Άρθρα
Μπίσμαρκ γερμανικό θωρηκτό σκάφος επιφανείας που ανήκε στη δύναμη του Ναυτικού της Ναζιστικής Γερμανίας
Μπίσμαρκ
γερμανικό θωρηκτό σκάφος επιφανείας
που ανήκε στη δύναμη του Ναυτικού της Ναζιστικής Γερμανίας
Το θωρηκτό μάχης Μπίσμαρκ ήταν γερμανικό σκάφος επιφανείας, ένα από τα μεγαλύτερα της εποχής του, και ανήκε στη δύναμη του Ναυτικού της Ναζιστικής Γερμανίας. Ήταν το πρώτο της ομώνυμης κλάσης θωρηκτών με δεύτερο της ίδιας κλάσης το θωρηκτό Τίρπιτς. Το Μπίσμαρκ ονομάστηκε προς τιμήν του Καγγελάριου Ότο φον Μπίσμαρκ, πρωτοστάτορα της γερμανικής ενοποίησης του 1871. Το σκάφος παραγγέλθηκε το 1935 στα ναυπηγεία Blohm & Voss, στο Αμβούργο από την κυβέρνηση της Ναζιστικής Γερμανίας κατά παράβαση των όρων της συνθήκης των Βερσαλλιών του 1919.
Ιστορικό υπόβαθρο
Με δεδομένη την ανομοιότητα ισχύος μεταξύ του Kriegsmarine (γερμανικού ναυτικού) και του βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού, η τακτική των Γερμανών κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν να αποφευχθεί μια κλασικού τύπου ναυμαχία. Αντίθετα, η τακτική που υιοθετήθηκε ήταν να γίνονται επιθέσεις στα συμμαχικά εμπορικά σκάφη είτε με επιδρομές σκαφών επιφανείας είτε, και κυρίως, με υποβρύχια (U-boote). Οι επιθέσεις αυτές σε εμπορικά σκάφη εξυπηρετούσαν πολλαπλούς στόχους: Ανάγκαζαν Βρετανία και Γαλλία να οργανώνουν νηοπομπές, ενώ η δυσκολία εντοπισμού των υποβρυχίων υπαγόρευε τη διασπορά μεγάλου αριθμού αεροσκαφών και σκαφών συνοδείας νηοπομπών, προκειμένου να προστατευτούν τα εμπορικά σκάφη, που ήταν απαραίτητα για τη διατήρηση του εμπορίου και την προμήθεια πολεμικού και μη υλικού. Επιπλέον, οι απώλειες των εμπορικών σκαφών θα περιόριζαν τη μεταφορική ικανότητα των χωρών που πλήττονταν, με ό,τι συνέπειες θα είχε αυτό. Ο ρόλος των σκαφών επιφανείας στο σχέδιο αυτό ήταν να πλήττουν εχθρικές νηοπομπές και να βυθίζουν όσο το δυνατό περισσότερα εμπορικά ή πολεμικά σκάφη. Με τον τρόπο αυτό θα επηρεαζόταν η πολεμική παραγωγή αλλά και ο εν γένει ανεφοδιασμός των χωρών με πρώτες ύλες και τρόφιμα. Με βάση αυτό το σχέδιο, δρομολογήθηκε η κατασκευή σκαφών επιφανείας.
Τα κύρια σκάφη επιφανείας ήταν αρχικά τα τρία θωρηκτά "τσέπης" Ντόιτσλαντ (μετονομάστηκε σε Λύτσοβ κατόπιν διαταγής του Χίτλερ ύστερα από τη βύθιση του Άντμιραλ Γκραφ Σπέε), Άντμιραλ Γκραφ Σπέε και Άντμιραλ Σερ, συνεπικουρούμενα από δύο βαρέα καταδρομικά Άντμιραλ Χίππερ και Πριντς Όιγκεν και δύο καταδρομικά μάχης Σάρνχορστ και Γκνάιζεναου. Το Βίσμαρκ ήταν το πλέον πρόσφατο, ως κατασκευή, και προβλεπόταν να είναι το δεύτερο μεγαλύτερο θωρηκτό παγκοσμίως (μεγαλύτερό του ήταν μόνο το - αρκετά πεπαλαιωμένο - βρετανικό Χουντ (HMS Hood).
Κατασκευή και δοκιμές
Το συμβόλαιο κατασκευής του σκάφους μεταξύ της γερμανικής κυβέρνησης και του ναυπηγείου Blohm & Voss στο Αμβούργο υπογράφηκε στις 16 Νοεμβρίου 1935 και η καρένα του τοποθετήθηκε στο ναυπηγείο την 1η Ιουλίου 1936. Το αρχικό σχέδιο (project) έφερε το κωδικό όνομα "F". Η κατασκευή του σκάφους διήρκεσε τρία χρόνια και η καθέλκυση έγινε στις 14 Φεβρουαρίου 1939 με ανάδοχο την Ντοροτέα φον Λέβενφελντ (Dorothea von Loewenfeld), εγγονή του Καγκελαρίου Βίσμαρκ. Ακολούθησαν δοκιμαστικοί πλόες, οι οποίοι διήρκεσαν περίπου 18 μήνες, και στις 24 Αυγούστου 1940 το σκάφος μπήκε σε ενεργή υπηρεσία με κυβερνήτη τον Πλοίαρχο (Kapitän zur See) Ερνστ Λίντεμαν (Ernst Lindemann) και πλήρωμα συνολικά 2.200 ανδρών. Το σκάφος απέπλευσε από το αγκυροβόλιό του στο ναυπηγείο στις 15 Σεπτεμβρίου 1940 και ξεκίνησε τον δοκιμαστικό (για το πλήρωμα) πλου του διερχόμενο από τα κανάλια του Έλβα και του Κιέλου και ανοίχτηκε στη Βαλτική θάλασσα. Οι επανδρωμένες δοκιμές διήρκεσαν μέχρι τις 9 Δεκεμβρίου, οπότε το σκάφος επέστρεψε στο Αμβούργο, προκειμένου να εκτελεστούν οι απαραίτητες βελτιώσεις όπως διαπιστώθηκε ότι χρειάζονταν κατά τον πλου του. Παρέμεινε εκεί ως τις 6 Μαΐου 1941, οπότε απέπλευσε και στις 8 Μαΐου έφθασε στο Κίελο.
Οπλισμός
Ο κύριος οπλισμός του Βίσμαρκ ήταν οκτώ πυροβόλα των 15 ιντσών, τοποθετημένα ανά δύο σε ισχυρά θωρακισμένους πυργίσκους. Δύο από αυτούς βρίσκονταν στο πρόσθιο τμήμα του σκάφους και άλλοι δύο στο οπίσθιο. Το πλήρωμα είχε επονομάσει τους πυργίσκους αυτούς Anton και Bruno (πρόσθιο τμήμα), Caesar και Dora (οπίσθιο τμήμα). Τα πυροβόλα αυτά έδιναν στο σκάφος μεγάλη ισχύ πυρός αλλά, το κυριότερο, είχαν τέτοιο βεληνεκές ώστε επέτρεπαν στο Βίσμαρκ να βάλει εναντίον των αντιπάλων σκαφών από απόσταση τέτοια, που το ίδιο να μην κινδυνεύει από τα πυρά τους. Τα βοηθητικά πυροβόλα ήταν 12 των 5,9 ιντσών, κατανεμημένα σε δυάδες σε τρεις πυργίσκους ανά πλευρά του σκάφους, ενώ υπήρχαν, επίσης, πυροβόλα των 105 και των 37 χιλιοστών. Η αντιαεροπορική άμυνα αποτελούνταν από πληθώρα αντιαεροπορικών πυροβόλων (flak) των 20 mm, τοποθετημένων είτε μεμονωμένα είτε ανά τετράδες. Το σκάφος ήταν επίσης σε θέση να μεταφέρει και να χρησιμοποιεί, για αναγνωρίσεις, τέσσερα αεροσκάφη Arado Ar 196, τα οποία εκτόξευε από καταπέλτη διπλής φοράς.
Θωράκιση
Βασικό ρόλο στην προστασία ενός σκάφους όπως το Μπίσμαρκ έπαιζε η θωράκισή του. Ήδη από την εποχή της ναυπήγησης των τριών θωρηκτών τσέπης, οι Γερμανοί ναυπηγοί είχαν αντικαταστήσει το "κάρφωμα" των πλακών θωράκισης με κόλληση επιτυγχάνοντας το ίδιο αποτέλεσμα με σημαντικά μικρότερο βάρος. Την τεχνική αυτή εκμεταλλεύθηκαν και στο Μπίσμαρκ, έδωσαν όμως ιδιαίτερη προσοχή σε αυτήν, ώστε να καλύψουν όλα τα σημεία του σκάφους που ήταν εύτρωτα σε οβίδες κανονιών, βόμβες αεροσκαφών και τορπίλες. Θωρακίστηκαν το κατάστρωμα, το κύτος και οι πυργίσκοι των πυροβόλων (ιδιαίτερα βαρεία θωράκιση διέθεταν οι πυργίσκοι των κανονιών των 15 ιντσών). Αν και η όλη τεχνική βρισκόταν ένα σκαλί πίσω από αυτή των Άγγλων και των Αμερικανών σχετικά με τη θωράκιση των πλοίων, η θωράκιση ήταν αξιοπρόσεκτη για το συνολικό της πάχος: Σχεδόν το μισό βάρος του σκάφους οφειλόταν σε αυτή.
