Άρθρα
Νότης Περγιάλης, Έλληνας συγγραφέας, ηθοποιός, σκηνοθέτης και στιχουργός
Νότης Περγιάλης
Ο Νότης Περγιάλης του Νικολάου, ήταν Έλληνας συγγραφέας, ηθοποιός, σκηνοθέτης και στιχουργός.
Μέχρι το θάνατό του ανέβαζε θεατρικές παραστάσεις με ερασιτεχνική ομάδα στους Αγίους Θεοδώρους Κορινθίας. (16 Αυγούστου 1920-10 Νοεμβρίου 2009)
Σπούδασε στο θεατρικό Σπουδαστήρι του Βασίλη Ρώτα. Από το 1949 εργάζεται ως ηθοποιός και συγγραφέας στο θέατρο, τον κινηματογράφο και το ραδιόφωνο.
Αναδείχθηκε όμως περισσότερο ως ηθοποιός του κινηματογράφου και της τηλεόρασης, ερμηνεύοντας χαρακτηριστικούς ρόλους.
Έγραψε πολλά θεατρικά έργα, όπως «Το κορίτσι με το κορδελλάκι», «Χρυσό χάπι» και «Αντιγόνη της Κατοχής» (Λαϊκό θέατρο Μάνου Κατράκη 1954, 1958 και 1960 αντίστοιχα), «Μάσκες για Αγγέλους» (Θίασος Έλσας Βεργή 1959), «Τρελλό φεγγάρι» (Άρμα Θεάτρου 1965), «Αυτό το δέντρο δεν το λέγανε υπομονή» (Θίασος Χατζίσκου Νικηφοράκη 1974-5) κ.ά.
Είναι στιχουργός του πολύ διάσημου τραγουδιού Πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι, τη μουσική του οποίου έγραψε ο Μάνος Χατζιδάκις. Επίσης στιχουργός των τραγουδιών Ο λεβέντης, Τι να την κάνω τη χαρά, Το μπλόκο της Καισαριανής, που μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης, του τραγουδιού Γκρεμισμένα σπίτια με μουσική Γιάννη Μαρκόπουλου, Νυφιάτικο τραγούδι κ.ά.
Έγραψε το σενάριο και συμμετείχε ως αφηγητής στην τηλεοπτική σειρά Ο Χριστός ξανασταυρώνεται (1975) (τηλεοπτική μεταφορά του ομώνυμου έργου του Νίκου Καζαντζάκη) σε σκηνοθεσία Βασίλη Γεωργιάδη.
Συγγραφέας του βιβλίου «Όταν σηκώθηκαν τα δένδρα» (νουβέλα 1971), «Ο Ατάρ δεν πεθαίνει ποτέ» (1971), «Το κόκκινο πουλί», Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1990, 120 σ., (ISBN 960-224-232-9) κ.ά.
Επίσης των θεατρικών έργων "Η γειτονιά του Τσέχωφ" (1976) (Εθνικό Θέατρο - Νέα Σκηνή - Δεκέμβριος 1976 - Σκηνοθεσία: Ντίνος Δημόπουλος), "Μαγική πόλη" (1963) (Μουσική επιθεώρηση σε συνεργασία με τον Ιάκωβο Καμπανέλλη και μουσική Μίκη Θεοδωράκη), "Άνοιξε την πόρτα" (1986) (Εθνικό Θέατρο - Νέα Σκηνή - Φεβρουάριος 1986 - Σκηνοθεσία: Νίκος Περέλης) και του ραδιοφωνικού έργου του "Το άλογο του Θανάση" (ηχογράφηση του 1954 και σκηνοθεσία Νίκου Γκάτσου όπου συμμετέχει και ως ηθοποιός).
Έγραψε τα σενάρια-διασκευές και στα έργα-ραδιοφωνικά σκετς "Λάμπρος και Μαρία" (1954) (Μανώλης Σκουλούδης) και "Ο Αστραπόγιαννος" (1954) (Αριστοτέλης Βαλαωρίτης), τη μουσική επένδυση των οποίων έκανε ο Μίκης Θεοδωράκης. Επίσης έπαιξε και στο ραδιοφωνικό έργο του Παύλου Νιρβάνα "Μαρία η Πενταγιώτισσα" (διασκευή Μαίρης Βεάκη, σκηνοθεσία Μήτσου Λυγίζου και ηχογράφηση του 1958).
Έργα του έχουν ήδη μεταφρασθεί στην αγγλική, γαλλική, γερμανική και δανική γλώσσα.
Πρωτοεμφανίστηκε στον θίασο Λεμού (1950), στο Θέατρο "Διονύσια" στην Καλλιθέα.
Φερόταν να είχε εμπνευστεί από τον ρομαντισμό και τον συμβολισμό, καθώς και από τον Λόρκα. Αντλούσε θέματα από τη ζωή απλών ανθρώπων που περιέγραφε με ευαισθησία και ανθρωπιά.
Ήταν τακτικό μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων, της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, του Διεθνούς Κέντρου Θεάτρου και του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών, του οποίου και έχει βοηθήσει τη δράση.
Έχει τιμηθεί με το Χρυσό Μετάλλιο της Ιερής Πόλεως του Μεσολογγίου, το Βραβείο των Κριτικών των Εφημερίδων στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Ήταν μόνιμος κάτοικος της Νέας Σμύρνης, Αθήνα.
Θεατρικός Συγγραφέας
Οκτώβριος 1954 - Απρίλιος 1955 (χειμερινή περίοδος) Θέατρο «Αίθουσα Πειραϊκού Συνδέσμου». Έναρξη «Νυφιάτικο Τραγούδι» του Ν. Περγιάλη.
Ηθοποιοί: Αδαμάντιος Λεμός, Μαίρη Γιατρά Λεμού, Κώστας Ρηγόπουλος, Σαπφώ Νοταρά, Γιώργος Λουκάκης, Νίκος Ευθυμίου, Σπύρος Κωνσταντόπουλος, Νάσος Κεδράκας, Τάσος Πολιτόπουλος, Σπύρος Καλογήρου, Έφη Πόλυ, Γιάννα Ολυμπίου, Εκάλη Σώκου, Μαρίκα Ανθοπούλου, Λόλα Φιλιππίδου, Θοδωρής Τριανταφυλλίδης, Ίντα Χρηστινάκη, Σπύρος Παπαφραντζής, Λάμπρος Κοτσίρης, Κώστας. Κορασίδης, Καίτη Χρονοπούλου, Χρήστος Αναστασιάδης, Θάνος Αρώνης, Λία Σαμιωτάκη, Χ. Νάζος, Χριστίνα Καράλη, Μίρκα Ραΐζη, Κ. Αθανασίου, Μ. Αθανασίου, Ουρανία Ιωάννου.
10 Μαρτίου 1957, η πρώτη παράσταση του «Θιάσου Λεμού» στην Νέα Υόρκη με τίτλο «Lemos Theater”, στη Νέα Υόρκη με το ποιητικό δράμα «Το Νυφιάτικο Τραγούδι» του Νότη Περγιάλη στο Πανεπιστημιακό Θέατρο «Hunter College», που επαναλήφθηκε στις 31 Μαρτίου στο «Barbizon Plaza Theater».
Ηθοποιοί: Αδαμάντιος Λεμός, Μαίρη Γιατρά Λεμού, Βαγγέλης Κατσιλέρος, Ρίκα Διαλυνά, Λευκή Φλωρεντινού, Θανάσης Καράς, Ελένη Κιάμος, Σοφία Κώστα, Μαίρη Αγγελοπούλου, Γιάννης Παπακώστας, Λευτέρης Σακελλαρίδης.
