Άρθρα
Τέοντορ Αντόρνο, ήταν Γερμανός, εβραϊκής καταγωγής, διεθνούς φήμης κοινωνιολόγος, φιλόσοφος, μουσικολόγος, και συνθέτης
Τέοντορ Αντόρνο
Ο Τέοντορ Λούντβιχ Βισενγκρούντ-Αντόρνο, ήταν Γερμανός, εβραϊκής καταγωγής, διεθνούς φήμης κοινωνιολόγος, φιλόσοφος, μουσικολόγος, και συνθέτης. (Theodor W. Adorno, 11 Σεπτεμβρίου 1903 – 6 Αυγούστου 1969)
Ήταν μέλος της Σχολής της Φρανκφούρτης μαζί με τους Μαξ Χορκχάιμερ, Βάλτερ Μπένγιαμιν, Χέρμπερτ Μαρκούζε, Γιούργκεν Χάμπερμας, και άλλους. Ήταν επίσης Μουσικός Διευθυντής στο «Ραδιοφωνικό Εγχείρημα» (αγγλικά: Radio Project) από το 1937 μέχρι το 1941 στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Τα πρώτα χρόνια στην Φραγκφούρτη
Ο Τέοντορ γεννήθηκε στην Φραγκφούρτη ως το μοναδικό παιδί του πλούσιου εμπόρου κρασιών Oscar Alexander Wiesengrund (1870-1941), με Εβραϊκή καταγωγή, που ασπάστηκε τον Προτεσταντισμό και της καθολικής τραγουδίστριας Maria Barbara, το γένος Calvelli-Adorno.
Ήταν το δεύτερο μισό αυτού του ονόματος που υιοθέτησε ως επίθετό του ενόψει της πολιτογράφησής του ως Αμερικανού πολίτη το 1930 (ενώ το "Wiesengrund" συντομεύτηκε σε "W"). Η ταλαντούχος μουσικά θεία του Agathe ζούσε επίσης με την οικογένεια.
Ο νεαρός Αντόρνο ασχολήθηκε με πάθος με το πιάνο. Του άρεσε ιδιαίτερα το παίξιμο με τέσσερα χέρια επειδή, όπως έγραψε αργότερα, η ανάγκη για συντονισμό αύξαινε την ικανότητά και την εκτίμηση. Η χαρά της παιδικής του ηλικίας αυξήθηκε από την διαμονή της οικογένειας τους κάθε χρόνο στο Amorbach.
Παρακολούθησε το γυμνάσιο Kaiser-Wilhelm όπου αποδείχτηκε ως ένας πολύ χαρισματικός μαθητής: στην εξαιρετικά νεαρή ηλικία των 17 ετών αποφοίτησε από το γυμνάσιο, κορυφαίος από την τάξη του.
Στον ελεύθερο χρόνο του πήρε μαθήματα σύνθεσης με τον Bernhard Sekles και διάβαζε την Κριτική του Καθαρού Λόγου του Καντ μαζί με τον φίλο του Siegfried Kracauer — 14 χρόνια μεγαλύτερό του — τα απογεύματα του Σαββάτου. Αργότερα θα ισχυρίζονταν ότι όφειλε περισσότερα σε αυτές τις αναγνώσεις παρά σε οποιονδήποτε από τους ακαδημαϊκούς του δασκάλους.
Στο Πανεπιστήμιο της Φραγκφούρτης (σημερινή ονομασία Johann Wolfgang Goethe Universität) μελέτησε φιλοσοφία, μουσικολογία, ψυχολογία και κοινωνιολογία. Εκεί έγραψε το πρώτο ακαδημαϊκό του έργο, μια κριτική για το μελόδραμα του Άρνολντ Σένμπεργκ Pierrot Lunaire.
Ολοκλήρωσε τις σπουδές του γρήγορα: στο τέλος του 1924 αποφοίτησε με μια διατριβή στον Χούσερλ. Πριν την αποφοίτησή του, ο Άντορνο είχε ήδη συναντηθεί με τους πιο σημαντικούς συνεργάτες του, τον Μαξ Χορκχάιμερ και τον Βάλτερ Μπένγιαμιν.
Το ιντερμέδιο της Βιέννης
Κατά την διάρκεια των σπουδών του στην Φραγκφούρτη ο Άντορνο είχε γράψει μια σειρά από μουσικές κριτικές. Πίστευε ότι η σύνθεση και η κριτική της μουσικής θα γινόταν το μελλοντικό του επάγγελμα.
