Άρθρα
Ρόμπερτ Ρέντφορντ, Αμερικανός ηθοποιός, σκηνοθέτης, παραγωγός και ακτιβιστής
Ρόμπερτ Ρέντφορντ
Ο Τσαρλς Ρόμπερτ Ρέντφορντ Τζούνιορ γνωστότερος ως Ρόμπερτ Ρέντφορντ, είναι Αμερικανός ηθοποιός, σκηνοθέτης, παραγωγός και ακτιβιστής. ( Γεννήθηκε στις 18 Αυγούστου 1936-)
Έχει κερδίσει δύο βραβεία Όσκαρ: το πρώτο του (1980) για τη σκηνοθεσία της ταινίας Συνηθισμένοι Άνθρωποι (Ordinary People) και το δεύτερο (2002) για τη συνολική του προσφορά στο χώρο του κινηματογράφου.
Ο Ρέντφορντ γεννήθηκε στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνια, στις 18 Αυγούστου του 1936.
Ο πατέρας του ήταν, αρχικά, γαλατάς και, στη συνέχεια, λογιστής, ενώ η μητέρα του ήταν νοικοκυρά.
Η καταγωγή των προγόνων του είναι βρετανική (Αγγλία και Σκωτία) και ιρλανδική, κάτι που εξηγεί, τα πυρόξανθα μαλλιά του, τα οποία είναι και το κύριο γνώρισμά του. Κατά τα σχολικά του χρόνια, ήταν συμμαθητής με το διάσημο παίκτη του μπείζμπωλ, Ντον Ντιρσντέιλ.
Λέγεται πως, όταν γύριζε από το σχολείο του, στο σπίτι, σταματούσε έξω από τα στούντιο της Fox, για να παρακολουθήσει τους διάσημους ηθοποιούς της εποχής.
Στην εφηβεία του, συνήθιζε να κάνει μικροκλοπές (τάσια αυτοκινήτων), ενώ κατανάλωνε πολύ αλκοόλ. Η συμπεριφορά του αυτή, τόν εμπόδισε στο να κερδίσει κάποια υποτροφία, ώστε να μπορέσει να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο.
Μόλις απεφοίτησε από το σχολείο, κέρδισε, τελικά, υποτροφία για το Πανεπιστήμιο του Κολοράντο, χάρις στην ικανότητά του στον αθλητισμό και -κυρίως- στο μπέιζμπωλ.
Εκείνο το χρονικό διάστημα δούλευε ως σερβιτόρος σε ένα εστιατόριο-μπαρ. Έπειτα, ξεκίνησε να δουλεύει στις πετρελαιοπηγές της Καλιφόρνια, ώστε να μαζέψει χρήματα, για να μπορέσει να κάνει ένα ταξίδι στην Ευρώπη. Κατάφερε να μείνει στη Γηραιά Ήπειρο για ένα -περίπου- χρόνο. Τον περισσότερό του καιρό, τόν πέρασε στο Παρίσι, ενώ γράφτηκε και στη Σχολή Καλών Τεχνών της Φλωρεντίας.
Όμως, οι κακές κριτικές των καθηγητών του, τόν οδήγησαν στην επίστροφή του στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αργότερα, μετέβη στο Μπρούκλυν, για να κάνει μαθήματα ζωγραφικής, στο Ινστιτούτο Πρατ, κάτι που επηρέασε αρκετά τη ζωή και τον εαυτό του, αφού για μια περίοδο είχε αποκτήσει ένα αρκετά μποέμικο στυλ.
Στη συνέχεια, πήγε στην Αμερικανική Ακαδημία Δραματικών Τεχνών της Νέας Υόρκης, μετά από παρότρυνση ενός φίλου του. Στην ακρόασή του, κατάφερε να εκπλήξει τους κριτές, οι οποίοι ανέφεραν πως: "διαθέτει μια φυσική άνεση στην έκφραση, ζωηρή φαντασία, ένα χάρισμα".
Η επαφή του αυτή με την υποκριτική τόν κέρδισε και τόν έκανε να ασχοληθεί σοβαρά με το αντικείμενο.
Ο πρώτος του ρόλος ήταν στην παράσταση Tall Story, του 1958, το οποίo παίχθηκε στο Θέατρο Μπρόντγουεϊ. Ακολούθησαν μικροί ρόλοι στις τηλεοπτικές σειρές The Naked City και Route 66.
Το πρωταγωνιστικό ντεμπούτο του σε τηλεοπτική σειρά, έγινε το 1960, στο Maverick. Ακολούθησαν και άλλες σειρές και θεατρικές παραστάσεις. Η σπουδαιότερη παράσταση, στην οποία συμμετείχε ήταν το Barefoot in the Park, με συμπρωταγωνίστρια την Ελίζαμπεθ Άσλυ.
Η παράσταση παίχθηκε στο Θέατρο Μπρόντγουεϊ, το 1963 και, το 1967, κυκλοφόρησε και ως κινηματογραφική ταινία.
Μέσα στο ίδιο έτος, έπαιξε στην τηλεοπτική σειρά Alcoa Premiere, για την εμφάνισή του στην οποία, κέρδισε το βραβείο Emmy β' ανδρικού ρόλου.
Η πρώτη φορά που συμμετείχε σε κινηματογραφική ταινία ήταν το 1962, στο ανεξάρτητο War Hunt, το οποίο γυρίσθηκε μέσα σε δύο εβδομάδες. Το 1965, έπαιξε στο Situation Hopeless... But Not Serious, το οποίο ήταν η πρώτη του επίσημη ταινία.
