ο Τσαρλς Χερν κανόνισε να στείλει το γιο και τη σύζυγό του να ζήσουν μαζί με την οικογένειά του στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας, όπου έτυχαν ψυχρής υποδοχής. Η μητέρα του Τσαρλς Χερν, Ελίζαμπεθ Χολμς Χερν, δυσκολευόταν να αποδεχθεί τον καθολικισμό της Ρόζας Χερν και την έλλειψη παιδείας της (ήταν αναλφάβητη και δε μιλούσε καθόλου Αγγλικά). Και η Ρόζα δυσκολευόταν να υιοθετήσει μια ξένη κουλτούρα και τον προτεσταντισμό της οικογένειας του συζύγου της και τελικά περιήλθε υπό την προστασία της αδερφής της Ελίζαμπεθ, Σάρας Χολμς Μπρέναν, χήρας που είχε προσηλυτισθεί στον καθολικισμό.
Παρά τις προσπάθειες της Σάρας Μπρέναν, η Ρόζα υπέφερε από νοσταλγία για την πατρίδα της. Όταν ο σύζυγός της επέστρεψε στην Ιρλανδία με αναρρωτική άδεια το 1853, κατέστη σαφές ότι το ζευγάρι είχε αποξενωθεί. Ο Τσαρλς Χερν μετατέθηκε στην Κριμαία, αφήνοντας πάλι έγκυο γυναίκα και παιδί στην Ιρλανδία. Όταν επέστρεψε το 1856, σοβαρά τραυματισμένος, η Ρόζα είχε επιστρέψει στην πατρίδα της στα Κύθηρα, στην Ελλάδα, όπου γέννησε τον τρίτο γιο τους, Ντάνιελ Τζέιμς Χερν. Ο Λευκάδιος είχε αφεθεί στη φροντίδα της Σάρας Μπρέναν.
Ο Τσαρλς Χερν υπέβαλε αίτηση να ακυρωθεί ο γάμος με τη Ρόζα, στηριζόμενος στην απουσία της υπογραφής της από το γαμήλιο συμβόλαιο, πράγμα που τον καθιστούσε άκυρο, σύμφωνα με τον αγγλικό νόμο. Όταν πληροφορήθηκε την ακύρωση η Ρόζα παντρεύτηκε αμέσως τον Τζιοβάνι Καβαλίνι, Έλληνα πολίτη ιταλικής καταγωγής, που αργότερα διορίστηκε από τους Βρετανούς κυβερνήτης των Αντικυθήρων.
Ο Καβαλίνι έθεσε ως προϋπόθεση του γάμου να παραδώσει την επιμέλεια και του Λευκάδιου και του Τζέιμς. Έτσι ο Τζέιμς στάλθηκε στον πατέρα του στο Δουβλίνο και ο Λευκάδιος παρέμεινε υπό τη φροντίδα της Σάρας Μπρέναν (η Μπρέναν είχε αποκληρώσει τον Τσαρλς λόγω της ακύρωσης του γάμου). Ούτε ο Λευκάδιος ούτε ο Τζέιμς ξαναείδαν ποτέ τη μητέρα τους, που απέκτησε τέσσερα παιδιά από τον δεύτερο σύζυγό της. Η Ρόζα τελικά εισήχθη στο Δημόσιο Ψυχιατρείο-Άσυλο στην Κέρκυρα, όπου πέθανε το 1882.
Ο Τσαρλς Χερν, που είχε αφήσει τον Λευκάδιο στη φροντίδα της Σάρας Μπρέναν τα τελευταία τέσσερα χρόνια, την όρισε τώρα μόνιμη κηδεμόνα του. Παντρεύτηκε την παιδική του αγάπη Αλίσια Γκόσλιν, τον Ιούλιο του 1857, και έφυγε με τη νέα του σύζυγο για απόσπαση στο Σεκουντεραμπάντ της Ινδίας, όπου απέκτησαν τρεις κόρες πριν τον θάνατο της Αλίσια το 1861.
Ο Λευκάδιος δεν ξαναείδε ποτέ τον πατέρα του: o Tσαρλς Χερν πέθανε από ελονοσία στον Κόλπο του Σουέζ το 1866.
Το 1857, σε ηλικία επτά ετών, και παρά το γεγονός ότι και οι δύο γονείς του ζούσαν ακόμη, ο Χερν έγινε μόνιμα κηδεμονευόμενος της γιαγιάς-θείας του Σάρας Μπρέναν που μοίραζε τη διαμονή της μεταξύ του Δουβλίνου τους χειμερινούς μήνες, του κτήματος του συζύγου της στο Τράμορ στις ακτές της Νότιας Ιρλανδίας και μιας κατοικίας στο Μπάνγκορ της Βόρειας Ουαλλίας.
Η Μπρέναν απασχολούσε επίσης ένα δάσκαλο κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς, για να παρέχει τη βασική εκπαίδευση και τα βασικά στοιχεία του καθολικού δόγματος. Ο Χερν άρχισε να εξερευνά τη βιβλιοθήκη της Μπρέναν και να διαβάζει πολύ ελληνική λογοτεχνία, ιδιαίτερα μυθολογία.
Καθολική εκπαίδευση στη Γαλλία και την Αγγλία· εγκατάλειψη
Το 1861 η θεία του Χερν, γνωρίζοντας ότι ο Χερν απομακρυνόταν από τον καθολικισμό και με την παρότρυνση του Χένρι Χερν Μολινέ, συγγενούς του τελευταίου συζύγου της και μακρινού ξάδερφου του Χερν, τον ενέγραψε στο Εκκλησιαστικό Ινστιτούτο, καθολική εκκλησιαστική σχολή στο Υβετό της Γαλλίας. Οι εμπειρίες του Χερν στη σχολή επιβεβαίωσαν την ισόβια πεποίθησή του ότι η χριστιανική εκπαίδευση αποτελείτο από «συμβατική βαρεμάρα και ασχήμια και βρώμικη αυστηρότητα και μούτρα και ιησουιτισμό και φοβερή στρέβλωση των παιδικών εγκεφάλων». Ο Χερν έμαθε άπταιστα Γαλλικά και θα μετέφραζε αργότερα στα Αγγλικά τα έργα του Γκυ ντε Μωπασσάν, που συμπτωματικά φοίτησε στη σχολή αμέσως μετά την αποχώρηση του Χερν.