Έχοντας οραματιστεί τον σκοπό του, χρησιμοποίησε την σχέση του με τον Άλμπαν Μπεργκ για να ακολουθήσει σπουδές την Βιέννη αρχίζοντας τον Ιανουάριο του 1925.
Δημιούργησε επίσης επαφές και με άλλους μεγάλους της Δεύτερης Σχολής της Βιέννης, τον Άντον Βέμπερν και τον Άρνολντ Σένμπεργκ.
Η ενδιάμεση περίοδος της Φραγκφούρτης
Μετά την επιστροφή του από τη Βιέννη, ο Άντορνο βρέθηκε μπροστά σε μια ακόμα αναποδιά. Μετά τον εποπτεύοντα την διδακτορική του εργασία Hans Cornelius και ο βοηθός του Μαξ Χορκχάιμερ είχε εκφράσει τις ανησυχίες του σχετικά με την καθηγητική διατριβή του Άντορνο — μια περιληπτική φιλοσοφικό-ψυχολογική πραγματεία—την οποία και απέσυρε στις αρχές τους 1928.
Του πήρε τρία χρόνια ακόμα μέχρι να πάρει να πάρει τον τίτλο του Καθηγητή, αφού υπέβαλλε το χειρόγραφο Kierkegaard: Konstruktion des Ästhetischen ("Η κατασκευή της αισθητικής") στον νέο εποπτεύοντα καθηγητή, Paul Tillich. Το θέμα της εναρκτήριας διάλεξης του Άντορνο ήταν
Η Σημερινή Αξία της Φιλοσοφίας, μια θέση που θεωρούσε προγραμματική σε όλη την διάρκεια της ζωής του. Σε αυτήν, διερευνούσε την έννοια της ολότητας για πρώτη φορά, εισάγοντας την περίφημη φόρμουλα (που κατευθύνονταν ενάντια στον Χέγκελ) ότι το όλον είναι το μη αληθές (από τα Minima Moralia).
Εντούτοις, ο τίτλος του Αντόρνο ανακλήθηκε από τους Ναζιστές, μαζί με όλους εκείνους τους καθηγητές που δεν είχαν Άρεια καταγωγή το 1933.
Μεταξύ των πρώτων μαθημάτων του Αντόρνο ήταν ένα σεμινάριο σχετικά με την πραγματεία του Μπένγιαμιν Η καταγωγή του Γερμανικού τραγικού δράματος.
Το δοκίμιό του του 1932 Zur gesellschaftlichen Lage der Musik ("Για την κοινωνική θέση της μουσικής") ήταν μια συνεισφορά του Αντόρνο για τα πρώτα θέματα της Zeitschrift für Sozialforschung ("Επιθεώρησης Κοινωνικών Ερευνών")του Μαξ Χορκχάιμερ.
Πριν το 1938 δεν είχε ενταχθεί ακόμα στο Ινστιτούτο για την Κοινωνική Έρευνα.
Ταξιδεύοντας μεταξύ Βερολίνου και Οξφόρδης(1934-1937)
Ξεκινώντας στα τέλη του 1920s κατά την διάρκεια επισκέψεων του στο Βερολίνο, ο Αντόρνο δημιούργησε στενές σχέσεις με τον Βάλτερ Μπένγιαμιν και τον Ερνστ Μπλοχ. Ο Αντόρνο είχε εξοικειωθεί με το πρώτο μεγάλο έργο του Μπλοχ, Geist der Utopie, το 1921.
Επιπλέον, η γερμανική πρωτεύουσα ήταν η πατρίδα της χημικού Margarethe ('Gretel') Karplus (1902-1993), την οποία ο Αντόρνο θα παντρευόταν στο Λονδίνο το 1937.
Το 1934, δραπετεύοντας από το Ναζιστικό καθεστώς, μετανάστευσε στην Αγγλία, με ελπίδα να καταλάβει μια καθηγητική θέση στην Οξφόρδη. Και παρόλο που ο Αντόρνο δεν ήταν διορισμένος καθηγητής στην Οξφόρδη, αυτός ανέλαβε μια σε βάθος μελέτη της φιλοσοφίας του Χούσσερλ ως μεταπτυχιακός στο Merton College.
