Άρθρα
Παγκόσμια Ημέρα για την Εξάλειψη των Φυλετικών Διακρίσεων, εορτάζεται κάθε χρόνο στις 21 Μαρτίου
21 Μαρτίου Παγκόσμια ημέρα κατά του ρατσισμού
«Κανείς δεν γεννιέται, μισώντας κάποιον για το χρώμα του δέρματος, την καταγωγή ή τη θρησκεία του.
Οι άνθρωποι πρέπει να μάθουν να μισούν κι αν μπορούν να διδαχθούν το μίσος,
μπορούν να διδαχθούν και την αγάπη,
γιατί η αγάπη έρχεται πιο φυσικά στην ανθρώπινη καρδιά, παρά το αντίθετο»
Nelson Mandela
Η Παγκόσμια Ημέρα για την Εξάλειψη των Φυλετικών Διακρίσεων, εορτάζεται κάθε χρόνο στις 21 Μαρτίου. Καθιερώθηκε το 1966 από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών σε ανάμνηση ενός τραγικού συμβάντος, που συγκλόνισε την παγκόσμια κοινή γνώμη.
Στις 21 Μαρτίου του 1960 η αστυνομία της ρατσιστικής Νοτίου Αφρικής πυροβόλησε εν ψυχρώ κατά μιας διαδήλωσης φοιτητών στην πόλη Σάρπβιλ, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους 70 άνθρωποι. Οι νεαροί διαδηλωτές διαμαρτύρονταν ειρηνικά κατά των νόμων του Απαρτχάιντ, που είχε επιβάλλει το καθεστώς της λευκής μειοψηφίας στη χώρα, εφαρμόζοντας τη θεωρία της ανισότητας ανάμεσα στις φυλές.
Ο ΟΗΕ μάς καλεί αυτή τη μέρα να ενώσουμε τις φωνές μας για τα θύματα του ρατσισμού, των φυλετικών διακρίσεων, της ξενοφοβίας και της μισαλλοδοξίας.
Για όσους θα μπορούσαν ν΄αντέξουν τις εικόνες.
Για όσους δεν γνωρίζουν τι σημαίνει ρατσισμός και θα ήθελαν να πάρουν μια εικόνα.
Για όσους ο ρατσισμός είναι μια άγνωστη λέξη.
Για όσους νομίζουν ότι ο ρατσισμός δεν είναι δολοφονία.
Δολοφονία του Ιούλιου Καίσαρα
Δολοφονία του Ιούλιου Καίσαρα
Ήταν το έτος 44 π.Χ. Στην Ρώμη, έπειτα από σειρά πολέμων και εσωτερικών αναμετρήσεων, ὁ Ιούλιος Καίσαρας είχε καταστεί απόλυτος κυρίαρχος. Ο Καίσαρας ήταν εκπληκτική διάνοια.
Ήταν πολιτικός, στρατιωτικός, νομοθέτης, νομοδιδάσκαλος, ρήτορας, ποιητής, ιστορικός, αρχιτέκτονας, αστρονόμος και μαθηματικός, ένας από τους τρεις μεγάλους στρατηλάτες του αρχαίου κόσμου (Μέγας Αλέξανδρος, Αννίβας, Ιούλιος Καίσαρας).
Όμως οι κοντινοί του άνθρωποι φοβήθηκαν ότι η παντοδυναμία του θα τον µμετέτρεπε σε τύραννο. Έτσι σχεδίασαν και οργάνωσαν συνωμοσία εναντίον του. Για την συνωμοσία αυτή δύο άνθρωποι προσπάθησαν να τον ειδοποιήσουν, αλλά δεν τους άκουσε.
Ο ένας ήταν μάντης και τον ειδοποίησε να φυλάγεται, διότι στις ειδοὺς του Μαρτίου θα περάσει µμεγάλο κίνδυνο.
Τι ήταν «αι εἰδοὶ» του Μαρτίου; Ήταν η 15η του μηνός Μαρτίου, την οποία οι Ρωµαίοι ονόµαζαν «Μαρτίου ειδοί». Επίσης ονόµαζαν ειδοὺς και την 15η των µηνών Μαΐου, Ιουλίου και Οκτωβρίου, και την 13η των υπολοίπων µηνών.
