Άρθρα
Ίων (Ιωάννης) Δραγούμης, ήταν διπλωμάτης, πολιτικός και λογοτέχνης
Ίων Δραγούμης
Ο Ίων (Ιωάννης) Δραγούμης, ήταν διπλωμάτης, πολιτικός και λογοτέχνης. Υπήρξε βασικός οργανωτής των ελληνικών κοινοτήτων κατά τον Μακεδονικό αγώνα. (Αθήνα, 14 Σεπτεμβρίου 1878 - 31 Ιουλίου 1920)
Γεννήθηκε και μεγάλωσε σε ένα μικρό χωριό της Καστοριάς, το Βογατσικό. Υποστήριξε τη δημιουργία ενός πολυεθνικού ελληνικού κράτους, εκφραζόμενος από το 1908 εναντίον της Μεγάλης Ιδέας. Πρωταγωνίστησε στο γλωσσικό κίνημα του δημοτικισμού, ενώ με το συγγραφικό του έργο άσκησε σημαντική επιρροή στη διαμόρφωση της ελληνικής ιδεολογίας των αρχών του εικοστού αιώνα.
Μέσα στο ασταθές πολιτικό κλίμα που ακολούθησε την απόπειρα δολοφονίας του Ελευθέριου Βενιζέλου στο Παρίσι, συνελήφθη και τελικά δολοφονήθηκε στην περιοχή Αμπελοκήπων της Αθήνας, από βενιζελικό στρατιωτικό σώμα ασφαλείας, μπροστά σε περαστικούς.
Βίος και πολιτική δράση
Ήταν γιος του πολιτικού και πρωθυπουργού Στέφανου Δραγούμη με καταγωγή από το Βογατσικό Καστοριάς και της Ελισάβετ Κοντογιαννάκη (1851-1931), κόρης του Ιωάννη Κοντογιαννάκη, τραπεζίτη και επίτιμου γενικού προξένου της Ελλάδας στην Αγία Πετρούπολη.
Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 14 Σεπτεμβρίου 1878, το πέμπτο από τα έντεκα παιδιά της οικογένειας και σπούδασε νομική στο Παρίσι.
Το 1897 υπηρέτησε εθελοντής στο μηχανικό και στη συνέχεια συμπλήρωσε τη θητεία του στο πεζικό. Συνδέθηκε ερωτικά με την Πηνελόπη Δέλτα, την οποία φέρεται πως εγκατέλειψε κατά τα Νοεμβριανά, όταν συνελήφθη ο πατέρας της.
Από το 1899 μπήκε στο διπλωματικό κλάδο και υπηρέτησε διαδοχικά ως υποπρόξενος, κατόπιν απαίτησής του, στο Μοναστήρι και εν συνεχεία στην Ανατολική Μακεδονία, στο Προξενείο Σερρών (1903), στην Ανατολική Ρωμυλία στο Προξενείο του Πύργου και στη Θράκη, στο Προξενείο της Φιλιππούπολης (1904). Από τον Μάιο έως τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς συμμετέχει ως έφεδρος δεκανέας στα γυμνάσια του ελληνικού στρατού.
Σε συνεργασία με το γαμπρό του Παύλο Μελά, σύζυγο της αδερφής του Ναταλίας, οργάνωσε τις ελληνορθόδοξες κοινότητες εναντίον των εξαρχικών κομιτάτων, κινητοποίησε τις Ελληνικές Δυνάμεις και αναδείχθηκε ένθερμος υποστηρικτής της μακεδονικής σύγκρουσης. Ανάλογες προσπάθειες κατέβαλε κατά τη διετία 1907 – 1909 στην Κωνσταντινούπολη, υπηρετώντας στην εκεί ελληνική πρεσβεία.
Το 1908 ιδρύει με τον Αθανάσιο Σουλιώτη-Νικολαΐδη την Οργάνωση της Κωνσταντινουπόλεως με σκοπό τη συνεννόηση όλων των εθνοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για ισοπολιτεία.
Το 1909 οργανώνει στο Υπουργείο Εξωτερικών το Β΄ Πολιτικό Τμήμα Ανατολικών Υποθέσεων.
Το 1910 συνέπραξε στην ίδρυση του «Εκπαιδευτικού Ομίλου», γενόμενος έτσι γνωστός στο χώρο των γραμμάτων, ενώ υπήρξε και συνεργάτης του περιοδικού Νουμάς του Δημητρίου Ταγκόπουλου (με το ψευδώνυμο Ίδας).
Το 1911, όταν τα Δωδεκάνησα κατελήφθησαν από τους Ιταλούς, ο Ίων Δραγούμης συγκρότησε στην Πάτμο πανδωδεκανησιακό συνέδριο, στο οποίο διακήρυξε το αίτημα της Ένωσης με την Ελλάδα, (Συνέδριο Πάτμου (1912)).
Το 1912, ως δεκανέας, υπηρέτησε στο επιτελείο του αρχιστράτηγου Κωνσταντίνου. Μαζί με το Βίκτορα Δούσμανη και τον Ιωάννη Μεταξά στάλθηκε να διαπραγματευτεί με τον Ταχσίν πασά την παράδοση της Θεσσαλονίκης.
Το 1914 εστάλη πρεσβευτής στην Αγία Πετρούπολη, όπου και διαχειρίσθηκε το ζήτημα του Αγίου Όρους, φροντίζοντας παράλληλα να οργανώσει τις ελληνικές κοινότητες της Ρωσίας.
Το 1915 εκλέχθηκε βουλευτής Φλωρίνης. Το 1916 εξέδωσε το περιοδικό Πολιτική Επιθεώρησις.
Το 1917 εξορίστηκε από την Κυβέρνηση Ε. Βενιζέλου στην Κορσική, μαζί με άλλους επιφανείς Έλληνες της εποχής όπως τον Ιωάννη Μεταξά, τον Δημήτριο Γούναρη, τον Γεώργιο Πεσμαζόγλου απ’ όπου γύρισε το 1919 στη Σκόπελο και τελικά αφήνεται ελεύθερος τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου.
Η ένταξή του στο αντιβενιζελικό στρατόπεδο έγινε αφορμή, όταν μαθεύτηκε η δολοφονική απόπειρα στο Παρίσι εναντίον του Βενιζέλου, να συλληφθεί σε ενέδρα ανδρών της ασφαλείας του τότε αρχηγού της Χωροφυλακής Εμμανουήλ Ι. Ζυμβρακάκη και να βρει τραγικό τέλος στο σημείο που έχει σήμερα ανεγερθεί η αναμνηστική στήλη.
Ως ηθικοί αυτουργοί, διατάξαντες την εκτέλεση, κατηγορήθηκαν οι Παύλος Γύπαρης (διοικητής του παρακρατικού σώματος που συνέλαβε τον Δραγούμη, απών όμως κατά τη σύλληψη και την εκτέλεση), Εμμανουήλ Ρέπουλης (αντιπρόεδρος και επί κεφαλής στο εσωτερικό της κυβερνήσεως του απουσιάζοντος στο εξωτερικό Ελευθερίου Βενιζέλου), Εμμανουήλ Μπενάκης (παλαιός υπουργός του Βενιζέλου, κατηγορηθείς, μετά θάνατον όμως, από τον ίδιον τον Γύπαρη το 1935 ως διατάξας την εκτέλεση).
Δεν προέκυψαν όμως επαρκείς αποδείξεις εις βάρος τους, ενώ οι ίδιοι πάντοτε επέμεναν για την αθωότητά τους και αθωώθηκαν στη δίκη που έγινε το Νοέμβριο του 1922 υπό την επαναστατική κυβέρνηση Πλαστήρα-Γονατά. Επικεφαλής του αποσπάσματος ήταν ο λοχίας Σαρτζέτης. Κατά τραγική ειρωνεία ο Ίων Δραγούμης συνελήφθη πηγαίνοντας στο γραφείου του περιοδικού που εξέδιδε τότε («Πολιτική Επιθεώρηση»), για να γράψει άρθρο που να καταγγέλλει την απόπειρα δολοφονίας κατά του Βενιζέλου. Ο ίδιος ο Βενιζέλος, στο Παρίσι, όταν του ανήγγειλαν τη δολοφονία του Δραγούμη αναφώνησε συγκλονισμένος: «Φρικτό! Φρικτό! Φρικτό!».
Κυβερνητικό ανακοινωθέν της 1ης Αυγούστου 1920, σχετικά με τα έκτροπα που ακολούθησαν τη γνωστοποίηση της απόπειρας δολοφονίας κατά του Ελευθέριου Βενιζέλου, καταλήγει: Οι πλείστοι των Αρχηγών της Αντιπολιτεύσεως συνελήφθησαν, καθ' όσον υπάρχουσι σοβαραί ενδείξεις, ότι ενέχονται εις την δολοφονικήν απόπειραν. Ο εκ των Αρχηγών της συνεργαζόμενης αντιπολιτεύσεως Ιωάν. Δραγούμης, συλληφθείς επίσης, απεπειράθη να διαφύγη. Εφ' ω, πυροβοληθείς, εφονεύθη.
Στο σημείο της εκτελέσεως (σήμερα λεωφόρος Βασιλίσσης Σοφίας, απέναντι από το ξενοδοχείο «Χίλτον») ανεγέρθηκε το 1921 μνημείο, λευκή κολώνα, όπως είχε ζητήσει με τους στίχους του ο Κωστής Παλαμάς, στην «Νεκρική Ωδή» που είχε συνθέσει (8 Αυγ. 1920) εις μνήμην του Δραγούμη: «Λευκή, ας βαλθή όπου έπεσες, κολώνα, / (Πώς έπεσες, γραφή να μην το λέει) / λευκή, με της Πατρίδας την εικόνα. / Μόνο εκείνη ταιριάζει να σε κλαίει, / βουβή, μαρμαρωμένη να σε κλαίει.» Οι στίχοι αυτοί χαράχθηκαν στο μνημείο.
Κατά τη δεκαετία του '80 στήθηκε ανδριάντας του Ίωνα Δραγούμη στην Πλατεία Μακεδονομάχων Θεσσαλονίκης, έργο του γλύπτη Γιάννη Παππά. Το χωριό πρώην Στράιστα της Πέλλας μετονομάσθηκε προς τιμήν του Δραγούμη, Ίδα.
Ερωτική - προσωπική ζωή
Το 1908, ο Δραγούμης διακόπτει τη σχέση του με την Πηνελόπη Δέλτα όταν συνδέθηκε με την ηθοποιό Μαρίκα Κοτοπούλη, με την οποία παραμένει μέχρι τη δολοφονία του το 1920.
Συγγραφικό έργο
Από το συγγραφικό έργο του Ι. Δραγούμη ξεχωρίζουν το «Μαρτύρων και ηρώων αίμα» (1907), που είναι εμπνευσμένο από τη μακεδονική σύγκρουση, όπου εκφράζεται η πολιτική ιδεολογία του και είναι ουσιαστικά αφιερωμένο στο γαμπρό του Παύλο Μελά, καθώς και τα «Σαμοθράκη» (1909) και «Όσοι ζωντανοί» (1912). Δημοσίευσε πολλά άρθρα στο περιοδικό Νουμάς και στο περιοδικό που εξέδιδε ο ίδιος Πολιτική Επιθεώρησις κατά τα έτη 1916 και 1917.
Εθνική και πολιτική ιδεολογία
Οραματιστής ενός ρομαντικού μεγαλοϊδεατικού ελληνικού εθνικισμού, ενεπλάκη στα πάθη του εθνικού Διχασμού, τα οποία και του στοίχισαν τη ζωή, αλλά και μετά τη δολοφονία του δεν έπαυσε να επηρεάζει την ελληνική σκέψη, όντας για άλλους από τους θαυμαστές του «μάρτυρας και ήρωας του Ελληνισμού», «πατέρας του ελληνικού εθνικισμού», ή πάντως «ένας από τους πιο παρεξηγημένους, περισσότερο αμαυρωμένους και λιγότερο δικαιωμένους διανοητές της νεοελληνικής σκέψης και συνείδησης», για άλλους σωβινιστής, για άλλους ρομαντική και αμφιλεγόμενη, πάντοτε συναρπαστική προσωπικότητα.