Εντωμεταξύ περνούσε τις θερινές του διακοπές με την αρραβωνιαστικιά του στην Γερμανία κάθε χρόνο. Το 1936, η Zeitschrift δημοσίευσε ένα από πιο αμφιλεγόμενα κείμενά του Αντόρνο, "Για την Τζαζ" ("Über Jazz"). Ο όρος "τζαζ" χρησιμοποιούνταν συχνά για να αναφερθεί σε όλα τα είδη ποπ μουσικής την εποχή που έγραφε ο Αντόρνο.
Το άρθρο αυτό ήταν το λιγότερο μια εμπλοκή με το είδος αυτό της μουσικής παρά μια πρώτη πολεμική ενάντια στην ανθούσα διασκέδαση και την βιομηχανία της κουλτούρας.
Ο Αντόρνο πίστευε ότι η βιομηχανία της κουλτούρας ήταν ένα σύστημα με το οποίο η κοινωνία ελέγχονταν μέσω μιας από τα πάνω δημιουργίας τυποποιημένης κουλτούρας που επέτεινε την εμπορευματοποίηση της καλλιτεχνικής έκφρασης. Μετά από εκτεταμένη αλληλογραφία με τον Χορκχάιμερ, που τότε ζούσε στην εξορία στις ΗΠΑ, οδήγησε στην προσφορά μιας θέσης εργασίας στην Αμερική.
Μετανάστης στις ΗΠΑ (1938-1949)
Μετά την επίσκεψή του στην Νέα Υόρκη για πρώτη φορά το 1937 αποφάσισε να μετεγκατασταθεί εκεί. Στις Βρυξέλλες περίμενε του γονείς του, που τον ακολούθησαν το 1939, ενώ αποχαιρέτησε τον Μπένγιαμιν στο Σανρέμο.
Ο Μπένγιαμιν επέλεξε να παραμείνει στην Ευρώπη, περιορίζοντας έτσι αυστηρά την επικοινωνία τους στην αλληλογραφία. Η μετεγκατάσταση του Αντόρνο έγινε δυνατή κάτω από μια συμφωνία με την οποία προβλέπονταν ότι ένα μέρος του χρόνου θα είναι αφιερωμένο στο Ινστιτούτο για την Κοινωνική Έρευνα, το οποίο τότε είχε μεταφερθεί στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, και το υπόλοιπο στην ενασχόλησή του ως μουσικού διευθυντή με το Radio Project (γνωστό επίσης και ως Lazarsfeld/Stanton Πρόγραμμα Ανάλυσης) που διευθύνονταν από τον Αυστριακό κοινωνιολόγο Paul Lazarsfeld στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον.
Η συμφωνία αυτή κράτησε μέχρι το 1941. Πολύ σύντομα, εντούτοις, η προσοχή του μετατοπίστηκε στην άμεση συνεργασία με τον Χορκχάιμερ. Μετακόμισαν μαζί το Λος Άντζελες, όπου ο ίδιος δίδαξε για τα επόμενα επτά χρόνια και υπηρέτησε ως συνδιευθυντής μιας μονάδας έρευνας στο University of California, Los Angeles.
Η συλλογική δουλειά του βρήκε την πρώτη μείζονα έκφραση της στην πρώτη έκδοση του βιβλίου τους Η διαλεκτική του Διαφωτισμού (Dialektik der Aufklärung) το 1947.
Αντιμέτωπο με την εκτύλιξη των γεγονότων του Ολοκαυτώματος, το έργο αρχίζει με τις λέξεις:
Με την πιο γενική έννοια της προοδευτικής σκέψης, ο Διαφωτισμός επεδίωξε πάντοτε την απελευθέρωση του ανθρώπου από τον φόβο και την εγκαθίδρυσή του ως κυρίαρχου. Πλην όμως στην πλήρως διαφωτισμένη γη μας ακτινοβολεί ο θρίαμβος της καταστροφής.
Στο βιβλίο αυτό, το οποίο αγνοήθηκε εντυπωσιακά μέχρι την αναδημοσίευσή του το 1969, ο Αντόρνο και ο Χορκχάιμερ υποθέτουν ότι υπάρχει μια δυναμική μέσα στον πολιτισμό που τείνει προς την αυτοκαταστροφή. Υποστηρίζουν ότι η έννοια του λόγου μεταμορφώθηκε σε μια παράλογη δύναμη από τον Διαφωτισμό.
