Άρθρα
Πάπας Σίξτος Β΄, παραφθορά του ελληνικού Ξυστός, που σημαίνει «γυαλισμένος», ήταν Πάπας ή επίσκοπος Ρώμης
Πάπας Σίξτος Β΄
Ο Σίξτος Β΄, παραφθορά του ελληνικού Ξυστός, που σημαίνει «γυαλισμένος», ήταν Πάπας ή επίσκοπος Ρώμης από τις 30 Αυγούστου του 257 έως το θάνατό του το 258. Μαρτύρησε κατά τη διάρκεια των διωγμών από τον αυτοκράτορα Βαλεριανό. (Papa Sisto II, ... - 6 Αυγούστου 258)
Καταγωγή και παποσύνη
Σύμφωνα με το Liber Pontificalis, γεννήθηκε σε ελληνικό έδαφος και μάλιστα θεωρείται ότι ήταν Αθηναίος.
Ωστόσο, είναι αβέβαιο και αμφισβητείται από σύγχρονους ιστορικούς της Δύσης το γεγονός αυτό.
Σύμφωνα με τους τελευταίους, ο συγγραφέας του Liber Pontificalis φαίνεται ότι συγχέει τον πάπα με κάποιον Έλληνα σπουδαστή της Πυθαγόρειας Φιλοσοφίας, ονόματι Ξύστο.
Ως επίσκοπος Ρώμης, ο Σίξτος μερίμνησε για την αποκατάσταση των σχέσεων μεταξύ των αφρικανικών και των ανατολικών Ορθόδοξων Εκκλησιών, οι οποίες είχαν διαταραχθεί από τον προκάτοχό του με αφορμή το ζήτημα του αιρετικού βαπτίσματος.
Κατά τους διωγμούς του Βαλεριανού, όταν απαγορεύτηκαν οι ταφικές τιμές και δημεύτηκαν τα κοιμητήρια, μετέφερε τα λείψανα των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου στην κατακόμβη του Αγίου Σεβαστιανού.
Μαρτύριο και έργο
Στις 6 Αυγούστου του 258 ο Σίξτος μαρτύρησε με αποκεφαλισμό, κατά τους διωγμούς του Βαλεριανού. Μαζί του εκτελέστηκαν 6 ακόμα διάκονοι: Ιανουάριος, Βικέντιος, Μάγνος, Στέφανος, Ευτυχής και Αγαπητός.
Ο Σίξτος θεωρείται συγγραφέας του ψευδοκυπριακού έργου Ad Novatianum, παρ'όλο που οι απόψεις του δε συνάντησαν καθολική αποδοχή. Ένα άλλο συγγραφικό έργο, που γράφηκε στη Ρώμη στην περίοδο μεταξύ του 253 και 258, πιστεύεται γενικά ότι είναι δικό του.
Η μνήμη του τιμάται από την Καθολική Εκκλησία στις 7 Αυγούστου μαζί με των συντρόφων του, ενώ η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του στις 10 Αυγούστου.
Άντι Γουόρχολ, ήταν Αμερικανός πολυσχιδής καλλιτέχνης, ζωγράφος, γλύπτης, κινηματογραφιστής, συγγραφέας και συλλέκτης, πρωτοπόρος του κινήματος της Ποπ Αρτ
Άντι Γουόρχολ
O Άντι Γουόρχολ ήταν Αμερικανός πολυσχιδής καλλιτέχνης, ζωγράφος, γλύπτης, κινηματογραφιστής, συγγραφέας και συλλέκτης, πρωτοπόρος του κινήματος της Ποπ Αρτ. (Andy Warhol [Andrew Warhola], 6 Αυγούστου 1928 — 22 Φεβρουαρίου 1987)
Βιογραφία
Γόνος ρουθήνων μεταναστών από τη Αυστρουγγαρία που εγκαταστάθηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, γεννήθηκε στο Πίτσμπουργκ της Πενσυλβάνια.
