Άρθρα
Πελοποννησιακός πόλεμος, η ναυμαχία στους Αιγός ποταμούς
Πελοποννησιακός πόλεμος
Η ναυμαχία στους Αιγός ποταμούς
Τα αποτελέσματα του Πελοποννησιακού πολέμου
Λήψη του αρχείου
KEIMENO: Ευθυμία Δ. Σκαπέτη, Φιλόλογος, Εκπαιδευτικός
ΠΗΓΕΣ ΚΑΙ ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Η ναυμαχία στους Αιγός ποταμούς (405 π.Χ.) είναι αυτή που καθόρισε την έκβαση του πολυετούς και σκληρού εμφυλίου πολέμου της ελληνικής αρχαιότητας, του Πελοποννησιακού πολέμου, μετά την οποία ακολούθησε η πολιορκία και η άλωση της Αθήνας από τους Σπαρτιάτες. Οι Αιγός ποταμοί είναι αρχαία κωμόπολη στην ανατολική Θράκη στη χερσόνησο της Καλλίπολης απέναντι από τη Λάμψακο και ομώνυμος ποταμός διέρχεται στην περιοχή, κοντά στις εκβολές του οποίου, στον όρμο των Αιγός ποταμών όπου είχαν προσορμίσει οι Αθηναίοι, έλαβε χώρα η σημαντικότατη ναυμαχία. Οι πιο αξιόπιστες και οι πληρέστερες των πληροφοριών για αυτό το σημαντικό γεγονός προέρχονται από τον Ξενοφώντα, το συνεχιστή, όσον αφορά τον πόλεμο αυτό, του μεγάλου ιστορικού Θουκυδίδη.
Σύμφωνα με τον Ξενοφώντα τον Αθηναίο, τον Έλληνα ιστορικό, στο έργο του «Ελληνικά», ο οποίος αναφέρεται και στον Πελοποννησιακό πόλεμο ολοκληρώνοντας την αφήγηση του που άφησε ημιτελή ο Θουκυδίδης, και στο 2° Βιβλίο του από τα 7 Βιβλία, κατά το μεταγενέστερο χωρισμό του έργου σε «Βιβλία», d αυτόν το μεγάλο πόλεμο της αρχαίας ελληνικής ιστορίας, Αθηναίοι Σπαρτιάτες ακολουθούσαν μια πα-νηλη πορεία συγκρούσεων και επιθετικών κινήσεων και λεηλασιών κατά μήκος των παραλίων της Μικράς Ασίας. Προχωρούσαν σταδιακά από το νότο προς το βορρά. Και οι δυο αντιμαχόμενες πλευρές διέθεταν και συμμαχικά στρατεύματα.
Οι Αθηναίοι, έχοντας ήδη πετύχει θρίαμβο έναντι των Σπαρτιατών στη ναυμαχία των Αργινουσών (406 π.Χ.), προετοιμάζονταν για ναυμαχία. Για να ικανοποιήσουν αυτή τους την πρόθεση πρόσθεσαν στους υπάρχοντες στρατηγούς τους Κόνωνα, Φιλοκλή και Αδείμαντο, απ’ τους οποίους ο πρώτος είχε την αρχηγία, και τους Μένανδρο, Τυδέα και Κηφισόδοτο. Έχοντας ως ορμητήριό τους τη Σάμο έκαναν επιδρομές στην περιοχή της Μικράς Ασίας που ανήκε στον Πέρση βασιλιά, όντας εχθρικές οι σχέσεις τους με το βασιλιά.
Ο Σπαρτιάτης στρατηγός Λύσανδρος που είχε αναλάβει το αξίωμα του στρατηγού για δεύτερη φορά, τυπικά λόγω σπαρτιατικού νόμου την αρχηγία την είχε ο Άρατος, ο οποίος ουσιαστικά υπάκουε στις διαταγές του Λύσανδρου, εξέπλεε από τη Ρόδο προς τον Ελλήσποντο. Επέλεξε αυτήν την κίνηση του στόλου του για να αποτρέψει να περνούν τα εμπορικά πλοία που τροφοδοτούσαν με σιτηρά προερχόμενα από την περιοχή του Εύξεινου Πόντου την Αθήνα, που βρισκόταν σε συνθήκες πολιορκίας από ξηράς, και για να εμποδίσει την αποστασία των πόλεων – κρατών.
Όλα τα παραπάνω αποτελούν πρόλογο της επικείμενης ναυμαχίας στους Αιγός ποταμούς. Παρακάτω γίνεται αναφορά σε όσα συνέβαιναν στην περιοχή, ώστε να υπάρχει γενικότερη εικόνα του πλαισίου δράσης.
Οι Σπαρτιάτες είχαν ως εκστρατευτική τους βάση τη Χίο, πρώην σύμμαχο της Αθήνας, όπου αντιμετώπιζαν δυσκολίες ως προς τη συντήρηση του εκστρατευτικού τους σώματος εκεί και την Έφεσο για την εξόρμηση του πολεμικού τους στόλου. Οι δυσκολίες αυτές αντιμετωπίστηκαν ύστερα από διπλωματικές κινήσεις του Λύσανδρου, που μόλις είχε αναλάβει ξανά την ηγεσία του σπαρτιατικού στόλου, με την οικονομική ενίσχυση του Πέρση σατράπη της Λυδίας Κύρου προς τη Σπάρτη υποστηρίζοντας τον πολεμικό σχεδιασμό και προγραμματισμό των Σπαρτιατών εναντίον του αντίπαλου δέους τους. Έτσι αναδιαρθρώθηκε το σπαρτιατικό στράτευμα στην περιοχή.
Ο Λύσανδρος, στον οποίο έδειχναν εμπιστοσύνη οι πόλεις – κράτη του ανατολικού Αιγαίου που αποστατούσαν από τη Δηλιακή Συμμαχία, τη συμμαχία των Αθηνών που πλέον είχε μετασχηματισθεί σε Αθηναϊκή Ηγεμονία, προσχωρώντας στο πλευρό της Σπάρτης, πέτυχε αυτήν τη συμφωνία και με τη βοήθεια των Περσών κατασκεύασε 200 πλοία συγκροτώντας αξιόμαχο, τουλάχιστον ως προς τον αριθμό και όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων και στην τακτική και την εκπαίδευση, αντίπαλο πολεμικό ναυτικό στόλο.
Οι Αθηναίοι, αντίστοιχα, είχαν ως ορμητήριο των πολεμικών πλοίων τους τη Σάμο, η οποία ήταν η μόνη εναπομείνασα πιστή σύμμαχος των Αθηναίων στην περιοχή, και επιτίθονταν στη Χίο και στην Έφεσο. Οι υπόλοιπες συμμαχικές πόλεις – κράτη εκεί, δυσαρεστημένες από την ηγεμονική αλαζονεία της Αθήνας απέναντί τους που είχε ανάλογες επιπτώσεις και διαφοροποιήσεις στην αρχική συμμαχία και στην μετατροπή της σε Αθηναϊκή Ηγεμονία και των υπολοίπων συμμάχων σε υποτελείς των Αθηναίων, αποστατούσαν.
Αυτά συνέβαιναν πριν τον ελλιμενισμό των αντίπαλων στόλων στις όχθες του Ελλήσποντου. Προσδιορίζοντας χρονολογικά τα γεγονότα, αναφερόμαστε στην τρίτη περίοδο του
Πελοποννησιακού πολέμου, σε αυτήν του Δεκελεικού πολέμου (413 – 404 π.Χ.), όταν οι Σπαρτιάτες οχυρωμένοι στη Δεκέλεια πολιορκούσαν την Αθήνα από ξηράς και για δέκα χρόνια μέχρι τη ναυμαχία στους Αιγός ποταμούς είχαν αποκλείσει τον εφοδιασμό των Αθηναίων με τρόφιμα και άλλα αναγκαία από τη χέρσα, αφήνοντας μόνο τις θαλάσσιες διόδους. Η εισαγωγή της εδωδής και των επιτηδείων για τον ανεφοδιασμό και την επιβίωση εξασφαλιζόταν με τον εμπορικό στόλο της πόλης – κράτους των Αθηνών και η προέλευση των προϊόντων ήταν από τη Θράκη και τον Εύξεινο Πόντο. Αυτές τις διόδους στόχευε να αποκλείσει ο Λύσανδρος με την προώθηση του στόλου του προς τον Ελλήσποντο.
Ύστερα από διάφορες κινήσεις οι αντίπαλοι πολεμικοί ναυτικοί στόλοι κατέληξαν να ελλιμενιστούν και να στρατοπεδεύσου σε παράλιες περιοχές των οχθών του Ελλησπόντου. Ο Λύσανδρος αγκυροβόλησε αρχικά στην Άβυδο. Με τη βοήθεια των Αβυδινών που ακολουθουσών πεζοί και των υπολοίπων πεζικάριων συμμάχων και στρατιωτών, το πεζικό τμήμα του εκστρατευτικού σώματος το διέταζε ο Λακεδαιμόνιος Θώρακας, κυρίεψε τη Λάμψακο. Οι Σπαρτιάτες εγκαταστάθηκαν στην πόλη – κράτος ύστερα από την κατάληψή της με έφοδο. Η Λάμψακος βρισκόταν στην περιοχή του Ελλησπόντου και ήταν πόλη επιρροής και σύμμαχος της Αθήνας στη Δηλιακή Συμμαχία, πλούσια σε τρόφιμα και σε όλα τα αναγκαία και με οχυρωμένο και ασφαλές από γεωγραφικής τοποθεσίας λιμάνι.