Κινηματογράφος
Συμμετείχε στις ταινίες:
Το κλειδί της ευτυχίας (1953) .... Γιαννάκης (σε σκηνοθεσία Θανάση Μεριτζή)
Το κορίτσι με τα μαύρα (1956) .... Αντώνης (σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη)
Το ταξίδι (1962) (σε σκηνοθεσία Ντίνου Δημόπουλου)
Ηλέκτρα (1962) .... χωρικός-σύζυγος της Ηλέκτρας (σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη, υποψήφια για Όσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας 1962)
Τα κόκκινα φανάρια (1963) (σε σκηνοθεσία Βασίλη Γεωργιάδη)
Οι καθώς πρέπει (1963) .... Καλογρίδης (σε σκηνοθεσία Γιώργου Δυζηκιρίκη)
Το χώμα βάφτηκε κόκκινο (1964) .... Μαρίνος Αντύπας (σε σκηνοθεσία Βασίλη Γεωργιάδη, υποψήφια για Όσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας 1965)
Οι νέοι θέλουν να ζήσουν (1965) (σε σκηνοθεσία Νίκου Τζήμα)
Οι εχθροί (1965) (σε σκηνοθεσία Ντίνου Δημόπουλου)
Εκείνος κι εκείνη (1967) (σε σκηνοθεσία Ερρίκου Ανδρέου)
Καταραμένη αγάπη (1968) .... Παντελής (σε σκηνοθεσία Οδυσσέα Κωστελέτου)
Η νεράιδα και το παλικάρι (1969) .... παπάς (σε σκηνοθεσία Ντίνου Δημόπουλου)
Η δασκάλα με τα χρυσά μαλλιά (1969) (σε σκηνοθεσία Ντίνου Δημόπουλου)
Αγάπη για πάντα (1969) (σε σκηνοθεσία Βασίλη Γεωργιάδη)
Σ' αγαπώ (1971) (σε σκηνοθεσία Τάκη Βουγιουκλάκη)
Η κόρη του ήλιου (1971) (σε σκηνοθεσία Ντίνου Δημόπουλου)
Ο βάλτος (1973) .... φαροφύλακας (σε σκηνοθεσία Ντίνου Δημόπουλου)
Στον αστερισμό της Παρθένου (1973) .... παππούς (σε σκηνοθεσία Γιάννη Δαλιανίδη)
Οι βάσεις και η Βασούλα (1975) .... πατέρας Βασούλας (σε σκηνοθεσία Ντίνου Δημόπουλου)
Τρελός και πάσης Ελλάδος (1983) (σε σκηνοθεσία Ντίνου Δημόπουλου)
Επίσης συμμετείχε στο σενάριο της ταινίας "Το ποτάμι" (1960) (σκηνοθεσία Νίκου Κούνδουρου) και έγραψε το σενάριο της ταινίας "Αγιούπα" (1957) (σκηνοθεσία Gregg C. Talla
Σπύρος Φωκάς, Έλληνας ηθοποιός κινηματογράφου, θεάτρου και τηλεόρασης με καριέρα στην Ιταλία και στο Χόλυγουντ
Σπύρος Φωκάς
ο Έλληνας "Ομάρ Σαρίφ"
Ο Σπύρος Φωκάς, ένας μεγάλος πρωταγωνιστής του κινηματογράφου του θεάτρου και της τηλεόρασης, με διεθνή καριέρα στην Ιταλία και στο Χόλυγουντ.
Γεννήθηκε στην Πάτρα με καταγωγή από την Κέρκυρα από την πλευρά της μητέρας του, στις 17 Αυγούστου το 1937.
Έπαιξε σε πολλές ξένες ταινίες.
Το πραγματικό του όνομα είναι Ανδρουτσόπουλος Σπύρος.
Ένας από τους λίγους έλληνες που έκανε καριέρα στην Ιταλία και το Χόλιγουντ.
Ο κινηματογραφικός φακός φώτισε για πρώτη φορά το πρόσωπό του το 1959 στην ταινία του Ανδρέα Λαμπρινού, “Ματωμένο Ηλιοβασίλεμα”.
Η ταινία προβλήθηκε τότε στο Φεστιβάλ των Καννών και ήταν η αφετηρία για την διεθνή καριέρα του.
Μετά από αυτή τη διάκριση, όντας και απόφοιτος της δραματικής σχολής του Κωστή Μιχαηλίδη, δεν άργησε να πάρει το ρίσκο και να πάει στην Ιταλία, στα στούντιο της Τσινετσιτά, όπου και αξιοποίησε τις οντισιόν και τις ευκαιρίες που του παρουσιάστηκαν.
Έτσι, συμμετέχει σε διεθνείς παραγωγές, όπως στις ταινίες “Όταν θέλει η γυναίκα” του Βιντσέντε Μινέλι πλάι στην μεγάλη Λάιζα Μινέλι και “Ο Ρόκο και τα Αδέλφια του” του Λουκίνο Βισκόντι, πλάι στην αξέχαστη Κατίνα Παξινού.
Ειδικότερα με την εμφάνιση του στην ταινία του Φράνκο Ρόσι “Ο Θάνατος ενός Φίλου”, απογειώνεται η κινηματογραφική του καριέρα, αφού κερδίζει βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ του Λοκάρντο.
Στη συνέχεια κάνει το μεγάλο βήμα προς το Χόλυγουντ, συμμετέχοντας πλέον σε αμιγώς αμερικάνικες παραγωγές.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, στα μέσα της δεκαετίας του ’60 και κάτω από τις σκηνοθετικές οδηγίες του Γιάννη Δαλιανίδη, γυρίζει στην Φίνος Φίλμ δύο ταινίες πλάι στην Ζωή Λάσκαρη, τον “Εγωισμό” και τη “Στεφανία”, που άφησαν εποχή.
Δεν άργησε όμως να ξαναφύγει για την Αμερική, όπου πρωταγωνίστησε σε ταινίες που έκαναν μεγάλη εμπορική επιτυχία, όπως το “Διαμάντι του Νείλου” και “Ράμπο 3”.
Συνολικά έπαιξε σε 36 ταινίες, 2 εκ των οποίων της Φίνος Φιλμ.
Σε όλη την κινηματογραφική καριέρα του έπαιξε με επιτυχία σε πάνω από 30 ταινίες, οι περισσότερες στην Ιταλία και στην Αμερική, και αξίζει να αναφερθεί ότι έγινε ιδιαίτερα γνωστός και αγαπητός, και από τις εμφανίσεις του σε γνωστά θέατρα του εξωτερικού. Σημαντική τέλος ήταν και η παρουσία του στην Ελληνική τηλεόραση, πρωταγωνιστώντας σε πολλές κοινωνικές και δραματικές σειρές.
Νέλλη ή διαφορετικά Έλλη Σουγιουλτζόγλου-Σεραϊδάρη, η πρώτη Ελληνίδα φωτογράφος
Νέλλυ
η πρώτη Ελληνίδα φωτογράφος
Η Έλλη Σουγιουλτζόγλου-Σεραϊδάρη,η πρώτη Ελληνίδα φωτογράφος, υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες φωτογράφους διεθνώς.
Στις αρχές του 20ου αιώνα κατάφερε να μπει και να καταξιωθεί σ’ έναν χώρο που – για εκείνη την περίοδο - θεωρείτο ανδροκρατούμενος.
Με «όπλα» της τη φωτογραφική μηχανή, το έμφυτο ταλέντο, την οξυμένη αντίληψη, την υψηλή αισθητική, το άσβηστο πάθος και την ανεξάντλητη αγάπη για τη φωτογραφία, έφτασε τα όνειρα της, τα κατέκτησε και μέχρι και σήμερα, δεν έχει σταματήσει να θαυμάζεται η τέχνης της.
Κόρη εύπορου Έλληνα, του εμπόρου Χρήστου Σουγιουλτζόγλου, γεννήθηκε στις 23 Νοεμβρίου του 1899 στο Αϊδίνη της Μικράς Ασίας.
Σε ηλικία 20 ετών έζησε την καταστροφή του Αϊδινίου. Ήταν Ιούλιος του 1919, και όλη η οικογένεια εγκατέλειψε το πατρικό σπίτι για να εγκατασταθεί στη Σμύρνη.