Την ίδια χρονιά, συμπρωταγωνίστησε με τους Νάταλι Γουντ και Κρίστοφερ Πλάμερ, στο Inside Daisy Clover, του Ρόμπερτ Μάλιγκαν, το οποίο προτάθηκε, τελικά, για δύο βραβεία Όσκαρ, ενώ ο ίδιος ο Ρέντφορντ κέρδισε την πρώτη του Χρυσή Σφαίρα, αφού ανακηρύχθηκε ο πιο πολλά υποσχόμενος ηθοποιός.
Το 1966, τού δώθηκε ο ρόλος του σερίφη στο The Chase, του Άρθουρ Πεν, όμως, ο ίδιος επέλεξε αυτόν του κατάδικου.
Ο σερίφης ενσαρκώθηκε από το Μάρλον Μπράντο.
Επίσης, συνεργάσθηκε, και πάλι, με τη Νάταλι Γουντ, αυτή τη φορά, για το This Property Is Condemned, του Σύδνεϋ Πόλλακ, το οποίο είχε βασιστεί στο ομώνυμο έργο του Τενεσί Ουΐλλιαμς.
Το 1967, πρωταγωνίστησε, μαζί με την Τζέιν Φόντα, στην κινηματογραφική εκδοχή του Barefoot in the Park.
To 1968, υπέγραψε συμφωνία για το γύρισμα μιας ταινίας ουέστερν με την Paramount. Ωστόσο, αθέτησε την υπόσχεσή του, με αποτέλεσμα, η υπόθεση να οδηγηθεί στα δικαστήρια και ο Ρέντφορντ, να μείνει για αρκετό χρονικό διάστημα χωρίς δουλειά.
Το 1969, πρωταγωνίστησε στο ουέστερν του Τζωρτζ Ρόυ Χιλ, με τίτλο Butch Cassidy and the Sundance Kid, μαζί με τον Πωλ Νιούμαν. Ο Ρέντφορντ κατάφερε να κερδίσει τους υπόλοιπους υποψήφιους (Στιβ Μακ Κουΐν, Μάρλον Μπράντο, Ουώρεν Μπίτι), για το δεύτερο πρωταγωνιστικό ρόλο.
Η ταινία αυτή είχε μεγάλη επιτυχία, καθώς βραβεύθηκε με τέσσερα Όσκαρ. Ωστόσο, απέρριψε πρωταγωνιστικούς ρόλους στα Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ και Ο πρωτάρης του Μάικ Νίκολς, επειδή ανησυχούσε για την πιθανή δημιουργία του "στερεοτύπου του ξανθού αρσενικού".
Στη συνέχεια, πρωταγωνίστησε σε ταινίες που είχαν μέτρια απήχηση, όπως, το Downhill racer, του Μάικλ Ρίτσι (1969). Παρ'όλα αυτά κέρδισε βραβεία BAFTA καλύτερου ηθοποιού για το Downhill racer και το Tell them Willie Boy is here.
Συνεργάσθηκε ξανά με το Σύδνεϋ Πόλλακ, το 1972, για το ουέστερν Jeremiah Johnson και το 1973, για η δραματική ιστορία αγάπης The Way We Were, μαζί με τη Μπάρμπαρα Στράιζαντ.
Στην ταινία αυτή, η οποία συγκαταλέγεται στις κορυφαίες του είδους της, έπαιξε έναν από τους πιο χαρακτηριστικούς ρόλους του, αυτόν του Χάμπελ.
Ακόμη, το τραγούδι της Στράιζαντ, The Way We Were, κέρδισε βραβείο Όσκαρ.
Μεταξύ των δύο ταινιών του Πόλλακ, μεσολάβησε το The Candidate του Μάικλ Ρίτσι (1972). Ακολούθησε μια ταινία μέτριας απήχησης, το The Hot Rock.
Στην επόμενη συνεργασία του με τους Τζωρτζ Ρόυ Χιλ και Πωλ Νιούμαν, ο Ρέντφορντ κατάφερε να βάλει υποψηφιότητα για το βραβείο α' ανδρικού ρόλου, για την ταινία The Sting.
Το 1974, ακολούθησε μια νέα επιτυχία, το The Great Gatsby, η οποία βασίσθηκε στο αντίστοιχο λογοτεχνικό έργο του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ. Η ταινία αυτή, πέρασε από πολλές περιπέτειες, έως ότου ξεκίνησαν τα γυρίσματά της, καθώς ο πρωταγωνιστικός ρόλος, προοριζόταν για τον Τζακ Νίκολσον, όμως ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ τόν κέρδισε την τελευταία στιγμή, ενώ ο σκηνοθέτης Τζακ Κλέυτον, πίεζε ασφυκτικά τον τελικό πρωταγωνιστή να απαρνηθεί το προσωπικό του στυλ και να βαψει τα μαλλιά του μαύρα, κάτι που εκείνος αρνείτο πεισματικά.
Το 1975, συνεργάσθηκε, και πάλι, με τον Πόλλακ, για το πολιτικό θρίλερ Three Days of the Condor, ενώ το 1976 στην ταινία All the President's Men, η οποία και βραβεύθηκε με τέσσερα Όσκαρ, πήρε το ρόλο του δημοσιογράφου Μπομπ Γούντγουωρντ, ο οποίος πάσχιζε να διαλευκάνει το σκάνδαλο Ουωτεργκέιτ. Ακολούθησαν δύο ακόμη ταινίες, με τον Πόλλακ παραγωγό και τη Φόντα συμπρωταγωνίστρια, οι οποίες ήταν: το A Bridge Too Far, του 1977 και το The Electric Horsemen, του 1979.
Η δεκαετία του 70' έκλεισε με το Brubaker, του 1980.
Η δεκαετία του 80' ήταν μια πολύ λιγότερο δραστήρια περίοδος για το Ρέντφορντ, αφού συμμετείχε σε ελάχιστες ταινίες.