Οι Σπαρτιάτες μετά την κατάληψη της πόλης δεν ενόχλησαν τους ελεύθερους πολίτες της. Για την εξασφάλιση των τροφίμων που απαιτούνταν για τη σίτιση και τη συντήρηση των στρατιωτών ακολουθούσαν την τακτική της αρπαγής.
Οι δε Αθηναίοι μαθαίνοντας ότι οι Λακεδαιμόνιοι κατέλαβαν τη Λάμψακο, έσπευσαν να αντιδράσουν. Ήταν σημαντικό γι’ αυτούς να μην επιτρέπουν στους εχθρούς να καταλαμβάνουν πόλεις – κράτη που άνηκαν στη συμμαχία τους, όπως μπορούμε εύκολα να αντιληφτούμε, και γι’ αυτό, αφού διέκοψαν τις επιδρομές στην περιοχή της Ιωνίας, έπλευσαν με 180 πλοία και ελλιμενίστηκαν αρχικά στην πόλη Ελαιούντα, που βρίσκεται στις αρχές του Ελλησπόντου. Εκεί οι Αθηναίοι πληροφορήθηκαν την κατάληψη της Λαμψάκου. Στη συνέχεια, αφού φρόντισαν για τον ανεφοδιασμό του στρατεύματος στη Σηστό, εισέπλευσαν και άραξαν στους Αιγός ποταμούς στη βόρεια πλευρά του Ελλησπόντου, που βρίσκονταν απέναντι από την πόλη της Λαμψάκου σε απόσταση μόλις λίγων σταδίων, και συγκεκριμένα δεκαπέντε (1 στάδιο = 185 μέτρα, 15 * 185 = 2.775 μέτρα), όπου και εγκαταστάθηκαν.
Σημειώνουμε πως ο μεγάλος αριθμός των αθηναϊκών πλοίων ήταν δημιούργημα της ύστατης προσπάθειας των Αθηναίων να επιβληθούν ξανά στο Αιγαίο πέλαγος, οι οποίοι δε διέθεταν την παλαιά οικονομική ευμάρεια, αν και υπήρχαν αρκετά αποθεματικά οικονομικά στην περιουσία της πόλης – κράτους. Γι’ αυτό και τροφοδοτήθηκαν ξυλεία από τη Μακεδονία και το βασιλιά Αρχέλαο, το νόθο γιο του βασιλιά της Μακεδονίας Περδίκκα, αφετέρου τα αφιερώματα των χρυσών αγαλμάτων των Νικών που υπήρχαν στην Ακρόπολη της Αθήνας, στο ναό της Απτέρου Νίκης, τα έλιωσαν και έκοψαν νομίσματα για να εξυπηρετήσουν τις πολεμικές ανάγκες τους. Έτσι κατασκευάστηκε ο αθηναϊκός στόλος.
Ο Αλκιβιάδης, ο Αθηναίος στρατηγός που ιδιώτευε στην περιοχή λόγω της αποπομπής του και της καθαίρεσής του από την αρχηγία του αθηναϊκού στόλου εξαιτίας της ήττας που υπέστη στη ναυμαχία στο Νότιο και της αυτοεξορίας του σε ιδιόκτητο πύργο κοντά στη Σηστό, μόλις είδε τον ελλιμενισμό των Αθηναίων στους Αιγός ποταμούς αντέδρασε. Κρίνοντας ακατάλληλο για ορμητήριο την τοποθεσία που επέλεξαν οι συμπολίτες του στρατηγοί λόγω του ότι δεν ήταν ασφαλές λιμάνι και ότι απείχε 15 σταδίους από τη Σηστό, πόλη που θα τροφοδοτούσε το στράτευμα, προέβη σε συστάσεις προς τους Αθηναίους στρατηγούς. Συνέστησε να μεταβούν και να ελλιμενιστούν στη Σηστό, απ’ όπου οι Αθηναίοι θα μπορούσαν να επιλέξουν το πότε θα ναυμαχήσουν με τους Σπαρτιάτες. Οι επίμονες συμβουλές του, όμως, δεν εισακούσθηκαν και οι στρατηγοί, και ιδιαίτερα ο Τυδέας με το Μένανδρο, τον διέταξαν να φύγει από το στρατόπεδο των Αθηναίων, λέγοντας με ειρωνεία σε αυτόν ότι αυτοί είναι τώρα στρατηγοί και όχι εκείνος. Πράγματι, ο Αλκιβιάδης έφυγε.
Για κάποιες μέρες και οι δυο αντίπαλοι ακολουθούσαν τις δικές τους τακτικές. Οι Αθηναίοι με την ανατολή ξανοίγονταν και παρατάσσονταν με τα πλοία τους για ναυμαχία μπροστά στο λιμάνι της Λαμψάκου. Ο Λύσανδρος, όμως, ο ναύαρχος και στρατηγός της Σπάρτης καθόλου δεν ανταποκρίνονταν στην καθημερινή πρόκληση των Αθηναίων, αλλά, αντιθέτως παρέμενε στο λιμάνι προετοιμασμένος για ναυμαχία, καλύπτοντας τα πλάγια των πλοίων με παραπετάσματα από παλιά δέρματα ή από χοντρά υφάσματα για προστασία των στρατιωτών από τα βέλη των εχθρών και τηρώντας το στόλο του σε εγρήγορση και αναμονή. Στους στρατιώτες και τους αξιωματικούς του είχε δώσει διαταγή κανείς να μην κινηθεί από τις τάξεις και να μην ξανοιχτεί στη θάλασσα, ανταποκρινόμενος με τέτοια τακτική στην εκβιαστική τακτική του εχθρού για άμεση αναμέτρηση σε ναυμαχία. Με τη δύση οι Αθηναίοι επέστρεφαν στη βάση τους και ο Λύσανδρος παρακολουθούσε με τα πιο γρήγορα πλοία του τις κινήσεις τους. Κι όταν οι τριήρεις που είχαν πεμφθεί για να εποπτεύσουν τους εχθρούς, επέστρεφαν με την πληροφορία ότι οι Αθηναίοι είχαν αποβιβαστεί και οι κατάσκοποί του, όπως τους είχε διατάξει, έφταναν από το αντίπαλο στρατόπεδο και τον ενημέρωναν για το τι γινόταν εκεί, τότε μόνο ο Λύσανδρος διέταζε τους ναύτες του να αποβιβαστούν από τα πλοία και να χαλαρώσουν.
Την πέμπτη μέρα ο Λύσανδρος εφάρμοσε την τακτική του αιφνιδιασμού με απόλυτη επιτυχία. Συγκεκριμένα, επειδή γνώριζε πως οι Αθηναίοι επιστρέφοντας στους Αιγός ποταμούς συνεχώς και όλο και περισσότερο σκορπίζονταν στην περιοχή της Χερσονήσου, μακριά από το στόλο τους αφήνοντας τα πλοία τους απροστάτευτα γιατί αναζητούσαν εφόδια και τρόφιμα, στα οποία δεν είχαν εύκολη πρόσβαση αφού ο χώρος όπου διέμεναν απείχε πολύ από πόλη που θα μπορούσε να τους εξασφαλίζει τα αναγκαία για την καθημερινή παραμονή και διαβίωση, και γιατί, συγχρόνως, περιφρονούσαν το Λύσανδρο που δεν ξανοιγόταν για ναυμαχία, έδωσε την εξής διαταγή: τα πλοία που θα παρακολουθούσαν τους Αθηναίους μόλις τους έβλεπαν να αποβιβάζονται και να διασκορπίζονται, όπως συνήθιζαν, να επιστρέψουν και στο μέσο της διαδρομής να κάνουν ναυτικό σήμα και να σηκώσουν ψηλά ασπίδα. Πράγματι, οι στρατιώτες του Λύσανδρου ακολούθησαν πιστά τις διαταγές του αρχηγού τους.
Ο Λύσανδρος μόλις είδε το σήμα πρόσταξε να πλεύσουν ο στόλος του όσο γίνεται πιο γρήγορα. Η στρατηγική του ικανότητα φάνηκε στο σχέδιο αιφνιδιασμού του εχθρικού στόλου.
Ο Κόνωνας, ένας από τους στρατηγούς και αρχιστράτηγος των Αθηναίων, αμέσως μόλις αντιλήφθηκε την επίθεση των αντιπάλων σήμανε να μπουν στα πλοία και να βοηθήσουν όσο μπορούσαν για να αντιμετωπίσουν την επίθεση. Ωστόσο, το ότι ένα μεγάλο τμήμα των στρατιωτών ήταν διασκορπισμένο ακολουθώντας τη συνήθη τακτική προς αναζήτηση εφοδίων, δεν επέτρεψε την πλήρη επάνδρωση ολόκληρου του στόλου. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα οι περισσότερες τριήρεις να καλυφθούν με δυο σειρές από στρατιώτες, άλλες από μια και άλλες να παραμείνουν κενές. Μόνο η τριήρης του Κόνωνα μαζί με άλλες επτά και η Πάραλος, ένα από τα ιερά πλοία των Αθηναίων που δεν ήταν πολεμικό, κατάφεραν να αντιπαραταχθούν με πλήρη επάνδρωση. Έτσι, ο Λύσανδρος πέτυχε να συλλάβει το μεγαλύτερο μέρος του στόλου και των στρατιωτών στην ξηρά, ενώ κάποιοι κατάφεραν να διαφύγουν σε κάποια οχυρά.
