Άρθρα
Πετράρχης, ήταν Ιταλός λόγιος, ποιητής και ένας από τους παλαιότερους ανθρωπιστές της Αναγέννησης
Πετράρχης
Ο Φραντσέσκο Πετράρκα, εξελληνισμένα Φραγκίσκος Πετράρχης, ήταν Ιταλός λόγιος, ποιητής και ένας από τους παλαιότερους ανθρωπιστές της Αναγέννησης. (20 Ιουλίου 1304 - 19 Ιουλίου 1374)
Βάσει των έργων του Πετράρχη και, σε μικρότερο βαθμό, του Δάντη και του Βοκκάκιου, ο Πιέτρο Μπέμπο τον 16ο αιώνα δημιούργησε το μοντέλο για τη σύγχρονη ιταλική γλώσσα.
Ο Πετράρχης έγινε γνωστός για την ανάπτυξη των σονέτων του σε τέτοιο βαθμό τελειότητας, ώστε παρέμειναν αξεπέραστα μέχρι σήμερα και η χρήση τους επεκτάθηκε και σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες: κατά την Αναγέννηση, αποτέλεσαν αντικείμενο θαυμασμού, αλλά και μίμησης σε όλη την Ευρώπη. Το έργο του Canzoniere με 365 ερωτικά ποιήματα, αφιερωμένα στη Λάουρα, επηρέασε όλη τη μετέπειτα λυρική ποίηση, δημιουργώντας το γνωστό ρεύμα του «πετραρχισμού».
Νεανικά χρόνια και σπουδές
Ο Φραντσέσκο Πετράρκα γεννήθηκε στο Αρέτσο της Ιταλίας. Ο πατέρας του, με τη φιλοδοξία να τον αντικαταστήσει κάποτε στο επάγγελμά του, τον έστειλε σε ηλικία 15 ετών να σπουδάσει νομική στο Μονπελιέ. Όπως ο Οβίδιος και πολλοί άλλοι ποιητές, έτσι κι ο Πετράρχης δεν ήταν λάτρης της νομικής, αλλά ήταν αποφασισμένος να γίνει λόγιος και άνθρωπος των γραμμάτων παρά δικηγόρος.
Το 1323, μετακόμισε στη Μπολόνια, "έδρα" της νομικής μόρφωσης, και έμεινε μαζί με τον αδερφό του, Γκεράρντο, μέχρι και το 1326, ως το θάνατο του πατέρα του, οπότε και επέστρεψε στην Αβινιόν. Η πατρική περιουσία δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα μεγάλη για τους δυο κληρονόμους: το πιο πολύτιμο απομεινάρι της κληρονομιάς ήταν ένα αυθεντικό χειρόγραφο του Κικέρωνα. Μόνη επιλογή για τον Πετράρχη ήταν να ενδυθεί το σχήμα του κλήρου με την άφιξή του στην Προβηγκία.
Λάουρα
Στις 6 Απριλίου 1327, συνέβη το πιο γνωστό περιστατικό στην ιστορία του Πετράρχη: είδε τη Λάουρα για πρώτη φορά στην εκκλησία της Αβινιόν. Η πραγματική ταυτότητα της γυναίκας αυτής παραμένει άγνωστη, καθώς οι πηγές που αναφέρονται στην ταυτότητα και την οικογενειακή της κατάσταση βασίζονται κυρίως στην παράδοση και σε ατεκμηρίωτα στοιχεία. Αν γίνει δεκτό ότι δεν αποτέλεσε αποκύημα της φαντασίας του Πετράρχη, τα ποιήματά του υποδεικνύουν μια παντρεμένη γυναίκα, με την οποία μοιραζόταν μια σεβαστή, αλλά όχι ιδιαίτερα στενή φιλία.
Ταξίδια
Τόπος κατοικίας του παρέμεινε η Αβινιόν μέχρι το 1333, οπότε και έκανε το πρώτο του μεγάλο ταξίδι, κατά το οποίο επισκέφτηκε το Παρίσι, τη Γάνδη, τη Λιέγη και την Κολωνία, γνωρίζοντας λόγιους άνδρες και αντιγράφοντας χειρόγραφα κλασικών συγγραφέων. Με την επιστροφή του στην Αβινιόν, ασχολήθηκε με τις δημόσιες υποθέσεις και, μεταξύ άλλων, απηύθυνε δυο ποιητικές επιστολές στον Πάπα Βενέδικτο ΙΒ΄. Η ρητορική του δεινότητα κέρδισε τους τυράννους της Βερόνα κι έτσι απέκτησε τη φιλία του πρεσβευτή τους, Άτσο ντι Κορέτζιο.
Λίγο καιρό αργότερα, ο Πετράρχης πραγματοποίησε το πρώτο του ταξίδι στη Ρώμη, όπου του έκαναν τεράστια εντύπωση τα ερείπια της πόλης. Γύρω στο 1337 αποφάσισε να αφιερωθεί στη μοναχική μελέτη, κάτι που τον ξεχώριζε σε μεγάλο βαθμό από τους υπόλοιπους λογίους του Μεσαίωνα. Απέκτησε ένα γιο, τον Τζοβάνι, το 1337 και μια κόρη, την Φραντσέσκα, το 1343 (το όνομα της μητέρας παραμένει άγνωστο και στις δυο περιπτώσεις).
Στέψη
Εν τω μεταξύ, η φήμη του ως ποιητής της λατινικής και άλλων γλωσσών σταδιακά όλο και αυξανόταν, ειδικά μετά την έκδοση του έπους του Africa, με αποτέλεσμα να διακηρύσσεται πως κανείς δεν άξιζε περισσότερο το δάφνινο στεφάνι από τον ίδιο τον Πετράρχη. Ο ίδιος επιθυμούσε τη δόξα και εξάντλησε την επιρροή του, προκειμένου να λάβει την τιμή δημόσιας στέψης. Πράγματι, την 1η Σεπτεμβρίου 1340, έλαβε δυο προσκλήσεις: από το Πανεπιστήμιο των Παρισίων και το βασιλιά Ροβέρτο της Νάπολης.
Αποδεχόμενος την τελευταία πρόσκληση, ταξίδεψε στη Νάπολη το Φεβρουάριο του 1341 και μετά από συζητήσεις σχετικά με την τέχνη του ποιητή, στάλθηκε με εξαίσιες συστάσεις στη Ρώμη. Εκεί, τον Απρίλιο ο Πετράρχης έλαβε το στέμμα του ποιητή στο Καπιτώλιο από τον Ρωμαίο γερουσιαστή και υπό τις επευφημίες του κόσμου και των πατρικίων. Ο ρητορικός λόγος που εκφώνησε βασιζόταν στα λόγια του Βιργιλίου:
Αλλά ο πόθος έρχεται και με βρίσκει πάνω από τις απόκρημνες κορφές του Παρνασσού.
Μετά τη στέψη του στη Ρώμη, άνοιξε νέο κεφάλαιο στη ζωή του, καθώς θεωρούνταν ρήτορας και ποιητής ευρωπαϊκής κλίμακας και υπήρξε προσκεκλημένος πριγκίπων και ευγενών στις βασιλικές αυλές.
Αναγνώριση
Στα επόμενα χρόνια, ο αδελφός του, Γκεράρντο, μπήκε σε μοναστήρι, ενώ ο ίδιος απέρριψε επανειλημμένες προσφορές μιας γραμματειακής θέσης δίπλα στον Πάπα, ένα από τα υψηλότερα αξιώματα, καθώς δεν ήθελε να αμελήσει τις σπουδές του και τη δόξα που του προσέφεραν για εκκλησιαστικές φιλοδοξίες. Τον Ιανουάριο του 1343 πέθανε ο Ροβέρτος της Νάπολης και στάλθηκε ως μέρος της παπικής πρεσβείας στον διάδοχό του, Ιωάννη. Από το ταξίδι του στη Νάπολη άφησε ενδιαφέρουσες πηγές, κι ίσως είναι εδώ που συναντήθηκε για πρώτη φορά με τον Βοκκάκιο.
Το 1347 ο Πετράρχης έχτισε την κατοικία του στην Πάρμα, όπου ήλπιζε να ασχοληθεί με ηρεμία με την ποίηση και την πολιτική, καθότι ιδεαλιστής. Ωστόσο, τα επόμενα δυο χρόνια έφεραν δυστυχίες: η Λάουρα πέθανε από την πανώλη στις 6 Απριλίου 1348, όπως και πολλοί άλλοι στενοί φίλοι του. Το γεγονός αυτό άλλαξε εσωτερικά τον Πετράρχη: άρχισε να σκέφτεται την εγκατάλειψη των εγκοσμίων και κατάστρωσε ένα σχέδιο για την ίδρυση ενός είδους ουμανιστικού μοναστηριού, όπου θα αφιερωνόταν σε περισσότερες σπουδές και θα βρισκόταν σε κοντινή επαφή με το Θεό.
Αν και κάτι τέτοιο δεν πραγματοποιήθηκε, η επιρροή του γεγονότος αυτού παρατηρείται στα γραπτά του, τα οποία πλέον έχουν πιο θλιμμένο και θρησκευτικό τόνο. Αν και στηλίτευε την πολιτική των διαφόρων δυναστών ιταλικών πόλεων, υποστηρίζοντας τη ρωμαϊκή δημοκρατία, αποδεχόταν τη φιλοξενία τους: από την πλευρά τους, εκείνοι έδειχναν να κατανοούν την ιδιοσυγκρασία του και αναγνώριζαν τις πολιτικές του θεωρίες ως μη πρακτικά εφαρμόσιμες. Εξάλλου, από εκείνη την περίοδο ξεκίνησε και η τάση των Ιταλών πριγκίπων κατά τη διάρκεια της Αναγέννησης να τιμούν και να προστατεύουν τους ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών.