Επιχειρησιακή δράση
Όταν ολοκληρώθηκαν οι δοκιμές και οι ασκήσεις του Μπίσμαρκ και έγιναν οι απαραίτητες μετατροπές στα επιμέρους τμήματά του, στο σκάφος μεταφέρθηκαν τα δύο πρώτα αναγνωριστικά αεροσκάφη "Arado 196 (14 - 17 Μαρτίου 1941) και στις 2 Απριλίου 1941 μεταφέρθηκαν και τα υπόλοιπα δύο από τα τέσσερα προβλεπόμενα. Στις 5 Μαΐου το σκάφος δέχεται την επίσκεψη του Χίτλερ που συνοδεύεται από τον Κάιτελ, ο οποίος θέτει ως επικεφαλής της αποστολής τον Ναύαρχο Λύτγιενς. Η τελευταία δοκιμή με τα αεροσκάφη επί του πλοίου κατέληξε στην απενεργοποίηση του γερανού φορτοεκφόρτωσης των 12 τόνων, που χρειάστηκε επισκευή. Όταν και αυτή ολοκληρώθηκε (16 Μαΐου 1941), το Μπίσμαρκ θεωρήθηκε επιχειρησιακά έτοιμο και αποφασίστηκε η συμμετοχή του στην «Επιχείρηση Rheinübung» (= άσκηση στον Ρήνο). Η επιχείρηση αυτή προέβλεπε επιθέσεις μεγάλων σκαφών επιφανείας του Kriegsmarine κατά των συμμαχικών νηοπομπών στον Ατλαντικό. Η αρχική πρόβλεψη περιλάμβανε, εκτός από το Μπίσμαρκ, τα βαρέα καταδρομικά Σάρνχορστ και Γκνάιζενάου, τα οποία βρίσκονταν στο λιμένα της Βρέστης. Ωστόσο, η Βρετανική αεροπορία, έχοντας αντιληφθεί την απειλή που αποτελούσαν αυτά τα σκάφη για τις νηοπομπές που εφοδίαζαν το Ηνωμένο Βασίλειο με ποικίλα υλικά, έκανε επανειλημμένες αεροπορικές επιδρομές εναντίον τους. Το μεν Σάρνχορστ εκείνη την περίοδο χρειάστηκε να υποστεί πολύ μεγάλες επισκευές στις μηχανές του (αν και δεν επλήγη), το δε Γκνάιζενάου δέχτηκε μια τορπίλη, η οποία το έθεσε εκτός μάχης για έξι μήνες. Έτσι, στην επιχείρηση θα συμμετείχε μόνο το Μπίσμαρκ, συνοδευόμενο από το βαρύ καταδρομικό Πριντς Όιγκεν (Prinz Eugen, Πρίγκηψ Ευγένιος). Οι οδηγίες του Μεγάλου Ναυάρχου Έριχ Ραίντερ προς τον Λύτγιενς ήταν σαφείς: Τα δύο σκάφη δεν έπρεπε να εμπλακούν σε ναυμαχίες με σκάφη σχεδόν ίδιας δυναμικότητας με αυτά: Ο αντικειμενικός σκοπός τους ήταν να καταστρέψουν όσο περισσότερα εμπορικά ή μικρότερα σκάφη τούς ήταν δυνατό. Ο Λύτγιενς ζήτησε από τον Ραίντερ να καθυστερήσει την έναρξη της επιχείρησης, ώστε η δύναμή του να περιλάβει το Σάρνχορστ ή το δίδυμο του Μπίσμαρκ θωρηκτό Τίρπιτς (Tirpitz). Ο Ραίντερ αρνείται: Το μεν καταδρομικό δεν θα έχει ολοκληρώσει τις επισκευές του πριν τον Ιούλιο του επόμενου έτους, το δε πλήρωμα του Τίρπιτς δεν έχει ακόμη το επαρκώς εκπαιδευμένο πλήρωμα που απαιτείται για παρόμοιες επιχειρήσεις. Η άρνηση του Ραίντερ δεν είναι αναιτιολόγητη: Ο Μέγας Ναύαρχος έχει πληροφορηθεί την επικείμενη Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα (εισβολή της Ναζιστικής Γερμανίας στη Σοβιετική Ένωση), γνωρίζει τον ήσσονα ρόλο του Ναυτικού σε αυτήν και θέλει να εντυπωσιάσει τον Χίτλερ με σημαντικά επιτεύγματα του Ναυτικού, ώστε να μην περικοπούν οι δαπάνες για την κατασκευή νέων σκαφών επιφανείας, όπως έχει αποφασίσει ο Φύρερ.
Επιχείρηση Rheinübung
Στις 16 Μαΐου ο Λύτγιενς ανέφερε ότι τόσο το Μπίσμαρκ όσο και το Πριντς Όιγκεν ήταν πλήρως προετοιμασμένα για να εκκινήσουν για την "επιχείρηση Rheinübung". Έλαβε τη διαταγή να προχωρήσει στην επιχείρηση το βράδυ της 19ης Μαΐου. Μαζί τους θα απέπλεαν και δεκαοκτώ εφοδιαστικά σκάφη προς υποστήριξη των δύο μεγάλων πολεμικών. Της νηοπομπής θα προηγούνταν τέσσερα υποβρύχια (U-boote) που θα λάμβαναν θέση μεταξύ Χάλιφαξ και Βρετανίας, υπό τύπον ανιχνευτικών σκαφών.
Με την έναρξη της επιχείρησης το πλήρωμα του Μπίσμαρκ είχε φθάσει το σύνολο των 2.221 αξιωματικών και ναυτών. Σε αυτούς περιλαμβάνονταν 65 αξιωματικοί του επιτελείου του Ναυάρχου και 80 επιπλέον ναύτες προς επάνδρωση των σκαφών που θα συλλαμβάνονταν κατά την επιχείρηση. Το Μπίσμαρκ απέπλευσε από το Γκοτενχάφεν στις 2 το πρωί της 20ής Μαΐου και συναντήθηκε με το Πριντς Όιγκεν στις 11:25΄, καθώς το καταδρομικό είχε αποπλεύσει την προηγουμένη στις 21:20 από το Καπ Αρκόνα. Τα δύο σκάφη συνόδευαν τρία αντιτορπιλικά (Z10 Hans Lody, Z16 Friedrich Eckoldt και Z23) καθώς και ένας στολίσκος από ναρκαλιευτικά. Η Λουφτβάφε παρείχε πλήρη αεροπορική υποστήριξη σε όλη την πορεία των σκαφών εντός των γερμανικών υδάτων. Το μεσημέρι της 20ής Μαΐου, ο κυβερνήτης Λίντεμαν ενημερώνει, μέσω των μεγαφώνων του σκάφους, το πλήρωμα σχετικά με την αποστολή. Σχεδόν την ίδια στιγμή, ένα σμήνος δέκα ή δώδεκα σουηδικών αναγνωριστικών αεροσκαφών εντοπίζει τη γερμανική νηοπομπή και ενημερώνει σχετικά τόσο για την κατεύθυνση όσο και για τη σύνθεσή της.
Ναυμαχία του Πορθμού της Δανίας
Στις 05:45΄ οι Γερμανοί παρατηρητές εντόπισαν καπνό στον ορίζοντα: Επρόκειτο για τα δύο θωρηκτά που είχε στείλει ο Τόβυ, το Χουντ και το Πρίγκηψ της Ουαλίας, υπό την ηγεσία του Αντιναυάρχου Λάνσελοτ Χόλλαντ (Lancelot Holland). Ο Λύτγιενς διέταξε τα πληρώματα των σκαφών του να πάρουν θέσεις μάχης. Στις 05:22΄ η απόσταση που χώριζε τα γερμανικά από τα βρετανικά σκάφη είχε περιοριστεί στα 26.000 μέτρα και το επόμενο λεπτό το Χουντ άνοιξε πυρ, ακολουθούμενο από το Πρίγκηψ της Ουαλίας με διαφορά ενός λεπτού. Το Χουντ έβαλε εναντίον του Πριντς Όιγκεν, νομίζοντάς το για το Μπίσμαρκ ενώ το Πρίγκηψ της Ουαλίας στοχοποίησε το Μπίσμαρκ.
Ύστερα από τη ναυμαχία ο Λύτγιενς ανέφερε: "Ένα θωρηκτό, πιθανόν το Χουντ, βυθίστηκε, ένα δεύτερο, το Βασιλιάς Γεώργιος V (King George V) ή το Ρινόουν (Renown) υποχώρησε με ζημιές. Δύο βαρέα καταδρομικά διατηρούν την επαφή μας με το βρετανικό Ναυαρχείο". Στις 8 το πρωί γνωστοποιεί τις προθέσεις του στο γερμανικό ναυαρχείο: Το Πριντς Όιγκεν θα συνεχίσει την αποστολή ενώ το Μπίσμαρκ θα κατευθυνθεί προς το Σαιν-Ναζαίρ για επισκευές. Το καταδρομικό, που έπλεε επικεφαλής, βραδυπόρησε ώστε να επιτρέψει στο θωρηκτό να προσπεράσει, προκειμένου να ελέγξει τη διαρροή καυσίμων και επιβεβαίωσε σοβαρή διαρροή καυσίμων και από τις δύο πλευρές της πλώρης του Μπίσμαρκ. Στη συνέχεια μπήκε ξανά εμπρός. Η διαρροή, όμως, επισημάνθηκε και από βρετανικό αναγνωριστικό, το οποίο ενημέρωσε τις δύο βρετανικές "σκιές" του γερμανικού σχηματισμού, καταδρομικά "Σάφφολκ" και "Νόρφολκ", τα οποία είχε, στο μεταξύ, συναντήσει το Πρίγκηψ της Ουαλίας. Ο υποναύαρχος Ουέικ-Ουόκερ (Wake-Walker), διοικητής της μοίρας των καταδρομικών, έδωσε εντολή στο τραυματισμένο θωρηκτό να παραμείνει πίσω από τα σκάφη του.