Ο Κόνωνας βλέποντας την εξέλιξη των πραγμάτων και την καταστροφή των Αθηναίων, μαζί με τα εννέα υπόλοιπα πλοία από το σύνολο των 180 τριηρών του αθηναϊκού πολεμικού στόλου, έπλευσε στην Αβαρνίδα στο ακρωτήριο της Λαμψάκου. Ανάμεσα στις πλήρως επανδρωμένες τριήρεις που τον ακολουθούσαν και που διέφυγαν μαζί του, πληροφορούμαστε πως τριήραρχοι ήταν ο ρήτορας Λυσίας, Αθηναίος μέτοικος, που συμμετείχε στο αθηναϊκό στράτευμα και έτσι είχε άμεση γνώση των γεγονότων, και σε κάποια άλλη τριήρη κάποιος Ερυξίμαχος, πληροφορία που μας τη δίνει ο ίδιος ο ρήτορας σε λόγο του.
Από την Αβαρνίδα ο Κόνωνας πήρε τα μεγάλα ιστία των πλοίων του Λύσανδρου για να μην μπορέσει ο Σπαρτιάτης στρατηγός να τους ακολουθήσει. Στη συνέχεια και από την τοποθεσία της Αβαρνίδας, αυτός με οκτώ πλοία έπλευσε για το βασιλιά Ευαγόρα στην Κύπρο, σύμμαχο των Αθηναίων, ενώ η Πάραλος απέπλευσε για την Αθήνα για να αναγγείλει τα νέα. Πιθανότατα, ο Κόνωνας δεν επέλεξε την επιστροφή στην Αθήνα για να αποφύγει τις τυχόν σκληρές συνέπειες από την κατατρόπωση και το διασυρμό που υπέστησαν από το Λύσανδρο.
Η νίκη και η πλήρης επικράτηση των Λακεδαιμονίων και των συμμαχικών στρατευμάτων τους έναντι της ναυτικής υπερδύναμης της εποχής ήταν γεγονός. Ο Λύσανδρος για να αναγγείλει τα ευχάριστα νέα στη Σπάρτη έστειλε τον πειρατή Θεόπομπο τον Μιλήσιο, ο οποίος έφτασε και διεμήνυσε τη νίκη στους Σπαρτιάτες τρεις μέρες μετά.
Αθανάσιος Διάκος, το πραγματικό τέλος του
Αθανάσιος Διάκος
το πραγματικό τέλος του
(του Ευθύμιου Χριστόπουλου, εκπ/κού-δημοσιογράφου)
Το καλοκαίρι του 1947 ως μαθητής της Β' τάξης της Εκκλησιαστικής Σχολής Λαμίας, δέχτηκα την παρακίνηση του αείμνηστου Διευθυντού της Δημητρίου Κρικέλα να συγκεντρώσω πληροφορίες από γέρους Λαμιώτες που τις είχαν από τους πατεράδες τους, για ποιο ήταν το πραγματικό τέλος του Αθανασίου Διάκου.
Ταξινομώντας αυτές που συγκέντρωσα, είδα ότι τέσσερες ήταν ακριβώς ίδιες, αν και προέρχονταν από γερόντια που ζούσαν σε διαφορετικά σημεία της Λαμίας ο καθένας και μάλιστα ένας παππούς ήταν απ' τη Ροδίτσα. Διασταυρώνοντας τες αργότερα, με όσα διάβαζα άλλα, καταλάβαινα ότι αυτές που είχα ήταν ασφαλώς οι σωστές.
Το κύριο σημείο τους και κοινό, ήταν ότι τρεις Έλληνες, όταν έπιασαν το Διάκο και τον έφεραν στη Λαμία, τον έκλεισαν σ' ένα παλιό κι εγκαταλειμμένο χάνι, εκεί που σήμερα έχει οικοδομηθεί το Λαογραφικό Μουσείο Λαμίας στην οδό Καλύβα - Μπακογιάννη. Αυτοί οι τρεις είχαν περάσει πίσω - δυτικά - στο χάνι και από δύο μισοχαλασμένα παραθυράκια είχαν παρακολουθήσει όλη τη νύχτα όλα όσα έγιναν μέσα στο χάνι, τα οποία και αναφέρω στη συνέχεια.:
Μετά τη σύλληψη του Διάκου στα ποριά Δαμάστας, τον έφεραν με συνοδεία ποινών και τραυματισμένο στη Λαμία, οδηγώντας από τη νότια της είσοδο που περνούσε δίπλα από το Γολγοθά (όπως έλεγαν το ξεκομμένο Λόφο όπου σήμερα είναι το κτίριο του Ορφανοτροφείου Αρρένων) και από την οδό Σατωβριάνδου (σήμερα) και συνέχεια τον έφτασαν και τον έκλεισαν μέσα στο παλιό χάνι, όπου σήμερα - πάλι καλά! - έχει ανεγερθεί το Λαογραφικό Μουσείο.
Τον έβαλαν μέσα και τον έδεσαν με σκοινιά σ' ένα παχνί, το οποίο ήταν και ο πρώτος τόπος του μαρτυρίου του.
Εκτός από δύο - τρεις Τούρκους που έμειναν μέσα να τον επιτηρούν, οι άλλοι - όχι όλοι - έμειναν απ' έξω, ανατολικά σε κάτι δέντρα που ήταν εκεί, περιμένοντας από περιέργεια, ίσως, να ιδούν τι θα γινόταν. Όταν τον έδεσαν κι έφυγαν, ο Διάκος άρχισε να πονάει από τα τραύματα που είχε, καταπονημένος κι από την ταλαιπωρία.
Είχε περάσει αρκετή ώρα, όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκαν μέσα δύο άντρες, που από τις φορεσιές τους έδειχναν ότι ήταν μπέηδες. Τον έναν, τον ήξερε από πριν. Ήταν ο Ομέρ Βρυώνης. Τον άλλον όχι. Απ' ότι όμως είχαν ακούσει, υπολόγισαν ότι ήταν ο σκληρός Χαλήλ Μπέης. Αυτός μόνος προχώρησε κι άρχισε να κάνει έλεγχο αν είχαν δέσει καλά το Διάκο. Τόσο πολύ φάνηκε ότι, κι ακόμα δεμένον, τον φοβόταν.
Είχε νυχτώσει πια και οι τρεις που είχαν φτάσει εκεί κρυφά άρχισαν καθαρά να βλέπουν τι γίνεται.
Όταν ο Χαλήλ Μπέης σιγουρεύτηκε - το είδαν καθαρά αυτό - ότι δεν υπήρχε φόβος διαφυγής, άρχισε να φωνάζει και να απειλεί. Σε μια στιγμή τον είδαν να χτυπάει στο πρόσωπο το Διάκο.
Τον διακόπτει όμως ο άλλος, ο Βρυώνης, που πλησιάζει το Διάκο και τον βλέπουν κάτι να του λέει. Δεν ακούνε όμως. Απ' ότι βλέπουν όμως, καταλαβαίνουν ότι κάτι τον ρωτάει, γιατί βλέπουν το Διάκο να κουνάει αρνητικά το κεφάλι του.
Και ενώ τον βλέπουν να συνεχίζει ήρεμα, σε μια στιγμή εξαγριώνεται, φωνάζει και χειρονομεί. Ατάραχος ο Διάκος τον αντιμετωπίζει και κάτι που του λέει, βλέπουν το Βρυώνη οργισμένο να αποχωρεί, αφήνοντας πια το θύμα στο δήμιό του.
Απ' τις αναλαμπές των δαυλών, ξεχωρίζουν την αγριότητα του Χαλήλ. Τον βλέπουν να τραβάει πιο πέρα τον επικεφαλής της Φρουράς - έτσι τουλάχιστον δείχνει - και με νευρικές και απειλητικές κινήσεις, κάτι του λέει, κι εκείνον να υποκλίνεται κουνώντας το κεφάλι του. Και με μια τελευταία περιφρονητική ματιά που ρίχνει στο Διάκο, τον βλέπουν να φεύγει, δείχνοντας ικανοποιημένος.
Ο Διάκος - και οι άλλοι τρεις απ' έξω - μέσα στο μισοσκόταδο βλέπουν δύο Τούρκους να ανάβουν φωτιά σε μιαν άκρη. Πάνω της φέρνουν και βάζουν μια σιδηροστιά κι ένα μεγάλο χάλκινο κακάβι. Βλέπει μετά να ρίχνουν μέσα λάδι που είχαν σ' ένα γκιούμι.