Κατά τον Δημήτρη Τζιόβα, ο Ίων Δραγούμης ανήκει σε εκείνους τους συγγραφείς και διανοούμενους που συγχέουν τον εθνικισμό με τον σοσιαλισμό, τον ατομικισμό και το θετικισμό ή ταλαντεύονται ανάμεσα σε προφανώς διαφορετικές θεωρήσεις. Θεωρείται από τους πλέον ιδιόρρυθμους αντιβενιζελικούς της εποχής του και φέρεται ότι μισούσε τον Ελευθέριο Βενιζέλο διότι τον θεωρούσε υπεύθυνο για την καταστροφή του σχεδίου του για την αναγέννηση ελληνικών κοινοτήτων στα συμφραζόμενα της οθωμανικής αυτοκρατορίας, αν και η πραγματική αιτία για την αποτυχία του είναι από τη μία η ανάδυση του νεοτουρκικού εθνικισμού και η ανεδαφική άποψη για σταδιακή μετάβαση της εξουσία της οθωμανικής αυτοκρατορίας στους Έλληνες.
Η εικόνα που διαμόρφωσε εξαιτίας αυτής της έχθρας και των νιτσεϊκών του επιδράσεων και των θεωριών περί του «πνεύματος του λαού» για το ελληνικό κράτος υπήρξε περιφρονητική. Επί της ουσίας διακρίθηκε ως κωνσταντινικός για τις αντιφατικές θέσεις του στηλιτεύοντας την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό που είχε την πολιτική ευθύνη των στρατιωτικών ενεργειών και από την άλλη αναγνώριζε τη θετική δράση του στρατού και του βασιλιά Κωνσταντίνου. Θεωρούσε μάλιστα πως «ο μεγαλύτερος εχθρός της Ελλάδας ήταν ο Βενιζέλος και οι συμπαραστάτες του, Κρητικοί και Μικρασιάτες».
Κατά τον Κωνσαντίνο Θ. Δημαρά, ο Δραγούμης έπαιξε βασικό ρόλο στην διαμόρφωση της ελληνικής ιδεολογίας της περιόδου 1881-1913, η οποία ιδεολογία μάλιστα φθάνει στην κορύφωσή της με τον ίδιον, τον Μανουήλ Χαιρέτη και τον Περικλή Γιαννόπουλο.
Το ελληνοκεντρικό πνευματικό αυτό ρεύμα (Κωνσταντίνος Σάθας, Γιάννης Ψυχάρης, Αργύρης Εφταλιώτης, Γρηγόριος Ξενόπουλος, Χαιρέτης, Γιαννόπουλος κ.ά.), όπως σημειώνει ο Κ. Θ. Δημαράς, αξιοποιεί την κληρονομιά της πρώτης πεντηκονταετίας του ελληνικού κράτους (όπου σύμφωνα με τους Σπυρίδων Ζαμπέλιο, Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο κ.ά. επικρατεί η ιδέα της συνέχειας του Ελληνικού Έθνους) και προσθέτει επιπλέον δύο σημαντικές ανελίξεις:Η πρώτη είναι η αξιοποίηση όλων των στοιχείων της ελληνικής κληρονομιάς (αρχαιότητα και Βυζάντιο, λαϊκή παράδοση, δημοτική γλώσσα) σε ένα ενιαίο και οργανωμένο σύνολο, και η δεύτερη είναι η μετάβαση από την ιδέα και την θεωρία στην πράξη, μετάβαση η οποία κορυφώνεται με τον Μακεδονικό Αγώνα και τους Βαλκανικούς Πολέμους.
Αυτήν την εποχή, πριν τους Βαλκανικούς Πολέμους, είναι δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς τις ιδέες του Δραγούμη από αυτές του Χαιρέτη και του Γιαννόπουλου, σημειώνει ο Κ. Θ. Δημαράς. Προσωπικός φίλος και θαυμαστής του Περικλή Γιαννόπουλου ο Δραγούμης, σημείωσε όταν η αυτοκτονία του πρώτου γνωστοποιήθηκε: «Μου φαίνεται πως τώρα που έφυγε εκείνος, είναι ανάγκη να φορτωθώ όλα τα βάρη εκείνου.
Και γι' αυτό έχω πολλή δουλειά, πάρα πολλή δουλειά. Ούτε μια στιγμή της ζωής μου δεν πρέπει να χάσω.» Άλλες σημαντικές πνευματικές επιρροές στον Ίωνα Δραγούμη, ιδιαίτερα στην περίοδο της νεότητός του, είναι ο Φρειδερίκος Νίτσε και ο Μωρίς Μπαρρές. Ωστόσο ο Δραγούμης δεν θα περιοριστεί εκεί, αλλά στα χρόνια της ωριμότητάς του θα διαμορφώσει ολοκληρωμένη την πολιτική του ιδεολογία.
Η εθνική και πολιτική ιδεολογία του Δραγούμη παρουσιάζεται από τον ίδιον συγκροτημένη και ολοκληρωμένη στο έργο του «Ελληνικός Πολιτισμός» (1913-14, α΄ έκδ. περ. «Γράμματα», Αλεξάνδρεια 1914). Είναι πολιτική ιδεολογία εθνικιστική, όπως όμως επισημαίνει ο Κωνσταντίνος Βακαλόπουλος, «ο εθνικισμός του Ίωνα δεν είχε να κάνει τίποτε με οποιαδήποτε άλλη μορφή εθνικισμού (κομμουνιστικού, περιφερειακού, διεθνιστικού, ολοκληρωτικού). Ο εθνικισμός του Ίωνα ήταν μορφή ενέργειας και η ύπαρξη του έθνους ήταν όλη ενέργεια, δηλαδή ζωή. Ήταν επόμενο λοιπόν οι ενεργητικοί άνθρωποι να είναι και εθνικιστές». Η ιδεολογία του Δραγούμη θεμελιώνεται στους εξής άξονες:
α) Έθνος και κράτος: Κατά τον Δραγούμη, το Ελληνικό Έθνος είναι πολύ ευρύτερο χρονικώς, τοπικώς και πληθυσμιακώς του Κράτους. Το Κράτος μοναδικό σκοπό υπάρξεως έχει την υπηρεσία του Έθνους. Το Έθνος (και κάθε έθνος της γης) σκοπό έχει την δημιουργία και καλλιέργεια πολιτισμού (σε ειρηνική άμιλλα με τα άλλα έθνη).
β) Φυλή: Κατά τον Δραγούμη η ελληνική φυλή διετήρησε τον ιδιαίτερο χαρακτήρα και την συνείδησή της κατά την διάρκεια των χιλιάδων ετών της ιστορίας του Ελληνικού Έθνους, ο ίδιος όμως δεν αρνείται ούτε θεωρεί αρνητικές τις ξένες προσμίξεις, μόνον όταν όμως δεν είναι τόσες και τέτοιες που να διαλύουν την ταυτότητα της φυλής, αλλά αντιθέτως αφομοιώνονται γόνιμα από αυτήν. Όταν ολοκληρωθεί δε αυτή η γονιμοποιός αφομοίωση και η φυλή «κατασταλάξει» τότε είναι πάλι, γράφει, μια «καθαρή» φυλή, διαφορετική και μάλιστα νεαρή και γεμάτη ζωντάνια, αλλά η ίδια πάντοτε, εάν δεν έχει χάσει την «ψυχή» της. Τέτοια, αλλά μη κατασταλαγμένη ακόμη, θεωρεί ο Δραγούμης την ελληνική φυλή.
γ) Το «Εγώ» και η ταύτιση Έθνους, Φυλής και «Εγώ»· η ελληνική Φύση: Όπως παρατηρεί ο καθηγητής Κ. Βακαλόπουλος, ο Δραγούμης, το «εγώ» του, το έθνος του, η φυλή του, ο Ελληνισμός του, είναι έννοιες απόλυτα ταυτισμένες μεταξύ τους. Ο Δραγούμης αισθανόταν τον εαυτό του σαν κύτταρο του ελληνισμού. Έχουν επισημανθεί επιρροές στον Δραγούμη από τον ρομαντικό φυλετισμό του Αρθούρου-Ιωσήφ Γκομπινώ. Η ταύτιση αυτή του Δραγούμη με το έθνος και την φυλή του, στο «Μαρτύρων και Ηρώων αίμα» (1907) συνδυάζεται με την αίσθηση του χρέους, ενώ στην «Σαμοθράκη» (1906-09) κορυφώνεται.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο μάλιστα ο Δραγούμης ταυτίζεται όχι μόνον με το έθνος, αλλά και με την ελληνική φύση (στο σημείο αυτό επηρεασμένος περισσότερο από τον φίλο του Περικλή Γιαννόπουλο): «Όταν αρχίζω να πελαγώνω μες στις ιδέες μου ή όταν αρχίζει να στερεύει το μυαλό μου, πιάνω μια πέτρα, ένα δέντρο, το χώμα για να βεβαιωθώ πως δεν παραστρατίζω ή πως παραστρατίζω.» («Σαμοθράκη», 1906-09) και «Θα ήμουν σαν το κύμα, θα ήμουν σαν το χορτάρι και σαν τον άνεμο και σαν το βράχο. Δεν είμαι άνθρωπος.» («Στην Πόλη», περ. «Νουμάς», τ. 129-130, Ιαν. 1905)
δ) Εξωτερική πολιτική: Μεγάλη Ιδέα, Ανατολικό κράτος, Πολιτική ένωση της Φυλής: Ο Δραγούμης αντιμάχεται με πάθος την «ελλαδική πολιτική των προσθηκών», την οποία κοντόφθαλμα, όπως υποστηρίζει, ακολουθεί το ελληνικό κράτος, αρπάζοντας το πολύ-πολύ κάποιο «κόκκαλο» και αδιαφορώντας για τον πολύ ευρύτερο εκτός συνόρων ελληνισμό. Έτσι έρχεται σε οξεία σύγκρουση με τον Βενιζέλο, θεωρώντας ότι ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος (1912-13) είχε ακριβώς αυτό το αποτέλεσμα. Σε αντίθεση πάντοτε με την πολιτική των προσθηκών, ο Δραγούμης, κατά τα έτη 1907-1909, όταν βρισκόταν με τον φίλο του Αθανάσιο Σουλιώτη-Νικολαΐδη ιδρύει στην Κωνσταντινούπολη την Οργάνωση Κωνσταντινουπόλεως, αμφιταλαντεύεται μεταξύ των δύο μεγαλοϊδεατικών οραμάτων: της «Ανατολικής αυτοκρατορίας» (την οποία υποστηρίζουν ο Σουλιώτης και ο Κωνσταντίνος Σ. Σοκόλης, προσβλέποντας σε ένωση Ελλήνων και Τούρκων και ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας) και της «πολιτικής ένωσης της φυλής» (στενή συνεργασία και τελικώς απελευθέρωση ολόκληρου του ελληνισμού και συγκρότηση ενός μεγάλου ελληνικού κράτους που θα συμπεριλάβει ολόκληρο το έθνος). Τελικώς, ο Δραγούμης θα κρίνει το όραμα του Σουλιώτη ουτοπικό (η εκτουρκιστική πολιτική των Νεοτούρκων, άλλωστε, κατέδειξε ότι έτσι ήταν), οπότε γρήγορα θα κατασταλάξει στην πολιτική της «ενώσεως της φυλής».
