Άρθρα
Ελληνικός εμφύλιος της περιόδου 1823 - 1825, ως ανταγωνισμός ισχύος για την ηγεσία της επανάστασης αλλά και του υπό διαμόρφωση νέου ελληνικού κράτους
Ελληνικός Εμφύλιος 1823 - 1825
Ο Ελληνικός εμφύλιος της περιόδου 1823 - 1825 έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης ως ανταγωνισμός ισχύος για την ηγεσία της επανάστασης αλλά και του υπό διαμόρφωση νέου ελληνικού κράτους.
Χωρίζεται σε δύο φάσεις: η πρώτη (Φθινόπωρο 1823 - Καλοκαίρι 1824) χαρακτηρίστηκε από έντονες πολιτικές διαμάχες μεταξύ Φιλικών και Κοτζαμπάσηδων, ενώ η δεύτερη (Ιούλιος 1824 - Ιανουάριος 1825) από εμφύλιες συρράξεις μεταξύ κυβερνητικών, υποστηριζόμενων από την Αγγλία, και Πελοποννησίων.
Γενικότερο κλίμα
Από τους πρώτους κιόλας μήνες της επανάστασης έγινε φανερό το χάσμα μεταξύ Φιλικών, που αποτελούσαν την δημοκρατική πολιτική παράταξη της επαναστατημένης Ελλάδας, και Κοτζαμπάσηδων του Μοριά που με κύριο όργανο εξουσίας, την Πελοποννησιακή γερουσία αλλά και τις τοπικές δημογεροντίες, εκπροσωπούσαν την ολιγαρχική παράταξη.
Η άρνηση των τελευταίων να δεχτούν τις προτάσεις του Δημητρίου Υψηλάντη, πληρεξούσιου του Μοριά και γενικού επιτρόπου της Ανωτάτης αρχής, με τις οποίες απαιτούσε από τους κοτζαμπάσηδες τον πλήρη έλεγχο της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας της επανάστασης πόλωσε το ήδη τεταμένο κλίμα. Ακολούθησε η εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου με την οποία επισφραγίστηκε η ήττα των Φιλικών αφού παραμερίστηκαν εντελώς από την πολιτική εξουσία.
Καθοριστικής σημασίας για την εξέλιξη των πραγμάτων στην Ελλάδα αποδείχτηκε η Β΄ εθνοσυνέλευση του Άστρους Κυνουρίας. Στην εθνοσυνέλευση διαμορφώθηκαν τρεις πολιτικές παρατάξεις, αυτή των Φιλικών, που αποτελείτο από δημοκρατικούς με κυρίαρχες μορφές τον Κολοκοτρώνη και τον Δ. Υψηλάντη, αυτή των κοτζαμπάσηδων του Μοριά και τέλος αυτή των Υδραίων καραβοκύρηδων που συνεργάζονταν με τους Ρουμελιώτες. Οι δύο τελευταίοι είχαν την απόλυτη πλειοψηφία στην εθνοσυνέλευση έχοντας δύναμη 150 πληρεξουσίων. Οι αποφάσεις της εθνοσυνέλευσης ήταν καταδικαστικές για το κόμμα των δημοκρατικών. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης έχασε την αρχιστρατηγία ενώ οι περισσότερες και ουσιαστικότερες πολιτικές θέσεις καλύφθηκαν από μέλη του κόμματος των κοτζαμπάσηδων και των Υδραίων. Ο εμφύλιος πόλεμος πια ήταν προ των πυλών.
Α΄ ελληνικός εμφύλιος
Το Φθινόπωρο του 1823 συγκεντρώθηκαν στη Σιλίμνα της Τρίπολης οι Θεόδωρος και Πάνος Κολοκοτρώνης, Θ. Νέγρης, Γεώργιος Σισίνης, Φωτήλας, Οδυσσέας Ανδρούτσος, Δημήτριος Πλαπούτας, Νικηταράς, Δημήτριος Υψηλάντης, Γ. Καραμάνος, Μούρτζινος κ.α. Εκεί αποφασίστηκε από κοινού η αντίσταση κατά του εκτελεστικού, δηλαδή του κυρίαρχου οργάνου εξουσίας, και όλοι μαζί ορκίστηκαν «ενώπιον της εικόνας του Χριστού» ότι θα αγωνιστούν ενωμένοι.
Παρόλο που το μέλλον των κοτζαμπάσηδων προδιαγραφόταν δυσοίωνο λόγω της μεγάλης δημοτικότητας που είχαν οι αντίπαλοι τους στα λαϊκά στρώματα, ο Κολοκοτρώνης εντελώς ξαφνικά προσχωρεί στο κόμμα των κοτζαμπάσηδων με αντάλλαγμα τον διορισμό του γιου του Πάνου ως φρουράρχου του Ναυπλίου και τον διορισμό του ίδιου στη θέση του αντιπροέδρου του εκτελεστικού. Επίσης στη συμφωνία αποφασίστηκε να αρραβωνιάσει τον γιό του, Κολίνο, με την κόρη του Κανέλλου Δεληγιάννη, προκρίτου της Γορτυνίας. Η απόφαση αυτή του Κολοκοτρώνη εξόργισε τους συναγωνιστές του και ιδιαίτερα τον Δημήτριο Πλαπούτα.