Στη συνέχεια, μαζί με τον επικεφαλής, πλησιάζουν το Διάκο. Τον ανασηκώνουν, δεμένο καθώς είναι, τον βάζουν να καθίσει πάνω σ' ένα παλιό ξύλινο σκαμνί που βρέθηκε εκεί, του σηκώνουν τα πόδια, δεμένα καθώς είναι, και του τα δένουν έτσι που να κρέμονται.
Τι θέλουν να κάνουν αναλογίζονται με περιέργεια και αγωνία, οι τρεις που παρακολουθούν, χωρίς να τολμήσουν και να ρωτήσουν. Βλέπουν όμως τους άλλους να περιπαίζουν το Διάκο. Φαίνεται κάτι να λένε και ο Διάκος να κουνάει επίμονα κι αρνητικά το κεφάλι του. Τι του λένε όμως δεν καταλαβαίνουν. Οπότε, κάθε φορά που ρωτάνε και αρνείται τους βλέπουν να κρατάνε στα χέρια τους μυτερά καρφιά και να τα μπήγουν σιγά πρώτα, πιο δυνατά στη συνέχεια στις πατούσες των ποδιών του Διάκου, ο οποίος κάθε φορά αναταράζεται από τον πόνο.
Η μυρωδιά του Λαδιού που καίγεται μέσα στο κακάβι, φτάνει έντονα στη μύτη και των τριών απ' έξω και υποπτεύονται τα χειρότερα.
Οι βασανιστές του, όπως έχουν γυμνώσει τα πόδια του, παίρνουν απ' το κακάβι καυτό λάδι και αρχίζουν σιγά και βασανιστικά να το ρίχνουν στα πόδια του!... Τινάζεται κάθε φορά ο Διάκος, τόσο δυνατά λες και θα κόψει τις τριχιές όταν το λάδι πέφτει πάνω στα πόδια του.
Αφού είδαν να μην αντιδρά έντονα, αφήνουν τα πόδια και παίρνουν και του σκίζουν το γιλέκο και την πουκαμίσα που φοράει, απογυμνώνοντας το πάνω μέρος του σώματος του με τα χέρια. Κι αρχίζουν τότε να του ρίχνουν καυτό Λάδι με αργές κινήσεις, στα χέρια, στο στήθος και στην πλάτη του. Βουβά οδύρεται ο Διάκος, χωρίς να βγάλει μιλιά από το στόμα του. Κι όσο δεν μιλάει, τόσο αγριεύουν περισσότερο οι βασανιστές του. Και δείχνουν τόσο οργισμένοι, που αν ήταν τρόπος να τον θανατώσουν. Φαίνεται όμως πως έχουν εντολή μόνο να τον βασανίσουν χωρίς και να πεθάνει. Γι' αυτό συνεχίζουν!...
Το σώμα του Διάκου αρχίζει φαίνεται να νεκρώνεται. Όμως το πνεύμα όπως δείχνει, μένει καθάριο, ανέγγιχτο, σταθερό, συνεχίζοντος τις αρνήσεις και εξοργίζοντας περισσότερο τους Βασανιστές του.
Αλλά αυτή η κατάσταση τους κάνει να βρίσκουν νέους τρόπους βασανισμών. Οι κινήσεις που κάνουν, δείχνοντας διάφορα σημεία του σώματος του, κάνουν τους τρεις που παρακολουθούν να ανατριχιάζουν. Και βλέπουν τους βασανιστές να παίρνουν στα χέρια τους τα καρφιά που είχαν και έσπαζαν τις φούσκες που δημιουργούνταν στο δέρμα απ' το καυτό λάδι, να αρχίζουν να κάνουν το ίδιο και στο σώμα και στα χέρια από ψηλά.
Αποκαμωμένοι όμως και οι ίδιοι οι Βασανιστές, που δεν άλλαξαν βάρδια όλη τη νύχτα, βλέπουν ότι δεν πετυχαίνουν τίποτα. Και μιας και το λάδι τελείωσε, μιας και έφτασε πια και το ξημέρωμα, σταματούν.
Το Διάκο τον κρατάνε πια όρθιο οι τριχιές που τον έχουν δεμένο.
Τότε και οι τρεις παρατηρητές, απ' έξω, για να μη γίνουν αντιληπτοί, έφυγαν με προφυλάξεις, κατευθυνόμενοι προς το βορεινό μέρος του ρέματος, όπου είχαν αρχίσει να έρχονται δειλά και οι πρώτοι περίεργοι.
Κι όταν πια ο ήλιος έχει ανέβη ψηλά, λύνουν το Διάκο και σέρνοντας τον τον βγάζουν έξω, χωρίς όμως να δείχνει ότι καταλαβαίνει.
Όσοι είχαν την ευκαιρία να τον δουν το απόγευμα που τον είχαν φέρει, τώρα βλέποντας τον, δεν τον αναγνωρίζουν, χωρίς να ξέρουν τι ακριβώς είχε συμβεί. Το μόνο που βλέπουν είναι το κακοποιημένα ρούχα του.
Σέρνοντας τον προς τα βόρεια, τον περνάνε πέρα από το ρέμα που έκοβε την πλατεία Λαού στα δυο καταμεσίς και τραβώντας ανατολικότερα έφτανε στη Δημοτική Αγορά, από εκεί στο κατάστημα Πολιτικού και μετά κατεβαίνοντας προς τα νότια, απλωνόταν κατά μήκος της οδού Θερμοπυλών.
Όταν τον πέρασαν στο ρέμα, στάθηκαν περίπου ανατολικά της σημερινής διπλής βρύσης, γιατί ανατολικότερα ετοίμαζαν το στήσιμο της... ψησταριάς!
Κόσμος πολύς είχε συγκεντρωθεί γύρω εκεί με την άδεια του Χαλήλ Μπέη βέβαια, γιατί άφησε τον κόσμο να δει τι θα έκαναν στο Διάκο, ώστε να φοβηθεί και να μην επιχειρήσει κανένας άλλος να πράξει το ίδιο, πράγμα που πέτυχε. Κανένας Λαμιώτης δεν φάνηκε να συμμετείχε στην επανάσταση!
Μέσα στο πλήθος που παρακολουθεί με αγωνία, ξεχωρίζει μια κάπως ηλικιωμένη γυναίκα. Είναι η δόλια μόνα του Διάκου, που είχε μάθει τη σύλληψη του γιου της και ολονυχτίς πεζοπορώντας είχε φτάσει στη Λαμία, όπου δεν περίμενε να δει το σπλάγχνο της έτσι!
Για μια στιγμή βουβαίνονται όλοι. Βλέπουν να φτάνει εκεί ο δήμιος, ονόματι Αλεξίου, κρατώντας ένα σουβλί. Και αμέσως καταλαβαίνουν τι πρόκειται να γίνει!
Αυτός, τρέμει από το φόβο του, γιατί έχει αυστηρή εντολή να μην του πεθάνει ο Διάκος όταν θα τον σουβλίζει.
Και αρχίζει το τελευταίο πια μαρτύριο.
Δένοντας το Διάκο ανάσκελα σε ένα σαμάρι, με τα πόδια του ανοιχτά, αρχίζει προσεκτικά ο δήμιος να χώνει την πολύ καλό λεπτισμένη άκρη του σουβλιού, ξεκινώντας απ' τη βουβωνική χώρα και προχωρώντας προς τα επάνω, περνώντας το σουβλί κάτω οπό το δέρμα, μέχρι που το έβγαλε πάνω στην πλάτη του, λίγο κάτω απ' το δεξιό του το αυτί.
Από κάποιες μικροκινήσεις που κάνει ο Διάκος κάθε φορά που σπρώχνει το σουβλί προς τα επάνω ο δήμιος, δείχνει ότι ακόμα είναι ζωντανός.
Μόλις τελειώνει ο γύφτος, ορμούν Τούρκοι και με σκοινιά δένουν το σώμα γύρω στο σουβλί για να μη σπάσει το δέρμα και ακουμπάνε όρθιο σχεδόν το σουβλί με το Διάκο σ' ένα δέντρο.
Στη συνέχεια, σπεύδουν να συγυρίσουν τη φωτιά που έχουν ανάψει. Και τότε γίνεται κάτι που ξαφνιάζει τους πάντες.
Ένας Τούρκος καβάλα στο ψαρί του άλογο στέκεται μπροστά στο σουβλισμένο, βγάζει τη διμούτσουνη όρθια κουμπούρα του και τη στρέφει στο Διάκο. Δύο κουμπουριές ακούγονται που βρίσκουν κατάστηθα το Διάκο. Κι ο Τούρκος κεντρίζοντας το άλογο του, χάνεται στην ανηφόρα μέσα στα στενάκια που περιβάλλουν τα χαμηλά σπιτάκια.
Ο Χαλήλ Μπέης, βλέπει συτό και αφρίζει απ' το θυμό του. Και δίνει εντολή, να βάλουν το Διάκο έτσι, πάνω στη φωτιά, και να τον γυρίσουν λίγο!