Όταν έφθασε η µέρα εκείνη, ἡ 15η του Μαρτίου του 44 π.Χ., ο Καίσαρας πηγαίνοντας προς την Σύγκλητο συνάντησε πάλι αυτόν τον µάντη: «Πάρεισιν (= έφθασαν) αιιειδοί», του είπε πειρακτικά, (εννοώντας «και δεν έπαθα τίποτε»).
«Ναι πάρεισιν, αλλ᾽ ου παρεληλύθασι», δηλαδή ναι, έφθασαν αλλά δεν πέρασαν», του απάντησε ήρεµα ο µάντης.
Μέσα στην Σύγκλητο ένας σοφιστής από την Κνίδο, ο Αρτεμίδωρος, που είχε μάθει για την συνωμοσία, έδωσε στον Καίσαρα ένα γράμμα, όπου τον πληροφορούσε για τον κίνδυνο.
«Διάβασέ το, Καίσαρα», του είπε, «μονάχος σου και γρήγορα. Γράφει σπουδαία πράγματα, που σ᾽ ενδιαφέρουν πολύ». Αλλά ὁ Καίσαρας το άφησε γι αργότερα.
Οι συνωμότες, που ανάμεσά τους ήταν και ὁ θετός υιός του Καίσαρα Μάρκος Βρούτος, δολοφόνησαν τον Ιούλιο Καίσαρα στις ειδοὺς του Μαρτίου, στις 15 δηλαδή του μηνός Μαρτίου, του έτους 44 π.Χ. Ήταν τότε 56 ετών, και δέχθηκε 23 μαχαιριές στο σώμα του.
Όταν ο καίσαρας είδε ανάμεσα στους συνωμότες και τον Βρούτο, αναφώνησε στην ελληνική γλώσσα: «Και συ, τέκνον Βρούτε;» µια φράση που από τότε έμεινε παροιμιώδης μαζί µε την παράδοξη διατύπωση «αι Μαρτίου ειδοί».
Η έκφραση «φοβού τις ειδούς του Μαρτίου» αφορά την πρόρρηση ενός αρχαίου Ρωμαίου μάντη με την οποία είχε προσπαθήσει να προειδοποιήσει τον Ρωμαίο Ανώτατο Δικτάτορα Ιούλιο Καίσαρα για την επικείμενη δολοφονία του.
Έκτοτε η φράση αυτή έχει μείνει σαν είδος παροιμίας, για να δηλώσει ότι επέρχεται κάποιο μεγάλο και συνταρακτικό γεγονός, το οποίο είναι μοιραίο και αναπόφευκτο και θα αλλάξει για πάντα, την ιστορία, την πολιτική, τη ζωή γενικότερα - κάποιου ανθρώπου προσωπικά ή ενός λαού ολόκληρου.
Η προετοιμασία και το πώς αντιμετωπίζεται η κρίσιμη στιγμή, λοιπόν, είναι το παν.
Να λοιπόν πώς προήλθε η παροιμία αυτή και τι συνέβη, εν συντομία, τη διάσημη πλέον ημέρα της δολοφονίας του Ιουλίου Καίσαρα.
Εφημερίς των Κυριών
Εφημερίς των Κυριών
Γυναικεία εφημερίδα, το πρώτο φύλλο της οποίας κυκλοφόρησε στις 8 Μαρτίου 1887. Αρχικά ήταν εβδομαδιαία και από τις 25 Μαρτίου 1907 έγινε δεκαπενθήμερη. Ήταν η πρώτη εφημερίδα στον ελλαδικό χώρο, που γραφόταν αποκλειστικά από γυναίκες για γυναίκες.
Ψυχή της έκδοσης της εφημερίδας υπήρξε η ρεθυμνιώτισσα εκπαιδευτικός, δημοσιογράφος και πρωτοπόρος φεμινίστρια Καλλιρρόη Παρρέν, το γένος Σιγανού (1861-1940), που πλαισιωνόταν από γυναίκες του πνεύματος και της τέχνης. Στα πρώτα φύλλα υπέγραφε τα άρθρα της με ψευδώνυμο Εύα Πρενάρ.