Αυτές ήταν: το Τhe Naural, του 1984, στην οποία υποδύθηκε τον πρωταθλητή του μπέιζμπωλ, το Out of Africa, του 1985, το οποίο βραβεύθηκε με επτά Όσκαρ και ήταν καρπός μιας νέας συνεργασίας μεταξύ αυτού και του Σύδνεϋ Πόλλακ, ωστόσο, ο ίδιος ο Ρέντφορντ παραδέχθηκε πως, πρόκειται για τη χειρότερη ταινία, που έχει γυρίσει, σε ολόκληρη την καριέρα του, η κωμωδία Legal Eagles, του 1986, στο οποίο συμπρωταγωνίστησε με τις Ντέμπρα Ουΐνγκερ και Ντάρυλ Χάννα και το Havana, του 1990.
Το 1992, συμπρωταγωνιστησε με τον Σίδνεϋ Πουατιέ, στην κωμωδία Sneakers. To 1993, συμπρωταγωνίστησε με τους Γούντι Χάρελσον και Ντέμι Μουρ, στην ταινία Indecent Proposal, του Έιντριαν Λιν. Ωστόσο, ο ρόλος του χαμηλής ηθικής εκατομμυριούχου, τόν έφερε αντιμέτωπο, για πρώτη και μοναδική -μέχρι σήμερα- φορά, με την υποψηφιότητα για το βραβείο του Χρυσού Βατόμουρου. Το 1996, έπαιξε, μαζί με τη Μισέλ Φάιφερ, στο Up Close & Personal/
Το 2001, συμπρωταγωνίστησε με το Μπραντ Πιτ στο Spy Game, του Τόνυ Σκοτ. Το 2002, βραβεύθηκε με Όσκαρ για τη συνολική του προσφορά στον κινηματογράφο. Ακολούθησε το θρίλερ μυστηρίου The clearing, του 2004 με συμπρωταγωνιστές τους Γουΐλεμ Νταφόε και Έλεν Μίρεν. Το 2005, έπαιξε με τους Τζένιφερ Λόπες και Μόργκαν Φρίμαν στην ταινία An Unfinished Life.
Η πρώτη ταινία που σκηνοθέτησε ήταν το Ordinary People, το 1980, στην οποία πρωταγωνιστούσε ο Ντόναλντ Σάδερλαντ.
Η ταινία αυτή κέρδισε τέσσερα Όσκαρ και ο Ρέντφορντ αυτό του καλύτερου σκηνοθέτη. Οι κριτικοί ανέφεραν πως, ο Ρέντφορντ κατάφερε να βγάλει μια πολύ δυνατή δραματική ερμηνεία τόσο από τη Μάιρη Τάιλερ Μουρ, όσο και από το Σάδερλαντ και τον Τίμοθυ Χάττον, ο οποίος κέρδισε βραβείο β' ανδρικού ρόλου.
Το 1988, σκηνοθέτησε την ταινία The Milagro Beanfield War, η οποία, όμως, δεν κέρδισε κάποιο βραβείο.
Το 1992, σκηνοθέτησε τη δραματική ταινία A River Runs Through It, με πρωταγωνιστή το Μπραντ Πιτ. Ο Ρέντφορντ διεκδίκησε το βραβείο της Χρυσής Σφαίρας για τη δουλειά του στην ταινία αυτή.
Το 1994, σκηνοθέτησε το Quiz Show και έθεσε, έτσι, υποψηφιότητα για δύο βραβεία Όσκαρ: αυτού του καλύτερου σκηνοθέτη και αυτού της καλύτερης τανίας.
Το 2000, σκηνοθέτησε το The Legend of Bagger Vance, με πρωταγωνιστές τους Ουΐλ Σμιθ, Ματ Ντέιμον και Σαρλίζ Θερόν.
Η τελευταία ταινία που σκηνοθέτησε ήταν το The Conspirator.
To 2012, o Ρέντφορντ γύρισε, σε συνεργασία με το γιο του, το Watershed ένα ντοκυμανταίρ, με θέμα την αλόγιστη εκμετάλλευση και τη σταδιακή πτώση της στάθμης του νερού του ποταμού Κολοράντο, ο οποίος αποτελεί την κύρια πηγή νερού για τις δυτικές Πολιτείες της Αμερικής.
Το 1998, πρωταγωνίστησε και σκηνοθέτησε το The Horse Whisperer, όπου συμμετείχε και η πολύ νεαρής ηλικίας -τότε- Σκάρλετ Γιόχανσσον. Η ταινία αυτή πήγε σχετικά καλά εμπορικά, ενώ οι κριτικές που απέσπασε ήταν -ως επί το πλείστον- θετικές. Ο Ρέντφορντ προτάθηκε για τη Χρυσή Σφαίρα καλύτερου σκηνοθέτη.
Το 2007, σκηνοθέτησε το Lions for Lambs, συμπρωταγωνιστώντας με τη Μέρυλ Στριπ και τον Τομ Κρουζ.
Μέσα στο 2012 κυκλοφόρησε η ταινία The Company You Keep, στην οποία είναι πρωταγωνιστής και σκηνοθέτης, ενώ μέσα στο 2013, κυκλοφόρησε ένα ακόμη ντοκυμανταίρ του, με θέμα το σκάνδαλο Ουώτεργκέιτ.
To 1958, νυμφεύθηκε για πρώτη φορά τη Λόλα βαν Γουάγκενεν, ενώ, το 1985, κατά τη διάρκεια της μείωσης της επαγγελματικής του δραστηριότητας, πήραν διαζύγιο. Απέκτησαν, μαζί, τέσσερα παιδιά. Το 2009, ο Ρέντφορντ νυμφεύθηκε τη Σίμπιλ Ζάγκαρς.