Λίγο καιρό μετά – και καθώς η σχέση της με την τέχνη ήταν πάντοτε ιδιαίτερη – αποφάσισε να ταξιδέψει στη Δρέσδη της Γερμανίας για να κάνει σπουδές στη μουσική και τη ζωγραφική. Το Σεπτέμβρη του 1922, κι ενώ βρισκόταν ακόμα στο εξωτερικό, μαθαίνει τα τραγικά νέα για τη μεγάλη καταστροφή της Σμύρνης. Η οικογένειά της, που καταστράφηκε οικονομικά, μετοίκησε στην Ελλάδα.
Αυτό, αυθόρμητα, της γέννησε την ευθύνη πως έπρεπε να αφήσει τη μουσική και τη ζωγραφική, και να αναζητήσει ένα άλλο επάγγελμα, πιο πρακτικό, το οποίο θα της προσέφερε όχι μόνο επαγγελματική αποκατάσταση αλλά και οικονομική ανεξαρτησία. Έτσι, επέλεξε τη φωτογραφία, για την οποία ήδη έτρεφε αγάπη και διέθετε κλίση.
Στη Δρέσδη, παρακολούθησε μαθήματα κι έμαθε τα μυστικά της τέχνης δίπλα στους κορυφαίους για εκείνη την εποχή Ευρωπαίους φωτογράφους, τον Ούγκο Έρφουρτ και τον Φραντς Φίλντερ. Πέρα από τα τεχνικά μέρη, εμβάθυνε ακόμα περισσότερο στις έννοιες και τη φιλοσοφία της φωτογραφίας, τόσο που θα τη βοηθούσαν αργότερα να γίνει από τους πρωτοπόρους στο χώρο. Ολοκλήρωσε τις σπουδές της στη Γερμανία το 1924 και αποφάσισε να εγκατασταθεί μόνιμα στην Ελλάδα, όπου βρισκόταν ήδη και η οικογένειά της.
Κατά την εγκατάστασή της στην Αθήνα, άνοιξε το 1925 το πρώτο της επαγγελματικό στούντιο στην Ερμού. Έχοντας υψηλής ποιότητας φωτογραφικό εξοπλισμό, άρχισε να εργάζεται επάνω σε πορτραίτα διασήμων και μή της εποχής, αντιμετωπίζοντας όλους με τον ίδιο σεβασμό κι ενδιαφέρον, ενώ πραγματοποιούσε κι εκθέσεις. Το αποτέλεσμα της δουλειάς της ήταν τέτοιο, που δεν άργησε να εξαπλωθεί η φήμη της, καθιερώνοντάς την ως την καλύτερη φωτογράφο των Αθηνών.
Μετά από τέσσερα χρόνια, το 1929, παντρεύτηκε τον πιανίστα Άγγελο Σεραϊδάρη, με τον οποίο αγαπήθηκαν αληθινά και βαθιά.
Από τη συνεργασία της με το Υπουργείο Πολιτισμού - ως επίσημη φωτογράφος του - προέκυψε μία σειρά από εξαιρετικές θεματικές ενότητες, για πολλές από τις οποίες έπρεπε να ταξιδεύει.
Ο σύζυγος της, που της ήταν απόλυτα αφοσιωμένος και την αγαπούσε ουσιαστικά, αποφάσισε να αφήσει τη μουσική για να μπορεί να τη συνοδεύει στα επαγγελματικά της ταξίδια. Όμως, μαζί της έμαθε την τέχνη της φωτογραφίας τόσο καλά, που στη συνέχεια έγινε σπουδαίος φωτογράφος και ο ίδιος.
Στη διάρκεια της επαγγελματικής της πορείας, είχε την τύχη να φωτογραφήσει μεγάλα πολιτιστικά γεγονότα όπως οι Β’ Δελφικές Εορτές το 1930, ύστερα από πρόταση της Εύας και του Άγγελου Σικελιανού, και οι Ολυμπιακοί Αγώνες το 1936 στο Βερολίνο. Μάλιστα, οι φωτογραφίες της από τις Δελφικές Εορτές κυκλοφόρησαν και σε καρτ ποστάλ και αυτό συντέλεσε στο γνωρίσει ο κόσμος στο εξωτερικό γι’ αυτό το σπουδαίο γεγονός.
Η Αθήνα του μεσοπολέμου και οι πρόσφυγες
Η Αθήνα της ασκούσε μεγάλη γοητεία. Με το φακό της, «αποτύπωσε» την ατμόσφαιρα της πρωτεύουσας κατά την περίοδο του μεσοπολέμου, τις παλιές παραδοσιακές γειτονιές, τη γραφική από τότε Πλάκα, αλλά και τους Μικρασιάτες πρόσφυγες με το βλέμμα τους να «μιλάει» επάνω στα πορτραίτα της, για τον πόνο του ξεριζωμού και τη δυστυχία που βίωσαν.
Η ύπαιθρος και οι άνθρωποί της
Στα σημαντικά της έργα, συγκαταλέγεται και η θεματική ενότητα για τη ζωή στην ελληνική επαρχία.
Η Nelly’s ταξίδεψε σε όλη την Ελλάδα με σκοπό να καταγράψει με το φακό της την καθημερινή ζωή, τον βίο και τα επαγγέλματα των ανθρώπων της υπαίθρου, επαγγέλματα που εξαφανίστηκαν με το πέρασμα των χρόνων ή άλλαξαν μορφή.
Πρόκειται για ένα έργο με ιστορική και λαογραφική σπουδαιότητα, καθώς μπορούμε σήμερα να γνωρίζουμε – πέρα από τα συγγράμματα – και «οπτικά» για εκείνη την περίοδο.
Η ίδια είχε πει χαρακτηριστικά, «Όταν γνώρισα την Ελλάδα και είδα τις τόσες ομορφιές της, σε κάθε μου βήμα έβλεπα και έναν πίνακα μπροστά μου».
Η γυναίκα και οι ρόλοι της, ήταν κάτι που τη συγκινούσε ιδιαίτερα. Χαρακτηριστικές, έως σήμερα, είναι οι φωτογραφίες της που υμνούν τη γυναίκα και τους ρόλους της. Η μητέρα, η σύζυγος, η αριστοκράτισσα, η εργαζόμενη, η αγρότισσα. Η γυναίκα. Είτε επρόκειτο για την αστή ή μεγαλοαστή γυναίκα, είτε για τη γυναίκα της υπαίθρου. Στην επαρχία απαθανάτισε στιγμές γυναικών που ζούσαν ζωή με σκληρή δουλειά κοντά στη φύση, ενώ κατέγραψε ήθη κι έθιμα του ελληνικού τόπου. Είναι χαρακτηριστικές οι φωτογραφίες της με γυναίκες που φοράνε παραδοσιακά ενδύματα, που έχουν στάμνες γεμάτες νερό στον ώμο, στα χωράφια να σπέρνουν ή να θερίζουν.
Ο χορός της φωτογραφίας
Σημαντικός σταθμός στην καριέρα της ήταν οι φωτογραφίες χορού, με τις οποίες ασχολήθηκε αρκετά χρόνια. Όμως, μέσα από αυτή τη θεματική ενότητα, εκτός από την επιτυχία, έρχεται αντιμέτωπη και με ένα σκάνδαλο που ξέσπασε όταν φωτογράφησε την πρίμα μπαλαρίνα της Opera Comique Μόνα Πάιβα και την Ουγγαρέζα χορεύτρια Nikolska να χορεύουν ημίγυμνες με αραχνοΰφαντα πέπλα μπροστά από τον Παρθενώνα. Οι αντιδράσεις ήταν πολλές κι έντονες τότε, και μόνο ο καλλιτεχνικός κόσμος στάθηκε με το μέρος της.
