DIASKEDASI.INFO

Η διασκέδαση On Line

Μπίσμαρκ γερμανικό θωρηκτό σκάφος επιφανείας που ανήκε στη δύναμη του Ναυτικού της Ναζιστικής Γερμανίας

Bismarck

Μπίσμαρκ
γερμανικό θωρηκτό σκάφος επιφανείας
που ανήκε στη δύναμη του Ναυτικού της Ναζιστικής Γερμανίας

Το θωρηκτό μάχης Μπίσμαρκ ήταν γερμανικό σκάφος επιφανείας, ένα από τα μεγαλύτερα της εποχής του, και ανήκε στη δύναμη του Ναυτικού της Ναζιστικής Γερμανίας. Ήταν το πρώτο της ομώνυμης κλάσης θωρηκτών με δεύτερο της ίδιας κλάσης το θωρηκτό Τίρπιτς. Το Μπίσμαρκ ονομάστηκε προς τιμήν του Καγγελάριου Ότο φον Μπίσμαρκ, πρωτοστάτορα της γερμανικής ενοποίησης του 1871. Το σκάφος παραγγέλθηκε το 1935 στα ναυπηγεία Blohm & Voss, στο Αμβούργο από την κυβέρνηση της Ναζιστικής Γερμανίας κατά παράβαση των όρων της συνθήκης των Βερσαλλιών του 1919.

Ιστορικό υπόβαθρο
Με δεδομένη την ανομοιότητα ισχύος μεταξύ του Kriegsmarine (γερμανικού ναυτικού) και του βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού, η τακτική των Γερμανών κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν να αποφευχθεί μια κλασικού τύπου ναυμαχία. Αντίθετα, η τακτική που υιοθετήθηκε ήταν να γίνονται επιθέσεις στα συμμαχικά εμπορικά σκάφη είτε με επιδρομές σκαφών επιφανείας είτε, και κυρίως, με υποβρύχια (U-boote). Οι επιθέσεις αυτές σε εμπορικά σκάφη εξυπηρετούσαν πολλαπλούς στόχους: Ανάγκαζαν Βρετανία και Γαλλία να οργανώνουν νηοπομπές, ενώ η δυσκολία εντοπισμού των υποβρυχίων υπαγόρευε τη διασπορά μεγάλου αριθμού αεροσκαφών και σκαφών συνοδείας νηοπομπών, προκειμένου να προστατευτούν τα εμπορικά σκάφη, που ήταν απαραίτητα για τη διατήρηση του εμπορίου και την προμήθεια πολεμικού και μη υλικού. Επιπλέον, οι απώλειες των εμπορικών σκαφών θα περιόριζαν τη μεταφορική ικανότητα των χωρών που πλήττονταν, με ό,τι συνέπειες θα είχε αυτό. Ο ρόλος των σκαφών επιφανείας στο σχέδιο αυτό ήταν να πλήττουν εχθρικές νηοπομπές και να βυθίζουν όσο το δυνατό περισσότερα εμπορικά ή πολεμικά σκάφη. Με τον τρόπο αυτό θα επηρεαζόταν η πολεμική παραγωγή αλλά και ο εν γένει ανεφοδιασμός των χωρών με πρώτες ύλες και τρόφιμα. Με βάση αυτό το σχέδιο, δρομολογήθηκε η κατασκευή σκαφών επιφανείας.

Τα κύρια σκάφη επιφανείας ήταν αρχικά τα τρία θωρηκτά "τσέπης" Ντόιτσλαντ (μετονομάστηκε σε Λύτσοβ κατόπιν διαταγής του Χίτλερ ύστερα από τη βύθιση του Άντμιραλ Γκραφ Σπέε), Άντμιραλ Γκραφ Σπέε και Άντμιραλ Σερ, συνεπικουρούμενα από δύο βαρέα καταδρομικά Άντμιραλ Χίππερ και Πριντς Όιγκεν και δύο καταδρομικά μάχης Σάρνχορστ και Γκνάιζεναου. Το Βίσμαρκ ήταν το πλέον πρόσφατο, ως κατασκευή, και προβλεπόταν να είναι το δεύτερο μεγαλύτερο θωρηκτό παγκοσμίως (μεγαλύτερό του ήταν μόνο το - αρκετά πεπαλαιωμένο - βρετανικό Χουντ (HMS Hood).

Κατασκευή και δοκιμές
Το συμβόλαιο κατασκευής του σκάφους μεταξύ της γερμανικής κυβέρνησης και του ναυπηγείου Blohm & Voss στο Αμβούργο υπογράφηκε στις 16 Νοεμβρίου 1935 και η καρένα του τοποθετήθηκε στο ναυπηγείο την 1η Ιουλίου 1936. Το αρχικό σχέδιο (project) έφερε το κωδικό όνομα "F". Η κατασκευή του σκάφους διήρκεσε τρία χρόνια και η καθέλκυση έγινε στις 14 Φεβρουαρίου 1939 με ανάδοχο την Ντοροτέα φον Λέβενφελντ (Dorothea von Loewenfeld), εγγονή του Καγκελαρίου Βίσμαρκ. Ακολούθησαν δοκιμαστικοί πλόες, οι οποίοι διήρκεσαν περίπου 18 μήνες, και στις 24 Αυγούστου 1940 το σκάφος μπήκε σε ενεργή υπηρεσία με κυβερνήτη τον Πλοίαρχο (Kapitän zur See) Ερνστ Λίντεμαν (Ernst Lindemann) και πλήρωμα συνολικά 2.200 ανδρών. Το σκάφος απέπλευσε από το αγκυροβόλιό του στο ναυπηγείο στις 15 Σεπτεμβρίου 1940 και ξεκίνησε τον δοκιμαστικό (για το πλήρωμα) πλου του διερχόμενο από τα κανάλια του Έλβα και του Κιέλου και ανοίχτηκε στη Βαλτική θάλασσα. Οι επανδρωμένες δοκιμές διήρκεσαν μέχρι τις 9 Δεκεμβρίου, οπότε το σκάφος επέστρεψε στο Αμβούργο, προκειμένου να εκτελεστούν οι απαραίτητες βελτιώσεις όπως διαπιστώθηκε ότι χρειάζονταν κατά τον πλου του. Παρέμεινε εκεί ως τις 6 Μαΐου 1941, οπότε απέπλευσε και στις 8 Μαΐου έφθασε στο Κίελο.