Η καταδίωξη
Οι Βρετανοί, στο μεταξύ, έχουν θορυβηθεί σημαντικά και κινητοποιούν όλες τους τις ναυτικές δυνάμεις (ο Καρτιέ αναφέρει χαρακτηριστικά εναντίον του κινητοποιείται ο Ατλαντικός). Το Ναυαρχείο διατάσσει όλα τα διαθέσιμα πολεμικά στην περιοχή να συμβάλουν στην καταδίωξη των γερμανικών. Ο "Χόουμ Φλητ" του Ναυάρχου Τόβυ έπλεε με όλη του την ταχύτητα προς συνάντηση των Γερμανών, αλλά στις 24 Μαΐου οι μονάδες του απείχαν από 400 ως 600 ναυτ. μίλια από αυτούς. Εν τω μεταξύ, το Ναυαρχείο έδωσε διαταγή στα ελαφρά καταδρομικά HMS Manchester, HMS Birmingham και HMS Arethusa να περιπολούν τον πορθμό της Δανίας, για την περίπτωση που ο Λύτγιενς θα ακολουθούσε την ίδια πορεία για την επιστροφή του, ενώ ο στόλος του Τόβυ ενισχύεται με το Ρόντνεϊ" (HMS Rodney) το οποίο εγκατέλειψε τη συνοδεία του RMS Britannic και το ίδιο έπραξαν τα δύο παλαιά θωρηκτά Ριβέντζ (HMS Revenge) και Ράμιλλιες (HMS Ramillies), τα οποία εγκατέλειψαν τη συνοδεία της νηοπομπής "HX 127". Συνολικά, εναντίον του Μπίσμαρκ κινητοποιήθηκαν έξι θωρηκτά και βαρέα καταδρομικά, δύο αεροπλανοφόρα, δεκατρία ελαφρά καταδρομικά και εικοσιένα αντιτορπιλικά. Γύρω στις 5 το απόγευμα, το πλήρωμα και οι τεχνικοί στο Πρίγκηψ της Ουαλίας κατάφεραν να επισκευάσουν εννέα από τα δέκα κύρια πυροβόλα του σκάφους, γεγονός που επέτρεψε στον Ουέικ-Ουόκερ να θέσει το θωρηκτό επικεφαλής του σχηματισμού του, ώστε να είναι άμεσα δυνατή η επίθεση κατά του Μπίσμαρκ, αν το συναντούσε.
Οι καιρικές συνθήκες χειροτέρευσαν. Ο Λύτγιενς αποπειράθηκε να αποσπαστεί από το Πριντς Όιγκεν, αλλά το μπουρίνι δεν ήταν αρκετά δυνατό ώστε να καλύψει την προσπάθεια από τα βρετανικά καταδρομικά, τα οποία συνέχιζαν να έχουν επαφή με τα γερμανικά σκάφη μέσω ραντάρ. Έτσι, το Πριντς Όιγκεν συνέχισε να πλέει με τη συνοδεία του Μπίσμαρκ. Αποσπάστηκε από αυτό με επιτυχία στις 18:14΄, ενώ το Μπίσμαρκ ανέκρουσε πλώρη για να επιτεθεί στον σχηματισμό του Ουέικ-Ουόκερ, αναγκάζοντας το Σάφφολκ να υποχωρήσει με όλη του την ταχύτητα. Αυτό, όμως, επέτρεψε στο Πρίγκηψ της Ουαλίας να βάλει δώδεκα ομοβροντίες κατά του γερμανικού σκάφους, το οποίο απάντησε με εννέα ομοβροντίες. Καμία από αυτές δεν βρήκε στόχο. Ο επιτυχημένος αυτός αντιπερισπασμός από πλευράς Γερμανών επέτρεψε στο Πριντς Όιγκεν να ξεγλιστρήσει χωρίς να γίνει αντιληπτό από τα βρετανικά σκάφη.
Το Μπίσμαρκ, αν και "τραυματισμένο" είχε καταφέρει να διατηρήσει υψηλή ταχύτητα (27 - 28 κόμβοι). Οι Βρετανοί όφειλαν να το επιβραδύνουν, αν ήθελαν να το εμποδίσουν να φθάσει στη βάση του Σαιν-Ναζαίρ. Στις 4 το απόγευμα της 25ης Μαΐου ο Τόβυ διέταξε το αεροπλανοφόρο Βικτόριους και τέσσερα ελαφρά καταδρομικά να αλλάξουν πορεία, ώστε τα τορπιλοβόλα αεροσκάφη του Βικτόριους να μπορέσουν να φθάσουν το γερμανικό σκάφος και να το πλήξουν. Τα αεροσκάφη απονηώθηκαν στις 22:00΄: Τον σχηματισμό αποτελούσαν έξι Fairey Fulmar και εννέα Fairey Swordfish, αλλά οι πιλότοι τους ήταν άπειροι: Κατεύθυναν τα πυρά τους αρχικά εναντίον του Νόρφολκ, το οποίο απέφυγε μεν τις τορπίλες, αλλά η αποτυχημένη αυτή επίθεση έθεσε σε συναγερμό το αντιαεροπορικό πυροβολικό του Μπίσμαρκ, το οποίο χρησιμοποίησε για την άμυνά του όλα τα διαθέσιμα πυροβόλα, ακόμη και του κυρίου πυροβολικού, για να δημιουργήσει τεράστιους πίδακες νερού, που δυσχέραιναν την πορεία των αεροσκαφών. Ωστόσο, δεν κατόρθωσε να καταρρίψει κανένα από τα επιτιθέμενα αεροσκάφη, τα οποία έριξαν συνολικά εννέα τορπίλες εναντίον του. Διέφυγε από τις οκτώ, αλλά η ένατη έπληξε το σκάφος στο μέσον της κύριας ζώνης θωράκισης προκαλώντας πολύ μικρές ζημίες, ένα νεκρό, ο οποίος από την ώση της έκρηξης εκτοξεύθηκε σε μεταλλικό τοίχο και πέντε τραυματίες. Προκάλεσε, επίσης, μικροζημιές στα ηλεκτρικά του σκάφους. Πολύ πιο σημαντικές ήταν οι ζημιές που προκλήθηκαν από τους ελιγμούς αποφυγής των τορπιλών: Οι ταχείες μεταβολές ταχύτητας και πορείας χαλάρωσαν τους, ήδη χαλαρούς από το πλήγμα οβίδας, αρμούς της πλώρης, με συνέπεια να αυξηθεί το μέγεθος του ρήγματος που είχε προκληθεί εκεί. Η εισροή υδάτων είχε γίνει πλέον τόσο σημαντική, ώστε το μηχανοστάσιο αριθ. 2 έπρεπε να εγκαταλειφθεί. Η εγκατάλειψη αυτή σε συνδυασμό με την απώλεια καυσίμων είχαν ως συνέπεια την ελάττωση της ταχύτητας του σκάφους στους 16 κόμβους. Οι Γερμανοί αντιμετώπισαν το πρόβλημα στέλνοντας δύτες, οι οποίοι επισκεύασαν πρόχειρα το ρήγμα της πλώρης, με συνέπεια την αύξηση της ταχύτητας του Μπίσμαρκ στους 20 κόμβους, ταχύτητα που το επιτελείο διακυβέρνησης έκρινε ως την οικονομικότερη σε καύσιμα, προκειμένου το σκάφος να καταφέρει να φθάσει στο λιμάνι της κατεχόμενης Γαλλίας.
Όταν τα αεροσκάφη αποχώρησαν, το Μπίσμαρκ και το Πρίγκηψ της Ουαλίας ενεπλάκησαν εκ νέου σε σύντομη ναυμαχία, στην οποία κανένα σκάφος δεν πέτυχε να πλήξει το άλλο. Αμέσως μετά, ομάδες αποκαταστάσεως ζημιών του γερμανικού σκάφους κατάφεραν να εμποδίσουν την είσοδο θαλασσινού νερού στην τουρμπίνα, το οποίο θα κατέστρεφε τα ελάσματά της, προκαλώντας τη διακοπή της λειτουργίας της και, ως εκ τούτου, τη σημαντική ελάττωση της ταχύτητας του σκάφους. Η ταχύτητα μειώθηκε στους 12 κόμβους το πρωί της 25ης Μαΐου για να επιτραπεί στους δύτες να απαντλήσουν καύσιμα από τις πρόσθιες στις οπίσθιες δεξαμενές. Με τη σύνδεση δύο σωλήνων επιτεύχθηκε, έτσι, η μεταφορά μερικών εκατοντάδων τόνων καυσίμου από τις ημικατεστραμμένες πρόσθιες δεξαμενές στις οπίσθιες, που ήταν άθικτες.
Καθώς πλέον η καταδίωξη του Μπίσμαρκ εισερχόταν σε ανοικτή θάλασσα, τα σκάφη του Ουέικ- Ουώκερ αναγκάστηκαν να κάνουν συνεχείς ελιγμούς, για να αποφύγουν τυχόν γερμανικά υποβρύχια. Σε κάποιον από αυτούς, η απόσταση μεταξύ των σκαφών αυξήθηκε και, ως συνέπεια, το Σάφφολκ έχασε την επαφή ραντάρ με το Μπίσμαρκ. Εν τω μεταξύ, ο Λύτγιενς έδωσε διαταγή στο Μπίσμαρκ να αυξήσει την ταχύτητά του στο μέγιστο (με τις τρέχουσες συνθήκες αυτή μπορούσε να φθάσει ως τους 28 κόμβους), ενώ παράλληλα έδωσε εντολή να πραγματοποιούνται κύκλοι αρχικά προς δυσμάς και ύστερα προς βορρά. Οι ελιγμοί αυτοί συνέπεσαν με την απώλεια του σκάφους από τα βρετανικά ραντάρ. Ο κυβερνήτης του Σάφφολκ υπέθεσε ότι το γερμανικό σκάφος είχε βάλει πορεία προς τα δυτικά και διέταξε κι αυτός πορεία προς δυσμάς με όλη τη διαθέσιμη ταχύτητα. Μισή ώρα αργότερα πληροφόρησε τον Ουέικ-Ουώκερ, ο οποίος διέταξε διασπορά των σκαφών και προσπάθεια εντοπισμού του Μπίσμαρκ με οπτικά μέσα. Εν τω μεταξύ, μέσω Ναυαρχείου, την απώλεια επαφής ραντάρ με το γερμανικό σκάφος πληροφορήθηκε και ο Ουίνστον Τσώρτσιλ, ο οποίος, προς στιγμήν, τρομοκρατήθηκε, αναρωτώμενος τι θα έπρεπε να πει στους Βρετανούς: Το Μπίσμαρκ, αφού βύθισε το Χουντ διέφυγε ανενόχλητο; Η κατάσταση για τα βρετανικά σκάφη είχε αρχίσει να δυσχεραίνει, καθώς τα περισσότερα άρχισαν να εμφανίζουν προβλήματα ανεφοδιασμού σε καύσιμα. Οι Βρετανοί έστειλαν το Βικτόριους και τα συνοδευτικά του σκάφη προς τα δυτικά, ενώ τα σκάφη του ναυάρχου Ουέικ-Ουώκερ συνέχισαν προς τα νοτιοδυτικά. Στο μεταξύ ο Λύτγιενς γνωστοποιεί στο γερμανικό ναυαρχείο την πρόθεσή του να φθάσει στη Βρέστη. Τμήματα των μηνυμάτων του κατορθώνουν να αποκρυπτογραφήσουν οι Βρετανοί, ενώ η Λουφτβάφφε μετακινεί αεροσκάφη της, προκειμένου να παρέξει αεροπορική κάλυψη στο γερμανικό θωρηκτό, γεγονός που επιβεβαιώνει η γαλλική αντίσταση. Στην προσπάθεια εντοπισμού του Μπίσμαρκ συμμετέχει και ένα σμήνος από αναγνωριστικά υδροπλάνα "PBY Καταλίνα". Στις 10:30΄ της 26ης Μαΐου, ο σημαιοφόρος Λέοναρντ Σμιθ (Leonard B. Smith) ή, κατ' άλλες πηγές, ο Βρετανός πιλότος Ντ. Ε. Μπριγκς εντοπίζει ένα μεγάλο σκάφος. Κατεβαίνει χαμηλότερα για να έχει πληρέστερη οπτική επαφή και δέχεται σφοδρά αντιαεροπορικά πυρά, από τα οποία καταφέρνει με μεγάλη δυσκολία να διαφύγει, βοηθούμενος από την πυκνή νέφωση. Το σήμα εντοπισμού του Μπίσμαρκ φθάνει στο βρετανικό ναυαρχείο: Το γερμανικό σκάφος βρίσκεται 690 ναυτ. μίλια από τη Βρέστη, γεγονός που του δίνει τη δυνατότητα σε λιγότερο από μια ημέρα, με την τρέχουσα ταχύτητά του, να βρεθεί σε περιοχή που καλύπτεται τόσο από τα γερμανικά υποβρύχια όσο και από τα καταδιωκτικά της Λουφτβάφφε. Δεν υπάρχουν στην περιοχή βρετανικά σκάφη που να μπορέσουν να το προλάβουν και να το σταματήσουν. Μία είναι η ελπίδα των Βρετανών: Τα αεροπλάνα στο αεροπλανοφόρο Αρκ Ρόαγιαλ και η "Δύναμη Η" του ναυάρχου Τζέιμς Σόμερβιλ.