Το ιωβηλαίο του 1350, ο Πετράρχης μετέβη για προσκύνημα στη Ρώμη, περνώντας και από τη Φλωρεντία, όπου απέκτησε στενή φιλία με το Βοκάκιο: ο τελευταίος το θαύμαζε μέχρι λατρείας, ενώ ο Πετράρχης τον αντάμοιβε με συμπάθεια, συμβουλές στις γραμματειακές σπουδές και ηθική υποστήριξη. Το 1351, ο Βοκάκιος μετέφερε στον Πετράρχη, που έμενε στην Πάδοβα, την πρόσκληση του άρχοντα της Φλωρεντίας να γίνει πρύτανης του νεοσυσταθέντος πανεπιστημίου, την οποία, ωστόσο αρνήθηκε.
Το 1353, έφυγε από την Αβινιόν για τελευταία φορά και μετέβη στη Λομβαρδία, κατευθυνόμενος στο Μιλάνο, όπου μπήκε στην αυλή του αρχιεπισκόπου Τζοβάνι Βισκόντι, μετά το θάνατο του οποίου παρέμεινε στη βασιλική αυλή της οικογένειας ως διπλωμάτης, ρήτορας και συγγραφέας δημόσιων λόγων τους.
Τελευταία χρόνια-Θάνατος
Ο γιος του, Τζοβάνι, είχε ήδη πεθάνει από την πανώλη και η κόρη του, Φραντσέσκα, είχε ήδη παντρευτεί, όταν το 1362 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Πάδοβα, αν και την ίδια χρονιά έκανε ένα ταξίδι στη Βενετία. Εκεί, ο Βοκάκιος τον γνώρισε στον Έλληνα Λεόντιο Πιλάτο: ο Πετράρχης δεν κατείχε την ελληνική γλώσσα, αν και προσπάθησε να μάθει τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Κατείχε ένα χειρόγραφο από τον Όμηρο και ένα απόσπασμα του Πλάτωνα, ενώ είχε διαβάσει την Ιλιάδα από τη μετάφραση του Βοκάκιου στη λαϊκή λατινική.
Οι παλαιοί του φίλοι πέθαναν σταδιακά. Ημερομηνία θανάτου του φερόταν το έτος 1365, ωστόσο έζησε για άλλη μια περίπου δεκαετία. Το 1369, αποτραβήχτηκε στην Άρκουα, ένα μικρό χωριό, όπου συνέχισε τις μελέτες του. Όλα αυτά τα χρόνια, διατηρούσε και ενδυνάμωνε τη φιλία του με το Βοκκάκιο. Στις 18 Ιουλίου 1374, βρέθηκε νεκρός ανάμεσα στα βιβλία και έγγραφα της βιβλιοθήκης της κατοικίας του.
Ο Πετράρχης θεωρείται ιδρυτής του ουμανισμού και της Αναγέννησης στην Ιταλία. Ήταν ο πρώτος που δημιούργησε συλλογές βιβλίων σε βιβλιοθήκες, συγκέντρωνε νομίσματα και διατηρούσε χειρόγραφα, αντιγράφοντας ιδιοχείρως όσα δεν μπορούσε να αγοράσει, ενώ ταυτόχρονα είχε μισθωμένους αντιγραφείς και προέτρεπε τους συγχρόνους του στη συλλογή αρχαίων εγγράφων και στη μελέτη της κλασικής ελληνικής και ρωμαϊκής λογοτεχνίας. Οι κλασικοί Έλληνες και Λατίνοι συγγραφείς γι' αυτόν ήταν ακόμα ζωντανοί, εξ ου και κρύβουν σεβασμό και συμπάθεια οι ρητορικές του επιστολές προς τον Κικέρωνα, τον Σενέκα ή τον Βάρρωνα.
"Το κεφάλι του Πετράρχη"
Το 2004, 700 χρόνια από τη γέννηση του ποιητή, ύστερα από έρευνες DNA, ειδικοί επιβεβαίωσαν ότι το κρανίο που βρίσκεται στον τάφο του Πετράρχη δεν ανήκει στον ποιητή, αλλά σ' έναν πολύ μικρόσωμο άντρα.
Υπάρχει η υπόθεση ότι η κλοπή έγινε είτε από το μοναχό Tommasso Martinelli, που είχε εξοριστεί για τη σύληση του τάφου του Πετράρχη το 1630 είτε από τον καθηγητή Giovanni Canestrini, που επεχείρησε να εξετάσει το κρανίο το 1873, είτε σε κάποια μεταφορά των λειψάνων του Πετράρχη μαζί με άλλους πολύτιμους θησαυρούς, προκειμένου να σωθούν από φυσικές καταστροφές.
el.wikipedia.org
Προφήτης Ηλίας
Προφήτης Ηλίας
Ηλίας ο Θεσβίτης ήταν Ισραηλίτης προφήτης του Θεού. Ήταν γιος του Σάβωκ και καταγόταν από ένα χωριό της ευρύτερης περιοχής της Γαλαάδ που πιθανόν ονομαζόταν Θέσβη. Κατοικούσε στη γη Γαλαάδ και έδρασε στα χρόνια του βασιλιά Αχαάβ, κατά τον 9ο-10ο αιώνα π.Χ..
Το όνομα Ηλίας αποτελεί ελληνική μεταφορά του αντίστοιχου εβραϊκού ονόματος Ελιγιαχού (אליהו), φορά|μεταφορά]] του αντίστοιχου εβραϊκού ονόματος Ελιγιαχού (אליהו), το οποίο σημαίνει «Ο Θεός μου είναι ο Γιαχβέ». Αναφορές στον Ηλία περιέχονται και στο Κοράνιο. (6:85· 37:123-132)
Η φυγή στην έρημο
Ο βασιλιάς Αχαάβ, κατά τη βασιλεία του οποίου έζησε ο Προφήτης Ηλίας, καταδίωξε την πατρώα θρησκεία. Ο Προφήτης Ηλίας ήταν πιστός στον Γιαχβέ, και μάλιστα έδειχνε τέτοιο ζήλο, που θανάτωσε και όλους τους ιερείς του Βάαλ, χωρίς να δείξει έλεος, γι΄αυτό και η γυναίκα του Αχαάβ, Ιεζάβελ, ήθελε να τον σκοτώσει.
Ο Προφήτης Ηλίας επειδή φοβήθηκε την Ιεζάβελ, έφυγε με τα πόδια μέσα στην έρημο από το Κάρμηλο όρος, και έφτασε μέχρι το όρος Χωρήβ στη χερσόνησο του Σινά. Εκεί κρύφτηκε σε ένα σπήλαιο.
Τα θαύματα
Στον προφήτη Ηλία, αποδίδονται ορισμένα θαύματα. Κατά την Βίβλο κατέβασε τρεις φορές φωτιά από τον ουρανό(Βασιλειών Γ ιη' 39). Κατά το ίδιο βιβλίο, ο Ηλίας με τη γλώσσα του εμπόδισε τη βροχή και δεν έβρεξε ο ουρανός για τρεισήμισι χρόνια. Επίσης του αποδίδεται η ανάσταση του νεκρού γιου της Σαραφθίας χήρας. Αναφέρεται ότι στο όρος Χωρήβ είδε τον Θεό.
Η παράδοση θέλει τον Ηλία να μην έχει πεθάνει, αλλά να έχει ανεληφθεί με πύρινη άμαξα στον ουρανό, αφού άφησε συνεχιστή του έργου του το μαθητή του, Ελισαίο. Τέλος, στη Μεταμόρφωση του Ιησού, κατά την Βίβλο, στάθηκε δίπλα του μαζί με τον Μωϋσή.
Η ανάληψη
Στις 20 Ιουλίου, κατά την ορθόδοξη παράδοση, εορτάζεται η μνήμη του προφήτου. Οι ορθόδοξοι δεν εορτάζουν την κοίμηση του, αλλά την ανάληψή του. Από την άλλη, ο απόστολος Παύλος αναφέρει ότι ο Προφήτης Ηλίας δεν ανελήφθη όπως ο Ιησούς στον ουρανό, αλλά άφησε ο Θεός να φανεί ότι ανελήφθη και ο Ηλίας ζει στην γη με φθαρτό σώμα, εδώ και χιλιάδες χρόνια τώρα. Έτσι εμφανίστηκε με το υλικό του σώμα ως εκπρόσωπος των ζώντων, στη Μεταμόρφωση του Κυρίου στο όρος Θαβώρ και, όπως αναφέρει ο προφήτης Μαλαχίας και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος στην Αποκάλυψη, αναμένεται να εμφανιστεί και να ελέγξει τον Αντίχριστο, μαζί με τον Ενώχ, πριν από τη Δευτέρα Παρουσία.
Απολυτίκιο (Ἦχος δ')
Ὁ ἔνσαρκος Ἄγγελος, τῶν Προφητῶν ἡ κρηπίς,
ὁ δεύτερος Πρόδρομος, τῆς παρουσίας Χριστοῦ,
Ἠλίας ὁ ἔνδοξος,
ἄνωθεν καταπέμψας, Ἐλισαίῳ τὴν χάριν,
νόσους ἀποδιώκει, καὶ λεπροὺς καθαρίζει,
διὸ καὶ τοῖς τιμῶσιν αὐτόν, βρύει ἰάματα.
Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ
Ἔνας ἐπίγειος Άγγελος -Ἔνας ἐπουράνιος ἄνθρωπος
Θεολογικό σχόλιο μέ ἀφορμή τήν ἐορτήν τοῦ Προφήτου Ἠλία
τοῦ Εὐαγγέλου Π. Λέκκου, Θεολόγου, τ. Διευθυντοῦ τῆς Ἀποστ.Διακονίας.
Καταγωγή τοῦ προφήτου Ἠλία
Ὁ προφήτης Ἠλίας, αν και συγκαταλέγεται μεταξύ τῶν σπουδαιότερων προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἐπειδή ἔζησε κατά τόν 9ο αἰώνα δέν ἄφησε γραπτά κείμενα. Ὅμως τά σχετικά μέ τήν καταγωγή καί τή δράση του μᾶς εἶναι γνωστά, ἔχουν δέ ὡς ἑξῆς:
Πατέρας του ἦταν ὁ Σωβάκ ἀπό τήν κωμόπολη Θέσβη (σημερινή El Istib) τῆς Γαλαάδ στήν Ὑπεριορδανία.
