DIASKEDASI.INFO

Η διασκέδαση On Line

Ζίκο, παλαίμαχος διεθνής Βραζιλιάνος ποδοσφαιριστής και νυν προπονητής

Zico

Ζίκο

Ο Αρτούρ Αντούνις Κοΐμπρα, γνωστότερος με το ψευδώνυμο Ζίκο ή Ζίκου, είναι παλαίμαχος διεθνής Βραζιλιάνος ποδοσφαιριστής και νυν προπονητής ποδοσφαίρου.(Arthur Antunes Coimbra, 3 Μαρτίου 1953)

Κατά τις δεκαετίες '70-'80 ο Ζίκο είχε διαπρέψει και ως επαγγελματίας ποδοσφαιριστής αγωνιζόμενος στη θέση του επιθετικού μέσου, κυρίως με τη φανέλα της Φλαμένγκο. Θεωρείται ως ένας από τους κορυφαίους ντριμπλαδόρους και σκόρερ στην ιστορία του ποδοσφαίρου και από πολλούς ως ο καλύτερος ποδοσφαιριστής της γενιάς του παγκοσμίως. Ιδιαίτερα έχουν μείνει στη μνήμη των φιλάθλων τα λακτίσματά του με στημένη μπάλα (φάουλ, κόρνερ, πέναλτι) όπου συνδύαζε υψηλή τεχνική με δύναμη.

Για ένα σύντομο διάστημα ασχολήθηκε και με την πολιτική, διατελώντας Υπουργός Αθλητισμού της Βραζιλίας (1990).

Ο Ζίκο γεννήθηκε στο Κουϊντίνο του Ρίο ντε Τζανέιρο και αρχικά σκεφτόταν να δοκιμασθεί στην τοπική Αμέρικα, όπου αγωνίζονταν οι δύο μεγαλύτεροι αδελφοί του Αντούνες και Εντού. Τελικά όμως, άκουσε τη συμβουλή από κάποιον δημοσιογράφο - φίλο του πατέρα του, εντάχθηκε στα τμήματα υποδομής μιας μεγαλύτερης ομάδας του Ρίο, της Φλαμένγκο. Με τους «μικρούς» της Φλαμένγκο μέτρησε συνολικά 116 αγώνες και 81 γκολ. Το 1971 έκανε το ντεμπούτο του στην ανδρική ομάδα και την επόμενη σεζόν εξελίχθηκε σε βασικό στέλεχός της.

Συνολικά αγωνίσθηκε στην πρώτη ομάδα της Φλαμένγκο για δεκαοχτώ σεζόν (1971-1983 και 1985-1989) με απολογισμό: 247 συμμετοχές - 135 γκολ στο βραζιλιάνικο πρωτάθλημα, 300 συμμετοχές - 247 γκολ στο πρωτάθλημα της πολιτείας Καριόκα (διεξάγεται τους πρώτους μήνες κάθε χρόνου πριν το εθνικό), 21 συμμετοχές - 16 γκολ στα κύπελλα της Νότιας Αμερικής (Λιμπερταδόρες και Σουπερκόπα). Με αυτές τις επιδόσεις κέρδισε το προσωνύμιο «Λευκός Πελέ», ενώ και ο ίδιος ο Πελέ έχει δηλώσει πως απ' όλους τους ποδοσφαιριστές, αυτός που με πλησίασε περισσότερο ήταν ο Ζίκο. Στέφθηκε πρωταθλητής Βραζιλίας τέσσερις φορές (1980, 1982, 1983, 1987) και Νότιας Αμερικής μία (Λιμπερταδόρες 1981). Το 1981 κέρδισε επίσης το Διηπειρωτικό Κύπελλο.

Zico-1

Το καλοκαίρι του 1983 δοκίμασε την τύχη του στο Καμπιονάτο με τη φανέλα της μικρομεσαίας Ουντινέζε. Στην Ιταλία έμεινε για ενάμισι χρόνο, μετρώντας 22 γκολ σε 39 αγώνες πρωταθλήματος και 8 γκολ σε 14 αγώνες κυπέλλου.

Το Δεκέμβριο του 1989 ο τριανταεξάρης πια Ζίκο αποσύρθηκε από την ενεργό δράση, μετά από ένα θριαμβευτικό 5-0 της Φλαμένγκο επί της μισητής αντιπάλου Φλουμινένσε, και μπήκε στην κυβέρνηση του Φερνάντο Αφόνσο Κογιόρ ντε Μέλλο ως Υπουργός Αθλητισμού. Κράτησε αυτό το πόστο για περίπου ένα χρόνο.

Το 1991 αποδέχθηκε την πρόταση να παίξει για την ιαπωνική Σουμιτόμο Μέταλς. Στην Ιαπωνία έμεινε τέσσερα έτη και πέτυχε 36 γκολ σε 46 αγώνες πρωταθλήματος, ενώ κατά την παραμονή του η ομάδα έγινε επαγγελματική και μετονομάσθηκε σε Κασίμα Άντλερς. Το 1993 κατέκτησε το Πρωτάθλημα Ιαπωνίας και σε ένδειξη ευγνωμοσύνης, η διοίκηση τοποθέτησε στο γήπεδο το άγαλμά του.

Κρέμασε οριστικά τα παπούτσια του το 1994, σε ηλικία 41 ετών, έχοντας το ασυνήθιστο για μέσο ρεκόρ των 193 τερμάτων σε 334 αγώνες εθνικού πρωταθλήματος (μ.ό. 0,58 ανά αγώνα).