Η Εφημερίς των Κυριών στόχευε την πνευματική και κοινωνική ανύψωση της γυναίκας με την παροχή πλήρων δικαιωμάτων στην εκπαίδευση και την εργασία. Η Παρρέν πίστευε στην αυτοχειραφέτηση της γυναίκας: «Η Ελληνίς δύναται να αναλάβη τον της αναπτύξεως της αγώνα μόνη, μη προσδοκούσα εν τω σταδίω τούτω το παράπαν την συνδρομή του ανδρός διότι ούτος αδιαφορεί και εν τω εγωισμώ του εν μόνο βλέπει, εν επιθυμεί και θέλει, την δουλικήν της γυναικός υποταγήν εις τα νεύματά του», έγραφε στο πρώτο φύλλο της Εφημερίδας των Κυριών.
Το έντυπο υπήρξε ο πρόδρομος της φεμινιστικής κίνησης στην Ελλάδα και συνετέλεσε στη δημιουργία της πρώτης σοβαρής γυναικείας οργάνωσης των Ελληνίδων, με τη σύσταση της Ενώσεως των Ελληνίδων, η οποία δημιούργησε την πρώτη οικοκυρική και επαγγελματική σχολή στην Αθήνα. Από τις στήλες της εφημερίδας οι γυναίκες αρθρογράφοι απαιτούσαν, μεταξύ άλλων, να επιτραπεί η είσοδος των γυναικών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση -αίτημα που θα ικανοποιηθεί σχετικά γρήγορα από τον Θεόδωρο Δηλιγιάννη- και να δοθεί ψήφος στις γυναίκες, που θα γίνει πραγματικότητα αρκετά αργότερα, στα μέσα του 20ου αιώνα. Στη δράση του περιοδικού οφείλεται η ίδρυση του Λυκείου των Ελληνίδων (1911) και των κοινωφελών ιδρυμάτων Άσυλον των Ανιάτων (1896) και Άσυλον της Αγίας Αικατερίνης (1893), με σκοπό «την παροχή ηθικής προστασίας και περιθάλψεως των υπηρετριών και εργατίδων, αίτινες στερούνται εργασίας και ευρίσκονται μακράν των γονέων και συγγενών των».
Οι πρώτες αντιδράσεις γι' αυτή την προσπάθεια χειραφέτησης των γυναικών μέσω της εφημερίδας ήταν από αρνητικές έως χλευαστικές. Ο Εμμανουήλ Ροΐδης εκφραζόταν υποτιμητικά για τη γυναίκα. Είχε υποστηρίξει ότι οι γυναίκες που εξασκούν «ανδρικά» επαγγέλματα (όπως γιατρού και δικηγόρου) αγγίζουν τα όρια της γελοιότητας και ότι μόνο δύο επαγγέλματα αρμόζουν στις γυναίκες, εκείνα της νοικοκυράς και της εταίρας. Η Παρρέν τού απάντησε από τις στήλες της εφημερίδας ότι δεν έχει ιδέα από τις γυναίκες και τον κατηγόρησε ότι δημοσιεύει στις εφημερίδες τα απομεινάρια της πνευματικής του παραγωγής. Περιγράφει τον Ροΐδη ως φύλακα άγγελο του παλαιού καθεστώτος, θεωρεί ότι ο τύπος της γυναίκας που περιγράφει στο άρθρο του είναι ανύπαρκτος και ότι οι απόψεις του είναι αναχρονιστικές και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα.
Υπήρξαν, όμως, κι εκείνοι που θαύμασαν την πένα των συντακτριών της Εφημερίδας των Κυριών και υποστήριξαν τον αγώνα τους, όπως ο συγγραφέας Γρηγόριος Ξενόπουλος («Η συντροφιά σου είναι πολύτιμη. Το ήθος σου, η τόλμη και η γραφή σου θαύμα. Εύγε σου Δέσποινα της φιλαλληλίας και της προόδου. Στηρίζω τους αγώνες σου, των γυναικών τους αγώνες με όλη μου τη δύναμη») και ο ποιητής Κωστής Παλαμάς, ο οποίος και αφιέρωσε ποίημά του στην Καλλιρρόη Παρρέν («Χαίρε γυναίκα/ εσύ Αθηνά, Μαρία, Ελένη, Εύα/ να η ώρα σου!/ Τα ωραία σου φτερά δοκίμασε κι ανέβα/ και καθώς είσαι ανάλαφρη/ και πια δεν είσαι σκλάβα/ προς τη μελλούμενη αγία γη πρωτύτερα/ εσύ τράβα/ κι ετοίμασε τη νέα ζωή/, μιας νέας χαράς/ υφάντρα/ και ύστερα αγκάλιασε, ύψωσε και φέρε εκεί/ τον άντρα/και πλάσε τον Πρωτοπλάστη»).