Ο κόσμος που παρακολουθεί αυτή την κτηνωδία μένει άφωνος. Στη συνέχεια ο Χαλήλ οργισμένος και ανικανοποίητος, δίνει εντολή να πάρουν έτσι με το σουβλί το νεκρό το Διάκο και πάνε να τον πετάξουν στην άκρη του ρέματος, ανατολικά από το χάνι που τον είχαν, εκεί όπου πέταγαν τις κοπριές των αλόγων που είχαν στους στάβλους, τους οποίους διατηρούσαν από τη βόρεια πλευρά της Νομαρχίας μέχρι το πέτρινο γυμνάσιο. Τη διαβεβαίωση αυτή είχα απ' όλα σχεδόν τα γερόντια που ρώτησα το 1947, τότε που φαίνονταν ακόμα οι κρίκοι στο βόρειο τοίχο της θερινής «ΤΙΤΑΝΙΑΣ».
Εκεί λοιπόν, βορειοανατολικά της σκάλας που κατεβαίνει σήμερα από την οδό Λυκούργου στην πρώην ψαραγορά, άφησαν το νεκρό ξεσκέπαστο, άταφο, σχεδόν τρείς ημέρες φρουρούμενο. Οι φρουροί αποχώρησαν την τρίτη ημέρα αφού άρχισε να μυρίζει, οπότε βρήκαν ευκαιρία κάποιοι χριστιανοί οι οποίοι περίμεναν και είχαν προετοιμάσει έναν λάκκο εκεί ακριβώς που σήμερα είναι ο τάφος του, πήγαν, του έβγαλαν το σουβλί, τον καθάρισαν λίγο και πήγαν και τον έθαψαν, χωρίς να βάλουν πάνω του ούτε έναν σταυρό από φόβο.
Αργότερα, περί το 1860, ο συνταγματάρχης Ρούβαλης που είχε έρθει από την Καλαμάτα με μετάθεση στη Λαμία και είχε πληροφορηθεί πού περίπου είχαν θάψει το Διάκο έκανε έρευνες να τον βρει.
Ο παππούς μου που είχε στήσει την παράγκα - πρώτο μαγαζί του πριν λίγο καιρό, απέναντι δυτικά, όπου μετά χτίστηκε η αποθήκη των αδελφών Κονταξή, είδε στρατιώτες να ανοίγουν μικρούς λάκκους ανατολικά του, ψάχνοντας. Όταν ρώτησε τι ζητάνε, του είπαν ότι ψάχνουν τον τάφο του Διάκου. Την πληροφορία αυτή είχα από τον πατέρα μου, όπως την είχε ακούσει από τον παππού μου. Σε ένα σημείο, βρήκαν ένα σωρό - σκελετό ανθρώπινου σώματος και αφού δεν είχαν βρεθεί άλλα γύρω, κατέληξαν ότι ήταν του Διάκου. Το συγκέντρωσαν, το καθάρισαν και τα έβαλαν σε ένα κουτί ξύλινο και τα έθαψαν πάλι στο ίδιο σημείο, τοποθετώντας πάνω μερικές πέτρες και έναν σταυρό με το όνομα του.
Τέλος, στις αρχές του 1900 η Λαμία τίμησε το Διάκο όπως έπρεπε. Αφού ανακαίνισε τον πρόχειρο τάφο του στο σημείο που είναι ακόμα, έστησε τον υπέρλαμπρο ανδριάντα του στην πλατεία Διάκου, με αποκαλυπτήρια επίσημα, παρουσία και του Βασιλέως Γεωργίου Α' και της βασιλικής οικογένειας, υπουργών, στρατιωτικών και άλλων επισήμων, στις 23 Απριλίου 1903.
Πηγή: «Λαμιακή Φωνή»
Γενοκτονία των Αρμενίων
Η γενοκτονία των Αρμενίων
Η πρώτη γενοκτονία του 20ου αιώνα, με τη συστηματική εξόντωση ενάμισυ εκατομμυρίου ανθρώπων από τις Οθωμανικές αρχές την τριετία 1915-1918. Υπήρξε ο προάγγελος του Εβραϊκού Ολοκαυτώματος, κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Στα τέλη του 19ου αιώνα, οι Αρμένιοι, ένας πανάρχαιος χριστιανικός λαός της Εγγύς Ανατολής, μοιράζονταν μεταξύ της Ρωσίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στην τσαρική Ρωσία ζούσαν κάτω από ένα σχετικά ανεκτικό καθεστώς (αν και δεν έλειπαν μαζικοί εκρωσισμοί), αλλά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία υφίσταντο παντός είδους διωγμούς, όπως και οι άλλοι χριστιανικοί λαοί της αυτοκρατορίας (Έλληνες, Ασσύριοι κλπ).
Με την ανάδυση των εθνικισμών, ο Σουλτάνος τούς υποπτευόταν για αποσχιστικές τάσεις, ενώ και οι Ρώσοι, που εποφθαλμιούσαν εδάφη του «μεγάλου ασθενούς», υπέθαλπαν τις όποιες φιλοδοξίες τους. Έτσι, ο Αβδούλ Χαμίτ Β' δεν δίστασε να προβεί σε άγριους διωγμούς εναντίον των Αρμενίων της επικράτειάς του, με αποκορύφωμα τις σφαγές στο Σασούν (1894), τις μαζικές εκτελέσεις της διετίας 1895-1896, που στοίχισαν τη ζωή σε 300.000 Αρμενίους.
Η επικράτηση των Νεοτούρκων τον Ιούλιο του 1908, παρά τις αρχικές ελπίδες που γέννησε, δεν άλλαξε την κατάσταση για τους χριστιανούς της αυτοκρατορίας. Αντί για τον σεβασμό των συνθηκών και την πραγμάτωση των μεταρρυθμίσεων, όπως είχε υποσχεθεί, το νέο καθεστώς προέβη σε νέους διωγμούς των Αρμενίων τον Απρίλιο του 1909 στα Άδανα και την ευρύτερη περιοχή της Κιλικίας.
Η συστηματική, όμως, εξόντωση των Αρμενίων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έγινε κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, όταν ο σουλτάνος και ο τσάρος βρέθηκαν σε διαφορετικά στρατόπεδα. Το σχέδιο του Υπουργού Εσωτερικών, Ταλαάτ Πασά, μπήκε σε εφαρμογή στις 24 Απριλίου του 1915, με τη σύλληψη 250 επιφανών Αρμενίων στην Κωνσταντινούπολη, οι οποίοι εκτελέστηκαν το ίδιο βράδυ. Η 24η Απριλίου έχει καθιερωθεί ως Ημέρα Μνήμης για την Αρμενική Γενοκτονία και τιμάται κάθε χρόνο από την Αρμενική διασπορά.
Αμέσως μετά άρχισαν ομαδικές σφαγές του αρμενικού λαού στην Ανατολική Μικρά Ασία. Χαρακτηριστικό είναι το τηλεγράφημα του Ταλαάτ στις 28 Απριλίου 1915 προς τους νομάρχες των περιοχών αυτών: «Αποφασίσθηκε να τεθεί τέρμα στο ζήτημα των Αρμενίων με εκτόπισίν τους στις ερήμους και την εξόντωση αυτού του ξενικού στοιχείου». Έως το 1918 πάνω από ενάμισυ εκατομμύριο Αρμένιοι έχασαν τη ζωή τους ή αναγκάστηκαν να εκπατριστούν.
Η γενοκτονία του 1915 παρέμεινε ατιμώρητη από τη διεθνή κοινότητα, παρότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία, ως σύμμαχος των Κεντρικών Δυνάμεων, βρισκόταν στους ηττημένους του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Αδόλφος Χίτλερ τη χρησιμοποίησε ως παράδειγμα για να δικαιολογήσει το Εβραϊκό Ολοκαύτωμα. «Ποιος μιλάει σήμερα για τον αφανισμό των Αρμενίων;» διερωτήθηκε το 1939.
Η Αρμενική Γενοκτονία ήταν εν γνώσει των Γερμανών, συμμάχων των Οθωμανών στον Μεγάλο Πόλεμο, οι οποίοι όμως επέβαλαν καθεστώς λογοκρισίας στην πατρίδα τους. Ο μόνος πολιτικός που προσπάθησε μάταια να καταγγείλει την εξόντωση των Αρμενίων ήταν ο σοσιαλδημοκράτης Καρλ Λίμπκνεχτ, μετέπειτα ιδρυτής του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας, στις 11 Ιανουαρίου 1916. Η ιστορική έρευνα έχει φέρει στο φως ντοκουμέντα ότι οι Γερμανοί ενθάρρυναν τους Οθωμανούς στην εξόντωση των Αρμενίων, επειδή τους θεωρούσαν προσκείμενους στους Ρώσους.
Μόλις το 2015 η Γερμανία υπαναχώρησε από τη σταθερή μέχρι τώρα άρνησή της να χρησιμοποιήσει τον όρο «γενοκτονία» για την εξόντωση των Αρμενίων από τους Οθωμανούς Τούρκους, υποκύπτοντας στις πιέσεις βουλευτών.«Η σφαγή των Αρμενίων πριν από 100 χρόνια υπήρξε γενοκτονία, το κλασικό παράδειγμα εθνοκάθαρσης, μαζικής καταστροφής και απέλασης», δήλωσε ο πρόεδρος της Γερμανίας Γιοακίμ Γκάουκ, κατά την διάρκεια επιμνημόσυνης δέησης που έγινε σε ναό του Βερολίνου στις 23 Απριλίου.