Τα σκάφη των υπόλοιπων σχηματισμών σταματούν την άσκοπη πλέον καταδίωξη και σταδιακά αρχίζουν να επιστρέφουν στις βάσεις τους, έχοντας σχεδόν άδειες δεξαμενές καυσίμων. Οπτική επαφή με το Μπίσμαρκ, στο μεταξύ, έχουν και μερικά από τα "Swordfish" του Αρκ Ρόαγιαλ που είχαν απονηωθεί για αναγνωρίσεις και διαπιστώνεται ότι η απόσταση μεταξύ Μπίσμαρκ και Αρκ Ρόαγιαλ είναι περίπου 60 ναυτ. μίλια. Ο Σόμερβιλ περιμένει τα σκάφη του να επιστρέψουν και να εξοπλιστούν με τορπίλες. Το καταδρομικό Σέφιλντ επιφορτίζεται με την παρακολούθηση του γερμανικού θωρηκτού, αλλά αυτό δεν το πληροφορούνται οι αεροπόροι των "Swordfish". Όταν ο Σόμερβιλ στέλνει το πρώτο κύμα αεροπλάνων, αυτά επιτίθενται στο Σέφιλντ, το οποίο γλιτώνει από τις τορπίλες χάρη σε ταχύτατους ελιγμούς του, αλλά και στη δυσλειτουργία των περισσότερων μαγνητικών πυροκροτητών που έφεραν οι τορπίλες. Τα "Swordfish" επιστρέφουν στο αεροπλανοφόρο, εφοδιάζονται με τορπίλες με πυροκροτητές επαφής και ξαναφεύγουν. Στο μεταξύ το Μπίσμαρκ έχει εντοπίσει το Σέφιλντ και βάλλει εναντίον του. Δεν κατορθώνει να το πλήξει απευθείας, αλλά θραύσματα από τις οβίδες του πλήττουν το καταδρομικό, φονεύοντας τρεις άνδρες και τραυματίζοντας αρκετούς άλλους. Το Σέφιλντ αναγκάζεται να οπισθοχωρήσει δημιουργώντας προπέτασμα καπνού. Αλλά στις 19:10΄ ο Σόμερφιλντ απονηώνει το δεύτερο κύμα "Swordfish", τα οποία φθάνουν το γερμανικό θωρηκτό στις 20:47΄ και εμφανίζονται απότομα, βγαίνοντας από τα σύννεφα. Τα "Swordfish" δέχονται σφοδρά αντιαεροπορικά πυρά, ενώ το Μπίσμαρκ κάνει ταχείς ελιγμούς για να αποφύγει τις τορπίλες τους. Ωστόσο, δύο από αυτές καταφέρνουν να το πλήξουν. Η μία το χτυπά σχεδόν στο μέσον του, προκαλώντας μικρές μόνο ζημιές στο σκάφος, η δεύτερη όμως το πλήττει κοντά στην πρύμνη, προκαλώντας ζημιές τόσο στους έλικες όσο και στο πηδάλιο, γεγονός που προκαλεί το μπλοκάρισμά του σε στροφή 12 μοιρών: Το Μπίσμαρκ είναι αναγκασμένο να διαγράφει ευρείς κύκλους και, πρακτικά, είναι ακυβέρνητο, παρά τις προσπάθειες του πληρώματος να επισκευάσει τη ζημιά, η οποία αποκαταστάθηκε μόνο μερικά. Στις 21:15΄ο Λύτγιενς αναγκάζεται να αναφέρει ότι το σκάφος είναι ακυβέρνητο λόγω απώλειας του πηδαλίου του.
Η βύθιση του Μπίσμαρκ
Η διαφυγή του γερμανικού θωρηκτού είναι πλέον αδύνατη. Ο ναύαρχος Τόβυ διαθέτει ακόμη, αν και με λίγα καύσιμα, τα θωρηκτά Βασιλιάς Γεώργιος Ε και Ρόντνεϊ και τα καταδρομικά Ντορσετσάιρ και Νόρφολκ. Στις 21:40΄ ο Λύτγιενς στέλνει νέο σήμα στο γερμανικό ναυαρχείο: "Σκάφος ακυβέρνητο. Θα πολεμήσουμε ως την τελευταία μας οβίδα. Ζήτω ο Φύρερ". Ενώ σκοτείνιαζε, το Μπίσμαρκ επιτέθηκε ξανά στο Σέφιλντ αναγκάζοντάς το για μια ακόμη φορά να υποχωρήσει, γεγονός που επέφερε την απώλεια οπτικής επαφής υπό τις συνθήκες αυτές. Η διαταγή παρακολούθησης του γερμανικού θωρηκτού μεταβιβάζεται στα πέντε αντιτορπιλικά της μοίρας που διοικεί ο Πλοίαρχος Φίλιπ Βάιαν (Philip Vian). Το γερμανικό σκάφος εμπλέκεται με τους μικρότερους αντιπάλους του και, ύστερα από τρεις ομοβροντίες του κυρίου πυροβολικού του, κατάφερε να περιβάλει ως στόχο το πολωνικό αντιτορπιλικό Piorun, το οποίο, όμως, συνέχισε να το πλησιάζει μέχρι να δεχτεί σχεδόν εύστοχη βολή στα 12.000 μέτρα, οπότε και άλλαξε πορεία απομακρυνόμενο. Ολόκληρη τη νύχτα τα σκάφη του Βάιαν παρενοχλούσαν το Μπίσμαρκ φωτίζοντάς το με φωτοβολίδες και εξαπολύοντας τορπίλες, καμία από τις οποίες δεν έπληξε το γερμανικό σκάφος. Το ξημέρωμα και μεταξύ 05:00΄ - 06:00΄ το πλήρωμα του θωρηκτού προσπάθησε να απονηώσει ένα από τα Arado 196 που διέθετε, για να μεταφέρει το ημερολόγιο του σκάφους, την εμπλοκή με το Χουντ και άλλα σημαντικά έγγραφα. Ωστόσο, μία από τις βολές του Πρίγκηψ της Ουαλίας είχε αχρηστεύσει τον καταπέλτη και έτσι η απονήωση δεν πραγματοποιήθηκε. Λίγο μετά την αυγή, εμφανίζονται στο προσκήνιο τα δύο βρετανικά θωρηκτά, πρώτα το Βασιλιάς Γεώργιος Ε και λίγο αργότερα το Ρόντνεϊ, τα οποία εμπλέκονται με το Μπίσμαρκ από απόσταση 23.000 μ. Η απόσταση ανάμεσα στα βρετανικά σκάφη και το γερμανικό θωρηκτό μειώνεται και στη μάχη εμπλέκονται και τα δευτερεύοντα πυροβόλα αλλά και τα καταδρομικά Ντορσετσάιρ και Νόρφολκ με τα πυροβόλα των 8 ιντσών. Στις 09:02΄ μια οβίδα των 16 ιντσών του Ρόντνεϊ κτυπά την υπερδομή του Μπίσμαρκ στο πρόσθιο τμήμα της, σκοτώνοντας πολλούς άνδρες του πληρώματος και προκαλώντας σημαντικές ζημίες στους πρόσθιους πυργίσκους των πυροβόλων. Σύμφωνα με μαρτυρίες επιζώντων Γερμανών, η βολή αυτή πιθανότατα φόνευσε τόσο τον Λίντεμαν όσο και τον Λύτγιενς καθώς και ολόκληρο το επιτελείο της γέφυρας. Το κύριο πυροβολικό στο πρόσθιο τμήμα ήταν πρακτικά απενεργοποιημένο και η τελευταία του ομοβροντία ήταν στις 09:27΄. Μία από τις οβίδες αυτές παρ' ολίγο να πλήξει την πλώρη του Ρόντνεϊ και κατέστρεψε τους πρόσθιους τορπιλοσωλήνες. Ήταν η πλέον εύστοχη βολή που κατόρθωσε να επιτύχει το βαριά πληγωμένο γερμανικό σκάφος. Ο ανθυποπλοίαρχος φον Μύλλενχάιμ (von Müllenheim), που ήταν επικεφαλής στους οπίσθιους πυργίσκους, κατόρθωσε να στείλει τρεις ακόμη ομοβροντίες κατά των αντιπάλων του, αλλά μια βρετανική οβίδα κατέστρεψε τα όργανα ελέγχου βολής. Ο ανθυποπλοίαρχος έδωσε διαταγή στα ακόμη ενεργά πυροβόλα να βάλουν κατά βούληση, αλλά ως τις 09:31΄ όλοι οι πυργίσκοι του κύριου πυροβολικού έχουν εξουδετερωθεί. Μέχρι τις 10 το πρωί τα σκάφη του Τόβυ έχουν καταφέρει πάνω από 700 βολές βαρέων πυροβόλων στο γερμανικό σκάφος, το οποίο φλέγεται από την πρύμνη ως την πλώρη, ενώ έχει πάρει κλίση 20 μοιρών και η πρύμνη του έχει σχεδόν φθάσει την επιφάνεια της θάλασσας. Ο Τόβυ δεν μπορεί να σταματήσει το πυρ αν οι Γερμανοί δεν κατεβάσουν τα διάσημά τους ή αν δεν γίνει σαφώς αντιληπτό ότι εγκαταλείπουν το σκάφος. Το Ρόντνεϊ πλησιάζει στα 2.700 μ., απόσταση πολύ μικρή για τα βαρέα πυροβόλα του, αλλά εκτοξεύει δύο τορπίλες από τους πλάγιους πυροσωλήνες. Οι άνδρες του Ρόντνεϊ ισχυρίζονται ότι η μία βρήκε στόχο, ωστόσο ο συγγραφέας Λούντοβικ Κέννεντυ σημειώνει: "Αν αυτό αληθεύει, τότε είναι η μοναδική περίπτωση στη ναυτική ιστορία που ένα θωρηκτό τορπιλίζει ένα άλλο".