Τα αρχαία αγάλματα
Η αρχαία Ελλάδα αποτελούσε πηγή έμπνευσης για τη Nelly’s. Όχι μόνο φωτογράφησε αρχαία ελληνικά μνημεία, αλλά και – επί πολλά έτη – επιδόθηκε στη μελέτη των αρχαίων αγαλμάτων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να προκύψει μια σειρά τύπου «κολάζ», με την οποία έκανε σύγκριση των σύγχρονων Ελλήνων με τα αγάλματα αρχαίων θεών και ιστορικών προσώπων, ώστε να αποδείξει τη συνέχεια των χαρακτηριστικών της ελληνικής φυλής.
Τα χρόνια στη Νέα Υόρκη
Όταν ξέσπασε ο Β΄ Π.Π., η Nelly’s βρισκόταν στις ΗΠΑ μαζί με το σύζυγό της. Μη μπορώντας να επιστρέψουν, αναγκάστηκαν να παραμείνουν εκεί για περίπου 27 χρόνια. Κι εκεί, όμως, δεν έμεινε φωτογραφικά άπραγη. Άνοιξε στούντιο και συνέχισε να φωτογραφίζει. Από τη μία, η αρχιτεκτονική φωτογραφία και το φωτορεπορτάζ, με τα οποία κατέγραψε στιγμές από την οικοδόμηση της Νέας Υόρκης, αποτύπωσε τις πλατείες της και την κίνηση στους δρόμους. Από την άλλη, δεν εγκατέλειψε τα πορτραίτα. Φωτογράφισε εξέχουσες προσωπικότητες, ενώ ακολούθησε η έγχρωμη και η διαφημιστική φωτογραφία.
Στη Νέα Υόρκη, άρχισε από το μηδέν την καριέρα της και γρήγορα – με το ταλέντο, τη σεμνότητα και το πάθος για την τέχνη της – κατάφερε να καταξιωθεί κι εκεί. Μεγάλα περιοδικά δημοσίευαν τις φωτογραφίες της, ενώ ακολούθησαν βραβεία και τιμητικές διακρίσεις για το έργο της.
Η επιστροφή στην Ελλάδα
Η Nellys, επέστρεψε οριστικά στην Ελλάδα το 1966 και μαζί με το σύζυγό της κι εγκαταστάθηκαν στη Νέα Σμύρνη. Η ίδια αποσύρθηκε από τη φωτογραφία, αλλά μέχρι και τα βαθιά γεράματα μιλούσε με απέραντη αγάπη για αυτήν.
Το μεγαλύτερο μέρος του φωτογραφικού αρχείου της αποφάσισε να το δωρίσει στο Μουσείο Μπενάκη. Για το συνολικό έργο της, τιμήθηκε με το παράσημο του Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικος, καθώς και με το Βραβείο Γραμμάτων και τεχνών της Ακαδημίας Αθηνών.
Για την ίδια και το έργο της έχουν γραφτεί πολλά άρθρα και αφιερώματα, έχουν εκδοθεί αρκετά λευκώματα με φωτογραφίες της, ενώ έχει κυκλοφορήσει και η αυτοβιογραφία της. Πέθανε στις 17 Αυγούστου του 1998, αφήνοντας πίσω της ένα έργο ανεκτίμητης ιστορικής και φωτογραφικής αξίας.
Ρόμπερτ Μάριο Ντε Νίρο, Αμερικανός ηθοποιός, σκηνοθέτης και παραγωγός στο θέατρο και τον κινηματογράφο
Ρόμπερτ Ντε Νίρο
Ο Ρόμπερτ Μάριο Ντε Νίρο ο νεότερος (αγγλ. Robert Mario De Niro) είναι Αμερικανός ηθοποιός, σκηνοθέτης και παραγωγός στο θέατρο και τον κινηματογράφο, γεννημένος στις 17 Αυγούστου 1943.
Είναι γνωστός για την ενσάρκωση προβληματισμένων χαρακτήρων, για τη πολύχρονη συνεργασία του με τον σκηνοθέτη Μάρτιν Σκορσέζε καθώς και για τη συμμετοχή του στις πρώτες δουλειές του Μπράιαν Ντε Πάλμα.
Θεωρείται από πολλούς ως ένας από τους καλύτερους ηθοποιούς της γενιάς του καθώς και ο πιο σημαντικός εν ζωή. Αυτό οφείλεται κυρίως στην άκαμπτη τελειομανία του και στην επιμονή με την οποία προφυλάσσει την προσωπική του ζωή.
Πρώτα χρόνια
Ο Ρόμπερτ γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη από τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο τον πρεσβύτερο, έναν ζωγράφο, ποιητή και γλύπτη, και την Βιρτζίνια Άντμιραλ, η οποία ήταν ζωγράφος.
Οι δυο τους γνωρίστηκαν σε ένα μάθημα ζωγραφικής του Hans Hofmann στο Προβινστάουν (Provincetown) της Μασαχουσέτης. Χώρισαν όταν ο Ρόμπερτ ήταν δύο χρονών και ο ίδιος μεγάλωσε στην περιοχή Κλίντον του Μανχάταν στη Νέα Υόρκη.
Αρχικά παρακολούθησε το Little Red School House αλλά αργότερα μετακινήθηκε από την μητέρα του στο High School of Music and Art της Νέας Υόρκης. Τα παράτησε όμως στην ηλικία των 13 ετών και οργανώθηκε σε μια συμμορία των δρόμων στη Μικρή Ιταλία. Ακολούθησε μια φιλονικία με τον πατέρα του, αν και αργότερα συμβιβάστηκαν όταν ο ίδιος σε ηλικία 18 ετών έπασχε από κατάθλιψη και ταξίδεψε στο Παρίσι για να φέρει τον πατέρα του στο σπίτι.
Ο Ντε Νίρο παρακολούθησε τα μαθήματα της Στέλλα Άντλερ καθώς και αυτά της δραματικής σχολής του Λι Στράσμπεργκ.
Καριέρα
Σε ηλικία 16 ετών έκανε περιοδεία με την Αρκούδα του Αντόν Τσέχωφ. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1963, ήρθε ο πρώτος μεγάλος ρόλος του Ντε Νίρο όταν εμφανίστηκε στο Τόπο στα Νειάτα (The Wedding Party) του Μπράιαν Ντε Πάλμα, που ήταν και η αρχή μιας πολύχρονης συνεργασίας με τον σκηνοθέτη. Η ταινία όμως δεν κυκλοφόρησε επίσημα πριν από το 1969. Το μεγαλύτερο διάστημα της δεκαετίας του '60 το πέρασε σε θεατρικά εργαστήρια και σε παραστάσεις εκτός του Μπρόντγουέι. Είχε ένα μικρό ρόλο στη Γαλλική ταινία του Μαρσέλ Καρνέ Τρία Δωμάτια στο Μανχάταν (1965) και επανασυνδέθηκε με τον Ντε Πάλμα για τα Greetings (1968) και Γεια σου Μαμα... Αμερική! (1970).
Κέρδισε τα βλέμματα πολλών όταν εμφανίστηκε στο Bang the Drum Slowly (1973) ενώ την ίδια χρονιά ξεκίνησε και η συνεργασία του με τον Μάρτιν Σκορσέζε όταν συμπρωταγωνίστησε με τον Χάρβεϊ Καϊτέλ στους Κακόφημους Δρόμους. Αυτό οδήγησε σε μια σειρά ταινιών μεταξύ τους όπως τα Ο Ταξιτζής (1976), Νέα Υόρκη, Νέα Υόρκη (1977), Οργισμένο είδωλο (1980), Βασιλιάς για μια Νύχτα (1983), Τα Καλά Παιδιά (1990), Το Ακρωτήρι του Φόβου (1991) και Καζίνο (1995).