Η Εφημερίς των Κυριών διέκοψε την έκδοσή της το 1918, όταν η Καλλιρρόη Παρρέν εξορίστηκε στην Ύδρα για τα πολιτικά της φρονήματα. Ήταν φανατική μοναρχική και αντιβενιζελική.
Ελληνικός εμφύλιος της περιόδου 1823 - 1825, ως ανταγωνισμός ισχύος για την ηγεσία της επανάστασης αλλά και του υπό διαμόρφωση νέου ελληνικού κράτους
Ελληνικός Εμφύλιος 1823 - 1825
Ο Ελληνικός εμφύλιος της περιόδου 1823 - 1825 έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης ως ανταγωνισμός ισχύος για την ηγεσία της επανάστασης αλλά και του υπό διαμόρφωση νέου ελληνικού κράτους.
Χωρίζεται σε δύο φάσεις: η πρώτη (Φθινόπωρο 1823 - Καλοκαίρι 1824) χαρακτηρίστηκε από έντονες πολιτικές διαμάχες μεταξύ Φιλικών και Κοτζαμπάσηδων, ενώ η δεύτερη (Ιούλιος 1824 - Ιανουάριος 1825) από εμφύλιες συρράξεις μεταξύ κυβερνητικών, υποστηριζόμενων από την Αγγλία, και Πελοποννησίων.
Γενικότερο κλίμα
Από τους πρώτους κιόλας μήνες της επανάστασης έγινε φανερό το χάσμα μεταξύ Φιλικών, που αποτελούσαν την δημοκρατική πολιτική παράταξη της επαναστατημένης Ελλάδας, και Κοτζαμπάσηδων του Μοριά που με κύριο όργανο εξουσίας, την Πελοποννησιακή γερουσία αλλά και τις τοπικές δημογεροντίες, εκπροσωπούσαν την ολιγαρχική παράταξη.
Η άρνηση των τελευταίων να δεχτούν τις προτάσεις του Δημητρίου Υψηλάντη, πληρεξούσιου του Μοριά και γενικού επιτρόπου της Ανωτάτης αρχής, με τις οποίες απαιτούσε από τους κοτζαμπάσηδες τον πλήρη έλεγχο της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας της επανάστασης πόλωσε το ήδη τεταμένο κλίμα. Ακολούθησε η εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου με την οποία επισφραγίστηκε η ήττα των Φιλικών αφού παραμερίστηκαν εντελώς από την πολιτική εξουσία.
Καθοριστικής σημασίας για την εξέλιξη των πραγμάτων στην Ελλάδα αποδείχτηκε η Β΄ εθνοσυνέλευση του Άστρους Κυνουρίας. Στην εθνοσυνέλευση διαμορφώθηκαν τρεις πολιτικές παρατάξεις, αυτή των Φιλικών, που αποτελείτο από δημοκρατικούς με κυρίαρχες μορφές τον Κολοκοτρώνη και τον Δ. Υψηλάντη, αυτή των κοτζαμπάσηδων του Μοριά και τέλος αυτή των Υδραίων καραβοκύρηδων που συνεργάζονταν με τους Ρουμελιώτες. Οι δύο τελευταίοι είχαν την απόλυτη πλειοψηφία στην εθνοσυνέλευση έχοντας δύναμη 150 πληρεξουσίων. Οι αποφάσεις της εθνοσυνέλευσης ήταν καταδικαστικές για το κόμμα των δημοκρατικών. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης έχασε την αρχιστρατηγία ενώ οι περισσότερες και ουσιαστικότερες πολιτικές θέσεις καλύφθηκαν από μέλη του κόμματος των κοτζαμπάσηδων και των Υδραίων. Ο εμφύλιος πόλεμος πια ήταν προ των πυλών.
