DIASKEDASI.INFO

Η διασκέδαση On Line

Ιωάννης Γρυπάρης Έλληνας εθνικιστής καθηγητής φιλόλογος που εργάστηκε ως εκπαιδευτικός, ποιητής και λογοτέχνης

Ιωάννης Γρυπάρης

Ioannis GryparisΟ Ιωάννης Γρυπάρης Έλληνας εθνικιστής καθηγητής φιλόλογος που εργάστηκε ως εκπαιδευτικός, ποιητής και λογοτέχνης. Δημοτικιστής, μεταφραστής της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και εκδότης, στέλεχος του Υπουργείου Παιδείας και διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου. (Σίφνος, 29 Ιουλίου 1870 – Αθήνα, 13 Μαρτίου 1942)

Γεννήθηκε στις 17 Ιουλίου 1871 στο πατρικό σπίτι των Γρυ­πά­ρι­δων, στον Αρτεμώνα της Σίφνου και πέθανε από ασιτία στις 4 το πρωί της 11ης Μαρτίου 1942 στο σπίτι του στην Καλλιθέα. Η κηδεία του έγινε την ίδια μέρα το απόγευμα, παρουσία λίγων συγγενών και ελάχιστων φίλων και δίχως την παραμικρή δημοσιότητα.

Παντρεύτηκε το 1911, στη Νάπολι της Ιταλίας στο διάστημα της εκεί παραμονής του, με την Ειρήνη Ιγγλέ­ση-Γρυ­πά­ρη, που είχε καταγωγή από τη Μύκονο, όπου γνωρίστηκαν όταν ο Γρυπάρης υπηρετούσε ως σχολάρχης, με την οποία από το Σεπτέμβριο του 1929, κατοικούσαν στο ιδιόκτητο σπίτι τους στην τότε οδό Αμαζόνων στην Καλλιθέα.

Η οικογένειά του έχει τις ρίζες της από το μεσαίωνα στα Χανιά της Κρήτης, με οικόσημο το λιοντάρι, όμως μετά την κατάληψη της Κρήτης οι πρόγονοι του εγκαταστάθηκαν άλλοι στη Ζάκυνθο και άλλοι στις Κυκλάδες κυρίως στη Μύκονο, στη Σύρο και τη Σίφνο. Πατέρας του ήταν ο Νικόλαος Ι. Γρυπάρης, δάσκαλος και βιβλιοπώλης που γεννήθηκε στον Αρτεμώνα της Σίφνου το 1832 και πέθανε το 1910, και μητέρα του η Ελένη Κολοράκη, το γένος Φραγκουλιάδη, η οποία γεννήθηκε το 1847 και πέθανε το 1910. Ο πατέρας του εργάστηκε ως υπάλληλος στο βιβλιοπωλείο των Σίφνιων αδελφών Δεπάστα στην Κωνσταντινύπολη, όπου το 1869, όταν υπηρετούσε ως δάσκαλος στο Σκουτάρι [Χρυσόπολη], παντρεύτηκε. Το 1870 στη μεγάλη πυρκαγιά της Κωνσταντινουπόλεως κάηκε το σπίτι της γυναίκας του κι αναγκάστηκε να μετοικήσει με την οικογένεια του στον Αρτεμώνα Σίφνου, όπου και γεννήθηκε ο ποιητής. Το 1877 η οικογένεια επανήλθε στην Βασιλεύουσα κι αγόρασε συνεταιρικά με τον Κώστα Πανώριο το βιβλιοπωλείο του Ανδρέα Κορομηλά.

Ο Γιάννης Γρυπάρης που είχε έναν αδελφό, τον Αντώνη Γρυπάρη, και τρεις αδελφές, τη Μαρίνα που πέθανε το 1892 στην Κωνσταντινούπολη, τη Φλώρα και τη Μαρίνα, φοίτησε από το 1884 έως το 1888, στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και από το Σεπτέμβριο του 1888 έως το 1892 σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, ενώ απαλλάχθηκε από την υποχρέωση στρατιωτικής θητείας ως πρωτότοκος υιός πολυμελούς οικογενείας. Το 1897, μετά τη γενοκτονία των Αρμενίων από τους Τούρκους, ο Γρυπάρης κατέφυγε στην Αθήνα όπου αρίστευσε στις πτυχιακές εξετάσεις και πήρε το πτυχίο του στη Φιλολογία. Το 1911 έφυγε από την Ελλάδα για σπουδές στην Ευρώπη, καλύπτοντας τα έξοδα από την περιουσία της συζύγου του κι όχι από κρατική υποτροφία, και παρακολούθησε μαθήματα στην Ιταλία, τη Γερμανία και τη Γαλλία, απ' όπου το 1914 επέστρεψε στην Ελλάδα.