ε) Παράδοση: Ο Δραγούμης υπερασπίζεται τη δημοτική παράδοση και αντιμάχεται το λογιωτατισμό-σχολαστικισμό και την αρχαιοπληξία. Η δημοτική παράδοση κατά τον Δραγούμη είναι ο ζωογόνος «χυμός του δέντρου» του ελληνισμού, «ο εσωτερικότερος και γνησιότερος κρίκος που μας συνεδένει με τους παλιότερους ελληνικούς πολιτισμούς όλους». Σε αυτό το πλαίσιο της ελληνικής παράδοσης ο Δραγούμης εντάσσει και την Ορθοδοξία. Μολονότι ο ίδιος δεν πιστεύει στην ύπαρξη αθάνατης ψυχής ανεξάρτητης από το σώμα και μπορεί να χαρακτηριστεί μάλλον άθεος ή αγνωστικιστής, δεν τον διακρίνει δε η ορθόδοξη πνευματικότητα και θρησκευτικότητα, στηλιτεύει δε καυστικά τις όποιες πολιτικές ολιγωρίες ιεραρχών της εκκλησίας, εν τούτοις υπερασπίζεται την Ορθοδοξία ως συνεκτικό ιστό, στήριγμα πνευματικό και πολιτικό, βασικό στοιχείο της παραδόσεως και του κοινοτικού πολιτισμού του Ελληνισμού. Ο ίδιος γράφει χαρακτηριστικά: «Όπου βρεθούνε δέκα Ρωμιοί φτειάνουν κοινότητα. Συνάζουν πρώτα χρήματα για την εκκλησιά. Άμα τη χτίσουνε φέρνουν παπά. Έπειτα και τις γυναίκες τους. Ύστερα, με τους δίσκους της εκκλησιάς, συνάζουν χρήματα και φτειάνουνε σκολειό. Τέλος φέρνουνε δάσκαλο για τα παιδιά τους - και νά την η κοινότητα.».
στ) Κοινοτισμός: Για το Δραγούμη, θεμέλιο της πολιτικής οργάνωσης, σύμφυτη με την πολιτική παράδοση και το χαρακτήρα των Ελλήνων, είναι η κοινότητα. Σημειώνει: «Ο ελληνισμός είναι μια οικογένεια από κοινότητες. Το έθνος μας ολάκερο πάλι με κοινότητες πρέπει να κυβερνηθεί, και μόνο με κοινότητες θα προκόψει.»
ζ) Παιδεία και Γλώσσα, δημοτικισμός: Ο Δραγούμης αντιμάχεται με πάθος το λογιωτατισμό και την αρχαιοπληξία και πρωτοστατεί στο κίνημα του δημοτικισμού. Αντιμάχεται επίσης την ξενομανία.
η) Εθνικισμός και σοσιαλισμός-ανθρωπισμός: Ο Δραγούμης, μετά από μακρά πορεία εσωτερικού προβληματισμού θα καταλήξει, κατά τα χρόνια της εξορίας του και τελευταία της ζωής του (1917-20), στο συνδυασμό εθνικισμού, σοσιαλισμού και ανθρωπισμού. Γράφει χαρακτηριστικά ο ίδιος στο ημερολόγιό του (18-03-1919): «Αγαπώ πάρα πολύ τον άνθρωπο για να γίνω στενός σοσιαλιστής. Αγαπώ πάρα πολύ τον άνθρωπο για να γίνω στενός πατριώτης. Αγαπώ πάρα πολύ τον άνθρωπο για να νοιώσω τον εαυτό μου άτομο. Από άνθρωπος μιας τάξης με ορισμένα συμφέροντα τάξης, γίνομαι σοσιαλιστής με την πλατιά έννοια, και θέλω μια καινούρια οικονομία της κοινωνίας μου και των άλλων κοινωνιών. Από στενός πατριώτης, γίνομαι εθνικιστής, με τη συνείδηση του έθνους μου και όλων των άλλων εθνών, γιατί οι διαφορές των εθνών πάντα θα υπάρχουν, και έχω τη συνείδησή τους και χαίρομαι που υπάρχουν αυτές οι διαφορές, που με τις αντιθέσεις τους, με τις αντιλήψεις τους, υψώνουν την ανθρώπινη συνείδηση και ενέργεια. Από άτομο γίνομαι άνθρωπος.»
Επιρροή
Ο ελληνοκεντρισμός του, μαζί με τον ρομαντικό και ηρωικό του χαρακτήρα, αλλά και τον αριστοκρατικό και φιλελεύθερο μαζί τρόπο ζωής του δημιούργησαν έναν μύθο, μια «προσωπική μυθολογία» για τον Δραγούμη, όπως σημείωσε ο Οδυσσέας Ελύτης.
Ο Οδυσσέας Ελύτης περιγράφει την πολύπλευρη και συναρπαστική προσωπικότητα του Δραγούμη, σημειώνοντας ότι ο Δραγούμης υπήρξε «αριστοκράτης», από αυτούς που «κατακτούν με το σπαθί τους τις ιδιότητες που συνεπάγεται» η λέξη, «γλυκοαίματος και θανάσιμα μισητός, άνθρωπος των σαλονιών και των κομιτάτων, δημοτικιστής και γόνος καθαρολόγων, σεμνός και ερωτιάρης, εχθρός της μικρής και εντίμου Ελλάδος αλλ' αδελφικός φίλος του βασιλέως, μακράν μέχρι θανάτου από τον Ελευθέριο Βενιζέλο και οραματιστής κοινός μιας άλλου είδους μεγάλης Ελλάδας. Αυτές όλες οι πέρλες, δε συνθέτουν μόνον ένα μυστηριώδες όνομα, παρά γεννούν μια προσωπική μυθολογία, που με γέμιζε γοητεία σ' όλη την πρώτη μου νεότητα. Στη Σαμοθράκη του εξακολουθώ να βρίσκω ίσαμε σήμερα τον λεπτοφυή συγγραφέα και πατριώτη από πηγή. Στο βάθος το ήξερε καλά κι ο ίδιος όταν έλεγε: «Να μεγαλώνω σα φυτό στη Ρωμιοσύνη μέσα. Σκοπό να μην έχω, παρά να είμαι εγώ ο σκοπός μου. Να περνώ στη Ρωμιοσύνη μέσα σαν άστρο που λάμπει στο σκοτάδι. Η μορφή μου, περνώντας, να ξυπνά τους άλλους και να θέλουν να τη μιμούνται...»
Ο Νίκος Καζαντζάκης έγραψε ότι "Ο Ίων Δραγούμης κι ο Πέτρος Βλαστός είναι, θαρρώ, οι δυο άνθρωποι που περισσότερο τίμησα και αγάπησα στη ζωή μου".
Κατά τον Άγγελο Σικελιανό ο Δραγούμης υπήρξε ο «απόστολος μιας θρησκείας που θα στηριζόταν στην παγκόσμια συνθετική Εποπτεία και Σκέψη των μεγάλων Προσωκρατικών» και ερμηνεύοντας την προσπάθεια του Δραγούμη «να βρει τον ενιαίο Ρυθμό του Εθνικισμού, του Σοσιαλισμού και του Ανατολισμού» αναφέρει τον πολιτικό στοχασμό του Ηρακλείτου για «μιαν Υπερελληνικήν Οργάνωση».
Ο πατριωτισμός και η ακεραιότητα του Δραγούμη αναγνωρίστηκαν κυρίως από τους ομοϊδεάτες του που αντιπροσώπευαν και το ελληνοκεντρικό πνεύμα της εποχής, αλλά οι πολιτικές του ιδέες έγιναν αντικείμενο αντιπαραθέσεων και διαφορετικών αναγνώσεων από όλους τους ιδεολογικούς χώρους. Έτσι, για τον ελληνικό εθνικισμό ο Δραγούμης έγινε σύμβολο, συχνά ως μέλος μιας αχώριστης τριάδος: Περικλής Γιαννόπουλος, Ίων Δραγούμης, Παύλος Μελάς, όπως μεταξύ άλλων αναφέρουν ο Δημήτρης Πικιώνης, ο Ρένος Αποστολίδης, ο Δημήτρης Λαζογιώργος-Ελληνικός, ο Νικόλαος Καρράς κ.ά., και χαρακτηρίστηκε «προφήτης του ελληνικού εθνικισμού», «Έλληνας για όλες τις εποχές», «πατέρας του ελληνικού εθνικισμού», εκφραστής του «ελληνικού εθνικισμού στην καθαρή του μορφή».
Στα μεταπολεμικά χρόνια, και συγκεκριμμένα με εκκίνηση την εκτροπή του 1965 («Ιουλιανά», Αποστασία), ο Ανδρέας Παπανδρέου επανέφερε τη σκέψη του Δραγούμη στο προσκήνιο, όταν τον επικαλέστηκε για να επαναδιατυπώσει μια εναλλακτική εκδοχή της Μεγάλης Ιδέας, πέρα από το χώρο της Δεξιάς «εθνικοφροσύνης»: τον «προοδευτικό εθνικισμό». Σε άρθρο του στο Βήμα της 23ης Αυγούστου 1966 αναφέρει: Ένας που εκφράζει καλά το ιδανικό της Εθνικής Αναγέννησης είναι ο Ίων Δραγούμης, που έγραφε το 1905: «Είναι σκληρή η ιδέα πως χάνεται η Πόλη, αλλά δεν με ταράζουν βυζαντινά όνειρα τόσο, όσο η γνώση πως, είτε έχουμε είτε δεν έχουμε την Πόλη, είμαστε μέτριοι, ψόφιοι, κακομοιριασμένοι, κοιμισμένοι και μέτριοι, μέτριοι. Οι λέξεις: «Να πάρουμε την Πόλη» είναι σύμβολο, που δεν σημαίνει «Να ξαναφτιάσουμε την βυζαντινή αυτοκρατορία», αλλά «Να είμαστε δυνατοί».
Έτσι το ιδανικό της ποσοτικής αυξήσεως μετατίθεται σε ιδανικό ποιοτικής αυξήσεως. Να είμαστε δυνατοί. Πρέπει να κινητοποιηθούν οι Έλληνες που δεν φέρουν την ελληνικότητά τους σαν βάρος ή ατυχία, που θα θέσουν στόχους μεγάλους και τολμηρούς
Για μεγάλο τμήμα της ελληνικής αριστεράς, παρά την πολιτική αντίθεσή της σε πολλές από τις ιδέες του και την πολιτική του δράση, εκτιμήθηκε ο πατριωτικός και ανθρωπιστικός και κοινοτικός-σοσιαλιστικός (ιδίως στα χρόνια της ωριμότητός του) χαρακτήρας. Έτσι, ο Γιώργος Καραμπελιάς, στην πνευματική αντιπαράθεση Γεωργίου Σκληρού και Ίωνα Δραγούμη θα αναγνωρίσει ως κοινό στοιχείο σε αμφότερους τον πατριωτισμό και το όραμα της υπερβάσεως των εσωτερικών αντιθέσεων της ελληνικής κοινωνίας, κατατάσσοντάς τους τελικά στο ίδιο πολιτικό και ιδεολογικό ρεύμα. Άλλοι είδαν στον συνδυασμό εθνικισμού και κοινοτισμού-σοσιαλισμού της ωριμότητας του Δραγούμη συγγένεια είτε με την σοσιαλδημοκρατία είτε και με τον εθνικοσοσιαλισμό.
Από τα γραπτά του προκύπτει ότι ο Δραγούμης υπήρξε πνεύμα ανήσυχο και πολύπλευρο, ανοικτό σε όλες τις ιδέες· βασάνιζε τις πεποιθήσεις του, δεν ήταν δουλικά προσκολλημένος σε καμία ιδεολογία, όλες αντιθέτως τις αφομοίωνε δημιουργικά στην δική του προσωπικότητα και τις υπέτασσε μόνον στην ελληνική παράδοση. Χαρακτηριστικές είναι οι φράσεις του ιδίου από το ημερολόγιό του (06-04-1919): «Μια περίοδο της ζωής μου εθνικιστική (από τα 1902 ως τα 1914 απάνω κάτω). Έπειτα έβαλα μια petition de principe στο νασιοναλισμό μολονότι ενεργούσα σύμφωνά του. Τώρα μπαίνω σε μια σοσιαλιστική και ανθρωπιστική περίοδο. Αρχίζω να λαβαίνω συνείδηση του αναρχισμού μου (1917-1919) και προχωρώ. Και σ' αυτό πρέπει να βάλω une petition de principe. Στην πρώτη περίοδο επίδραση του Nietsche και Barres. Στη δεύτερη Τολστόϊ, Rousseau, Κροπότκιν, Gide. Στην πρώτη περίοδο Μακεδονική ενέργεια. Στη δεύτερη Ρωσική επανάσταση και κοινωνική επανάσταση παντού. Στη Μακεδονική ενέργεια έλαβα μέρος, στην κοινωνική επανάσταση όχι ακόμα.