Την περίοδο 1945-9 ο Άντι Γουόρχολ σπούδασε στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας του Κάρνεγκι και κατόπιν εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη, όπου εργάστηκε αρχικά σαν σχεδιαστής παπουτσιών όπου και τον πρόσεξε ο πασίγνωστος τότε γκαλλερίστας Αλέξανδρος Ιόλας και τον προώθησε στο περιοδικό Glamour σαν εικονογράφο.
Η ενασχόλησή του με τη ζωγραφική ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1960 και αρχικά ήταν επηρεασμένη από θέματα διαφημίσεων, καθημερινά αντικείμενα και την εικονογραφία των κόμικς, δίνοντας τα πρώτα δείγματα γραφής της Ποπ Αρτ.
Με πίνακες που απεικόνιζαν κουτιά σούπας της εταιρείας Κάμπελ ή μπουκάλια Κόκα Κόλα, απέκτησε μεγαλύτερη φήμη και μέχρι το 1963 παρήγαγε μαζικά τέτοιου τύπου επιτηδευμένα κοινότοπες αναπαραστάσεις καταναλωτικών προϊόντων, καθώς και προσωπογραφίες διασημοτήτων - μεταξύ αυτών και αρκετά πρόσωπα που αποτελούσαν σύμβολα της αμερικανικής ποπ κουλτούρας - σε φανταχτερά χρώματα και συχνά ως μεταξοτυπίες.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, ο Γουόρχολ αφοσιώθηκε στον κινηματογράφο, σκηνοθετώντας ταινίες που χαρακτηρίζονταν από τη διάθεση πειραματισμού και πρόκλησης, το ερωτικό στοιχείο και ενίοτε την ασυνήθιστη διάρκειά τους. Στα πιο γνωστά έργα του ανήκουν τα The Chelsea Girls (1966), Eat (1963), My Hustler (1965) και Blue Movie (1969). Στην ταινία Empire (1964), διάρκειας οκτώ ωρών με πλάνα αποκλειστικά του Empire State Building σε πραγματικό χρόνο, ο Γουόρχολ παρουσίασε στην πιο ακραία μορφή της, τη δική του αισθητική τού βαρετού.
Από το 1962 μέχρι το 1968, εργαστήριο του αποτέλεσε ένας χώρος που στο παρελθόν στέγαζε εργοστάσιο, και για αυτό ονομάστηκε Factory. Σύντομα εξελίχθηκε σε τόπο συγκέντρωσης διασημοτήτων, καλλιτεχνών, μελών της αβάν γκαρντ και αντεργκράουντ κουλτούρας, τοξικομανών, ομοφυλόφιλων, μουσικών και φιλότεχνων.
Μετά από απόπειρα δολοφονίας του στο Factory από τη Βαλερί Σολάνας, στις 3 Ιουνίου του 1968, ο Γουόρχολ κράτησε αποστάσεις από τον αντισυμβατικό περίγυρό του, συναναστρεφόμενος περισσότερο με πλούσια μέλη της υψηλής κοινωνίας.
Από το έργο του στη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, ξεχωρίζουν οι κατά παραγγελία προσωπογραφίες που τύπωνε ως μεγεθύνσεις φωτογραφιών Polaroid, πολλές από τις οποίες αφορούσαν πολιτικές φυσιογνωμίες και διασημότητες του Χόλυγουντ.
Στη δεκαετία του 1980, συνεργάστηκε με τον Φραντσέσκο Κλεμέντε και τον νεοεξπρεσιονιστή ζωγράφο Ζαν Μισέλ Μπασκιά. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ασχολήθηκε εκ νέου με τη ζωγραφική, δίνοντας μια σειρά πινάκων βασισμένων σε θρησκευτικά θέματα της αναγέννησης, όπως ο Μυστικός Δείπνος (1986).