Εθνική Βραζιλίας
Από τις 25 Φεβρουαρίου 1976, όταν χρίστηκε για πρώτη φορά διεθνής στο Μοντεβιδέο (Ουρουγουάη-Βραζιλία 1-2, 1 γκολ) και για μία δεκαετία, ο Ζίκο υπήρξε αναντικατάστατο στέλεχος της Σελεσάο στις μεγάλες διοργανώσεις. Συνολικά φόρεσε τη φανέλα με το εθνόσημο σε 72 αναμετρήσεις και πέτυχε 52 τέρματα. 14 συμμμετοχές και 5 γκολ είναι σε Μουντιάλ (Αργεντινή '78, Ισπανία '82, Μεξικό '86), δεν κατάφερε όμως να στεφθεί παγκόσμιος πρωταθλητής.

Τελευταία του εμφάνιση ήταν ο προημιτελικός του Μουντιάλ του 1986 εναντίον της Γαλλίας στο στάδιο της Γουαδαλαχάρας και έχει συνδεθεί με τη μοιραία απώλεια ενός πέναλτι κατά την κανονική διάρκεια του αγώνα.

Προπονητική
Στο Μουντιάλ της Γαλλίας (1998) ο Ζίκο ήταν μέλος της βραζιλιάνικης αποστολής, ως βοηθός του προπονητή Μάριο Ζαγκάλο.

Το 2002, αμέσως μετά το Μουντιάλ των Ν. Κορέας - Ιαπωνίας, ανέλαβε πρώτος προπονητής της Εθνικής Ιαπωνίας. Κορυφαίες στιγμές του ήταν η κατάκτηση του Ασιατικού Κυπέλλου το 2004 και η πρόκριση στο Μουντιάλ της Γερμανίας το 2006. Η αποτυχία της ομάδας του να καταφέρει κάτι καλό στη Γερμανία (αποκλείσθηκε στη φάση των ομίλων με 1 ισοπαλία και 2 ήττες) τον οδήγησε στην παραίτηση.

Τον Ιούλιο του 2006 υπέγραψε διετές συμβόλαιο στην τουρκική Φενερμπαχτσέ. Την πρώτη χρονιά στέφθηκε πρωταθλητής Τουρκίας, ενώ τη δεύτερη οδήγησε την ομάδα για πρώτη φορά στα προημιτελικά του Τσάμπιονς Λιγκ, όπου αποκλείσθηκε απ' την Τσέλσι. Για τις επιτυχίες του οι οπαδοί τον αποκαλούν Κραλ Αρτούρ, δηλ. Βασιλιά Αρθούρο.

Μολονότι ο τουρκικός ομάδα ήθελε να ανανεώσει τη συνεργασία μαζί του, ο Ζίκο προτίμησε να αποχωρήσει το καλοκαίρι του 2008. Αυτοπροτάθηκε στη Νιούκαστλ, η οποία είχε μείνει χωρίς προπονητή μετά την απόλυση του Γκρέιαμ Σούνες, αλλά η διοίκηση της αγγλικής ομάδας προτίμησε να συνεχίσει με τον -έως τότε υπηρεσιακό- Γκλεν Ρέντερ. Έτσι ο Ζίκο μετακόμισε στην Τασκένδη του Ουζμπεκιστάν, ανέλαβε τη Μπούνιοντγκορ μεσούσης της σεζόν και κατέκτησε το νταμπλ της περιόδου 2008, ενώ έφτασε ως τα ημιτελικά του Ασιατικού Τσάμπιονς Λιγκ.

Στις 12 Ιανουαρίου 2009 υπέγραψε στη ρωσική ΤΣΣΚΑ Μόσχας, αλλά τα αποτελέσματα υπήρξαν πενιχρά και στις 10 Σεπτεμβρίου αντικαταστάθηκε από το Χουάντε Ράμος.

Έξι μέρες αργότερα, ο Ζίκο προσλήφθηκε από τον Ολυμπιακό Πειραιώς στη θέση του απολυμένου Τιμούρ Κετσμπάγια. Μολονότι η ομάδα αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα με τραυματισμούς βασικών παικτών, υπό τις οδηγίες του Βραζιλιάνου τερμάτισε άνετα στη 2η θέση του ομίλου της στο Τσάμπιονς Λιγκ 2009-10 και κέρδισε την πρόκριση στην επόμενη φάση. Όμως στο Ελληνικό Πρωτάθλημα η πορεία δεν ήταν ανάλογη: μετά από ένα καλό φθινοπωρινό ξεκίνημα, το χειμώνα ο Ολυμπιακός απώλεσε 12 βαθμούς σε μόλις εννέα αγωνιστικές, πέφτοντας στη 2η θέση της βαθμολογίας με 7 βαθμούς διαφοράς από τον προπορευόμενο Παναθηναϊκό.
Ο Ζίκο βρέθηκε στο επίκεντρο πολύ σκληρής κριτικής από τον τύπο και τους οπαδούς, τόσο για την κακή απόδοση της ομάδας, όσο και για κάποιες ακατανόητες αποφάσεις του, όπως το να δώσει ρεπό εννέα ημερών στους ποδοσφαιριστές την περίοδο της Πρωτοχρονιάς.
Τελικά στις 19 Ιανουαρίου 2010 η διοίκηση του Ολυμπιακού τον απέπεμψε, αντικαθιστώντας τον με το δίδυμο Μπόζινταρ Μπάντοβιτς - Ανδρέα Νινιάδη.
Τον Αύγουστο του 2011 ανέλαβε προπονητής στην εθνική ομάδα ποδοσφαίρου του Ιράκ.

 

Πληροφορίες: el.wikipedia.org/