Σε όλες αυτές τις ταινίες, ο Ντε Νίρο υποδυόταν κάποιον με αντικοινωνική συμπεριφορά. Μια από τις πιο σημαντικές ταινίες για την καριέρα του ήταν ο Ταξιτζής, όπου ο ρόλος του Τράβις Μπικλ εκτόξευσε την δημοτικότητα του και την καριέρα του. Στην ίδια ταινία περιλαμβάνεται και ο γνωστότατος "You talkin' to me?" μονόλογός του.
Το 1974 συμμετείχε στο δεύτερο μέρος του θρυλικού Ο Νονός όπου και υποδύθηκε τον νεαρό Ντον Βίτο Κορλεόνε. Για αυτόν τον ρόλο κέρδισε Όσκαρ δεύτερου αντρικού ρόλου. Το 1976 εμφανίστηκε στο 1900 μαζί με τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ ενώ δύο χρόνια αργότερα τον είδαμε στον Ελαφοκυνηγό. Άλλος ένας σημαντικός ρόλος του Ντε Νίρο ήταν στο Once Upon a Time in America (1984) όπου υποδύθηκε τον Εβραίο γκάνγκστερ David 'Noodles' Aaronson. Φοβούμενος πως τέτοιοι ρόλοι έχουν αρχίσει να γίνονται στερεότυπα για αυτόν, από τα μέσα της δεκαετίας του '80 άρχισε να πρωταγωνιστεί σε πολύπλευρους κωμικούς ρόλους όπου και εκεί είχε επιτυχία. Επόμενες ταινίες του ήταν τα Καυτές Μαρτυρίες (1981), Μια Αγάπη Γεννιέται (1984), Μπραζίλ (1985), Η Αποστολή (1986), Οι Αδιάφθοροι (1987), Ο Διώκτης του Μεσονυκτίου (1988), Ένταση (1995), Ο Πρόεδρος, ένα ροζ Σκάνδαλο και ένας Πόλεμος (1997), Ρόνιν (1998), Ανάλυσέ το (1999), Ξανά Ανάλυσέ το (2002), Γαμπρός της Συμφοράς (2000), Πεθερικά της Συμφοράς (2004), Το Κρυφτό (2005) και Οδηγός Αισιοδοξίας (Silver Linings Playbook, 2012).
Κέρδισε βραβείο Όσκαρ Α' Ανδρικού Ρόλου για το Οργισμένο Είδωλο και Όσκαρ Β' Ανδρικού Ρόλου για το Ο Νονός ΙΙ. Σαν γνωστός ηθοποιός της Μεθόδου, ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο φημίζεται για την εργατικότητα του πάνω στους ρόλους που αναλαμβάνει να φέρει εις πέρας. To 2006 σκηνοθέτησε αλλά και συμπρωταγωνίστησε με τους Ματ Ντέιμον, Αντζελίνα Τζολί και Τζο Πέσι στο Ο Καθοδηγητής. Στις 7 Ιουνίου 2006, ο Ντε Νίρο δώρησε όλο το κινηματογραφικό του αρχείο, στο οποίο περιλαμβάνονται σενάρια και κουστούμια, στο Harry Ransom Center του πανεπιστημίου του Τέξας στο Όστιν.
Προσωπική ζωή
Ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο έχει παντρευτεί δύο φορές και έχει μια κόρη, την Ντρίνα και έναν γιο, τον Ράφαελ, με την πρώτη σύζυγο του, Ντάιαν Άμποτ καθώς και δύο δίδυμους γιους, τους Τζούλιαν Χένρι και Άαρον Κέντρικ, τους οποίους απέκτησαν με το πρώην μοντέλο Τούκι Σμιθ μέσω εξωσωματικής γονιμοποίησης. Για ένα μικρό χρονικό διάστημα, ο Ντε Νίρο διατηρούσε δεσμό και με την ηθοποιό Ούμα Θέρμαν. Έχει επενδύσει στα κινηματογραφικά στούντιο TriBeCa Productions, στο ιδιαίτερα δημοφιλές TriBeCa Film Festival καθώς και στα εστιατόρια TriBeCa Grill, Nobu και Layla.
Το 1998 κατά τη διάρκεια ενός γυρίσματος στη Γαλλία, ο ηθοποιός ενεκρίθη από ειρηνοδίκη πάνω στο θέμα ενός κυκλώματος εκπόρνευσης γυναικών. Ο Ντε Νίρο αρνήθηκε την οποιαδήποτε σχέση και δήλωσε πως ποτέ δεν πλήρωσε για σεξ και πως αν το είχε κάνει δε θα ήταν έγκλημα. Οι αρχές θέλησαν να μιλήσουν μαζί του, μετά την αναφορά που έκανε στο όνομα του ένα κωλ γκερλ. Σε συνέντευξη του σε Γαλλική εφημερίδα, ο Ντε Νίρο δήλωσε πως δεν θα επιστρέψει ποτέ ξανά στη Γαλλία και πως θα συμβουλέψει όλους τους φίλους του να μην επισκεφτούν αυτή τη χώρα. Οι αρχές δήλωσαν πως ο ηθοποιός θεωρήθηκε πιθανός μάρτυρας και όχι ύποπτος.
Ο Ντε Νίρο, του οποίου οι πρόγονοι είχαν μεταναστεύσει από την Ιταλία, ήταν να βραβευτεί σαν επίτιμος Ιταλός πολίτης στο φεστιβάλ της Βενετίας το 2004. Υπήρξε αντίδραση όμως από τους Sons of Italy, οι οποίοι υποστήριξαν πως ο ηθοποιός είχε χαλάσει την εικόνα της χώρας με τους ρόλους Ιταλών κακοποιών τους οποίους συνεχώς ενσάρκωνε. Ο υπουργός πολιτισμού της χώρας, Τζουλιάνο Ουρμπάνι (Giuliano Urbani), δεν δέχτηκε τους ισχυρισμούς και η τελετή επαναπρογραμματίστηκε για τον Οκτώβριο στη Ρώμη. Αν και ο ηθοποιός δεν παραβρέθηκε σε δύο συνεντεύξεις τύπου, η βράβευση έλαβε χώρα στις 20 Οκτωβρίου 2006.
Το 2004 παντρεύτηκε για δεύτερη φορά τη δεύτερη σύζυγο του, Γκρέις Χάιταουερ, πρώην αεροσυνοδό. Ο γιος τους Έλιοτ γεννήθηκε το 1998 και το ζευγάρι έκανε αίτηση διαζυγίου λίγους μήνες μετά τη γέννηση του, ποτέ όμως δεν ολοκληρώθηκαν οι απαιτούμενες ενέργειες. Ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο είναι πιστός υποστηρικτής του κόμματος των δημοκρατικών και έχει υποστηρίξει ανοικτά τον Αλ Γκορ το 2000 και τον Τζον Κέρι το 2004.
Αλέξιος Α΄ Κομνηνός, ήταν αυτοκράτορας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, εξέχουσα στρατιωτική και πολιτική μορφή
Αλέξιος Α΄ Κομνηνός
Ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός ήταν αυτοκράτορας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από το 1081 ως το 1118. Εξέχουσα στρατιωτική και πολιτική μορφή, ήταν ο ουσιαστικός θεμελιωτής της δυναστείας των Κομνηνών, μιας από τις ενδοξότερες της βυζαντινής ιστορίας. (1048/1056 - 15 Αυγούστου 1118)
Άνοδος στο θρόνο
Ο Αλέξιος καταγόταν από την μεγάλη αριστοκρατική στρατιωτική οικογένεια των Κομνηνών, που κατείχε μεγάλες εκτάσεις στην Κασταμώνα της Παφλαγονίας. Ήταν γιος του Ιωάννη Κομνηνού, αδελφού του αυτοκράτορα Ισαάκιου Α΄ Κομνηνού, και της Άννας Δαλασσηνής. Ο Αλέξιος από πολύ νωρίς κατατάχθηκε στον αυτοκρατορικό στρατό και αντιμετώπισε αρκετούς στασιαστές και διεκδικητές του αυτοκρατορικού θρόνου. Επί Μιχαήλ Ζ΄στάλθηκε ως στρατηγός αυτοκράτορας στην Μικρά Ασία και κατόρθωσε να του παραδοθεί από τους Σελτζούκους Τούρκους ο στασιαστής αρχηγός των Νορμανδών μισθοφόρων Ρουσέλ ντε Μπαγιέλ (Roussel de Bailleul, Ρουσέλιος κατά Ζωναράν ή Ουρσέλιος κατά την Άννα Κομνηνή), τον οποίο έφερε στην Κωνσταντινούπολη.