Οπλισμός
Ο κύριος οπλισμός του Βίσμαρκ ήταν οκτώ πυροβόλα των 15 ιντσών, τοποθετημένα ανά δύο σε ισχυρά θωρακισμένους πυργίσκους. Δύο από αυτούς βρίσκονταν στο πρόσθιο τμήμα του σκάφους και άλλοι δύο στο οπίσθιο. Το πλήρωμα είχε επονομάσει τους πυργίσκους αυτούς Anton και Bruno (πρόσθιο τμήμα), Caesar και Dora (οπίσθιο τμήμα). Τα πυροβόλα αυτά έδιναν στο σκάφος μεγάλη ισχύ πυρός αλλά, το κυριότερο, είχαν τέτοιο βεληνεκές ώστε επέτρεπαν στο Βίσμαρκ να βάλει εναντίον των αντιπάλων σκαφών από απόσταση τέτοια, που το ίδιο να μην κινδυνεύει από τα πυρά τους. Τα βοηθητικά πυροβόλα ήταν 12 των 5,9 ιντσών, κατανεμημένα σε δυάδες σε τρεις πυργίσκους ανά πλευρά του σκάφους, ενώ υπήρχαν, επίσης, πυροβόλα των 105 και των 37 χιλιοστών. Η αντιαεροπορική άμυνα αποτελούνταν από πληθώρα αντιαεροπορικών πυροβόλων (flak) των 20 mm, τοποθετημένων είτε μεμονωμένα είτε ανά τετράδες. Το σκάφος ήταν επίσης σε θέση να μεταφέρει και να χρησιμοποιεί, για αναγνωρίσεις, τέσσερα αεροσκάφη Arado Ar 196, τα οποία εκτόξευε από καταπέλτη διπλής φοράς.

Θωράκιση
Βασικό ρόλο στην προστασία ενός σκάφους όπως το Μπίσμαρκ έπαιζε η θωράκισή του. Ήδη από την εποχή της ναυπήγησης των τριών θωρηκτών τσέπης, οι Γερμανοί ναυπηγοί είχαν αντικαταστήσει το "κάρφωμα" των πλακών θωράκισης με κόλληση επιτυγχάνοντας το ίδιο αποτέλεσμα με σημαντικά μικρότερο βάρος. Την τεχνική αυτή εκμεταλλεύθηκαν και στο Μπίσμαρκ, έδωσαν όμως ιδιαίτερη προσοχή σε αυτήν, ώστε να καλύψουν όλα τα σημεία του σκάφους που ήταν εύτρωτα σε οβίδες κανονιών, βόμβες αεροσκαφών και τορπίλες. Θωρακίστηκαν το κατάστρωμα, το κύτος και οι πυργίσκοι των πυροβόλων (ιδιαίτερα βαρεία θωράκιση διέθεταν οι πυργίσκοι των κανονιών των 15 ιντσών). Αν και η όλη τεχνική βρισκόταν ένα σκαλί πίσω από αυτή των Άγγλων και των Αμερικανών σχετικά με τη θωράκιση των πλοίων, η θωράκιση ήταν αξιοπρόσεκτη για το συνολικό της πάχος: Σχεδόν το μισό βάρος του σκάφους οφειλόταν σε αυτή.

Bismarck-Bundesarchiv Bild Schlachtschiff

Επιχειρησιακή δράση
Όταν ολοκληρώθηκαν οι δοκιμές και οι ασκήσεις του Μπίσμαρκ και έγιναν οι απαραίτητες μετατροπές στα επιμέρους τμήματά του, στο σκάφος μεταφέρθηκαν τα δύο πρώτα αναγνωριστικά αεροσκάφη "Arado 196 (14 - 17 Μαρτίου 1941) και στις 2 Απριλίου 1941 μεταφέρθηκαν και τα υπόλοιπα δύο από τα τέσσερα προβλεπόμενα. Στις 5 Μαΐου το σκάφος δέχεται την επίσκεψη του Χίτλερ που συνοδεύεται από τον Κάιτελ, ο οποίος θέτει ως επικεφαλής της αποστολής τον Ναύαρχο Λύτγιενς. Η τελευταία δοκιμή με τα αεροσκάφη επί του πλοίου κατέληξε στην απενεργοποίηση του γερανού φορτοεκφόρτωσης των 12 τόνων, που χρειάστηκε επισκευή. Όταν και αυτή ολοκληρώθηκε (16 Μαΐου 1941), το Μπίσμαρκ θεωρήθηκε επιχειρησιακά έτοιμο και αποφασίστηκε η συμμετοχή του στην «Επιχείρηση Rheinübung» (= άσκηση στον Ρήνο). Η επιχείρηση αυτή προέβλεπε επιθέσεις μεγάλων σκαφών επιφανείας του Kriegsmarine κατά των συμμαχικών νηοπομπών στον Ατλαντικό. Η αρχική πρόβλεψη περιλάμβανε, εκτός από το Μπίσμαρκ, τα βαρέα καταδρομικά Σάρνχορστ και Γκνάιζενάου, τα οποία βρίσκονταν στο λιμένα της Βρέστης. Ωστόσο, η Βρετανική αεροπορία, έχοντας αντιληφθεί την απειλή που αποτελούσαν αυτά τα σκάφη για τις νηοπομπές που εφοδίαζαν το Ηνωμένο Βασίλειο με ποικίλα υλικά, έκανε επανειλημμένες αεροπορικές επιδρομές εναντίον τους. Το μεν Σάρνχορστ εκείνη την περίοδο χρειάστηκε να υποστεί πολύ μεγάλες επισκευές στις μηχανές του (αν και δεν επλήγη), το δε Γκνάιζενάου δέχτηκε μια τορπίλη, η οποία το έθεσε εκτός μάχης για έξι μήνες. Έτσι, στην επιχείρηση θα συμμετείχε μόνο το Μπίσμαρκ, συνοδευόμενο από το βαρύ καταδρομικό Πριντς Όιγκεν (Prinz Eugen, Πρίγκηψ Ευγένιος). Οι οδηγίες του Μεγάλου Ναυάρχου Έριχ Ραίντερ προς τον Λύτγιενς ήταν σαφείς: Τα δύο σκάφη δεν έπρεπε να εμπλακούν σε ναυμαχίες με σκάφη σχεδόν ίδιας δυναμικότητας με αυτά: Ο αντικειμενικός σκοπός τους ήταν να καταστρέψουν όσο περισσότερα εμπορικά ή μικρότερα σκάφη τούς ήταν δυνατό. Ο Λύτγιενς ζήτησε από τον Ραίντερ να καθυστερήσει την έναρξη της επιχείρησης, ώστε η δύναμή του να περιλάβει το Σάρνχορστ ή το δίδυμο του Μπίσμαρκ θωρηκτό Τίρπιτς (Tirpitz). Ο Ραίντερ αρνείται: Το μεν καταδρομικό δεν θα έχει ολοκληρώσει τις επισκευές του πριν τον Ιούλιο του επόμενου έτους, το δε πλήρωμα του Τίρπιτς δεν έχει ακόμη το επαρκώς εκπαιδευμένο πλήρωμα που απαιτείται για παρόμοιες επιχειρήσεις. Η άρνηση του Ραίντερ δεν είναι αναιτιολόγητη: Ο Μέγας Ναύαρχος έχει πληροφορηθεί την επικείμενη Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα (εισβολή της Ναζιστικής Γερμανίας στη Σοβιετική Ένωση), γνωρίζει τον ήσσονα ρόλο του Ναυτικού σε αυτήν και θέλει να εντυπωσιάσει τον Χίτλερ με σημαντικά επιτεύγματα του Ναυτικού, ώστε να μην περικοπούν οι δαπάνες για την κατασκευή νέων σκαφών επιφανείας, όπως έχει αποφασίσει ο Φύρερ.