Η Τουρκία, ως διάδοχο κράτος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ποτέ δεν παραδέχτηκε τη Γενοκτονία των Αρμενίων. Υποστηρίζει ότι επρόκειτο για μία επιχείρηση καταστολής κατά εκείνων των Αρμενίων, που είχαν συνεργαστεί με τις ρωσικές δυνάμεις εισβολής στην ανατολική Τουρκία και ότι οι νεκροί δεν ξεπερνούσαν τις 300.000. Η δήλωση συγγνώμης του Τούρκου πρωθυπουργού Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογκάν προς τα εγγόνια των θυμάτων στις 23 Απριλίου του 2014, ίσως να είναι το προμήνυμα αλλαγής της στάσης της Άγκυρας.
Μέχρι το 2015, 25 χώρες έχουν αναγνωρίσει τη Γενοκτονία των Αρμενίων (Αργεντινή, Βέλγιο, Καναδάς, Χιλή, Κύπρος, Ελλάδα, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Λιθουανία, Λίβανος, Ολλανδία, Πολωνία, Ρωσία, Σλοβακία, Σουηδία, Ελβετία, Ουρουγουάη, Βατικανό, Βενεζουέλα, Αρμενία, Αυστρία, Βολιβία, Τσεχία, Συρία) και διεθνείς οργανισμοί, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση (Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο) ,το Συμβούλιο της Ευρώπης και η Κοινή Αγορά του Νότου (Mercosur). Τη Γενοκτονία των Αρμενίων έχουν αναγνωρίσει, επίσης, οι 43 από τις 50 πολιτείες των ΗΠΑ, τέσσερις περιοχές της Ισπανίας (Βασκωνία, Καταλονία, Βαλεαρίδες Νήσοι, Ναβάρα), η Σκωτία, η Ουαλία και η Βόρειος Ιρλανδία από τη Μεγάλη Βρετανία και δύο περιοχές της Αυστραλίας (Νέα Νότιος Ουαλία και Νότια Αυστραλία).
ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ 24 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2004, το μεγάλο ΟΧΙ των Ελληνοκυπρίων στο Σχέδιο Ανάν
ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ 24 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2004
Το μεγάλο ΟΧΙ των Ελληνοκυπρίων στο Σχέδιο Ανάν
Συμπληρώνονται σήμερα 13 χρόνια από δημοψήφισμα της 24ης Απριλίου 2004, με το οποίο το 76% των Eλληνοκυπρίων απέρριψαν το σχέδιο του τότε Γ.Γ του ΟΗΕ Κόφι Ανάν για επίλυση του Κυπριακού.
Πρόκειται για την κορυφαία στιγμή στην μακρόχρονη ιστορία της εκκρεμότητας του Κυπριακού, αφού για πρώτη φορά κλήθηκαν οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι να αποφασίσουν σε χωριστά δημοψηφίσματα για την αποδοχή ή απόρριψη ενός σχεδίου λύσης το οποίο συζητήθηκε εξαντλητικά και κατέληξε χωρίς να υπάρχει συμφωνία μεταξύ των ηγεσιών των δύο κοινοτήτων, με τα κενά να καλύπτονται από την επιδιαιτησία του ΟΗΕ.
Το ιστορικό
Η πορεία προς το δημοψήφισμα του Απριλίου του 2004 ξεκίνησε με την επίδοση του πρώτου σχεδίου Ανάν στις 11 Νοεμβρίου του 2002, στον Πρόεδρο της Κύπρου Γλαύκο Κληρίδη και τον τουρκοκύπριο ηγέτη Ραούφ Ντενκτάς. Η πρώτη αντίδραση των κυβερνήσεων Κύπρου και Ελλάδας είναι θετική. Η κυβέρνηση Σημίτη στην Ελλάδα πριν ακόμα μελετήσει το πολυσέλιδο και πολύπλοκο έγγραφο αποφάνθηκε ότι αποτελούσε ευκαιρία και ο τότε Πρόεδρος της Κύπρου Γλάυκος Κληρίδης ζήτησε «να μη χάσουμε το δέντρο για το δάσος». Λίγες μέρες αργότερα το Εθνικό Συμβούλιο της Κύπρου αποδέχεται το σχέδιο Ανάν ως βάση για διαπραγμάτευση αναγνωρίζοντας ότι έχει πολλές αδυναμίες.
Στις αρχές Δεκεμβρίου του 2002, η ελληνοκυπριακή και η τουρκοκυπριακή πλευρά, υποβάλλουν τις πρώτες εισηγήσεις τους για τροποποιήσεις στο σχέδιο Ανάν και ο ΟΗΕ ξεκινάει την μεσολάβηση με εκ του σύνεγγυς διαβουλεύσεις για να καταλήξουν στο δεύτερο σχέδιο Ανάν στις 10 Δεκεμβρίου του 2002. Ο ΟΗΕ με την συμβολή του ΟΗΕ και των Βρετανών προσπαθεί να επιτύχει συμφωνία πριν από την σύνοδο κορυφής της Ε.Ε στη Κοπεγχάγη, στην οποία θα «κλείδωνε» η ένταξη της Κύπρου. Στο περιθώριο της συνόδου κορυφής στη Κοπεγχάγη ο Ντενκτάς στέλνει τον λεγόμενο «υπουργό εξωτερικών» του ψευδοκράτους καθώς ο ίδιος είναι κλινήρης λόγω εγχείρησης ανοικτής καρδιάς. Η προσπάθεια στη Κοπεγχάγη καταλήγει σε ναυάγιο με αποτέλεσμα να αποφασιστεί η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε την 1η Μαΐου του 2004. Με τη συμφωνία η Κύπρος εντασσόταν με το σύνολο των εδαφών της στην Ε.Ε αλλά για τις κατεχόμενες περιοχές θα υπήρχε αναστολή εφαρμογής του Κοινοτικού κεκτημένου. Η εξέλιξη δημιούργησε αναταραχή στα κατεχόμενα με χιλιάδες τουρκοκύπριους να διαδηλώνουν στους δρόμους απαιτώντας την ένταξη στην Ε.Ε
Οι διαδηλώσεις των τουρκοκυπρίων συνεχίστηκαν και στις αρχές του 2003, ενώ η Κύπρος εισέρχεται σε προεκλογική περίοδο για εκλογή νέου Προέδρου. Ο Γλαύκος Κληρίδης ζητάει επανεκλογή με τη δέσμευση να παραμείνει στη προεδρία μόνο για 16 μήνες ώστε να ολοκληρωθούν οι διαβουλεύσεις επί του σχεδίου Ανάν. Τις εκλογές κέρδισε στις 16 Φεβρουαρίου 2003, ο Τάσσος Παπαδόπουλος με την στήριξη του αριστερού ΑΚΕΛ. Πριν ακόμα αναλάβει επισήμως τα καθήκοντα του, ο Γ.Γ του ΟΗΕ Κόφι Ανάν επισκέπτεται τη Κύπρο στις 26 Φεβρουαρίου και παρουσιάζει στις δύο πλευρές το τρίτο σχέδιο Ανάν καλώντας ταυτόχρονα τον Τ. Παπαδόπουλο και τον Ραούφ Ντενκτάς για διαβουλεύσεις στην Ελβετία στις 10 Μαρτίου 2003. Η συνάντηση έγινε στη Χάγη με τον Ραούφ Ντενκτάς να απορρίπτει τις θέσεις του ΟΗΕ σε αντίθεση με τον Τάσσο Παπαδόπουλο ο οποίος αποδέχθηκε το τρίτο σχέδιο Ανάν υπό προϋποθέσεις που έχουν να κάνουν με σημαντικά κενά του εγγράφου.
Στις 16 Απριλίου 2003 υπογράφεται στην Αθήνα η συνθήκη προσχώρησης της Κύπρου στην Ε.Ε, ενώ ο Γ.Γ του ΟΗΕ έχει προειδοποιήσει ότι θα τερματίσει την παρέμβαση του στο Κυπριακό εκτός αν οι δυο πλευρές (ελληνοκύπριοι – τουρκοκύπριοι) αποδεχθούν την επιδιαιτησία του ιδίου για να γεφυρωθούν οι διαφορές, ώστε να ακολουθήσουν δημοψηφίσματα.