Το 1078 ορίστηκε αρχηγός του στρατού (δομέστικος των σχολών) της Δύσης από τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Γ΄ Βοτανειάτη Οι μεγαλύτερες επιτυχίες του ήταν η νίκη και σύλληψη πρώτα του Νικηφόρου Βρυέννιου και αργότερα του Νικηφόρου Βασιλάκιου. Κέρδισε την εύνοια της αυτοκράτειρας Μαρίας της Αλανίας, συζύγου των αυτοκρατόρων Μιχαήλ Ζ´ και Νικηφόρου Γ´ που τον υιοθέτησε και τον βοήθησε στην προσπάθεια ανόδου του στην στρατιωτική ιεραρχία. Το 1081 στασίασε και ο ίδιος με τους αδερφούς του και πήρε το θρόνο από το Νικηφόρο Γ΄ μετά από παρότρυνση και με τη βοήθεια του Ιωάννη Δούκα, θείου του Μιχαήλ Ζ´ Δούκα. Μετά από την άνοδό του στο θρόνο παντρεύτηκε την Ειρήνη Δούκαινα, εγγονή του Ιωάννη Δούκα, θείου του Μιχαήλ Ζ΄.
Για να εξασφαλίσει την υποστήριξη των Δουκών επανέφερε τον Κωνσταντίνο Δούκα, γιο του Μιχαήλ Ζ΄ και της Μαρίας της Αλανής ως συναυτοκράτορα. Μάλιστα αργότερα τον αρραβώνιασε με την πρωτότοκη κόρη του, Άννα. Η γέννηση του γιου του Αλέξιου, Ιωάννη, το 1087 τερμάτισε την αναγνώριση του Κωνσταντίνου ως συναυτοκράτορα. Ο Κωνσταντίνος, όμως, συνέχισε να έχει φιλικές σχέσεις με τον αυτοκράτορα μέχρι το θάνατό του, περίπου το 1095.
Οικονομικά και διοικητικά μέτρα
Ως αυτοκράτορας ο Αλέξιος προσπάθησε να συγκρατήσει τις φυγόκεντρες δυνάμεις των τοπικών αρχόντων στις επαρχίες, να εξυγιάνει αναζωογονήσει την οικονομία και το εμπόριο αλλά και να σταματήσει το κατρακύλισμα του βυζαντινού νομίσματος. Η κοπή του υποτιμημένου σε μεγάλο βαθμό σόλιδου σταμάτησε και ένα καινούριο χρυσό νόμισμα κόπηκε, το υπέρπυρον. Για να ισχυροποιήσει τη συνοχή του κράτους και το στρατό στράφηκε στην αριστοκρατία η οποία ενισχύθηκε πολύ στην εποχή των Κομνηνών. Για να βρει πόρους αναγκάστηκε να επιβάλει επιπλέον φόρους στο λαό. Νέοι αυλικοί και διοικητικοί τίτλοι εφευρέθηκαν όπως αυτός του σεβαστοκράτορα για να αντικαταστήσουν τους παλιούς, που είχαν χάσει τη αξία τους με την πρακτική των προηγούμενων αυτοκρατόρων να τους μοιράζουν αφειδώς, αλλά και για να ικανοποιήσει και για να εντάξει στον κρατικό μηχανισμό όσα περισσότερα μέλη της αριστοκρατίας μπορούσε. Παράλληλα έπρεπε να αντιμετωπίσει σωρεία συνωμοσιών και εξωτερικών απειλών.
Εξωτερικές απειλές τα πρώτα χρόνια
Την ίδια χρονιά που ο Αλέξιος ανέβηκε στο θρόνο οι Νορμανδοί που είχαν καταλάβει τη βυζαντινή Ιταλία από το 1071 αποβιβάστηκαν στις ακτές της Ηπείρου και με αρχηγό το Ροβέρτο Γυισκάρδο πολιόρκησαν το Δυρράχιο. Για να τους αντιμετωπίσει ο Αλέξιος αναγκάστηκε να ζητήσει την βοήθεια των Βενετών παραχωρώντας τους αποκλειστικά οικονομικά προνόμια.[4] Οι Βενετοί καταναυμάχησαν τον στόλο των Νορμανδών αλλά ο Αλέξιος ηττήθηκε κατά κράτος στο Δυρράχιο. Στη συνέχεια όμως, μετά την επιστροφή του Ροβέρτου στην Σικελία λόγω εσωτερικών προβλημάτων, νίκησε τους Νορμανδούς στην Λάρισα και ανακατέλαβε την Καστοριά. Ο πόλεμος με τους Νορμανδούς τερματίστηκε το 1085 με το θάνατο του Ροβέρτου Γυισκάρδου και τη σύγκρουση για τη διαδοχή του μεταξύ των γιων του Βοημούνδου και Ρογήρου Μπόρσα.
Η αυτοκρατορία των Σελτζούκων το έτος θανάτου του Malik Shah I (1096) μετά την κατάληψη της Χεράτ 1040 και την μάχη του Μαντζικέρτ 1071.
Μετά από λίγο καιρό, όμως, ο Αλέξιος χρειάστηκε να αντιμετωπίσει τουρκικούς λαούς που περνούσαν το Δούναβη και έκαναν επιδρομές στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας, τους Πετσενέγκους και τους Κουμάνους. Οι επιδρομές αυτές συνεχίστηκαν με μικρότερη ή μεγαλύτερη ένταση για αρκετά χρόνια, και μάλιστα οι Πετσενέγκοι συνεργάστηκαν το 1090 με τον εμίρη της Σμύρνης, Τζαχά που είχε βλέψεις στο βυζαντινό θρόνο, και επιτέθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Ο Αλέξιος χρησιμοποιώντας τους Κουμάνους εναντίον τους κατάφερε να τους νικήσει στην μάχη του Λεβουνίου το 1091.
Το 1094 ήταν η σειρά των Κουμάνων να επιδράμουν εναντίον των Βυζαντινών, ξεσηκωμένοι από έναν διεκδικητή του θρόνου που υποκρινόταν ότι ήταν ο Κωνσταντίνος Διογένης, ένας γιος του Ρωμανού Διογένη που στην πραγματικότητα είχε πεθάνει χρόνια πριν. Οι Κουμάνοι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν όταν ο ψευδο-Διογένης εξουδετερώθηκε στην Αδριανούπολη. Ο Αλέξιος κατάφερε να εξουδετερώσει και την απειλή του Τζαχά, στρέφοντας εναντίον του τον γαμπρό του, τον Κιλίτζ Αρσλάν Α΄, ο οποίος και τον δολοφόνησε στη διάρκεια ενός συμποσίου το 1094. Έχοντας σταθεροποιήσει την ειρήνη στα ευρωπαϊκά εδάφη της αυτοκρατορίας ο Αλέξιος έστρεψε την προσοχή του στην Μικρά Ασία, που είχε χαθεί σχεδόν ολόκληρη από τους Σελτζούκους Τούρκους.
Υποστηρίχθηκε από πολλούς δυτικούς ιστοριογράφους ότι ο Αλέξιος έστειλε μία επιστολή στον πάπα της Ρώμης Ουρβανό B΄ ζητώντας βοήθεια από τη Δύση με την μορφή αποστολής μισθοφόρων για να μπορέσει να ανακαταλάβει τα χαμένα εδάφη και ότι αυτό το αίτημά του ήταν μία από τις αφορμές της Πρώτης Σταυροφορίας. Τα περί της επιστολής αυτής όμως αμφισβητούνται εντονότατα.