To 1980, ίδρυσε, στη Γιούτα, το Sundance Institute, τη "μητρόπολη" της ανεξάρτητης κινηματογραφίας.
Είναι ακτιβιστής και πολιτικά στρατευμένος με την αριστερά.
Ρόμαν Πολάνσκι, Γαλλο-Πολωνός σκηνοθέτης, παραγωγός, σεναριογράφος και ηθοποιός έχοντας κάνει ταινίες στην Πολωνία, τη Βρετανία, την Αμερική και τη Γαλλία
Ρόμαν Πολάνσκι
Ο Ρόμαν Πολάνσκι (Roman Polanski, 18 Αυγούστου 1933) είναι Γαλλο-Πολωνός σκηνοθέτης, παραγωγός, σεναριογράφος και ηθοποιός έχοντας κάνει ταινίες στην Πολωνία, τη Βρετανία, την Αμερική και τη Γαλλία.
Ο Ρομάν Πολάνσκι γεννήθηκε στο Παρίσι από Πολωνούς γονείς το 1933. Σε ηλικία 3 ετών η οικογένειά του μετακόμισε στην Κρακοβία. Το 1941 ο πατέρας του εξορίστηκε σε στρατόπεδο εργασίας στην Αυστρία και η μητέρα του στο Άουσβιτς απ” όπου δεν επέστρεψε ποτέ. Ο ίδιος ο Πολάνσκι στη συνέχεια φιλοξενήθηκε από αρκετές Πολωνικές οικογένειες. Ωστόσο, ξαναβρέθηκε με τον πατέρα του, ο οποίος παντρεύτηκε για δεύτερη φορά. Στα 14 του χρόνια, ο Πολάνσκι ξεκίνησε καριέρα ηθοποιού στο θέατρο, σε ραδιοφωνικές παραγωγές και αργότερα σε ταινίες. Παράλληλα, σπούδαζε ζωγραφική και γραφιστική σε σχολή Καλών Τεχνών στην Κρακοβία. Το 1955 ξεκίνησε σπουδές σκηνοθεσίας στην κινηματογραφική σχολή του Lodz.
Η πρώτη του ταινία, «The Bicycle», ήταν βασισμένη στην εμπειρία που είχε όταν έπεσε θύμα ληστείας από έναν καταζητούμενο για τρεις φόνους. Ακολούθησε το μονόλεπτο φιλμάκι «A Murder» που προκάλεσε αίσθηση και το «Toothy Smile» που προμήνυαν τα πιο ενοχλητικά θέματα με τα οποία καταπιάστηκε ο σκηνοθέτης στις ταινίες του τη δεκαετία του ’60 και του ’70.
Επειδή ο Πολάνσκι δεν ολοκλήρωσε τη διατριβή που απαιτούνταν από τη σχολή του, δεν αποφοίτησε ποτέ ουσιαστικά. Παρ” όλα αυτά, προσελήφθη από την εταιρεία παραγωγής Kamera ως βοηθός διευθυντή παραγωγής. Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 επέστρεψε στην Πολωνία αποφασισμένος να κάνει την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία. Επρόκειτο για το «Μαχαίρι στο Νερό» του 1962, μια τεράστια κινηματογραφική επιτυχία, υποψήφια για βραβείο Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας.
Εντυπωσιασμένος από την ταινία, ο παραγωγός Τζιν Γκουτόφσκι εντόπισε τον Πολάνσκι στο Μόναχο και τον έπεισε να τον ακολουθήσει στην Αγγλία. Το 1965 ο Γκουτόφσκι ήταν στην παραγωγή της πρώτης αγγλόφωνης ταινίας του Πολάνσκι, «Αποστροφή», η οποία τιμήθηκε στο Φεστιβάλ του Βερολίνου και έκανε τον Πολάνσκι διεθνώς γνωστό. Ακολούθησε το φιλμ «Νύχτα Δολοφόνων», το οποίο κέρδισε το 1966 τη Χρυσή Άρκτο στο Βερολίνο. Στη «Νύχτα των Βρυκολάκων» του 1967, ο Πολάνσκι είχε και έναν μικρό ρόλο, ενώ πρωταγωνιστούσε η Σάρον Τέιτ, την οποία και παντρεύτηκε. Ο Ρόμπερτ Έβανς από την εταιρεία Paramount Pictures τον προσέγγισε για να σκηνοθετήσει το «Μωρό της Ρόζμαρι» της Ίρα Λέβιν. Το φιλμ του 1968 είναι μια από τις ωραιότερες και πιο επιτυχημένες δημιουργίες του Πολάνσκι.
Το 1969 μια απίστευτη τραγωδία θα τον σημαδέψει και θα τον αποσπάσει για καιρό από τη δουλειά του. Η σύζυγός του, όντας σε προχωρημένη εγκυμοσύνη, βρίσκεται άγρια δολοφονημένη στο Μπέβερλι Χιλς από τη συμμορία Manson. Επέστρεψε στην ενεργό δράση το 1971 με την κινηματογραφική μεταφορά του «Μάκβεθ» και την ταινία «Τι;» (1972) σε παραγωγή του Κάρλο Πόντι. Ακολούθησε η μεγάλη επιτυχία «Τσάιναταουν» με πρωταγωνιστή τον Τζακ Νίκολσον. Η ταινία έλαβε 11 υποψηφιότητες για Όσκαρ, μεταξύ των οποίων και αυτή για το βραβείο Σκηνοθεσίας.