Αν και στην θέση του αντιπροέδρου του εκτελεστικού, ο Κολοκοτρώνης παρέμενε πολιτικά ανίσχυρος, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος ως πρόεδρος του βουλευτικού και ο Κολοκοτρώνης έρχονται σε σύγκρουση. Ο Κολοκοτρώνης τον απείλησε λέγοντας του «μην καθίσεις πρόεδρος, ότι έρχομαι και σε διώχνω με τα λεμόνια, με τη βελάδα όπου ήρθες». Ύστερα από αυτή την προειδοποίηση ο Μαυροκορδάτος αναχώρησε για την Ύδρα, όπου μπορούσε ελεύθερα να σχεδιάσει τις πολιτικές του κινήσεις. Η αποχώρηση του Μαυροκορδάτου θεωρήθηκε επιτυχία του Κολοκοτρώνη που δεν μπορούσε τότε να συνειδητοποιήσει τα μελλούμενα. Ο Μαυροκορδάτος έχοντας στενές επαφές με την Αγγλική κυβέρνηση, είχε σχεδόν εξασφαλίσει την υπόσχεση τους για δάνειο. Αλλά και η κίνηση του να καταφύγει στην Ύδρα φανέρωσε τις στενές του σχέσεις με την οικογένεια Κουντουριώτη, η οποία από αυτό το σημείο και μετά θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στις εμφύλιες διαμάχες.
Η επανάσταση είχε φτάσει σε κρίσιμη καμπή. Ο Κολοκοτρώνης καταφέρνει να πείσει τα μέλη του Εκτελεστικού να εγκατασταθούν στο Ναύπλιο, το οποίο ήλεγχε ο γιος του ενώ τα μέλη του Βουλευτικού αρνούνται να τους ακολουθήσουν παραμένοντας στο Άργος. Ο Κολοκοτρώνης παραιτείται από το Εκτελεστικό ενώ το Βουλευτικό καθαιρεί πραξικοπηματικά το μέλος του Εκτελεστικού, Μεταξά, φιλικά προσκείμενο στην παράταξη Κολοκοτρώνη. Στις 28 Νοεμβρίου στρατιωτικό σώμα, περίπου στα 200 άτομα, με επικεφαλής τον Νικηταρά, τον Χατζηχρήστο και τον Πάνο Κολοκοτρώνη κατευθύνεται προς το Άργος όπου αρχίζει τις διαπραγματεύσεις. Οι τελευταίοι αρπάζουν εκ μέρους του εκτελεστικού τις σφραγίδες και τα πρακτικά ενώ 23 από τους 40 βουλευτές κατέφυγαν στο Κρανίδι ζητώντας την προστασία των Υδραίων.
Αμέσως το Βουλευτικό αν και δεν είχε την απαραίτητη απαρτία καθαίρεσε τον πρόεδρο του Εκτελεστικού Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη καθώς και τον Σωτήρη Χαραλάμπη, απλό μέλος, αντικαθιστώντας τους με τους Γεώργιο Κουντουριώτη, Μπότσαρη, Ανδρέα Λόντο, Ιωάννη Κωλέττη και Ανδρέα Ζαΐμη. Ο τελευταίος παραιτήθηκε και την θέση του πήρε ο Σπηλιωτάκης. Στη συνέχεια η κυβέρνηση του Κρανιδίου προκήρυξε εκλογές με σκοπό την αντικατάσταση των βουλευτών που αρνήθηκαν να προσέλθουν στο Κρανίδι. Παράλληλα όμως και η κυβέρνηση του Ναυπλίου προκήρυξε εκλογές για τον ίδιο ακριβώς λόγο.
Η κατάσταση ήταν δραματική αφού όχι μόνο υπήρχαν δύο πόλοι εξουσίας αλλά κυκλοφορούσαν και φήμες σχετικά με τουρκικά στρατεύματα που ετοιμάζονταν να προελάσουν στην Πελοπόννησο. Η κυβέρνηση του Ναυπλίου ήταν αδύναμη σε σχέση με αυτή του Κρανιδίου αφού είχε χάσει την υποστήριξη των λαϊκών μαζών εξαιτίας της δυσπιστίας τους προς το πρόσωπο του Κολοκοτρώνη. Επιπλέον είχε απέναντι της τους καπεταναίους της Ρούμελης, οι οποίοι είχαν συμμαχήσει με τους κοτζαμπάσηδες του Μοριά και τους καραβοκύρηδες της Ύδρας.
Στις 17 Ιανουαρίου 1824 η κυβέρνηση του Ναυπλίου εγκαθίσταται στην Τρίπολη. Στις 2 Μαρτίου του ίδιου χρόνου ο Ανδρέας Μιαούλης αρχίζει να πολιορκεί το Ναύπλιο εκ μέρους της κυβέρνησης του Κρανιδίου και στις 31 Μαρτίου οι Νοταράς, Λόντος και Ζαΐμης φτάνουν μπροστά από τα τείχη της Τρίπολης. Τελικά ύστερα από διαπραγματεύσεις ο Κολοκοτρώνης συμφωνεί να εγκαταλείψει την Τρίπολη και αυτή να ανακηρυχτεί ελεύθερη πόλη χωρίς να έχει κανείς το δικαίωμα να την καταλάβει. Οι κοτζαμπάσηδες όμως καταπατούν την συμφωνία προκαλώντας την οργή του Κολοκοτρώνη, ο οποίος δίνει εντολή στον γιο του, Πάνο, να καταλάβει το Άργος και παράλληλα να λύσει την πολιορκία του Ναυπλίου. Με τη σειρά του ξεκίνησε να πολιορκεί την Τρίπολη.