Ως συνέπεια, ο Λόγος ήλθε να κυριαρχήσει όχι μόνο πάνω στην φύση, αλλά και πάνω στην ίδια την ανθρωπότητα. Και είναι αυτή η συνειδητοποίηση της ανθρωπότητας που ταυτοποιήθηκε ως η πρωταρχική αιτία του Φασισμού και άλλων ολοκληρωτικών καθεστώτων.
Συνεπώς, ο Αντόρνο δεν θεωρούσε τον ορθολογισμό ως έναν δρόμο προς την απελευθέρωση του ανθρώπου. Για τον λόγο αυτό στράφηκε προς τις τέχνες.
Μετά το 1945 έπαψε να εργάζεται ως συνθέτης. Κάνοντας αυτό το βήμα συμορφώθηκε ο ίδιος στο αξίωμά του: 'Το να γράψεις έστω και ένα ποίημα μετά το Άουσβιτς είναι βάρβαρο'. Αργότερα απέσυρε αυτήν την δήλωσή του λέγοντας ότι: 'Ο πολυετής πόνος έχει το δικαίωμα της έκφρασης όσο και ο βασανισμένος να φωνάξει... άρα θα μπορούσε να ήταν λάθος να πει κανείς ότι κανένα ποίημα δεν θα έπρεπε να γραφτεί μετά το Άουσβιτς.' Ο Τόμας Μαν τον συμβουλεύθηκε σε μεγάλη έκταση για τις μουσικολογικές λεπτομέρειες για το μυθιστόρημά του Doktor Faustus.
Εκτός από αυτό, εργάστηκε για την δική 'φιλοσοφία της νέας μουσικής' (Philosophie der neuen Musik) στην δεκαετία του 1940.
Συνεισέφερε επίσης στην 'ποιοτική έρευνα' για τις Μελέτες για την προκατάληψη που έγιναν από πολλά ερευνητικά ινστιτούτα στις ΗΠΑ και που αποκάλυπταν τον αυταρχικό χαρακτήρα των ατόμων μέσα από τεστ προσωπικότητας με έμμεσες ερωτήσεις.
Ύστερα χρόνια στη Φρανκφούρτη (1949-1969)
Μετά τον πόλεμο, ο Αντόρνο, που νοσταλγούσε την πατρίδα του, δεν δίστασε για πολύ πριν επιστρέψει στην Γερμανία. Λόγω της επιρροής του Χορκχάιμερ του αποδόθηκε μια καθηγητική έδρα στη Φρανκφούρτη το 1949/1950, επιτρέποντάς του να συνεχίσει την ακαδημαϊκή του καριέρα μετά από παρατεταμένη απουσία.
Αυτό κορυφώθηκε με την τοποθέτηση του διπλά ως Ordinarius (στην φιλοσοφία και την κοινωνιολογία). Στο Ινστιτούτο, το οποίο ήταν συνδεδεμένο με το Πανεπιστήμιο, η ηγετική θέση του Αντόρνο έγινε ολοένα και περισσότερο εμφανής, ενώ ο Χορκχάιμερ, που ήταν οκτώ έτη μεγαλύτερος, σταδιακά αποσύρθηκε, αφήνοντας στον νεότερο φίλο του την αποκλειστική διεύθυνση του Ινστιτούτου το 1958/1959.
Η συλλογή του από αφορισμούς, στα Minima Moralia, οδήγησε σε μεγαλύτερη αναγνώριση του στην μεταπολεμική Γερμανία όταν δημοσιεύθηκε από τον νεοϊδρυμένο εκδοτικό οίκο του Peter Suhrkamp. Το έργο εξύψωσε τον Αντόρνο στο επίπεδο μια θεμελιώδους μορφής διανοουμένου στην Δυτική Γερμανία, αφού η τελευταία προσπάθειά του να αναμιχθεί σε μια έρευνα στις ΗΠΑ το 1953, απέτυχε.
Τα τελευταία χρόνια (1967-1969)
Το 1966 η εξωκοινοβουλευτική αντιπολίτευση APO που σχηματίστηκε ενάντια στον μεγάλο κυβερνητικό συνασπισμό της Γερμανίας που αποτελούσαν τα δύο μεγάλα κόμματα CDU/CSU και το SPD, στρεφόμενη κυρίως ενάντια στον Notstandgesetze (αναγκαστικοί νόμοι της Γερμανίας του 1968).