Ο Barres στον νασιοναλισμό που έπλασε δεν έκαμε άλλο παρά να δώσει συνείδηση σ' ένα αίσθημα βαθιά ριζωμένο στην ανθρώπινη ψυχή, στον πατριωτισμό. Ο Κροπότκιν και Μπακούνιν δεν κάνουν άλλο παρά να δίνουν συνείδηση (τη συνείδηση που αυτοί οι ίδιοι έλαβαν) ενός άλλου βαθιού αισθήματος, της αλληλοβοήθειας μεταξύ στους ανθρώπους. Ούτε ο πρώτος ούτε ο δεύτερος εδημιούργησαν τίποτε, μόνο έλαβαν και έδωσαν συνείδηση. Ο πατριωτισμός και η αλληλοβοήθεια υπάρχουν πάντα, με στενότερα ή πλατύτερα όρια (χωριό, πολιτεία, κράτος, έθνος, κοινότητα, αδελφάτα, συνεταιρισμοί, συνασπισμοί) και σύμφωνά τους ενεργούσαν και ενεργούν οι άνθρωποι. Οι νασιοναλιστές και οι αναρχικοί και σοσιαλιστές μόνο τα εφώτισαν, έκαμαν φωτεινή και μονομερή προβολή ενός αισθήματος όπως και οι ατομικιστές φώτισαν το άλλο αίσθημα τον εγωισμό (με αρχή την αυτοσυντηρησία).» Συγκινείται λοιπόν ο Δραγούμης από τον σοσιαλισμό, όσον αφορά στον ανθρωπισμό που ως ιδανικό αυτός περιέχει, τον απορρίπτει όμως όσον αφορά στην πάλη των τάξεων και στον ισοπεδωτισμό προς τα κάτω (ημερολόγιο, 19-03-1919). Στο δε ημιτελές μυθιστόρημά «Τρεις φίλοι», ο Δραγούμης φθάνει στο να συμβιβάσει το εθνικό με το σοσιαλιστικό ιδανικό. Συγκινείται από τον εθνικισμό του Μπαρρές και τον εγωϊσμό και την ηρωϊκή ηθική του Νίτσε, δεν παύει όμως ποτέ να τον εντάσσει στο ανθρωπιστικό πλαίσιο και μάλιστα αυτό της ελληνικής λαϊκής κοινοτικής παράδοσης.
Την περίοδο της οξύνσεως του Μακεδονικού ζητήματος με την ΠΓΔΜ την δεκαετία του 1990 τα έργα του Δραγούμη γνώρισαν νέες εκδόσεις, η δε φράση του «Αν τρέξουμε να σώσουμε την Μακεδονία, εμείς θα σωθούμε» επαναλήφθηκε σε λόγους και κείμενα.
Τον Δεκέμβριο του 2007 ιδρύθηκε το Ινστιτούτο Εθνικών και Κοινωνικών Μελετών «Ίων Δραγούμης», με πρόεδρο τον Χρίστο Γούδη. Στις 24 Σεπτεμβρίου 2009 οργανώθηκε από το Ινστιτούτο «Ίων Δραγούμης» στην αίθουσα της Παλαιάς Βουλής ημερίδα προς τιμήν του Ίωνα Δραγούμη με τίτλο «Ίων Δραγούμης και Ελληνισμός».
Έργα του
Το Μονοπάτι (1902)
Μαρτύρων και Ηρώων Αίμα (1907)
Σαμοθράκη (1908)
Όσοι Ζωντανοί (1911)
Ελληνικός Πολιτισμός (1914)
Σταμάτημα (1918)
Ο ελληνισμός μου και οι Έλληνες (Εκδόθηκε το 1927 υπό την επιμέλεια του αδελφού του Φίλιππου Δραγούμη).
Βαγγέλης Περπινιάδης, ήταν Έλληνας λαϊκός τραγουδιστής, συνθέτης και μπουζουξής
Βαγγέλης Περπινιάδης
Ο Βαγγέλης Περπινιάδης, ήταν Έλληνας λαϊκός τραγουδιστής, συνθέτης και μπουζουξής. (Νίκαια, 1927 - Χαϊδάρι, 12 Μαΐου 2003)
Ο Βαγγέλης Περπινιάδης γεννήθηκε στην Νίκαια το 1927 - πατέρας του ήταν ο γνωστός ρεμπέτης Στελλάκης Περπινιάδης.
Άρχισε να ψέλνει από μικρός στην Οσία Ξένη της Νίκαιας, θέλοντας να ακολουθήσει τον ιερατικό κλάδο, όμως γρήγορα τον κέρδισε το τραγούδι. Μαθητής ακόμα άρχισε να παίζει μπουζούκι και να τραγουδά.
Το 1947 πρωτοεμφανίστηκε στη συναυλία ταλέντων του Μίμη Τραϊφόρου, ερμηνεύοντας δυο τραγούδια της Σοφίας Βέμπο.
Η πρώτη του ηχογράφηση, το 1953, ήταν το τραγούδι "Σουρουπώνει" του Κώστα Καπλάνη, όπου τραγούδησε σαν δεύτερη φωνή κοντά στην Άννα Χρυσάφη.
Το πρώτο δικό του τραγούδι που ηχογράφησε ήταν το "Κλάψτε με φίλοι κλάψτε με", τρία χρόνια αργότερα.
Η μεγάλη του επιτυχία ήρθε το 1960 με "Τα νέα της Αλεξάντρας", τραγούδι που ακούγεται μέχρι και τις μέρες μας.
Το 1963 άρχισε τραγουδά με τη Ρία Νόρμα, με την οποία έκαναν έναν από τα δημοφιλέστερα ντουέτα της εποχής.
Από την «Ανάσταση Ονείρων» του Χρήστου Λεοντή (1966) βγήκαν μεγάλες επιτυχίες με τη φωνή του Βαγγέλη Περπινιάδη και της Ρίας Νόρμα, όπως: «Πού να χωρέσει τ' όνειρο» και «Θα 'ρθεί το βράδυ βροχερό».
Ο Βαγγέλης Περπινιάδης υπήρξε και υμνογράφος ποδοσφαιρικών ομάδων. Συνέθεσε και τραγούδησε δύο τραγούδια για τον Ολυμπιακό (1963 και 1965), ένα για τον Παναθηναϊκό και ένα για την ΑΕΚ, την οποία συμπαθούσε ιδιαίτερα.
Εκτός από τα παραπάνω ο Βαγγέλης Πεπρινιάδης τραγούδησε συνθέσεις δικές του (απ' τις οποίες έγιναν πιο γνωστές τραγούδια όπως "Θέλεις να πεθάνω", "Ένας κούκλος και μια κούκλα", "Γύρισε κοντά μου") αλλά και του Απόστολου Καλδάρα ( "Γιατί γλυκιά μου κλαις", "Ανεβαίνω σκαλοπάτια"), του Γιώργου Κατσαρού, του Μπάμπη Μπακάλη.
Ερμήνευσε επίσης σε επανεκτέλεση πολλά τραγούδια των Βαμβακάρη, Τσιτσάνη, Χιώτη και άλλων.
Το πρώτο τραγούδι που φωνογράφησε ήταν το «Σουρουπώνει» του Κώστα Καπλάνη, το 1953, σε δίσκο 78 στροφών, όταν έκανε σεγκόντο στην Άννα Χρυσάφη. Από το 1955 φωνογραφεί δικές του συνθέσεις που γίνονται επιτυχίες: «Κλάψτε με φίλοι», «Άσ' τα νάζια βρε Μαρίτσα», «Βρε Μαριώ μου είσαι γλύκα».
Οι μεγαλύτερες επιτυχίες του, όλων των εποχών, ήταν «Τα νέα της Αλεξάνδρας» του Κώστα Γιαννίδη (1960) και «Ένας κύκλος και μια κούκλα» (1964), δικό του τραγούδι.
Στη δισκογραφία και στο πάλκο είχε κοντά του, ως δεύτερη φωνή, τις τραγουδίστριες Βούλα Γκίκα, Έλλη Γκίλα, Άννα Μπέλλα, Ρία Νόρμα, Ρία Κούρτη, Ρούλα Καλάκη, Νίτσα Αντωνάτου, Μαίρη Μπονίτα, Γιώτα Σύλβα. Κατά τη συνεργασία του με τον Χρήστο Λεοντή, ο Βαγγέλης Περπινιάδης όταν ήταν ντουέτο με τη Ρία Νόρμα (1964-'66) έδωσαν συναυλίες στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, στο Θέατρο Βεάκη (της οδού Στουρνάρη) και στο Κηποθέατρο Δάφνης, στο Ηράκλειο Κρήτης.
Ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο της ζωής και του τραγουδιού για τον Βαγγέλη Περπινιάδη ήταν οι εμφανίσεις του στα πανηγύρια, γεγονός που τον κράτησε πολύ ψηλά στη συνείδηση του κόσμου. Επί 50 χρόνια τραγουδούσε και διασκέδαζε τον λαό στα πανηγύρια της Αττικής και της υπόλοιπης Ελλάδας. Παράλληλα, έκανε τον γύρο του κόσμου και τραγούδησε για τον Ελληνισμό, σε Αμερική, Αυστραλία, Καναδά και Ευρώπη.
Το 2001 κυκλοφόρησε η αυτοβιογραφία του Πριν το Τέλος από τις εκδόσεις Προσκήνιο.
Πέθανε στις 12 Μαΐου του 2003, ύστερα από μάχη με τον καρκίνο. Στο προσκέφαλό του τις τελευταίες στιγμές ήταν η σύζυγός του, τα πέντε του παιδιά (δύο γιοι και τρεις κόρες), δεκατέσσερα εγγόνια και δύο δισέγγονα.
Νίκος Γκάτσος, ήταν σημαντικός Έλληνας ποιητής, μεταφραστής και στιχουργός
Νίκος Γκάτσος
Ο Νίκος Γκάτσος, ήταν σημαντικός Έλληνας ποιητής, μεταφραστής και στιχουργός. (8 Δεκεμβρίου 1911 - 12 Μαΐου 1992)
Ο Νίκος Γκάτσος γεννήθηκε στην Ασέα Αρκαδίας από τους αγρότες Γεώργιο Γκάτσο και Βασιλική Βασιλοπούλου. Σε ηλικία πέντε ετών έμεινε ορφανός από πατέρα, ο οποίος, από τους πρώτους μετανάστες στην Αμερική, πέθανε στο πλοίο και τον πέταξαν στον Ατλαντικό.
Τέλειωσε το Δημοτικό στην Ασέα και το Γυμνάσιο στην κοντινή Τρίπολη, όπου γνώρισε τα λογοτεχνικά βιβλία, τις μεθόδους αυτοδιδασκαλίας ξένων γλωσσών, το θέατρο και τον κινηματογράφο.
Έτσι, όταν το 1930 μετέβη στην Αθήνα για να εγγραφεί στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (διέκοψε μετά το δεύτερο έτος), ήξερε αρκετά καλά Αγγλικά και Γαλλικά, είχε μελετήσει τον Παλαμά, τον Σολωμό και το δημοτικό τραγούδι και παρακολουθούσε τις νεωτεριστικές τάσεις στην ποίηση της Ευρώπης.