Α΄ ελληνικός εμφύλιος
Το Φθινόπωρο του 1823 συγκεντρώθηκαν στη Σιλίμνα της Τρίπολης οι Θεόδωρος και Πάνος Κολοκοτρώνης, Θ. Νέγρης, Γεώργιος Σισίνης, Φωτήλας, Οδυσσέας Ανδρούτσος, Δημήτριος Πλαπούτας, Νικηταράς, Δημήτριος Υψηλάντης, Γ. Καραμάνος, Μούρτζινος κ.α. Εκεί αποφασίστηκε από κοινού η αντίσταση κατά του εκτελεστικού, δηλαδή του κυρίαρχου οργάνου εξουσίας, και όλοι μαζί ορκίστηκαν «ενώπιον της εικόνας του Χριστού» ότι θα αγωνιστούν ενωμένοι.
Παρόλο που το μέλλον των κοτζαμπάσηδων προδιαγραφόταν δυσοίωνο λόγω της μεγάλης δημοτικότητας που είχαν οι αντίπαλοι τους στα λαϊκά στρώματα, ο Κολοκοτρώνης εντελώς ξαφνικά προσχωρεί στο κόμμα των κοτζαμπάσηδων με αντάλλαγμα τον διορισμό του γιου του Πάνου ως φρουράρχου του Ναυπλίου και τον διορισμό του ίδιου στη θέση του αντιπροέδρου του εκτελεστικού. Επίσης στη συμφωνία αποφασίστηκε να αρραβωνιάσει τον γιό του, Κολίνο, με την κόρη του Κανέλλου Δεληγιάννη, προκρίτου της Γορτυνίας. Η απόφαση αυτή του Κολοκοτρώνη εξόργισε τους συναγωνιστές του και ιδιαίτερα τον Δημήτριο Πλαπούτα.
Αν και στην θέση του αντιπροέδρου του εκτελεστικού, ο Κολοκοτρώνης παρέμενε πολιτικά ανίσχυρος, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος ως πρόεδρος του βουλευτικού και ο Κολοκοτρώνης έρχονται σε σύγκρουση. Ο Κολοκοτρώνης τον απείλησε λέγοντας του «μην καθίσεις πρόεδρος, ότι έρχομαι και σε διώχνω με τα λεμόνια, με τη βελάδα όπου ήρθες». Ύστερα από αυτή την προειδοποίηση ο Μαυροκορδάτος αναχώρησε για την Ύδρα, όπου μπορούσε ελεύθερα να σχεδιάσει τις πολιτικές του κινήσεις. Η αποχώρηση του Μαυροκορδάτου θεωρήθηκε επιτυχία του Κολοκοτρώνη που δεν μπορούσε τότε να συνειδητοποιήσει τα μελλούμενα. Ο Μαυροκορδάτος έχοντας στενές επαφές με την Αγγλική κυβέρνηση, είχε σχεδόν εξασφαλίσει την υπόσχεση τους για δάνειο. Αλλά και η κίνηση του να καταφύγει στην Ύδρα φανέρωσε τις στενές του σχέσεις με την οικογένεια Κουντουριώτη, η οποία από αυτό το σημείο και μετά θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στις εμφύλιες διαμάχες.
Η επανάσταση είχε φτάσει σε κρίσιμη καμπή. Ο Κολοκοτρώνης καταφέρνει να πείσει τα μέλη του Εκτελεστικού να εγκατασταθούν στο Ναύπλιο, το οποίο ήλεγχε ο γιος του ενώ τα μέλη του Βουλευτικού αρνούνται να τους ακολουθήσουν παραμένοντας στο Άργος. Ο Κολοκοτρώνης παραιτείται από το Εκτελεστικό ενώ το Βουλευτικό καθαιρεί πραξικοπηματικά το μέλος του Εκτελεστικού, Μεταξά, φιλικά προσκείμενο στην παράταξη Κολοκοτρώνη. Στις 28 Νοεμβρίου στρατιωτικό σώμα, περίπου στα 200 άτομα, με επικεφαλής τον Νικηταρά, τον Χατζηχρήστο και τον Πάνο Κολοκοτρώνη κατευθύνεται προς το Άργος όπου αρχίζει τις διαπραγματεύσεις. Οι τελευταίοι αρπάζουν εκ μέρους του εκτελεστικού τις σφραγίδες και τα πρακτικά ενώ 23 από τους 40 βουλευτές κατέφυγαν στο Κρανίδι ζητώντας την προστασία των Υδραίων.