Ὅταν γεννήθηκε, ὁ πατέρας του εἶδε σέ ὀπτασία ἄντρες λευκοφορεμένους νά δίνουν στό βρέφος τό ὄνομα Ἠλιού (πού σημαίνει θεός ἤ θεῖος καί παράγεται ἀπό τό Ἠλί, τό ὁποῖο στά ἑβραϊκά ἔχει τή σημασία τοῦ Θεοῦ), νά τό σπαργανώνουν μέ φωτιά καί νά τοῦ δίνουν νά φάει ἐπίσης φωτιά. Ἡ ὀπτασία, ὅπως τοῦ ἐξήγησαν οἱ ἱερεῖς, σήμαινε ὅτι «ἡ κατοίκησις τοῦ τέκνου θά εἶναι φῶς, ὁ λόγος του ἀπόφασις, ἡ ζωή του κατά Κύριον καί ὁ ζῆλος του θά φανῇ εὐάρεστος εἰς τόν Θεόν καί θέλει κρίνῃ τόν Ἰσραήλ διά πυρός καί μαχαίρας». Ἀπό τήν ἰδιαίτερη πατρίδα του ἔλαβε –κατά τή μετάφραση τῶν Ο΄– καί τήν προσωνυμία Θεσβίτης.
Οἱ ἁγιογραφικές πληροφορίες γιά τόν προφήτη Ἠλία ἀναφέρουν ὅτι φοροῦσε ροῦχο ἀπό προβιά καί στή μέση του εἶχε δερμάτινη ζώνη (Δ΄ Βασ. 1,8). Ζοῦσε αὐστηρή καί ἀσκητική ζωή, καί ἦταν ἀνυποχώρητος σέ θέματα γνήσιας λατρείας τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ δέν συμβιβαζόταν μέ τή τάση τῆς υἱοθέτησης ἀπό τούς Ἑβραίους εἰδωλολατρικῶν στοιχείων, πού ἦταν πολύ ἔντονη, ὅπως θά ἀναφερθεῖ στίς ἑπόμενες σελίδες.
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος, σκιαγραφώντας τήν προσωπικότητα τοῦ προφήτη Ἠλία, ἐπισημαίνει ὅτι στόν ἅγιο συνυπῆρχαν ἀντίθετες ἰδιότητες: Ἦταν φτωχός ἀλλά ταυτόχρονα καί πλούσιος ἀπαίδευτος καί σοφός· ἐνῶ ἦταν ἀκτήμων, μποροῦσε νά φέρει βροχή ἤ ἀνομβρία, ἀφοῦ ὁ Θεός εἰσήκουε τήν προσευχή του.
Βίος καί δράση του
Η προφητική ἀποστολή τοῦ Ἠλία ἀναπτύχθηκε στά χρόνια τῆς βασιλείας τοῦ Ἀχαάβ (873 – 854 π.Χ.) καί τοῦ διαδόχου του Ὀχοζία. Πρόκειται γιά μία περίοδο πολύ ταραχώδη γιά τό μονοθεϊσμό στό Ἰσραήλ, ὅταν εἶναι γνωστό ὅτι οἱ Ἑβραῖοι δοκιμάζονταν κατά καιρούς στήν πίστη τους ἀπό τούς εἰδωλολατρικούς γειτονικούς λαούς, ἐξαιτίας τῶν ἐπιδράσεων στή θρησκεία τους.
Ὁ Ἀχαάβ ἔλαβε ὡς γυναίκα του τήν Ἰεζάβελ, κόρη τοῦ Εὐβάαλ, βασιλιᾶ τῆς Τύρου (Φοινίκης). Ἐκείνη, ἐπηρεάζοντας τό σύζυγό της, καθιέρωσε ἐπίσημα τή λατρεία τοῦ θεοῦ ΒάαλMelgart, προσπαθοῦσε μάλιστα νά τήν ἐπιβάλει καί ὡς κρατική. Γιά νά πετύχει στό στόχο της δέν δίστασε νά διατάξει τό φόνο προφητῶν καί τή δίωξη ὅσων πίστευαν στόν ἕνα καί μόνο ἀληθινό Θεό. Ἐπέβαλε τήν καταστροφή τῶν βωμῶν, ἐνῶ διέθετε τά ἀπαιτούμενα γιά νά διαδοθεῖ ἡ λατρεία τῶν εἰδωλολατρικῶν φοινικικῶν θεοτήτων. Στό βιβλίο Βασιλειῶν Γ΄ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης περιγράφεται μέ ζωηρά χρώματα τό μέγεθος τῆς ἀσέβειας τοῦ Ἀχαάβ καί τῆς Ἰεζάβελ: Ὁ Ἀχαάβ ἔπραξε ὅ,τι δυσαρεστεῖ τόν Κύριο, ξεπερνώντας ὅλους τούς προκατόχους του… Πῆρε γιά γυναίκα του τήν Ἰεζάβελ.. καί πῆγε καί λάτρεψε τόν Βάαλ καί τόν προσκύνησε. Ἔχτισε θυσιαστήριο στόν Βάαλ, στό ναό τοῦ Βάαλ, πού εἶχε ἀνεγείρει στή Σαμάρεια. Ὁ Ἀχαάβ κατασκεύασε ἐπίσης ξύλινη λατρευτική στήλη καί ἔκανε περισσότερες ἁμαρτίες ἀπ’ ὅλους τούς προκατόχους του βασιλιάδες τοῦ Ἰσραήλ, ἐξοργίζοντας ἔτσι τόν Κύριο, τόν Θεό του (Γ΄ Βασ. 16, 3133).
Εἶχε φτάσει πλέον ἡ στιγμή νά δράσει ὁ προφήτης Ἠλίας. Ἐμφανίζεται στό βασιλιά Ἀχαάβ καί τοῦ λέει: Ὁρκίζομαι στόν Κύριο πού ὑπηρετῶ, τόν ἀληθινό Θεό τοῦ Ἰσραήλ, ὅτι τά ἑπόμενα χρόνια δέν θά πέσει στή γῆ δροσιά οὔτε βροχή, παρά μόνο μέ προσταγή δική μου (Γ΄ Βασ. 17,1). Ἡ κατηγορηματική αὐτή προαγγελία τοῦ προφήτη, τόν ὁποῖο σεβόταν ὁ λαός καί ἑπομένως ὑπολόγιζε ὁ βασιλιάς, ἦταν ἑπόμενο νά ἐξαγριώσει τή βασιλική αὐλή καί ἰδιαίτερα τήν Ἰεζάβελ. Γιά νά μή κινδυνέψει λοιπόν ὁ Ἠλίας, ὁ Θεός ἔλαβε πρόνοια γι’ αὐτόν.
Ἡ τριετής ἀνομβρία. Ὁ Κύριος εἶπε στόν Ἠλία: Φύγε ἀπό ἐδῶ καί πήγαινε πρός τά ἀνατολικά, νά κρυφτεῖς κοντά στό χείμαρρο Χοράθ (Χερίθ), ἀνατολικά τοῦ Ἰορδάνη. Θά πίνεις νερό ἀπό τό χείμαρρο κι ἐγώ θά δώσω προσταγή στούς κόρακες νά φροντίζουν γιά τήν τροφή σου ἐκεῖ (Γ΄ Βασ. 17, 24). Ὁ προφήτης συμμορφώθηκε. Ἡ τριετής ξηρασία (τήν ὁποία μνημονεύει καί ὁ ἱστορικός Ἰώσηπος στήν «Ἰουδαϊκή Ἀρχαιολογία» VII, 13,2) ἄρχισε. Ὁ προφήτης κρυβόταν στό μέρος πού τοῦ εἶχε ὑποδειχθεῖ ἀπό τόν Θεό. Ἐκεῖ, οἱ κόρακες τοῦ ἔφερναν ψωμί καί κρέας πρωί καί βράδυ, κι ἔπινε νερό ἀπό τό χείμαρρο. Μετά ὅμως ἀπό μερικές μέρες ξεράθηκε ὁ χείμαρρος, γιατί ὑπῆρχε ἀνομβρία στή χώρα (Γ΄ Βασ. 17, 67).
Φιλοξενούμενος στή Σαρεπτά. Τότε παίρνει καί πάλι νέα ἐντολή ἀπό τόν Κύριο πού τοῦ εἶπε: Σήκω, πήγαινε στή Σαρεπτά, στήν περιοχή τῆς Σιδώνας καί μεῖνε ἐκεῖ. Ἐγώ διέταξα μία χήρα νά φροντίζει γιά τήν τροφή σου. Ξεκίνησε ὁ Ἠλίας καί ὅταν ἔφτασε στήν πύλη τῆς πόλης εἶδε μία γυναίκα πού μάζευε ξύλα. Τῆς φώναξε καί τῆς εἶπε: Φέρε μου, σέ παρακαλῶ, λίγο νερό σ’ ἕνα κύπελο γιά νά πιῶ… καί φέρε μου ἐπίσης ἕνα κομμάτι ψωμί. Ἡ ἀπάντηση τῆς γυναίκας, πού ἦταν χήρα, εἶναι συγκλονιστική: Μά τόν ἀληθινό Θεό, τόν Θεό σου, δέν ἔχω καθόλου ψωμί, παρά μόνο μία χούφτα ἀλεύρι στό πιθάρι καί λίγο λάδι στό δοχεῖο. Ἦρθα ἐδῶ γιά νά μαζέψω λίγα ξύλα, νά πάω νά ἑτοιμάσω γιά μένα καί τό γιό μου ὅ,τι ἔχει ἀπομείνει, νά τό φᾶμε καί μετά νά πεθάνουμε.