Η επόμενη ταινία του, «Ο Ένοικος» ήταν βασισμένη στο μυθιστόρημα «Le Locataire» του Ρόλαντ Τόπορ. Στο φιλμ ο Πολάνσκι εκτός από την σκηνοθεσία, είχε και τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Ήταν ο Τρελκόφσκι, ένας Πολωνός με γαλλική ιθαγένεια ο οποίος τρελαίνεται και καταλήγει στην αυτοκτονία. Η ταινία ακόμη και σήμερα είναι αμφιλεγόμενη, θεωρείται ωστόσο από πολλούς ως αριστούργημα.
Επιστρέφοντας στις ΗΠΑ, ο Πολάνσκι ενεπλάκη σε ένα σκάνδαλο, αφού κατηγορήθηκε ότι είχε σχέση με μια ανήλικη κοπέλα. Ομολόγησε την ενοχή του και εγκατέλειψε την Αμερική. Πήγε στο Παρίσι, όπου γύρισε την ταινία «Τες, γλυκιά μου ξαδέλφη…» με πρωταγωνίστρια τη Ναστάζια Κίνσκι. Το φιλμ απέσπασε 6 υποψηφιότητες για Όσκαρ, και πάλι για βραβείο Σκηνοθεσίας, και κέρδισε τρία: βραβείο Φωτογραφίας, Σκηνικών και Κοστουμιών.
Μετά από μακρόχρονη απουσία από τον κινηματογράφο, επέστρεψε το 1986 με τους «Πειρατές» με τον Γουόλτερ Ματάου και το «Φράντικ» (1988) με τον Χάρισον Φορντ και τη μελλοντική σύζυγο του Πολάνσκι, Εμανουέλ Σενιέ. Ακολούθησαν τα «Μαύρα Φεγγάρια του Έρωτα» και «Ο Θάνατος και η Κόρη».
Το 1999 ο Πολάνσκι σκηνοθέτησε τον Τζόνι Ντεπ στο θρίλερ «Η Ένατη Πύλη». «Ο Πιανίστας», έδωσε την ευκαιρία στον Πολάνσκι να εξερευνήσει τις Πολωνικές του ρίζες και τα παιδικά του βιώματα. Η ταινία δέχτηκε άριστες κριτικές, κερδίζοντας αρκετά βραβεία, μεταξύ των οποίων και τρία Όσκαρ: Καλύτερου Ηθοποιού για τον Έιντριεν Μπρόντι, Καλύτερου Διασκευασμένου Σεναρίου για τον Ρόναλντ Χάργουντ και Σκηνοθεσίας για τον Ρόμαν Πολάνσκι.
Πριν επιστρέψει στο είδος του θρίλερ με τον «Αόρατο Συγγραφέα», ο Πολάνσκι μετέφερε στην μεγάλη οθόνη τον «Όλιβερ Τουίστ.
Ζαννίνο, Έλληνας ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου, που διακρίθηκε σε δεύτερους ρόλους
Ζαννίνο
1923 – 1995
Έλληνας ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου, που διακρίθηκε σε δεύτερους ρόλους.
Ο Ζαννίνο γεννήθηκε ως Γιάννης Παπαδόπουλος, στις 21 Αυγούστου του 1923, στο Γαλατά της Κωνσταντινούπολης.
Στα χρόνια του ξεριζωμού που ακολούθησαν, ήλθε με τους γονείς του στην Ελλάδα κι εγκαταστάθηκε στη Δραπετσώνα, στον Πειραιά.
Σπούδασε στη σχολή χορού του Άγγελου Γριμάνη και εργάστηκε για αρκετά χρόνια ως χορευτής.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’40 προσελήφθη στα μπαλέτα Ραμασόφ, που έδιναν παραστάσεις σε διάφορα κέντρα καφε-σαντάν της εποχής.
Σε μία από εκείνες τις παραστάσεις στη Μάντρα του Αττίκ, ο ίδιος ο Αττίκ τον ρώτησε πως τον λένε, κι εκείνος απάντησε «Γιάννης».
Όμως, η διευθύντρια του μπαλέτου, Σοφία Ραμαζώφ, τον αποκαλούσε Νίνο και τότε ο Αττίκ είπε: «Τι Γιάννης και αηδίες. Γιάννης, δηλαδή Ζαν, Ζαν και Νίνο ίσον Ζαννίνο. Έτσι θα σε παρουσιάσω!». Έτσι απέκτησε το καλλιτεχνικό του ψευδώνυμο, το οποίο διατήρησε και η κόρη του, Σόφη.
Στον κινηματογράφο έκανε την πρώτη του εμφάνιση το 1960, στην ταινία Ένα κορίτσι σε περιμένει.
Στο ευρύ κοινό έγινε γνωστός από τις εμπορικές κωμωδίες με τον Θανάση Βέγγο, ενώ πέρα από τις 83 ταινίες που γύρισε στην Ελλάδα.
Συμμετείχε και σε αρκετές του εξωτερικού, με το ψευδώνυμο Ζ. Ζαννίνου: Οι 300 Σπαρτιάτες (1962), Το εξπρές του μεσονυκτίου (1978) κ.ά.
Ο Ζαννίνο πέθανε στην Αθήνα στις 27 Μαΐου του 1995.
Φραγκίσκος Ιωσήφ Α΄ της Αυστρίας
Φραγκίσκος Ιωσήφ Α΄ της Αυστρίας
Γεννήθηκε στο παλάτι Σαίνμπρουν στη Βιέννη και ήταν γιος του αρχιδούκα Φραγκίσκου Κάρολου των Αψβούργων, δευτερότοκου γιου του αυτοκράτορα Φραγκίσκου Α΄ και της Σοφίας της Βαυαρίας. Επειδή ο θείος του, ο αυτοκράτορας Φερδινάνδος Α΄, ήταν διανοητικά καθυστερημένος η μητέρα του τον είχε αναθρέψει ως τον μελλοντικό αυτοκράτορα.