Το 1863, πάλι με υπόδειξη του Μολινέ, ο Χερν ενεγράφη στο Σεντ Κάθμπερτς Κόλετζ στο Άσοου, καθολική θεολογική σχολή, το σημερινό Πανεπιστήμιο του Ντάραμ στη βορειοανατολική Αγγλία. Στο περιβάλλον αυτό ο Χερν υιοθέτησε το παρατσούκλι Πάντι, για να προσαρμοσθεί καλύτερα, και ήταν ο πρώτος μαθητής στην αγγλική έκθεση επί τρία χρόνια. Σε ηλικία δεκαέξι ετών, στο Άσοου, ο Χερν τραυμάτισε το αριστερό του μάτι από ατύχημα στην αυλή του σχολείου. Το μάτι μολύνθηκε και, παρά τις επισκέψεις σε ειδικούς στο Δουβλίνο και στο Λονδίνο και ένα χρόνο αναρρωτικής απουσίας από το σχολείο, τυφλώθηκε.
Ο Χερν είχε επίσης αυξημένη μυωπία, έτσι ο τραυματισμός του τον άφησε με μόνιμα μειωμένη όραση, αναγκάζοντάς τον να μεταφέρει ένα μεγεθυντικό φακό για κοντινή εργασία και ένα τηλεσκόπιο τσέπης για να βλέπει οτιδήποτε σε μη κοντινή απόσταση (ο Χερν απέφευγε τα γυαλιά, πιστεύοντας ότι σταδιακά θα αδυνάτιζαν περισσότερο την όρασή του). Η ίριδα ήταν μόνιμα ξεθωριασμένη και έκανε τον Χερν νευρικό για την εμφάνισή του για το υπόλοιπο της ζωής του, κάνοντάς τον να καλύπτει το αριστερό του μάτι όταν συνομιλούσε και να ποζάρει για φωτογραφίες προφίλ, ώστε να μη φαίνεται το αριστερό του μάτι.
Το 1867 ο Χένρι Μολινέ, που είχε γίνει οικονομικός διαχειριστής της Σάρας Μπρέναν, χρεοκόπησε μαζί της. Δεν υπήρχαν χρήματα για δίδακτρα και ο Χερν εστάλη στο Ηστ Εντ του Λονδίνου να ζήσει με την πρώην υπηρέτρια της Μπρέναν. Αυτή και ο σύζυγός της δεν είχαν χρόνο ή χρήματα για τον Χερν, που περιφερόταν στους δρόμους, περνούσε την ώρα του σε πτωχοκομεία και γενικά ζούσε ξεριζωμένος άσκοπα. Κυριότερες πνευματικές του δραστηριότητες αποτελούσαν επισκέψεις σε βιβλιοθήκες και στο Βρετανικό Μουσείο.
Αμερική (1869-1890)
Κανένας Αμερικανός συγγραφέας του δέκατου ένατου αιώνα δεν έζησε πιο παράξενη ζωή.
Μετανάστευση στο Σινσινάτι.
Το 1869 ο Χένρι Μολινέ είχε ανακτήσει κάποια οικονομική σταθερότητα και η Μπρέναν, στα 75 της, ήταν ανάπηρη. Αποφασίζοντας να σταματήσει να ξοδεύει για τον δεκαεννιάχρονο Χερν, αγόρασε ένα μονής κατεύθυνσης εισιτήριο για τη Νέα Υόρκη και έδωσε οδηγίες στον Χερν να πάει στο Σινσινάτι, να βρει την αδελφή του Μολινέ και τον σύζυγό της, Τόμας Κάλιναν, και να έχει τη βοήθειά τους για να ζήσει. Οταν συναντήθηκε με τον Χερν στο Σινσινάτι, η οικογένεια δεν είχε πολλά να του δώσει. Ο Κάλιναν του έδωσε 5 δολάρια και του ευχήθηκε καλή τύχη. Όπως θα έγραφε αργότερα ο Χερν «Πετάχτηκα για να αρχίσω τη ζωή μου άφραγκος στο πεζοδρόμιο μιας αμερικανικής πόλης».
Για κάποιο διάστημα ήταν εξαθλιωμένος, ζούσε σε στάβλους ή αποθήκες σε αντάλλαγμα για χαμαλοδουλειές. Τελικά έγινε φίλος με τον Άγγλο τυπογράφο και κοινοτιστή Χένρι Γουότκιν, που τον απασχόλησε στο τυπογραφείο του, τον βοήθησε να βρει διάφορες δουλειές του ποδαριού, του δάνειζε βιβλία από τη βιβλιοθήκη του, περιλαμβανομένων των ουτοπιστών Φουριέ, Ντίξον και Νόις, και του έδωσε ένα παρατσούκλι, που του κόλλησε για το υπόλοιπο της ζωής του, Το Κοράκι, από το ποίημα του Πόε. Ο Χερν σύχναζε επίσης στη Δημόσια Βιβλιοθήκη του Σινσινάτι, που εκείνη την εποχή είχε περίπου 50.000 τόμους. Την άνοιξη του 1871 μια επιστολή από τον Χένρι Μολινέ τον πληροφόρησε για το θάνατο της Σάρας Μπρέναν και τον ορισμό του Μολινέ ως μοναδικού εκτελεστή της διαθήκης. Αν και η Μπρέναν τον είχε ορίσει ως δικαιούχο μιας ετήσιας προσόδου όταν έγινε κηδεμόνας του, ο Χερν δεν πήρε τίποτα από την περιουσία και δεν ξαναείχε ποτέ νέα από τον Μολινέ.
Δημοσιογραφικό και λογοτεχνικό έργο
Με τη δύναμη του ταλέντου του ως συγγραφέα, ο Χερν έπιασε δουλειά ως δημοσιογράφος στο The Cincinnati Enquirer, εργαζόμενος για την εφημερίδα από το 1872 ως το 1875. Γράφοντας με δημιουργική ελευθερία σε μια από τις μεγαλύτερες εφημερίδες που κυκλοφορούσαν στο Σινσινάτι, έγινε γνωστός για τις μακάβριες περιγραφές τοπικών φόνων, καλλιεργώντας τη φήμη του κορυφαίου συγκλονιστικού δημοσιογράφου της εφημερίδας, καθώς και του συγγραφέα των ευαίσθητων περιγραφών μερικών από τα μειονεκτούντα άτομα του Σινσινάτι. Αφότου μία από τις ιστορίες του φόνων, ο Φόνος του Τάνιαρντ, είχε διαρκέσει επί μήνες το 1874, ο Χερν εδραίωσε τη φήμη του ως ο τολμηρότερος δημοσιογράφος του Σινσινάτι και το Enquirer αύξησε το μισθό του από 10 σε 25 δολάρια τη βδομάδα.