Αμέσως το Βουλευτικό αν και δεν είχε την απαραίτητη απαρτία καθαίρεσε τον πρόεδρο του Εκτελεστικού Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη καθώς και τον Σωτήρη Χαραλάμπη, απλό μέλος, αντικαθιστώντας τους με τους Γεώργιο Κουντουριώτη, Μπότσαρη, Ανδρέα Λόντο, Ιωάννη Κωλέττη και Ανδρέα Ζαΐμη. Ο τελευταίος παραιτήθηκε και την θέση του πήρε ο Σπηλιωτάκης. Στη συνέχεια η κυβέρνηση του Κρανιδίου προκήρυξε εκλογές με σκοπό την αντικατάσταση των βουλευτών που αρνήθηκαν να προσέλθουν στο Κρανίδι. Παράλληλα όμως και η κυβέρνηση του Ναυπλίου προκήρυξε εκλογές για τον ίδιο ακριβώς λόγο.
Η κατάσταση ήταν δραματική αφού όχι μόνο υπήρχαν δύο πόλοι εξουσίας αλλά κυκλοφορούσαν και φήμες σχετικά με τουρκικά στρατεύματα που ετοιμάζονταν να προελάσουν στην Πελοπόννησο. Η κυβέρνηση του Ναυπλίου ήταν αδύναμη σε σχέση με αυτή του Κρανιδίου αφού είχε χάσει την υποστήριξη των λαϊκών μαζών εξαιτίας της δυσπιστίας τους προς το πρόσωπο του Κολοκοτρώνη. Επιπλέον είχε απέναντι της τους καπεταναίους της Ρούμελης, οι οποίοι είχαν συμμαχήσει με τους κοτζαμπάσηδες του Μοριά και τους καραβοκύρηδες της Ύδρας.
Στις 17 Ιανουαρίου 1824 η κυβέρνηση του Ναυπλίου εγκαθίσταται στην Τρίπολη. Στις 2 Μαρτίου του ίδιου χρόνου ο Ανδρέας Μιαούλης αρχίζει να πολιορκεί το Ναύπλιο εκ μέρους της κυβέρνησης του Κρανιδίου και στις 31 Μαρτίου οι Νοταράς, Λόντος και Ζαΐμης φτάνουν μπροστά από τα τείχη της Τρίπολης. Τελικά ύστερα από διαπραγματεύσεις ο Κολοκοτρώνης συμφωνεί να εγκαταλείψει την Τρίπολη και αυτή να ανακηρυχτεί ελεύθερη πόλη χωρίς να έχει κανείς το δικαίωμα να την καταλάβει. Οι κοτζαμπάσηδες όμως καταπατούν την συμφωνία προκαλώντας την οργή του Κολοκοτρώνη, ο οποίος δίνει εντολή στον γιο του, Πάνο, να καταλάβει το Άργος και παράλληλα να λύσει την πολιορκία του Ναυπλίου. Με τη σειρά του ξεκίνησε να πολιορκεί την Τρίπολη.
Ο Παπαφλέσσας και ο Αναγνωσταράς είχαν προσχωρήσει στην αντίπαλη παράταξη δημιουργώντας τεράστιο πρόβλημα στον Κολοκοτρώνη και γενικότερα στους Φιλικούς. Με αυτά τα δεδομένα η αποτυχία της παράταξης του Κολοκοτρώνη ήταν κάτι περισσότερο από σίγουρη. Έτσι στις 7 Ιουνίου και παρά τις αντιρρήσεις των Υδραίων, οι οποίοι ήθελαν ολοκληρωτική καταστροφή του Κολοκοτρώνη και των περί αυτόν, οι κοτζαμπάσηδες, συγκεκριμένα ο Λόντος και ο Ζαΐμης, έγιναν, ύστερα από διαπραγματεύσεις, κύριοι του Ναυπλίου.