Το 1918 τιμήθηκε με τον Αργυρό Σταυρό των Ιπποτών από το Υπουργείο Παιδείας, ενώ το 1925 αρνήθηκε τη θέση του καθηγητή Μεσαιωνικής & Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στις αρχές του 1929 περιλαμβάνονταν στα 92 μέλη, που υπέγραψαν το ιδρυτικό έγγραφο της Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών, μια νομική διαδικασία που καθυστέρησε σχεδόν ενάμιση χρόνο ενώ το πνευματικό σωματείο λειτουργούσε και ο Γρυπάρης ήταν ο πρώτος εκλεγμένος πρόεδρος της.
Το 1930 «...σε συνέντευξή του στον Αχιλλέα Μαμάκη, επαναλάμβανε τις γνωστές θέσεις ανθρώπων του πνεύματος και της τέχνης σχετικά με την αναγκαιότητα δημιουργίας δραματικής σχολής...». Στις 16 Νοεμβρίου 1931, ανακοίνωσε την επανέναρξη των εργασιών του Εθνικού Θεάτρου και το 1932, όταν το διοικητικό συμβούλιο του Εθνικού Θεάτρου συγκροτήθηκε σε σώμα επί υπουργίας του Γεωργίου Παπανδρέου, εκλέχθηκε πρόεδρος ο Νικόλαος Λάσκαρης, αντιπρόεδρος ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, Γενικός Γραμματέας ο Κωνσταντίνος Μπαστιάς, Γενικός διευθυντής και πρόεδρος της Πενταμελούς Καλλιτεχνικής Επιτροπής ο Ιωάννης Γρυπάρης και σκηνοθέτης ο Φώτος Πολίτης.

Εκπαιδευτικό έργο
Υπηρέτησε στην εκπαίδευση ως Σχολάρχης στο Σκούταρι στην Κωνσταντινούπολη το σχολικό έτος 1893-94, στην Αρτάκη το έτος 1894-95, στο Διπλοκιόνιον [Μπεσήκταση] Κωνσταντινουπόλεως το έτος 1895-96, στη Σίφνο από το 1897 έως το 1899, στις Σπέτσες από το 1899 έως το 1901, εκ νέου στη στη Σίφνο το 1904, ως καθηγητής στο Γυμνάσιο Άμφισσας, από το 1904 έως το 1907, Σχολάρχης στη Μύκονο, από το 1907 έως το 1910, καθηγητής στο Αίγιο, το σχολικό έτος 1910-11, καθηγητής στην Αθήνα, από το 1911 έως το 1913, καθηγητής στο Βαρβάκειο το 1913, Γυμνασιάρχης στο Γύθειο, από το 1914 έως το 1915 και Γυμνασιάρχης στο Μεσολόγγι, από το 1915 έως το 1917, ενώ από το 1917 έως το 1920, διατέλεσε Γενικός Επιθεωρητής Θ΄ Περιφερείας στη Χαλκίδα. Το Δεκέμβριο του 1920 συνταξιοδοτήθηκε από την υπηρεσία με μικρή σύνταξη και εργάστηκε ως καθηγητής στην ιδιωτική σχολή Αηδονοπούλου, το σχολικό έτος 1921-22, Τμηματάρχης Α΄ στο Τμήμα Γραμμάτων και Τεχνών του Υπουργείου Παιδείας, από το 1923 έως το 1926, Διευθυντής Επιστημών και Τεχνών του Υπουργείου Παιδείας, από το 1926 έως το 1930, θέση από την οποία συνέβαλε στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του Ελευθερίου Βενιζέλου, και τέλος από το 1930 έως το 1935, διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου.