Επιχείρηση Rheinübung
Στις 16 Μαΐου ο Λύτγιενς ανέφερε ότι τόσο το Μπίσμαρκ όσο και το Πριντς Όιγκεν ήταν πλήρως προετοιμασμένα για να εκκινήσουν για την "επιχείρηση Rheinübung". Έλαβε τη διαταγή να προχωρήσει στην επιχείρηση το βράδυ της 19ης Μαΐου. Μαζί τους θα απέπλεαν και δεκαοκτώ εφοδιαστικά σκάφη προς υποστήριξη των δύο μεγάλων πολεμικών. Της νηοπομπής θα προηγούνταν τέσσερα υποβρύχια (U-boote) που θα λάμβαναν θέση μεταξύ Χάλιφαξ και Βρετανίας, υπό τύπον ανιχνευτικών σκαφών.

Με την έναρξη της επιχείρησης το πλήρωμα του Μπίσμαρκ είχε φθάσει το σύνολο των 2.221 αξιωματικών και ναυτών. Σε αυτούς περιλαμβάνονταν 65 αξιωματικοί του επιτελείου του Ναυάρχου και 80 επιπλέον ναύτες προς επάνδρωση των σκαφών που θα συλλαμβάνονταν κατά την επιχείρηση. Το Μπίσμαρκ απέπλευσε από το Γκοτενχάφεν στις 2 το πρωί της 20ής Μαΐου και συναντήθηκε με το Πριντς Όιγκεν στις 11:25΄, καθώς το καταδρομικό είχε αποπλεύσει την προηγουμένη στις 21:20 από το Καπ Αρκόνα. Τα δύο σκάφη συνόδευαν τρία αντιτορπιλικά (Z10 Hans Lody, Z16 Friedrich Eckoldt και Z23) καθώς και ένας στολίσκος από ναρκαλιευτικά. Η Λουφτβάφε παρείχε πλήρη αεροπορική υποστήριξη σε όλη την πορεία των σκαφών εντός των γερμανικών υδάτων. Το μεσημέρι της 20ής Μαΐου, ο κυβερνήτης Λίντεμαν ενημερώνει, μέσω των μεγαφώνων του σκάφους, το πλήρωμα σχετικά με την αποστολή. Σχεδόν την ίδια στιγμή, ένα σμήνος δέκα ή δώδεκα σουηδικών αναγνωριστικών αεροσκαφών εντοπίζει τη γερμανική νηοπομπή και ενημερώνει σχετικά τόσο για την κατεύθυνση όσο και για τη σύνθεσή της.

Ναυμαχία του Πορθμού της Δανίας
Στις 05:45΄ οι Γερμανοί παρατηρητές εντόπισαν καπνό στον ορίζοντα: Επρόκειτο για τα δύο θωρηκτά που είχε στείλει ο Τόβυ, το Χουντ και το Πρίγκηψ της Ουαλίας, υπό την ηγεσία του Αντιναυάρχου Λάνσελοτ Χόλλαντ (Lancelot Holland). Ο Λύτγιενς διέταξε τα πληρώματα των σκαφών του να πάρουν θέσεις μάχης. Στις 05:22΄ η απόσταση που χώριζε τα γερμανικά από τα βρετανικά σκάφη είχε περιοριστεί στα 26.000 μέτρα και το επόμενο λεπτό το Χουντ άνοιξε πυρ, ακολουθούμενο από το Πρίγκηψ της Ουαλίας με διαφορά ενός λεπτού. Το Χουντ έβαλε εναντίον του Πριντς Όιγκεν, νομίζοντάς το για το Μπίσμαρκ ενώ το Πρίγκηψ της Ουαλίας στοχοποίησε το Μπίσμαρκ.