Ο Παπαφλέσσας και ο Αναγνωσταράς είχαν προσχωρήσει στην αντίπαλη παράταξη δημιουργώντας τεράστιο πρόβλημα στον Κολοκοτρώνη και γενικότερα στους Φιλικούς. Με αυτά τα δεδομένα η αποτυχία της παράταξης του Κολοκοτρώνη ήταν κάτι περισσότερο από σίγουρη. Έτσι στις 7 Ιουνίου και παρά τις αντιρρήσεις των Υδραίων, οι οποίοι ήθελαν ολοκληρωτική καταστροφή του Κολοκοτρώνη και των περί αυτόν, οι κοτζαμπάσηδες, συγκεκριμένα ο Λόντος και ο Ζαΐμης, έγιναν, ύστερα από διαπραγματεύσεις, κύριοι του Ναυπλίου.
Με το τελευταίο αυτό γεγονός κλείνει η πρώτη φάση του ελληνικού εμφυλίου πολέμου της περιόδου 1823-1825.
Εφημερίς των Κυριών
Εφημερίς των Κυριών
Γυναικεία εφημερίδα, το πρώτο φύλλο της οποίας κυκλοφόρησε στις 8 Μαρτίου 1887. Αρχικά ήταν εβδομαδιαία και από τις 25 Μαρτίου 1907 έγινε δεκαπενθήμερη. Ήταν η πρώτη εφημερίδα στον ελλαδικό χώρο, που γραφόταν αποκλειστικά από γυναίκες για γυναίκες.
Ψυχή της έκδοσης της εφημερίδας υπήρξε η ρεθυμνιώτισσα εκπαιδευτικός, δημοσιογράφος και πρωτοπόρος φεμινίστρια Καλλιρρόη Παρρέν, το γένος Σιγανού (1861-1940), που πλαισιωνόταν από γυναίκες του πνεύματος και της τέχνης. Στα πρώτα φύλλα υπέγραφε τα άρθρα της με ψευδώνυμο Εύα Πρενάρ.
Η Εφημερίς των Κυριών στόχευε την πνευματική και κοινωνική ανύψωση της γυναίκας με την παροχή πλήρων δικαιωμάτων στην εκπαίδευση και την εργασία. Η Παρρέν πίστευε στην αυτοχειραφέτηση της γυναίκας: «Η Ελληνίς δύναται να αναλάβη τον της αναπτύξεως της αγώνα μόνη, μη προσδοκούσα εν τω σταδίω τούτω το παράπαν την συνδρομή του ανδρός διότι ούτος αδιαφορεί και εν τω εγωισμώ του εν μόνο βλέπει, εν επιθυμεί και θέλει, την δουλικήν της γυναικός υποταγήν εις τα νεύματά του», έγραφε στο πρώτο φύλλο της Εφημερίδας των Κυριών.
Το έντυπο υπήρξε ο πρόδρομος της φεμινιστικής κίνησης στην Ελλάδα και συνετέλεσε στη δημιουργία της πρώτης σοβαρής γυναικείας οργάνωσης των Ελληνίδων, με τη σύσταση της Ενώσεως των Ελληνίδων, η οποία δημιούργησε την πρώτη οικοκυρική και επαγγελματική σχολή στην Αθήνα. Από τις στήλες της εφημερίδας οι γυναίκες αρθρογράφοι απαιτούσαν, μεταξύ άλλων, να επιτραπεί η είσοδος των γυναικών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση -αίτημα που θα ικανοποιηθεί σχετικά γρήγορα από τον Θεόδωρο Δηλιγιάννη- και να δοθεί ψήφος στις γυναίκες, που θα γίνει πραγματικότητα αρκετά αργότερα, στα μέσα του 20ου αιώνα. Στη δράση του περιοδικού οφείλεται η ίδρυση του Λυκείου των Ελληνίδων (1911) και των κοινωφελών ιδρυμάτων Άσυλον των Ανιάτων (1896) και Άσυλον της Αγίας Αικατερίνης (1893), με σκοπό «την παροχή ηθικής προστασίας και περιθάλψεως των υπηρετριών και εργατίδων, αίτινες στερούνται εργασίας και ευρίσκονται μακράν των γονέων και συγγενών των».
Οι πρώτες αντιδράσεις γι' αυτή την προσπάθεια χειραφέτησης των γυναικών μέσω της εφημερίδας ήταν από αρνητικές έως χλευαστικές. Ο Εμμανουήλ Ροΐδης εκφραζόταν υποτιμητικά για τη γυναίκα. Είχε υποστηρίξει ότι οι γυναίκες που εξασκούν «ανδρικά» επαγγέλματα (όπως γιατρού και δικηγόρου) αγγίζουν τα όρια της γελοιότητας και ότι μόνο δύο επαγγέλματα αρμόζουν στις γυναίκες, εκείνα της νοικοκυράς και της εταίρας. Η Παρρέν τού απάντησε από τις στήλες της εφημερίδας ότι δεν έχει ιδέα από τις γυναίκες και τον κατηγόρησε ότι δημοσιεύει στις εφημερίδες τα απομεινάρια της πνευματικής του παραγωγής. Περιγράφει τον Ροΐδη ως φύλακα άγγελο του παλαιού καθεστώτος, θεωρεί ότι ο τύπος της γυναίκας που περιγράφει στο άρθρο του είναι ανύπαρκτος και ότι οι απόψεις του είναι αναχρονιστικές και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα.