Ὁ προφήτης Ἠλίας ἐπέμεινε. Τῆς εἶπε λοιπόν νά μήν ἀνησυχεῖ. Νά πάει σπίτι της καί νά κάνει αὐτό πού εἶχε στό μυαλό της. Τῆς ζήτησε ὅμως νά φτιάξει πρῶτα μία μικρή λαγάνα γιά κεῖνον ἀπό τό λίγο ἀλεύρι της καί νά τοῦ τή φέρει, ἔπειτα νά φτιάξει γιά τήν ἴδια καί τό γιό της. Γιατί ὁ Κύριος, ὁ Θεός τοῦ Ἰσραήλ, λέει: τό πιθάρι μέ τό ἀλεύρι δέν θ’ ἀδειάσει καί τό λάδι στό δοχεῖο δέν θά λιγοστέψει, ὥς τή μέρα πού ὁ Κύριος θά στείλει βροχή. Ἡ γυναίκα ἔκανε ὅπως τῆς εἶπε ὁ προφήτης, μέ ἀποτέλεσμα οὔτε τό ἀλεύρι οὔτε τό λάδι νά τελειώνουν γιά πολλές ἡμέρες (Γ΄ Βασ. 17, 816).
Σχολιάζοντας ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος τήν ἀνομβρία καί τή φιλοξενία τῆς χήρας τῆς Σαρεπτά λέει τά ἑπόμενα (στόν Λόγο του «εἰς τόν Πέτρον τόν ἀπόστολον καί Ἠλίαν τόν προφήτην», Migne, P.G. 50, § B΄Δ΄, 728735):
«Ὁ προφήτης Ἠλίας ἦταν τόσο αὐστηρός μέ τούς ἁμαρτάνοντες, ὥστε προσευχήθηκε κάποτε νά μή πέσει βροχή… Κι αὐτό τό ἔκανε κινούμενος ἀπό πολύ μεγάλο ζῆλο. Διότι ἔβλεπε νά γίνονται πολλά ἄτοπα… καί ἡ παρεκτροπή ἦταν γενική… Μόνο ὁ Ἠλίας εἶχε ἀναμμένο τό λυχνάρι τῆς ἀρετῆς… Τά πάντα ἐρημώνονταν καί ἐξαφανίζονταν…, ὅλοι πέθαιναν ἐξαιτίας τῆς ἀβροχίας…, ἀλλά γιά τίποτα δέν τόν ἔνοιαζε τόν Ἠλία, που ἦταν μεθυσμένος ἀπό τόν ἱερό ζῆλο… Τί κάνεις, Ἠλία; Ἔστω, οἱ νέοι ἁμάρτησαν· γιατί τιμωροῦνται τά παιδιά; Ἔστω, ἁμάρτησαν οἱ ἄνθρωποι· γιατί μαζί τους πεθαίνουν καί τά ζῶα; Τόσο μεγάλη ἀσπλαχνία ἔχεις; Καθόλου δέν σέ μέλει γιά τούς ἀνθρώπους; Γυναίκα καί παιδί δέν ἔχεις· ἀδιαφορεῖς γι’ αὐτούς πού χάνονται.»
Τί τοῦ λέει λοιπόν ὁ Θεός; Πήγαινε στό χείμαρρο Χοράθ καί θά διατάξω κόρακα νά σοῦ φέρνει τροφή… Πῶς τρεφόταν ἀπό κόρακα; Ἀφοῦ ὁ κόρακας κατά τό (μωσαϊκό) νόμο εἶναι ἀκάθαρτος… Κι ὅμως ὁ Ἠλίας τρεφόταν ἀπό κόρακα, πιστεύοντας ὅτι τίποτα δέν εἶναι ἀκάθαρτο ἀφοῦ δημιουργήθηκε ἀπό τόν Κύριο… Ἔπειτα, ἐπειδή ὁ χείμαρρος ξεράθηκε…, πήγαινε, τοῦ εἶπε, στή Σαρεπτά καί θά διατάξω γυναίκα χήρα νά σέ διατρέφει ἐκεῖ. Αὐτό τό ἔκανε ὁ Θεός κατ’ οἰκονομίαν. Ἐπειδή δηλαδή ὁ Ἠλίας δέν ἤξερε τά ὅσα εἶχαν συμβεῖ… καί τή γενική συμφορά…, τόν στέλνει ὁ Θεός…, ὥστε ἀφοῦ δεῖ καί ὁ Ἠλίας τί εἶχε συμβεῖ, νά ζητήσει ἐπίμονα ἀπό τόν Κύριο νά δώσει βροχή.»… Ὁ Ἠλίας δέν εἶπε στόν Θεό· σέ ποιόν μέ στέλνεις;… μήπως δέν ὑπάρχουν ἄλλοι ἄνθρωποι πλουσιότεροι πού μποροῦν νά παρηγορήσουν τήν πείνα μου;»Δέν ξέρω πῶς νά ἐπαινέσω τή χήρα· πῶς περιφρόνησε τό γιό της καί ἄνοιξε τό σπίτι της νά φιλοξενήσει… Ἔσπειρε φιλοξενία ἡ χήρα καί ἀμέσως θέρισε τό καρπερό στάχυ τῆς φιλοξενίας. Διότι, τί τῆς εἶπε ὁ Ἠλίας; Ζεῖ ὁ Κύριος, τό πιθάρι μέ τ’ ἀλεύρι δέν θά ἀδειάσει καί τό δοχεῖο μέ τό λάδι δέν θά μειωθεῖ».
Ἡ ἀνάσταση τοῦ γιοῦ τῆς χήρας
Ὕστερα ἀπό τά γεγογονότα αὐτά ἀρρώστησε βαριά καί πέθανε ὁ γιός τῆς χήρας πού φιλοξενοῦσε τόν προφήτη. Τότε ἡ γυναίκα, καθώς μᾶς πληροφορεῖ τό βιβλίο «Βασιλειῶν Γ΄» (κεφ. 17, 1824), εἶπε στόν προφήτη Ἠλία: Τί σοῦ χρωστοῦσα, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ; Ἦρθες στό σπίτι μου γιά νά μοῦ ὑπενθυμίσεις τήν ἁμαρτία μου καί νά κάνεις νά πεθάνει ὁ γιός μου; Ἐκεῖνος ὅμως τό πῆρε ἀπό τήν ἀγκαλιά της, τό ἀνέβασε στό ἀνώγι ὅπου ἔμενε ὁ ἴδιος καί προσευχήθηκε στόν Κύριο, λέγοντας: Κύριε, Θεέ μου, γιατί ἔκανες κακό στή χήρα πού μέ φιλοξενεῖ, ἀφήνοντας νά πεθάνει ὁ γιός της; Καί συνέχισε, παρακαλώντας νά ἐπιστρέψει ἡ ψυχή τοῦ παιδιοῦ αὐτοῦ μέσα του. Ὁ Κύριος ἄκουσε τήν προσευχή του καί ἀνέστησε τό παιδί. Τό πῆρε ὁ προφήτης Ἠλίας καί τό κατέβασε ἀπό τό ἀνώγι. Τό παρέδωσε στή μητέρα του λέγοντας: Νά ὁ γιός σου, εἶναι ζωντανός. Κι ἐκείνη τοῦ ἀπάντησε: Τώρα κατάλαβα ὅτι ἐσύ εἶσαι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ καί ὅ,τι προφητεύει τό στόμα σου εἶναι πραγματικά λόγος Κυρίου.
Ἡ παρρησία τοῦ Ἠλία ἐνώπιον τοῦ βασιλιᾶ
Ἦταν ἤδη ὁ τρίτος χρόνος τῆς φοβερῆς ξηρασίας, ὅταν ὁ Θεός μίλησε στόν προφήτη καί τοῦ εἶπε: Πήγαινε νά παρουσιαστεῖς στόν Ἀχαάβ, κι ἐγώ θά στείλω βροχή στή γῆ (Γ΄ Βασ. 18,1). Στό μεταξύ ἡ πείνα εἶχε ἐπιδεινωθεῖ στή Σαμάρεια. Ὅταν ἔγινε ἡ συνάντηση τοῦ Ἠλία μέ τό βασιλιά Ἀχαάβ ἐκεῖνος εἶπε στόν προφήτη: Ἐσύ εἶσαι πού ἀναστατώνεις τόν Ἰσραήλ; γιά νά πάρει τή γεμάτη παρρησία ἀπάντηση: Δέν ἀναστατώνω ἐγώ τόν Ἰσραήλ, ἀλλά ἐσύ καί ἡ οἰκογένειά σου, ἐπειδή ἀρνηθήκατε νά ὑπακούσετε στίς ἐντολές τοῦ Κυρίου καί λατρέψατε τίς θεότητες τοῦ Βάαλ (Γ΄ Βασ. 18, 1718). Τόν προκάλεσε μάλιστα νά δώσει ἐντολή νά συγκεντρωθοῦν ὅλοι οἱ Ἰσραηλίτες στό ὄρος Κάρμηλος, μαζί μέ τούς 450 «προφῆτες» τοῦ Βάαλ καί τούς 400 «προφῆτες» τῆς Ἀστάρτης, πού ἦταν προστατευόμενοι τῆς βασίλισσας Ἰεζάβελ.
Ὅταν ἔγινε αὐτή ἡ συγκέντρωση λαοῦ καί «προφητῶν», ὁ Ἠλίας ἀπευθύνθηκε στούς Ἰσραηλίτες καί μέ πύρινο λόγο τούς ἔλεγξε γιά τήν πίστη τους: Ὥς πότε θά ἀμφιταλαντεύεστε; Ἄν ὁ Κύριος εἶναι Θεός, ἀκολουθῆστε τον· κι ἄν εἶναι ὁ Βάαλ, ἀκολουθῆστε ἐκεῖνον… (Γ΄ Βασ. 18,21).