Καθεστώς 4ης Αυγούστου
Συντάχθηκε με το εθνικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου και τον Ιωάννη Μεταξά. Περιλαμβάνονταν μεταξύ των συνεργατών του πρωτοποριακού για την εποχή του περιοδικού «Νέον Κράτος», με πολιτικά, κοινωνικά, πολιτιστικά, διεθνή και ιδεολογικά θέματα, το οποίο δεν αποτελούσε όργανο κάποιου κρατικού οργανισμού ή καθεστωτικής οργανώσεως, ενώ ο Άριστος Καμπάνης, διευθυντής του περιοδικού, προσδιόριζε ως εχθρό του καθεστώτος τη «διανοητική ρύπανση» των φιλελευθερισμού και μαρξισμού, του αισθητισμού, του φεμινισμού, όπως και του φροϋδισμού.

Το «Νέον Κράτος» εξελίχθηκε στο σημαντικότερο και εγκυρότερο από όσα κυκλοφόρησαν εκείνη την περίοδο και η έκδοσή του διακόπηκε τον Μάρτιο του 1941, αφού είχε εκδώσει συνολικά 43 τεύχη, ενώ πέρα από τη στήριξη των οπαδών του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, είχε σημαντική διείσδυση στον χώρο των διανοουμένων. Μεταξύ των συνεργατών του περιλαμβάνονταν οι Άγγελος Σικελιανός, Ρίτα Μπούμη-Παπά, Κλέων Παράσχος, Ιωάννης Μ. Παναγιωτόπουλος, Πέτρος Χάρης, Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Ευάγγελος Παπανούτσος, Αχιλλέας Τζάρτζανος, Κωνσταντίνος Δημαράς, Στίλπωνας Κυριακίδης και Γεώργιος Ζώρας.

Υπέγραψε διαμαρτυρία η οποία δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Νέα Ελλάς» της 10ης Νοεμβρίου 1940, που προσυπέγραψαν επίσης πολλοί Έλληνες διανοούμενοι και άνθρωποι των γραμμάτων, εναντίον της Ιταλικής επιθέσεως σε βάρος της Ελλάδος. Μεταξύ των ονομάτων που υπέγραψαν περιλαμβάνονταν επίσης οι Κωστής Παλαμάς, Σπύρος Μελάς, Άγγελος Σικελιανός, Γεώργιος Δροσίνης, Σωτήρης Σκίπης, Δημήτριος Μητρόπουλος, Κ. Δημητριάδης, Νικόλαος Βέης, Κωνσταντίνος Παρθένης, Άριστος Καμπάνης, Γιάννης Βλαχογιάννης, Στρατής Μυριβήλης, Κώστας Ουράνης, Μιλτιάδης Μαλακάσης, Γρηγόριος Ξενόπουλος και Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς.

Το τέλος του
Έζησε τα έξι τελευταία χρόνια του από το 1936 έως το 1942, αποτραβηγμένος στο ιδιόκτητο σπίτι του στην Καλλιθέα, όπου είχε εγκατασταθεί από τα 1929 και ένα χρόνο πριν το θάνατο του υποβλήθηκε σε αλλεπάλληλες χειρουργικές επεμβάσεις, προκειμένου να αντιμετωπίσει πρόβλημα της υγείας του. Ο Γιάννης Χατζίνης, λογοτέχνης, κριτικός και προσωπικός φίλος του ποιητή, το 1970 στην επανέκδοση των «Σκαραβαίων», στον πρόλογο του με τίτλο «Ο Γρυπάρης από κοντά», γράφει ότι αιτία της πνευματικής στειρότητος των τελευταίων χρόνων της ζωής του, στάθηκε ο γάμος του, καθώς όσο ζούσε βρισκόταν συνεχώς κάτω από την αμείλικτη κυριαρχία της γυναίκας του Ρήνας Γρυπάρη. Ίδια ήταν η άποψη και των φίλων του Γιάννη Βλαχογιάννη και Σωτήρη Σκίπη, ο οποίος τη θεωρούσε ένοχη διπλού φόνου, γι αυτό και μετά το θάνατο του Γρυπάρη δεν τη συλλυπήθηκε. Στη διάρκεια της της κατοχής ο Γρυπάρης πέθανε από ασιτία, αν και είχαν τη δυνατότητα να επιβιώσουν, αφού η γυναίκα του έκρυβε τα τρόφιμα και τα τσιγάρα, αναγκάζοντάς τον να τα κλέβει κάθε βράδυ, ώσπου του προκάλεσε τη φυσική του εξόντωση μετά από χρήση καθαρτικού.