Έτσι τον Δεκέμβρη του 1848, μετά την παραίτηση του αυτοκράτορα και την άρνηση του πατέρα του να τον διαδεχθεί, ο Φραγκίσκος Ιωσήφ ανήλθε στον θρόνο.
Η περίοδος ήταν κρίσιμη αφού είχαν μόλις επαναστατήσει οι Ούγγροι, οι Βοημοί και οι Ιταλοί. Υπό την καθοδήγηση του καγκελάριου Σβάρτσενμπεργκ κατάφερε να συντρίψει τις εξεγέρσεις και να αναγκάσει τους Πρώσους να υπογράψουν την συνθήκη του Όλμυτς το 1850.
Στις 18 Φεβρουαρίου του 1853 πραγματοποιήθηκε δολοφονική απόπειρα εναντίον του χωρίς όμως αποτέλεσμα. Μετά από αυτήν διέταξε την κατασκευή της Βοτιβκίρχε. Αμέσως μετά την αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του παντρεύτηκε την πριγκίπισσα Ελισάβετ της Βαυαρίας ή Σίσι στον καθεδρικό ναό του Αγίου Αυγουστίνου της Βιέννης στις 24 Απριλίου 1854.
Με την σύζυγο του Ελισάβετ απέκτησε τέσσερα παιδιά, τρεις κόρες και έναν γιό τον Ροδόλφο που είχε τραγικό θάνατο με την αυτοκτονία του με αποτέλεσμα να μην καταφέρει ο ίδιος ο Φραγκίσκος Ιωσήφ να συνεχίσει την δυναστεία με δικούς του απογόνους.
Το 1859 ηττήθηκε από την Γαλλία και έχασε την Λομβαρδία. Επίσης σε αυτόν χρεώνεται η ευθύνη της συνθήκης της Πράγας, που ήταν αποτέλεσμα του Αυστροπρωσικού πολέμου, με την οποία η Αυστρία έχασε την ηγετική θέση στη Γερμανία και της αποσπάστηκε το Βένετο.
Κήρυξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του έγινε φανερό το πρόβλημα των εθνοτήτων και της σταθερότητας της μοναρχίας. Απότοκο αυτής της κατάστασης ήταν ο διαμελισμός της αυτοκρατορίας σε δύο ζώνες, όπου στη μία επικρατούσαν οι Γερμανοί και στην άλλη οι Ούγγροι.
Ο ανιψιός του Φραγκίσκος Φερδινάνδος δολοφονήθηκε από έναν εθνικιστή Σέρβο φοιτητή γεγονός που εξόργισε τον υπερήλικα αυτοκράτορα άσχετα εάν οι σχέσεις του με τον ανιψιό του ήταν από καιρό αρκετά τεταμένες λόγω του μοργανατικού γάμου του που ήταν αιτία να στερηθούν τα παιδιά του την διαδοχή. Κατηγόρησε την Σερβία ότι βρίσκεται πίσω από τον νεαρό φοιτητή και έθεσε 10 σκληρούς όρους για να μην κηρύξει τον πόλεμο αλλά οι Σέρβοι αποδέχθηκαν πλήρως τους εννιά και μερικώς τον δέκατο. Παρόλα αυτά συμμάχησε με την Γερμανία και διέταξε την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου με πρώτη του ενέργεια τον βομβαρδισμό του Βελιγραδίου, η βιαστική παράλογη ενέργεια στο τέλος της ζωής του θα έχει ως αποτέλεσμα λίγο αργότερα την πτώση της αυτοκρατορίας των Αψβούργων.
Τελευταίος αυτοκράτορας και διάδοχος του ο μικρανιψιός του Κάρολος ανιψιός του Φραγκίσκου Φερδινάνδου.
Οικογενειακές δυστυχίες
Απεβίωσε στις 21 Νοεμβρίου του 1916, κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ήταν παντρεμένος με την Ελισάβετ, πριγκίπισσα της Βαυαρίας και μέλος του Οίκου Βίτελσμπαχ, και απέκτησε τέσσερα παιδιά, τρεις κόρες και έναν γιο, τον Ροδόλφο, διάδοχο του θρόνου ο οποίος όμως αυτοκτόνησε το 1889.
Γενικά η προσωπική του ζωή ήταν γεμάτη δυστυχίες αφού ο αδερφός του Μαξιμιλιανός, αυτοκράτορας του Μεξικού, τουφεκίστηκε, η γυναίκα του Ελισάβετ δολοφονήθηκε, ο γιος του Ροδόλφος αυτοκτόνησε και ο ανιψιός του Φραγκίσκος Φερδινάνδος δολοφονήθηκε.
Χένρι Τσαρλς Μπουκόβσκι, Αμερικανός ποιητής και συγγραφέας
Τσαρλς Μπουκόφσκι
ο συγγραφέας του περιθωρίου
Ο Χένρι Τσαρλς Μπουκόβσκι, ήταν ένας Αμερικανός ποιητής και συγγραφέας, που έζησε κυρίως στο Λος Άντζελες της Αμερικής. (Henry Charles Bukowski, 16 Αυγούστου 1920 — 9 Μαρτίου 1994)
Έγραψε πάνω από 50 βιβλία, καθώς και πολλά μικρότερα κομμάτια, και έχει αναγνωριστεί ως πολύ σημαντικός για το είδος του, ενώ συχνά αναφέρεται από πολλούς συγγραφείς και ποιητές ως μεγάλη επιρροή. Στα ελληνικά το όνομά του προφέρεται σωστά "Μπουκόβσκι" και όχι "Μπουκόφσκι" [αγγλ.] ηχητική σύζευξη του "wsk".