Στο Μπίσμαρκ ο Υποπλοίαρχος Χανς Ελς (Hans Oels) δίνει διαταγή εγκατάλειψης του σκάφους στους άνδρες του και στο μηχανοστάσιο να απασφαλίσει τις υδατοστεγείς θύρες και να προετοιμάσει την αυτοβύθιση του πλοίου. Ο αρχιμηχανικός Γκέραρντ Γιούνακ (Gerhard Junack) δίνει εντολή στους άνδρες του να ετοιμάσουν τα εκρηκτικά με φιτίλι διάρκειας εννέα λεπτών, αλλά το σύστημα ενδοεπικοινωνίας σταματά να λειτουργεί κι έτσι αναγκάζεται να στείλει αγγελιαφόρο για να επιβεβαιώσει τη διαταγή αυτοβύθισης του πλοίου. Ο αγγελιαφόρος δεν επέστρεψε ποτέ και ο Γιούνακ εκτελεί τη διαταγή που είχε λάβει, δίνοντας διαταγή εγκατάλειψης του σκάφους. Ο Γιούνακ και οι άνδρες του άκουσαν τα εκρηκτικά να εκρήγνυνται καθώς ανέβαιναν στο επίπεδο του καταστρώματος, ενώ ο Ελς περιφερόταν στο σκάφος δίνοντας διαταγή εγκατάλειψής του. Μόλις έφθασε στη γέφυρα, μια ισχυρή έκρηξη φόνευσε τον ίδιο και περίπου 100 ακόμη άνδρες.
Παρά τις σχεδόν 400 οβίδες που είχε δεχτεί το γερμανικό θωρηκτό και την προσπάθεια αυτοβύθισής του, αυτό συνέχισε να επιπλέει. Τα σκάφη του Τόβυ κινδυνεύουν να μείνουν από καύσιμα στο μέσο του πελάγους και σε κακές καιρικές συνθήκες. Ο ναύαρχος δίνει εντολή αποχώρησης σε όλα τα σκάφη και διατάσσει το Ντόρσετσάιρ να βυθίσει το γερμανικό σκάφος με τορπίλες. Το βρετανικό σκάφος πλήττει το θωρηκτό με μία τορπίλη στα δεξιά και μία στα αριστερά. αν και το Μπίσμαρκ έχει πλέον γείρει τόσο ώστε το κατάστρωμά του να καλύπτεται από το νερό. Στις 10:35΄ το Μπίσμαρκ γέρνει αργά προς τα αριστερά και βυθίζεται αργά με την πρύμνη.
Διασώσεις
Περίπου 400 άνδρες του Μπίσμαρκ βρίσκονται στο νερό. Το Ντορσετσάιρ συνοδευόμενο από το αντιτορπιλικό Μαορί πλησιάζουν και ρίχνουν σκοινιά, προκειμένου να περισυλλέξουν τους ναυαγούς. Στις 11:40΄ όμως ο κυβερνήτης του Ντορσετσάιρ δίνει διαταγή να εγκαταλειφθεί η επιχείρηση διάσωσης, γιατί επισημάνθηκε γερμανικό υποβρύχιο. Τα δύο βρετανικά σκάφη είχαν προλάβει να διασώσουν 85 άνδρες το πρώτο και 25 το δεύτερο. Όταν τα βρετανικά σκάφη αποχώρησαν, το γερμανικό υποβρύχιο αναδύθηκε και διέσωσε τρεις ακόμη άνδρες, ενώ άλλοι δύο διασώθηκαν από διερχόμενο ρυμουλκό. Συνολικά της βύθισης του Μπίσμαρκ επέζησαν 114 άνδρες κατ' άλλες πηγές 110 από σύνολο 2.200 ανδρών του πληρώματος. Ο πρώτος αξιωματικός φον Μυλλενχάιμ (Von Müllenheim-Rechberg) επέζησε και συνέγραψε αργότερα το βιβλίο Battleship Bismarck, A Survivor's Story (εκδ. 1980).
Λαϊκή κουλτούρα
Το 1959 ο Κ. Σ. Φόρεστερ (C. S. Forester) συνέγραψε το μυθιστόρημά του Last Nine Days of the Bismarck (οι εννέα τελευταίες ημέρες του Μπίσμαρκ). Το 1960 το μυθιστόρημα αποτέλεσε τη βάση της ταινίας "Sink the Bismarck!" (ελληνικός τίτλος "Βυθίσατε το Βίσμαρκ!") σε σενάριο του Έντμουντ Νορθ (Edmund H. North) και σκηνοθεσία Λιούις Γκίλμπερτ (Lewis Gilbert). Για λόγους δραματοποίησης, το γερμανικό σκάφος εμφανίζεται να έχει βυθίσει ένα βρετανικό αντιτορπιλικό και να έχει καταρρίψει δύο "Swordfish", αλλά στην πραγματικότητα τίποτε από αυτά δεν συνέβη. Το ίδιο έτος παρουσιάστηκε και το τραγούδι του Τζώννυ Χόρτον (Johnny Horton) "Sink the Bismarck".
Το 1996 ο σκηνοθέτης Ρόμπερτ Κερκ (Robert Kirk) δημιούργησε το ντοκιμαντέρ Sink the Bismarck, διάρκειας 100 λεπτών για την τηλεόραση ενώ το 2012 οι σκηνοθέτες Μαρκ Ράντις και Μπεν Μπλαιρ (Mark Radice, Ben Blair) δημιούργησαν το επίσης τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ How the Bismarck Sank HMS Hood (Πώς το Μπισμαρκ βύθισε το Χουντ).
Ο κανονιοβολισμός της Θεσσαλονίκης που συνέβει την 9η προς 10η Φεβρουαρίου του 1948
Ο κανονιοβολισμός της Θεσσαλονίκης
που συνέβει την 9η προς 10η Φεβρουαρίου του 1948
Κίνηση εντυπωσιασμού και προπαγάνδας του «Δημοκρατικού Στρατού» (ΔΣΕ), που κατέληξε σε τραγωδία για τους επιτιθέμενους. Συνέβη τη νύχτα της 9ης προς τη 10η Φεβρουαρίου 1948, σε μια περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου που το αντάρτικο κίνημα βρισκόταν σε ιδιαίτερη έξαρση και ο «Εθνικός Στρατός» σε φάση ανασυγκρότησης, καθώς οι Άγγλοι είχαν αποχωρήσει από την Ελλάδα και οι Αμερικανοί αναμένονταν από μέρα σε μέρα.
Η κατάληψη της Θεσσαλονίκης ήταν ένα παλιό όνειρο των ανταρτών και στρατηγικής σημασίας κίνηση. Είχε προβλεφθεί στο σχέδιο «Λίμνες», αλλά εγκαταλείφθηκε, εξαιτίας του ανεπαρκούς έμψυχου και άψυχου υλικού, που διέθετε ο ΔΣΕ. Ο κανονιοβολισμός της Θεσσαλονίκης αποφασίστηκε ως κίνηση εντυπωσιασμού για εσωτερική και διεθνή κατανάλωση, σε σύσκεψη στρατιωτικών και πολιτικών αρχηγών του ΔΣΕ στο χωριό Πύλη Πρεσπών, διαφωνούντος του Μάρκου Βαφειάδη. Ο νέος διοικητής των δυνάμεων του ΔΣΕ στην Κεντρική Μακεδονία, Νίκος Τριανταφύλλου, διατάχθηκε να διεισδύσει στην περιοχή της Θεσσαλονίκης με τμήματα του ΔΣΕ και να πλήξει με πυροβόλα την πόλη.
Τις πρώτες βραδυνές ώρες της 9ης Φεβρουαρίου, μια δύναμη ανταρτών ακαθορίστου συνθέσεως (από 200 έως 1000 άνδρες) προερχόμενη από το ορμητήριό της στα Κρούσια Όρη, έφθασε σε απόσταση 8 χιλιομέτρων βορείως της Θεσσαλονίκης, χωρίς να γίνει αντιληπτή. Από την τοποθεσία Δερβένι - Λεμπέτ έστησε ένα γερμανικό ορειβατικό πυροβόλο των 75 και άρχισε να βάλει κατά της συμπρωτεύουσας.
Οι κάτοικοι των ανατολικών συνοικιών ξύπνησαν έντρομοι από τις αλλεπάλληλες εκρήξεις. Υπολογίζεται ότι μέσα στη μία ώρα που διάρκεσε ο κανονιοβολισμός (2:30 - 3:30 π.μ. της 10ης Φεβρουαρίου) έπεσαν πάνω από 40 οβίδες, κυρίως σε αποθήκες και στρατώνες, αλλά και στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, στην Πλατεία Αριστοτέλους και την Τσιμισκή. Έξι άμαχοι έχασαν τη ζωή τους και επτά τραυματίστηκαν.