Υπήρξαν, όμως, κι εκείνοι που θαύμασαν την πένα των συντακτριών της Εφημερίδας των Κυριών και υποστήριξαν τον αγώνα τους, όπως ο συγγραφέας Γρηγόριος Ξενόπουλος («Η συντροφιά σου είναι πολύτιμη. Το ήθος σου, η τόλμη και η γραφή σου θαύμα. Εύγε σου Δέσποινα της φιλαλληλίας και της προόδου. Στηρίζω τους αγώνες σου, των γυναικών τους αγώνες με όλη μου τη δύναμη») και ο ποιητής Κωστής Παλαμάς, ο οποίος και αφιέρωσε ποίημά του στην Καλλιρρόη Παρρέν («Χαίρε γυναίκα/ εσύ Αθηνά, Μαρία, Ελένη, Εύα/ να η ώρα σου!/ Τα ωραία σου φτερά δοκίμασε κι ανέβα/ και καθώς είσαι ανάλαφρη/ και πια δεν είσαι σκλάβα/ προς τη μελλούμενη αγία γη πρωτύτερα/ εσύ τράβα/ κι ετοίμασε τη νέα ζωή/, μιας νέας χαράς/ υφάντρα/ και ύστερα αγκάλιασε, ύψωσε και φέρε εκεί/ τον άντρα/και πλάσε τον Πρωτοπλάστη»).
Η Εφημερίς των Κυριών διέκοψε την έκδοσή της το 1918, όταν η Καλλιρρόη Παρρέν εξορίστηκε στην Ύδρα για τα πολιτικά της φρονήματα. Ήταν φανατική μοναρχική και αντιβενιζελική.
Ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου, η7η Μαρτίου του 1948 αποτελεί ιστορικό ορόσημο για τη Ρόδο και τα Δωδεκάνησα
Ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου
7η Μαρτίου 1948
Η 7η Μαρτίου του 1948 αποτελεί ιστορικό ορόσημο για τη Ρόδο και τα Δωδεκάνησα.
Είναι η μέρα που τα νησιά μας, τελευταίος κρίκος στην αλυσίδα της εθνικής ολοκλήρωσης, από τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους, γίνονται πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της Ελλάδας.
Σ' όλη τη μακραίωνη ιστορία τους, η Ρόδος και τα Δωδεκάνησα, ακολούθησαν τις τύχες του Ελληνισμού.
Μετά από συγκρούσεις μεταξύ Ιωαννιτών Ιπποτών, Βενετσιάνων και Γενουατών από τον 16ο αιώνα και μετά βρίσκονται οριστικά υπό την διοίκηση των Οθωμανών. Ωστόσο, το 1912, λίγο πριν το ξέσπασμα των Βαλκανικών Πολέμων η Ιταλία καταλαμβάνει τα νησιά μετά τον ιταλοτουρκικό πόλεμο.
Στις 5 Μαϊου 1912 οι οθωμανικές αρχές παραδίδουν το νησί της Ρόδου στην Ψίνθο. Οι Ιταλοί, με επικεφαλής τον αντιστράτηγο Giovanni Ameglio, καταλαμβάνουν την πόλη της Ρόδου και μέχρι τις 20 Μαϊου και τα υπόλοιπα Δωδεκάνησα, εκτός του ακριτικού Καστελλορίζου. Αρχίζει έτσι η πρώτη περίοδος της Ιταλοκρατίας.
Παρά το γεγονός ότι οι Ιταλοί αρχικά υπόσχονται αυτονομία στους κατοίκους των νησιών, η ιταλική διοίκηση αρχίζει να εφαρμόζει συστηματικό σχέδιο «ιταλοποίησης» των νησιών και καταπίεσης της ορθόδοξης συνείδησης των Δωδεκανησίων.
Στις 4 Ιουνίου 1912 οι αντιπρόσωποι των νησιών, οργανώνουν το πανδωδεκανησιακό Συνέδριο της Πάτμου, και κηρύσσουν τα νησιά αυτόνομη «Πολιτεία του Αιγαίου».
Το ψήφισμα του Συνεδρίου και οι διαμαρτυρίες για τη μη τήρηση των υπεσχημένων από τους Ιταλούς, έφτασαν στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, πήραν πλατειά δημοσιότητα και αφύπνισαν συνειδήσεις προσδίδοντας έτσι διεθνή διάσταση στο ζήτημα.
Με το ξέσπασμα των Βαλκανικών η Πύλη σπεύδει να υπογράψει ειρηνευτική συμφωνία με την Ιταλία προκειμένου να περιορίσει τα μέτωπά της. Στις 18 Οκτωβρίου 1912 υπογράφεται σύμφωνο ειρήνης στο Ouchy της Λοζάνης, σύμφωνα με την οποία η Οθωμανική Αυτοκρατορία αναγνωρίζει την ιταλική κυριαρχία στη Λιβύη ενώ η Ιταλία δεσμεύεται να επιστρέψει τα Δωδεκάνησα.
Παράλληλα στη χερσόνησο του Αίμου οι βαλκανικές δυνάμεις εκτοπίζουν τους Οθωμανούς και τους περιορίζουν στην γραμμή Αίνου-Μηδείας στην Ανατολική Θράκη. Η Ελλάδα είναι ο μεγάλος κερδισμένος των πολέμων αφού διπλασιάζει την έκτασή της και ενσωματώνει όλα τα νησιά του Αιγαίου, εκτός από τα Δωδεκάνησα, που εξακολουθεί να τα κατέχει «προσωρινά», η Ιταλία.
Ακολουθεί ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος και οι Οθωμανοί στέκονται στο πλευρό του Κάιζερ και της Αυστροουγγαρίας. Η Ιταλία που αρχικά συμμετέχει με τις Κεντρικές Δυνάμεις υπογράφει στο Λονδίνο στις 22 Αυγούστου 1915, μυστική συνθήκη με τις δυνάμεις της Αντάντ, με στόχο να θεμελιώσει δικαιώματα για προσάρτηση της Δωδεκανήσου, ως «αντάλλαγμα» της συμμετοχής της στο πλευρό των Αγγλογάλλων.
