Άρθρα
Άγιος Γεώργιος ο Μεγαλομάρτυρας
Η ζωή και το μαρτύριο του Αγίου Γεωργίου
Ο Άγιος και Μεγαλομάρτυρας Γεώργιος έζησε κατά τα τέλη του 3ου και αρχές 4ου μ.Χ. αιώνα στους χρόνους του φοβερού διώκτη των χριστιανών Διοκλητιανού. Κατάγονταν από τη χώρα της Καππαδοκίας, από μεγάλη και ένδοξη γενιά.
Πρώτα ήταν αξιωματικός στο τάγμα των «Τριβούνων» και λίγο πριν αρχίσουν τα μαρτύρια του πήρε προαγωγή και έγινε Κόμης ένα αξίωμα, που σήμερα θα το λέγαμε Έπαρχος, Ηγεμών ή Στρατηλάτης.
Εκείνους τους χρόνους ο σατανόπληκτος βασιλιάς Διοκλητιανός γεμάτος από θαυμασμό προς τους θεούς των ειδώλων είχε βγάλει αυστηρές διαταγές προς τους υπηκόους του όσοι Χριστιανοί αφήσουν την θρησκεία τους, αρνηθούν τον Χριστό και προσκυνήσουν τα είδωλα, αυτοί ν' απολαμβάνουν βασιλικές τιμές και πολλά άλλα' όσοι χριστιανοί δεν αρνηθούν τον Χριστό και τη θρησκεία του, να θανατώνονται.
Νεότατος τότε ο 'Αγιος Γεώργιος μόλις είχε περάσει τα είκοσι χρόνια του φανερώνεται μοναχός του πως είναι χριστιανός. Κι όχι μονάχα αυτό, μπροστά στον αυτοκράτορα και τους αξιωματούχους του, γκρεμίζει τα πλανεμένα κι αδύναμα είδωλα των θεών, περιγελώντας όλους τους ειδωλολάτρες, που πιστεύουν στα άψυχα αγάλματα των ψεύτικων αυτών θεών.Άγιος Γεώργιος
Ο τύραννος Αυτοκράτωρ, εκτιμώντας την ένδοξη γενιά και την ανδρειοσύνη του Αγίου Γεωργίου στους πολέμους, άρχισε τα παρακάλια και τις υποσχέσεις να τον μεταπείσει. Μα ο 'Αγιος στέκεται σταθερός κι απαρασάλευτος, δυνατός σα διαμάντι, στη θρησκεία του Χριστού. Αρχίζουν οι απειλές, οι φοβέρες. Ο 'Αγιος τα καταφρονεί όλα. Χτυπούν τον 'Αγιο μ' ένα κοντάρι στην κοιλιά. Μα κατά θαυματουργικό τρόπο, ενώ έτρεξε αίμα πολύ από τη σάρκα του Αγίου, αυτός έμεινε ζωντανός και το κοντάρι λύγισε προς τα πίσω, για να μη διαπεράσει την αγιασμένη σάρκα του.
Από εκεί τον φέρνουν στα μεγαλύτερα μαρτύρια: τον δένουν γυμνό σε ένα τροχό, ο οποίος είχε γύρω του μπηγμένα μαχαίρια κοφτερά και τον κατρακυλούν σ' έναν κατήφορο. Κι ενώ το σώμα του Αγίου καταματώθηκε και κατατεμαχίστηκε, άγγελος Κυρίου στη στιγμή συναρμολόγησε τα κομμάτια του και παρουσιάστηκε πάλι ο 'Αγιος γερός, όπως πρώτα.
Βλέποντας τη θαυματουργούσα παρουσία του αληθινού Θεού, πολλοί από τους ειδωλολάτρες γύρισαν στην πίστη του Χριστού. Μα ο Διοκλητιανός δεν τους άφησε για πολύ να ζήσουν σε τούτο τον κόσμο. Τους αποκεφάλιζε αμέσως απ' το θυμό του. Την ίδια τύχη θα έχει αργότερα και η γυναίκα του η βασίλισσα Αλεξάνδρα, που βλέποντας τα θαύματα, ομολόγησε πως ο Χριστός είναι ο αληθινός θεός, και όχι τα είδωλα.
Και τα μαρτύρια του Αγίου Γεωργίου συνεχίζονται. Τον βάζουν μέσα σε ασβέστη που έβραζε κι εκείνος μένει ανέπαφος. Οι πιστοί προσεύχονται, άλλοι απ' τους ειδωλολάτρες κλονίζονται κι άλλοι προσεύχονται στον Χριστό. Παραγγέλνουν ένα ζευγάρι σιδερένια υποδήματα με καρφιά από μέσα κοκκινισμένα στη φωτιά. Τα φορούν στα πόδια του Αγίου και τον αναγκάζουν να τρέξει. Μα εκείνος δεν χρειάζεται καμιά ώθηση από τους στρατιώτες. Σπρώχνει μόνος του τον εαυτό του, λέγοντας: «Τρέχε Γεώργιε, τρέχε ίνα φθάσης το ποθούμενον!» Και παρακαλεί τον θεό να τον γιατρεύει και να του δίνει υπομονή ως το τέλος της ζωής του: «Κοίταξε από τους ουρανούς, Κύριε και ιδέ τον κόπον μου και άκουσον τους στεναγμούς του παιδευόμενου δούλου Σου, ότι επερίσσευσαν οι εχθροί μου και μίσος άδικον εμίσησάν με, δια το 'Αγιον Σου όνομα, αλλά ιάτρευσόν με, Δέσποτα, ότι εταράχθησαν τα κόκκαλά μου, και δός μου υπομονήν έως τέλους της ζωής μου, δια να μην ειπούν οι εχθροί μου, ότι με εξεδικήθησαν».
Σαν είδε ο αιμοβόρος τύραννος πως και τα σιδερένια πυρωμένα υποδήματα δεν έβλαψαν τον 'Αγιο, διέταξε να τον δέσουν και να τον δείρουν χειροδύναμοι στρατιώτες άσπλαχνα μέχρι θανάτου με ξερά βούνευρα. Όμως μάταια κουράστηκαν οι στρατιώτες. Ο στρατιώτης του Χριστού, ο «νοερός αδάμας της καρτερίας», έστεκε μπροστά του υγιέστατος. Η τυραννία του Διοκλητιανού περνούσε δύσκολες στιγμές. Κείνη την ώρα ο Μαγνέντιος, φίλος και σύμβουλος του αυτοκράτορα, θέλησε να πειράξει πνευματικά τον 'Αγιο, μια που τα σωματικά μαρτύρια δεν τον πείραζαν σε τίποτε.
Λέγει λοιπόν στον 'Αγιο Γεώργιο ν' αναστήσει, αν είναι αληθινός ο θεός του, ένα νεκρό που κείτονταν εκεί κοντά τους από τα παμπάλαια χρόνια πεθαμένος. Ο 'Αγιος γίνεται μια φωτεινή λαμπάδα τώρα, έτοιμος να καεί για να φωτίσει τους ειδωλολάτρες να πιστέψουν.Γονατίζει πάνω στον τάφο, σηκώνει το νου και τα χέρια του και προσεύχεται στον Θεό. Ώ θεία, ώ αγία πίστη του Αγίου Γεωργίου! Ο νεκρός ανοίγει τον τάφο του, ανασταίνεται, προσκυνάει τον 'Αγιο και δοξάζει τη δύναμη και τη θεότητα του Χριστού. Ο βασιλιάς και η σπείρα του τα \'χουν χαμένα. Ρωτούν τον αναστημένο νεκρό ποιος είναι κι αυτός τους αποκρίνεται πως ζούσε πριν ακόμη έρθει ο Χριστός στον κόσμο. Κι επειδή ήταν ειδωλολάτρης καιγόταν μέσα σε φωτιές τόσα χρόνια που ήταν πεθαμένος. Ο αναστημένος ήταν ένας δυνατός έλεγχος για την ειδωλολατρεία και κόσμος πολύς έρχονταν στην πίστη του Χριστού, γι' αυτό ο Αυτοκράτορας διέταξε να τον σκοτώσουν. Μαζί του κι ένας άλλος πρώην ειδωλολάτρης , που ο 'Αγιος του ανάστησε το νεκρό βόδι του, για να\' οργώνει το χωράφι του, μαρτύρησε κάτω από τα σπαθιά των απίστων.