Πέθανε το Φεβρουάριου του 1987, στην πόλη της Νέα Υόρκης, μετά από επιπλοκές κατά τη διάρκεια επέμβασης αφαίρεσης της χολής του. Ο Γουόρχολ υπήρξε συστηματικός συλλέκτης έργων, κυρίως κοσμημάτων, διακοσμητικής και λαϊκής τέχνης, τα οποία δημοπρατήθηκαν μετά το θάνατό του.
Το Μουσείο Άντι Γουόρχολ, με πλούσια συλλογή έργων του, εγκαινιάστηκε το 1994 στο Πίτσμπουργκ.
Λουσίλ Ντεζιρέ Μπολ, ήταν Aμερικανίδα κωμική ηθοποιός του θεάτρου, του σινεμά, της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου, μοντέλο και παραγωγός
Λουσίλ Ντεζιρέ Μπολ
Η Λουσίλ Ντεζιρέ Μπολ ήταν Aμερικανίδα κωμική ηθοποιός του θεάτρου, του σινεμά, της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου, μοντέλο, παραγωγός και πρωταγωνίστρια των σειρών I Love Lucy, The Lucy–Desi Comedy Hour, The Lucy Show, Here's Lucy και Life With Lucy. (6 Αυγούστου 1911, Νέα Υόρκη- 26 Απριλίου 1989, Καλιφόρνια)
Λουσίλ Ντεζιρέ Μπολ ήταν μία από τις πλέον δημοφιλείς και με επιρροή ηθοποιούς των Ηνωμένων Πολιτειών κατά τη διάρκεια της ζωής της, με μια από τις μακροβιότερες καλλιτεχνικές καριέρες, ιδιαίτερα στην τηλεόραση, η Μπολ ξεκίνησε τη σταδιοδρομία της τη δεκαετία του ΄30, εξελισσόμενη σε ραδιοφωνική και κινηματογραφική ηθοποιό στη δεκαετία του '40 και τηλεοπτική σταρ στα 1950s.
Εξακολουθούσε να πρωταγωνιστεί στα 1960s και 1970s.
To 1962 έγινε η πρώτη γυναίκα που διεύθυνε ένα μεγάλο τηλεοπτικό στούντιο, το οποίο παρήγαγε πολλές επιτυχημένες και δημοφιλείς σειρές.
Η Μπολ προτάθηκε για τα Βραβεία Έμμυ δεκατρείς φορές και το κέρδισε τέσσερις.
Το 1977 η Μπολ ήταν ανάμεσα στις πρώτες γυναίκες ηθοποιούς που τιμήθηκαν με το βραβείο Women in Film Crystal Award.
Τιμήθηκε επίσης με το βραβείο Golden Globe Cecil B. DeMille (1979), το βραβείο Lifetime Achievement από το κέντρο απονομής τιμών Kennedy (1986) και το βραβείο Governors από την Ακαδημία τηλεοπτικών τεχνών και επιστημών (1989).
Το 1929 η Μπολ έπιασε δουλειά σαν μοντέλο και αργότερα ξεκίνησε την καριέρα της ως καλλιτέχνης της σκηνής χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Dianne Belmont.
Εμφανίστηκε σε πολλούς μικρούς κινηματογραφικούς ρόλους κατάτη δεκαετία του '30, σαν μισθωμένη ερμηνεύτρια για την εταιρία RKO Radio Pictures.
Η Μπολ χαρακτηρίσθηκε σαν "Η Βασίλισσα των Β-ταινιών".
Το 1951 ήταν η συντονίστρια στη δημιουργία της τηλεοπτικής σειράς "I Love Lucy".
Στην εκπομπή συμπρωταγωνιστούσε μαζί με τον τότε σύζυγό της Ντέζι Άρναζ (Desi Arnaz) που υποδύονταν το χαρακτήρα Ricky Ricardo, τη Βίβιαν Βανς (σαν Ethel Mertz) και το Γουΐλιαμ Φρόλεϊ (σαν Fred Mertz).