Ο Ντενκτάς για να βγει από την δύσκολη θέση στην οποία βρέθηκε ανοίγει για πρώτη φορά από το 1974 τα οδοφράγματα και επιτρέπει στις 23 Απριλίου 2003 την μετάβαση ελληνοκυπρίων στα κατεχόμενα και αντιστοίχως τουρκοκυπρίων στις ελεύθερες περιοχές. Τον Δεκέμβριο του 2004 γίνονται εκλογές στα κατεχόμενα τις οποίες κερδίζει ο Μεχμέτ Αλί Ταλάτ ο οποίος γίνεται «πρωθυπουργός» με τον Ντενκτάς να παραμένει στη «Προεδρία». Αμέσως μετά ο Τάσσος Παπαδόπουλος ζητάει από τον Γ.Γ του ΟΗΕ να ξαναζωντανέψει τις συνομιλίες για το Κυπριακό ώστε να βρεθεί λύση πριν από την 1η Μαΐου του 2004 που θα γινόταν η επίσημη ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. Όπως αποκαλύφθηκε εκ των υστέρων, ο Τάσσος Παπαδόπουλος πίστευε ότι θα μπορούσε να εκθέσει την τουρκική πλευρά, θεωρώντας ότι και πάλι θα επεδείκνυε αρνητική στάση. Στις 10 Φεβρουαρίου του 2004 ο Γ.Γ του ΟΗΕ καλεί τον Τάσσο Παπαδόπουλο και τον Ραούφ Ντενκτάς στη Νέα Υόρκη και αρχίζουν συνομιλίες ώστε να υιοθετηθεί η πρόταση για αναγνώριση επιδιαιτητικού ρόλου στον ΗΕ και παραπομπή του σχεδίου σε δημοψηφίσματα. Ο Ντενκτάς αποδέχεται την φόρμουλα και προτείνει εμπλοκή της Ελλάδας και της Τουρκίας.
Ακολουθούν συνομιλίες στη Κύπρο οι οποίες ολοκληρώνονται στις 23 Μαρτίου 2004 χωρίς να υπάρξει συμφωνία μεταξύ Παπαδόπουλου και Ντενκτάς. Στις 24 Μαρτίου 2004 ο Γ. Γ του ΟΗΕ καλεί στη Λουκέρνη της Ελβετίας τις ηγεσίες ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων μαζί με τους πρωθυπουργούς Ελλάδας και Τουρκίας για διαβουλεύσεις οι οποίος καταλήγουν απογοητευτικά για την ελληνική πλευρά. Στις 29 Μαρτίου 2004 ο Κόφι Ανάν με επιδιαιτησία «γεφυρώνει» τα κενά και παρουσιάζει το τελικό σχέδιο με σαφείς τάσεις υιοθέτησης των τουρκικών θέσεων. Ακολούθησαν προσπάθειες για αλλαγές και στις 30 Μαρτίου ο Κόφι Ανάν παραδίδει στους Καραμανλή, Παπαδόπουλο, Ερντογάν και Ντενκτάς το κείμενο του 5ου σχεδίου και ορίζει ως ημερομηνία δημοψηφίσματος την 24 η Απριλίου 2004.
Το «ΟΧΙ» του Τάσσου Παπαδόπουλου
Ο Τάσσος Παπαδόπουλος από την πρώτη στιγμή τάχθηκε υπέρ της απόρριψης του σχεδίου Ανάν στο δημοψήφισμα και την θέση του την διατύπωσε σε διάγγελμα του στις 7 Απριλίου 2004. Με δάκρυα στα μάτια ανέφερε:
«Λυπούμαι ειλικρινά, γιατί δεν μπορώ να αποδεχθώ και να υπογράψω το Σχέδιο Ανάν όπως, τελικά, διαμορφώθηκε.
Παρέλαβα Κράτος διεθνώς αναγνωρισμένο. Δεν θα παραδώσω ‘κοινότητα’ χωρίς δικαίωμα λόγου διεθνώς και σε αναζήτηση κηδεμόνα. Και όλα αυτά έναντι κενών, παραπλανητικών, δήθεν, προσδοκιών. Έναντι της ανεδαφικής ψευδαίσθησης ότι η Τουρκία θα τηρήσει τις δεσμεύσεις της.
Συμπατριώτισσες, συμπατριώτες,
Στις 24 Απριλίου θα τοποθετηθείτε με ένα ΝΑΙ ή ένα ΟΧΙ στο σχέδιο Ανάν. Θα αποφασίσετε για το παρόν και το μέλλον της Κύπρου. Για τη γενιά μας, αλλά και τις γενιές που θα έρθουν μετά από εμάς.
Έχω εμπιστοσύνη στην κρίση σας.
Είμαι βέβαιος ότι δεν σας αγγίζουν ψεύτικα διλήμματα.
Ότι δεν σας τρομάζουν απειλές για δήθεν διεθνή απομόνωση.
Ότι δεν σας πείθουν τα περί δήθεν τελευταίας ευκαιρίας.
Είμαι βέβαιος ότι εξακολουθούν να έχουν για σας νόημα οι ηθικές αρχές και αξίες του λαού μας, του πολιτισμού και του εθνικού ιστορικού μας βίου, τον οποίο θέλετε να συνεχίσουμε με ασφάλεια, δικαιοσύνη, ελευθερία και ειρήνη.
Ελληνικέ κυπριακέ λαέ,
Στη ζυγαριά του ΝΑΙ και του ΟΧΙ, πολύ βαρύτερες και πολύ πιο επαχθείς θα είναι οι συνέπειες του ΝΑΙ.
Σε καλώ να απορρίψεις το Σχέδιο Ανάν.
Σε καλώ να πεις στις 24 του Απρίλη ένα δυνατό ΟΧΙ.
Σε καλώ να υπερασπιστείς το δίκαιο, την αξιοπρέπεια και την ιστορία σου.
Με αίσθημα ευθύνης απέναντι στην Ιστορία, στο παρόν και το μέλλον της Κύπρου και του λαού μας, σε καλώ να μην υποθηκεύσεις το μέλλον στην πολιτική βούληση της Τουρκίας. Να προασπιστείς την Κυπριακή Δημοκρατία, λέγοντας ΟΧΙ στη κατάλυσή της. Να συστρατευτείς για μια νέα πιο ελπιδοφόρα πορεία επανένωσης της πατρίδας μας μέσα από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Καλή Ανάσταση σε όλους!».
Στις 24 Απριλίου ακολούθησε το δημοψήφισμα στο οποίο το 76% των ελληνοκυπρίων είπε «όχι» την αποδοχή του Σχεδίου Ανάν. Την περίοδο που προηγήθηκε του δημοψηφίσματος υπήρξε βαθύς διχασμός στην ελληνοκυπριακή πλευρά ο οποίος σημάδεψε την Μεγαλόνησο και ακόμη και σήμερα καθορίζει τις πολιτικές θέσεις των κομμάτων.
Κυριακή του Πάσχα
Κυριακή του Πάσχα
Χριστός Ανέστη! Νέοι, γέροι και κόρες
όλοι, μικροί μεγάλοι, ετοιμαστείτε
Μέσα στις εκκλησιές τις δαφνοφόρες
με το φως της χαράς συνναζωχτήτε.
Ανοίξτε, αγκαλιές ειρηνοφόρες
μπροστά στους Άγιους και φιληθείτε
φιληθείτε γλυκά χείλη με χείλη
πέστε Χριστός Ανέστη εχθροί και φίλοι.
Πάσχα ονομάζεται η μεγάλη γιορτή του ιουδαϊσμού και του Χριστιανισμού. Στο Ιουδαϊσμό καθιερώθηκε ως ανάμνηση της Εξόδου, που ελευθέρωσε τους Εβραίους από την αιγυπτιακή δουλεία. Μεταγενέστερα υιοθετήθηκε ως εορτασμός από τους Χριστιανούς αναφορικά με τον θυσιαστικό θάνατο και την ανάσταση του Ιησού Χριστού.
Το γεγονός της απελευθέρωσης αυτής συνέβη με μια σειρά θεϊκών προνοιακών παρεμβάσεων, από τις οποίες η σημαντικότερη εκδηλώνεται τη νύχτα κατά την οποία θα εξολοθρεύονταν τα πρωτότοκα των ανθρώπων και των ζώων των Αιγυπτίων, ενώ τα σπίτια των Εβραίων θα προστατεύονταν αφού οι πόρτες τους είχαν σημαδευτεί με το αίμα του αρνιού που είχαν θυσιάσει.
O όρος Πάσχα προέρχεται από το αραμαϊκό πασ'ά και το εβραϊκό πέσαχ. Κάποιοι μελετητές έχουν προτείνει ως προέλευση του εβραϊκού όρου ξένη ετυμολογία, όπως η ασσυριακή πασαχού (πραύνω) ή η αιγυπτιακή πασ' (ανάμνηση) ή πεσάχ (πλήγμα). Ορισμένοι ερευνητές ανιχνεύουν τις αρχές των εορταστικών εκδηλώσεων του πάσχα σε χαναανιτικές γιορτές που σχετίζονται με την συγκομιδή κριθαριού την άνοιξη. Άλλοι μελετητές θεωρούν ότι η ρίζα του Πάσχα βρίσκεται σε γιορτές και ιεροτελεστίες της άνοιξης της προ-ισραηλιτικής εποχής με την έννοια των ποιμένων που υποβάλλουν αίτημα στο θεό για την προστασία του κοπαδιού τους. Εντούτοις , αυτές οι υποθέσεις δεν θεωρούνται επαρκώς τεκμηριωμένες.
Πάντως, η Βίβλος συσχετίζει το πέσαχ με το ρήμα πασάχ πού σημαίνει είτε χωλαίνω, είτε εκτελώ τελετουργικό χορό γύρω από τη θυσία (Γ' Βασ. 18:21,26), είτε, μεταφορικά, "ξεφεύγω", "προσπερνώ", "απαλλάσσω". Το Πάσχα, είναι η προσπέραση του αγγέλου του Θεού πάνω από τα σπίτια των Ισραηλιτών, ενώ έπληττε με θάνατο τα πρωτότοκα αγόρια των σπιτιών των Αιγυπτίων.