Φωτιά ἀπό τόν οὐρανό στό βωμό τοῦ Ἠλία
Κι ἐνῶ ὁ λαός ἔμενε σιωπηλός, ὁ προφήτης τοῦ Θεοῦ συνέχισε: Ἐγώ ἀπέμεινα μόνος προφήτης τοῦ Κυρίου, ἐνῶ οἱ προφῆτες τοῦ Βάαλ εἶναι 450. Ἄς μᾶς φέρουν δύο μοσχάρια κι ἄς διαλέξουν τό ἕνα γιά τόν ἑαυτό τους· ἄς τό κομματιάσουν κι ἄς τό βάλουν πάνω στά ξύλα· φωτιά ὅμως νά μή βάλουν. Ἐγώ θά πάρω τό ἄλλο μοσχάρι καί θά τό βάλω πάνω στά ξύλα καί δέν θά βάλω φωτιά. Ἄς ἐπικαλεστοῦν αὐτοί τό ὄνομα τοῦ θεοῦ τους καί θά ἐπικαλεστῶ κι ἐγώ τό ὄνομα τοῦ Κυρίου. Ὅποιος θεός ἀπαντήσει μέ φωτιά, αὐτός θά εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός. Καί ὁ λαός ἀπάντησε: Σωστά μίλησες (Γ΄ Βασ. 18, 2224).
Ἡ συνέχεια εἶναι λίγο πολύ σέ ὅλους τούς χριστιανούς γνωστή: Οἱ 450 «προφῆτες» τοῦ Βάαλ προσεύχονταν στό θεό τους ἀπό τό πρωί ὥς τό μεσημέρι: «Βάαλ, ἄκουσέ μας», φώναζαν καί χοροπηδοῦσαν γύρω ἀπό τό θυσιαστήριο πού εἶχαν ἑτοιμάσει. Ἀλλά καμία φωνή καί καμία ἀπάντηση δέν ἔπαιρναν ἀπό τό θεό τους. Πρός τό μεσημέρι ὁ Ἠλίας ἄρχισε νά τούς περιπαίζει, λέγοντάς τους: Φωνάξτε πιό δυνατά, θεός εἶν’ αὐτός καί μπορεῖ νά ’ναι βυθισμένος σέ σκέψεις· μπορεῖ νά εἶναι κάπου ἀπασχολημένος ἤ νά ταξιδεύει. Ἴσως κοιμᾶται καί πρέπει νά ξυπνήσει (Γ΄ Βασ. 18,27). Εἰς μάτην ὅμως! Καμία φωνή, κανένα σημάδι ὅτι ὁ θεός τους εἶχε ἀκούσει τίς ἱκεσίες τους.
Νωρίς τό ἀπόγευμα ὁ προφήτης κάλεσε κοντά του τό λαό, πού πλησίασε στό θυσιαστήριο τοῦ Κυρίου τό ὁποῖο εἶχε καταστραφεῖ ἀπό τήν Ἰεζάβελ καί ξαναστήσει ὁ Ἠλίας μέ 12 πέτρες, ὅσοι καί οἱ γιοί τοῦ Ἰακώβ καί οἱ 12 φυλές τοῦ Ἰσραήλ. Ἔβαλε πάνω στό θυσιαστήριο ξύλα, κομμάτιασε τό μοσχάρι καί τό τοποθέτησε πάνω τους. Ἔπειτα ζήτησε τέσσερις κάδους νερό κι ἔδωσε ἐντολή νά τό χύσουν πάνω στό ὁλοκαύτωμα καί τά ξύλα. Τό ἴδιο εἶπε καί ἔκαναν δεύτερη καί τρίτη φορά. Στή συνέχεια πλησίασε τό θυσιαστήριο καί προσευχήθηκε σέ ἐπήκοο ὅλων: Κύριε, Θεέ τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰσαάκ καί τοῦ Ἰακώβ, ἄς μάθουν ὅλοι σήμερα ὅτι ἐσύ εἶσαι Θεός στόν Ἰσραήλ κι ἐγώ δοῦλος σου, καί ὅτι ἐγώ ἔκανα ὅλα αὐτά τά πράγματα σύμφωνα μέ τό λόγο σου. Ἀπάντησέ μου, Κύριε, ὥστε νά μάθει ὁ λαός σου αὐτός ὅτι ἐσύ εἶσαι ὁ Κύριος, ὁ Θεός, κι ὅτι ἐσύ θά ξαναφέρεις τήν καρδιά τους κοντά σου (Γ΄ Βασ. 18, 3637).
Τότε λοιπόν ἔπεσε φωτιά ἀπό τόν οὐρανό καί ἔκαψε ἐντελῶς τά κομμάτια τοῦ μοσχαριοῦ, τά ξύλα, ἀκόμα καί τίς πέτρες καί τό χῶμα. Ἔκπληκτοι ὅλοι ἔσκυψαν τό κεφάλι καί εἶπαν: Ὁ Κύριος! Αὐτός εἶναι ὁ Θεός! Καί ὁ Ἠλίας: Πιάστε τούς «προφῆτες» τοῦ Βάαλ, νά μή σᾶς ξεφύγει κανείς. Τούς συνέλαβαν, τούς κατέβασαν στό χείμαρρο Κισών κι ἐκεῖ τούς ἐξολόθρευσε (Γ΄ Βασ. 18, 3840).
Τό τέλος τῆς τριετοῦς ξηρασίας
Μετά τό γεγονός αὐτό τά σύννεφα σκοτείνιασαν τόν οὐρανό καί ξέσπασε θύελλα καί δυνατή βροχή (Γ΄ Βασ. 18, 45). Ὁ βασιλιάς ἐπιστρέφοντας στό παλάτι διηγήθηκε στή γυναίκα του Ἰεζάβελ ὅλα ὅσα ἔκανε ὁ προφήτης Ἠλίας καί πώς ἐξολόθρευσε τούς «προφῆτες» τοῦ Βάαλ. Ἡ Ἰεζάβελ ὀργισμένη ἔστειλε μέ ἀγγελιοφόρο μήνυμα στόν Ἠλία: Νά μέ τιμωρήσουν οἱ θεοί, ἄν αὔριο τέτοια ὥρα δέν σοῦ κάνω ὅ,τι ἔκανες ἐσύ στούς προφῆτες (Γ΄ Βασ. 19,2).
Ὁ Ἠλίας κρύβεται στό ὄρος Χωρήβ
Ὅταν ὁ προφήτης πῆρε τό μήνυμα φοβήθηκε καί σηκώθηκε κι ἔφυγε γιά νά σώσει τή ζωή του. Στό Γ΄ Βασιλειῶν (19, 310) περιγράφεται μέ ἐνάργεια τό περιστατικό: Φεύγοντας πῆγε στή ΒέερΣεβά, πού ἀνῆκε στό βασίλειο τοῦ Ἰούδα. Ἄφησε ἐκεῖ τόν ὑπηρέτη του κι ὁ ἴδιος προχώρησε μιᾶς ἡμέρας δρόμο μέσα στήν ἔρημο. Ἦρθε καί κάθισε στή σκιά ἑνός σπαρτόδενδρου. Παρακαλοῦσε νά πεθάνει: Ἀρκετά ὥς ἐδῶ, Κύριε, ἔλεγε. Πάρε τή ζωή μου, γιατί ἐγώ δέν εἶμαι καλύτερος ἀπό τούς προγόνους μου. Ὕστερα ξάπλωσε καί τόν πῆρε ὁ ὕπνος. Ἄγγελος Κυρίου ὅμως τόν ἄγγιξε καί τοῦ εἶπε: Σήκω καί φάγε. Γυρίζοντας ὁ Ἠλίας τό κεφάλι του εἶδε μία λαγάνα ψητή σέ καυτές πέτρες καί μία κανάτα νερό. Ἀφοῦ ἔφαγε καί ἤπιε, ξάπλωσε καί πάλι. Ἀλλά ὁ ἄγγελος τοῦ εἶπε: Σήκω καί φάγε, γιατί ἔχεις ἀκόμα πολύ δρόμο μπροστά σου.
Ὁ προφήτης συμμορφώθηκε
Καί μέ τή δύναμη ἐκείνης τῆς τροφῆς βάδισε 40 μερόνυχτα ὥς τό Χωρήβ, τό βουνό τοῦ Θεοῦ. Μπῆκε σέ μία σπηλιά, ὅπου πέρασε τή νύχτα. Τότε ὁ Κύριος τόν ρώτησε: Τί ζητᾶς ἐδῶ, Ἠλία; Καί ὁ προφήτης ἀπάντησε: «Ἐγώ ἀγωνίστηκα μέ μεγάλο ζῆλο γιά σένα, Κύριε, Θεέ τοῦ σύμπαντος. Ἀλλά οἱ Ἰσραηλίτες ἀθέτησαν τή διαθήκη σου, γκρέμισαν τά θυσιαστήριά σου καί κατέσφαξαν τούς προφῆτες σου· μόνον ἐγώ ἀπέμεινα καί ζητοῦν κι ἐμένα νά θανατώσουν».
Ὁ Κύριος στή συνέχεια ἐμφανίστηκε στόν Ἠλία ὄχι ὡς μεγάλος καί δυνατός ἄνεμος πού ἔσχιζε τά βουνά καί σύντριβε τούς βράχους στό πέρασμά του· οὔτε σάν σεισμός ἤ φωτιά, ἀλλά ὡς ἕνας ἦχος ἀπό ἐλαφρό ἀεράκι (Γ΄ Βασ. 19, 1112). Καί ἔδωσε ἐντολή στόν προφήτη του νά πάει στή Δαμασκό γιά νά χρίσει τό νέο βασιλιά τῶν Συρίων, ὕστερα τό νέο βασιλιά τοῦ Ἰσραήλ καί στή συνέχεια νά χρίσει διάδοχό του προφήτη τόν Ἐλισαῖο. Πράγμα πού ἔκανε ὁ Ἠλίας.
Ἡ ἁρπαγή τοῦ προφήτου Ἠλία στόν οὐρανό.