Η σειρά ολοκληρώθηκε το 1957, μετά από 180 επεισόδια. Στη συνέχεια, μετονομάστηκε σε σαν The Lucy-Desi Comedy Hour, που διήρκεσε τέσσερις σεζόν (1957–1960) (13 επεισόδια).
Η Μπολ πρωταγωνίστηκε σε δυο ακόμη επιτυχημένες σειρές: Το The Lucy Show, (παραγωγής CBS, από το 1962 έως το 1968 με 156 επεισόδια) και το Here's Lucy (από το 1968 έως το 1974 (144 επεισόδια).
Η τελευταία της συμμετοχή σε τηλεοπτική σειρά καταγράφηκε το 1986, με τον τίτλο Life with Lucy , το σόου της όμως εκείνο απέτυχε και διακόπηκε μετά από 8 επεισόδια που προβλήθηκαν, ενώ είχαν ετοιμαστεί συνολικά δεκατρία.
Η Μπολ παντρεύτηκε τον κουβανό μουσικό Ντέζι Άρναζ το 1940. Στις 17 Ιουλίου του 1951, ενώ η Λουσίλ ήταν σχεδόν 40 ετών, γέννησε το πρώτο τους παιδί, την Lucie Désirée Arnaz. Ενάμισυ χρόνο αργότερα, η Μπολ έφερε στον κόσμο και το δεύτερο παιδί τους, τον Desiderio Alberto Arnaz IV, γνωστό σαν Desi Arnaz, Jr. Η Μπολ και ο Άρναζ, χώρισαν στις 4 Μαΐου του 1960.
Στις 26 Απριλίου του 1989, η Λουσίλ Μπολ πέθανε από ρήξη ανευρίσματος αορτής, σε ηλικία 77 χρονών.
Την εποχή του θανάτου της ήταν παντρεμένη με το δεύτερο σύζυγό της και επαγγελματικό συνέταιρό της, τον κωμικό Gary Morton με τον οποίο έζησε περισσότερα από 27 χρόνια.
Ρόμπερτ Μίτσαμ, ήταν Αμερικανός ηθοποιός του κινηματογράφου, σκηνοθέτης, συγγραφέας και συνθέτης
Ρόμπερτ Μίτσαμ
Ο Ρόμπερτ Μίτσαμ ήταν Αμερικανός ηθοποιός του κινηματογράφου, σκηνοθέτης, συγγραφέας και συνθέτης. (Robert Mitchum, 6 Αυγούστου 1917 – 1 Ιουλίου 1997)
Ο Μίτσαμ έγινε γνωστός συμμετέχοντας σε διάφορα φιλμ νουάρ κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '50 και '60, όπου ερμήνευε ρόλους αντιήρωα.
Είναι γνωστός για τη συμμετοχή του στις ταινίες: Ήρωες του Κασίνο (Story of G.I. Joe, 1945), που του χάρισε την πρώτη και μοναδική του υποψηφιότητα για Όσκαρ, Διασταυρούμενα πυρά (Crossfire, 1947), Αμάρτημα του παρελθόντος (Out of the Past, 1949), Η Νύχτα του Κυνηγού (The Night of the Hunter, 1955), Μονομαχία στον Ατλαντικό (The Enemy Below, 1957), Αυτοί που δε ριζώνουν πουθενά (The Sundowners, 1960), Δυο Γίγαντες Συγκρούονται (Cape Fear, 1962) και Η Κόρη του Ράιαν (Ryan's Daughter, 1970).
Το 1999, το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου τον κατέταξε στην 23η θέση στη λίστα με τους 25 μεγαλύτερους σταρ όλων των εποχών.