Ύστερα από τη ναυμαχία ο Λύτγιενς ανέφερε: "Ένα θωρηκτό, πιθανόν το Χουντ, βυθίστηκε, ένα δεύτερο, το Βασιλιάς Γεώργιος V (King George V) ή το Ρινόουν (Renown) υποχώρησε με ζημιές. Δύο βαρέα καταδρομικά διατηρούν την επαφή μας με το βρετανικό Ναυαρχείο". Στις 8 το πρωί γνωστοποιεί τις προθέσεις του στο γερμανικό ναυαρχείο: Το Πριντς Όιγκεν θα συνεχίσει την αποστολή ενώ το Μπίσμαρκ θα κατευθυνθεί προς το Σαιν-Ναζαίρ για επισκευές. Το καταδρομικό, που έπλεε επικεφαλής, βραδυπόρησε ώστε να επιτρέψει στο θωρηκτό να προσπεράσει, προκειμένου να ελέγξει τη διαρροή καυσίμων και επιβεβαίωσε σοβαρή διαρροή καυσίμων και από τις δύο πλευρές της πλώρης του Μπίσμαρκ. Στη συνέχεια μπήκε ξανά εμπρός. Η διαρροή, όμως, επισημάνθηκε και από βρετανικό αναγνωριστικό, το οποίο ενημέρωσε τις δύο βρετανικές "σκιές" του γερμανικού σχηματισμού, καταδρομικά "Σάφφολκ" και "Νόρφολκ", τα οποία είχε, στο μεταξύ, συναντήσει το Πρίγκηψ της Ουαλίας. Ο υποναύαρχος Ουέικ-Ουόκερ (Wake-Walker), διοικητής της μοίρας των καταδρομικών, έδωσε εντολή στο τραυματισμένο θωρηκτό να παραμείνει πίσω από τα σκάφη του.

Η καταδίωξη
Οι Βρετανοί, στο μεταξύ, έχουν θορυβηθεί σημαντικά και κινητοποιούν όλες τους τις ναυτικές δυνάμεις (ο Καρτιέ αναφέρει χαρακτηριστικά εναντίον του κινητοποιείται ο Ατλαντικός). Το Ναυαρχείο διατάσσει όλα τα διαθέσιμα πολεμικά στην περιοχή να συμβάλουν στην καταδίωξη των γερμανικών. Ο "Χόουμ Φλητ" του Ναυάρχου Τόβυ έπλεε με όλη του την ταχύτητα προς συνάντηση των Γερμανών, αλλά στις 24 Μαΐου οι μονάδες του απείχαν από 400 ως 600 ναυτ. μίλια από αυτούς. Εν τω μεταξύ, το Ναυαρχείο έδωσε διαταγή στα ελαφρά καταδρομικά HMS Manchester, HMS Birmingham και HMS Arethusa να περιπολούν τον πορθμό της Δανίας, για την περίπτωση που ο Λύτγιενς θα ακολουθούσε την ίδια πορεία για την επιστροφή του, ενώ ο στόλος του Τόβυ ενισχύεται με το Ρόντνεϊ" (HMS Rodney) το οποίο εγκατέλειψε τη συνοδεία του RMS Britannic και το ίδιο έπραξαν τα δύο παλαιά θωρηκτά Ριβέντζ (HMS Revenge) και Ράμιλλιες (HMS Ramillies), τα οποία εγκατέλειψαν τη συνοδεία της νηοπομπής "HX 127". Συνολικά, εναντίον του Μπίσμαρκ κινητοποιήθηκαν έξι θωρηκτά και βαρέα καταδρομικά, δύο αεροπλανοφόρα, δεκατρία ελαφρά καταδρομικά και εικοσιένα αντιτορπιλικά. Γύρω στις 5 το απόγευμα, το πλήρωμα και οι τεχνικοί στο Πρίγκηψ της Ουαλίας κατάφεραν να επισκευάσουν εννέα από τα δέκα κύρια πυροβόλα του σκάφους, γεγονός που επέτρεψε στον Ουέικ-Ουόκερ να θέσει το θωρηκτό επικεφαλής του σχηματισμού του, ώστε να είναι άμεσα δυνατή η επίθεση κατά του Μπίσμαρκ, αν το συναντούσε.

Οι καιρικές συνθήκες χειροτέρευσαν. Ο Λύτγιενς αποπειράθηκε να αποσπαστεί από το Πριντς Όιγκεν, αλλά το μπουρίνι δεν ήταν αρκετά δυνατό ώστε να καλύψει την προσπάθεια από τα βρετανικά καταδρομικά, τα οποία συνέχιζαν να έχουν επαφή με τα γερμανικά σκάφη μέσω ραντάρ. Έτσι, το Πριντς Όιγκεν συνέχισε να πλέει με τη συνοδεία του Μπίσμαρκ. Αποσπάστηκε από αυτό με επιτυχία στις 18:14΄, ενώ το Μπίσμαρκ ανέκρουσε πλώρη για να επιτεθεί στον σχηματισμό του Ουέικ-Ουόκερ, αναγκάζοντας το Σάφφολκ να υποχωρήσει με όλη του την ταχύτητα. Αυτό, όμως, επέτρεψε στο Πρίγκηψ της Ουαλίας να βάλει δώδεκα ομοβροντίες κατά του γερμανικού σκάφους, το οποίο απάντησε με εννέα ομοβροντίες. Καμία από αυτές δεν βρήκε στόχο. Ο επιτυχημένος αυτός αντιπερισπασμός από πλευράς Γερμανών επέτρεψε στο Πριντς Όιγκεν να ξεγλιστρήσει χωρίς να γίνει αντιληπτό από τα βρετανικά σκάφη.