Στην Αθήνα εγκαταστάθηκε με τη μητέρα του και την αδερφή του και άρχισε να έρχεται σε επαφή με τους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής. Πρωτοδημοσίευσε ποιήματά του, μικρά σε έκταση και με κλασικό ύφος, στα περιοδικά «Νέα Εστία» (1931-32) και «Ρυθμός» (1933). Την ίδια περίοδο δημοσίευσε κριτικά σημειώματα στα περιοδικά «Μακεδονικές Ημέρες», «Ρυθμός» και «Τα Νέα Γράμματα» (για τον Κωστή Μπαστιά, την Μυρτιώτισσα και τον Θράσο Καστανάκη αντίστοιχα), ενώ αργότερα συνεργάστηκε με τα «Καλλιτεχνικά Νέα» και τα «Φιλολογικά Χρονικά». Καθοριστική υπήρξε η γνωριμία του με τον Οδυσσέα Ελύτη το 1936. Συνδέθηκε με το ρεύμα του ελληνικού υπερρεαλισμού.
Το μοναδικό βιβλίο που εξέδωσε όσο ζούσε είναι η ποιητική σύνθεση «Αμοργός» (Αετός, 1943), η οποία θεωρείται κορυφαία δημιουργία του ελληνικού υπερρεαλισμού με τεράστια επίδραση στους νεότερους ποιητές. (Δες: Δημοσθένης Κούρτοβικ, Έλληνες Μεταπολεμικοί Συγγραφείς, Εκδ. Πατάκη,1995). Έκτοτε δημοσίευσε τρία ακόμη ποιήματα: το «Ελεγείο» (1946, περ. Φιλολογικά Χρονικά) και το «Ο ιππότης κι ο θάνατος» (1947, περ. Μικρό Τετράδιο), που από το 1969 και μετά περιέχονται στο βιβλίο «Αμοργός», και το «Τραγούδι του παλιού καιρού» (1963, περ. Ο Ταχυδρόμος), αφιερωμένο στον Γιώργο Σεφέρη.
Ο Γκάτσος ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη μετάφραση θεατρικών έργων, κυρίως για λογαριασμό του Εθνικού Θεάτρου, του Θεάτρου Τέχνης και του Λαϊκού Θεάτρου. Αφορμή υπήρξε το έργο «Ματωμένος γάμος» του Ισπανού ποιητή Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, που το μετέφρασε το 1943, εκδόθηκε από τον Ίκαρο το 1945 και ανέβηκε από τον Κάρολο Κουν στο Θέατρο Τέχνης το 1948. Μετέφρασε δύο ακόμη θεατρικά έργα του Λόρκα, «Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα» (1954) και «Ο Περλιμπλίν και η Μπελίσα» (1959), και όλα μαζί με τις μεταφράσεις των ποιημάτων «Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσιεθ Μεχίας» και «Παραλογή του μισούπνου» από το 1990 και μετά εκδίδονται συγκεντρωμένα στον τόμο: Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, «Θέατρο και ποίηση», απόδοση Νίκου Γκάτσου. Μετέφρασε, επίσης, επτά μονόπρακτα του Τεννεσσή Ουίλλιαμς (1955-59), τη «Φουέντε Οβεχούνα» του Λόπε δε Βέγα (1959), τον «Ιώβ» του Άρτσιμπαλντ Μακ Λης (1959), τον «Πατέρα» του Αυγούστου Στρίντμπεργκ (1962), το «Ταξίδι μιας μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα« του Ευγένιου Ο΄Νηλ (1965) και άλλα που εκδίδονται σταδιακά από τις Εκδόσεις Πατάκη. Παράλληλα και για βιοποριστικούς λόγους συνεργάστηκε με την «Αγγλοελληνική Επιθεώρηση» ως μεταφραστής και με την Ελληνική Ραδιοφωνία ως μεταφραστής, διασκευαστής και ραδιοσκηνοθέτης.
Η μεγάλη συνεισφορά του Γκάτσου, ωστόσο, είναι στο τραγούδι ως στιχουργού. Έφερε την ποίηση στον στίχο και κατάφερε να δώσει, κυρίως μέσω της συνεργασίας του με τον Μάνο Χατζιδάκι, τον κανόνα του ποιητικού τραγουδιού. Συνεργάστηκε, επίσης, με τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Σταύρο Ξαρχάκο, τον Δήμο Μούτση, τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, τον Χριστόδουλο Χάλαρη, καθώς και με νεώτερους συνθέτες. Γράφοντας συνήθως πάνω στη μελωδία, με πρώτο το «Χάρτινο το φεγγαράκι», μίλησαν στις καρδιές του κόσμου πολλά μεμονωμένα τραγούδια του, καθώς κυκλοφορούσαν σε δισκάκια 45 στροφών, αλλά και ως αυτούσιοι κύκλοι όπως η «Μυθολογία» (1965), το «Ένα μεσημέρι» (1966), η «Επιστροφή» (1970), το «Σπίτι μου σπιτάκι μου» (1972), οι «Δροσουλίτες» 1975, η «Αθανασία» (1976), «Τα παράλογα» (1976), το «Ρεμπέτικο» (1983), η «Ενδεκάτη εντολή» (1985) ή οι «Αντικατοπτρισμοί» (1993). Το σύνολο του στιχουργικού του έργου βρίσκεται συγκεντρωμένο στον τόμο «Όλα τα τραγούδια» (εκδ. Πατάκη, 1999).
Ποιήματα και στίχοι του έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, Γαλλικά, Δανέζικα, Ισπανικά, Ιταλικά, Καταλανικά, Κορεατικά, Σουηδικά, Τουρκικά, Φινλανδικά.
Το 1987 τιμήθηκε με το Βραβείο του Δήμου Αθηναίων για το σύνολο του έργου του, ενώ το 1991 του απονεμήθηκε ο τίτλος του Αντεπιστέλλοντος Μέλους της Βασιλικής Ακαδημίας Καλών Γραμμάτων της Βαρκελώνης για τη συμβολή του στη διάδοση της ισπανικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα.
Εργογραφία
Ποίηση
Αμοργός [Αμοργός 1943), «Ο ιππότης κι ο θάνατος», «Ελεγείο» – σε νέα έκδοση], εκδ. «Πατάκης», Αθήνα 2000.
Δάνεισε τα μετάξια στον άνεμο [Ανέκδοτα ποιήματα/σχεδιάσματα], εκδ. «Ίκαρος», Αθήνα 1994.
Τα προ της «Αμοργού» ποιήματα (1931-1933)
Στίχοι
Όλα τα τραγούδια [συγκεντρωτική έκδοση των στίχων του], εκδ. «Πατάκης», Αθήνα 1999.
Μεταφράσεις
Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, Θέατρο και ποίηση, [συγκεντρωτική νέα έκδοση: Ματωμένος γάμος, Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα, Ο Περλιμπλίν και η Μπελίσα (θέατρο), και «Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσιεθ Μεχίας», «Παραλογή του μισοΰπνου» (ποίηση)], εκδ. «Πατάκης», Αθήνα 2000.
Αύγουστος Στρίντμπεργκ, Ο Πατέρας, εκδ. «Πατάκης», Αθήνα 2001.
Λόπε Δε Βέγα,'Φουέντε Οβεχούνα [διασκευή], εκδ. «Πατάκης», Αθήνα 2001.
Άρτσιμπαλντ Μακ Λης,Ιώβ, εκδ. «Πατάκης», Αθήνα 2003.
Ευγένιος Ο’Νηλ, Ταξίδι μιας μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα , εκδ. «Πατάκης», Αθήνα 2004.
Ραμόν Δελ Βάλιε-Ινκλάν, Τα κέρατα του Δον Φριολέρα, εκδ. «Πατάκης», Αθήνα 2004.
Τενεσσή Ουίλλιαμς, Μονόπρακτα , [«Χαιρετισμούς απ’ τη Βέρθα», «Μίλα μου σαν τη βροχή κι άσε με ν’ ακούω…», «Η Λαίδη Φθειροσόλ», «Προς κατεδάφισιν», «Μην κλαις μωρό του Ρούνυ», «Είκοσι εφτά βαγόνια γεμάτα μπαμπάκι»], εκδ. «Πατάκης», Αθήνα 2005.
Δισκογραφία
Σε μουσική Μάνου Χατζιδάκι
1965: «Μυθολογία», με τον Γιώργο Ρωμανό.
1965: «Ματωμένος γάμος», (από το θεατρικό έργο του F. G. Lorca, σε μετάφραση Νίκου Γκάτσου), με τον Λάκη Παππά.
1970: «Επιστροφή», με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και τη Δήμητρα Γαλάνη.
1971: «Της Γης το Χρυσάφι», με τον Μανώλη Μητσιά και τη Δήμητρα Γαλάνη.
1976: «Αθανασία», με τον Μανώλη Μητσιά και τη Δήμητρα Γαλάνη.
1976: «Τα Παράλογα», με την Μαρία Φαραντούρη, τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Διονύση Σαββόπουλο, την Μελίνα Μερκούρη και τον Ηλία Λιούγκο.
1986: «Χειμωνιάτικος Ήλιος», με τον Μανώλη Μητσιά.
1986: «Σκοτεινή Μητέρα», με την Μαρία Φαραντούρη.
1988: «Οι Μύθοι μιας Γυναίκας», με τη Νάνα Μούσχουρη.
1993: «Αντικατοπτρισμοί», με την Αλίκη Καγιαλόγλου (ο Γκάτσος έγραψε τους στίχους πάνω στις μελωδίες του έργου: «Reflections» που ηχογραφήθηκε το 1969, κατά την παραμονή του Μ. Χατζιδάκι στην Αμερική, με την μπάντα New York Rock & Roll Ensemble).
Μεμονωμένα τραγούδια σε μουσική Μάνου Χατζιδάκι βρίσκονται στα έργα.
1961: «Ελλάς, η χώρα των ονείρων», με τη Νάνα Μούσχουρη [τραγούδια του ομώνυμου Γερμανικού ντοκιμαντέρ του Wolfgang Mueller-Sehn (1960-61)].
1963: «America America», (μουσική και τραγούδια για την ομώνυμη ταινία του Εlia Kazan).
1963: «Aliki My Love», (μουσική και τραγούδια για την ταινία του Rudolf Mate με πρωταγωνίστρια την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τον Jess Conrand).
1965: «Ματωμένος γάμος», (από το θεατρικό έργο του F. G. Lorca, σε μετάφραση Νίκου Γκάτσου), με τον Λάκη Παππά.
1972: «Σπίτι μου σπιτάκι μου», («Κάνε τη ζωή δροσιά», «Δεν είχες όνομα», «Σπίτι μου σπιτάκι μου» ), με την Νάνα Μούσχουρη.
1973. «Ο Μεγάλος Ερωτικός», («Πέρα στο θολό ποτάμι», του F. G. Lorca, σε μετάφραση Νίκου Γκάτσου), με τη Φλέρυ Νταντωνάκη.
1977: «Οι γειτονιές του φεγγαριού», με την Φλέρυ Νταντωνάκη.
1980: «Μεθυσμένο Κορίτσι» με την Μαργαρίτα Ζορμπαλά.
1982: «Πορνογραφία» (τραγουδούν Βασίλης Λέκκας, Γιάννα Κατσαγιώργη, Ηλίας Λιούγκος, Μαριάννα Ευστρατίου-Παγκάκη, Έλλη Πασπαλά).
1983: «Ατέλειωτος Δρόμος», με τη Δήμητρα Γαλάνη.
1983: «Memed My Hawk», (Μουσική για την ομώνυμη ταινία του Peter Ustinov) με το τραγούδι «Memed Αγάπη μου» που ηχογραφήθηκε ειδικά για την ελληνική έκδοση του δίσκου, τον Νοέμβριο του 1983 (ερμηνεία Έλλης Πασπαλά).
1984: «Πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι», με την Φλέρυ Νταντωνάκη, κ. ά.