Τον έλκυε το περιθώριο. Έζησε χωρίς συμβάσεις και δεν δίσταζε να το λέει: «Σήμερα δεν έγραψα καθόλου, ήμουν όλη τη μέρα στον ιππόδρομο». Ανέδειξε φτωχούς και απελπισμένους χαρακτήρες στην άνθιση του αμερικανικού ονείρου και μόνο στην Ευρώπη βρήκε την αναγνώριση που του άξιζε. Ο Τσαρλς Μπουκόβσκι δεν μελέτησε για να γράψει τα θέματα των έργων του, αλλά ήταν κομμάτι του κόσμου που περιέγραφε.
Γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1920 στο Άντερναχ της Γερμανίας, αλλά σε ηλικία δύο ετών μετακόμισε με την οικογένειά του στο Λος Άντζελες. Ο πατέρας του ήταν στρατιωτικός, σκληρός και απόλυτος. Με την παραμικρή αφορμή έδερνε τον Μπουκόφσκι, που εξελίχθηκε σε ένα ντροπαλό έφηβο, χωρίς πολλούς φίλους. Τα παιδιά της γειτονίας τον κορόιδευαν για την γερμανική προφορά του και τα ρούχα του, ενώ οι δάσκαλοί του πίστευαν λανθασμένα ότι έπασχε από δυσλεξία.
Μεγαλώνοντας, γράφτηκε στο κολέγιο του Λος Άντζελες για να σπουδάσει δημοσιογραφία και λογοτεχνία. Το όνειρό του ήταν να γίνει συγγραφέας, αλλά τα πρώτα του χειρόγραφα δεν είχαν τύχη. Όταν η μητέρα του τα ανακάλυψε, τα κατέστρεψε με την μηχανή του γκαζόν. Έφευγε συχνά από το σπίτι του και ταξίδευε σε διάφορα μέρη της Αμερικής. Κάποια στιγμή όμως, πάντα αναγκαζόταν να επιστρέψει.
Όταν η χώρα ενεπλάκη στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ο πατέρας του τον πίεζε να καταταγεί στον στρατό. Ο Μπουκόβκσι δεν δέχτηκε και τότε έφυγε μια για πάντα από το πατρικό του. Η φιγούρα του πατέρα του φαίνεται πως τον καταδιώκει συνεχώς και σε όλα τα μετέπειτα έργα του, που αποτυπώνουν άλλοτε μίσος και αηδία προς το πρόσωπό του, κι άλλοτε μια ανθρώπινη κατανόηση, αναγνωρίζοντας τις συνθήκες που δημιούργησαν την προσωπικότητά του.
Χωρίς σπίτι, ο Μπουκόβσκι έζησε ως περιπλανώμενος άστεγος για λίγο καιρό και, όταν τα ψυχομετρικά τεστ τον έκριναν ακατάλληλο για να εκτίσει τη θητεία του, κατέληξε στη Νέα Υόρκη, σε ηλικία 24 ετών. Παρόλο που δεν έμεινε για πολύ, εκεί δημοσίευσε το πρώτο του διήγημα, «Aftermath of a Lengthy Rejection Slip», στο περιοδικό Story Magazine.
Δημοσίευσε άλλα δύο διηγήματα, τα οποία δεν αναγνωρίστηκαν από τη λογοτεχνική ελίτ της εποχής στην Αμερική. Απογοητευμένος για τη διαδικασία της έκδοσης, παράτησε το γράψιμο για περίπου μια δεκαετία, για «δέκα μεθυσμένα χρόνια», όπως τα έλεγε ο ίδιος. Στο διάστημα αυτό περιπλανιόταν στις ΗΠΑ, αλλά έζησε κυρίως στο Λος Άντζελες. Για να τα βγάλει πέρα, έκανε διάφορες μικροδουλειές και κοιμόταν σε φτηνά μοτέλ. Το 1955, εισήχθη με αιμορραγία στο νοσοκομείο των απόρων με έλκος στο στομάχι, που λίγο έλειψε να του κοστίσει την ζωή.
Μετά την παραμονή του στο νοσοκομείο, άρχισε να γράφει για πρώτη φορά ποίηση. Η αυθεντική και δεικτική γλώσσα του, παρόλο που αποτέλεσε σημαντική επιρροή για όλους τους μεταπολεμικούς ποιητές, για ακόμα μία φορά δεν αναγνωρίστηκε στην Αμερική, δεν δημοσιεύθηκε σε μεγάλα περιοδικά και δεν βραβεύτηκε από την ακαδημία. Η συμπεριφορά του ίδιου, βέβαια, ήταν προκλητική και, παρόλο που είχε έναν περιορισμένο αριθμό φανατικών αναγνωστών, δεν έδινε την ευκαιρία στο ευρύ κοινό να τον αποδεχτεί. Στην Ευρώπη ωστόσο, ο Μπουκόβσκι έγινε διάσημος. Στα τέλη της δεκαετίας του '70 ήταν ο πιο πετυχημένος Αμερικανός συγγραφέας στη Γερμανία, ενώ ο Ζαν Πολ Σάρτρ τον θεωρούσε τον μεγαλύτερο ποιητή που έβγαλαν ποτέ οι ΗΠΑ.
«Πίναμε τις λέξεις του, πίνοντας αλλεπάλληλες μπίρες στον αλήστου μνήμης «Μπερντέ», ένα φιλόξενο στέκι, μαγειρείο και ποτάδικο, τίγκα στον καπνό και στις ωραίες φάτσες, όλοι μια παρέα, οχτάωρα και δεκάωρα, συζητώντας παθιασμένα, γράφοντας, τρώγοντας, καβγαδίζοντας, αρχές δεκαετίας του '80, διακηρύσσοντας με αγέρωχο θράσος ότι είμαστε παιδιά τού Μπάροουζ και του Γκίνσμπεργκ, του Κέρουακ και του Χέμινγουεϊ, του Χάμετ και του Τσάντλερ, του Μπρετόν και του Ντεμπόρ, του Μπακούνιν και του Μπουκόβσκι!», γράφει ο συγγραφέας Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης στο περιοδικό Γαλέρα για την απήχηση που είχε ο Μπουκόβσκι στην Ελλάδα.