Αφοῦ ὁ προφήτης Ἠλίας ἔζησε καί ἔδρασε κατά τό θέλημα τοῦ Κυρίου, ἔφτασε ὁ καιρός νά τόν πάρει ὁ Θεός στούς οὐρανούς μέσα σέ ἀνεμοστρόβιλο (Δ΄Βασ. 2,1). Τό θαυμαστό γεγονός περιγράφεται πολύ παραστατικά στό 2ο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου «Βασιλειῶν Δ΄» ὡς ἑξῆς:
Μία φορά πού ὁ Ἠλίας καί ὁ (μαθητής του) Ἐλισαῖος ἐπέστρεφαν μαζί ἀπό τά Γάλγαλα, εἶπε κάποια στιγμή ὁ πρῶτος στό δεύτερο: Μεῖνε ἐδῶ, γιατί ὁ Κύριος μέ στέλνει στή Βαιθήλ. Ὁ Ἐλισαῖος ἀπάντησε: Ὁρκίζομαι στόν ἀληθινό Θεό καί σ’ ἐσένα, ὅτι δέν θά σ’ ἀφήσω. Ἔτσι πῆγαν μαζί στή Βαιθήλ, πού εἶναι ἱερός τόπος βόρεια τῆς Ἰερουσαλήμ. Ἐκεῖ βρισκόταν μία ὁμάδα προφητῶν πού εἶπαν στόν Ἐλισαῖο: Τό ξέρεις ὅτι σήμερα ὁ Θεός θά πάρει ἀπό κοντά σου τόν κύριό σου; Αὐτός ἀπάντησε πώς τό ξέρει, ἀλλά τούς παρεκάλεσε νά μή μιλᾶνε γι’ αὐτό.
Ὕστερα ὁ Ἠλίας καί ὁ Ἐλισαῖος πῆγαν στήν Ἰεριχώ. Τήν ἴδια ἐρώτηση ἔκαναν στόν Ἐλισαῖο καί οἱ ἐκεῖ προφῆτες, πῆραν ὅμως τήν αὐτή ἀπάντηση. Κατόπιν οἱ δυό τους, κατά τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου, βάδισαν πρός τόν Ἰορδάνη ποταμό, ἐνῶ τούς ἀκολουθοῦσαν 50 προφῆτες πού στάθηκαν σέ κάποια ἀπόσταση ἀπ’ αὐτούς. Τότε ὁ Ἠλίας πῆρε τό μανδύα του [τή μηλωτή], τόν δίπλωσε καί χτύπησε μ’ αὐτόν τά νερά. Ἐκεῖνα ἄνοιξαν στά δύο καί πέρασαν ἀνάμεσα οἱ δυό ἄντρες πατώντας σέ ξηρά (Δ΄ Βασ. 2,8). Ὁ Ἠλίας εἶπε στό μαθητή του: Ζήτησέ μου τί θέλεις νά κάνω γιά σένα, πρίν μέ πάρει ὁ Κύριος ἀπό κοντά σου. Κι ὁ Ἐλισαῖος ζήτησε νά τοῦ δώσει διπλάσιο τό προφητικό του πνεῦμα. Ὁ Ἠλίας τοῦ εἶπε: Δύσκολο πράγμα ζήτησες. Ὡστόσο ἄν μέ δεῖς τή στιγμή πού θά φεύγω ἀπό κοντά σου, τότε θά γίνει αὐτό πού ζήτησες· ἄν ὅμως δέν μέ δεῖς, δέν θά γίνει (Δ΄Βασ. 2,10).
Ξαφνικά, καθώς προχωροῦσαν συζητώντας, φάνηκε ἕνα ἅρμα ἀπό φωτιά, κι ἄλογα πύρινα τούς χώρισαν τόν ἕναν ἀπό τόν ἄλλον. Κι ἀνέβαινε ὁ Ἠλίας μέσα σέ ἀνεμοστρόβιλο στόν οὐρανό (στίχ. 11), ἐνῶ ἄφησε νά πέσει ἀπό πάνω του ὁ μανδύας (μηλωτή) πού τόν μάζεψε ὁ Ἐλισαῖος. Οἱ προφῆτες πού παρακολουθοῦσαν τά γινόμενα ἀπό μακριά, εἶπαν: Τό πνεῦμα τοῦ Ἠλία ἔμεινε στόν Ἐλισαῖο (στίχ. 15).
Ὁ προφήτης Ἠλίας ἔδειξε ἔνθερμο ζῆλο γιά τό νόμο τοῦ Θεοῦ καί γι’ αὐτό ἀναλήφθηκε στόν οὐρανό (Α΄Μακκ. 2,58).
Ἐπίλογος
Αὐτός εἶναι ὁ βίος καί ἡ πολίτεία τοῦ ἁγίου ἐνδόξου προφήτου Ἠλιού τοῦ Θεσβίτου, τοῦ «ζηλωτοῦ καί τῶν παθῶν αὐτοκράτορος», τοῦ ὑψιπέτου καί «τῶν προφητῶν τό ἐγκαλλώπισμα», τοῦ «ἐν σώματι ἀγγέλου καί τοῦ ἀσάρκου ἀνθρώπου», «τοῦ φθαρτοῦ ἀνθρώπου» πού «ἀφθαρσίαν ἐνδέδυται», τοῦ οὐρανοδρόμου, «τοῦ ἐπόπτου ἀρρήτων μυστηρίων».
Καί τίς μεσιτεῖες του ἄς ἐπικαλοῦνται στίς προσευχές τους οἱ πιστοί, κράζοντες μαζί μέ τόν ὑμνωδό του:
Προφῆτα καί προόπτα τῶν μεγαλουργιῶν τοῦ Θεοῦ, Ἠλία μεγαλώνυμε, ὁ τῷ φθέγματί σου στήσας τά ὑδατόρρητα νέφη, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν, πρός τόν μόνον Φιλάνθρωπον.
Ἀπολυτίκιον τοῦ Προφήτου Ἠλία
Ἦχος δ’ – Ταχύ προκατάλαβε
Ὁ ἔνσαρκος ἄγγελος, τῶν Προφητῶν ἡ κρηπίς, ὁ δεύτερος Πρόδρομος τῆς παρουσίας Χριστοῦ, Ἠλίας ὁ ἔνδοξος,
ἄνωθεν καταπέμψας, Ἐλισσαίῳ τὴν χάριν, νόσους ἀποδιώκει, καὶ λεπροὺς καθαρίζει·
διὸ καὶ τοῖς τιμῶσιν αὐτὸν βρύει ἰάματα.
armenisths.blogspot.gr
Γιάννης Τσαρούχης, ήταν Έλληνας ζωγράφος και σκηνογράφος
Γιάννης Τσαρούχης
Ο Γιάννης Τσαρούχης, ήταν Έλληνας ζωγράφος και σκηνογράφος. (Πειραιάς, 13 Ιανουαρίου 1910 - Αθήνα, 20 Ιουλίου 1989)
Τα πρώτα του έργα τα εξέθεσε το 1929 στο "Άσυλο Τέχνης". Η επιτυχία που σημείωσε τον οδήγησε στη συνέχεια να φοιτήσει στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών του Μετσόβιου Πολυτεχνείου (1929 - 1935) με καθηγητές τους Ιακωβίδη, Βικάτο και Παρθένη. Παράλληλα μαθήτευσε κοντά στον Κόντογλου (1931 - 1934), ο οποίος τον μύησε στη βυζαντινή αγιογραφία, ενώ μελέτησε την λαϊκή αρχιτεκτονική και ενδυμασία. Μαζί με τους Πικιώνη, Κόντογλου και Αγγ. Χατζημιχάλη πρωτοστάτησε στο αίτημα της εποχής για την ελληνικότητα της τέχνης.
Την περίοδο 1935-1936, αφού πρώτα επισκέφτηκε την Κωνσταντινούπολη, ταξίδεψε στο Παρίσι και στην Ιταλία. Επισκεπτόμενος τα διάφορα μουσεία ήρθε σε επαφή με δημιουργίες της Αναγέννησης και του Ιμπρεσιονισμού καθώς και με τα σύγχρονα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής του. Ανακάλυψε το έργο του Θεόφιλου και γνώρισε καλλιτέχνες όπως ο Ματίς και ο Τζακομέτι.
Καλλιτεχνική σταδιοδρομία
Ο Γιάννης Τσαρούχης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1910, όντας ο δεύτερος υιός του εμπόρου εξ Αρκαδίας Αθανασίου Τσαρούχη και της Μαρίας Μοναρχίδη με καταγωγή από τα Ψαρά. Το νεοκλασικό κτίριο στο οποίο είδε για πρώτη φορά το φως, στη συμβολή της λεωφόρου Βασιλέως Γεωργίου με την οδό Λουκά Ράλλη δεν υφίσταται πια. Μέρος των παιδικών του χρόνων (1920-1925), ο μεγάλος αυτός Πειραιώτης ζωγράφος το πέρασε στην πολυτελή οικία (έπαυλη) της οικογενείας Μεταξά, κοντά στη θεία του Δέσποινα Μεταξά, η οποία ήταν αδερφή της μητέρας του. Παρότι η οικογένεια Τσαρούχη μετακόμισε το 1927 στην Αθήνα, ο Πειραιάς ρίζωσε βαθιά μέσα στον καλλιτέχνη, τόσο για το μεγαλοαστικό περιβάλλον στο οποίο ανατράφηκε και τον επηρέασε καλλιτεχνικά, όσο και για τις φτωχές λαϊκές συνοικίες όπου συχνά πραγματοποιούσε αποδράσεις κατά τα παιδικά του χρόνια. Το 1938, δύο χρόνια μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση στο κατάστημα Αλεξοπούλου της οδού Νίκης στην Αθήνα με έργα που παρουσίαζαν ιδιαίτερη προσωπικότητα που εξήραν οι τότε τεχνοκριτικοί Παπαντωνίου και Καπετανάκης.