Οι στρατιωτικές αρχές της πόλης καταλήφθηκαν εξ απήνης. Σε ανακοίνωσή του το Γ' Σώμα Στρατού έκανε λόγο για «ολίγα βλήματα όλμου», αλλά αμέσως σχεδόν διαπιστώθηκε ότι ήταν οβίδες. Οι φήμες οργίαζαν ότι οι αντάρτες ετοιμάζονταν να καταλάβουν τη συμπρωτεύουσα. Πλήθος ξένων ανταποκριτών έσπευσαν στη Θεσσαλονίκη για να καλύψουν το εντυπωσιακό γεγονός.
Η πολιτική εξουσία στην Αθήνα θορυβήθηκε. Την ίδια μέρα βουλευτές ζήτησαν να συζητηθεί ο βομβαρδισμός προ ημερησίας διατάξεως. Ένας βουλευτής επέκρινε την κυβέρνηση Σοφούλη, λέγοντας ότι «το πυροβόλο δεν είναι αυτόματο για να κρυφτεί στη χλαίνη ενός αντάρτη». Ο σάλος ήταν τέτοιος, που ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος παρεμβαίνοντας ζήτησε να σταματήσουν οι κραυγές, που δίνουν την εντύπωση «εθνικής ασυναρτησίας».
Στη Θεσσαλονίκη, παρά τον αρχικό αιφνιδιασμό του, το Γ' Σώμα Στρατού ενήργησε κεραυνοβόλα. Με το πρώτο φως της ημέρας η πολεμική αεροπορία εντόπισε τις θέσεις των ανταρτών. Ο στρατός και η χωροφυλακή εξαπέλυσαν ένα πρωτοφανές ανθρωποκυνηγητό για να μην προλάβουν να επιστρέψουν στις θέσεις τους. Οι αντάρτες αιφνιδιάστηκαν και υποχώρησαν ατάκτως. Στην προσπάθειά τους να διαβούν τη λίμνη του Αγίου Βασιλείου, πολλοί πνίγηκαν. Η επιχείρηση κόστισε στους επιτιθέμενους 100 νεκρούς, ενώ πάνω από 100 αιχμαλωτίστηκαν.
Οι συλληφθέντες οδηγήθηκαν σε πομπή στις φυλακές (12 Φεβρουαρίου), εν μέσω αποδοκιμασιών και προπηλακισμών από τους «εθνικόφρονες». Στις 27 Φεβρουαρίου 1948, 111 αντάρτες δικάσθηκαν από Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης. 52 καταδικάσθηκαν σε θάνατο, 15 σε βαριές ποινές και 44 αθωώθηκαν.
Την ίδια μέρα με την επίθεση των ανταρτών στη Θεσσαλονίκη, η Μόσχα ξεκαθάριζε το μάταιο του αγώνα των ελλήνων κομμουνιστών. Με τη φράση «Σβαρνούτ» («Να τα μαζέψουν»), ο Στάλιν τόνιζε εμφαντικά σε αντιπροσωπεία γιουγκοσλάβων κομμουνιστών στη Μόσχα ότι το ελληνικό αντάρτικο, όχι μόνο δεν πρόκειται να λάβει βοήθεια, αλλά θα πρέπει να εγκαταλείψει τον αγώνα του.
Πληροφορίες: sansimera.gr
Στήλη της Ροζέττας
Στήλη της Ροζέττας
Η Στήλη της Ροζέττας είναι μια πέτρινη πλάκα από γρανοδιορίτη (και όχι από βασάλτη ή γρανίτη όπως συχνά αναφέρεται λανθασμένα), που προέρχεται από τον ναό του Πτολεμαίου Ε’ του Επιφανούς.
Χρονολογείται στον 2ο αιώνα π.Χ. και φέρει μια εγχάρακτη επιγραφή σε δύο γλώσσες (αιγυπτιακή και ελληνική) και τρία συστήματα γραφής (ιερογλυφικά, δημώδη αιγυπτιακή, ελληνική) Το ελληνικό μέρος της στήλης αρχίζει ως εξής: « Βασιλεύοντος του νέου και παραλαβόντος την βασιλείαν παρά του πατρός... ».
Το όνομά της προέρχεται από την πόλη Rachid (που εκγαλλίστηκε σε Rosette) της Κάτω Αιγύπτου, στο βορειοδυτικό τμήμα του Δέλτα του Νείλου. Βορειότερα της πόλης, γύρω από το οχυρό Φορ Ζυλιέν (Fort Jullien), ο Γάλλος αξιωματικός Πιέρ Φρανσουά Ξαβιέ Μπουσάρ (Pierre-François-Xavier Bouchard), που υπηρετούσε στο στράτευμα του Ναπολέοντα, ανακάλυψε τη στήλη τελείως τυχαία το 1799. Μελετώντας την όμως κατάλαβε την αξία της, καθώς έως τότε κανείς δεν είχε καταφέρει να αποκρυπτογραφήσει τα αιγυπτιακά ιερογλυφικά.
Η ανακάλυψη της τρίγλωσσης στήλης αποδείχθηκε θεμελιώδους σημασίας. Ο σπουδαίος Γάλλος μελετητής Ζαν-Φρανσουά Σαμπολιόν (1790-1832) (Jean-François Champollion), από τους πιο διακεκριμένους γλωσσολόγους της εποχής, κατάφερε, με βάση τα ονόματα των βασιλέων Πτολεμαίου και Αρσινόης που αναφέρονται στην στήλη, να βρει το κλειδί για να αποκρυπτογραφήσει τα αιγυπτιακά ιερογλυφικά.
Αυτή η ανεκτίμητης αξίας ανακάλυψη ήταν καθοριστική για την εξέλιξη της επιστήμης της Αιγυπτιολογίας. Το σύστημα που χρησιμοποίησε ο Σαμπολιόν για να αποκρυπτογραφήσει το κείμενο της στήλης, η οποία φυλάσσεται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου, αποτελεί σημαντικό οδηγό για όσους ενδιαφέρονται για τη μελέτη των αρχαίων συστημάτων γραφής.
Πηγή: el.wikipedia.org
Ο Αγώνας του Θανάτου
Ο Αγώνας του Θανάτου
Στο βιβλίο της ιστορίας της Ντιναμό Κιέβου, θα υπάρχει πάντοτε ένα μεγάλο κεφάλαιο αφιερωμένο στους ηρωικούς ποδοσφαιριστές της ομάδας που αψήφισαν τον ίδιο το θάνατο για να υπερασπιστούν την τιμή τους.
Καλοκαίρι του 1941. Ο πλανήτης έχει παραδοθεί για τα καλά στις φλόγες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Οι καταστροφές, οι δυστυχίες, οι θάνατοι, όλα ανυπολόγιστα και το ανθρώπινο είδος βυθίζεται στο σκοτάδι που το ίδιο προκάλεσε.
Στην Ευρώπη οι δυνάμεις του Χίτλερ προελαύνουν, και το Σεπτέμβρη της ίδια χρονιάς καταλαμβάνουν ένα σημαντικό κέντρο της Σοβιετικής Ένωσης: την πόλη του Κιέβου.
Ο αρτοποιός που σώθηκε
Ήταν ξεκάθαρος όσο κι αν επέμενε το αφεντικό. Η ιδεολογία του και η αγάπη για την πατρίδα δεν του επέτρεπε να γίνει έρμαιο στα χέρια των Ναζί.
Ο Νικολάι Τρούσεβιτς δεν πειθόταν στις προτροπές του Γκέοργκ Σβετσόφ. Ο ίδιος ήξερε ότι χρωστούσε πολλά στον Σβετσόφ καθώς τον είχε σώσει από το στρατόπεδο συγκέντρωσης της Νταρνίτσα, όταν οι Γερμανοί είχαν συλλάβει αυτόν κι άλλους 600.000 Ουκρανούς.
Γνώριζε επίσης όμως, ότι το αφεντικό του στο φούρνο ήταν πιστός συνεργάτης των Ναζί, ένας υποτακτικός που βάζει το προσωπικό του συμφέρον πάνω απ' οτιδήποτε άλλο ακόμα κι από της ίδιας του της χώρα, μια κλασική δηλαδή περίπτωση Εφιάλτη.
Γι 'αυτό λοιπόν ο Νικολάι αρνιόταν να γίνει μέλος της ποδοσφαιρικής ομάδας που είχε συγκροτήσει ο Σβετσόφ. Στις δόξες του ήταν ένας εξαιρετικός τερματοφύλακας, όταν αγωνιζόταν στην τοπική Ντιναμό. Ο σεβασμός που απολάμβανε από τους συμπολίτες του ήταν μοναδικός και αν συμμετείχε στη γερμανόφιλη ομάδα της Ρουχ ο λαός του Κιέβου θα δεχόταν μεγάλο πλήγμα, χώρια τα προπαγανδιστικά οφέλη που θα αποκόμιζε η Γκεστάπο.
Αποφάσισε λοιπόν να δημιουργήσει μια ομάδα με δικές του ενέργειες. Ο Τρούσεβιτς γνώριζε εξ' αρχής πάνω σε ποιους θα βασιζόταν, και απευθύνθηκε ευθύς στους παλιούς του συμπαίκτες της Ντιναμό, που αγωνίζονταν μαζί πριν ξεσπάσει ο πόλεμος. Ο Αλεξέι Κλιμένκο, ο νεαρός αμυντικός Μιχαήλ Σβιριντόφσκι, ο ασημένιος Ολυμπιονίκης Μιχαήλ Πουτίστιν, ο Νικολάι Κορότκιχ, ο Μακάρ Γκοντσαρένκο και το "κτήνος" Ιβάν Κουζμένκο, θα αποτελούσαν τη ραχοκοκαλιά της νέας ομάδας. Παρέα και άλλοι τρεις από τη Λοκομοτίβ Κιέβου που έτρεξαν στο κάλεσμα του Τρούσεβιτς, οι Μιχαήλ Μέλνικ, Βλάντιμιρ Μπαλάιν και Βασίλι Σουκάρεφ.