Το Μπίσμαρκ, αν και "τραυματισμένο" είχε καταφέρει να διατηρήσει υψηλή ταχύτητα (27 - 28 κόμβοι). Οι Βρετανοί όφειλαν να το επιβραδύνουν, αν ήθελαν να το εμποδίσουν να φθάσει στη βάση του Σαιν-Ναζαίρ. Στις 4 το απόγευμα της 25ης Μαΐου ο Τόβυ διέταξε το αεροπλανοφόρο Βικτόριους και τέσσερα ελαφρά καταδρομικά να αλλάξουν πορεία, ώστε τα τορπιλοβόλα αεροσκάφη του Βικτόριους να μπορέσουν να φθάσουν το γερμανικό σκάφος και να το πλήξουν. Τα αεροσκάφη απονηώθηκαν στις 22:00΄: Τον σχηματισμό αποτελούσαν έξι Fairey Fulmar και εννέα Fairey Swordfish, αλλά οι πιλότοι τους ήταν άπειροι: Κατεύθυναν τα πυρά τους αρχικά εναντίον του Νόρφολκ, το οποίο απέφυγε μεν τις τορπίλες, αλλά η αποτυχημένη αυτή επίθεση έθεσε σε συναγερμό το αντιαεροπορικό πυροβολικό του Μπίσμαρκ, το οποίο χρησιμοποίησε για την άμυνά του όλα τα διαθέσιμα πυροβόλα, ακόμη και του κυρίου πυροβολικού, για να δημιουργήσει τεράστιους πίδακες νερού, που δυσχέραιναν την πορεία των αεροσκαφών. Ωστόσο, δεν κατόρθωσε να καταρρίψει κανένα από τα επιτιθέμενα αεροσκάφη, τα οποία έριξαν συνολικά εννέα τορπίλες εναντίον του. Διέφυγε από τις οκτώ, αλλά η ένατη έπληξε το σκάφος στο μέσον της κύριας ζώνης θωράκισης προκαλώντας πολύ μικρές ζημίες, ένα νεκρό, ο οποίος από την ώση της έκρηξης εκτοξεύθηκε σε μεταλλικό τοίχο και πέντε τραυματίες. Προκάλεσε, επίσης, μικροζημιές στα ηλεκτρικά του σκάφους. Πολύ πιο σημαντικές ήταν οι ζημιές που προκλήθηκαν από τους ελιγμούς αποφυγής των τορπιλών: Οι ταχείες μεταβολές ταχύτητας και πορείας χαλάρωσαν τους, ήδη χαλαρούς από το πλήγμα οβίδας, αρμούς της πλώρης, με συνέπεια να αυξηθεί το μέγεθος του ρήγματος που είχε προκληθεί εκεί. Η εισροή υδάτων είχε γίνει πλέον τόσο σημαντική, ώστε το μηχανοστάσιο αριθ. 2 έπρεπε να εγκαταλειφθεί. Η εγκατάλειψη αυτή σε συνδυασμό με την απώλεια καυσίμων είχαν ως συνέπεια την ελάττωση της ταχύτητας του σκάφους στους 16 κόμβους. Οι Γερμανοί αντιμετώπισαν το πρόβλημα στέλνοντας δύτες, οι οποίοι επισκεύασαν πρόχειρα το ρήγμα της πλώρης, με συνέπεια την αύξηση της ταχύτητας του Μπίσμαρκ στους 20 κόμβους, ταχύτητα που το επιτελείο διακυβέρνησης έκρινε ως την οικονομικότερη σε καύσιμα, προκειμένου το σκάφος να καταφέρει να φθάσει στο λιμάνι της κατεχόμενης Γαλλίας.

Όταν τα αεροσκάφη αποχώρησαν, το Μπίσμαρκ και το Πρίγκηψ της Ουαλίας ενεπλάκησαν εκ νέου σε σύντομη ναυμαχία, στην οποία κανένα σκάφος δεν πέτυχε να πλήξει το άλλο. Αμέσως μετά, ομάδες αποκαταστάσεως ζημιών του γερμανικού σκάφους κατάφεραν να εμποδίσουν την είσοδο θαλασσινού νερού στην τουρμπίνα, το οποίο θα κατέστρεφε τα ελάσματά της, προκαλώντας τη διακοπή της λειτουργίας της και, ως εκ τούτου, τη σημαντική ελάττωση της ταχύτητας του σκάφους. Η ταχύτητα μειώθηκε στους 12 κόμβους το πρωί της 25ης Μαΐου για να επιτραπεί στους δύτες να απαντλήσουν καύσιμα από τις πρόσθιες στις οπίσθιες δεξαμενές. Με τη σύνδεση δύο σωλήνων επιτεύχθηκε, έτσι, η μεταφορά μερικών εκατοντάδων τόνων καυσίμου από τις ημικατεστραμμένες πρόσθιες δεξαμενές στις οπίσθιες, που ήταν άθικτες.