Το 1940 επιστρατεύτηκε και υπηρέτησε στο Μηχανικό. Στα χρόνια της Κατοχής, ίδρυσε μια ιδιωτική σχολή ζωγραφικής, όπου φοίτησαν για μικρό χρονικό διάστημα αρκετοί νέοι, που αργότερα έγιναν δόκιμοι ζωγράφοι, όπως ο Κοσμάς Ξενάκης, ο Μίνως Αργυράκης, ο Νίκος Γεωργιάδης, αλλά και η Ροζίτα Σώκου.
Το 1947 πραγματοποίησε 2 ατομικές εκθέσεις με υδατογραφίες και θεατρικά προσχέδια.
Το 1950 μετέβη εκ νέου στο Παρίσι όπου ένα χρόνο μετά,το 1951, εξέθεσε στο Παρίσι και στο Λονδίνο στη "Ρέτφρη Γκάλερυ", ενώ το 1953 υπέγραψε συμβόλαιο με τη γκαλερί Ιόλας της Ν. Υόρκης.
Το 1956 υπήρξε υποψήφιος για το βραβείο Γκούγκενχαϊμ και το 1958 πήρε μέρος στη Μπιενάλε της Βενετίας. Το 1967 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι.
Το 1982 εγκαινιάστηκε το Μουσείο Γιάννη Τσαρούχη στο Μαρούσι, στο σπίτι του καλλιτέχνη, που ο ίδιος μετέτρεψε σε Μουσείο παραχωρώντας την προσωπική συλλογή των έργων του. Παράλληλα λειτουργεί το Ίδρυμα Τσαρούχη με σκοπό τη διάδοση του έργου του ζωγράφου.
Ήταν μέλος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος (ΕΕΤΕ).
Παράλληλα με τη ζωγραφική ο Γιάννης Τσαρούχης ασχολήθηκε και με τη θεατρική σκηνοθεσία και μάλιστα από το 1928. Σχεδίασε σκηνικά και ενδυμασίες για τα θέατρα "Εθνικό" ("Βασιλικό"), "Κοτοπούλη", "Δημοτικό" Πειραιώς κ.ά. ειδικά πρόζας καθώς και για το κλασσικό έργο "Ρωμαίος και Ιουλιέττα" που ανέβηκε το 1954, στον τότε Βασιλικό κήπο.
Στο έργο του Γιάννη Τσαρούχη εκφράζεται κυρίως η χαρά και το θαύμα της ζωής. Προσπάθησε να ισορροπήσει τις μεγάλες παραδόσεις και να συλλάβει τις αιώνιες καλλιτεχνικές αξίες. Οι πίνακές του περικλείουν αφομοιωμένα πολλά λαϊκά και λαογραφικά στοιχεία ιδιαίτερα του λιμένος του Πειραιά. Θεωρείται από τους μεγαλύτερους σύγχρονους Έλληνες ζωγράφους με διεθνή προβολή και ιδιαίτερα στη Γαλλία.
Παράλληλα όμως εργάσθηκε και ως σκηνογράφος τόσο σε ελληνικά όσο και σε ξένα θέατρα με μεγάλη πάντα επιτυχία. Σ΄ αυτόν οφείλεται η καθιέρωση, σχεδόν σε όλες τις σκηνές του ελληνικού κινηματογράφου που γυρίστηκαν σε λαϊκά κέντρα, της παρουσίας του ναύτη είτε σε χορό είτε όχι, θεωρούμενη μάλιστα και απαραίτητη.
Το 1977 ανέβασε ο ίδιος τις Τρωάδες του Ευριπίδη σε δική του νεοελληνική απόδοση με δική του διδασκαλία και σκηνογραφία.
Τρύφων Μουτζόπουλος, ήταν μεγαλέμπορος και δήμαρχος Πειραιά
Τρύφων Μουτζόπουλος
Ο Τρύφων Μουτζόπουλος (αναφέρεται και ως Μουτσόπουλος), ήταν μεγαλέμπορος και δήμαρχος Πειραιά τις περιόδους 1874-1883 & 1895-1903 και ο μακροβιότερος μέχρι στιγμής στην ιστορία του Πειραιά, με συνολική διάρκεια θητείας 17 χρόνια. (1818 - 20 Ιουλίου 1906)
Βιογραφία
Γεννήθηκε στην Στεμνίτσα Αρκαδίας και εγκαταστάθηκε στον Πειραιά. Δημιούργησε, μαζί με τον αδερφό του Δημήτριο, έναν από τους μεγαλύτερους εμπορικούς οίκους της πόλης. Εκτός από το εμπόριο ασχολήθηκε και με τις τραπεζικές επιχειρήσεις, διατηρώντας μια περιουσία άνω του ενός εκατομμυρίου δραχμών.
Εξελέγη δήμαρχος Πειραιά το 1873 και παρέμεινε στο αξίωμα μέχρι το 1883, οπότε και έχασε τις εκλογές από τον Θεόδωρο Ρετσίνα. Τελικά επανεκλέχθηκε οκτώ χρόνια αργότερα. Κατά την θητεία του έφερε το ηλεκτρικό και το γκάζι στην πόλη και κατασκεύασε εγκαταστάσεις μονίμων δεξαμενών στο λιμάνι. Επίσης, κατά τη θητεία του ιδρύθηκε το πρώτο γηροκομείο στον Πειραιά και το Χατζηκυριάκειο Ορφανοτροφείο Θηλέων (αμφότερα το 1887), όπως επίσης το Αστικόν Σχολείον στην πλατεία Δεληγιάννη (1897) και νωρίτερα, το 1878, θεμελιώθηκε ο ναός Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης στην πλατεία Κοραή.
Πέθανε τον Ιούλιο του 1906 και η σορός του εξετέθη σε λαϊκό προσκύνημα στο Ρολόι. Το όνομά του φέρει η Ακτή Μουτσοπούλου.
Πηγές
Γιάννη Ε. Χατζημανωλάκη, Οι Δήμαρχοι του νεότερου Πειραιά, Πειραιάς 1999.
Δέσπω Διαμαντίδου, ήταν Ελληνίδα ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου
Δέσπω Διαμαντίδου
Η Δέσπω Διαμαντίδου ήταν Ελληνίδα ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου.
Βιογραφία
Γεννήθηκε στον Πειραιά στις 13 Ιουλίου 1916 και πέθανε στην Αθήνα στις 18 Φεβρουαρίου 2004. Κηδεύτηκε στις 24 Φεβρουαρίου του 2004 στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Αποφοίτησε από την Γερμανική Σχολή Αθηνών και από το γάμο της με τον επίσης ηθοποιό Ανδρέα Φιλιππίδη, απέκτησε ένα γιο. Σταθμό στην καριέρα της αποτελεί η συμμετοχή της στην ταινία του Αμερικανού σκηνοθέτη Ζυλ Ντασέν Ποτέ την Κυριακή το 1960 με πρωταγωνίστρια την Μελίνα Μερκούρη. Αξιοσημείωτη είναι και η συμμετοχή της το 1975 στην ταινία του Γούντι Άλεν «Ο Ειρηνοποιός».
Το 1941 ξεκίνησε την φοίτησή της στο Εθνικό Θέατρο , μαζί με την αχώριστη από τότε φίλη της Μελίνα Μερκούρη.
Η καριέρα της ξεκινά λίγο αργότερα ως μέλος του χορού της Μήδειας του Ευριπίδη.
Ο πρώτος μεγάλος ρόλος έρχεται μέσα από την συνεργασία της με τον Κάρολο Κούν.
Διακρίθηκε επίσης και για το πλούσιο μεταφραστικό της έργο μεταφράζοντας περισσότερα από 120 έργα.
Πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση το 1947 στο φιλμ «Τα παιδιά της Αθήνας».
Έπαιξε σε περισσότερες από 40 ταινίες του κλασικού ελληνικού κινηματογράφου, κρατώντας χαρακτηριστικούς ρόλους: «Μανταλένα» (1960), «Η Αλίκη στο ναυτικό» (1961), «Τα κόκκινα φανάρια» (1963), «Στεφανία» (1966) κ.α.
Το 1946 και για 4 χρόνια γίνεται μόνιμη συνεργάτης του εθνικού θεάτρου.
Λίγο αργότερα χωρίζει από τον σύζυγό της και επίσης ηθοποιό Ανδρέα Φιλιππίδη.
Συνεργάζεται με διάφορούς θιάσους, της Μαίρης Αρώνη, της Μελίνας Μερκούρη, του Κώστα Μουσούρη, ενώ ποτέ δεν αποτολμά να συστήσει δικό της θίασο.
Επανέρχεται στο εθνικό θέατρο το 1954 οπού και παρέμεινε μέχρι το 1963.
Σε αρκετά φιλμ συνεργάστηκε με την Αλίκη Βουγιουκλάκη παρά το γεγονός ότι διατηρούσε για αρκετά χρόνια ερωτικό δεσμό με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ και χώρισαν λόγω του έρωτα Παπαμιχαήλ-Βουγιουκλάκη, μην ακούγοντας τις συμβουλές της Μερκούρη που επέμενε για τον επερχόμενο έρωτα και τις συμβουλές της να απομακρυνθούν η ίδια και ο Παπαμιχαήλ από την Βουγιουκλάκη.
Η Δέσπω Διαμαντίδου είναι γνωστή στο κοινό κυρίως από τις παλιές ελληνικές ταινίες. Ενσάρκωσε τη δεσμοφύλακα στη «Στεφανία, την κουτσομπόλα φίλη της Μάρως Κοντού στο «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα», τη Μαντάμ Παρί στα «Κόκκινα Φανάρια», αλλά και τη μητέρα της Αλίκης Βουγιουκλάκη στην ταινία «Η Αλίκη στο Ναυτικό». Συνολικά έπαιξε σε σχεδόν σαράντα ταινίες. Η ηθοποιός όμως είχε μια ακόμα μεγαλύτερη θεατρική καριέρα. Για πολλά χρόνια ήταν στέλεχος του Εθνικού Θεάτρου. Πρωταγωνίστησε με επιτυχία σε αρχαίες τραγωδίες αλλά και στη θεατρική εκδοχή του «Ποτέ την Κυριακή» του Ζιλ Ντασέν, που λεγόταν «Ίλια Ντάρλινγκ».