Ο Αντόρνο υπήρξε φανερά κριτικός ενάντια σε αυτές τις πολιτικές, με την συμμετοχή σε μια εκδήλωση που διοργανώθηκε από την επιτροπή δράσης για την Demokratie im Notstand ("Δημοκρατία σε κατάσταση ανάγκης"). Όταν ο φοιτητής Benno Ohnesorg πυροβολήθηκε από έναν αστυνομικό σε μια διαδήλωση ενάντια σε μια επίσκεψη του Σάχη του Ιράν, η αριστερή οργάνωση APO ριζοσπαστικοποιήθηκε ολοένα και περισσότερο και τα πανεπιστήμια μετατράπηκαν σε έναν τόπο αναταραχής.
Σε έναν μεγάλο βαθμό ήταν φοιτητές του Αντόρνο που ερμήνευσαν μια θεωρία της εξέγερσης, περνώντας με τον τρόπο αυτόν στην 'πράξη' από την 'Κριτική θεωρία'. Έχει ειπωθεί ότι ο Αντόρνο ζήτησε την βοήθεια της αστυνομίας για να διώξει του φοιτητές που είχαν καταλάβει το Ινστιτούτο της Φρανκφούρτης υπό τον φόβο των βανδαλισμών.
Για τον λόγο αυτόν ειδικά ο Αντόρνο έγινε στόχος της δράσης των φοιτητών. Αυτός άσκησε σκληρή κριτική στην αντι-θεωρητική στάση της Αριστεράς του 1960, την οποία αποκαλούσε "ψευδο-δράση" επιχειρώντας να ξεπεράσει την διάκριση θεωρίας και πράξης αλλά όντας παγιδευμένη στην ίδια της την δημοσιότητα.
Επιχειρηματολόγησε αντιθέτως υπέρ της "ανοιχτής σκέψης": "Πάνω από κάθε ειδικό και μερικό περιεχόμενο, η σκέψη είναι στην πραγματικότητα και πάνω απ΄όλα η δύναμη της αντίστασης". Στην άλλη πλευρά του φάσματος, η Δεξιά τον κατηγόρησε ότι παρείχε την θεωρητική βάση για την βία των αριστεριστών.
Το 1969 έγιναν ταραχές μέσα στην αίθουσα διδασκαλίας του, με πιο γνωστό το περιστατικό όταν νεαρές φοιτήτριες κατέλαβαν την έδρα του επιδεικνύοντας γυμνά τα στήθη τους. Οι ταραχές αυξήθηκαν στον βαθμό που ανάγκασαν τον Αντόρνο να διακόψει τη σειρά των διαλέξεων του.
Σε ένα γράμμα προς τον Σάμουελ Μπέκετ, έγραψε : "Το αίσθημα του να δέχεσαι ξαφνικά επίθεση ως αντιδραστικός τουλάχιστον περιέχει μια νότα έκπληξης."
Ένας βιογράφος του Αντόρνο, ο Stefan-Müller Doohm, ισχυρίζεται ότι αυτός είχε πειστεί ότι οι επιθέσεις από τους φοιτητές κατευθύνονταν εναντίον των θεωριών του εξίσου όσο και εναντίον του προσώπου του και ότι φοβόταν ότι η τρέχουσα πολιτική κατάσταση μπορούσε να οδηγήσει σε ολοκληρωτισμό.
Έφυγε με την γυναίκα του για διακοπές στην Ελβετία. Παρά τις προειδοποιήσεις του γιατρού του, επιχείρησε να ανέβει σε ένα βουνό ύψους 3,000 μέτρων, με αποτέλεσμα να πάθει ταχυκαρδία.
Την ίδια μέρα, μαζί με την γυναίκα του οδήγησε στην γειτονική πόλη Βισπ, όπου υπέφερε από ταχυκαρδίες για άλλη μια φορά. Μεταφέρθηκε στην κλινική της πόλης του. Το πρωί της επόμενης μέρας, στις 6 Αυγούστου, πέθανε από καρδιακή ανακοπή.