Καθώς πλέον η καταδίωξη του Μπίσμαρκ εισερχόταν σε ανοικτή θάλασσα, τα σκάφη του Ουέικ- Ουώκερ αναγκάστηκαν να κάνουν συνεχείς ελιγμούς, για να αποφύγουν τυχόν γερμανικά υποβρύχια. Σε κάποιον από αυτούς, η απόσταση μεταξύ των σκαφών αυξήθηκε και, ως συνέπεια, το Σάφφολκ έχασε την επαφή ραντάρ με το Μπίσμαρκ. Εν τω μεταξύ, ο Λύτγιενς έδωσε διαταγή στο Μπίσμαρκ να αυξήσει την ταχύτητά του στο μέγιστο (με τις τρέχουσες συνθήκες αυτή μπορούσε να φθάσει ως τους 28 κόμβους), ενώ παράλληλα έδωσε εντολή να πραγματοποιούνται κύκλοι αρχικά προς δυσμάς και ύστερα προς βορρά. Οι ελιγμοί αυτοί συνέπεσαν με την απώλεια του σκάφους από τα βρετανικά ραντάρ. Ο κυβερνήτης του Σάφφολκ υπέθεσε ότι το γερμανικό σκάφος είχε βάλει πορεία προς τα δυτικά και διέταξε κι αυτός πορεία προς δυσμάς με όλη τη διαθέσιμη ταχύτητα. Μισή ώρα αργότερα πληροφόρησε τον Ουέικ-Ουώκερ, ο οποίος διέταξε διασπορά των σκαφών και προσπάθεια εντοπισμού του Μπίσμαρκ με οπτικά μέσα. Εν τω μεταξύ, μέσω Ναυαρχείου, την απώλεια επαφής ραντάρ με το γερμανικό σκάφος πληροφορήθηκε και ο Ουίνστον Τσώρτσιλ, ο οποίος, προς στιγμήν, τρομοκρατήθηκε, αναρωτώμενος τι θα έπρεπε να πει στους Βρετανούς: Το Μπίσμαρκ, αφού βύθισε το Χουντ διέφυγε ανενόχλητο; Η κατάσταση για τα βρετανικά σκάφη είχε αρχίσει να δυσχεραίνει, καθώς τα περισσότερα άρχισαν να εμφανίζουν προβλήματα ανεφοδιασμού σε καύσιμα. Οι Βρετανοί έστειλαν το Βικτόριους και τα συνοδευτικά του σκάφη προς τα δυτικά, ενώ τα σκάφη του ναυάρχου Ουέικ-Ουώκερ συνέχισαν προς τα νοτιοδυτικά. Στο μεταξύ ο Λύτγιενς γνωστοποιεί στο γερμανικό ναυαρχείο την πρόθεσή του να φθάσει στη Βρέστη. Τμήματα των μηνυμάτων του κατορθώνουν να αποκρυπτογραφήσουν οι Βρετανοί, ενώ η Λουφτβάφφε μετακινεί αεροσκάφη της, προκειμένου να παρέξει αεροπορική κάλυψη στο γερμανικό θωρηκτό, γεγονός που επιβεβαιώνει η γαλλική αντίσταση. Στην προσπάθεια εντοπισμού του Μπίσμαρκ συμμετέχει και ένα σμήνος από αναγνωριστικά υδροπλάνα "PBY Καταλίνα". Στις 10:30΄ της 26ης Μαΐου, ο σημαιοφόρος Λέοναρντ Σμιθ (Leonard B. Smith) ή, κατ' άλλες πηγές, ο Βρετανός πιλότος Ντ. Ε. Μπριγκς εντοπίζει ένα μεγάλο σκάφος. Κατεβαίνει χαμηλότερα για να έχει πληρέστερη οπτική επαφή και δέχεται σφοδρά αντιαεροπορικά πυρά, από τα οποία καταφέρνει με μεγάλη δυσκολία να διαφύγει, βοηθούμενος από την πυκνή νέφωση. Το σήμα εντοπισμού του Μπίσμαρκ φθάνει στο βρετανικό ναυαρχείο: Το γερμανικό σκάφος βρίσκεται 690 ναυτ. μίλια από τη Βρέστη, γεγονός που του δίνει τη δυνατότητα σε λιγότερο από μια ημέρα, με την τρέχουσα ταχύτητά του, να βρεθεί σε περιοχή που καλύπτεται τόσο από τα γερμανικά υποβρύχια όσο και από τα καταδιωκτικά της Λουφτβάφφε. Δεν υπάρχουν στην περιοχή βρετανικά σκάφη που να μπορέσουν να το προλάβουν και να το σταματήσουν. Μία είναι η ελπίδα των Βρετανών: Τα αεροπλάνα στο αεροπλανοφόρο Αρκ Ρόαγιαλ και η "Δύναμη Η" του ναυάρχου Τζέιμς Σόμερβιλ.

Τα σκάφη των υπόλοιπων σχηματισμών σταματούν την άσκοπη πλέον καταδίωξη και σταδιακά αρχίζουν να επιστρέφουν στις βάσεις τους, έχοντας σχεδόν άδειες δεξαμενές καυσίμων. Οπτική επαφή με το Μπίσμαρκ, στο μεταξύ, έχουν και μερικά από τα "Swordfish" του Αρκ Ρόαγιαλ που είχαν απονηωθεί για αναγνωρίσεις και διαπιστώνεται ότι η απόσταση μεταξύ Μπίσμαρκ και Αρκ Ρόαγιαλ είναι περίπου 60 ναυτ. μίλια. Ο Σόμερβιλ περιμένει τα σκάφη του να επιστρέψουν και να εξοπλιστούν με τορπίλες. Το καταδρομικό Σέφιλντ επιφορτίζεται με την παρακολούθηση του γερμανικού θωρηκτού, αλλά αυτό δεν το πληροφορούνται οι αεροπόροι των "Swordfish". Όταν ο Σόμερβιλ στέλνει το πρώτο κύμα αεροπλάνων, αυτά επιτίθενται στο Σέφιλντ, το οποίο γλιτώνει από τις τορπίλες χάρη σε ταχύτατους ελιγμούς του, αλλά και στη δυσλειτουργία των περισσότερων μαγνητικών πυροκροτητών που έφεραν οι τορπίλες. Τα "Swordfish" επιστρέφουν στο αεροπλανοφόρο, εφοδιάζονται με τορπίλες με πυροκροτητές επαφής και ξαναφεύγουν. Στο μεταξύ το Μπίσμαρκ έχει εντοπίσει το Σέφιλντ και βάλλει εναντίον του. Δεν κατορθώνει να το πλήξει απευθείας, αλλά θραύσματα από τις οβίδες του πλήττουν το καταδρομικό, φονεύοντας τρεις άνδρες και τραυματίζοντας αρκετούς άλλους. Το Σέφιλντ αναγκάζεται να οπισθοχωρήσει δημιουργώντας προπέτασμα καπνού. Αλλά στις 19:10΄ ο Σόμερφιλντ απονηώνει το δεύτερο κύμα "Swordfish", τα οποία φθάνουν το γερμανικό θωρηκτό στις 20:47΄ και εμφανίζονται απότομα, βγαίνοντας από τα σύννεφα. Τα "Swordfish" δέχονται σφοδρά αντιαεροπορικά πυρά, ενώ το Μπίσμαρκ κάνει ταχείς ελιγμούς για να αποφύγει τις τορπίλες τους. Ωστόσο, δύο από αυτές καταφέρνουν να το πλήξουν. Η μία το χτυπά σχεδόν στο μέσον του, προκαλώντας μικρές μόνο ζημιές στο σκάφος, η δεύτερη όμως το πλήττει κοντά στην πρύμνη, προκαλώντας ζημιές τόσο στους έλικες όσο και στο πηδάλιο, γεγονός που προκαλεί το μπλοκάρισμά του σε στροφή 12 μοιρών: Το Μπίσμαρκ είναι αναγκασμένο να διαγράφει ευρείς κύκλους και, πρακτικά, είναι ακυβέρνητο, παρά τις προσπάθειες του πληρώματος να επισκευάσει τη ζημιά, η οποία αποκαταστάθηκε μόνο μερικά. Στις 21:15΄ο Λύτγιενς αναγκάζεται να αναφέρει ότι το σκάφος είναι ακυβέρνητο λόγω απώλειας του πηδαλίου του.