Η Πρώτη Σταυροφορία και οι συνέπειές της
Ο Γοδεφρείδος του Μπουιγιόν και οι άλλοι βαρώνοι της Πρώτης Σταυροφορίας στο αυτοκρατορικό παλάτι του Αλέξιου Κομνηνού.
Ο Αλέξιος προσπάθησε να αντιμετωπίσει με τη διπλωματία τους σταυροφόρους που κατέφθαναν κατά ομάδες στα εδάφη του. Η Σταυροφορία του Λαού, με κυριότερο αρχηγό τον Πέτρο τον Ερημίτη ήταν το πρώτο μεγάλο σώμα σταυροφόρων που έφτασε στην Κωνσταντινούπολη, τον Αύγουστο του 1096. Η πλειοψηφία των σταυροφόρων που συμμετείχαν στη σταυροφορία του Πέτρου του Ερημίτη δεν είχαν κάποια στρατιωτική πείρα ή εκπαίδευση ή τον κατάλληλο εξοπλισμό. Μάλιστα, πολλοί από τους σταυροφόρους ήταν γυναικόπαιδα και ηλικιωμένοι. Είχαν προξενήσει αναταραχή και καταστροφές στην πορεία τους προς την Κωνσταντινούπολη και η παραμονή τους στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης ήταν επίσης προβληματική. Ο Αλέξιος τους παραχώρησε πλοία για να περάσουν στην Μικρά Ασία και τους προειδοποίησε να περιμένουν τους υπόλοιπους σταυροφόρους πριν επιτεθούν στους Τούρκους γιατί δεν ήταν αρκετά ισχυροί. Οι προστριβές ανάμεσα στους σταυροφόρους και η διαίρεσή τους σε μικρότερες ομάδες συνετέλεσαν στην καταστροφή τους και στο σφαγιασμό τους από τους Τούρκους. Οι λίγοι που γλίτωσαν επέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολη.
Το Νοέμβριο του 1096 άρχισαν να φτάνουν στην Κωνσταντινούπολη νέα σώματα σταυροφόρων, άλλοι από τα σύνορα με την Ουγγαρία και άλλοι από τις δυτικές ακτές της αυτοκρατορίας. Αυτή τη φορά επρόκειτο για οργανωμένα σώματα πολεμιστών. Σημαντικότεροι αρχηγοί τους ήταν ο Γοδεφρείδος του Μπουιγιόν, ο Ραϋμόνδος της Τουλούζης και ο Βοημούνδος του Τάραντα. Διάφορα επεισόδια λεηλασιών και συγκρούσεων και με το νέο κύμα σταυροφόρων έπεισαν τον Αλέξιο να ακολουθήσει επιθετική πολιτική όσο οι σταυροφόροι δεν ήταν ακόμη τόσοι πολλοί ώστε να τον απειλήσουν και να τους αρνηθεί τη βοήθεια του. Ακόμη διέταξε το στρατό στην Κωνσταντινούπολη να επαγρυπνεί. Χαρακτηριστικότερο το επεισόδιο του με τον Σταυροφόρο Ούγο των Βερμαντουά, αδελφό του βασιλιά της Γαλλίας. Αυτά τα μέτρα πέτυχαν και έπειτα από πολλές διαπραγματεύσεις και μικροσυγκρούσεις οι αρχηγοί των σταυροφόρων δήλωσαν υποταγή και υποσχέθηκαν όσα εδάφη κατελάμβαναν από τους Τούρκους και προηγουμένως ανήκαν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία να τα παραδώσουν σε βυζαντινή διοίκηση (δηλαδή όλα τα εδάφη από τη Νίκαια ως την Αντιόχεια). Από την μεριά του, ο Αλέξιος υποσχέθηκε να τους παραχωρήσει πλοία για να περάσουν στην Μικρά Ασία,τρόφιμα και οδηγούς. Με αυτό τον τρόπο ο Αλέξιος προσπαθούσε να ελέγξει τους σταυροφόρους και να τους θέσει κάτω από βυζαντινή κηδεμονία.
Την άνοιξη του 1097 οι σταυροφόροι είχαν πλέον συγκεντρωθεί όλοι στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης και ο Αλέξιος τους έδωσε καράβια για να μεταφερθούν στην απέναντι ακτή και ένα μικρό εκστρατευτικό σώμα υπό τον στρατηγό Τατίκιο για να τους οδηγήσει μέχρι την Αντιόχεια. Εκεί, κατάφεραν να νικήσουν τους Τούρκους της Νίκαιας και απέκλεισαν την πόλη. Οι Τούρκοι όμως ήρθαν σε συνεννόηση με τους Βυζαντινούς, οι οποίοι διέσχισαν με πλοιάρια τη λίμνη στην πίσω μεριά της πόλης, και τους παρέδωσαν τη Νίκαια χωρίς να μπορέσουν να αντιδράσουν σε αυτό οι σταυροφόροι. Αυτό το συμβάν ψύχρανε τελείως τις σχέσεις των σταυροφόρων και Βυζαντινών.
Μετά από πορεία αρκετών εβδομάδων οι σταυροφόροι έφτασαν στην Αντιόχεια και τον Οκτώβριο ξεκίνησαν την πολιορκία της πόλης. Όταν πέρασαν μερικοί μήνες ο Βοημούνδος κατάφερε με ένα τέχνασμα να απομακρύνει τους λίγους βυζαντινούς στρατιώτες που τους είχαν οδηγήσει μέχρι εκεί, μη θέλοντας να τους παραδώσει την Αντιόχεια αλλά να γίνει αυτός ο κυρίαρχός της. Διακήρυξε ότι η συμφωνία ήταν άκυρη και έπεισε τους άλλους σταυροφόρους να δεχθούν να γίνει αυτός ο κυρίαρχος της Αντιόχειας. Οι συγκρούσεις Σελτζούκων και Βυζαντινών είχαν αναζωπυρωθεί και ο Αλέξιος δεν μπόρεσε να αντιδράσει άμεσα. Παρ´όλο που η συμφωνία που είχε γίνει στην Κωνσταντινούπολη είχε αθετηθεί οι Βυζαντινοί επωφελήθηκαν από την αναστάτωση που έφεραν οι σταυροφόροι στους Τούρκους και από τη νίκη τους στην μάχη του Δορυλαίου. Στα χρόνια 1097-1099 ανακατέλαβαν την Χίο, τη Ρόδο, τη Σμύρνη, τη Φιλαδέλφεια, την Έφεσο και τις Σάρδεις. Η διπλωματία και οι προσπάθειες του Αλέξιου δικαιώνονταν.
Ο Βοημούνδος πιάστηκε αιχμάλωτος του Μαλίκ Γαζί των Δανισμενδιδών το 1100 και αφέθηκε ελεύθερος το 1103. Συγκρούστηκε με τους γειτονικούς μουσουλμάνους ηγεμόνες, αλλά ηττήθηκε στη μάχη της Χαρράν. Ακολούθησε μεγάλη επίθεση των Βυζαντινών στην Κιλικία και στη Συρία που ανάγκασε το Βοημούνδο να επιστρέψει στη Δύση σε αναζήτηση ενισχύσεων. Τελικά, νέα σύγκρουση μεταξύ Νορμανδών και Βυζαντινών έλαβε χώρα το 1107, όταν ο Βοημούνδος αποβιβάστηκε και πάλι στις αλβανικές ακτές αλλά αυτή τη φορά ο αναδιοργανωμένος και φανερά ισχυρότερος από το 1081 αυτοκρατορικός στρατός απέκλεισε τους Νορμανδούς ενώ αδυνατούσαν να καταλάβουν το Δυρράχιο και ο Βοημούνδος αναγκάστηκε να παραδοθεί. Με τη συνθήκη της Δεαβόλεως (1108) δήλωνε υποτέλεια στην αυτοκρατορία και αναλάμβανε την υποχρέωση να δεχθεί Ορθόδοξο Πατριάρχη στην Αντιόχεια.