Του άρεσε να λέει για τον εαυτό του ότι είναι η πιο παλιά πόρνη της πόλης. Εκανε 120 ταινίες, τις 40 φορώντας την ίδια καμπαρντίνα». Ο Λι Σέρβερ αρχίζει τη βιογραφία του Ρόμπερτ Μίτσαμ με το μπλαζέ ύφος ενός αφηγητή παλιού φιλμ νουάρ, που φυσικά είναι σε θέση να μιλήσει και να αποφανθεί για έναν πρωταγωνιστή γεμάτο αντιφάσεις, μηδενισμό, επαγγελματισμό, βιαιότητα, εύστροφο πνεύμα, ζωτικότητα, παθητικότητα.
Εχασε τον πατέρα του πολύ νωρίς και του στοίχισε. Το αποτέλεσμα ήταν να φύγει 16 μόλις χρόνων από το πατρικό του, στο Μπρίτζπορτ του Κονέκτικατ, αναζητώντας την τύχη του στη Νέα Υόρκη. Οπως τόσοι ηθοποιοί της γενιάς του, έκανε δεκάδες επαγγέλματα, ένα από τα οποία ήταν του μποξέρ (έτσι έσπασε τη μύτη του), προτού τελικά καταλήξει στο Χόλιγουντ όπου έμαθε την «κουζίνα» δουλεύοντας βοηθός σεναριογράφων, παραγωγών και σκηνοθετών. Το 1943 βγήκε στο σινεμά ως κομπάρσος σε ταινίες του γουέστερν ήρωα Χόπαλονγκ Κάσιντι, αλλά και σε μία του ντουέτου Χονδρός - Λιγνός.
Κυνικός ως το κόκαλο, ο Μίτσαμ δεν είχε κανένα πρόβλημα στο να δηλώσει αργότερα την ανία του όταν παρακολουθεί σινεμά και ιδιαιτέρως τις δικές του ταινίες, ενώ στις ιστορίες του για τη λειτουργία του συστήματος στο Χόλιγουντ ήταν ολοφάνερο ότι μέσα του το είχε από πολύ νωρίς απομυθοποιήσει.
Για παράδειγμα, αμέσως μετά την πρώτη ταινία του «Happy serves a writ» «προήχθη» από κομπάρσος σε ηθοποιό, διότι ο ηθοποιός τον οποίο τελικά αντικατέστησε σκοτώθηκε. Ως ηθοποιός πλέον έπρεπε απλώς να καβαλήσει το ίδιο άλογο. «Σταμάτησα να παίρνω στα σοβαρά το σινεμά πριν από πολλά χρόνια» είπε σε συνέντευξή του στα μέσα της δεκαετίας του '80. «Επαιζα σε μια ταινία με την Γκριρ Γκάρσον και είδα ότι χρειαζόταν να γυρίσουν 125 φορές μια σκηνή όπου έλεγε ένα απλό "όχι"».
Ο Τζον Χιούστον πίστευε ότι «ο Μπομπ ανήκει στους σπουδαίους ηθοποιούς του κινηματογράφου» και ότι «θα μπορούσε επίσης να είναι ένας έξοχος σαιξπηρικός ερμηνευτής. Στην πραγματικότητα» είχε πει ο Χιούστον «νομίζω ότι θα έπαιζε έναν τέλειο βασιλιά Ληρ». Παρ' όλα αυτά ο Μίτσαμ καθιερώθηκε ως «αντράκι» σε δεκάδες δευτεροκλασάτες ταινίες νουάρ και γουέστερν των δεκαετιών του '40 και του '50. Ο «Αμαρτωλός και δολοφόνος» του Τουρνέρ συνοψίζει τον τύπο του άντρα χάρη στον οποίο ο Μίτσαμ θα είναι πάντοτε αναγνωρίσιμος: ο ψύχραιμος και μοναχικός άντρας, ο οποίος ακόμη και όταν το προσπαθεί δεν μπορεί να γίνει μέλος της συμβατικής κοινωνίας.