Εκείνο, όμως, που έδωσε τη χαριστική βολή στον ειδωλολάτρη αυτοκράτορα και τράβηξε τους περισσότερους ειδωλολάτρες στη θρησκεία του Χριστού, ήταν η επίσκεψη του Αγίου στο ναό των ειδώλων, με την κρυφή ελπίδα του Μαγνετίου πως θα τον γυρίσει στη λατρεία των ειδώλων. Μπαίνοντας στο ναό ο 'Αγιος στάθηκε μπρος στο άγαλμα του Απόλλωνα και το ρώτησε αν ο Χριστός είναι Θεός κι αν πρέπει να Τον προσκυνούμε. Τότε ο δαίμονας που ήταν μέσα στο είδωλο κλαίγοντας σχεδόν και θρηνώντας αποκρίθηκε πως ο Χριστός είναι ο μόνος αληθινός Θεός! Και με το λόγο τούτο, σα να έγινε σεισμός κι ευθύς όλα τα είδωλα έπεσαν κάτω και συντρίφτηκαν. Και γέμισε ο τόπος από μαρμάρινα συντρίμματα των θεών, που δεν μπόρεσαν να σώσουν τον εαυτό τους από τον αφανισμό! Όρμησαν τότε πάνω του οι ιερείς των ειδώλων και τον πήγαν άρον-άρον στον αυτοκράτορα. Εκείνος έδωσε διαταγή να τους βγάλουν έξω από το κάστρο τον 'Αγιο και τη βασίλισσα Αλεξάνδρα, που έβριζε τον αυτοκράτορα και τα είδωλα και να τους αποκεφαλίσουν. Η βασίλισσα εξουθενωμένη, καθώς έκατσε στο δρόμο σ\' ένα έναν ξερόλιθο, παρέδωσε στον Κύριο την ψυχή της.
Ο 'Αγιος προχωρούσε. Και σαν έφτασε στον ορισμένο τόπο σήκωσε τ' αγιασμένα χέρια του και προσευχήθηκε μ\' αυτά τα λόγια: «Δοξασμένος να είσαι, Κύριε ο Θεός μου, ότι δεν με έδωκες εις κυνήγι εκείνων που με ζητούσαν, ούτε χαροποίησες τους εχθρούς μου κατεπάνω μου αλλά με γλίτωσες, ωσάν το πουλί από την παγίδα των κυνηγών και τώρα επακουσόν μου, Δέσποτα, 'Αγιε και προστάτευσόν με το δούλον Σου εις τούτην την ώρα την υστερινήν και γλύτωσε την ψυχήν μου από την πονηριά του κακού δαίμονος και των υπηρεσιών του και μην ενθυμηθής τα κακά που μου έκαναν οι εχθροί μου, συγχώρησε τους και δός τους ειρήνην και αγάπην και καθοδήγησέ τους εις το θέλημά Σου. Δέξου, Κύριε μου, και τη δική μου ψυχή και ανάπαυσέ την με τις ψυχές των Αγίων Σου• και εκείνους που επικαλούνται το όνομα μου για βοήθεια, χάρισέ τους τα αιτήματά των, ότι Σύ είσαι ευλογητός και δεδοξασμένος εις τους αιώνας. Αμήν». Και σκύβοντας πρόθυμα το λαιμό του, αποκεφαλίσθηκε από τους στρατιώτες και παρέδωσε στα χέρια του θεού το πνεύμα του. Το 'Αγιο Λείψανο του οι χριστιανοί το πήγαν στην Παλαιστίνη, όπου έκαμε άπειρα θαύματα, κι εκεί και σ\' όλο το χριστιανικό κόσμο, που καταφεύγει με πίστη στη χάρη του.
Γιάννης Μόραλης, ήταν Έλληνας ζωγράφος και επιφανέστερους καλλιτέχνες 20ου αιώνα
Γιάννης Μόραλης
Ο ζωγράφος Γιάννης Μόραλης υπήρξε ένας από τους επιφανέστερους Έλληνες καλλιτέχνες του 20ού αιώνα. (Άρτα, 23 Απριλίου 1916 – Αθήνα, 20 Δεκεμβρίου 2009)
Η εκλογή του στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και το διδακτικό του έργο εκεί για 35 συνεχή χρόνια (από τον Φεβρουάριο του 1948 έως τον Αύγουστο του 1983 συγκεκριμένα) αποδείχτηκε οπωσδήποτε αποφασιστικής σημασίας σε σχέση με μια σειρά από επιλογές και κατευθύνσεις της εικαστικής παραγωγής στην Ελλάδα τα χρόνια που ακολούθησαν.
Ο Γιάννης Μόραλης γεννήθηκε στην Άρτα, δεύτερο από τα τέσσερα παιδιά του Κωνσταντίνου Ι. Μόραλη και της Βασιλικής, το γένος Αναστασίου Μιχάλη. Η οικογένεια το 1922 εγκαταστάθηκε στην Πρέβεζα, όπου ο Κωνσταντίνος Μόραλης υπηρέτησε ως γυμνασιάρχης.
Από το 1927 εγκαθίστανται μόνιμα στην Αθήνα. Την ίδια χρονιά ο νεαρός Μόραλης, που έχει πάρει την απόφαση να γίνει ζωγράφος, αρχίζει να παρακολουθεί το "κυριακάτικο μάθημα" στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Εκεί γνωρίζει τον Νίκο Νικολάου.
Το 1931 είναι η χρονιά κατά την οποία προετοιμάζεται για τις εισαγωγικές εξετάσεις στην ΑΣΚΤ κοντά στο μετέπειτα γαμπρό του, ζωγράφο Γιάννη Γεωργόπουλο. Επιτυγχάνει και εγγράφεται στο Προπαρασκευαστικό τμήμα με καθηγητή τον Δημήτριο Γερανιώτη. Γνωρίζεται τότε με τον Γιάννη Τσαρούχη και τον Χρήστο Καπράλο και ξανασυναντά τον Νικολάου.
Ο Μόραλης είναι μεταξύ των σπουδαστών που ο Κωνσταντίνος Παρθένης επιλέγει για το εργαστήριό του. «Εκεί επικρατούσε μια πολύ αυστηρή ατμόσφαιρα. Άμα τον ρωτούσα κάτι, απαντούσε: «Αυτό που σας είπα».
Ήταν πολύ σχολαστικά εκεί μέσα, κάθισα μόνο δυο μήνες και μετά πήγα στον Ουμβέρτο Αργυρό. Όλη η παρέα – Νικολάου, Καπράλος κτλ. ήταν εκεί. Ο Αργυρός ήταν «Ελευθέρα Κέρκυρα», σ’ άφηνε να κάνεις ό,τι θέλεις! Να φανταστείς ότι δούλευα με στρογγυλά πινέλα και δεν χρησιμοποιούσα άσπρο, αλλά jaune de Naples. Είχα απόλυτη ελευθερία».
Έναν χρόνο αργότερα, το 1932, ο Δ. Κόκκινος δημοσιεύει στο περιοδικό Νέα Εστία (1/8/1932) την πρώτη ενθουσιώδη κριτική για «τον νεαρό κ. Βόραλη», όπως επιμένει να τον αποκαλεί στο άρθρο, με αφορμή την έκθεση των μαθητών της ΑΣΚΤ. Ο Γιάννης Μόραλης είναι τότε 16 μόνο ετών.
Την ίδια εποχή αρχίζει να παρακολουθεί το νέο εργαστήριο χαρακτικής του Γιάννη Κεφαλληνού, με συμφοιτητές τους Τάσσο, (Γιώργη) Δήμου, (Κωνσταντίνο) Ντάκο και (Μωυσή) Ραφαήλ.
«Ήμουν από τους πρώτους μαθητές του. Επί τέσσερα χρόνια φοιτούσα τα απογεύματα στο εργαστήριό του. Νεοφερμένος από το Παρίσι (1932), ωραίος, μορφωμένος, κοσμοπολίτης, ο Κεφαλληνός ήταν για μένα πατέρας, δάσκαλος και φίλος».
Από την ΑΣΚΤ θα αποφοιτήσει το 1936 και λίγο αργότερα θα συμμετέχει στην Έκθεση Ελληνικής Χαρακτικής στην Τσεχοσλοβακία (το κείμενο του καταλόγου υπογράφει ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου). Το 1937 πεθαίνει ο πατέρας του σε τροχαίο ατύχημα.
Τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς αναχωρούν για τη Ρώμη με τον Νίκο Νικολάου. Θα μοιραστούν την υποτροφία που κέρδισε ο Μόραλης στον διαγωνισμό της Ακαδημίας Αθηνών (κληροδότημα Ουρανίας Κωνσταντινίδου) για σπουδές ψηφοθετικής στο εξωτερικό.
Αυτή ήταν η φιλική τους συμφωνία, να φύγουν μαζί στο εξωτερικό για σπουδές, όποιος κι αν κέρδιζε την υποτροφία.