Η διαθήκη του
Κληροδότησε -με τον όρο αυτό να συμβεί μετά το θάνατο της συζύγου του, που επήλθε στις 29 Απριλίου 1952, στην «Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών» το σύνολο της περιουσίας του, η οποία σε συνεργασία με τον Δήμο Καλλιθέας ίδρυσε το «Μουσείο Γρυπάρη» -που δεν έχει λειτουργήσει- και έδωσε το όνομα του σε δρόμο της πόλεως, στον αριθμό 112 της οδού Αμαζόνων και στη συνέχεια Ιωάννη Μεταξά, επί της οποίας υπήρχε η οικία του που έχει κριθεί διατηρητέα. Η σύζυγος του έχει ανακηρυχθεί ευεργέτης του Δήμου Μυκονίων στον οποίο κληροδότησε την περιουσία της. Το σπίτι στο οποίο γεννήθηκε ο Ιωάννης Γρυπάρης στον Αρτεμώνα της Σίφνου, είναι ανοικτό για επισκέψεις από το κοινό.

Το 1955, στην κατοικία Γρυπάρη στεγάστηκε η νεό­τευ­κτη Δημοτική Βιβλιοθήκη Καλλιθέας, με χρήση της Βιβλιοθήκης του Γρυπάρη, και η Δημοτική Βιβλιοθήκη ονομάστηκε «Γρυπάρειος», όμως ο χώρος της εγκαταλείφθηκε όταν η Βιβλιοθήκη μεταστεγάστηκε σε ιδιόκτητο κτίριο και τη δεκαετία του 1980 καταβλήθηκε προσπάθεια και εγκαινιάστηκε το Μουσείο Γρυπάρη, δίχως ουσιαστική συνέχεια. Μέρος των χειρογράφων του Γρυπάρη, το οποίο ταυτίζεται με μέρος των περιεχομένων της έκδοσης «Ο άγνωστος Γρυπάρης. Ανέκδοτα ποιήματα» -για την οποία ο Βαλέτας σημειώνει «...Τα χειρόγραφα της έκδοσης αυτής, χαρισμένα απ’ τον εκδότη της στην Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών, δεν βρέθηκαν ακόμα στο Αρχείο της...», φυλάσσονται στο Ελληνικό Λογοτεχνικό Ιστορικό Αρχείο, [Ε.Λ.Ι.Α.]. Το αρχείο δωρήθηκε από τον Διονύση Καψάλη, που το είχε αποκτήσει από τον Άλκη Αγγέλου, τον Οκτώβριο του 1998.

Εργογραφία
Το 1889 εξέδωσε με συμφοιτητές του το περιοδικό «Ελικών», στο οποίο δημοσίευσε με το ψευδώνυμο «Όλπις ο Γρυπεύς», ψευδώνυμο παρμένο από το Γ' Ειδύλλιο του Θεόκριτου, ενώ το 1892 υπέβαλε στο Φιλαδέλφειο διαγωνισμό τη συλλογή «Δειλινά», η οποία απορρίφθηκε από την επιτροπή γιατί ήταν στη Δημοτική γλώσσα, και την ίδια χρονιά δημοσίευσε ποιήματα με το ψευδώνυμο «Γιάννης Αρτεμωνιάτης». Τον Οκτώβριο του 1892 δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά ποίημα του στο περιοδικό «Εστία», ενώ τον επόμενο χρόνο συνεργάστηκε στο περιοδικό «Φιλολογική Ηχώ» της Κωνσταντινουπόλεως, ενώ από το 1896 εξέδωσε μαζί με την Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, τον Φιλήντα και άλλους, το πρωτοποριακό αλλά βραχύβιο περιοδικό «Φιλολογική Ηχώ».