Η Βιβλιοθήκη της Αμερικής (μη κερδοσκοπικός εκδότης αμερικάνικης λογοτεχνίας) επέλεξε μία από αυτές τις περιγραφές φόνων, το Gibbeted, για να τη συμπεριλάβει στην ανασκόπηση δύο αιώνων Αμερικανικού Αληθινού Εγκλήματος, το 2008.
Το 1874 ο Χερν και ο νεαρός Χένρι Φάρνι (1847-1916, γεννημένος στη Γαλλία, ζωγράφος και εικονογράφος), αργότερα διάσημος ζωγράφος της Αμερικάνικης Δύσης, έγραψαν, εικονογράφησαν και εξέδωσαν ένα οχτασέλιδο εβδομαδιαίο περιοδικό τέχνης, λογοτεχνίας και σάτιρας με τον τίτλο Ye Giglampz. Το έργο θεωρήθηκε από ένα κριτικό του εικοστού αιώνα «Ίσως το συναρπαστικότερο έργο διαρκείας που ανέλαβε ο Χερν».
Η Δημόσια Βιβλιοθήκη του Σινσινάτι ανατύπωσε ένα αντίγραφο των εννέα συνολικά τευχών το 1983.
Πρώτος γάμος, διαζύγιο και απόλυση από το Enquirer
Στις 14 Ιουνίου 1874 ο Χερν, 24 ετών, παντρεύτηκε την Αλίθια (Μάτι) Φόλεϊ, μια εικοσάχρονη Αφροαμερικανίδα, πράξη που παραβίαζε τον νόμο του Οχάιο κατά της επιμειξίας, την εποχή εκείνη. Τον Αύγουστο του 1875, ανταποκρινόμενο σε παράπονα του τοπικού κλήρου για τις αντιθρησκευτικές του απόψεις και σε πίεση πολιτικών του τόπου, προσβεβλημένων από μερικά σατιρικά του κείμενα στο Ye Giglampz, το Enquirer τον απέλυσε, επικαλούμενο ως αιτία τον παράνομο γάμο του. Έπιασε δουλειά στην αντίπαλη εφημερίδα The Cincinnati Commercial. Το Enquirer προσφέρθηκε να τον ξαναπροσλάβει όταν οι ιστορίες του άρχισαν να εμφανίζονται στο Commercial και η κυκλοφορία του άρχισε να αυξάνεται, αλλά ο Χερν, εξοργισμένος από τη συμπεριφορά της εφημερίδας, αρνήθηκε. Ο Χερν και η Φόλεϊ χώρισαν, αλλά προσπάθησαν αρκετές φορές να τα ξαναβρούν πριν πάρουν διαζύγιο το 1877.
Η Φόλεϊ ξαναπαντρεύτηκε το 1880.
Ενώ εργαζόταν για το Commercial ο Χερν δέχθηκε να μεταφερθεί στην κορυφή του ψηλότερου κτιρίου του Σινσινάτι, στην πλάτη ενός επισκευαστή καμπαναριών, του Τζόζεφ Ροντρίγκεζ Γουέστον, και έγραψε μια μισοτρομακτική, μισοκωμική περιγραφή της εμπειρίας του. Την ίδια επίσης εποχή ο Χερν έγραψε μια σειρά περιγραφές των συνοικιών Μπακτάουν και Λίβι του Σινσινάτι «... μια από τις λίγες εικόνες που έχουμε της ζωής των μαύρων σε μια μεθοριακή πόλη την περίοδο μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο». Κατέγραψε επίσης αμέτρητους στίχους τραγουδιών που άκουσε να τραγουδούν μαύροι μουσικοί της εποχής.
Νέα Ορλεάνη
Το φθινόπωρο του 1877, πρόσφατα διαζευγμένος από τη Μάτι Φόλεϊ και ανήσυχος, ο Χερν είχε αρχίσει να παραμελεί τη δουλειά του στην εφημερίδα για να μεταφράζει στα Αγγλικά έργα του Γάλλου συγγραφέα Γκωτιέ. Απογοητευόταν επίσης όλο και περισσότερο από το Σινσινάτι, γράφοντας στο Χένρι Γουότκιν, «Είναι ώρα να φεύγεις από το Σινσινάτι, όταν αρχίζουν να το αποκαλούν Παρίσι της Αμερικής». Με την υποστήριξη του Γουότκιν και του εκδότη του Cincinnati Commercial Μίρατ Χάλστεντ ο Χερν έφυγε από το Σινσινάτι για τη Νέα Ορλεάνη, όπου αρχικά έγραψε ανταποκρίσεις για το Commercial στη στήλη Gateway to the Tropics.
Ο Χερν έζησε στη Νέα Ορλεάνη για μια σχεδόν δεκαετία, γράφοντας πρώτα για την εφημερίδα Daily City Item, αρχίζοντας τον Ιούνιο του 1878 και αργότερα για τον Times Democrat. Καθώς το Item ήταν μια τετρασέλιδη έκδοση, το συντακτικό έργο του Χερν άλλαξε θεαματικά τον χαρακτήρα της εφημερίδας. Ξεκίνησε στο Item ως συντάκτης ειδήσεων και στη συνέχεια επεκτάθηκε σε κριτικές βιβλίων του Φράνσις Μπρετ Χαρτ και του Εμίλ Ζολά, περιλήψεις κομματιών σε εθνικά περιοδικά όπως το Harper’s και δημοσιογραφικά άρθρα εισαγωγικά βουδιστικών και σανσκριτικών κειμένων. Ως συντάκτης ο Χερν δημιούργησε και δημοσίευσε σχεδόν διακόσια χαρακτικά από την καθημερινή ζωή και τους ανθρώπους της Νέας Ορλεάνης, καθιστώντας το Item την πρώτη εφημερίδα του Νότου που εισήγαγε σκίτσα και της έδωσε άμεση κυκλοφοριακή ώθηση. Ο Χερν σταμάτησε να σκαλίζει τις ξυλογραφίες μετά από έξι μήνες, όταν διαπίστωσε ότι η καταπόνηση ήταν πολύ μεγάλη για το μάτι του.