Γύρω στο 1969, ο John Martin, εκδότης των Black Sparrow Press, θαυμάζοντας την δουλειά του Μπουκόβσκι αρχίζει να του δίνει 100$ το μήνα για το υπόλοιπο της ζωής του, ώστε να ασχοληθεί αποκλειστικά με την συγγραφή. Έτσι, ο Μπουκόβσκι παραιτείται σε ηλικία 49 ετών από το ταχυδρομείο: «Έχω μία από τις δύο επιλογές: να παραμείνω στο ταχυδρομείο και να τρελαθώ ή να μείνω εκεί έξω, να το παίξω συγγραφέας και να πεθάνω της πείνας. Αποφάσισα να πεθάνω της πείνας». Λιγότερο από ένα μήνα μετά, γράφει το πρώτο του βιβλίο, το Ταχυδρομείο (Post Office), το οποίο κυκλοφόρησε το 1976.
Στην ζωή και στο έργο του Μπουκόφσκι η γυναικεία ύπαρξη έπαιζε πολύ σημαντικό ρόλο. Ο πρώτος του γάμος έγινε το 1957, με την Barbara Frye, μια εκδότρια από το Τέξας, η οποία εξέδιδε το ποιητικό περιοδικό Harlequin και άρχισε να δημοσιεύει δουλειές του Μπουκόβσκι. Ο γάμος τους τελείωσε δύο χρόνια μετά. Ο Μπουκόβσκι μετά το διαζύγιο ξανάπεσε στο ποτό και έπιασε δουλειά σε ταχυδρομείο ως ταμείας, θέση στην οποία παρέμεινε για δώδεκα ολόκληρα χρόνια.
Λίγο μετά την άδοξη κατάληξη του γάμου του γνωρίζει την Jane Cooney Baker, η οποία θεωρείται η μεγαλύτερη αγάπη της ζωής του και η πιο σημαντική από τις πολλές «μούσες» του. Όταν εκείνη πεθαίνει, ο Μπουκόβσκι γράφει μια σειρά από ποιήματα και διηγήματα θρηνώντας τον θάνατό της. Το 1964, η σύντροφός του Frances Smith γεννάει την μοναχοκόρη του, Μαρίνα Λουίζ Μπουκόβσκι. Παντρεύτηκε ξανά το 1985, την επί δέκα χρόνια σύντροφό του, Linda Lee Beighle, και έμειναν μαζί μέχρι το τέλος της ζωής του.
Ο Μπουκόβσκι πέθανε από λευχαιμία το 1994, σε ηλικία 73 ετών, στο San Pedro της Καλιφόρνια, λίγο αφότου τελείωσε το τελευταίο του βιβλίο «Αστυνομικό» (Pulp). Στον τάφο του είναι γραμμένη η φράση «Don't Try» (σ.σ: μην προσπαθείς). Ο ίδιος είχε εξηγήσει αυτή τη φράση από το 1963: «Με ρώτησαν "Τι κάνεις όταν δημιουργείς; Πώς γράφεις;" και τους είπα "Δεν προσπαθείς. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, μην προσπαθείς, είτε για τις Κάντιλακ, είτε για να βρεις έμπνευση, είτε για την αθανασία. Περιμένεις και αν δεν γίνει τίποτα, περιμένεις λίγο ακόμα. Είναι σαν ένα ζωύφιο που εντοπίζεις ψηλά στον τοίχο. Περιμένεις να έρθει σε σένα. Όταν φτάσει αρκετά κοντά, τότε το σκοτώνεις"».
Το έργο του Τσαρλς Μπουκόβσκι περιείχε πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Έχοντας ζήσει ο ίδιος στο περιθώριο, μάζεψε εμπειρίες και γνώρισε ανθρώπους που αργότερα μπόρεσε να τους αποτυπώσει πειστικά στο χαρτί. Οι χαρακτήρες του έβριζαν, έπιναν, σκοτώνονταν. Ήταν απελπισμένοι και καταστρέφονταν, χωρίς να τους δοθεί μια ευκαρία να φτιάξουν τη ζωή τους από την αρχή. Ο Μπουκόβσκι μίλησε για την ψυχή αυτών των ανθρώπων και παρουσίασε την προσωπικότητά τους, επικρίνοντας ταυτόχρονα το πολιτικό σύστημα και την κοινωνία που τους απαρνήθηκε. Ίσως γι' αυτό η Αμερική να του γύρισε την πλάτη, της χαλούσε επιδεικτικά την εικόνα που είχε καλλιεργήσει για τον εαυτό της.
Περισσότερα Άρθρα...
- Νότης Περγιάλης, Έλληνας συγγραφέας, ηθοποιός, σκηνοθέτης και στιχουργός
- Σπύρος Φωκάς, Έλληνας ηθοποιός κινηματογράφου, θεάτρου και τηλεόρασης με καριέρα στην Ιταλία και στο Χόλυγουντ
- Ρόμπερτ Μάριο Ντε Νίρο, Αμερικανός ηθοποιός, σκηνοθέτης και παραγωγός στο θέατρο και τον κινηματογράφο
- Νέλλη ή διαφορετικά Έλλη Σουγιουλτζόγλου-Σεραϊδάρη, η πρώτη Ελληνίδα φωτογράφος