Το 1898 υπήρξε συνιδρυτής, με τους Κώστα Χατζόπουλο και Γιάννη Καμπύση, του λογοτεχνικού περιοδικού «Η Τέχνη», που άσκησε σημαντική επίδραση στην ανανέωση του ελληνικού πνευματικού και καλλιτεχνικού τοπίου της εποχής. Περί το 1909 δημοσίευσε στο περιοδικό «Νέα Ζωή» της Αλεξάνδρειας το ποίημα «Εστιάδες», ενώ το 1911 κυκλοφόρησαν στη «Βιβλιοθήκη Φέξη» τρεις μεταφράσεις του Αισχύλου και την ίδια χρονιά δημοσιεύθηκαν τα περισσότερα ποιήματά του στο περιοδικό «Γράμματα Αλεξανδρείας». Το 1919 εκδόθηκαν οι «Σκαραβαίοι και Τερακόττες», ποιητικό έργο που εξέδωσε σε βιβλίο με την προτροπή του Γεωργίου Δροσίνη και βραβεύτηκε το 1919 με το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών.

Τον Ιούνιο του 1923 δήλωσε στον Φώτο Γιοφύλλη, ότι «...Τα τελευταία έτη της φιλολογικής μου εργασίας τα έχω αποκλειστικά αφιερώσει στη συμπλήρωση και στο ξαναχύσιμο του Αισχύλου. Η εργασία μου αυτή είναι τώρα έτοιμη. Σ’ αυτή δίδω μεγάλη σημασία. Τη θεωρώ το κύριον έργο της ζωής μου. Έχω ξαναχύσει όλα τα έργα του Αισχύλου και τα έχω έτοιμα. Μα η επαναφορά μου στη δημόσια υπηρεσία και η ανάθεσις εις εμέ θέσεως τόσο πολυασχόλου μ’ εμπόδισεν έως τη στιγμή να επιμεληθώ και να κατορθώσω την έκδοσιν της εργασίας μου. Ελπίζω όμως ότι γρήγορα θα το κατορθώσω. Είμαι της ιδέας ότι είναι καιρός να γίνη αυτή η εργασία και για όλους τους αρχαίους έλληνες συγγραφείς. Είναι ανάγκη να δοθή μια εργασία καλλίτερη από την πρόχειρη εκείνη των εκδόσεων Φέξη...».
Το 1925 εργάστηκε ως συντάκτης και διευθυντής Συντάξεως του περιοδικού «Εικονογραφημένη της Ελλάδος». Το 1929 παραστάθηκε στις Δελφικές γιορτές η μετάφραση του στο έργο «Προμηθέας Δεσμώτης» και το 1937 κυκλοφόρησε ολοκληρωμένο το έργο του «Αισχύλος» από τις εκδόσεις «Εστία».

Λογοτεχνική παραγωγή
Τα πεζά του έργα αποτελούνται από χρονογραφήματα, κριτικά σημειώματα, άρθρα και μεταφράσεις, μεταξύ τους όλα τα σωζόμενα έργα του Σοφοκλή και η «Ορέστεια», «Οι επτά επί Θήβας», «Ο Προμηθέας Δεσμώτης» του Αισχύλου, οι «Βάκχες» του Ευριπίδη, ο «Ευθύδημος» και η «Πολιτεία» του Πλάτωνα, αποσπάσματα των Ομήρου, Βακχυλίδη, Πίνδαρου, Ηροδότου, Κάτουλλου, Οράτιου, καθώς και έργα των Γκαίτε, Σίλλερ, Χάινε, Ζολά, Κνουτ Χάμσουν, Σέλλεϋ και άλλων. Οι μεταφράσεις του των αρχαίων Ελλήνων τραγικών αποτέλεσαν τη βάση της αναβιώσεως του αρχαιοελληνικού δράματος στα πλαίσια των Δελφικών εορτών του Άγγελου Σικελιανού και εν συνεχεία από το Εθνικό Θέατρο. Οι μεταφράσεις των τραγικών ποιητών Αισχύλου και Σοφοκλή εξακολουθούν να θεωρούνται ως τις μέρες μας αξεπέραστες αισθητικά και παραστάθηκαν από κορυφαίους Έλληνες ηθοποιούς, όπως η κατακρεουργημένη από τους κομμουνιστές αντάρτες, Ελένη Παπαδάκη.