Όταν ο Μεγάλος Πόλεμος τελειώνει η Ιταλία είναι στο πλευρό των νικητών και προσπαθεί να εμποδίσει τόσο την ελληνική παρουσία στη Μικρά Ασία όσο φυσικά και στα Δωδεκάνησα.
Στις 7 Απριλίου 1919 οι ιταλικές αρχές επιχειρούν να παρεμποδίσουν τη διενέργεια πανδωδεκανησιακού συλλαλητηρίου για την ένωση των Δωδεκανήσων με την Ελλάδα και στην ειρηνική εκδήλωση των κατοίκων, αντιτάσουν ένοπλη βία με αποτέλεσμα να φονευθούν στο χωριό Παραδείσι ο ιερέας Παπαλουκάς και η Ανθούλα Ζερβού.
Τα γεγονότα, που έμειναν στην ιστορία ως «Αιματηρόν Πάσχα», πήραν μεγάλη δημοσιότητα στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, που άρχισε να βλέπει πλέον με συμπάθεια τον δωδεκανησιακό αγώνα.
Στις 16 Ιουλίου 1919 στα πλαίσια της Συνθήκης των Βερσαλλιών υπογράφεται στο Παρίσι η συμφωνία Τιττόνι-Βενιζέλου που ικανοποιεί σε μεγάλο βαθμό τα δωδεκανησιακά αιτήματα. Η Ιταλία, με βάση την παραπάνω συμφωνία, παραχωρεί στην Ελλάδα τα Δωδεκάνησα, εκτός της Ρόδου, που θα παραμείνει για 5 χρόνια ακόμα υπό ιταλική κυριαρχία, μέχρι να αποφασίσουν, με δημοψήφισμα, οι κάτοικοί της.
Παράλληλα κατά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών οι Οθωμανοί παραιτούνται υπέρ της Ιταλίας κάθε δικαιώματος και τίτλου επί των νήσων του Αιγαίου, των Δωδεκανήσων ενώ με άλλη συνθήκη, την ίδια ημέρα, η Ιταλία παραιτείται, υπέρ της Ελλάδας, όλων των δικαιωμάτων και των τίτλων της επί των κατεχομένων υπ' αυτής νήσων του Αιγαίου.
Ωστόσο η πορεία των γεγονότων στην Μικρά Ασία και η καταστροφή της Σμύρνης θα παρασύρει και τα Δωδεκάνησα. Στις 8 Σεπτεμβρίου 1922 η Ιταλία, επωφελούμενη από την αρνητική εξέλιξη των γεγονότων για την Ελλάδα κηρύσσει δια του υπουργού των Εξωτερικών της, Carlo Sforza, έκπτωτες τις ειδικές συμφωνίες με την Ελλάδα για τα Δωδεκάνησα.
Στις 6 Αυγούστου 1923, την επαύριο της Συνθήκης της Λωζάννης η Ιταλία, προσαρτά, επίσημα πλέον, τα Δωδεκάνησα. Αρχίζει η δεύτερη περίοδος της ιταλοκρατίας στα Δωδεκάνησα, με κυβερνήτη, τον Ιταλό γερουσιαστή και πληρεξούσιο υπουργό, Mario Lago.
Όλα αλλάζουν όμως στις 28 Οκτωβρίου 1940.
Η Ιταλία κηρύσσει τον πόλεμο στην Ελλάδα που απαντά με το υπερήφανο «ΟΧΙ».
Οι Έλληνες γράφουν σελίδες δόξας στο αλβανικό μέτωπο. Δωδεκανήσιος είναι και ο πρώτος νεκρός αξιωματικός του πολέμου, ο υπολοχαγός Αλέξανδρος Διάκος από τη Χάλκη, που έπεσε ηρωικά στα υψώματα της Τσούκας την 1η Νοεμβρίου 1940. Την ίδια ημέρα, οι Ιταλοί συγκεντρώνουν σε στρατόπεδο (Concentramento), στην τάφρο του φρουρίου όλους τους άρρενες Δωδεκανήσιους Έλληνες υπηκόους.
Στις 9 Νοεμβρίου 1940 ιδρύεται από Δωδεκανήσιους, που ζουν στην Ελλάδα, καθώς και απ' όσους κατορθώνουν να αποδράσουν από τα νησιά, το Σύνταγμα Εθελοντών Δωδεκανησίων, με πρωτεργάτη τον Ιωάννη Καζούλλη και πρώτο προσωρινό διοικητή τον ταγματάρχη Μάρκο Κλαδάκη, από τη Σύμη.
Η πτώση του Μουσολίνι στις 25 Ιουλίου 1943 κι η συνθηκολόγηση του νέου πρωθυπουργού Pietro Badoglio στις 8 Σεπτεμβρίου 1943, γνωστή και ως Armistizio, σηματοδοτεί δραματικές εξελίξεις στα Δωδεκάνησα. Τη διοίκηση της Δωδεκανήσου αναλαμβάνει ο Γερμανός στρατηγός Ulrich Kleeman.
Στις 8 Μαϊου 1945, λίγες ημέρες πριν την λήξη του πολέμου στην Ευρώπη, ο νέος αρχηγός των γερμανικών Δυνάμεων κατοχής στρατηγός Wagener υπογράφει στη Σύμη το πρωτόκολλο της άνευ όρων παράδοσης της Δωδεκανήσου στους Βρετανούς συμμάχους και στο διοικητή του Ιερού Λόχου, συνταγματάρχη Χριστόδουλο Τσιγάντε.