Ο τρόπος με τον οποίο κατάφερε να χειρισθεί τόσο τους «θετικούς» όσο και τους «αρνητικούς» ήρωές του - ο κλασικότερος των οποίων είναι εκείνος του σαδιστικού ψευτοπάστορα στη «Νύχτα του κυνηγού» - παραμένει υποδειγματικός, ενώ το παράξενο είναι ότι το έκανε χωρίς προσπάθεια. Ο Ρόμπερτ Μίτσαμ κατάφερε να υποτάξει τους κανόνες της υποκριτικής στον ίδιο του τον εαυτό, του οποίου η ακτινοβολία κάλυπτε της ανάγκες αυτής ακριβώς της υποκριτικής! Καμία τεχνική, καμία μέθοδος. Μόνο ο άνθρωπος και η παρουσία του.
Αρχή με γουέστερν
Ο Μίτσαμ άρχισε την καριέρα του με γουέστερν δεύτερης διαλογής, αλλά ταυτίζεται κυρίως με αυτό το περίεργο κράμα ευρωπαϊκής διαύγειας και αμερικανικής αυτοαμφισβήτησης που ονομάζεται φιλμ-νουάρ. Το καλύτερο ίσως δείγμα του είδους αυτού είναι το φιλμ του Ζακ Τουρνέρ «Build My Gallows High» («Αμαρτωλοί και Δολοφόνοι»), ένα φιλμ του 1947 όπου ο Μίτσαμ έλεγε μερικές αδρές φράσεις, ιδανικές για τον Σέρβερ όποτε χρειάζεται επιγραμματικούς τίτλους για τα κεφάλαια του βιβλίου του. Οταν, π.χ., κάποια του λέει «Δεν θέλω να πεθάνω», ο Μίτσαμ απαντά: «Ουτε κι εγώ, μωρό μου, αλλά αν πρόκειται να πεθάνω... θέλω να πεθάνω τελευταίος».
Ο Μίτσαμ δεν είχε σπουδάσει ηθοποιία και, παρά το ότι η κινηματογραφική περσόνα του -το ύφος του που έδειχνε να αδιαφορεί για τον εαυτό του και να μην εντυπωσιάζεται από τίποτα- προοιωνιζόταν τη γενιά του Τζέιμς Ντιν, του Μοντγκόμερι Κλιφτ και του Μάρλον Μπράντο, δεν είχε τίποτα από την οίηση και την επιτήδευσή τους.
Οταν τελικά ο Μίτσαμ ξεκίνησε να δημιουργήσει πρόσωπα μεγαλύτερης έντασης σε ένα άλλο επίπεδο, όπως στην έξοχη ταινία «Night of the Hunter» («Ο θανατοποινίτης με το σημάδι», 1955) του Τσαρλς Λότον, το αποτέλεσμα δεν έθελξε πολλούς. Ο Μίτσαμ δεχόταν να παίρνει οδηγίες από σκηνοθέτες που εκτιμούσε, αλλά συνήθως έκανε εκείνο που ήθελε ο ίδιος.
Εξυπνος και ατίθασοςΣτα μαθητικά του χρόνια, ο Ρόμπερτ Μίτσαμ ήταν ο πιο έξυπνος αλλά και ο πιο ατίθασος μαθητής και σε όλη του τη ζωή, έμεινε ο ίδιος.
Πάντως, οποιεσδήποτε κι αν ήταν οι ατασθαλίες του την «προηγούμενη νύχτα», στα πενήντα χρόνια της καριέρας του εμφανιζόταν πάντα στο πλατό στην ώρα του, έτοιμος να μάθει το κείμενο που του έδιναν με τη φωτογραφική του μνήμη, ακόμη κι αν είχε αλλάξει την τελευταία στιγμή.
Στα εξήντα του, εξακολουθούσε να γυρίζει δύσκολες σκηνές χωρίς «κασκαντέρ» και δούλεψε επί εβδομάδες στην ταινία «Οι άνεμοι του πολέμου» άρρωστος με πνευμονία.