Στην Ιταλία θα μείνει μέχρι τον Νοέμβριο του 1937, οπότε και εγκαθίσταται στο Παρίσι. Παρακολουθεί μαθήματα ζωγραφικής κοντά στον Charles Guerain και τοιχογραφίας στο εργαστήριο του Ducos de l’Haille.
Παράλληλα, στη Σχολή Τεχνών και Επαγγελμάτων (Αrts et Metiers) διδάσκεται ψηφοθετική κοντά στον Henri-Marcel Magne, σύμφωνα με τους όρους της υποτροφίας του.
Με την κήρυξη του Πολέμου αναγκάζεται, όπως οι περισσότεροι σπουδαστές, να εγκαταλείψει τις σπουδές του στο Παρίσι και να επιστρέψει εσπευσμένα στην Ελλάδα.
Το 1940 εκθέτει μια σειρά χαρακτικών με την ομάδα «Ελεύθεροι Καλλιτέχναι» στον Πειραιά – ο ίδιος μάλιστα θα φιλοτεχνήσει και το εξώφυλλο του καταλόγου.
Την άνοιξη κατατάσσεται στο στρατό και υπηρετεί τη θητεία του, ενώ συμμετέχει και στην τελευταία προπολεμική Πανελλήνια Έκθεση στο Ζάππειο, όπου και αποσπά το χάλκινο μετάλλιο.
Εκεί θα εκθέσει, μεταξύ άλλων, τα ευρισκόμενα στις συλλογές της Εθνικής Πινακοθήκης-Μουσείου Αλέξανδρου Σούτζου σήμερα έργα: Γυμνό (Π.7687), Προσωπογραφία του ζωγράφου Θεοδόσιου Χριστοδούλου (Π.7695), Ο ζωγράφος με τον Νίκο Νικολάου (Κ.559) και Στον υπαίθριο φωτογράφο (Π.7682).
Το 1941 παντρεύεται τη Μαρία Ρουσέν -εγκαθίστανται στο Κολωνάκι, ενώ τους θερινούς μήνες ζουν στο σπίτι της στην Κηφισιά. Τα χρόνια της Κατοχής ο Μόραλης ασχολείται εντατικά με την προσωπογραφία, ώστε να εξασφαλίζει κάποιο σταθερό εισόδημα φιλοτεχνώντας πορτρέτα κατά παραγγελία. Εξακολουθεί επίσης να ασχολείται με τη χαρακτική.
Με τη Ρουσέν θα χωρίσει το 1945 και δύο χρόνια αργότερα θα παντρευτεί τη γλύπτρια Αγλαΐα Λυμπεράκη, με την οποία θα παραμείνουν παντρεμένοι μέχρι το 1955 -μαζί της θα αποκτήσει έναν γιο, τον Κωνσταντίνο. Την ίδια χρονιά (το 1947 δηλαδή) εκλέγεται τακτικός καθηγητής της Προπαρασκευαστικής τάξης στην ΑΣΚΤ και ξεκινά να διδάσκει από τον Φεβρουάριο του επόμενου χρόνου.
Στην πρώτη μετά τον πόλεμο Πανελλήνια Έκθεση, το 1948, εκθέτει τα (σήμερα στις συλλογές της ΕΠΜΑΣ) έργα: Έγκυος γυναίκα (Π.7694), Δύο φίλες (Π.7693) -όπου εικονίζεται η Αγλαΐα Λυμπεράκη μόνη και με τη Ναταλία Μελά-, Ο ζωγράφος με τη γυναίκα του (Π.7688) -όπου εικονίζεται ο ίδιος με την πρώτη του γυναίκα- και Το Τραπέζι (Π.7692).
Το 1949 ιδρύεται η ομάδα «Αρμός» και συσπειρώνει καλλιτέχνες όπως οι Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας (πρόεδρος), Γιάννης Τσαρούχης και Γιάννης Μόραλης (αντιπρόεδροι), Λιλή Αρλιώτη (γραμματέας), Νίκος Νικολάου (ταμίας), Νέλλη Ανδρικοπούλου, Καίτη Αντύπα, Μαριλένα Αραβαντινού, Μίνως Αργυράκης, Έλλη Βοΐλα, Ανδρέας Βουρλούμης, Νίκος Γεωργιάδης, Γεώργιος Γεωργίου, Νίκος Εγγονόπουλος, Μπούμπα (Αγλαΐα) Λυμπεράκη-Μόραλη (δεύτερη σύζυγος του Μόραλη, μητέρα του Κωνσταντίνου), Μαργαρίτα Λυμπεράκη, Γιώργος Μανουσάκης, Γιώργος Μαυροΐδης, Ναταλία Μελά-Κωνσταντινίδη, Κλέαρχος Λουκόπουλος, Μανώλης Νουκάκης, Κοσμάς Ξενάκης, Ελένη Σταθοπούλου, Παναγιώτης Τέτσης, Βάσος Φαληρέας.
Ο Μόραλης συμμετέχει στην 1η έκθεση της ομάδας στο Ζάππειο (10/12/1949-25/1/1950). Στη συνέχεια η έκθεση μεταφέρεται στη Θεσσαλονίκη.
Το 1951 είναι η χρονιά κατά την οποία ξεκινούν δύο ιδιαίτερα γόνιμες συνεργασίες για τον Γιάννη Μόραλη. Η πρώτη, όταν αναλαμβάνει να φιλοτεχνήσει τα σκηνικά και τα κοστούμια για το μπαλέτο Έξι λαϊκές ζωγραφιές, που παρουσιάζει το Ελληνικό Χορόδραμα, σε χορογραφία Ραλλούς Μάνου και μουσική Μάνου Χατζιδάκι (με το Χορόδραμα ο Μόραλης θα συνεργασθεί για δεκαπέντε περίπου χρόνια).
Η γυναικεία φιγούρα στις Έξι λαϊκές ζωγραφιές βασίζεται στην ανάμνηση και τα διδάγματα του έργου Στον υπαίθριο φωτογράφο (ΕΠΜΑΣ, Π.7682).
Η δεύτερη συνεργασία εγκαινιάζεται όταν φιλοτεχνεί το εξώφυλλο και την προμετωπίδα για το βιβλίο του Ηλία Τσουκαλά, Υποβρύχιον Υ1 Β.Π. Κατσώνης, Ίκαρος, Αθήνα 1951. Με τις εκδόσεις Ίκαρος ο Γιάννης Μόραλης θα συνεργάζεται ουσιαστικά μέχρι το τέλος της ζωής του.
To 1952 συμμετέχει στην Πανελλήνια Έκθεση στο Ζάππειο, με τα έργα Γυμνό (ίσως το ευρισκόμενο στις συλλογές της ΕΠΜΑΣ έργο με αριθμό Π.5138) και Μορφή (ΕΠΜΑΣ, Π. 7689) μεταξύ άλλων, και στην έκθεση της Ομάδας «Αρμός» από τον Δεκέμβριο έως τον Ιανουάριο του 1953.
H φωτογραφία των μεγάλων γυναικείων γυμνών του (ΕΠΜΑΣ, Π. 7690), που θα δημοσιεύσει η εφημερίδα της Αριστεράς Αλλαγή, στο πλαίσιο της τεχνοκριτικής στήλης της Μίνας Ζωγράφου-Μεραναίου στις 18/12/1952, θα προκαλέσει τη μήνυση του εισαγγελέα, ύστερα από καταγγελία της Γενικής Ασφάλειας.
Στο πλαίσιο της ίδιας έκθεσης είχε προηγηθεί η αφαίρεση «κατόπιν επεμβάσεως της Αστυνομίας» ενός έργου του Τσαρούχη, που κρίθηκε άσεμνο, καθώς παρίστανε «έναν άνδρα ολόγυμνο στο κρεββάτι και απέναντί του καθισμένον ένα ναύτη».
Αργότερα, μέσα στο 1953, ο Μόραλης επισκέπτεται τη Ρωσία, ως προσκεκλημένος της Ρωσικής Κυβέρνησης, μαζί με εκπροσώπους της πνευματικής και της πολιτικής ζωής από την Ελλάδα και την Ευρώπη.
Την επόμενη χρονιά ξεκινά η επίσης πολυετής συνεργασία του με το Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν, καθώς σχεδιάζει τα σκηνικά και τα κοστούμια για την παράσταση Γυμνές μάσκες, τέσσερα μονόπρακτα του Πιραντέλο.