Τελειώνει η Μάχη της Κοκκινιάς
Τελειώνει η Μάχη της Κοκκινιάς
Από τις 4 έως τις 8 Μάρτη 1944, η Κοκκινιά ήταν το πεδίο μάχης και αγώνα του ελληνικού λαού εναντίον των Γερμανών Ναζί, ταγματασφαλιστών, χωροφυλάκων, που είχαν συγκροτηθεί από τη δοσίλογη κυβέρνηση του Ιωάννη Ράλλη και εξοπλιστεί από τους Γερμανούς καθώς και από τους «γερμανοτσολιάδες» του Ι.Πλυντζανόπουλου, του Γ.Σγούρου, του Γκίνου, και του επικεφαλής του μηχανοκίνητου τμήματος της Αστυνομίας Ν. Μπουραντά.
Στον αγώνα που διεξάγει ο λαός κατά των Γερμανών κατακτητών, η πάλη της Αθήνας, του Πειραιά και των συνοικιών παίζει κυρίαρχο κι αποφασιστικό ρόλο. Ως το Σεπτέμβρη του 1943 ο αγώνας των πόλεων εκδηλώνεται με σαμποτάζ, απεργίες και μαζικές διαδηλώσεις.
Μετά το Σεπτέμβρη του 1943 ή ένταση, το βάθος κι ο συνειδητός χαρακτήρας του αγώνα τρομάζουν τον κατακτητή και προκαλούν την έντονη αντίδραση των Γερμανών και των συνεργατών τους. Το 1944 βρίσκει την Αθήνα, τον Πειραιά και τις συνοικίες σε μια -διαρκώς εντεινόμενη- εμπόλεμη κατάσταση.
Οι εργατικές κινητοποιήσεις της Κοκκινιάς επιδεικνύουν ένα ιδιαιτέρως αγωνιστικό πνεύμα, εξαιτίας της εργατικής σύνθεσης της πόλης, της οποίας ο αγώνας έχει ως κύρια χαρακτηριστικά τη μαζικότητα και την οργανωμένη αντίσταση. Οι Γερμανοί γνώριζαν πως χτυπώντας την Κοκκινιά θα έπλητταν ολόκληρο το αγωνιστικό κίνημα. Για το λόγο αυτό η Μάχη της Κοκκινιάς είναι η πρώτη μεγάλη μάχη που δόθηκε σε πόλη.
Πρωτεργάτες το 6ο Ανεξάρτητο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ, τα μέλη του ΕΑΜ, τους αγωνιστές της ΕΠΟΝ και -κυρίως- τη συντριπτική πλειοψηφία του λαού της Κοκκινιάς. Στο πρόσωπο της πόλης που ανάθρεψε πλήθος ανταρτών και διέθετε ένα οργανωμένο αντιστασιακό κίνημα επιχειρήθηκε από τους Ναζί και τους συνεργάτες τους να καμφθεί το αντιστασιακό φρόνημα του Ελληνικού λαού, που πάλευε για εθνική απελευθέρωση, διεκδικώντας ταυτοχρόνως να στρέψει προς όφελός του τις μελλοντικές πολιτικές εξελίξεις.
ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
Σάββατο 4 Μάρτη 1944. Χωροφύλακες και ταγματασφαλίτες προσπαθούν να εισβάλουν από δυο διαφορετικά σημεία στην πόλη, αλλά μετά από πολύωρες συγκρούσεις αναχαιτίζονται από τους αγωνιστές του ΕΛΑΣ, οι οποίοι το ίδιο βράδυ συγκαλούν κοινή σύσκεψη ΕΑΜιτών κι ΕΛΑΣιτών στην Κοκκινιά κι αποφασίζουν γενική επιφυλακή κι ενημέρωση του λαού της πόλης.
Κυριακή 5 Μάρτη 1944. Οι Κοκκινιώτες απαντούν με μεγαλειώδες συλλαλητήριο κατά της τρομοκρατίας στην πλατεία του Αγίου Νικολάου. Παράλληλα απαιτούν συσσίτιο για τα παιδιά. Στο τέλος του συλλαλητηρίου η πόλη δέχεται πολυμέτωπη επιδρομή, για να καταλήξει -μετά από αιματηρές μάχες- στην οπισθοχώρηση των Γερμανών και των ντόπιων συνεργατών τους.
Δευτέρα 6 Μάρτη 1944. Ο Πειραιάς ξυπνά με μαζική πανεργατική απεργία κατά της τρομοκρατίας που ασκήθηκε στο λαό της Κοκκινιάς. Η συμμετοχή κι η αλληλεγγύη των εργατών και του λαού προς τους Κοκκινιώτες αγωνιστές είναι καθολική. Η πόλη δέχεται σχεδιασμένη επιδρομή, που καταλήγει -μετά την αιματοχυσία- σε άτακτη φυγή των φασιστών.
Τρίτη 7 Μάρτη 1944. Οι επιθέσεις των Γερμανών εντείνονται. Ο πολιορκητικός κλοιός στενεύει ασφυκτικά γύρω απ’ την πόλη. Τα ξημερώματα εντοπίζονται γερμανοτσολιάδες στην οδό Θηβών. Η σάλπιγγα του ΕΛΑΣ σημαίνει στις 6.00΄ γενική επίθεση του λαϊκού στρατού. Γίνονται μάχες σώμα με σώμα για την κατάληψη του κάθε δρόμου. Μέχρι τις 11.00΄ η αντίστασή του ΕΛΑΣ έχει καμφθεί, λόγω της έλλειψης πυρομαχικών. Τότε παίρνεται απόφαση για γενική αντεπίθεση με όσα πυρομαχικά έχουν απομείνει και δίνεται εντολή -αν χρειαστεί- να δοθεί μάχη με τις πέτρες ή με τα χέρια. Ο ανεφοδιασμός από τις γύρω περιοχές είναι αδύνατος, αφού η Κοκκινιά κυκλώνεται από -περίπου- 1800 Ναζί. Οι Γερμανοί διανυκτερεύουν στην πόλη.