Εμεινε παντρεμένος για πάνω από εξήντα χρόνια με την Ντόροθι, τη γυναίκα που είχε αγαπήσει όταν ήταν και οι δύο τους μικροί μαθητές στο σχολείο, κάτι τόσο αξιοπερίεργο στο πλαίσιο του Χόλιγουντ, ώστε ο Σέρβερ κάνει νύξη για κάποιο μυστικό κλειδί που είχε εκείνη για να τον κρατάει, κάτι που ο κόσμος δεν θα μάθει ποτέ. Ερωτοτροπούσε αρκετά, αλλά η μόνη ερωτική σχέση που απείλησε σοβαρά το γάμο του ήταν με τη Σίρλεϊ ΜακΛέιν.
Ποτό και μαριχουάνα
Η κλίση του στο ποτό, παρά τις μυθικές διαστάσεις που είχε πάρει, ήταν κάτι αποδεκτό. Το ότι κάπνιζε μαριχουάνα, όμως, όχι. Η σύλληψη και η καταδίκη του, το 1948, έθιξε αλλά δεν κατέστρεψε την καριέρα του. Ούτε, όμως, επηρέασε την έξη του αυτή. Λένε ότι καλλιεργούσε τη δική του σοδειά και είχε μέσα στο πορτοφόλι του φωτογραφίες των πιο εύρωστων φυτών του.
Ο Λι Σέρβερ έχει συμπεριλάβει και ιστορίες, πολλές από τις οποίες είναι στη διάκριση του αναγνώστη να τις δεχθεί ως αληθινές ή όχι. Μπήκε πράγματι ο Μίτσαμ σε έναν οίκο ανοχής πολυτελείας όταν ήταν ακόμη στην εφηβεία του, κρυμμένος κάτω από το γούνινο παλτό μιας γυμνής στριπτιζέζ; Είχε πράγματι πιει τόσο πολύ ουίσκι πριν από μια συνάντησή του με τον Ντέιβιντ Ο. Σέλτζνικ, ώστε να σηκωθεί και να ουρήσει στο πάτωμα; Ο Μίτσαμ ήταν ένας μεγάλος και έμπειρος δημιουργός της ίδιας του της μυθολογίας.
Πληροφορίες: tovima.gr & kathimerini.gr
Σοφία Βέμπο, κορυφαία Ελληνίδα ερμηνεύτρια και ηθοποιός, χαρακτηρίστηκε "Τραγουδίστρια της Νίκης" στη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940
ΣΟΦΙΑ ΒΕΜΠΟ
Η Σοφία Βέμπο ήταν κορυφαία Ελληνίδα ερμηνεύτρια και ηθοποιός της οποίας η καλλιτεχνική πορεία εκτείνεται από το Μεσοπόλεμο έως τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια και τη δεκαετία του ’50. (Καλλίπολη Ανατολικής Θράκης, 10 Φεβρουαρίου 1910 – Αθήνα, 11 Μαρτίου 1978)
Χαρακτηρίστηκε "Τραγουδίστρια της Νίκης" εξαιτίας των εθνικών τραγουδιών που ερμήνευσε κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940.
Η Σοφία Μπέμπου, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου του 1910 στην Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στην Τσαριτσάνη του νομού Λάρισας και κατόπιν στο Βόλο, όπου οι γονείς της εργάστηκαν ως καπνεργάτες.
Ξεκίνησε την καλλιτεχνική της πορεία τυχαία το 1930, τραγουδώντας σ' ένα ζαχαροπλαστείο της Θεσσαλονίκης για να συνεισφέρει οικονομικά στο σπίτι της.
Τρία χρόνια αργότερα κατέβηκε στην Αθήνα, όπου προσελήφθη από τον θεατρικό επιχειρηματία Φώτη Σαμαρτζή στο «Κεντρικόν», προκειμένου να συμμετάσχει στην επιθεώρηση "Παπαγάλος 1933".