Στα τέλη του 1881 ο Χερν πήρε μια θέση συντάκτη στον Times Democrat της Νέας Ορλεάνης και εργαζόταν μεταφράζοντας άρθρα από γαλλικές και ισπανικές εφημερίδες, καθώς και γράφοντας άρθρα και κριτικές για θέματα της επιλογής του. Συνέχισε επίσης το μεταφραστικό έργο του Γάλλων συγγραφέων στα Αγγλικά: του Ζεράρ ντε Νερβάλ, του Ανατόλ Φρανς και ιδιαίτερα του Πιέρ Λοτί, συγγραφέα που επηρέασε το συγγραφικό ύφος του ίδιου του Χερν.
Ο Χερν δημοσίευσε επίσης στο Harper's Weekly το πρώτο γνωστο άρθρο (1883) για τους Φιλιππινέζους στις Ηνωμένες Πολιτείες, τους Μανίλαμεν ή Ταγκάλογκ, ένα από τα χωριά των οποίων είχε επισκεφθεί στο Σαιν Μαλό της Λουϊζιάνα.
Ο τεράστιος αριθμός των κειμένων του για τη Νέα Ορλεάνη και τα περίχωρά της, πολλά από τα οποία δεν έχουν συγκεντρωθεί, αφορούν, μεταξύ άλλων, τον κρεολικό πληθυσμό της πόλης και την ιδιαίτερη κουζίνα του, τη Γαλλική Όπερα, το Βουντού της Λουϊζιάνα και τη Μαύρη Μουσική.
Τα κείμενα του Χερν για εθνικές εκδόσεις, όπως τα Harper's Weekly και Scribner's Magazine, βοήθησαν στη δημιουργία της φήμης της Νέας Ορλεάνης ως μιας πόλης με ξεχωριστή κουλτούρα, που έμοιαζε περισσότερο με εκείνη της Ευρώπης και της Καραϊβικής παρά με εκείνη της Βόρειας Αμερικής.
Ο Χερν έγραφε ενθουσιωδώς για τη Νέα Ορλεάνη, αλλά έγραφε επίσης και για την παρακμή της πόλης, «μια νεκρή νύφη στεφανωμένη με άνθη πορτοκαλιάς».
Τα κείμενα του Χερν για τις εφημερίδες της Νέας Ορλεάνης περιελάμβαναν ιμπρεσσιονιστικές περιγραφές τόπων και χαρακτήρων και πολλά άρθρα που κατήγγειλλαν την πολιτική διαφθορά, την εγκληματικότητα στους δρόμους, τη βία, τη μισαλλοδοξία και τις αποτυχίες των υπεύθυνων της δημόσιας παιδείας και υγείας. Παρά το γεγονός ότι πιστώνεται με την «εφεύρεση» της Νέας Ορλεάνης ως τόπου εξωτικού και μυστηριώδους, οι νεκρολογίες του των ηγετών του βουντού Μαρί Λεβό και Δρ. Τζον Μοντενέ ήταν πραγματιστικές και απομυθοποιητικές. Συλλογές κειμένων του Χερν για τη Νέα Ορλεάνη έχουν συγκεντρωθεί και δημοσιευθεί σε πολλά έργα, αρχίζοντας με τα Κρεολικά Σκίτσα το 1924 και πιο πρόσφατα (2001) στο Εφευρίσκοντας τη Νέα Ορλεάνη: Κείμενα του Λευκάδιου Χερν.
Τα γνωστότερα βιβλία του Χερν στη Λουϊζιάνα είναι:
Gombo zhèbes: Μικρό λεξικό κρεολικών παροιμιών (1885).
Η Κρεολική Κουζίνα (1885), συλλογή συνταγών μαγειρικής από κορυφαίους σεφ και διάσημες Κρεολές νοικοκυρές, που συνέβαλαν να γίνει η Νέα Ορλεάνη διάσημη για την κουζίνα της.
Τσίτα: Μια Ανάμνηση του Χαμένου Νησιού (1889), μια νουβέλα βασισμένη στον τυφώνα του 1856, που πρωτοδημοσιεύθηκε στο Harper's Monthly το 1888.
Την εποχή που ζούσε εκεί ο Χερν ήταν ελάχιστα γνωστός, όπως ακόμη και σήμερα για τα γραπτά του για τη Νέα Ορλεάνη, εκτός από τους ντόπιους θιασώτες του πολιτισμού. Εντούτοις, από όσους έχουν ζήσει στη Νέα Ορλεάνη, μόνο για τον Λούις Άρμστρονγκ έχουν γραφτεί περισσότερα βιβλία από όσα για τον Χερν.
Δύο χρόνια στις Γαλλικές Δυτικές Ινδίες
Το Harper's έστειλε τον Χερν στις Γαλλικές Δυτικές Ινδίες ως ανταποκριτή το 1887 [σημ. 3]. Πέρασε δύο χρόνια στη Μαρτινίκα και, εκτός από τα κείμενά του για το περιοδικό, έγραψε δύο βιβλία: Δυο Χρόνια στις Γαλλικές Δυτικές Ινδίες και Γιούμα, η Ιστορία μιας Σκλάβας των Δυτικών Ινδιών, που δημοσιεύθηκαν το 1890.
Ιαπωνία (1890-1904)
Καμιάς άλλης χώρας το πρόσωπο δε μοιάζει τόσο με την Ελλάδα όσο το πρόσωπο της Ιαπωνίας [σημ. 4].
— Νίκος Καζαντζάκης, Ταξιδεύοντας: Ιαπωνία - Κίνα
Ματσούε
Το 1890 ο Χερν πήγε στην Ιαπωνία σε μια αποστολή ως ανταποκριτής εφημερίδας, που γρήγορα τερματίστηκε. Στην Ιαπωνία βρήκε όμως μια εστία και τη μεγαλύτερή του έμπνευση. Με τη βοήθεια του Μπάζιλ Χολ Τσάμπερλεν (Άγγλου καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Τόκιο) ο Χερν απέκτησε μια θέση καθηγητή το καλοκαίρι του 1890 στη Νομαρχιακή Σχολή του Σιμάνε στο Ματσούε, πόλη της δυτικής Ιαπωνίας, στις ακτές της Ιαπωνικής Θάλασσας.