Τετάρτη 8 Μάρτη 1944. Οι Ναζί κι οι ντόπιοι συνεργάτες τους ξημερώνονται ταμπουρωμένοι στο δημοτικό σχολείο, που βρίσκεται επί των οδών Γρεβενών και Ραιδεστού, ενώ περιμετρικά τους φρουρούν οπλοπολυβόλα. Κατά τη διάρκεια της νύχτας κάνουν επιδρομές στην πόλη, τρομοκρατούν και συλλαμβάνουν τους Κοκκινιώτες, ερευνώντας εξονυχιστικά τα σπίτια για μαχητές του ΕΛΑΣ και του ΕΑΜ. Με εκφοβιστικές ανακοινώσεις από τα δικά τους πλέον “χωνιά” επιχειρούν -μάταια- να στρέψουν τον Κοκκινιώτικο λαό κατά του ΕΛΑΣ, του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ. Δηλώνουν ότι δεν θα πειράξουν κανέναν εάν δεν τους επιτεθεί ο ΕΛΑΣ, αποκαλύπτοντας το αίσθημα φοβίας κι ανασφάλειας που βιώνουν οι ίδιοι μες στην αντιστασιακή φωλιά της Κοκκινιάς.
Το ίδιο πρωί οι ταγματασφαλίτες εκτελούν τους συλληφθέντες της 5ης Μάρτη 1944 στην πλατεία των Αγίων Αναργύρων. Αργά το απόγευμα οι Ναζί αποχωρούν από την Κοκκινιά με την κουστωδία τους, μεταφέροντας 300 αιχμάλωτους στο Χαϊδάρι.
Ο λαός ανασαίνει προσωρινά με την αποχώρηση του κατακτητή κι εξακολουθεί τον αγώνα ως το επόμενο μεγάλο χτύπημα, το περιβόητο μπλόκο της πόλης που πραγματοποιείται στις 17 Αυγούστου 1944, 5 μήνες μετά.
Εξέγερση στο Κιλελέρ, αιματηρά επεισόδια, που συνέβησαν στις 6 Μαρτίου 1910
ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΣΤΟ ΚΙΛΕΛΕΡ
Αιματηρά επεισόδια, που συνέβησαν στις 6 Μαρτίου 1910 και εντάσσονται στη μακρά ιστορία του αγροτικού ζητήματος στη Θεσσαλία. Παρότι έλαβαν χώρα κατά κύριο λόγο στην Λάρισα, πήραν το όνομά τους από το χωριό Κιλελέρ (σήμερα Κυψέλη), από το οποίο δόθηκε το έναυσμα. Η επέτειος αυτή τιμάται κάθε χρόνο και αποτελεί την κορυφαία εκδήλωση της ελληνικής αγροτιάς, που έχει την ευκαιρία να προβάλει τα αιτήματά της.
Το αγροτικό ζήτημα στη Θεσσαλία εμφανίζεται οξυμένο από την επαύριο της ένταξης της περιοχής στην ελληνική επικράτεια το 1881. Οι κολίγοι υπήρξαν οι χαμένοι της ενσωμάτωσης και οι τσιφλικάδες οι μεγάλοι κερδισμένοι. Το λάθος των κυβερνήσεων εκείνης της εποχής ήταν ότι εφάρμοσαν το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, που ίσχυε στην Παλαιά Ελλάδα, παραγνωρίζοντας τα δικαιώματα των κολίγων, βάσει του οθωμανικού δικαίου.
Επί Τουρκοκρατίας, οι τσιφλικάδες είχαν μόνο το δικαίωμα εισπράξεως των προσόδων επί των μεγάλων εκτάσεων που κατείχαν, ενώ οι κολίγοι είχαν πατροπαράδοτα δικαιώματα επί των κοινόχρηστων χώρων του τσιφλικιού (επί της γης, των οικιών, των δασών και των βοσκοτόπων). Με τη νέα κατάσταση, οι έλληνες πλέον τσιφλικάδες, που διαδέχθηκαν τους οθωμανούς, είχαν δικαιώματα απόλυτης κυριότητας σε όλη την ιδιοκτησία τους, ενώ οι κολίγοι είχαν περιπέσει σε καθεστώς δουλοπαροίκου.
Οι κολίγοι διεκδίκησαν μαχητικά την επαναφορά των πραγμάτων στο προηγούμενο καθεστώς, ενώ έθεταν και θέμα απαλλοτριώσεων. Ο εκσυγχρονιστής Χαρίλαος Τρικούπης, που κυριαρχούσε στην πολιτική σκηνή, ήταν αντίθετος με τη διανομή της γης στους κολίγους, γιατί δεν ήθελε να χάσει τους ξένους επενδυτές και την εισροή νέων κεφαλαίων στην Ελλάδα.