Και το όνομα; Φυσικά δεν θα μπορούσε να είναι το "Ντιναμό", καθώς αυτομάτως παρέπεμπε στις αστυνομικές δυνάμεις της Σοβιετικής Ένωσης απ’ όπου και προερχόταν όντως ο σύλλογος, κάτι που θα προκαλούσε φρενίτιδα στους κατακτητές. Το όνομα της ομάδας θα ήταν Σταρτ, με τη λέξη να έχει ανάλογη σημασία με την αγγλική γλώσσα, δηλαδή αρχή. Έτσι ο Νικολάι Τρούσεβιτς και οι συμπαίκτες του θα έκαναν μια νέα αρχή παίζοντας ποδόσφαιρο, αποδρώντας έστω και για λίγες ώρες από τη μιζέρια του πολέμου και της καθημερινής βιοπάλης.
Η ανίκητη Σταρτ
Το πρώτο παιχνίδι έλαβε χώρα στο στάδιο "Ζενίτ" του Κιέβου, όπου η Σταρ διέλυσε μια ομάδα Ούγγρων (σύμμαχοι των Γερμανών) με σκορ 6-2. Επόμενος αντίπαλος ακόμα μια μεικτή, αυτή τη φορά από Ρουμάνους στρατιώτες, η οποία έφυγε με έντεκα γκολ στο κεφάλι από τους ήρωες του Κιέβου. Όταν όμως ο Τρούσεβιτς και οι υπόλοιποι νίκησαν την γερμανική PGS, τότε η ψυχολογία του λαού άλλαξε για τα καλά. Αν και… περιορισμένος από του Ναζί, ο Τύπος της χώρας αναγνώριζε τα κατορθώματα της Σταρτ, με αποτέλεσμα να εξυψώνεται το ηθικό των υπόδουλων Ουκρανών.
Οι συνεχείς επιτυχίες αυτών των… επίλεκτων κακομοίρηδων και η ανταπόκριση του κόσμου που τους θεωρούσε λαϊκά ινδάλματα δεν έκατσε καθόλου καλά στους Γερμανούς, οι οποίοι αποφάσισαν να βάλουν φρένο στην αήττητη πορεία τους. Προς απάντηση λοιπόν της Σταρ, ήρθε στο Κίεβο η έχουσα τη φήμη ανίκητης ομάδας, Φλάκελφ, που ήταν η επίσημη ποδοσφαιρική εκπρόσωπος της γερμανικής αεροπορίας.
Στις 6 Αυγούστου του 1942, Φλάκερφ και Σαρτ βρέθηκαν αντιμέτωπες, με τους Ουκρανούς να επικρατούν με χαρακτηριστική άνεση των στρατιωτών-αθλητών του Γ’ Ράιχ και σκορ 5-1. Αδύνατον. Η Αρία φυλή, οι αρρενωποί ξανθοί και γυμνασμένοι στην εντέλεια άντρες του Χίτλερ να ταπεινώνονται τοιουτοτρόπως από ένα μάτσο υπόδουλους τιποτένιους μπαλαδόρους;
Το χαστούκι στην αίσθηση της γερμανικής υπεροχής ανησυχητικά ηχηρό, και πλέον τα πράγματα είχαν σοβαρέψει. Ήταν πια κάτι παραπάνω από δεδομένο, ότι οι Γερμανοί θα ζητούσαν εκδίκηση με κάθε μέσο.
"Ηττηθείτε ή θα πεθάνετε"
Η ρεβάνς προγραμματίστηκε για τρεις μέρες αργότερα, στις 9 Αυγούστου. Η σημασία που είχε αποκτήσει η αναμέτρηση έκανε μαζική τη προσέλευση στο γήπεδο "Ζενίτ" του Κιέβου. Χαρακτηριστικό είναι ότι τα φυλλάδια που τύπωσαν οι Ναζί ανέφεραν τη λέξη "εκδίκηση" κάτω από την αναγγελία του ποδοσφαιρικού αγώνα, δείγμα του πόση σημασία έδιναν σε ένα γεγονός που πριν ήταν χόμπι του στρατού, αλλά τώρα πια μέσο πολιτικής προπαγάνδας.
Πριν το ματς, ένας άνδρας με στολή των S.S. εισήλθε στα αποδυτήρια της Σταρτ για να μεταφέρει ένα ξεκάθαρο μήνυμα στους ποδοσφαιριστές: "Είμαι ο διαιτητής του σημερινού αγώνα. Ξέρω ότι είστε μια πολύ καλή ομάδα. Σας παρακαλώ ακολουθήστε τους κανόνες, μην παραβείτε κανέναν, και πριν την έναρξη χαιρετίστε τους αντιπάλους σας με τον τρόπο το δικό μας".
Το δίλημμα ήταν εμφανές. Ή μήπως δεν υπήρχε ποτέ κανένα δίλημμα; Μάλλον το δεύτερο ισχύει γιατί ο Νικολάι Κορότκιχ, ο Ιβάν Κουζμένκο, ο Μακάρ Γκοντσαρένκο, ο Νικολάι Τρούσεβιτς και οι υπόλοιποι παίκτες της Σταρτ, παρουσιάστηκαν αποφασισμένοι να αγωνιστούν για την τιμή τη δική τους, της πόλης τους και τη χώρας τους εν γένει.
Το έδειξαν ευθύς εξ’ αρχής, αφού στο χαιρετισμό των ομάδων, αντί για “Hail Hitler” οι Ουκρανοί βροντοφώναξαν“Fizcult Hura”, τον αντίστοιχο σοβιετικό χαιρετισμό! Άπαντες αντιλήφθηκαν ότι θα τα έπαιζαν όλα για όλα. Πέραν του διαιτητικού στησίματος και των ξεκάθαρων απειλών εκ μέρους των Γερμανών, οι παίκτες της Σταρτ ήταν εργάτες που δούλευαν ολημερίς για ένα ξεροκόμματο και όχι επαγγελματίες αθλητές, όπως οι της Φλάκελφ.
Οι Ναζί αντιπαρέταξαν δύναμη και αντιαθλητικά μαρκαρίσματα στο τεχνικό επίπεδο των Ουκρανών, με τον γκολκίπερ Τρούσεβιτς να μένει αναίσθητος για μερικά λεπτά μετά από ένα χτύπημα εκτός φάσης. Το θεαματικό γκολ όμως του Κουζμένκο που τάραξε τα γερμανικά δίχτυα, έδωσε αέρα υπεροχής στη Σταρτ, η οποία και πήγε προηγούμενη με 3-1 στο ημίχρονο.
Στην ανάπαυλα οι Ουκρανοί δέχθηκαν και δεύτερη γερμανική επίσκεψη, αυτή τη φορά από άνθρωπο των SS παρέα με τον προδότη και συνεργάτη των κατακτητών, Γκέοργκ Σβετσόφ. Ο Σβετσόφ παρότρυνε τον Τρούσεβιτς και τους υπόλοιπους να δώσουν το ματς, και ο Γερμανός τους επεσήμανε να σκεφτούν τις συνέπειες σε περίπτωση που πράξουν αντίθετα.
Το δεύτερο ημίχρονο είχε από δυο γκολ για την κάθε ομάδα, με το σκορ να διαγράφεται 5–3 υπέρ της Σταρτ, ωστόσο στο τέλος συνέβη η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Ο αμυντικός Αλεξέι Κλιμένκο τη μπάλα και αφού πέρασε όλη τη γερμανική άμυνα και τον τερματοφύλακα έφτασε μέχρι τη γραμμή και κοντοστάθηκε. Τότε, αντί να σκοράρει κλότσησε τη μπάλα προς το κέντρο. Ο διαιτητής των SS σφύριξε πριν καν συμπληρωθούν τα ενενήντα λεπτά, και όλοι προσπαθούσαν να αφουγκραστούν ποια θα ήταν η τύχη των νικητών.
Αιώνιο σύμβολο
Εκεί που τελειώνει ο μύθος ξεκινούν τα ιστορικά γεγονότα. Η κομουνιστική προπαγάνδα αναφέρει πως οι ποδοσφαιριστές της Ντιναμό εκτελέστηκαν λίγο μετά το παιχνίδι ωστόσο η πραγματικότητα είναι διαφορετική μα καθόλου λιγότερο τραγική.
Σταδιακά μετά τις 9 Αυγούστου, οι ποδοσφαιριστές της Σταρτ συλλαμβάνονταν για ανάκριση κατηγορούμενοι ότι συνεργάζονταν με τη Σοβιετική αστυνομία. Η κατάσταση χειροτέρεψε όταν ο Τρούσεβιτς και η παρέα του νίκησαν με 8-0 τη Ρουχ, την ομάδα του αφεντικού του Σβετσόφ, και φίλου των Γερμανών. Ο Κορότκιχ πέθανε στη διάρκεια των βασανιστηρίων από τους Ναζί(άλλη εκδοχή τον θέλει να έχει ήδη συλληφθεί πριν τον αγώνα) και οι υπόλοιποι μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπου οι άλλοτε συνάδελφοι στο φούρνο και συμπαίκτες στο γήπεδο, Κουζμένκο, Κλιμένκο, Τρούσεβιτς εκτελέστηκαν μερικούς μήνες αργότερα.
"Ο Αγώνας του Θανάτου", ήρθε στο φως της δημοσιότητας 16 χρόνια μετά τη διεξαγωγή του, από ένα άρθρο Ουκρανού δημοσιογράφου σε εφημερίδα του Κιέβου. Ταινίες δημιουργήθηκαν εμπνευσμένες από το εν λόγω συμβάν, βιβλία γράφτηκαν και το όλο γεγονός πέρασε στη σφαίρα του θρύλου, διόλου άδικα. Το 2005 μάλιστα, η Εισαγγελία του Αμβούργου έκλεισε την υπόθεση, με την ετυμηγορία να αναφέρει πως δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι οι ποδοσφαιριστές της Σταρτ δολοφονήθηκαν από τους Ναζί εξαιτίας της νίκης τους, κάτι που αποτελεί μια ακόμη τρανή περίπτωση γερμανικής ασυλίας στα εγκλήματα της τότε πολιτικής ηγεσίας της χώρας.