Κατά τη δεκαπεντάμηνη διαμονή του στο Ματσούε ο Χερν παντρεύτηκε την Σέτσου Κοϊζούμι (1868-1932), κόρη μιας τοπικής οικογένειας σαμουράι, με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά, τον Κάζουο (1893-1965), τον Ιβάο (1897-1937), τον Κιγιόσι (1900-1962) και την Σουτζούκο (1903-1944).
Το Μουσείο Μνήμης Λευκάδιου Χερν και η παλιά του κατοικία είναι ακόμη δύο από τα δημοφιλέστερα τουριστικά αξιοθέατα του Ματσούε.
Κουμαμότο και Κόμπε
Στα τέλη του 1891 ο Χερν μετακόμισε στο Κουμαμότο του Κιούσου, όπου, με τη βοήθεια του Τσάμπερλεν, εξασφάλισε θέση καθηγητή στην Πέμπτη Ανώτερη Σχολή. Στο Κουμαμότο έζησε τα επόμενα τρία χρόνια και ολοκλήρωσε το πρώτο του βιβλίο για την Ιαπωνία, Ματιές στην Άγνωστη Ιαπωνία (1894).
Τον Οκτώβριο του 1894 προσλήφθηκε ως δημοσιογράφος στην αγγλόφωνη εφημερίδα The Kobe Chronicle και μετακόμισε στο Κόμπε.
Τόκιο
Τον Ιανουάριο του 1896 ο Λευκάδιος Χερν πολιτογραφήθηκε Γιαπωνέζος, παίρνοντας το όνομα Γιάκουμο Κοϊζούμι, και τον Αύγουστο, με κάποια βοήθεια από τον Τσάμπερλεν, άρχισε να διδάσκει αγγλική λογοτεχνία στο Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο του Τόκιο, εργασία που είχε μέχρι το 1903.
Το 1904 ήταν καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ουασέντα στο Σιντζούκου στο Τόκιο.
Στις 26 Σεπτεμβρίου 1904 πέθανε από καρδιακή ανακοπή σε ηλικία 54 ετών. Ο τάφος του είναι στο Νεκροταφείο Ζοσιγκάγια, στο Τοσίμα του Τόκιο.
Μία μικρή νεκρική πομπή μετέφερε τη σορό του στον παλιό ναό Κομπουπέρα. Μπροστά υπήρχαν τα βουδιστικά λάβαρα, πίσω δυο μικρά παιδιά που κουβαλούσαν ζωντανά πουλιά σε μικρά κλουβιά που θα τα άφηναν ελέυθερα συμβολίζοντας τη φυγή της ψυχής από τα δεσμά της. Ακολουθούσαν τα άτομα που κουβαλούσαν το φέρετρό του, πιο πίσω οι ιερείς με τα κουδουνάκια τους και το φαγητό για τον νεκρό, ενώ την πομπή έκλειναν η οικογένεια και οι φίλοι του νεκρού.
Στην πλάκα που έστησαν οι φοιτητές του υπήρχε το εξής κείμενο:
Στον Λευκάδιο Χερν, του οποίου η πένα υπήρξε πιο ισχυρή ακόμα και από τη ρομφαία του ένδοξου έθνους που αγάπησε, έθνους που πιο μεγάλη τιμή του υπήρξε ότι τον δέχτηκε στις αγκάλες του ως πολίτη και του πρόσφερε, αλίμονο, τον τάφο.
Σισμάνογλου Κωνσταντίνος, δώρισε στο ελληνικό δημόσιο, εκτάσεις που διανεμήθηκαν στους Μικρασιάτες πρόσφυγες, διέθεσε μεγάλα χρηματικά ποσά για την ανακούφιση των Ελλήνων ομογενών στην Κωνσταντινούπολη και στήριξε οικονομικά τη Μεγάλη Σχολή του Γένους
Σισμάνογλου Κωνσταντίνος
Ήταν πρωτότοκος γιος του μεγαλέμπορου, τραπεζίτη και Εθνικού ευεργέτη Ιωάννη Σισμάνογλου, με καταγωγή από την Καππαδοκία, ενώ μητέρα του ήταν η Αικατερίνη Κιουπεντζόγλου.
Ο Κωνσταντίνος είχε δύο ακόμη αδελφούς, τον Αλέξανδρο, που πέθανε σε νεαρή ηλικία και τον Αναστάσιο. Σπούδασε στο ελληνικό Λύκειο της Κωνσταντινουπόλεως, συνέχισε τις σπουδές του στην Ανώτατη Εμπορική Σχολή στο Παρίσι και μετά το θάνατο του πατέρα του ανέλαβε μαζί με τον αδελφό του τη διεύθυνση των οικογενειακών επιχειρήσεων.
Μέχρι το 1914 ζούσαν το χειμώνα στο Παρίσι και τα καλοκαίρια σε γνωστές ευρωπαϊκές λουτροπόλεις, όμως στη διάρκεια του Α΄ παγκοσμίου πολέμου και μέχρι το 1921, αύξησαν την περιουσία τους με τη λειτουργία χρηματομεσιτικών επιχειρήσεων στο Παρίσι, ενώ ενδιάμεσα εγκαταστάθηκαν στο Λονδίνο και αργότερα σε μικρή λουτρόπολη της Ελβετίας.
Το 1922 δώρισε στο ελληνικό δημόσιο, έκταση που κατείχαν στην Καβάλα, που διανεμήθηκε στους Μικρασιάτες πρόσφυγες. Διέθεσε μεγάλα χρηματικά ποσά για την ανακούφιση των Ελλήνων ομογενών στην Κωνσταντινούπολη και δημιούργησε οργανώσεις για την βοήθεια του ελληνικού στοιχείου, στήριξε οικονομικά τη Μεγάλη Σχολή του Γένους.
Το 1933 μετακόμισαν κι εγκαταστάθηκαν οριστικά στην Αθήνα και από κοινού με τον αδελφό του, το Νοέμβριο του 1939, δώρισαν το πατρικό τους στην οδό Grande rue de Pera, [Μεγάλη οδό του Πέρα], και σημερινή στον αριθμό 60 της Ιστικλάλ Τζαντεσί, [İstiklal caddesi], δηλαδή η Λεωφόρος της Ανεξαρτησίας, στο ελληνικό δημόσιο με τον όρο να χρησιμοποιηθεί για την στέγαση αρχικά της Πρεσβείας και στη συνέχεια του Γενικού Προξενείου της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη.