Rodney firing on Bismarck

Η βύθιση του Μπίσμαρκ
Η διαφυγή του γερμανικού θωρηκτού είναι πλέον αδύνατη. Ο ναύαρχος Τόβυ διαθέτει ακόμη, αν και με λίγα καύσιμα, τα θωρηκτά Βασιλιάς Γεώργιος Ε και Ρόντνεϊ και τα καταδρομικά Ντορσετσάιρ και Νόρφολκ. Στις 21:40΄ ο Λύτγιενς στέλνει νέο σήμα στο γερμανικό ναυαρχείο: "Σκάφος ακυβέρνητο. Θα πολεμήσουμε ως την τελευταία μας οβίδα. Ζήτω ο Φύρερ". Ενώ σκοτείνιαζε, το Μπίσμαρκ επιτέθηκε ξανά στο Σέφιλντ αναγκάζοντάς το για μια ακόμη φορά να υποχωρήσει, γεγονός που επέφερε την απώλεια οπτικής επαφής υπό τις συνθήκες αυτές. Η διαταγή παρακολούθησης του γερμανικού θωρηκτού μεταβιβάζεται στα πέντε αντιτορπιλικά της μοίρας που διοικεί ο Πλοίαρχος Φίλιπ Βάιαν (Philip Vian). Το γερμανικό σκάφος εμπλέκεται με τους μικρότερους αντιπάλους του και, ύστερα από τρεις ομοβροντίες του κυρίου πυροβολικού του, κατάφερε να περιβάλει ως στόχο το πολωνικό αντιτορπιλικό Piorun, το οποίο, όμως, συνέχισε να το πλησιάζει μέχρι να δεχτεί σχεδόν εύστοχη βολή στα 12.000 μέτρα, οπότε και άλλαξε πορεία απομακρυνόμενο. Ολόκληρη τη νύχτα τα σκάφη του Βάιαν παρενοχλούσαν το Μπίσμαρκ φωτίζοντάς το με φωτοβολίδες και εξαπολύοντας τορπίλες, καμία από τις οποίες δεν έπληξε το γερμανικό σκάφος. Το ξημέρωμα και μεταξύ 05:00΄ - 06:00΄ το πλήρωμα του θωρηκτού προσπάθησε να απονηώσει ένα από τα Arado 196 που διέθετε, για να μεταφέρει το ημερολόγιο του σκάφους, την εμπλοκή με το Χουντ και άλλα σημαντικά έγγραφα. Ωστόσο, μία από τις βολές του Πρίγκηψ της Ουαλίας είχε αχρηστεύσει τον καταπέλτη και έτσι η απονήωση δεν πραγματοποιήθηκε. Λίγο μετά την αυγή, εμφανίζονται στο προσκήνιο τα δύο βρετανικά θωρηκτά, πρώτα το Βασιλιάς Γεώργιος Ε και λίγο αργότερα το Ρόντνεϊ, τα οποία εμπλέκονται με το Μπίσμαρκ από απόσταση 23.000 μ. Η απόσταση ανάμεσα στα βρετανικά σκάφη και το γερμανικό θωρηκτό μειώνεται και στη μάχη εμπλέκονται και τα δευτερεύοντα πυροβόλα αλλά και τα καταδρομικά Ντορσετσάιρ και Νόρφολκ με τα πυροβόλα των 8 ιντσών. Στις 09:02΄ μια οβίδα των 16 ιντσών του Ρόντνεϊ κτυπά την υπερδομή του Μπίσμαρκ στο πρόσθιο τμήμα της, σκοτώνοντας πολλούς άνδρες του πληρώματος και προκαλώντας σημαντικές ζημίες στους πρόσθιους πυργίσκους των πυροβόλων. Σύμφωνα με μαρτυρίες επιζώντων Γερμανών, η βολή αυτή πιθανότατα φόνευσε τόσο τον Λίντεμαν όσο και τον Λύτγιενς καθώς και ολόκληρο το επιτελείο της γέφυρας. Το κύριο πυροβολικό στο πρόσθιο τμήμα ήταν πρακτικά απενεργοποιημένο και η τελευταία του ομοβροντία ήταν στις 09:27΄. Μία από τις οβίδες αυτές παρ' ολίγο να πλήξει την πλώρη του Ρόντνεϊ και κατέστρεψε τους πρόσθιους τορπιλοσωλήνες. Ήταν η πλέον εύστοχη βολή που κατόρθωσε να επιτύχει το βαριά πληγωμένο γερμανικό σκάφος. Ο ανθυποπλοίαρχος φον Μύλλενχάιμ (von Müllenheim), που ήταν επικεφαλής στους οπίσθιους πυργίσκους, κατόρθωσε να στείλει τρεις ακόμη ομοβροντίες κατά των αντιπάλων του, αλλά μια βρετανική οβίδα κατέστρεψε τα όργανα ελέγχου βολής. Ο ανθυποπλοίαρχος έδωσε διαταγή στα ακόμη ενεργά πυροβόλα να βάλουν κατά βούληση, αλλά ως τις 09:31΄ όλοι οι πυργίσκοι του κύριου πυροβολικού έχουν εξουδετερωθεί. Μέχρι τις 10 το πρωί τα σκάφη του Τόβυ έχουν καταφέρει πάνω από 700 βολές βαρέων πυροβόλων στο γερμανικό σκάφος, το οποίο φλέγεται από την πρύμνη ως την πλώρη, ενώ έχει πάρει κλίση 20 μοιρών και η πρύμνη του έχει σχεδόν φθάσει την επιφάνεια της θάλασσας. Ο Τόβυ δεν μπορεί να σταματήσει το πυρ αν οι Γερμανοί δεν κατεβάσουν τα διάσημά τους ή αν δεν γίνει σαφώς αντιληπτό ότι εγκαταλείπουν το σκάφος. Το Ρόντνεϊ πλησιάζει στα 2.700 μ., απόσταση πολύ μικρή για τα βαρέα πυροβόλα του, αλλά εκτοξεύει δύο τορπίλες από τους πλάγιους πυροσωλήνες. Οι άνδρες του Ρόντνεϊ ισχυρίζονται ότι η μία βρήκε στόχο, ωστόσο ο συγγραφέας Λούντοβικ Κέννεντυ σημειώνει: "Αν αυτό αληθεύει, τότε είναι η μοναδική περίπτωση στη ναυτική ιστορία που ένα θωρηκτό τορπιλίζει ένα άλλο".