Εκτός από την άψογη συνεργασία τους πάνω στη σκηνή του Μπροντγουέι, η πρωταγωνίστρια Μελίνα Μερκούρη και η Δέσπω Διαμαντίδου , ήταν και πολύ καλές φίλες. Η εμφάνιση στην παράσταση Ίλια Ντάρλινγκ δεν ήταν η μοναδική που έκανε η ηθοποιός εκτός Ελλάδας. Η εμφάνιση στο Μπροντγουέη και η συνεργασία με τον Γούντι Άλεν Η Δέσπω Διαμαντίδου έκανε διεθνή καριέρα, καθώς έπαιξε στην ταινία του Γούντι Άλεν «Ο ειρηνοποιός» όπου ενσάρκωνε τη μητέρα του, ενώ έπαιξε και στην παράσταση του Μπρόντγουεη «Καμπαρέ». Για τις συνεργασίες της με ξένους σκηνοθέτες και παραγωγούς μοναδική αιτία ήταν το ταλέντο της. Βοήθησε όμως τόσο η παραμονή της στην Αμερική από το 1967 έως το 1974 (διάρκεια της δικτατορίας στην Ελλάδα), όσο και το γεγονός ότι γνώριζε ξένες γλώσσες. Και ο πληθυντικός δεν είναι σχήμα λόγου. Η Δέσπω Διαμαντίδου μιλούσε πέντε γλώσσες. Επίσης διέθετε μια ιδιαίτερη προφορά λόγω της καταγωγής της από τη Ρωσία, αλλά και λόγω των σπουδών της σε Γερμανικές Σχολές.
Η ιδιαιτερότητα της προφοράς της, ήταν αρεστή στους σκηνοθέτες που της έδιναν ρόλους αλλοδαπών (μη Αμερικανών) γυναικών. Η ίδια έχει περιγράψει σε συνέντευξη της στον Σωτήρη Κακίση, το πώς κατάφερε να πάρει το ρόλο: «Αντικατέστησα τη Λότε Λένια και το ρόλο τον πήρα παπαλικαρίσια. Πέρασα δηλαδή απ’ το λεγόμενο «Κατλ Κωλ», που έρχονται όλοι του σωματείου, κοπαδιαστά, όπως το λέει κι η λέξη. Με τετρακόσιες γυναίκες πέρασα και πήρα τον ρόλο. Κι είμαι πάρα πολύ περήφανη γι’ αυτό. Δεν ήθελε να με πάρει μάλιστα η κυρία εκεί πέρα, «Δεν σας πάει ο ρόλος», έλεγε. Εγώ στην πατρίδα μου παίζω πολλούς ρόλους, της είπα, όχι μόνο αυτή που είδατε στο «Ίλυα Ντάρλινγκ». Τότε δεν τον ήξερα τον Χαλ Πρινς, το σκηνοθέτη. Πήγα κι έπαιξα και τον πήρα το ρόλο. Και τον κράτησα ένα χρόνο περίπου». Σε αντίθεση με τον ρόλο στο Καμπαρέ, για τον οποίο πέρασε μια σκληρή οντισιόν, για το ρόλο στην ταινία του Γούντι Άλεν, η ηθοποιός, δεν χρειάστηκε να κάνει το ίδιο. Απλώς τον έπεισε το ταλέντο της και της πρότεινε το ρόλο.
Όπως αποδείχτηκε αργότερα, ο σκηνοθέτης παρακολουθούσε όλες τις παραστάσεις της Ελληνίδας ηθοποιού και εξέταζε την υποκριτική της προσεχτικά. Αρχικά όμως η ίδια δεν το πίστευε: «Μου λέει, Δέσπω, δεν στο ‘πα χτες στην παράσταση, την ώρα που έφευγες, ο Γούντυ Άλλεν βγήκε στην πόρτα και σ’ έβλεπε, θα σε κοίταζε για κάποιον ρόλο. Λέω, τώρα τι σαχλαμάρες είν’ αυτές, βγήκε κι έβλεπε, μ’ ερωτεύτηκε; Και γελούσαμε. Περάσανε τρεις μήνες και παίρνω μια ειδοποίηση ότι θέλει να με δει ο Γούντυ Άλλεν για ένα έργο που θα κάνει στην Ευρώπη. -Είδες που στα ‘λεγα μου λεει η φίλη μου, αυτό ήτανε. Σηκώνομαι εγώ, πάω και τον βλέπω. -Πού με ξέρετε; του ‘πα. -Ξέρω πολύ καλά τη δουλειά σας, μου λέει. Είχε παρακολουθήσει ό,τι είχα παίξει! Πάει και βλέπει, ενδιαφέρεται για το θέατρο. -Λοιπόν, του λέω, θέλετε να σας διαβάσω τίποτα; -Όχι, μου λέει, απλώς ήθελα να σας δω από κοντά. Εκείνο το βράδυ στο θέατρο ήθελα να σας μιλήσω, αλλά είδα πως ήσασταν με παρέα και δεν τόλμησα. Είναι πολύ συνεσταλμένος. -Τώρα είμαστ’ εντάξει. Σας είδα. Μετά, έφυγα εγώ, το ξέχασα. Μετά από έξι μήνες είχα το ρόλο»....
Στα γυρίσματα ο σκηνοθέτης έκανε τους ηθοποιούς να νιώθουν άνετα και τους άφηνε περιθώρια να αυτοσχεδιάζουν. Μετά τη συνεργασία τους Γούντι Άλεν και Δέσπω Διαμαντίδου, διατήρησαν μια φιλική σχέση. Η ηθοποιός πήρε επίσης μέρος στην ταινία του σκηνοθέτη Χαλ Πρινς «Μαύρα Τριαντάφυλλα», αλλά και στην ταινία «Καβαλάρηδες» του Φράνκεχάιμερ.
Λίγοι φίλοι αποχαιρέτισαν τη Δέσπω Διαμαντίδου
O κόσμος που συγκεντρώθηκε στο A΄ Νεκροταφείο ήταν περιορισμένος σε αριθμό, κυρίως άνθρωποι του θεάτρου, εκείνοι που την εκτίμησαν ως συνεργάτιδα και φίλη στη μακρόχρονη καριέρα της και θέλησαν να την τιμήσουν για τελευταία φορά.
Εκπροσωπώντας το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών μίλησε ο Βασίλης Κολοβός, ο οποίος είπε ότι «ο θάνατος της Δέσπως μάς έφερε θλίψη και δάκρυα, όμως αφήνει πίσω της την ερμηνευτική κατάθεσή της, τους αγώνες, το ήθος και την αγωνία της για τους νέους συναδέλφους». O δήμαρχος Πειραιά Χρήστος Αγραπίδης αναφέρθηκε στην πειραιώτικη καταγωγή της Διαμαντίδου και είπε ότι «ήταν από τους ανθρώπους, τα σύμβολα που μας έκαναν περήφανους».
Ιδιαίτερα φορτισμένα με συγκίνηση ήταν τα λόγια που είπε ο γιος της (από τον γάμο της με τον Ανδρέα Φιλιππίδη) Μάριος Φιλιππίδης: «Τη θυμάμαι πάντα με μια βαλίτσα, αλλά βαλίτσα θαυματουργή. Ανοιγε τη βαλίτσα και έβγαινε ένας κόσμος θαυμαστός. Από μικρός γνώρισα με τη Δέσπω την πιο εκπληκτική γενιά που πέρασε. Τη Μελίνα, τον Μάνο, τον Γκάτσο και αργότερα στη Νέα Υόρκη, που έγινε δεύτερη πατρίδα της, γνώρισα κι έναν άλλο κόσμο διανοούμενο. Δεν είναι αυτός ο τελευταίος χαιρετισμός. Θα πάω -όπως της υποσχέθηκα- και θα τη χαιρετίσω από τα θέατρα του Μπρόντγουεϊ».
Η Δέσπω Διαμαντίδου δεν ήθελε στεφάνια στην κηδεία της. Είχε ζητήσει η ίδια, τα χρήματα να δοθούν στο Ιδρυμα Μελίνα Μερκούρη. Ομως ήταν πολλοί εκείνοι που «παράκουσαν» την επιθυμία της. Στο A΄ Νεκροταφείο υπήρχαν τα στεφάνια του Εθνικού Θεάτρου, του Φεστιβάλ Κινηματογράφου, του Ελληνικού Φεστιβάλ, των Ενώσεων Σκηνοθετών και Σεναριογράφων, του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, του προέδρου της Ν.Δ. Κώστα Καραμανλή, της οικογένειας Βαχλιώτη, του Δημήτρη Παπαμιχαήλ, του υπουργού Πολιτισμού Ευάγγελου Βενιζέλου, του ΚΘΒΕ και πολλά άλλα.
Ανάμεσα σε εκείνους που είπαν το τελευταίο αντίο στη Δέσπω Διαμαντίδου ήταν οι: Ζυλ Ντασσέν, Λίλυ Παπαγιάννη, Ντένη Βαχλιώτη, Αλέκα Παΐζη, Αννα Συνοδινού, Ρούλα Πατεράκη, Μανουέλα Παυλίδου, Κάτια Δανδουλάκη, Βέρα Κρούσκα, Νόρα Κατσέλη, Γεράσιμος Αρσένης, Αλκη Ζέη, Νέλλη Αγγελίδου, Μπέτυ Βαλάση, Μαριέτα Ριάλδη, Εύα Κοταμανίδου, Στράτος Τζώρτζογλου, Σπύρος Μερκούρης, Γιάννης Βόγλης, Πέννυ Παναγιωτοπούλου, Αννα Βαγενά.
Πληροφορίες: mixanitouxronou.gr & kathimerini.gr