Η κατάσταση άλλαξε δραματικά στην αυγή του 20ου αιώνα, με την ίδρυση των πρώτων αγροτικών συλλόγων σε Λάρισα, Καρδίτσα και Τρίκαλα. Με τη βοήθεια φωτισμένων αστών της εποχής, οι κολίγοι υιοθέτησαν σύγχρονες μορφές πάλης (μαζικές κινητοποιήσεις, συλλαλητήρια στις μεγάλες πόλεις, ψηφίσματα σε Κυβέρνηση, Βουλή και Βασιλιά κ.ά.). Η δολοφονία του Μαρίνου Αντύπα από όργανο των τσιφλικάδων το 1907 χαλύβδωσε το αγωνιστικό τους φρόνημα.
Στις αρχές του 1910, κύριο αίτημα των κολίγων ήταν η απαλλοτρίωση της γης και η διανομή των τσιφλικιών στους καλλιεργητές της, πάνω στη βάση της μικρής οικογενειακής ιδιοκτησίας. Η χώρα βρισκόταν υπό τον αστερισμό του Στρατιωτικού Συνδέσμου και πρωθυπουργός ήταν ο «υπηρεσιακός» Στέφανος Δραγούμης.
Οι κολίγοι είχαν προγραμματίσει το Σάββατο 6 Μαρτίου πανθεσσαλικό συλλαλητήριο στη Λάρισα, με αφορμή τη συζήτηση του αγροτικού νομοσχεδίου στη Βουλή. Από νωρίς το πρωί άρχισαν να συρρέουν στην πόλη διαδηλωτές από τα γύρω χωριά. Στο σιδηροδρομικό σταθμό του Κιλελέρ, κάπου 200 χωρικοί θέλησαν να επιβιβασθούν σε τρένο χωρίς να πληρώσουν εισιτήριο. Ο διευθυντής των Θεσσαλικών Σιδηροδρόμων, Πολίτης, που επέβαινε στο τρένο, τους το αρνήθηκε. Οι χωρικοί οργίστηκαν κι άρχισαν να λιθοβολούν το συρμό, σπάζοντας τα τζάμια των βαγονιών.
Οι πρωτεργάτες των αγροτικών κινητοποιήσεων επιβιβάζονται στο τρένο για να προσαχθούν σε δίκη.
Το τρένο απομακρύνθηκε, αλλά σε απόσταση ενός χιλιομέτρου επαναλαμβάνονται οι ίδιες σκηνές από ομάδα 800 χωρικών. Οι άνδρες της στρατιωτικής δύναμης που ευρίσκοντο εντός του τρένου και μετέβαιναν στη Λάρισα για το συλλαλητήριο, διατάχθηκαν από τον επικεφαλής τους να πυροβολήσουν στον αέρα για εκφοβισμό. Οι χωρικοί εξαγριώνονται και τους επιτίθενται με πέτρες και ξύλα. Οι στρατιώτες ξαναπυροβολούν, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν δύο ή κατ' άλλους τέσσερις χωρικοί και να τραυματισθούν πολλοί. Ανάλογα επεισόδια έγιναν και στο χωριό Τσουλάρ (σήμερα Μελία), με δύο νεκρούς χωρικούς και 15 τραυματίες.
Οι συμπλοκές μεταξύ άοπλων διαδηλωτών και δυνάμεων καταστολής επεκτάθηκαν και στη Λάρισα, όταν οι αγρότες πληροφορήθηκαν τα αιματηρά επεισόδια στο Κιλελέρ και το Τσουλάρ. Δύο κολίγοι έπεσαν νεκροί, όταν το ιππικό ανέλαβε δράση. Το συλλαλητήριο έγινε, τελικά, με ειρηνικό τρόπο στις 3 το μεσημέρι στην Πλατεία της Θέμιδος. Ο φοιτητής Γεώργιος Σχοινάς διάβασε το ψήφισμα της συγκέντρωσης, που απεστάλη στη Βουλή και την Κυβέρνηση. Οι αγρότες ζητούσαν άμεση ψήφιση του νομοσχεδίου για την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών, ενώ εξέφρασαν τη βαθιά λύπη και οδύνη τους «για την άδικον επίθεσιν κατά του φιλήσυχου και νομοταγούς λαού, ής θύματα υπήρξαν άοπλοι και αθώοι λευκοί σκλάβοι της Θεσσαλίας».
Για τις ταραχές στο Κιλελέρ, στο Τσουλάρ και τη Λάρισα, πολλά άτομα συνελήφθησαν και προφυλακίστηκαν. Αρκετοί αγρότες αθωώθηκαν στη συνέχεια με βουλεύματα, ενώ συνολικά 62 διαδηλωτές παραπέμφθηκαν σε δίκη. Αθωώθηκαν όλοι στις 23 Ιουνίου 1910, σε μια προσπάθεια εκτόνωσης της κατάστασης.
Η εξέγερση του Κιλελέρ ξεσήκωσε κύμα συμπάθειας σε όλη τη χώρα, ενώ αυξήθηκε η κοινωνική πίεση για την επίλυση του αγροτικού ζητήματος. Η πολιτική εξουσία δεν μπορούσε άλλο να κλείνει τα μάτια. Το πρώτο δειλό βήμα για τη λύση του προβλήματος έγινε το 1911 από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, που διαδέχθηκε τον Στέφανο Δραγούμη στην πρωθυπουργία. Πάρθηκαν ορισμένα νομοθετικά μέτρα υπέρ των κολίγων, αλλά απαλλοτριώσεις δεν έγιναν κι ένας λόγος ήταν οι πόλεμοι που ακολούθησαν. Μόνο μετά το 1923, όταν το πρόβλημα της αποκατάστασης των προσφύγων έλαβε εκρηκτικές διαστάσεις, άρχισαν από την κυβέρνηση Νικολάου Πλαστήρα απαλλοτριώσεις τσιφλικιών σε μεγάλη κλίμακα.