Ο Μόραλης εκλέγεται τακτικός καθηγητής του Εργαστηρίου Ζωγραφικής στην ΑΣΚΤ το 1957. Τότε αρχίζει και η συνεργασία του με το Εθνικό Θέατρο (το 1957 συγκεκριμένα φιλοτεχνεί τα σκηνικά και τα κοστούμια για το έργο του Παντελή Πρεβελάκη, Τα χέρια του ζωντανού Θεού, σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού).
Το 1958 μαζί με τον Γιάννη Τσαρούχη και τον γλύπτη Αντώνη Σώχο αντιπροσωπεύει την Ελλάδα στην Μπιενάλε της Βενετίας. Την επιμέλεια του ελληνικού περιπτέρου έχει τότε ο Τ. Σπητέρης. Μόραλης και Τσαρούχης, σε μια Μπιενάλε όπου η κυριαρχία της αφαίρεσης είναι εμφανής, θα προκαλέσουν το ενδιαφέρον του Gio Ponti με την παραστατική, ανθρωποκεντρική ζωγραφική τους.
Στην Μπιενάλε ο Μόραλης θα δείξει ζωγραφικά έργα [μεταξύ αυτών τα έργα που προαναφέρθηκαν, καθώς και άλλα που επίσης βρίσκονται στις συλλογές της ΕΠΜΑΣ: Δύο φίλες (Π.7693), Το τραπέζι (Π.7692), Έγκυος γυναίκα (Π.7694), Σύνθεση Α (Π.7691), Μορφή (Π.7684), Μορφή (Π.7689), Μορφή (Π.7690)], μελέτες για σκηνικά και κοστούμια, σχέδια και λιθογραφίες.
Το Δημοτικό Μουσείο του Τορίνο θα αγοράσει τη σύνθεση Εσωτερικό (1955, λάδι σε μουσαμά, 1.31 x 1.30 μ.)
Είναι εντυπωσιακό ότι η πρώτη ατομική έκθεση του Μόραλη οργανώνεται μόλις το 1959, ενώ η επαγγελματική του σταδιοδρομία έχει ήδη σημαντικά εξελιχθεί. Λαμβάνει χώρα στην αίθουσα εκθέσεων Αρμός, στην οδό Ηρακλείτου 21, στην Δεξαμενή στο Κολωνάκι. Τα έργα που εκτίθενται είναι σε σημαντικό βαθμό εκείνα με τα οποία τον προηγούμενο χρόνο ο Μόραλης συμμετείχε στην Μπιενάλε της Βενετίας.
Μέσα στο 1959 θα του ανατεθεί επίσης από τους αρχιτέκτονες Βασιλειάδη, Βουρέκα και Στάικο, η μελέτη για τη διακόσμηση των εξωτερικών τοίχων της ΒΔ και ΝΑ πλευράς του ξενοδοχείου Χίλτον στην Αθήνα (η εγχάρακτη σε γιαννιώτικο μάρμαρο σύνθεση ολοκληρώνεται το 1962, οπότε και γίνονται τα εγκαίνια του ξενοδοχείου). Από τότε συνεργάζεται με έλληνες και ξένους αρχιτέκτονες, όπως ο Sir Basil Spencer και Antony Blee, για τη διακόσμηση κατοικιών και κτιρίων δημόσιου χαρακτήρα.
Τότε φιλοτεχνεί και την προμετωπίδα της ποιητικής σύνθεσης του Οδυσσέα Ελύτη, Άξιον Εστί, για τον εκδοτικό οίκο Ίκαρος. Συνεργαζόμενος σταθερά με τον Ίκαρο, την επόμενη χρονιά ο Μόραλης θα φιλοτεχνήσει και την προμετωπίδα για την ποιητική σύνθεση, επίσης του Οδυσσέα Ελύτη, Έξι και μία τύψεις για τον ουρανό.
Η δεκαετία του 1960 ξεκινά για τον Μόραλη με μια σειρά από -ενταγμένες στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό- συνθέσεις φιλοτεχνημένες για τα ξενοδοχεία του ΕΟΤ στη Φλώρινα, το εστιατόριο Ωκεανίς στη Βουλιαγμένη, τα περίπτερα του ΟΛΠ στην ακτή Καραϊσκάκη στον Πειραιά, και το Μον Παρνές στην Πάρνηθα.
Ειδικά στο Μον Παρνές γνωρίζουμε πως ο Μόραλης, μαζί με τους Γιάννη Τσαρούχη και Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα, είχαν αναλάβει συνολικότερα συμβουλευτικό ρόλο σε σχέση με τα διακοσμητικά ζητήματα, σε συνεργασία ασφαλώς με τον αρχιτέκτονα του ξενοδοχείου Παύλο Μυλωνά.
Το 1962, εκτός από τα δύο εξωτερικά τοιχία και το μωσαϊκό της αυλής, ο Γιάννης Μόραλης φιλοτεχνεί και τις κεραμικές συνθέσεις στο περίπτερο του ΕΟΤ Διόνυσος, στου Φιλοπάππου. Τότε ξεκινά η συνεργασία του με την κεραμίστρια Ελένη Βερναρδάκη, που θα διαρκέσει μέχρι το τέλος της ζωής του. Την ίδια χρονιά φιλοτεχνεί και την προμετωπίδα της ποιητικής σύνθεσης του Οδυσσέα Ελύτη, Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας, για τις εκδόσεις Ίκαρος.
Η δεύτερη ατομική του έκθεση θα πραγματοποιηθεί το 1963 στην αίθουσα τέχνης του ξενοδοχείου Χίλτον. Σε αυτή θα παρουσιάσει τη δουλειά των τριών τελευταίων χρόνων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκαλεί η σειρά των Επιτύμβιων συνθέσεων, που μετέπειτα θα δωρήσει στην Εθνική Πινακοθήκη (Π.7699, Π.7700, Π.7701, Π.7702, Π.7703, Π.7704). Ανάμεσα στα έργα της έκθεσης, που επίσης θα αποτελέσουν τμήμα της δωρεάς του προς την Πινακοθήκη, και τα: Γυμνό, 1962 (Π.2702), Νέα γυναίκα, 1962 (Π.7696) και Ανάμνηση, 1963 (Π.7698).
Το 1965 του απονέμεται από τον Βασιλιά Κωνσταντίνο ο Ταξιάρχης του Φοίνικα, ενώ είναι και η χρονιά στη διάρκεια της οποίας φιλοτεχνεί δέκα συνθέσεις που παρεμβάλλονται μεταξύ των ποιημάτων, στη συλλογή Ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη, των εκδόσεων Ίκαρος. Επίσης συμμετέχει στην έκθεση Διακοσμητικά υφαντά τοίχου σε σχέδια Ελλήνων ζωγράφων, στην Αίθουσα Τέχνης Αθηνών –Χίλτον και πάλι, και στην Μπιενάλε Ταπισερί της Λοζάνης.
Μέσα στην ίδια δεκαετία, το 1964 και το 1968 αντίστοιχα, φιλοτεχνεί τα κοστούμια για τις Ικέτιδες του Αισχύλου, σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού (παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Επιδαύρου) καθώς και τα σκηνικά και τα κοστούμια της παράστασης Οιδίπους Τύραννος, που παρουσίασε το Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν στο Aldwych Theatre του Λονδίνου, στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Φεστιβάλ Θεάτρου.
Με την τρίτη ατομική του έκθεση το 1972 στη Γκαλερί Ιόλα-Ζουμπουλάκη, ο Γιάννης Μόραλης εγκαινιάζει άλλη μία μακρά συνεργασία. Η ζωγραφική του στο εξής θα πειραματίζεται στο επίπεδο της φόρμας με αυτό το «ολιγοψήφιο αλφάβητο», για το οποίο τόσο εύστοχα έκανε λόγο ο Οδυσσέας Ελύτης στο εισαγωγικό κείμενο του καταλόγου. Σε αυτή την έκθεση παρουσίασε μία άλλη ιδιαίτερη σειρά συνθέσεών του, τα Επιθαλάμια. Το 1972 συμμετέχει επίσης για δεύτερη φορά στην Μπιενάλε Ταπισερί της Λοζάνης, ενώ την επόμενη χρονιά παίρνει μέρος στη Διεθνή Έκθεση Χειροτεχνίας στο Μόναχο και βραβεύεται με χρυσό μετάλλιο (ταπισερί).
Το 1978 πραγματοποιεί την τέταρτη ατομική έκθεση στην Γκαλερί Ζουμπουλάκη. Μια μεγάλη ενότητα έργων, που έχουν κατά κύριο λόγο φιλοτεχνηθεί στην Αίγινα, φέρει τον τίτλο Πανσέληνος. Ακόμη, συμμετέχει στη διεθνή έκθεση Seconde rencontre internationale d’art contemporain, στο Grand Palais στο Παρίσι, μαζί με 22 άλλους έλληνες ζωγράφους και γλύπτες που επέλεξε η Εθνική Πινακοθήκη.