Τελευταία χρόνια και θάνατος
«Ο νόμιμος κληρονόμος του αυτοκράτορα,
ο Ιωάννης, έμεινε κλειδαραμπαρωμένος στο
Ιερόν Παλάτιον με την σφραγίδα της εξουσίας,
και η πρωτότοκη Άννα, η καισάρισσα, ωρύονταν,
και η θεοσεβούμενη Ειρήνη Δούκαινα η Αυγούστα, καταριόταν,
και άπλυτος ο Αλέξιος ο Πρώτος ο Κομνηνός,
παρατημένος Δεκαπενταύγουστο στο ανάκτορο του Αγίου Γεωργίου των Μαγγάνων,
σ΄ένα δωμάτιο στον πέμπτο όροφο, ούτε τον νεκροστόλισαν
ούτε τον έψαλαν, όπως του άξιζε, μ΄ένα σκουφάκι μόνον κόκκινο στην κεφαλή•
έξελθε, βασιλεύ, ο Βασιλεύς των βασιλέων,
ο Άρχων του κόσμου σε καλεί,
ο Άρχων των αρχόντων, μάταιε, σε αναμένει.
Τα χρόνια 1110-1116 ο Αλέξιος εξεστράτευσε ξανά στην Μικρά Ασία προσπαθώντας να περιορίσει τους Τούρκους και να υπερασπίσει τις περιοχές που ήταν στα χέρια των Βυζαντινών. Κατάφερε τελικά να ανακαταλάβει τα εδάφη από την Τραπεζούντα ως το Αμόριο και το Φιλομήλιο της Φρυγίας, και από εκεί ως τις εκβολές του ποταμού Μαιάνδρου. Ακόμη, προσπάθησε να περιορίσει την αίρεση των Βογομίλων που εκείνη την εποχή είχε εξαπλωθεί αρκετά και είχε κέντρο της τη Φιλιππούπολη. Μία από τις τελευταίες ενέργειες του ήταν να κάψει στην πυρά τον Βασίλειο, έναν αρχηγό των Βογομίλων.
Η ποδάγρα και η ραγδαία επιδείνωση της σε συνδυασμό με την κόπωση δεκαετιών οδήγησαν τον Αλέξιο Κομνηνό στον θάνατο. Ήδη το 1116 είχε επιδεινωθεί τόσο πολύ ώστε ο Αλέξιος δεν μπορούσε να περπατήσει. Ενάμιση χρόνο μετά τα πρώτα συμπτώματα, σύμφωνα με τον προσωπικό γιατρό του αυτοκράτορα, Νικόλαο Καλλικλή, είχε αρχίσει η μετάσταση. Η επιδείνωση ήταν ραγδαία σε βαθμό που ο Αλέξιος υποχρεωνόταν να παραμένει συνέχεια καθιστός. Φλεγμονές, οιδήματα και διάρροιες ταλαιπώρησαν τον αυτοκράτορα προκαλώντας του περιπλοκές και φριχτούς πόνους, έως ότου εξέπνευσε στις 15 Αυγούστου 1118. Τις τελευταίες ημέρες της ζωής του δεν τις πέρασε σε ηρεμία. Η σύζυγός του, Ειρήνη, και η κόρη του, Άννα, συνωμοτούσαν για να μην τον διαδεχθεί ο Ιωάννης στο θρόνο, αλλά ο σύζυγος της Άννας, Νικηφόρος Βρυέννιος. Το σχέδιο τους, όμως, απέτυχε. Ο Ιωάννης πήγε μυστικά στο μοναστήρι των Μαγγάνων, όπου βρισκόταν ο πατέρας του και πήρε το αυτοκρατορικό δαχτυλίδι από το χέρι του λίγες ώρες πριν πεθάνει. Ετάφη στη Μονή Παμμακάριστου στην Κωνσταντινούπολη.
Το σθένος που έδειξε ο Αλέξιος στη ζωή του ήταν πραγματικά αξιοθαύμαστο. Αναλύοντας τον προσωπογραφικά θα μπορούσε κανείς να πει πως ήταν ένας άνθρωπος γεννημένος ηγέτης. Είχε εξάλλου όλα τα χαρακτηριστικά που απαιτούσε η βυζαντινή αυτοκρατορική ιδεολογία από έναν ιδανικό αυτοκράτορα. Ο Αλέξιος ήταν φανατικά ορθόδοξος, όχι από πηγαία πίστη ή εξαιτίας της επιρροής της θρησκόληπτης μητέρας του, αλλά από σκοπιμότητα.
Παρ´όλο που ο Αλέξιος παρέδωσε στο γιο του, Ιωάννη, ένα σταθερότερο και ισχυρότερο κράτος από ότι το βρήκε το 1081, γεγονός είναι ότι η ενδυνάμωση των δυνατών καθώς και η παραχώρηση υπέρογκων προνομίων στις ιταλικές ναυτικές δημοκρατίες μακροπρόθεσμα έπληξαν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η κόρη του, Άννα Κομνηνή, έγραψε την Αλεξιάδα, ένα βιβλίο που εξιστορεί τα γεγονότα της εποχής του πατέρα της και σε πολλά σημεία τον εξυμνεί.
Οικογένεια
Από τον γάμο του με την Ειρήνη Δούκα, ο Αλέξιος απέκτησε τα εξής παιδιά:
Άννα Κομνηνή, που παντρεύτηκε τον καίσαρα Νικηφόρο Βρυέννιο.
Μαρία Κομνηνή, που παντρεύτηκε σε πρώτο γάμο τον Γρηγόριο Γαβρά και σε δεύτερο τον Νικηφόρο Ευφορβηνό Κατακαλών.
Ιωάννης Β΄ Κομνηνός, που τον διαδέχθηκε ως αυτοκράτορας.
Ανδρόνικος Κομνηνός, σεβαστοκράτωρ. Νυμφεύτηκε την Ειρήνη των Ρουρικιδών (κόρη του Βολοντάρ, πρίγκιπα του Πρέμυσλ).
Ισαάκιος Κομνηνός, σεβαστοκράτωρ. Ο γιος του Ανδρόνικος Α' Κομνηνός αυτοκράτoρας Ρωμαίων είχε γιο τον Μανουήλ, γενάρχη των Μεγάλων Κομνηνών της Τραπεζούντος.
Ευδοκία Κομνηνή, που παντρεύτηκε τον Μιχαήλ Ιασίτη.
Θεοδώρα Κομνηνή, που παντρεύτηκε σε πρώτο γάμο τον Κωνσταντίνο Κουρτίκη και σε δεύτερο γάμο τον Κωνσταντίνο Άγγελο. Εγγονοί της είναι ο Ισαάκιος Β' Άγγελος αυτοκράτορας Ρωμαίων, ο Αλέξιος Γ' Άγγελος αυτοκράτορας Ρωμαίων, ο Μιχαήλ Α' Άγγελος δεσπότης Ηπείρου, o Θεόδωρος Α' Άγγελος "αυτοκράτορας" Θεσσαλονίκης, κά.
Ζωή Κομνηνή
Περισσότερα Άρθρα...
- Νένα Βενετσάνου, Ελληνίδα συνθέτης και τραγουδίστρια
- Κωστής Στεφανόπουλος, Αχαιός πολιτικός της συντηρητικής παράταξης, διετέλεσε Πρόεδρος Ελληνικής Δημοκρατίας
- Γιώργος Μουζάκης, Έλληνας μουσικός και συνθέτης κυρίως στο ελαφρό τραγούδι και την επιθεώρηση
- Γεώργιος Αβέρωφ, ήταν επιχειρηματίας και μέγας εθνικός ευεργέτης, βλάχικης καταγωγής