Την ίδια περίοδο υπέγραψε και το πρώτο της συμβόλαιο στη δισκογραφική εταιρία Columbia, ερμηνεύοντας ερωτικά τραγούδια της εποχής και λόγω της ιδιαίτερης μπάσας φωνής της η καταξίωση δεν άργησε να έρθει.
Με την κήρυξη του πολέμου το 1940 ανέλαβε την εμψύχωση των ελλήνων στρατιωτών στο μέτωπο με πατριωτικά και σατυρικά τραγούδια, ενώ πρωταγωνίστησε σε επιθεωρήσεις που προσάρμοζαν το θέμα τους στην πολεμική επικαιρότητα.
Όταν τα ναζιστικά στρατεύματα εισήλθαν στην Αθήνα φυγαδεύτηκε στη Μέση Ανατολή, όπου συνέχιζε να τραγουδά για τα εκεί ελληνικά και συμμαχικά στρατεύματα.
Έγινε σύμβολο του έθνους, ταύτισε το όνομά της με το αλβανικό έπος και χαρακτηρίστηκε «Τραγουδίστρια της Νίκης».
Το 1949 απέκτησε δική της θεατρική στέγη στο Μεταξουργείο. Σε μια εποχή που θέατρα έκλειναν και μετατρέπονταν σε κινηματογράφους, η Βέμπο επανέφερε την επιθεώρηση, ανεβάζοντας έργα που διατήρησαν ζωντανή την παράδοση της λαϊκής σάτιρας και καθιέρωσαν τους μεγάλους κωμικούς μας. Ταυτόχρονα, έβαλε τα θεμέλια μιας καινούριας εποχής για το ελληνικό τραγούδι, λανσάροντας το «αρχοντορεμπέτικο».
Όλα αυτά τα χρόνια, η Σοφία Βέμπο διατηρούσε δεσμό με τον συγγραφέα και στιχουργό Μίμη Τραϊφόρο, με τον οποίο παντρεύτηκε τελικά το 1957.
Το 1959 πρωταγωνιστεί στην κινηματογραφική ταινία «Στουρνάρα 288», όπου υποδύεται μια διάσημη τραγουδίστρια που ξεχάστηκε από τους θαυμαστές της κι εργαζόταν ως καθηγήτρια πιάνου. Είχε προηγηθεί η συμμετοχή της το 1955 στην κλασσική «Στέλλα» και το 1938 στην «Προσφυγοπούλα», όπου είχε κάνει και το ντεμπούτο της στη μεγάλη οθόνη.
Στα μέσα της δεκαετίας του '60 άρχισε να αραιώνει τις θεατρικές εμφανίσεις της και στις αρχές της επόμενης δεκαετίας αποσύρθηκε οριστικά. Την περίοδο 1967-1974 συμμετείχε στον αντιδικτατορικό αγώνα. Τη βραδιά του «Πολυτεχνείου» άνοιξε το σπίτι της κι έκρυψε φοιτητές, τους οποίους αρνήθηκε να παραδώσει όταν η ασφάλεια χτύπησε την πόρτα της.
Πέθανε στις 11 Μαρτίου του 1978 και η κηδεία της μετατρέπεται σ' ένα πάνδημο συλλαλητήριο.
Περισσότερα Άρθρα...
- Αλεξάντερ Φλέμινγκ, Σκωτσέζος βιολόγος που βραβεύτηκε με βραβείο Νόμπελ για την ανακάλυψε μαζί με την σύζυγό του Αμαλία την πενικιλίνη
- Νηλ Ώλντεν Άρμστρονγκ, ήταν Αμερικανός αστροναύτης, πιλότος και καθηγητής πανεπιστημίου, ο πρώτος άνθρωπος που πάτησε στη Σελήνη
- Τζον Χιούστον, ήταν Αμερικανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και ηθοποιός του κινηματογράφου βραβευμένος με Όσκαρ Σκηνοθεσίας
- Δημήτριος Υψηλάντης, ήταν στρατιωτικός και αγωνιστής της επανάστασης του 1821