Το 1979 του απονέμεται το Αριστείο Τεχνών από την Ακαδημία Αθηνών.
Μέσα στη δεκαετία του 1980 θα πραγματοποιήσει άλλη μία ατομική έκθεση (1983) στην Γκαλερί Ζουμπουλάκη (μεταξύ των έργων της έκθεσης αυτής και το Ερωτικό, 1982 (Π.6794), το οποίο απέκτησε η Εθνική Πινακοθήκη -θα ακολουθήσει σειρά ατομικών εκθέσεων στην ίδια γκαλερί τα επόμενα χρόνια: 1992, 1997, 2002, 2004, 2006. Μεταξύ των έργων της έκθεσης αυτής και το Ερωτικό, 1982 (Π.6794), έργο που απέκτησε η Εθνική Πινακοθήκη. Στις 31 Αυγούστου του ίδιου χρόνου αποχωρεί από την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, μετά από τριάντα έξι χρόνια συνεχούς διδασκαλίας.
Το 1985 φιλοτεχνεί την κεραμική σύνθεση για το Δημαρχιακό Μέγαρο Αθηνών. Το 1988 οργανώνεται η αναδρομική του έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη. Με την ευκαιρία της έκθεσης αυτής, ο Όμιλος Εταιρειών της Εμπορικής Τράπεζας εκδίδει έναν τόμο, σε επιμέλεια Βασίλη Φωτόπουλου, με όλο σχεδόν το μέχρι τότε έργο του. Την ίδια χρονιά, ο Γιάννης Μόραλης πραγματοποιεί τη μεγάλη του δωρεά προς την Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου.
Το 1996 παντρεύεται την Ιωάννα Βασσάλου. Την ίδια χρονιά πραγματοποιείται αναδρομική έκθεση στην Ακαδημία Αθηνών με έργα της Εθνικής Πινακοθήκης (επιμέλεια: Χρύσανθος Χρήστου). Το 1998 του απονέμεται ο Ταξιάρχης της Τιμής από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Το 2000 συμμετέχει στην έκθεση Κλασικές Μνήμες στη Σύγχρονη Ελληνική Τέχνη, που οργανώθηκε από την Εθνική Πινακοθήκη και το Ίδρυμα Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης στο Olympic Towers της Νέας Υόρκης (καθώς και στις επόμενες εκδοχές της έκθεσης σε Κωνσταντινούπολη, Πεκίνο, Βιέννη και Αθήνα).
Την επόμενη χρονιά (2001) πραγματοποιείται έκθεση έργων του στο Μουσείο Μπενάκη με τίτλο, Γιάννης Μόραλης. Άγγελοι, μουσική, ποίηση. Στη συνοδευτική έκδοση δημοσιεύεται η εκτενής συζήτησή του με την επιμελήτρια της έκθεσης, Φανή-Μαρία Τσιγκάκου.
Το 2005 πραγματοποιεί αναδρομική έκθεση στην Ερμούπολη της Σύρου και επίσης η έκθεση του 2001 στο Μουσείο Μπενάκη παρουσιάζεται στον Πύργο Μπαζαίου στη Νάξο, υπό τον τίτλο Γιάννης Μόραλης. Θέατρο, μουσική, ποίηση. Η ίδια έκθεση θα παρουσιαστεί τον επόμενο χρόνο (2006) στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στη Θεσσαλονίκη. Το 2006 επίσης παρουσιάζεται στο 8ο Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και στο Τμήμα Ταινιών Τεκμηρίωσης του 47ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης η ταινία Γιάννης Μόραλης του Στέλιου Χαραλαμπόπουλου (Βραβείο Διεθνούς Ένωσης Κριτικών [FIPRESCI] στο 8ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης).
Δύο χρόνια αργότερα (2008) ακολουθούν η έκθεση-αφιέρωμα με τίτλο Ι. Μόραλης. Μια ανίχνευση, στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή στην Άνδρο καθώς και η έκθεση του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης με τίτλο, Γιάννης Μόραλης. Σχέδια 1934-1994.
Το 2011 πραγματοποιήθηκε στο Μουσείο Μπενάκη (Μάρτιος-Απρίλιος) η έκθεση με τίτλο Γιάννης Μόραλης. Αρχιτεκτονικές συνθέσεις, και στην Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλέξανδρου Σούτζου η έκθεση Τιμή στον Γιάννη Μόραλη (Μάιος-Αύγουστος).
Ο Γιάννης Μόραλης πέθανε στην Αθήνα, στις 20 Δεκεμβρίου του 2009.
Ερρίκος Ίψεν, ήταν Νορβηγός θεατρικός συγγραφέας, σκηνοθέτης και ηθοποιός
Ερρίκος Ίψεν
Ο Ερρίκος Ίψεν ήταν Νορβηγός θεατρικός συγγραφέας, σκηνοθέτης και ηθοποιός, ένας από τους πρωτοπόρους της σύγχρονης ευρωπαϊκής δραματουργίας. (Henrik Ibsen, 20 Μαρτίου 1828 - 23 Μαΐου 1906)
Δεύτερο παιδί μιας εύπορης οικογένειας εγκαταστημένης στο λιμάνι Skien, ο Ίψεν έζησε, μετά την πτώχευση της πατρικής επιχείρησης και τη μετακίνηση της οικογένειας του στο γειτονικό Vernstpop, δύσκολα παιδικά και εφηβικά χρόνια.
Οικογένεια και νεανικά χρόνια
Ο Ερρίκος Ίψεν γεννήθηκε στην μικρή πόλη Skien, με γονείς τους Knud Ibsen και την Marichen Altenburg. “Οι γονείς μου και από τις δύο πλευρές ήταν μέλη των πιο διάσημων οικογενειών της Skien” γράφει ο ίδιος σε ένα γράμμα του προς τον κριτικό Georg Brandes το 1882.
Η μητέρα της Marichen και ο πατριός του Knud ήταν αδέλφια, και οι γονείς του Ερρίκου είχαν μεγαλώσει μαζί και πρακτικά ανατραφεί σαν αδέλφια. Η Μarichen Altenburg θεωρούνταν καλή νύφη, ήταν κόρη ενός από τους πλουσιότερους εμπόρους της Skien. Ο πατέρας του Ερρίκου προέρχονταν από μια μακριά γραμμή καπετάνιων, αλλά ο ίδιος αποφάσισε να γίνει έμπορος.
Ο γάμος του με την Marichen ήταν ένα “υπέροχο οικογενειακό προξενιό”. Όταν ο Ερρίκος ήταν επτά ετών, η τύχη του πατέρα του άλλαξε προς το χειρότερο, η οικογένεια έχασε την περιουσία της και αναγκάστηκε να μετακομίσει μόνιμα σε ένα μικρό εξοχικό σπίτι στο Ventop, έξω από την πόλη. Η χρεοκοπία του έκανε τον Knud Ibsen έναν δύσκολο και πικραμένο άντρα, ο οποίος στράφηκε στον αλκοολισμό, και η Marichen στράφηκε στην εκκλησία. Η οικογένεια Ίψεν τελικά μετακόμισε σε ένα σπίτι στην πόλη Snipetorp, που ανήκε στον ετεροθαλή αδελφό του Knud, τον πλούσιο τραπεζίτη και ιδιοκτήτη πλοίων Christopher Blom Paus.
Η χρεοκοπία και η ταξική πτώση της οικογένειας έπαιξαν μεγάλο ρόλο στο μετέπειτα έργο του Ίψεν. Οι χαρακτήρες στα έργα του συχνά καθρεφτίζουν τους γονείς του, και τα θέματα του συχνά ασχολούνται με θέματα οικονομικών δυσκολιών, καθώς και ηθικές συγκρούσεις που προέρχονται από σκοτεινά μυστικά κρυφά από την κοινωνία.
Στην ηλικία των δεκαπέντε, ο Ίψεν αναγκάστηκε να αφήσει το σχολείο. Μετακόμισε στην μικρή πόλη Grimstad για να γίνει βοηθός φαρμακοποιού. Προκειμένου να ξεφύγει από την ανιαρή ζωή του Grimstad αρχίζει να διαβάζει και να γράφει. Το 1846, όταν ο Ερρίκος ήταν σε ηλικία 18 χρονών, απόκτησε ένα νόθο παιδί με μια υπηρέτρια, το οποίο αργότερα αναγνώρισε χωρίς όμως ποτέ να γνωρίσει. Η ιστορία του νόθου γιου του πιθανολογείται πως ήταν και η αιτία που διέκοψε κάθε σχέση με την οικογένεια του. Ο Ερρίκος Ίψεν δεν συνάντησε ποτέ ξανά τον πατέρα του, ενώ είδε την μητέρα του μόνο μια φορά ξανά πριν πεθάνει. Διατηρούσε αλληλογραφία μόνο με μία από τις αδελφές του.