1986: «4 Τραγούδια απ' την Ρωμαϊκή Αγορά», με τον Βασίλη Λέκκα.
1986: «Ο Μάνος Χατζιδάκις στη Ρωμαϊκή Αγορά. 35 Τραγούδια 1947-1985», (Τραγουδούν: Βασίλης Λέκκας, Έλλη Πασπαλά, Ηλίας Λιούγκος & η Μαρία Φαραντούρη).
1986: «Η Μαρία Φαραντούρη στο Olympia», (Ζωντανή ηχογράφηση συναυλίας της Μαρίας Φαραντούρη στο θέατρο Οlympia στο Παρίσι.).
1987: «Η Λαϊκή Αγορά. 30 τραγούδια 1959-1975», με τον Βασίλη Λέκκα, την Έλλη Πασπαλά, τον Ηλία Λιούγκο & τoν Γιώργο Νταλάρα.
1988: «Το Ελληνικό πρόσωπο του Γιώργου Νταλάρα», (με το νέο τραγούδι σε στίχους του Νίκου Γκάτσου «Στον Σείριο υπάρχουνε παιδιά»).
Σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη
1974: «Θαλασσινά φεγγάρια», με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, την Βίκυ Μοσχολιού και με την συμμετοχή της Μαρίας Φαραντούρη.
Μεμονωμένα τραγούδια σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη βρίσκονται στα έργα
1961: «Αρχιπέλαγος», με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και την Μαίρη Λίντα.
1964: «Πολιτεία Β΄», με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση.
Σε μουσική Σταύρου Ξαρχάκου
1966: «Ένα μεσημέρι», με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, την Βίκυ Μοσχολιού, και τον Σταμάτη Κόκοτα.
1969: «Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσιεθ Μεχίας» (από το ποιητικό έργο του F. G. Lorca, σε μετάφραση Νίκου Γκάτσου), με τους Μάνο Κατράκη και Κώστα Πασχάλη.
1974: «Νύν και Αεί», με την Βίκυ Μοσχολιού και τον Νίκο Δημητράτο.
1983: «Ρεμπέτικο», με τον Νίκο Δημητράτο, τον Τάκη Μπίνη, και την Σωτηρία Λεονάρδου.
1991: «Τα κατά Μάρκον», με τον Γιώργο Νταλάρα.
1994: «Αγάπη είν' η ζωή», (έξι τραγούδια σε στίχους του Ν. Γκάτσου), με την Νάνα Μούσχουρη.
Μεμονωμένα τραγούδια σε μουσική Σταύρου Ξαρχάκου βρίσκονται στα έργα.
1972: «Σπίτι μου σπιτάκι μου», («Ποιος Θεός το θέλησε», «Όλα είναι τυχερά», «Βάλε τον ήλιο σύνορο», «Ο Ξένος» και «Βαρκαρόλα -Μη λυγίζετε παιδιά»), με την Νάνα Μούσχουρη.
1974: «Συλλογή», («Μπαρμπαγιάννη Μακρυγιάννη», «Παλικάρι στα Σφακιά», «Γεια σου χαρά σου Βενετιά» και «Η κόρη του πασά»), με τον Νίκο Ξυλούρη
Σε μουσική Χριστόδουλου Χάλαρη
1975: «Δροσουλίτες», με τον Χρύσανθο και την Δήμητρα Γαλάνη.
Σε μουσική Δήμου Μούτση
1968: «Κάποιο καλοκαίρι», με τον Σταμάτη Κόκοτα, τη Μαρία Δουράκη και την Ελένη Ροδά.
1969: «Ένα χαμόγελο», με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, τον Σταμάτη Κόκοτα, και την Δήμητρα Γαλάνη.
1979: «Το Δρομολόγιο», με τον Μανώλη Μητσιά
Σε μουσική Λουκιανού Κηλαηδόνη
1972: «Κόκκινη κλωστή», με τον Μανώλη Μητσιά και την Δήμητρα Γαλάνη.
1976: «Περίπατος», με τον Μανώλη Μητσιά.
Σε μουσική Γιώργου Χατζηνάσιου
1985: «Η ενδεκάτη εντολή», με την Νάνα Μούσχουρη.
Σε μουσική Δημήτρη Παπαδημητρίου
2003: «Λένη» (τέσσερα τραγούδια σε στίχους του Ν.Γκάτσου), με τη Φωτεινή Δάρρα
2012: «Λουλούδι στη φωτιά», με τη Φωτεινή Δάρρα
Μεμονωμένα τραγούδια σε μουσική διαφόρων συνθετών.
1958: «Χάρτινο το φεγγαράκι», «Έλα πάρε μου τη λύπη», σε μουσική Μάνου Χατζιδάκι, με την Νάνα Μούσχουρη.
1962: «Τραγούδι του δρόμου», σε μουσική Μάνου Λοΐζου, με τον Γιώργο Μούτσιο.
1963: «Θαλασσοπούλια μου», «Το τραγούδι της Σειρήνας», σε μουσική Μάνου Χατζιδάκι, με την Μαίρη Λίντα.
1965: «Πάει ο καιρός» , «Στο Λαύριο γίνεται χορός», σε μουσική Μάνου Χατζιδάκι, με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση.
1998: «Τραγούδι του παλιού καιρού» (σε μουσική Ηλία Ανδριόπουλου), με τον Μανώλη Μητσιά.
1998: «Μικραίνει το φεγγάρι», σε μουσική Μάνου Χατζιδάκι, με την Νένα Βενετσάνου.
Παύλος Καρρέρ, ήταν Επτανήσιος συνθέτης σκηνικής, φωνητικής και οργανικής μουσικής
Παύλος Καρρέρ
Ο Παύλος Καρρέρ ήταν Επτανήσιος συνθέτης σκηνικής, φωνητικής και οργανικής μουσικής. (Ζάκυνθος, 12 Μαΐου 1829 - Ζάκυνθος, 7 Ιουνίου 1896)
Ο Παύλος Καρρέρ καταγόταν από ιστορική οικογένεια της Ζακύνθου με ρίζες από την Κύπρο και τη Μάλτα. Ήταν γιος του Κωνσταντίνου Καρρέρ και της Πηγής Χαριάτη. Αδέλφια του: η Ιωάννα και ο Φρειδερίκος πολιτικός και λογοτέχνης.
Σύζυγός του: η υψίφωνος Ισαβέλλα Ιατρά, πρωταγωνίστρια και ερμηνεύτρια των έργων του.
Σπούδασε μουσική στη Ζάκυνθο (1846-1847) και την Κέρκυρα Νικόλαο Μάντζαρο (1848).
Στις αρχές της δεκαετίας του 1850 εγκαταστάθηκε στο Μιλάνο, όπου παρουσίασε με μεγάλη επιτυχία από τη σκηνή των θεάτρων Carcano και Alla Canobbiana τα πρώτα του σκηνικά έργα (τρεις όπερες και δύο μπαλέτα). Στην ίδια πόλη συνέθεσε πολυάριθμα έργα μουσικής δωματίου.
Το 1852 παρουσίασε την πρώτη του όπερα με τίτλο Δάντης και Βεατρίκη στο θέατρο του Μιλάνου Καρκάνο. Ακολούθησαν στο ίδιο θέατρο τα έργα Ισαβέλλα Ασπένα (1855) και Λα Ρεντιβίβα (1856).
Το 1857 επαναπατρίστηκε και έκτοτε παρέμεινε στη Ζάκυνθο έως το τέλος της ζωής του, άρρηκτα συνδεδεμένος με την πολιτιστική ζωή του νησιού.
Το 1858 μετέβη στην Αθήνα και εξετέλεσε ενώπιον του βασιλικού ζεύγους, Όθωνος και Αμαλίας, αποσπάσματα από την όπερά του Μάρκος Βότζαρης. Ωστόσο, η από σκηνής παράσταση του έργου, λόγω του αντιοθωμανικού του περιεχομένου, στάθηκε αδύνατη εκείνη την εποχή. Εν τέλει ο Μάρκος Βότζαρης πρωτοπαρουσιάστηκε στην Πάτρα το 1861 και στη συνέχεια γνώρισε αλλεπάλληλες σκηνικές διδασκαλίες στα ελληνικά θέατρα του 19ου αιώνα.
Η τελευταία του, νεοκλασικιστικού ύφους, όπερα Μαραθών-Σαλαμίς ανέβηκε σε παγκόσμια πρώτη το 2003 από την Εθνική Λυρική Σκηνή.
Κατά τη διάρκεια της καλλιτεχνικής του σταδιοδρομίας ο Καρρέρ επίσης εργάστηκε ως μουσικοδιδάσκαλος, διευθυντής ορχήστρας και συμβασιούχος ιμπρεσάριος.
Ο Παύλος Καρρέρ υπήρξε ο δημοφιλέστερος Έλληνας μουσουργός του 19ου αιώνα. Στο συνθετικό του ύφος εντοπίζονται ιταλικές επιδράσεις, κυρίως από τον Βέρντι και το όψιμο belcanto. Ωστόσο, το μουσικό του ιδίωμα διακρίνεται για το ιδιαίτερο προσωπικό του στίγμα, καθώς και για την προσπάθειά του να προσδώσει εθνικό χρωματισμό στις δημιουργίες του. Ήταν ουσιαστικά ο πρώτος Έλληνας "εθνικός" μουσουργός, ο οποίος κατέθεσε μία ολοκληρωμένη συλλογή από φωνητικά έργα με εθνικά θέματα, ελληνόγλωσσα λιμπρέτα και στίχους και μελωδίες εμπνευσμένες από τη δημοτική παράδοση, αλλά και τη νεώτερη αστικολαϊκή δημιουργία της Ελλάδας. Απεβίωσε στη Ζάκυνθο στις 7 Ιουνίου 1896.
Έργα του
Όπερες
Dante e Bice (Δάντης και Βεατρίκη) - 1852
Isabella d'Aspeno (Ισαβέλλα του Άσπεν) - 1853-54
La Rediviva (Η Νεκραναστημένη) - 1855
Marco Bozzari (Μάρκος Μπότσαρης) - 1858-1860
Fior di Maria (Μαριάνθη) - 1867
Frossini (Η Κυρα-Φροσύνη)- 1868
Maria Antonietta (Μαρία Αντουανέττα) - 1873
Δέσπω - 1875
Μαραθών-Σαλαμίς - 1886-1888
Ιωάννης Γρυπάρης Έλληνας εθνικιστής καθηγητής φιλόλογος που εργάστηκε ως εκπαιδευτικός, ποιητής και λογοτέχνης
Ιωάννης Γρυπάρης
Ο Ιωάννης Γρυπάρης Έλληνας εθνικιστής καθηγητής φιλόλογος που εργάστηκε ως εκπαιδευτικός, ποιητής και λογοτέχνης. Δημοτικιστής, μεταφραστής της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και εκδότης, στέλεχος του Υπουργείου Παιδείας και διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου. (Σίφνος, 29 Ιουλίου 1870 – Αθήνα, 13 Μαρτίου 1942)
Γεννήθηκε στις 17 Ιουλίου 1871 στο πατρικό σπίτι των Γρυπάριδων, στον Αρτεμώνα της Σίφνου και πέθανε από ασιτία στις 4 το πρωί της 11ης Μαρτίου 1942 στο σπίτι του στην Καλλιθέα. Η κηδεία του έγινε την ίδια μέρα το απόγευμα, παρουσία λίγων συγγενών και ελάχιστων φίλων και δίχως την παραμικρή δημοσιότητα.
Παντρεύτηκε το 1911, στη Νάπολι της Ιταλίας στο διάστημα της εκεί παραμονής του, με την Ειρήνη Ιγγλέση-Γρυπάρη, που είχε καταγωγή από τη Μύκονο, όπου γνωρίστηκαν όταν ο Γρυπάρης υπηρετούσε ως σχολάρχης, με την οποία από το Σεπτέμβριο του 1929, κατοικούσαν στο ιδιόκτητο σπίτι τους στην τότε οδό Αμαζόνων στην Καλλιθέα.