Βγαίνοντας κανείς από την κύρια έξοδο του πρώην σταδίου "Ζενίτ" και νυν "Σταρτ" στο Κίεβο, βλέπει στα δεξιά του ένα άγαλμα που αναπαριστά την εικόνα τεσσάρων ποδοσφαιριστών, που στέκονται αιώνιο σύμβολο θάρρους και αυταπάρνησης. "Η δόξα σας δεν θα ξεθωριάσει στους αιώνες…" αναφέρει η επιγραφή, για εκείνους τους ανθρώπους που μπόρεσαν να μη δειλιάσουν, κοιτάζοντας κατάματα το θάνατο.
O στρατός από τερακότα στην Κίνα, ο πήλινος στρατός της Κίνας φτιάχτηκε με πρότυπο τα αρχαία Ελληνικά αγάλματα
O στρατός από τερακότα στην Κίνα
Η Μεγάλη Πήλινη Στρατιά της Κίνας είναι εμπνευσμένη από
γλυπτά της αρχαίας Ελλάδας, υποστηρίζει μια νέα έρευνα.
Ο πήλινος στρατός της Κίνας φτιάχτηκε με πρότυπο τα αρχαία Ελληνικά αγάλματα
Η ΥΠΟΓΕΙΑ Μεγάλη Πήλινη Στρατιά, που βρίσκεται στην πόλη Σιάν της Κίνας και που αποτελείται από 8.000 αγάλματα στρατιωτών, γνωστοί ως “Πήλινοι Πολεμιστές”, είναι στην πραγματικότητα εμπνευσμένη από την αρχαία ελληνική τέχνη, υποστηρίζει μια νέα έρευνα.
Οι χιλιάδες πήλινοι στρατιώτες σε φυσικό μέγεθος –πεζοί, ιππείς, αρματηλάτες, αξιωματικοί– θάφτηκαν εδώ και 2.200 χρόνια για να συντροφεύσουν τον πρώτο αυτοκράτορα της Κίνας, Τσιν Σι Χουάνγκ, και να τον φρουρούν στο αιώνιο ταξίδι του.
Ο Τσιν Σι Χουάνγκ αυτοανακηρύχτηκε αυτοκράτορας το 221 π.Χ. αφού κατάφερε να υποτάξει έξι αντιμαχόμενα κράτη και να ενώσει την Κίνα.
Για τη δημιουργία του πήλινου στρατού εργάστηκαν περισσότερα από 720.000 άτομα για 37 χρόνια. Κάθε στρατιώτης έχει μοναδικά χαρακτηριστικά και τοποθετήθηκε σύμφωνα με τη θέση και το αξίωμά του στο στρατό.
O πήλινος στρατός βρίσκεται σε μεγάλες τάφρους, που σήμερα είναι στεγασμένες εν είδη μουσείου, μέσα στις οποίες υπάρχουν επίσης ακροβάτες, παλαιστές, χορευτές και κρατικοί υπάλληλοι.
Το πόρισμα της νέας έρευνας, η οποία στηρίχθηκε στη μετάφραση αρχείων της εποχής, είναι ότι η έμπνευση για τη δημιουργία αυτού του τεράστιου στρατού προήλθε από την αρχαία Ελληνική γλυπτική.
Αυτό υποστηρίζει ο Γερμανός αρχαιολόγος δρ. Λούκας Νίκελ της Σχολής Ανατολικών και Αφρικανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, ο οποίος έχει ειδικευτεί στην ιστορία της τέχνης της αρχαίας και μεσαιωνικής Κίνας.
«Φαίνεται ότι τα γλυπτά του πρώτου αυτοκράτορα είναι αποτέλεσμα της πρώιμης επικοινωνίας ανάμεσα στην Ελλάδα και την Κίνα», γράφει ο καθηγητής Νίκελ (που θεωρείται επίσης ειδήμων στο Δρόμο του Μεταξιού), στην πιο πρόσφατη έκδοση του περιοδικού της Σχολής Ανατολικών και Αφρικανικών Σπουδών.
«Ήταν κάτι απόλυτα εφικτό και μπορούσε να γίνει», συμπληρώνει ο καθηγητής.
Τα πορίσματα της έρευνάς του τα στηρίζει στην απουσία αξιόλογης γλυπτικής παράδοσης στην Κίνα την περίοδο βασιλείας του πρώτου αυτοκράτορα.
Αντίθετα, είναι γνωστό ότι ο ελληνορωμαϊκός κόσμος διατηρούσε διπλωματικές επαφές με χώρες της Άπω Ανατολής, όπως η Ινδία και η Κίνα, ύστερα από την εκτεταμένη αυτοκρατορία που δημιούργησε ο Μέγας Αλέξανδρος.
Είναι επίσης γνωστό ότι η δυναστεία Χαν (206 π.Χ. – 220 μ.Χ.) είχε επικοινωνία με τη Δύση μέσω του Δρόμου του Μεταξιού.
Οι Κινέζοι ήταν γνωστοί στους Ρωμαίους ως “Σήρες”, που σημαίνει «οι άνθρωποι της χώρας του μεταξιού». Η λέξη παράγεται από το “Σι”, την κινεζική λέξη για το μετάξι. Ως Σήρες αναφέρονται από τον Στράβωνα, τον Πομπόνιο Μέλα και τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο. Μάλιστα, ο Ρωμαίος γεωγράφος Πομπόνιος Μέλας (50 μ.Χ.) παρουσιάζει την Κίνα στον Παγκόσμιο Άτλαντά του, το ίδιο και ο Έλληνας γεωγράφος Κλαύδιος Πτολεμαίος (150 μ.Χ.).
Στους Έλληνες, όπως παραδίδει ο Πτολεμαίος, ήταν γνωστοί επίσης με το όνομα “Σίνες”, απ’ όπου προέρχεται η λέξη “σινικός” (σινικό τείχος, σινική μελάνη, σινική θάλασσα κ.ά. και κατ’ επέκταση η λέξη Κίνα).
Στον χάρτη αυτόν του Πομπόνιου Μέλα, η Κίνα (Seres) βρίσκεται στο επάνω μέρος μεταξύ Σκυθίας (Ρωσίας) και Ινδίας.
Δώδεκα γιγαντιαία αγάλματα
Αφορμή για την έρευνα του δρα Λούκας Νίκελ αποτέλεσε η ανακάλυψη σε αρχαία κινεζικά αρχεία μιας αναφοράς για «δώδεκα γιγαντιαία αγάλματα», τα οποία ήταν ντυμένα με «ξένες φορεσιές». Τα αγάλματα είχαν μεταφερθεί στο Λιντάο, στο δυτικότερο τμήμα της Κίνας, απ’ όπου πηγάζει ο Κίτρινος ποταμός.
Βλέποντας τα αγάλματα, ο πρώτος αυτοκράτορας της Κίνας εμπνεύστηκε διπλά, αφενός κατασκευάζοντας όπλα από ορείχαλκο, τα οποία χρησιμοποίησε στους νικηφόρους πολέμους του, αφετέρου τα χρησιμοποίησε ως πρότυπα για την τεράστια Πήλινη Στρατιά.
Η ύπαρξη αυτών των αγαλμάτων εξηγεί γιατί οι πήλινοι στρατιώτες έχουν ύψος 1 μέτρο και 80 εκατοστά, ενώ οι φιγούρες που απεικονίζουν υψηλόβαθμους αξιωματικούς φτάνουν το 1 μέτρο και 95 εκατοστά.
Ο Νίκελ πιστεύει ότι τα γιγαντιαία αγάλματα ήρθαν από τα δυτικά, πιθανώς από βασίλεια που είχαν επηρεαστεί από τις εκστρατείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Λεπτομέρεια από τον Παγκόσμιο Άτλαντα του Πτολεμαίου. Αριστερά ο Κόλπος του Γάγγη και δεξιά η Κινεζική Θάλασσα (Sinus). Αντίγραφο του 15ου αιώνα.
«Αλλά το πιο σημαντικό», γράφει ο καθηγητής, «είναι ο τρόπος με τον οποίο έχουν αποδοθεί τα αγάλματα των ακροβατών και των χορευτών. Οι γλύπτες προσπάθησαν να αποδώσουν τη δομή των οστών, των μυών και των νεύρων για να απεικονίσουν όσο γίνεται πιο πιστά ένα πρόσωπο σε κίνηση. Αυτό πλησιάζει την κατανόηση του ανθρώπινου σώματος, την οποία είχαν μόνο οι Έλληνες, επηρεάζοντας με τη γλυπτική τους την Ευρώπη και την Ασία».
Ο Νίκελ υποστηρίζει ότι αυτού του είδους η ρεαλιστική γλυπτική δεν είναι κάτι που οι γλύπτες μπορούν να μάθουν χωρίς πολύχρονη πρακτική εξάσκηση, και οι αρχαίοι Έλληνες χρειάστηκαν αιώνες για να φτάσουν την τέχνη αυτή στον ανώτατο βαθμό. «Η δημιουργία ενός ανθρώπινου σώματος έτσι που να μοιάζει με ζωντανό απασχόλησε ολόκληρες γενιές Ελλήνων γλυπτών. Ήταν μια σύνθετη καλλιτεχνική και πνευματική διαδικασία, η οποία δεν συνέβη εν μια νυκτί», γράφει.
Το παράδοξο είναι ότι, μετά το θάνατο του πρώτου αυτοκράτορα, σταμάτησαν να φτιάχνονται γλυπτά σε φυσικό μέγεθος. Κατά τον Νίγκελ, η αιτία πρέπει να αναζητηθεί σ’ αυτό που ο Μπαν Κου –ένας ιστορικός που έζησε περίπου 2.000 χρόνια πριν– αποκαλεί «ταμπού των ουρανών». Σύμφωνα με το δόγμα αυτό, «εκείνος που ακολουθεί απερίσκεπτα ξένα πρότυπα, θα τιμωρηθεί από τον ουρανό».
Για τους αρχαίους Κινέζους, τα δώδεκα ευμεγέθη αγάλματα που ήρθαν από το εξωτερικό αντιπροσώπευαν κάτι ασυνήθιστο και ξένο. Οι κυβερνήτες της δυναστείας Χαν, που ανέλαβαν την εξουσία μετά το θάνατο του πρώτου αυτοκράτορα, φρόντισαν να τα καταστρέψουν.
Πληροφορίες: logiosermis.net & tovima.gr