Με το τελευταίο αυτό γεγονός κλείνει η πρώτη φάση του ελληνικού εμφυλίου πολέμου της περιόδου 1823-1825.
Τελειώνει η Μάχη της Κοκκινιάς
Τελειώνει η Μάχη της Κοκκινιάς
Από τις 4 έως τις 8 Μάρτη 1944, η Κοκκινιά ήταν το πεδίο μάχης και αγώνα του ελληνικού λαού εναντίον των Γερμανών Ναζί, ταγματασφαλιστών, χωροφυλάκων, που είχαν συγκροτηθεί από τη δοσίλογη κυβέρνηση του Ιωάννη Ράλλη και εξοπλιστεί από τους Γερμανούς καθώς και από τους «γερμανοτσολιάδες» του Ι.Πλυντζανόπουλου, του Γ.Σγούρου, του Γκίνου, και του επικεφαλής του μηχανοκίνητου τμήματος της Αστυνομίας Ν. Μπουραντά.
Στον αγώνα που διεξάγει ο λαός κατά των Γερμανών κατακτητών, η πάλη της Αθήνας, του Πειραιά και των συνοικιών παίζει κυρίαρχο κι αποφασιστικό ρόλο. Ως το Σεπτέμβρη του 1943 ο αγώνας των πόλεων εκδηλώνεται με σαμποτάζ, απεργίες και μαζικές διαδηλώσεις.
Μετά το Σεπτέμβρη του 1943 ή ένταση, το βάθος κι ο συνειδητός χαρακτήρας του αγώνα τρομάζουν τον κατακτητή και προκαλούν την έντονη αντίδραση των Γερμανών και των συνεργατών τους. Το 1944 βρίσκει την Αθήνα, τον Πειραιά και τις συνοικίες σε μια -διαρκώς εντεινόμενη- εμπόλεμη κατάσταση.
Οι εργατικές κινητοποιήσεις της Κοκκινιάς επιδεικνύουν ένα ιδιαιτέρως αγωνιστικό πνεύμα, εξαιτίας της εργατικής σύνθεσης της πόλης, της οποίας ο αγώνας έχει ως κύρια χαρακτηριστικά τη μαζικότητα και την οργανωμένη αντίσταση. Οι Γερμανοί γνώριζαν πως χτυπώντας την Κοκκινιά θα έπλητταν ολόκληρο το αγωνιστικό κίνημα. Για το λόγο αυτό η Μάχη της Κοκκινιάς είναι η πρώτη μεγάλη μάχη που δόθηκε σε πόλη.
Πρωτεργάτες το 6ο Ανεξάρτητο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ, τα μέλη του ΕΑΜ, τους αγωνιστές της ΕΠΟΝ και -κυρίως- τη συντριπτική πλειοψηφία του λαού της Κοκκινιάς. Στο πρόσωπο της πόλης που ανάθρεψε πλήθος ανταρτών και διέθετε ένα οργανωμένο αντιστασιακό κίνημα επιχειρήθηκε από τους Ναζί και τους συνεργάτες τους να καμφθεί το αντιστασιακό φρόνημα του Ελληνικού λαού, που πάλευε για εθνική απελευθέρωση, διεκδικώντας ταυτοχρόνως να στρέψει προς όφελός του τις μελλοντικές πολιτικές εξελίξεις.
ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
Σάββατο 4 Μάρτη 1944. Χωροφύλακες και ταγματασφαλίτες προσπαθούν να εισβάλουν από δυο διαφορετικά σημεία στην πόλη, αλλά μετά από πολύωρες συγκρούσεις αναχαιτίζονται από τους αγωνιστές του ΕΛΑΣ, οι οποίοι το ίδιο βράδυ συγκαλούν κοινή σύσκεψη ΕΑΜιτών κι ΕΛΑΣιτών στην Κοκκινιά κι αποφασίζουν γενική επιφυλακή κι ενημέρωση του λαού της πόλης.