Η οικογένειά του έχει τις ρίζες της από το μεσαίωνα στα Χανιά της Κρήτης, με οικόσημο το λιοντάρι, όμως μετά την κατάληψη της Κρήτης οι πρόγονοι του εγκαταστάθηκαν άλλοι στη Ζάκυνθο και άλλοι στις Κυκλάδες κυρίως στη Μύκονο, στη Σύρο και τη Σίφνο. Πατέρας του ήταν ο Νικόλαος Ι. Γρυπάρης, δάσκαλος και βιβλιοπώλης που γεννήθηκε στον Αρτεμώνα της Σίφνου το 1832 και πέθανε το 1910, και μητέρα του η Ελένη Κολοράκη, το γένος Φραγκουλιάδη, η οποία γεννήθηκε το 1847 και πέθανε το 1910. Ο πατέρας του εργάστηκε ως υπάλληλος στο βιβλιοπωλείο των Σίφνιων αδελφών Δεπάστα στην Κωνσταντινύπολη, όπου το 1869, όταν υπηρετούσε ως δάσκαλος στο Σκουτάρι [Χρυσόπολη], παντρεύτηκε. Το 1870 στη μεγάλη πυρκαγιά της Κωνσταντινουπόλεως κάηκε το σπίτι της γυναίκας του κι αναγκάστηκε να μετοικήσει με την οικογένεια του στον Αρτεμώνα Σίφνου, όπου και γεννήθηκε ο ποιητής. Το 1877 η οικογένεια επανήλθε στην Βασιλεύουσα κι αγόρασε συνεταιρικά με τον Κώστα Πανώριο το βιβλιοπωλείο του Ανδρέα Κορομηλά.
Ο Γιάννης Γρυπάρης που είχε έναν αδελφό, τον Αντώνη Γρυπάρη, και τρεις αδελφές, τη Μαρίνα που πέθανε το 1892 στην Κωνσταντινούπολη, τη Φλώρα και τη Μαρίνα, φοίτησε από το 1884 έως το 1888, στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και από το Σεπτέμβριο του 1888 έως το 1892 σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, ενώ απαλλάχθηκε από την υποχρέωση στρατιωτικής θητείας ως πρωτότοκος υιός πολυμελούς οικογενείας. Το 1897, μετά τη γενοκτονία των Αρμενίων από τους Τούρκους, ο Γρυπάρης κατέφυγε στην Αθήνα όπου αρίστευσε στις πτυχιακές εξετάσεις και πήρε το πτυχίο του στη Φιλολογία. Το 1911 έφυγε από την Ελλάδα για σπουδές στην Ευρώπη, καλύπτοντας τα έξοδα από την περιουσία της συζύγου του κι όχι από κρατική υποτροφία, και παρακολούθησε μαθήματα στην Ιταλία, τη Γερμανία και τη Γαλλία, απ' όπου το 1914 επέστρεψε στην Ελλάδα.
Το 1918 τιμήθηκε με τον Αργυρό Σταυρό των Ιπποτών από το Υπουργείο Παιδείας, ενώ το 1925 αρνήθηκε τη θέση του καθηγητή Μεσαιωνικής & Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στις αρχές του 1929 περιλαμβάνονταν στα 92 μέλη, που υπέγραψαν το ιδρυτικό έγγραφο της Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών, μια νομική διαδικασία που καθυστέρησε σχεδόν ενάμιση χρόνο ενώ το πνευματικό σωματείο λειτουργούσε και ο Γρυπάρης ήταν ο πρώτος εκλεγμένος πρόεδρος της.
Το 1930 «...σε συνέντευξή του στον Αχιλλέα Μαμάκη, επαναλάμβανε τις γνωστές θέσεις ανθρώπων του πνεύματος και της τέχνης σχετικά με την αναγκαιότητα δημιουργίας δραματικής σχολής...». Στις 16 Νοεμβρίου 1931, ανακοίνωσε την επανέναρξη των εργασιών του Εθνικού Θεάτρου και το 1932, όταν το διοικητικό συμβούλιο του Εθνικού Θεάτρου συγκροτήθηκε σε σώμα επί υπουργίας του Γεωργίου Παπανδρέου, εκλέχθηκε πρόεδρος ο Νικόλαος Λάσκαρης, αντιπρόεδρος ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, Γενικός Γραμματέας ο Κωνσταντίνος Μπαστιάς, Γενικός διευθυντής και πρόεδρος της Πενταμελούς Καλλιτεχνικής Επιτροπής ο Ιωάννης Γρυπάρης και σκηνοθέτης ο Φώτος Πολίτης.
Εκπαιδευτικό έργο
Υπηρέτησε στην εκπαίδευση ως Σχολάρχης στο Σκούταρι στην Κωνσταντινούπολη το σχολικό έτος 1893-94, στην Αρτάκη το έτος 1894-95, στο Διπλοκιόνιον [Μπεσήκταση] Κωνσταντινουπόλεως το έτος 1895-96, στη Σίφνο από το 1897 έως το 1899, στις Σπέτσες από το 1899 έως το 1901, εκ νέου στη στη Σίφνο το 1904, ως καθηγητής στο Γυμνάσιο Άμφισσας, από το 1904 έως το 1907, Σχολάρχης στη Μύκονο, από το 1907 έως το 1910, καθηγητής στο Αίγιο, το σχολικό έτος 1910-11, καθηγητής στην Αθήνα, από το 1911 έως το 1913, καθηγητής στο Βαρβάκειο το 1913, Γυμνασιάρχης στο Γύθειο, από το 1914 έως το 1915 και Γυμνασιάρχης στο Μεσολόγγι, από το 1915 έως το 1917, ενώ από το 1917 έως το 1920, διατέλεσε Γενικός Επιθεωρητής Θ΄ Περιφερείας στη Χαλκίδα. Το Δεκέμβριο του 1920 συνταξιοδοτήθηκε από την υπηρεσία με μικρή σύνταξη και εργάστηκε ως καθηγητής στην ιδιωτική σχολή Αηδονοπούλου, το σχολικό έτος 1921-22, Τμηματάρχης Α΄ στο Τμήμα Γραμμάτων και Τεχνών του Υπουργείου Παιδείας, από το 1923 έως το 1926, Διευθυντής Επιστημών και Τεχνών του Υπουργείου Παιδείας, από το 1926 έως το 1930, θέση από την οποία συνέβαλε στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του Ελευθερίου Βενιζέλου, και τέλος από το 1930 έως το 1935, διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου.
Καθεστώς 4ης Αυγούστου
Συντάχθηκε με το εθνικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου και τον Ιωάννη Μεταξά. Περιλαμβάνονταν μεταξύ των συνεργατών του πρωτοποριακού για την εποχή του περιοδικού «Νέον Κράτος», με πολιτικά, κοινωνικά, πολιτιστικά, διεθνή και ιδεολογικά θέματα, το οποίο δεν αποτελούσε όργανο κάποιου κρατικού οργανισμού ή καθεστωτικής οργανώσεως, ενώ ο Άριστος Καμπάνης, διευθυντής του περιοδικού, προσδιόριζε ως εχθρό του καθεστώτος τη «διανοητική ρύπανση» των φιλελευθερισμού και μαρξισμού, του αισθητισμού, του φεμινισμού, όπως και του φροϋδισμού.
Το «Νέον Κράτος» εξελίχθηκε στο σημαντικότερο και εγκυρότερο από όσα κυκλοφόρησαν εκείνη την περίοδο και η έκδοσή του διακόπηκε τον Μάρτιο του 1941, αφού είχε εκδώσει συνολικά 43 τεύχη, ενώ πέρα από τη στήριξη των οπαδών του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, είχε σημαντική διείσδυση στον χώρο των διανοουμένων. Μεταξύ των συνεργατών του περιλαμβάνονταν οι Άγγελος Σικελιανός, Ρίτα Μπούμη-Παπά, Κλέων Παράσχος, Ιωάννης Μ. Παναγιωτόπουλος, Πέτρος Χάρης, Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Ευάγγελος Παπανούτσος, Αχιλλέας Τζάρτζανος, Κωνσταντίνος Δημαράς, Στίλπωνας Κυριακίδης και Γεώργιος Ζώρας.
Υπέγραψε διαμαρτυρία η οποία δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Νέα Ελλάς» της 10ης Νοεμβρίου 1940, που προσυπέγραψαν επίσης πολλοί Έλληνες διανοούμενοι και άνθρωποι των γραμμάτων, εναντίον της Ιταλικής επιθέσεως σε βάρος της Ελλάδος. Μεταξύ των ονομάτων που υπέγραψαν περιλαμβάνονταν επίσης οι Κωστής Παλαμάς, Σπύρος Μελάς, Άγγελος Σικελιανός, Γεώργιος Δροσίνης, Σωτήρης Σκίπης, Δημήτριος Μητρόπουλος, Κ. Δημητριάδης, Νικόλαος Βέης, Κωνσταντίνος Παρθένης, Άριστος Καμπάνης, Γιάννης Βλαχογιάννης, Στρατής Μυριβήλης, Κώστας Ουράνης, Μιλτιάδης Μαλακάσης, Γρηγόριος Ξενόπουλος και Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς.
Το τέλος του
Έζησε τα έξι τελευταία χρόνια του από το 1936 έως το 1942, αποτραβηγμένος στο ιδιόκτητο σπίτι του στην Καλλιθέα, όπου είχε εγκατασταθεί από τα 1929 και ένα χρόνο πριν το θάνατο του υποβλήθηκε σε αλλεπάλληλες χειρουργικές επεμβάσεις, προκειμένου να αντιμετωπίσει πρόβλημα της υγείας του. Ο Γιάννης Χατζίνης, λογοτέχνης, κριτικός και προσωπικός φίλος του ποιητή, το 1970 στην επανέκδοση των «Σκαραβαίων», στον πρόλογο του με τίτλο «Ο Γρυπάρης από κοντά», γράφει ότι αιτία της πνευματικής στειρότητος των τελευταίων χρόνων της ζωής του, στάθηκε ο γάμος του, καθώς όσο ζούσε βρισκόταν συνεχώς κάτω από την αμείλικτη κυριαρχία της γυναίκας του Ρήνας Γρυπάρη. Ίδια ήταν η άποψη και των φίλων του Γιάννη Βλαχογιάννη και Σωτήρη Σκίπη, ο οποίος τη θεωρούσε ένοχη διπλού φόνου, γι αυτό και μετά το θάνατο του Γρυπάρη δεν τη συλλυπήθηκε. Στη διάρκεια της της κατοχής ο Γρυπάρης πέθανε από ασιτία, αν και είχαν τη δυνατότητα να επιβιώσουν, αφού η γυναίκα του έκρυβε τα τρόφιμα και τα τσιγάρα, αναγκάζοντάς τον να τα κλέβει κάθε βράδυ, ώσπου του προκάλεσε τη φυσική του εξόντωση μετά από χρήση καθαρτικού.
Η διαθήκη του
Κληροδότησε -με τον όρο αυτό να συμβεί μετά το θάνατο της συζύγου του, που επήλθε στις 29 Απριλίου 1952, στην «Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών» το σύνολο της περιουσίας του, η οποία σε συνεργασία με τον Δήμο Καλλιθέας ίδρυσε το «Μουσείο Γρυπάρη» -που δεν έχει λειτουργήσει- και έδωσε το όνομα του σε δρόμο της πόλεως, στον αριθμό 112 της οδού Αμαζόνων και στη συνέχεια Ιωάννη Μεταξά, επί της οποίας υπήρχε η οικία του που έχει κριθεί διατηρητέα. Η σύζυγος του έχει ανακηρυχθεί ευεργέτης του Δήμου Μυκονίων στον οποίο κληροδότησε την περιουσία της. Το σπίτι στο οποίο γεννήθηκε ο Ιωάννης Γρυπάρης στον Αρτεμώνα της Σίφνου, είναι ανοικτό για επισκέψεις από το κοινό.