Το 1850, ο Ίψεν μετακόμισε στην Χριστιανία (αργότερα μετονομάστηκε σε Όσλο) με σκοπό να μπει στο πανεπιστήμιο. Σύντομα εγκατέλειψε αυτό το σχέδιο, όταν κόπηκε στις εισαγωγικές εξετάσεις, αποτυγχάνοντας στο μάθημα των αρχαίων ελληνικών. Την ίδια περίοδο αρχίζει να γράφει σε εφημερίδες και έρχεται σε επαφή με τον μικρό λογοτεχνικό κύκλο της Νορβηγίας της εποχής.
Η Ζωή του
Σύντομα μετακομίζει στο Μπέργκεν όπου περνά τα επόμενα χρόνια δουλεύοντας στο Det norske Theater, όπου είχε αυξημένες αρμοδιότητες και συμμετείχε στην παραγωγή 145 έργων ως συγγραφέας, σκηνοθέτης, δραματολόγος και παραγωγός. Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου δεσμεύονταν από το θέατρο βάση συμβολαίου, να γράφει ένα έργο το χρόνο για να ανεβαίνει στο συγκεκριμένο θέατρο. Το 1858 επιστρέφει στην Χριστιανία και γίνεται ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Θεάτρου της Χριστιανίας, ενώ ασχολείται και με τη ζωγραφική. Την ίδια χρονιά νυμφεύεται την Suzannah Thoresen, η οποία θα γίνει και μητέρα του γιου του Sigurd (1859).
Η σύζυγός του θα τον στηρίξει συναισθηματικά και θα τον ενισχύσει στη σταδιοδρομία του, πείθοντάς τον να αφοσιωθεί αποκλειστικά στη θεατρική τέχνη. Το ζευγάρι έζησε υπό δύσκολες οικονομικές καταστάσεις και σταδιακά ο Ίψεν έγινε πολύ απογοητευμένος από την ζωή στην Νορβηγία.
Το 1864, εγκαταλείπει την Χριστιανία και πηγαίνει στο Σορέντο της Ιταλίας. Αρχικά φεύγει για ένα χρόνο, αλλά τελικά κάνει 27 χρόνια να επιστρέψει στην πατρίδα του, εργαζόμενος κυρίως στη Νότιο Ιταλία και τη Γερμανία.
Εκεί, ο Ίψεν καταξιώνεται πλέον σαν καλλιτέχνης και τελικά γυρίζει στην πατρίδα του το 1895, όπου και συγγράφει τα δυο τελευταία του έργα. Τότε, μπόρεσε να ορθοποδήσει οικονομικά, αγοράζοντας ένα πολύ ακριβό σπίτι απέναντι από τα ανάκτορα του Όσλο, το οποίο σήμερα έχει μετατραπεί σε μουσείο και δέχεται καθημερινά πολλούς επισκέπτες.
Ο Ίψεν είχε μια αμφιλεγόμενη σχέση με τον πλούτο, κάτι που αποδεικνύεται και από τη διακόσμηση αυτού του σπιτιού, η οποία διατηρείται στο ακέραιο έως σήμερα. Συνήθιζε επίσης να κάνει καθημερινούς περιπάτους, αλλά δεν επεδίωκε την επαφή με το κοινό (ήταν εσωστρεφής) και τον ενδιέφερε η μελέτη των ανθρωπίνων αντιδράσεων και συμπεριφορών. Διατηρούσε φιλικές σχέσεις αλλά και συχνή αλληλογραφία με αρκετές νεαρές κοπέλες, χωρίς ποτέ να αποδειχθεί κάποιο ίχνος απιστίας του σε αυτές. Έπινε σχεδόν σε καθημερινή βάση τη μπύρα του στο γνωστό στέκι της πόλης του Όσλο "Grand Cafe", του πολυτελούς ξενοδοχείου "Grand Hotel". Τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του υπέφερε από σοβαρά προβλήματα υγείας, αφού είχε υποστεί αλλεπάλληλα εγκεφαλικά επεισόδια και ήταν πια ανήμπορος να δημιουργήσει.
Χαρακτηριστικά της τεχνοτροπίας του
Τον Ίψεν χαρακτηρίζει η έντονη διάθεση να θίξει ευαίσθητα θέματα της εποχής του, όπως τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία, το κόστος που συνεπάγεται η προσπάθεια διατήρησης του πλούτου και του κοινωνικού status, καθώς και ζητήματα ηθικής τάξης.
Έργα
Σε ηλικία μόλις 20 ετών έγραψε το πρώτο του δράμα Catilina ("Κατιλίνας", 1848). Ακολούθησε μία τεράστια δραματική παραγωγή:
Kj?mpehoien ("Ο λίθινος τάφος", 1850)
Norma (1851)
Sancthansnatten ("Η νύχτα του Αγίου Ιωάννη", 1853)
Fru Inger til Ostrat ("? λαίδη Ίνγκερ στο ?στροτ", 1855)
Gildet paa Solhoug ("Η γιορτή στο Σολχάουγκ", 1856)
Olaf Liljekrans ("Όλαφ Λίλιεκρανς", 1856)
Hoermoendene paa Helgelad ("Τα παλληκάρια του Χέλγκελαντ", 1858)
Kongs-Emnerne ("Οι μνηστήρες του θρόνου", 1862)
Kj?rlighedens Komedie ("Η κωμωδία του έρωτα", 1864)
Brand ("Μπραντ", 1866)
Peer Gynt ("Πέερ Γκιντ", 1867), με περίφημη μουσική επένδυση του Edvard Grieg (Έντβαρντ Γκρηγκ)
De unges Forbund ("Ο σύνδεσμος των νέων", 1869)
Kejser og Galil?er ("Ο αυτοκράτορας και ο Γαλιλαίος", 1873, έργο σε 10 πράξεις) που αναφέρεται στον Ιουλιανό τον παραβάτη και τη σύγκρουση παγανισμού και χριστιανισμού. ISBN 960-248-180-3
Samfundets Stotter ("Τα στηρίγματα της κοινωνίας", 1877)
Et Dukkehjem ("Το σπίτι της κούκλας", 1879)
Gengangere ("Βρυκόλακες", 1881) ISBN 960-248-230-3
En Folkefiende ("Ο εχθρός του λαού", 1882)
Vildanden ("Αγριόπαπια", 1884)
Rosmersholm ("Ρόσμερσχολμ", 1886)
Fruen fra Havet ("Η Κυρά της θάλασσας", 1888) ISBN 960-270-218-4
Hedda Gabler ("Έντα Γκάμπλερ", 1890)
Byrgmester Solness ("Αρχιμάστορας Σόλνες", 1892)
Lille Eyolf ("Ο μικρός Έγιολφ", 1894)
John Gabriel Borkman ("Ιωάννης Γαβριήλ Μπόρκμαν", 1896)
Nar vi dode vagner ("Όταν ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί", 1899)
Ελληνικές μεταφράσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
"Χέντα Γκάμπλερ" : Βασίλης Παπαγεωργίου ("Σαιξπηρικόν")
"Η γιορτή στο Σολχάουγκ" : Λέων Κουκούλας (";")
"Τα παλληκάρια του Χέλγκελαντ" : Φέλιξ Ντιτζόρτζιο ("Δωδώνη")
"Οι μνηστήρες του θρόνου" : Καίτη Κάστρο ("Δωδώνη")
"Πέερ Γκιντ" : Όμηρος Μπεκές ("Δωδώνη")
"Το σπίτι της κούκλας" : Λέων Κουκούλας ("Γκοβόστης")
"Βρυκόλακες" : Γ.Πολίτης ("Δωδώνη")
"Ο εχθρός του λαού" : Πέλος Κατσέλης ("Δωδώνη")
"Αγριόπαπια" : Βασίλης Δασκαλάκης ("Δωδώνη")
"Η Κυρά της θάλασσας" : Λέων Κουκούλας ("Γκοβόστης")
"Έντα Γκάμπλερ" : Λέων Κουκούλας ("Γκοβόστης")
"Ιωάννης Γαβριήλ Μπόρκμαν" : Λέων Κουκούλας ("Γκοβόστης")
"Ο αρχιμάστορας Σόλνες": Θεοδόσης Παπαδημητρόπουλος ("Gutenberg")
"Ο μικρός Έγιολφ": Θεοδόσης Παπαδημητρόπουλος ("Gutenberg")
"Ιωάννης Γαβριήλ Μπόρκμαν": Θεοδόσης Παπαδημητρόπουλος ("Gutenberg")
"Όταν ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί": Θεοδόσης Παπαδημητρόπουλος ("Gutenberg")
Μωάμεθ, προφήτης και ιδρυτής της μουσουλμανικής θρησκείας
Μωάμεθ
προφήτης και ιδρυτής της μουσουλμανικής θρησκείας
Ο Μωάμεθ ή Μουχάμμαντ (Μοχάμαντ, Μοχάμεντ ή Μουχάμεντ, στην τουρκική Μουχάμμεντ - Muhammed, στη λατινική Mahometus, στην αραβική}, είναι ο διαμορφωτής της θρησκείας του Ισλάμ και θεμελιωτής της αραβικής αυτοκρατορίας.