Το οίκημα ανήκε σε Βρετανό υπήκοο και μετά τις καταστροφές από το σεισμό του 1896 πέρασε στην ιδιοκτησία της οικογένειας Σισμάνογλου, που το επιδιόρθωσαν και το επέκτειναν. Το 1939, ο Κωνσταντίνος Σισμάνογλου αποφάσισε να το δωρίσει στο Ελληνικό κράτος, για να στεγάσει «Οίκο Ελλάδος».
Με δικά του χρήματα ιδρύθηκαν δύο Αντιφυματιολογικά Ινστιτούτα, το Σισμανόγλειο Νοσοκομείο στην Αθήνα, το οποίο θεμελιώθηκε στις 6 Δεκεμβρίου του 1936, καθώς κι εκείνο στην Κομοτηνή, που ξεκίνησε τη λειτουργία του το 1937 σε κτίριο, περίπου, 1400 τετραγωνικών μέτρων.
Με τη διαθήκη του άφησε κληρονόμο του το Σισμανόγλειο ίδρυμα, αλλά και ικανό χρηματικό ποσό στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.
Τζακ Λέμον, από τους καλύτερους κωμικούς ηθοποιούς που πέρασαν ποτέ από την κινηματογραφική επικράτεια, ένας πραγματικός σερ
Τζακ Λέμον
Ένας από τους καλύτερους κωμικούς ηθοποιούς που πέρασαν ποτέ από την κινηματογραφική επικράτεια, ένας πραγματικός σερ (χωρίς τίτλους ευγενείας βέβαια) της μεγάλης οθόνης, άφησε το στίγμα του σε αξέχαστες ταινίες.
Ειδικά πλάι στον παντοτινό του φίλο Γουόλτερ Ματάου, με τον οποίο δημιούργησαν το θρυλικό δίδυμο, ο Λέμον θα σκαρφάλωνε στις πρώτες προτιμήσεις των απανταχού κινηματογραφόφιλων. Και βέβαια μας χάρισε αλησμόνητες ερμηνείες σε ταινίες όπως το «Κάποιοι το Προτιμούν Καυτό», την «Γκαρσονιέρα» και το «Παράξενο Ζευγάρι»!
Σε μια λαμπρή καριέρα που μέτρησε στις πλάτες της δεκαετίες, ο Λέμον δοκιμάστηκε με την ίδια επιτυχία τόσο σε κωμικούς όσο και δραματικούς ρόλους, κάτι που προσυπογράφουν οι 7 υποψηφιότητές του για το χρυσό αγαλματίδιο και τα δύο Όσκαρ του φυσικά.
Κι αν κάτι ξεπέρασε τη φήμη του Λέμον ως μια από τις πλέον αγαπητές μορφές του σινεμά διεθνώς δεν ήταν άλλο από το υπέροχο του χαρακτήρα του, καθώς για τους φίλους και τους συνεργάτες ήταν πάνω απ’ όλα ένας ωραίος άνθρωπος…
Πρώτα χρόνια
Η μοίρα είχε τον τρόπο της με τον Τζον «Τζακ» Λέμον ήδη από την αρχή: ο ηθοποιός γεννιέται στις 8 Φεβρουαρίου 1925 μέσα στον ανελκυστήρα του νοσοκομείου της Βοστόνης! Το φιλάσθενο παιδί γεννιέται μάλιστα με ίκτερο, δικαιώνοντας τραγικά το επίθετό του Λέμον (λεμόνι).
Γιος ιδιοκτήτη εταιρίας παρασκευής ντόνατ και αρτοποιίας, το επίθετό του θα τον καταδίωκε μια ζωή, με τα πειράγματα των συμμαθητών του και τα λογοπαίγνια αργότερα των στελεχών της κινηματογραφικής βιομηχανίας να έχουν πάντα να κάνουν με το λεμόνι!
Παρά το γεγονός ότι ως αγόρι ήταν φιλάσθενο και υποβλήθηκε σε αμέτρητες εγχειρίσεις, ήταν άσος στα σπορ, κάτι που θα τον έφερνε μετά το ιδιωτικό σχολείο στο φημισμένο αμερικανικό πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ (1943).
Η κωμική του φύση όμως είχε άλλα στο μυαλό της για τον Λέμον, ο οποίος πάτωνε στις σπουδές του, εκτός φυσικά από τα μαθήματα υποκριτικής. Εξάλλου το ήξερε και ο ίδιος από 8 χρονών ότι όταν θα μεγάλωνε θα γινόταν ηθοποιός. Ταυτοχρόνως, στην εφηβεία του έμαθε μόνος του πιάνο και άρχισε να ασχολείται με θεατρικές ομάδες. Κάποια στιγμή μάλιστα έγινε και πρόεδρος του περίφημου Hasty Pudding Club του Χάρβαρντ, μένοντας γνωστός για τα μουσικά κωμικά του νούμερα.
Στα χρόνια της αμερικανικής εμπλοκής στον Β’ Παγκόσμιο, ο Λέμον έκανε ένα διάλειμμα από τις σπουδές του για να υπηρετήσει τη θητεία του στο Ναυτικό, κάτι που θα τον έφερνε πάνω στο κατάστρωμα αεροπλανοφόρου. Μετά την απόλυσή του, επέστρεψε στο Χάρβαρντ, απ’ όπου πήρε το πτυχίο του το 1947…
Πρώιμη καριέρα
Μετά τον πόλεμο, ο Λέμον δανείστηκε 300 δολάρια από τον πατέρα του για να κυνηγήσει το όνειρο του θεάτρου στο Μπρόντγουεϊ της Νέας Υόρκης. Ο διάλογος για να πείσει τον πατέρα του θρυλικός: «Πρέπει να το δοκιμάσω, ειδάλλως θα αναρωτιέμαι σε όλη μου τη ζωή», είπε στον πατέρα του ζητώντας του τα χρήματα για να πάει στη Νέα Υόρκη. Και αφού απάντησε καταφατικά στην πατρική ερώτηση αν όντως αγαπά την υποκριτική, τον άκουσε να μουρμουρίζει πως «αυτό είναι καλό, γιατί την ημέρα που εγώ θα σταματήσω να είμαι ερωτευμένος με μια φρατζόλα ψωμί, θα παραιτηθώ»!