Το 1955, στην κατοικία Γρυπάρη στεγάστηκε η νεότευκτη Δημοτική Βιβλιοθήκη Καλλιθέας, με χρήση της Βιβλιοθήκης του Γρυπάρη, και η Δημοτική Βιβλιοθήκη ονομάστηκε «Γρυπάρειος», όμως ο χώρος της εγκαταλείφθηκε όταν η Βιβλιοθήκη μεταστεγάστηκε σε ιδιόκτητο κτίριο και τη δεκαετία του 1980 καταβλήθηκε προσπάθεια και εγκαινιάστηκε το Μουσείο Γρυπάρη, δίχως ουσιαστική συνέχεια. Μέρος των χειρογράφων του Γρυπάρη, το οποίο ταυτίζεται με μέρος των περιεχομένων της έκδοσης «Ο άγνωστος Γρυπάρης. Ανέκδοτα ποιήματα» -για την οποία ο Βαλέτας σημειώνει «...Τα χειρόγραφα της έκδοσης αυτής, χαρισμένα απ’ τον εκδότη της στην Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών, δεν βρέθηκαν ακόμα στο Αρχείο της...», φυλάσσονται στο Ελληνικό Λογοτεχνικό Ιστορικό Αρχείο, [Ε.Λ.Ι.Α.]. Το αρχείο δωρήθηκε από τον Διονύση Καψάλη, που το είχε αποκτήσει από τον Άλκη Αγγέλου, τον Οκτώβριο του 1998.
Εργογραφία
Το 1889 εξέδωσε με συμφοιτητές του το περιοδικό «Ελικών», στο οποίο δημοσίευσε με το ψευδώνυμο «Όλπις ο Γρυπεύς», ψευδώνυμο παρμένο από το Γ' Ειδύλλιο του Θεόκριτου, ενώ το 1892 υπέβαλε στο Φιλαδέλφειο διαγωνισμό τη συλλογή «Δειλινά», η οποία απορρίφθηκε από την επιτροπή γιατί ήταν στη Δημοτική γλώσσα, και την ίδια χρονιά δημοσίευσε ποιήματα με το ψευδώνυμο «Γιάννης Αρτεμωνιάτης». Τον Οκτώβριο του 1892 δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά ποίημα του στο περιοδικό «Εστία», ενώ τον επόμενο χρόνο συνεργάστηκε στο περιοδικό «Φιλολογική Ηχώ» της Κωνσταντινουπόλεως, ενώ από το 1896 εξέδωσε μαζί με την Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, τον Φιλήντα και άλλους, το πρωτοποριακό αλλά βραχύβιο περιοδικό «Φιλολογική Ηχώ».
Το 1898 υπήρξε συνιδρυτής, με τους Κώστα Χατζόπουλο και Γιάννη Καμπύση, του λογοτεχνικού περιοδικού «Η Τέχνη», που άσκησε σημαντική επίδραση στην ανανέωση του ελληνικού πνευματικού και καλλιτεχνικού τοπίου της εποχής. Περί το 1909 δημοσίευσε στο περιοδικό «Νέα Ζωή» της Αλεξάνδρειας το ποίημα «Εστιάδες», ενώ το 1911 κυκλοφόρησαν στη «Βιβλιοθήκη Φέξη» τρεις μεταφράσεις του Αισχύλου και την ίδια χρονιά δημοσιεύθηκαν τα περισσότερα ποιήματά του στο περιοδικό «Γράμματα Αλεξανδρείας». Το 1919 εκδόθηκαν οι «Σκαραβαίοι και Τερακόττες», ποιητικό έργο που εξέδωσε σε βιβλίο με την προτροπή του Γεωργίου Δροσίνη και βραβεύτηκε το 1919 με το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών.
Τον Ιούνιο του 1923 δήλωσε στον Φώτο Γιοφύλλη, ότι «...Τα τελευταία έτη της φιλολογικής μου εργασίας τα έχω αποκλειστικά αφιερώσει στη συμπλήρωση και στο ξαναχύσιμο του Αισχύλου. Η εργασία μου αυτή είναι τώρα έτοιμη. Σ’ αυτή δίδω μεγάλη σημασία. Τη θεωρώ το κύριον έργο της ζωής μου. Έχω ξαναχύσει όλα τα έργα του Αισχύλου και τα έχω έτοιμα. Μα η επαναφορά μου στη δημόσια υπηρεσία και η ανάθεσις εις εμέ θέσεως τόσο πολυασχόλου μ’ εμπόδισεν έως τη στιγμή να επιμεληθώ και να κατορθώσω την έκδοσιν της εργασίας μου. Ελπίζω όμως ότι γρήγορα θα το κατορθώσω. Είμαι της ιδέας ότι είναι καιρός να γίνη αυτή η εργασία και για όλους τους αρχαίους έλληνες συγγραφείς. Είναι ανάγκη να δοθή μια εργασία καλλίτερη από την πρόχειρη εκείνη των εκδόσεων Φέξη...».
Το 1925 εργάστηκε ως συντάκτης και διευθυντής Συντάξεως του περιοδικού «Εικονογραφημένη της Ελλάδος». Το 1929 παραστάθηκε στις Δελφικές γιορτές η μετάφραση του στο έργο «Προμηθέας Δεσμώτης» και το 1937 κυκλοφόρησε ολοκληρωμένο το έργο του «Αισχύλος» από τις εκδόσεις «Εστία».
Λογοτεχνική παραγωγή
Τα πεζά του έργα αποτελούνται από χρονογραφήματα, κριτικά σημειώματα, άρθρα και μεταφράσεις, μεταξύ τους όλα τα σωζόμενα έργα του Σοφοκλή και η «Ορέστεια», «Οι επτά επί Θήβας», «Ο Προμηθέας Δεσμώτης» του Αισχύλου, οι «Βάκχες» του Ευριπίδη, ο «Ευθύδημος» και η «Πολιτεία» του Πλάτωνα, αποσπάσματα των Ομήρου, Βακχυλίδη, Πίνδαρου, Ηροδότου, Κάτουλλου, Οράτιου, καθώς και έργα των Γκαίτε, Σίλλερ, Χάινε, Ζολά, Κνουτ Χάμσουν, Σέλλεϋ και άλλων. Οι μεταφράσεις του των αρχαίων Ελλήνων τραγικών αποτέλεσαν τη βάση της αναβιώσεως του αρχαιοελληνικού δράματος στα πλαίσια των Δελφικών εορτών του Άγγελου Σικελιανού και εν συνεχεία από το Εθνικό Θέατρο. Οι μεταφράσεις των τραγικών ποιητών Αισχύλου και Σοφοκλή εξακολουθούν να θεωρούνται ως τις μέρες μας αξεπέραστες αισθητικά και παραστάθηκαν από κορυφαίους Έλληνες ηθοποιούς, όπως η κατακρεουργημένη από τους κομμουνιστές αντάρτες, Ελένη Παπαδάκη.
Ως ποιητής, χρονικά ανήκε στην πρώτη µεταπαλαμική γενιά. Επηρεάστηκε από τον γαλλικό συμβολισμό και τον παρνασσισμό και θεωρείται μέλος της «Νέας Αθηναϊκής Σχολής». Το ποιητικό του έργο είναι σημαντικό για την εσωτερική του αξία και την επίδραση που είχε στην ποίηση της εποχής του. Εργάστηκε να συμφιλιώσει τον παρνασσισμό με το συμβολισμό στην ελληνική ποίηση. Οι μεταφράσεις του των αρχαίων κλασικών και τραγικών θεωρούνται ασυναγώνιστες. Η γλώσσα του είναι η δημοτική, η τεχνική, το λεκτικό, το ύφος έχουν μια τέλεια επεξεργασία, ενώ η στιχουργική του είναι άμεμπτη και υποδειγματική και οι στίχοι του αν και εκφράζουν απαισιοδοξία και ματαιότητα, αποπνέουν αίσθηση ομορφιάς και λυρικότητος. Το ποίημα του «Ο όρθρος των ψυχών», έχει μελοποιηθεί από το συγκρότημα «Υπόγεια Ρεύματα».
Συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πιο αξιόλογους Έλληνες ποιητές. Έχει αφομοιώσει τα διδάγματα των παρνασσισμού, νεοκλασικισμού, συμβολισμού, τα λογοτεχνικά ρεύματα που ήταν κυρίαρχα την εποχή του, και δημιούργησε τη δική του ιδιότυπη ποίηση, την οποία κύρια χαρακτηριστικά είναι η άψογη τεχνική και η πλαστική επεξεργασία του στίχου, όπως απαιτεί ο παρνασσισμός, αλλά και η μουσικότητα και η υποβλητικότητα, όπως απαιτεί ο συμβολισμός.
Ο Κωστής Παλαμάς έλεγε για την ποιητική φόρμα του Γρυπάρη ότι «...από του τίτλου του μέχρι του τελευταίου θα ξενίσωσι μεν πιθανώς τους μη εννοούντας την ποίησίν του αλλά θα καταθέλξουν τους αισθανόμενους το αληθώς ωραίον εν τη ποιήσει...», ενώ ο Κοσμάς Πολίτης έγραψε για τις μεταφράσεις του Γρυπάρη ότι «...Βγαίνουν από στοχασμό-μουσική διάθεση-μελέτη. Μάχεται με τις αδυναμίες της γλώσσας. Με τέτοιες μεταφράσεις η Ελλάδα ζυγώνει τους ανθρώπους και παίρνει συνείδηση της δυνάμεως τους...».
Βιβλιογραφία
Ποιητικές συλλογές
«Σκαραβαίοι και Τερρακότες», το 1911. Η συλλογή απαρτίστηκε από 64 ποιήματα και λίγες μεταφράσεις του Γρυπάρη.
Μεταφράσεις
«Ορέστεια» του Αισχύλου, «Επτά επί Θήβας», το 1911,
«Πολιτεία» του Πλάτωνος, το 1911,
«Ευθύδημος» του Πλάτωνος, το 1912,
«Ταξιδιωτικές εικόνες» του Ερρίκου Χάινε, το 1925,
«Το παραμύθι της αλεπούς» του Γκαίτε, το 1930,
«Προμηθέας Δεσμώτης», Αισχύλου «Ικέτιδες», το 1930,
«Ηλέκτρα» του Σοφοκλέους, το 1936,
«Οιδίπους επί Κολωνώ» του Σοφοκλέους, το 1937,
«Φιλοκτήτης» του Σοφοκλέους, το 1937,
«Αντιγόνη» του Σοφοκλέους, το 1940,
«Αίας» του Σοφοκλέους, το 1940,
«Οιδίπους Τύραννος», το 1942,
«Τραχίνιες».
Το 1895 δημοσιεύθηκαν δώδεκα "Σκαραβαίοι» του στο περιοδικό «Εστία".
Τα έργα
«Ιωάννης Γρυπάρης: ο πρώτος μετασολωμικός: βίος, έργο, εποχή», το 1970,
«Γρυπάρης, Άπαντα τα πρωτότυπα με τα μικρά μεταφράσματα. Έκρινε Γ. Βαλέτας», το 1980, εκδόσεις Δωρικός, που αναφέρονται στη ζωή και στο έργο του Γρυπάρη, έχουν συγγραφεί από το Γεώργιο Βαλέτα.
Περισσότερα Άρθρα...
- Μίλτος Σαχτούρης, ήταν ένας από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς Έλληνες ποιητές
- Μίκης Θεοδωράκης, Έλληνας συνθέτης, κρητικής καταγωγής, ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες μουσικοσυνθέτες, υπήρξε πολιτικός, βουλευτής και υπουργός
- Ρένα Βλαχοπούλου, ήταν Ελληνίδα ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου και τραγουδίστρια
- Φώφη Σαραντοπούλου, ήταν Ελληνίδα λυρική κολορατούρα σοπράνο