Θεωρείται από τους Μουσουλμάνους ότι υπήρξε ο τελευταίος προφήτης ο οποίος στάλθηκε για να καθοδηγήσει την ανθρωπότητα με το άγγελμα του Ισλάμ. Ο Μωάμεθ καθόρισε με το θρησκευτικό του μήνυμα και τις πολιτικές-κοινωνικές πρωτοβουλίες του την εξέλιξη του αραβικού κόσμου και επηρέασε την ανθρώπινη ιστορία.
Σύμφωνα με το Ιερό Κοράνιο, ο Μωάμεθ είναι «Προφήτης» και «Απόστολος του Θεού», «ο τελευταίος αγγελιοφόρος» του Θεού ο οποίος στάλθηκε για να αποσαφηνίσει τις Γραφές στους πιστούς. (Κοράνιο 2:101• 5:13-19• 9:32, 33)
Σύμφωνα με τους παραδοσιακούς Μουσουλμάνους βιογράφους, γεννήθηκε περίπου το έτος 570 Κ.Χ. στη Μέκκα (Μακκά) και πέθανε στις 8 Ιουνίου 632 Κ.Χ. στη Μεδίνα (Μαντίνα)• και οι δυο αυτές πόλεις βρίσκονται στην περιοχή Χετζάζ της σημερινής Σαουδικής Αραβίας. Κατά γράμμα, Μωάμεθ σημαίνει «ιδιαίτερα αξιέπαινος» στην αραβική γλώσσα.Γεννήθηκε στη Μέκκα αλλά η ακριβής ημερομηνία γέννησής του δεν είναι γνωστή.
Τοποθετείται περίπου το 570, κατά το «έτος του ελέφαντα», με βάση την ηλικία του θανάτου του, τα χρόνια της παρουσίας του στη Μέκκα και στη Μεδίνα, και την καθιερωμένη άποψη πως ήταν περίπου σαράντα ετών όταν ξεκίνησε να κηρύττει ως προφήτης. Σύμφωνα με τον Ιμπν Ισχάκ, και όπως είναι ευρύτερα αποδεκτό, γεννήθηκε κατά τον τρίτο μήνα του ισλαμικού ημερολογίου (Rabi' al-awwal).
Αρκετά ποιήματα υποστηρίζουν την υπόθεση πως ανήκε στην επιφανή πατριά της Μέκκας Μπανού Χασίμ, η οποία ωστόσο φαίνεται πως δεν ευημερούσε κατά την περίοδο του Μωάμεθ.
Ο πατέρας του, Αμπντ Αλλάχ, πέθανε λίγους μήνες πριν τη γέννησή του, ενώ η μητέρα του, Αμίνα, πέθανε όταν ο Μωάμεθ ήταν έξι ετών. Την ανατροφή του ανέλαβε τότε ο παππούς του και ο θείος του. Η έμφαση που δίνεται στις ισλαμικές κοινωνίες γύρω από την προστασία των ορφανών πηγάζει εν μέρει από το γεγονός πως ο ίδιος ο Μωάμεθ υπήρξε ορφανός.
Το οικογενειακό δέντρο της μητέρας του συνδεόταν πιθανώς με τη Μεδίνα, χωρίς να διευκρινίζεται σαφώς με ποιο τρόπο. Για τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια λίγα είναι γνωστά, ενώ οι σχετικές πηγές έχουν περιορισμένη αξία για την εξέταση του ιστορικού Μωάμεθ.
Κατά την παράδοση, η Αμίνα έστειλε το βρέφος στην έρημο, τηρώντας έτσι το έθιμο επιφανών οικογενειών της εποχής, μέσα από το οποίο κάποιος διδασκόταν την αυτοπειθαρχία και ερχόταν σε επαφή με τις αραβικές παραδόσεις. Στην έρημο πέρασε αρκετά χρόνια και τέθηκε υπό την φροντίδα της φτωχής Χαλιμά, από την φυλή των Μπανού Σαντ.
Σε νεαρή ηλικία ταξίδεψε στη Συρία συνοδεύοντας για εμπορικούς σκοπούς τον θείο του, Αμπού Ταλίμπ. Σύμφωνα με μία από τις παραλλαγές αυτής της εξιστόρησης, συνάντησαν στη διαδρομή έναν χριστιανό μοναχό, ονόματι Μπαχίρα, ο οποίος προέβλεψε το μέλλον του νεαρού Μωάμεθ.
Από τις βιογραφικές πηγές διαφαίνεται πως ο Μωάμεθ απέκτησε εμπειρία στο εμπόριο, γεγονός που ίσως συνδέεται με το κοινό αραβικό όνομα Αμίν (δηλ. έμπιστος, φερέγγυος) που του δόθηκε στη νεότητά του και καταγράφεται από πληθώρα πηγών.
Σε ηλικία 25 ετών νυμφεύτηκε την πλούσια χήρα Χαντίτζα, η οποία εικάζεται πως τον είχε προσλάβει στην υπηρεσία της για να χειρίζεται τις εμπορικές υποθέσεις της. Εκείνη ήταν κατά δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερη σε ηλικία και ο γάμος τους υπήρξε ο πλέον ευτυχισμένος στη ζωή του Μωάμεθ. Κατά την παράδοση, η Χαντιτζά ήταν σαράντα ετών όταν παντρεύτηκε τον Μωάμεθ, ωστόσο υποστηρίζεται επίσης πως ενδεχομένως ήταν κατά πολύ νεότερη.
Ο Αμπντουλάχ ιμπν Μασούντ αναφέρει την ηλικία των 28 ετών που κατά μία άποψη μοιάζει πιθανότερη με δεδομένο πως μετά το γάμο της γέννησε έξι παιδιά. Έζησε με την Χαντίτζα περίπου 25 χρόνια, αποκτώντας τέσσερις κόρες και αρκετούς γιους, οι οποίοι ωστόσο πέθαναν σε νηπιακή ηλικία. Στο διάστημα αυτό δεν παντρεύτηκε άλλη γυναίκα, παρά το γεγονός πως η πολυγαμία ήταν επιτρεπτή και συνήθης. Τόσο η Χαντιτζά, που ανήκει στις αγίες κατά το Ισλάμ, όσο και η Φάτιμα αντιμετωπίζονται με μεγάλη θρησκευτική ευλάβεια.
Κατά τη διάρκεια του γάμου του, ο Μωάμεθ αποφάσισε να απελευθερώσει και να υιοθετήσει τον δούλο του, Ζαΐντ, ο οποίος παρέμεινε στην υπηρεσία του για αρκετά χρόνια. Από το γάμο του με τη Χαντίτζα μέχρι την ηλικία των σαράντα περίπου ετών, σχεδόν τίποτα δεν είναι γνωστό για το βίο του.
Ζωρζ Μουστακί, ήταν Γάλλος τραγουδιστής και συνθέτης, η οικογένειά του ήταν Έλληνες Σεφαραδίτες Εβραίοι από την Κέρκυρα
Ζωρζ Μουστακί
O Ζωρζ Μουστακί ήταν Γάλλος τραγουδιστής και συνθέτης, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Η οικογένειά του ήταν Έλληνες Σεφαραδίτες Εβραίοι από την Κέρκυρα και το αρχικό του όνομα ήταν Γιουσέφ (Yussef Mustacchi). (γαλ. Georges Moustaki, 3 Μαΐου 1934 - 23 Μαΐου 2013)
Βιογραφικά στοιχεία
Ο Ζωρζ Μουστακί γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια και πέθανε στη Νίκαια.