Στη Νέα Υόρκη λοιπόν, ο Λέμον θα περάσει τον πρώτο του χρόνο παίζοντας επαγγελματικά πιάνο σε μπαρ και κλαμπ, πριν κερδίσει τουλάχιστον τα πρώτα ρολάκια σε ραδιόφωνο, σανίδι και τηλεόραση. Και ήταν το 1953 όταν θα εξασφάλιζε τον πρώτο του ρόλο στο Μπρόντγουεϊ, σε κωμωδία φυσικά!
Κι αν η παράσταση θα διαρκούσε μόλις λίγες εβδομάδες πριν κατέβει άρον-άρον, η απογοήτευσή του σύντομα θα γινόταν χαρά, καθώς λίγο αργότερα αναλαμβάνει τον πρώτο του κινηματογραφικό ρόλο: ήταν στην ταινία του Τζορτζ Κιούκορ «It Should Happen to You» (1953) που θα έκανε το ντεμπούτο του στη μεγάλη οθόνη.
Δύο χρόνια αργότερα, ήταν έτοιμος για την ερμηνεία που θα τον καθιέρωνε στις απανταχού κινηματογραφικές συνειδήσεις: ο Λέμον εμφανίζεται στην πολεμική δραμεντί «Mister Roberts» (1955), πλάι στον Χένρι Φόντα και τον Τζέιμς Κάγκνεϊ, κλέβοντας τις εντυπώσεις σε τέτοιο βαθμό που θα αποσπάσει Όσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου!
Ο ίδιος μετέτρεψε μάλιστα την τελετή της βράβευσης σε κωμωδία κανονική: «Περίμενα ακουμπώντας σε μια ράμπα να με φωνάξουν για μια συνέντευξη. Και μόνο μόλις προχώρησα είδα την πινακίδα που έγραφε ‘‘φρεσκοβαμμένο’’. Έτσι ανέβηκα να παραλάβω το Όσκαρ με μια λευκή λουρίδα χρώματος στο πίσω μέρος του σμόκιν μου»...
Το καλό του χαρακτήρα του θα τον έκανε αμέσως φίλο με τους περισσότερους συνεργάτες του, όπως ας πούμε με τον κωμικό Έρνι Κόβατς, με τον οποίο έπαιξαν μαζί στο «Bell Book and Candle» (1958) και έγιναν αμέσως αχώριστοι φίλοι.
Την επόμενη ωστόσο χρονιά θα χάριζε στο παγκόσμιο κοινό μια από τις αξέχαστες ερμηνείες του στο σπαρταριστό «Κάποιοι το Προτιμούν Καυτό» (1959), πλάι στον Τόνι Κέρτις και τη Μέριλιν Μονρόε φυσικά. Η ταινία ήταν μάλιστα η πρώτη συνεργασία του Λέμον με τον σκηνοθέτη-σεναριογράφο Μπίλι Γουάιλντερ, με τον οποίο θα δουλέψουν μαζί 7 φορές σε ισάριθμους κινηματογραφικούς θριάμβους…
Η επόμενη συνεργασία του με τον Γουάιλντερ θα τον εκτόξευε στη διεθνή δόξα: μιλάμε φυσικά για την «Γκαρσονιέρα» του 1960, η οποία απέσπασε Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας…
Παρά το γεγονός ότι είχε πια καθιερωθεί ως κωμικός, το 1962 θα ήταν η χρονιά που θα έδειχνε στην οικουμένη ότι ήταν πολλά περισσότερα από ένας αστείος τύπος. Τότε είναι που μας χάρισε τη συγκινητική ερμηνεία του ως αλκοολικός σύζυγος στις «Ημέρες κρασιού και λουλουδιών», με τους διθυράμβους της κριτικής και την πρώτη του υποψηφιότητα για Α’ Ανδρικό να αποδεικνύουν ότι πράγματι μπορούσε να παίξει! Από δω και πέρα στην καριέρα του θα αναλάμβανε με την ίδια ευκολία τόσο κωμικούς όσο και δραματικούς ρόλους…
Καθοριστική στιγμή τόσο στη ζωή όσο και την καριέρα του θα είναι το 1966, όταν θα συνεργαστεί για πρώτη φορά με τον επίσης αχτύπητο Γουόλτερ Ματάου στο «Κουλουράκι της Τύχης».
Το δαιμόνιο δίδυμο θα ξανασυνεργαστεί δύο χρόνια αργότερα στην πλέον περίφημη ταινία τους, το «Παράξενο Ζευγάρι», περνώντας έτσι στην κινηματογραφική αθανασία…
Επόμενες επιτυχίες
Η δεκαετία του 1970 σηματοδότησε για τον μεγάλο κωμικό μια εποχή κορυφαίων δραματικών ρόλων. Το 1973 ήρθε το δεύτερο Όσκαρ του, αυτή τη φορά σε Α’ Ανδρικό Ρόλο, στο «Σώστε τον τίγρη»!
Παρά το γεγονός μάλιστα ότι ο Λέμον ήταν κατεξοχήν κωμικός ηθοποιός, οι υποψηφιότητές του για πρώτους δραματικούς ρόλους ήταν πολύ περισσότερες: 5 για δραματικές ταινίες και 2 για κωμικές.
Κάνοντας αρκετά διαλείμματα στην κινηματογραφική του καριέρα για να επιστρέφει στο πάντοτε αγαπημένο του θεατρικό σανίδι, ο Λέμον θα λάμψει για άλλη μια φορά στη σκοτεινή αίθουσα, τώρα στο «Σύνδρομο της Κίνας» (1979).
Ταυτοχρόνως επιστρέφει και στην τηλεόραση, αποσπώντας αρκετά βραβεία Έμι για τους ρόλους του, ενώ το 1974 θα γράψει άλλη μια χρυσή σελίδα με τον Ματάου και τον Γουάιλντερ στο «Πρωτοσέλιδο»…
Μια από τις τελευταίες σπουδαίες κινηματογραφικές δουλειές του ήταν τα «Οικόπεδα με Θέα» (1992), η κινηματογραφική μεταφορά του εμβληματικού θεατρικού του Ντέιβιντ Μάμετ, ενώ την επόμενη χρονιά θα έσπαγε κυριολεκτικά τα ταμεία στην ώριμη πια συνεργασία του με τον Ματάου στο «Grumpy Old Men» (1993), άθλος που θα φέρει τους δυο γκρινιάρηδες ηλικιωμένους για άλλη μια φορά μαζί, στο «Grumpier Old Men» του 1995…
Προσωπική ζωή και θάνατος
Ήταν στις αρχές του 2000 όταν ο κορυφαίος ηθοποιός διαγνώστηκε με καρκίνο και άφησε την τελευταία του πνοή από επιπλοκές της νόσου στις 27 Ιουνίου 2001 στο Λος Άντζελες.