Σύμφωνα με τις Εβραϊκές Γραφές, το Πάσχα αποτελούσε ανάμνηση της εξόδου από την δουλεία της Αιγύπτου υπό την ηγεσία του Μωυσή μέσω θεϊκής παρέμβασης. Το Πάσχα αποτελούσε οικογενειακή εορτή. Εορταζόταν νύχτα, στην πανσέληνο της εαρινής ισημερίας, την 14η του μήνα Αβίβ (που ονομάστηκε Νισάν μετά την Βαβυλωνιακή εξορία) με προσφορά στο νεαρού ζώου, χρονιάρικου, για να ευλογηθεί από το Θεό όλο το κοπάδι. Το σφάγιο ήταν αρνί ή κατσίκι, αρσενικό και αρτιμελές (Εξ. 12:3-6), δεν έπρεπε να σπάσει κανένα κόκαλο του (Έξ. 12:46, Αρ. 9:12) ενώ το αίμα του ως ένδειξη προστασίας, το έβαζαν στην είσοδο κάθε σπιτιού (Εξ. 12:7,22). Οι μετέχοντες στο δείπνο ήταν ντυμένοι, έτοιμοι για ταξίδι (Έξ. 12:8-11).
Αυτά τα στοιχεία νομαδικής, οικογενειακής ζωής μας δείχνουν μια πολύ παλαιότερη προέλευση του Πάσχα, που θα μπορούσε να είναι η θυσία που ζήτησαν οι Ισραηλίτες από τον Φαραώ να πάνε να γιορτάσουν στην έρημο (Έξ. 3:18, 5:1 εξ). Παρ' όλα αυτά όμως, η έξοδος από την Αίγυπτο έδωσε στο Πάσχα την οριστική του σημασία.
Το αναμνηστικό γεύμα του ιουδαϊκού Πάσχα, το οποίο περιλαμβάνει άζυμο ψωμί και κρασί, ονομάζεται Σεντέρ. Την Μεγάλη Πέμπτη βάφουμε κόκκινα τ' αυγά.
Χριστιανικό Πάσχα, Τρεις ημέρες μετά το θάνατό του ο Χριστός αναστήθηκε.
Το Χριστιανικό Πάσχα, ή κοινώς Πασχαλιά ή ελληνοπρεπώς Λαμπρή, και ειδικότερα η Ανάσταση του Χριστού ή απλώς Ανάσταση, είναι η σπουδαιότερη γιορτή του χριστιανικού εκκλησιαστικού έτους. Γιορτάζεται την πρώτη Κυριακή μετά την πανσέληνο που ακολουθεί την εαρινή ισημερία της 21ης Μαρτίου μη συμπεριλαμβανομένης, κατά το Ιουλιανό ημερολόγιο στην Ορθόδοξη εκκλησία και κατά το Γρηγοριανό στην Ρωμαιοκαθολική. Γιορτάζεται η ανάσταση του Ιησού Χριστού
Με τον όρο Ανάσταση αναφερόμαστε είτε στην εβδομάδα της Ανάστασης μέχρι το Σάββατο της Διακαινησίμου, είτε στην περίοδο των 50 ημερών που ακολουθούν την εορτή της Ανάστασης, όπου και η καλούμενη τελευταία ημέρα (αριθμητικά) Πεντηκοστή.
Η εορτή της Ανάστασης του Ιησού Χριστού, λόγω της σπουδαιότητάς της, επηρεάζει το εορτολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας τόσο 40 ημέρες πριν από αυτό (Μεγάλη Τεσσαρακοστή, Τριώδιο) όσο και 50 ημέρες μετά (περίοδος Πεντηκοσταρίου). Οι ακολουθίες που τελούνται τότε έχουν αρχαιοπρέπεια (ανάγονται στους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού όπως η αφή του Αγίου Φωτός), κατάνυξη και λαμπρότητα, και περιγράφονται λεπτομερώς στο τυπικό της Εκκλησίας.
Ιστορία του εορτασμού της Ανάστασης
Στην Καινή Διαθήκη, δεν καταγράφονται πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο που τηρούσαν την εορτή της Ανάστασης τα μέλη της πρώτης χριστιανικής εκκλησίας. Έτσι, μεταγενέστεροι Χριστιανοί άρχισαν να επιχειρηματολογούν όσον αφορά τις πρακτικές των πρώτων Χριστιανών. Η πρώτη «πασχάλια έριδα» σχετικά με τον ετήσιο εορτασμό του χριστιανικού Πάσχα, δηλαδή της Ανάστασης, εμφανίστηκε κατά το 2ο αιώνα. Οι εκκλησίες της Μικράς Ασίας ακολουθούσαν την αρχαία ιωάννεια «τεσσαρεσκαιδεκατική» πρακτική, τηρώντας σε ετήσια βάση τον "Μυστικό Δείπνο" —ορθότερα, το αναμνηστικό «Δείπνο του Κυρίου»— την ίδια ημερομηνία με το Πάσχα των Εβραίων. Αυτό σήμαινε ότι εορταζόταν το Πάσχα την ημέρα που αντιστοιχούσε στις 14 του ιουδαϊκού μήνα Νισάν, ανεξαρτήτως από το αν αυτή η ημέρα συνέπιπτε να είναι Κυριακή (η οποία ονομαζόταν τότε «Ημέρα του Ήλιου»). Οι αντίπαλοί τους επιχειρηματολογούσαν υπέρ της άποψης ότι την Ανάσταση θα έπρεπε να εορτάζεται την πρώτη Κυριακή μετά το ιουδαϊκό Πάσχα. Η διαμάχη συνέχισε να εντείνεται ως το δεύτερο μέρος του 2ου αιώνα, με την πλειονότητα των εκκλησιών να προσκολλούνται στην άποψη της τήρησης της Ανάστασης την Κυριακή. Εντούτοις, οι εκκλησιαστικές διαμάχες που αφορούσαν την ημερομηνία του εορτασμού του Πάσχα δεν έπαψαν κατά τους επόμενους αιώνες.
Ήδη κατά τον 2ο αιώνα η κύρια ημέρα λατρείας, μελέτης των Γραφών και εορτασμού της Θείας Ευχαριστίας ήταν η Κυριακή, ως ανάμνηση της ανάστασης του Χριστού. Το αναμνηστικό Δείπνο του Κυρίου, που τηρούσαν πλέον οι Χριστιανοί ακολουθώντας την εντολή του Ιησού, αποτελούσε εξέχων στοιχείο της κοινοτικής ζωής της εκκλησίας ήδη από τις ημέρες των αποστόλων. Ταυτόχρονα δε, με την εορτή άρχισε να τηρείται και η λεγόμενη Πασχάλεια νηστεία, που σε κάθε τοπική εκκλησία είχε ορισμένο διάστημα ασκήσεως.
Η εορτή, στην αρχή κατά άμεσο παραλληλισμό με το ιουδαϊκό Πάσχα, ετελείτο κάθε έτος στις 14 του μήνα Νισάν, δίνοντας έμφαση στην σταυρική θυσία του Χριστού. Αυτό ήταν σε αρμονία με τα λόγια του αποστόλου Παύλου: «Γιατί ωσότου να έρθει ο Κύριος, πάντοτε, όποτε τρώτε αυτό το ψωμί και πίνετε αυτό το ποτήριο, διακηρύττετε το θάνατο του Κυρίου». Σταδιακά οι περισσότερες εκκλησίες θέλησαν να διακόψουν αυτό τον παραλληλισμό, μεταθέτοντας τον εορτασμό αρχικά την πρώτη Κυριακή μετά τη 14η Νισάν. Κάθε τοπική εκκλησία εόρταζε με το δικό της τρόπο υπολογισμού την ημερομηνία της εορτής του Πάσχα. Όμως, καθώς γινόταν προσπάθεια ώστε να επιτευχθεί μια ενιαία ημερομηνία για όλες τις εκκλησίες, αυτό οδήγησε σε εντάσεις κάποιες τοπικές εκκλησίες ιδίως κατά τον 3ο αιώνα. Τελικά η Α΄ Οικουμενική σύνοδος αποφάσισε οριστικά για μια κοινή ημερομηνία τέλεσης του εορτασμού του Πάσχα, που τηρείται μέχρι σήμερα με κάποιες παραλλαγές από τις διάφορες ομολογίες.
Λαογραφία
Το παραδοσιακό ψητό την ημέρα της ανάστασης είναι το αρνί στη σούβλα.
Τα λαϊκά έθιμα κατά το σύγχρονο εορτασμό της Ανάστασης στην Ελλάδα, περιλαμβάνουν δείπνο με κύριο φαγητό τη μαγειρίτσα, το βράδυ της Ανάστασης, το τσούγκρισμα των κόκκινων αυγών στο σπίτι ή έξω από την Εκκλησία, το «φιλί της αγάπης» την ώρα της Ανάστασης, το σούβλισμα του αρνιού κατά την Κυριακή του Πάσχα και άλλες εκδηλώσεις.