Κυριακή 5 Μάρτη 1944. Οι Κοκκινιώτες απαντούν με μεγαλειώδες συλλαλητήριο κατά της τρομοκρατίας στην πλατεία του Αγίου Νικολάου. Παράλληλα απαιτούν συσσίτιο για τα παιδιά. Στο τέλος του συλλαλητηρίου η πόλη δέχεται πολυμέτωπη επιδρομή, για να καταλήξει -μετά από αιματηρές μάχες- στην οπισθοχώρηση των Γερμανών και των ντόπιων συνεργατών τους.
Δευτέρα 6 Μάρτη 1944. Ο Πειραιάς ξυπνά με μαζική πανεργατική απεργία κατά της τρομοκρατίας που ασκήθηκε στο λαό της Κοκκινιάς. Η συμμετοχή κι η αλληλεγγύη των εργατών και του λαού προς τους Κοκκινιώτες αγωνιστές είναι καθολική. Η πόλη δέχεται σχεδιασμένη επιδρομή, που καταλήγει -μετά την αιματοχυσία- σε άτακτη φυγή των φασιστών.
Τρίτη 7 Μάρτη 1944. Οι επιθέσεις των Γερμανών εντείνονται. Ο πολιορκητικός κλοιός στενεύει ασφυκτικά γύρω απ’ την πόλη. Τα ξημερώματα εντοπίζονται γερμανοτσολιάδες στην οδό Θηβών. Η σάλπιγγα του ΕΛΑΣ σημαίνει στις 6.00΄ γενική επίθεση του λαϊκού στρατού. Γίνονται μάχες σώμα με σώμα για την κατάληψη του κάθε δρόμου. Μέχρι τις 11.00΄ η αντίστασή του ΕΛΑΣ έχει καμφθεί, λόγω της έλλειψης πυρομαχικών. Τότε παίρνεται απόφαση για γενική αντεπίθεση με όσα πυρομαχικά έχουν απομείνει και δίνεται εντολή -αν χρειαστεί- να δοθεί μάχη με τις πέτρες ή με τα χέρια. Ο ανεφοδιασμός από τις γύρω περιοχές είναι αδύνατος, αφού η Κοκκινιά κυκλώνεται από -περίπου- 1800 Ναζί. Οι Γερμανοί διανυκτερεύουν στην πόλη.
Τετάρτη 8 Μάρτη 1944. Οι Ναζί κι οι ντόπιοι συνεργάτες τους ξημερώνονται ταμπουρωμένοι στο δημοτικό σχολείο, που βρίσκεται επί των οδών Γρεβενών και Ραιδεστού, ενώ περιμετρικά τους φρουρούν οπλοπολυβόλα. Κατά τη διάρκεια της νύχτας κάνουν επιδρομές στην πόλη, τρομοκρατούν και συλλαμβάνουν τους Κοκκινιώτες, ερευνώντας εξονυχιστικά τα σπίτια για μαχητές του ΕΛΑΣ και του ΕΑΜ. Με εκφοβιστικές ανακοινώσεις από τα δικά τους πλέον “χωνιά” επιχειρούν -μάταια- να στρέψουν τον Κοκκινιώτικο λαό κατά του ΕΛΑΣ, του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ. Δηλώνουν ότι δεν θα πειράξουν κανέναν εάν δεν τους επιτεθεί ο ΕΛΑΣ, αποκαλύπτοντας το αίσθημα φοβίας κι ανασφάλειας που βιώνουν οι ίδιοι μες στην αντιστασιακή φωλιά της Κοκκινιάς.
Το ίδιο πρωί οι ταγματασφαλίτες εκτελούν τους συλληφθέντες της 5ης Μάρτη 1944 στην πλατεία των Αγίων Αναργύρων. Αργά το απόγευμα οι Ναζί αποχωρούν από την Κοκκινιά με την κουστωδία τους, μεταφέροντας 300 αιχμάλωτους στο Χαϊδάρι.
Ο λαός ανασαίνει προσωρινά με την αποχώρηση του κατακτητή κι εξακολουθεί τον αγώνα ως το επόμενο μεγάλο χτύπημα, το περιβόητο μπλόκο της πόλης που πραγματοποιείται στις 17 Αυγούστου 1944, 5 μήνες μετά.