Οι γονείς του ονομάζονταν Νεσίμ και Σάρα και κατάγονταν από την Κέρκυρα. Στην κοσμοπολίτικη Αλεξάνδρεια είχαν ένα βιβλιοπωλείο και έρχονταν σε επαφή με πολλές κουλτούρες. Στο σπίτι μιλούσαν κατά κανόνα ιταλικά, αλλά στους δρόμους με τα άλλα παιδιά μιλούσε αραβικά.
Οι γονείς του έδωσαν στον μικρό Μουστακί και στις αδελφές του γαλλική παιδεία, βάζοντάς τον σε γαλλικό σχολείο. Όμως, δεν απαρνήθηκε τις ελληνικές ρίζες του αν και δεν έμαθε τη γλώσσα. Ο ίδιος λέει για την καταγωγή του σε συνέντευξή του:
«Έχω γεννηθεί στην Αλεξάνδρεια και έτσι έχω μια ιδιαίτερη ευαισθησία σε ό,τι ελληνικό έφεραν και έσπειραν οι Πτολεμαίοι στη γενέτειρά μου.
Είμαι Έλληνας από πατέρα, μητέρα και παππού, με ρίζες στη Μικρά Ασία, τα Ιωάννινα, τη Ζάκυνθο και την Κέρκυρα. Η Αλεξάνδρεια, αν και μου χάρισε τον κοσμοπολιτισμό των Πτολεμαίων, με απομάκρυνε από την ελληνικότητά μου. Η Αίγυπτος ζούσε τότε σ' ένα κοσμοπολίτικο, πολύγλωσσο παζάρι.
Οι άνθρωποι επικοινωνούσαν σε πολλές γλώσσες - αραβικά, αγγλικά, γαλλικά. Η Αλεξάνδρεια με άνοιξε στον κόσμο… Οι πρόγονοί μου μιλούσαν όλοι ελληνικά. Η θεία μου η Ροζάντι μέχρι τα πέντε χρόνια της αρνιόταν να μιλήσει, έως τη μέρα που ήρθαν στο σπίτι συγγενείς από την Ιταλία. Από τότε, η θεία άρχισε να μιλάει, αλλά μόνο στα ιταλικά. Έτσι, εξαιτίας της επιλεκτικής αλαλίας της θείας μου, τα ελληνικά απαγορεύτηκαν στην οικογένειά μου και η γλώσσα του Δάντη έγινε η μητρική μου γλώσσα.»
Το 1951 πήγε στο Παρίσι και εντυπωσιάστηκε από τον τραγουδοποιό Ζωρζ Μπρασέν (Georges Brassens) σε τέτοιο βαθμό ώστε άλλαξε το όνομά του από «Γιουσέφ» σε «Ζωρζ». Ο Μουστακί παντρεύτηκε πολύ νέος, σε ηλικία 20 ετών, και έχει μια μεγάλη οικογένεια, μέλη της οποίας ζουν σε Γαλλία, Ισραήλ, Βραζιλία και Βενεζουέλα.
Καριέρα
Ο Μουστακί τραγούδησε σε πολλές γλώσσες: γαλλικά, ιταλικά, ελληνικά, πορτογαλικά, ισπανικά, αγγλικά και αραβικά. Τα εκατοντάδες τραγούδια του έχουν ρομαντικό ύφος και οι στίχοι του είναι ποιητικοί. Οι μελωδίες του είναι απλές και εύκολα αφομοιώσιμες από το κοινό.
Εκτός από τον ίδιο, τα τραγούδια του έχουν τραγουδήσει σπουδαίοι τραγουδιστές και τραγουδίστριες, όπως η Εντίτ Πιάφ (μεταξύ άλλων το περίφημο: Μιλόρντ - Milord), η Δαλιδά (όπως τη μεγάλη επιτυχία: Τζίτζι λ’ αμορόζο - Gigi l'amoroso), η Μπαρμπαρά (Barbara), η Μπριζίτ Φοντέν (Brigitte Fontaine), ο Χέρμπερτ Παγκανί (Herbert Pagani), η Φρανς Γκαλ (France Gall) και η Σίντι Ντανιέλ (Cindy Daniel).
Τη δεκαετία του 1960 μετέφρασε στα γαλλικά και τραγούδησε τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι. Έτσι ξανασυνδέεται με την ελληνική του ρίζα και το 1966 επισκέπτεται την Ελλάδα για πρώτη φορά. Αργότερα θα πει πολλά τραγούδια του Χατζιδάκι, μεταξύ άλλων την «Πορνογραφία».
Το 1970 πρωταγωνίστησε με τον Μίκη Θεοδωράκη στην ταινία μικρού μήκους (διάρκειας 20΄) του Ροβήρου Μανθούλη: «ΕΙΜΑΣΤΕ ΔΥΟ» («NOUS SOMMES DEUX»), στην οποία τραγουδά στα γαλλικά τα τραγούδια που είχε γράψει στη φυλακή ο Μίκης.
Στην Ελλάδα έγιναν μεγάλες επιτυχίες τα τραγούδια του:
«Ο Μέτοικος», το οποίο τραγούδησε το 1971 ο Γιώργος Νταλάρας.
«Μεσόγειος», που ερμήνευσε το 1973 η Βίκυ Μοσχολιού.
Τα δύο αυτά τραγούδια μαζί με άλλα, σε ελληνική απόδοση του Δημήτρη Χριστοδούλου, ερμήνευσε το 1979 ο Αντώνης Καλογιάννης στο δίσκο: "Ο ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΛΟΓΙΑΝΝΗΣ ΤΡΑΓΟΥΔΑ ΜΟΥΣΤΑΚΙ".
Δισκογραφία
17 ans Adolescence Alexandrie Amandes Aphorisme As-tu brise un coeur ? Ave Maria Bahia Balance Ballade en fumee Ballade pour cinq instruments Ballade de nulle part Blessure Blue jeans blues Boucle d'oreille Bye bye Bahia Bye bye Bahia Chanson Calix Bento Cantique Ce soir mon amour C'est la Chanson cri Chanson de Patsy Chanson du mois de juin Chanson pour elle Chansons Chante ta nostalgie Chanter tout haut Chaque instant est une vie Dans mon Hamac Danse De Shanghai a Bangkok Declaration Donne du rhum a ton homme |
Eden Blues Eldorado En Mediterranee En voyage Et pourtant dans le monde Flamenco des Flandres Gardez vos filles Gaspard Gestes Grand-pere Heureusement qu'il y a de l'herbe Hiroshima Il faudra mourir un jour Il est trop tard Il y avait un jardin Images J'ai vu des rois serviles Je m'appelle Daisy Je ne sais pas ou tu commences Je suis un autre Joseph Kaimos (anglais) Kaimos (grec) La carte du tendre L'acteur La dame brune La ligne droite La philosophie La pierre La Pinzutu L'eau, de l'eau Le facteur Le maraudeur Le mauvais larron Le meteque |
Le passager clandestin Le petit homme et le grand homme Le temps de vivre Les amandes Les amours finissent un jour Les eaux de mars Les enfants d'hier Les amis Les marchands Les musiciens Les orgues de barbarie Les orteils au soleil L'homme au coeur blesse L'ile habitee Ma liberte Marteau d'or Ma solitude Marche de Sacco et Vanzetti Matin Mendiant Milord (for Edith Piaf) Mon ile de France Nous n'etions pas pareils Ou menent ces routes? Pourquoi mon Dieu? Requiem pour n'importe qui Reveline Rien n'a change Sans la nommer Sarah Tu m'attendais Un jour tu es parti Votre fille a vingt ans Voyage |
Συγγραφέας
Μια λιγότερο γνωστή ιδιότητά του είναι η συγγραφική. Έχει εκδώσει τέσσερα βιβλία, από τα οποία τρία έχουν κυκλοφορήσει και στα ελληνικά:
Question la chanson, 1973.
Τα κορίτσια της μνήμης, 1989.
Ο γιος της ομίχλης, 2001.
Η μικρή οδός των κρεοπωλών, 2001.
Περισσότερα Άρθρα...
- Ανάσταση του Λαζάρου
- Γιώργος Οικονομίδης, ήταν Έλληνας κονφερασιέ, τραγουδιστής, σεναριογράφος και εκφωνητής ραδιοφώνου
- Ρίτσαρντ Νίξον, Αμερικανός πολιτικός, που διετέλεσε πρόεδρος των ΗΠΑ
- Μιγκέλ ντε Θερβάντες Σααβέδρα, ήταν Ισπανός συγγραφέας, ο οποίος θεωρείται ευρέως ως ο μεγαλύτερος συγγραφέας στην ισπανική γλώσσα