Ως ποιητής, χρονικά ανήκε στην πρώτη µεταπαλαμική γενιά. Επηρεάστηκε από τον γαλλικό συμβολισμό και τον παρνασσισμό και θεωρείται μέλος της «Νέας Αθηναϊκής Σχολής». Το ποιητικό του έργο είναι σημαντικό για την εσωτερική του αξία και την επίδραση που είχε στην ποίηση της εποχής του. Εργάστηκε να συμφιλιώσει τον παρνασσισμό με το συμβολισμό στην ελληνική ποίηση. Οι μεταφράσεις του των αρχαίων κλασικών και τραγικών θεωρούνται ασυναγώνιστες. Η γλώσσα του είναι η δημοτική, η τεχνική, το λεκτικό, το ύφος έχουν μια τέλεια επεξεργασία, ενώ η στιχουργική του είναι άμεμπτη και υποδειγματική και οι στίχοι του αν και εκφράζουν απαισιοδοξία και ματαιότητα, αποπνέουν αίσθηση ομορφιάς και λυρικότητος. Το ποίημα του «Ο όρθρος των ψυχών», έχει μελοποιηθεί από το συγκρότημα «Υπόγεια Ρεύματα».

Συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πιο αξιόλογους Έλληνες ποιητές. Έχει αφομοιώσει τα διδάγματα των παρνασσισμού, νεοκλασικισμού, συμβολισμού, τα λογοτεχνικά ρεύματα που ήταν κυρίαρχα την εποχή του, και δημιούργησε τη δική του ιδιότυπη ποίηση, την οποία κύρια χαρακτηριστικά είναι η άψογη τεχνική και η πλαστική επεξεργασία του στίχου, όπως απαιτεί ο παρνασσισμός, αλλά και η μουσικότητα και η υποβλητικότητα, όπως απαιτεί ο συμβολισμός.
Ο Κωστής Παλαμάς έλεγε για την ποιητική φόρμα του Γρυπάρη ότι «...από του τίτλου του μέχρι του τελευταίου θα ξενίσωσι μεν πιθανώς τους μη εννοούντας την ποίησίν του αλλά θα καταθέλξουν τους αισθανόμενους το αληθώς ωραίον εν τη ποιήσει...», ενώ ο Κοσμάς Πολίτης έγραψε για τις μεταφράσεις του Γρυπάρη ότι «...Βγαίνουν από στοχασμό-μουσική διάθεση-μελέτη. Μάχεται με τις αδυναμίες της γλώσσας. Με τέτοιες μεταφράσεις η Ελλάδα ζυγώνει τους ανθρώπους και παίρνει συνείδηση της δυνάμεως τους...».
Βιβλιογραφία
Ποιητικές συλλογές
«Σκαραβαίοι και Τερρακότες», το 1911. Η συλλογή απαρτίστηκε από 64 ποιήματα και λίγες μεταφράσεις του Γρυπάρη.
Μεταφράσεις
«Ορέστεια» του Αισχύλου, «Επτά επί Θήβας», το 1911,
«Πολιτεία» του Πλάτωνος, το 1911,
«Ευθύδημος» του Πλάτωνος, το 1912,
«Ταξιδιωτικές εικόνες» του Ερρίκου Χάινε, το 1925,
«Το παραμύθι της αλεπούς» του Γκαίτε, το 1930,
«Προμηθέας Δεσμώτης», Αισχύλου «Ικέτιδες», το 1930,
«Ηλέκτρα» του Σοφοκλέους, το 1936,
«Οιδίπους επί Κολωνώ» του Σοφοκλέους, το 1937,
«Φιλοκτήτης» του Σοφοκλέους, το 1937,
«Αντιγόνη» του Σοφοκλέους, το 1940,
«Αίας» του Σοφοκλέους, το 1940,
«Οιδίπους Τύραννος», το 1942,
«Τραχίνιες».

Το 1895 δημοσιεύθηκαν δώδεκα "Σκαραβαίοι» του στο περιοδικό «Εστία".

Τα έργα
«Ιωάννης Γρυπάρης: ο πρώτος μετασολωμικός: βίος, έργο, εποχή», το 1970,
«Γρυπάρης, Άπαντα τα πρωτότυπα με τα μικρά μεταφράσματα. Έκρινε Γ. Βαλέτας», το 1980, εκδόσεις Δωρικός, που αναφέρονται στη ζωή και στο έργο του Γρυπάρη, έχουν συγγραφεί από το Γεώργιο Βαλέτα.