Στο Μπίσμαρκ ο Υποπλοίαρχος Χανς Ελς (Hans Oels) δίνει διαταγή εγκατάλειψης του σκάφους στους άνδρες του και στο μηχανοστάσιο να απασφαλίσει τις υδατοστεγείς θύρες και να προετοιμάσει την αυτοβύθιση του πλοίου. Ο αρχιμηχανικός Γκέραρντ Γιούνακ (Gerhard Junack) δίνει εντολή στους άνδρες του να ετοιμάσουν τα εκρηκτικά με φιτίλι διάρκειας εννέα λεπτών, αλλά το σύστημα ενδοεπικοινωνίας σταματά να λειτουργεί κι έτσι αναγκάζεται να στείλει αγγελιαφόρο για να επιβεβαιώσει τη διαταγή αυτοβύθισης του πλοίου. Ο αγγελιαφόρος δεν επέστρεψε ποτέ και ο Γιούνακ εκτελεί τη διαταγή που είχε λάβει, δίνοντας διαταγή εγκατάλειψης του σκάφους. Ο Γιούνακ και οι άνδρες του άκουσαν τα εκρηκτικά να εκρήγνυνται καθώς ανέβαιναν στο επίπεδο του καταστρώματος, ενώ ο Ελς περιφερόταν στο σκάφος δίνοντας διαταγή εγκατάλειψής του. Μόλις έφθασε στη γέφυρα, μια ισχυρή έκρηξη φόνευσε τον ίδιο και περίπου 100 ακόμη άνδρες.

Παρά τις σχεδόν 400 οβίδες που είχε δεχτεί το γερμανικό θωρηκτό και την προσπάθεια αυτοβύθισής του, αυτό συνέχισε να επιπλέει. Τα σκάφη του Τόβυ κινδυνεύουν να μείνουν από καύσιμα στο μέσο του πελάγους και σε κακές καιρικές συνθήκες. Ο ναύαρχος δίνει εντολή αποχώρησης σε όλα τα σκάφη και διατάσσει το Ντόρσετσάιρ να βυθίσει το γερμανικό σκάφος με τορπίλες. Το βρετανικό σκάφος πλήττει το θωρηκτό με μία τορπίλη στα δεξιά και μία στα αριστερά. αν και το Μπίσμαρκ έχει πλέον γείρει τόσο ώστε το κατάστρωμά του να καλύπτεται από το νερό. Στις 10:35΄ το Μπίσμαρκ γέρνει αργά προς τα αριστερά και βυθίζεται αργά με την πρύμνη.

Διασώσεις
Περίπου 400 άνδρες του Μπίσμαρκ βρίσκονται στο νερό. Το Ντορσετσάιρ συνοδευόμενο από το αντιτορπιλικό Μαορί πλησιάζουν και ρίχνουν σκοινιά, προκειμένου να περισυλλέξουν τους ναυαγούς. Στις 11:40΄ όμως ο κυβερνήτης του Ντορσετσάιρ δίνει διαταγή να εγκαταλειφθεί η επιχείρηση διάσωσης, γιατί επισημάνθηκε γερμανικό υποβρύχιο. Τα δύο βρετανικά σκάφη είχαν προλάβει να διασώσουν 85 άνδρες το πρώτο και 25 το δεύτερο. Όταν τα βρετανικά σκάφη αποχώρησαν, το γερμανικό υποβρύχιο αναδύθηκε και διέσωσε τρεις ακόμη άνδρες, ενώ άλλοι δύο διασώθηκαν από διερχόμενο ρυμουλκό. Συνολικά της βύθισης του Μπίσμαρκ επέζησαν 114 άνδρες κατ' άλλες πηγές 110 από σύνολο 2.200 ανδρών του πληρώματος. Ο πρώτος αξιωματικός φον Μυλλενχάιμ (Von Müllenheim-Rechberg) επέζησε και συνέγραψε αργότερα το βιβλίο Battleship Bismarck, A Survivor's Story (εκδ. 1980).

Λαϊκή κουλτούρα
Το 1959 ο Κ. Σ. Φόρεστερ (C. S. Forester) συνέγραψε το μυθιστόρημά του Last Nine Days of the Bismarck (οι εννέα τελευταίες ημέρες του Μπίσμαρκ). Το 1960 το μυθιστόρημα αποτέλεσε τη βάση της ταινίας "Sink the Bismarck!" (ελληνικός τίτλος "Βυθίσατε το Βίσμαρκ!") σε σενάριο του Έντμουντ Νορθ (Edmund H. North) και σκηνοθεσία Λιούις Γκίλμπερτ (Lewis Gilbert). Για λόγους δραματοποίησης, το γερμανικό σκάφος εμφανίζεται να έχει βυθίσει ένα βρετανικό αντιτορπιλικό και να έχει καταρρίψει δύο "Swordfish", αλλά στην πραγματικότητα τίποτε από αυτά δεν συνέβη. Το ίδιο έτος παρουσιάστηκε και το τραγούδι του Τζώννυ Χόρτον (Johnny Horton) "Sink the Bismarck".

Το 1996 ο σκηνοθέτης Ρόμπερτ Κερκ (Robert Kirk) δημιούργησε το ντοκιμαντέρ Sink the Bismarck, διάρκειας 100 λεπτών για την τηλεόραση ενώ το 2012 οι σκηνοθέτες Μαρκ Ράντις και Μπεν Μπλαιρ (Mark Radice, Ben Blair) δημιούργησαν το επίσης τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ How the Bismarck Sank HMS Hood (Πώς το Μπισμαρκ βύθισε το Χουντ).