Στην τελετή ήταν παρόντες τόσο η δεύτερη σύζυγός του Felicia Farr και η κόρη τους, Courtney, όσο και ο γιος του Christopher από τον πρώτο του γάμο…
Πληροφορίες: newsbeast.gr
Κριστόφ Κισλόφσκι, μια από τις κυρίαρχες κινηματογραφικές μορφές στην ανατολική Ευρώπη
Κριστόφ Κισλόφσκι
(Krzysztof Kieslowski 27/6/1941 - 13/3/1996)
Mία από τις κυρίαρχες κινηματογραφικές μορφές στην ανατολική Ευρώπη, γεννήθηκε στη Βαρσοβία το 1941.
Στα πρώτα του χρόνια αναγκάστηκε να μετακινηθεί σε αρκετές πόλεις, ενώ σε ηλικία 16 ετών γράφτηκε σε σχολή πυροσβεστών, την οποία παράτησε πολύ σύντομα.
Για να αποφύγει τη στρατιωτική θητεία ξαναγύρισε στα θρανία, παρακολουθώντας μαθήματα για το επάγγελμα του τεχνικού θεάτρου.
Το 1965, μετά από δύο προηγούμενες αποτυχημένες αιτήσεις, έγινε τελικά δεκτός στην περίφημη Κινηματογραφική Σχολή του Λοντζ και την επόμενη χρονιά γύρισε την πρώτη μικρού μήκους ταινία του "Tramwaj" (1966). Το 1969 αποφοίτησε από τη σχολή έχοντας γυρίσει τέσσερις ταινίες μικρού μήκους, και για τα επόμενα χρόνια σκηνοθέτησε αρκετά ντοκιμαντέρ.
Η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας είναι το "Personel" (1975) το οποίο κέρδισε το πρώτο βραβείο στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Μανχάιμ. Η συγκεκριμένη ταινία όπως και η επόμενή του ("Το Σημάδι" - 1976) είναι έργα κοινωνικού ρεαλισμού με ένα εξαιρετικά μεγάλο επιτελείο ηθοποιών.
Στο ίδιο μοτίβο κινείται και με τις ταινίες "Ερασιτέχνης Κινηματογραφιστής" (1979) - κέρδισε το Μέγα Βραβείο στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Μόσχας - και "Η τύχη" ("Przypadek" - γυρίστηκε το 1981 αλλά εξαιτίας λογοκρισίας προβλήθηκε το 1987), μόνο που εδώ δίνει έμφαση περισσότερο στο άτομο παρά στο κοινωνικό σύνολο.
Η ταινία "Δίχως Τέλος" (1984) είναι ίσως η πιο ξεκάθαρη, πολιτικά, ταινία του, ενώ ο περίφημος κύκλος ταινιών με γενικό τίτλο "Ο Δεκάλογος" αποτελείται από 10 ταινίες μικρού μήκους εμπνευσμένες από τις Δέκα Εντολές. Από αυτόν τον κύκλο ταινιών προέκυψαν και οι μεγαλύτερου μήκους αριστουργηματικές εκδοχές του πέμπτου και έκτου επεισοδίου με τον τίτλο "Μικρή Ιστορία για ένα Φόνο"(1988) και "Μικρή Ερωτική Ιστορία" (1988).
Οι ταινίες που τον έκαναν γνωστό στο ευρύ κοινό και του χάρισαν τη διεθνή αναγνώριση είναι οι τέσσερις τελευταίες δημιουργίες της ζωής του: "Η Διπλή Ζωή της Βερόνικα" (1991) και ο κινηματογραφικός κύκλος "Τρία Χρώματα: Η Μπλε /Λευκή /Κόκκινη Ταινία" (1993-1994).
Πέθανε στην Βαρσοβία στις 13 Μαρτίου του 1996 από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου μετά από εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς.
Φιλμογραφία
1994 Τρία χρώματα: Η κόκκινη ταινία
1993 Τρία χρώματα: Η λευκή ταινία
1993 Τρία χρώματα: Η μπλε ταινία
1991 Η διπλή ζωή της Βερόνικα
1990 Ο Δεκάλογος
1990 City Life (αποσπ. "Siedem dni w tygodniu")
1988 Μικρή ερωτική ιστορία
1988 Μικρή ιστορία για ένα φόνο
1988 Siedem dni w tygodniu (μ.μ.)
1987 Η τύχη
1985 Δίχως τέλος
1980 Gadajace glowy (μ.μ.)
1980 Dworzec (μ.μ.)
1979 Ερασιτέχνης Κινηματογραφιστής
1979 Siedem kobiet w roznym wieku (μ.μ.)
1979 Z punktu widzenia nocnego portiera (μ.μ.)
1977 Szpital (μ.μ.)
1977 Nie wiem (μ.μ.)
1976 Η ουλή
1976 Klaps (μ.μ.)
1975 Zyciorys (μ.μ.)
1974 Przeswietlenie (μ.μ.)
1973 Murarz (μ.μ.)
1972 Refren (μ.μ.)
1972 Podstawy BHP w kopalni miedzi (μ.μ.)
1972 Miedzy Wroclawiem a Zielona Gora (μ.μ.)
1971 Fabryka (μ.μ.)
1971 Bylem zolnierzem (μ.μ.)
1971 Przed rajdem (μ.μ.)
1971 Robotnicy
1971 Nic o nas bez nas (μ.μ.)
1968 Z miasta Lodzi (μ.μ.)
1967 Koncert zyczen (μ.μ.)
1966 Urzad (μ.μ.)
1966 Tramwaj (μ.μ.)
Περισσότερα Άρθρα...
- Μαίρη Μακ Αλίς, Ιρλανδή πολιτικός, δικηγόρος και δημοσιογράφος, η οποία εξελέγη ως πρόεδρος της Ιρλανδικής Δημοκρατίας
- Νόρα Βαλσάμη, Ελληνίδα ηθοποιός του θεάτρου, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης
- Ιωάννης Βαρβάκης, ήταν εθνικός ευεργέτης, με καταγωγή από τα Ψαρά Χίου
- Ρήγας Φεραίος, ήταν Έλληνας συγγραφέας, πολιτικός στοχαστής και επαναστάτης