Τα τελευταία χρόνια (1967-1969)
Το 1966 η εξωκοινοβουλευτική αντιπολίτευση APO που σχηματίστηκε ενάντια στον μεγάλο κυβερνητικό συνασπισμό της Γερμανίας που αποτελούσαν τα δύο μεγάλα κόμματα CDU/CSU και το SPD, στρεφόμενη κυρίως ενάντια στον Notstandgesetze (αναγκαστικοί νόμοι της Γερμανίας του 1968).
Ο Αντόρνο υπήρξε φανερά κριτικός ενάντια σε αυτές τις πολιτικές, με την συμμετοχή σε μια εκδήλωση που διοργανώθηκε από την επιτροπή δράσης για την Demokratie im Notstand ("Δημοκρατία σε κατάσταση ανάγκης").
Όταν ο φοιτητής Benno Ohnesorg πυροβολήθηκε από έναν αστυνομικό σε μια διαδήλωση ενάντια σε μια επίσκεψη του Σάχη του Ιράν, η αριστερή οργάνωση APO ριζοσπαστικοποιήθηκε ολοένα και περισσότερο και τα πανεπιστήμια μετατράπηκαν σε έναν τόπο αναταραχής. Σε έναν μεγάλο βαθμό ήταν φοιτητές του Αντόρνο που ερμήνευσαν μια θεωρία της εξέγερσης, περνώντας με τον τρόπο αυτόν στην 'πράξη' από την 'Κριτική θεωρία'.
Έχει ειπωθεί ότι ο Αντόρνο ζήτησε την βοήθεια της αστυνομίας για να διώξει του φοιτητές που είχαν καταλάβει το Ινστιτούτο της Φρανκφούρτης υπό τον φόβο των βανδαλισμών. Για τον λόγο αυτόν ειδικά ο Αντόρνο έγινε στόχος της δράσης των φοιτητών. Αυτός άσκησε σκληρή κριτική στην αντι-θεωρητική στάση της Αριστεράς του 1960, την οποία αποκαλούσε "ψευδο-δράση" επιχειρώντας να ξεπεράσει την διάκριση θεωρίας και πράξης αλλά όντας παγιδευμένη στην ίδια της την δημοσιότητα.
Επιχειρηματολόγησε αντιθέτως υπέρ της "ανοιχτής σκέψης": "Πάνω από κάθε ειδικό και μερικό περιεχόμενο, η σκέψη είναι στην πραγματικότητα και πάνω απ΄όλα η δύναμη της αντίστασης". Στην άλλη πλευρά του φάσματος, η Δεξιά τον κατηγόρησε ότι παρείχε την θεωρητική βάση για την βία των αριστεριστών.
Το 1969 έγιναν ταραχές μέσα στην αίθουσα διδασκαλίας του, με πιο γνωστό το περιστατικό όταν νεαρές φοιτήτριες κατέλαβαν την έδρα του επιδεικνύοντας γυμνά τα στήθη τους. Οι ταραχές αυξήθηκαν στον βαθμό που ανάγκασαν τον Αντόρνο να διακόψει τη σειρά των διαλέξεων του.
Σε ένα γράμμα προς τον Σάμουελ Μπέκετ, έγραψε : "Το αίσθημα του να δέχεσαι ξαφνικά επίθεση ως αντιδραστικός τουλάχιστον περιέχει μια νότα έκπληξης."
Ένας βιογράφος του Αντόρνο, ο Stefan-Müller Doohm, ισχυρίζεται ότι αυτός είχε πειστεί ότι οι επιθέσεις από τους φοιτητές κατευθύνονταν εναντίον των θεωριών του εξίσου όσο και εναντίον του προσώπου του και ότι φοβόταν ότι η τρέχουσα πολιτική κατάσταση μπορούσε να οδηγήσει σε ολοκληρωτισμό.
Έφυγε με την γυναίκα του για διακοπές στην Ελβετία. Παρά τις προειδοποιήσεις του γιατρού του, επιχείρησε να ανέβει σε ένα βουνό ύψους 3,000 μέτρων, με αποτέλεσμα να πάθει ταχυκαρδία. Την ίδια μέρα, μαζί με την γυναίκα του οδήγησε στην γειτονική πόλη Βισπ, όπου υπέφερε από ταχυκαρδίες για άλλη μια φορά. Μεταφέρθηκε στην κλινική της πόλης του. Το πρωί της επόμενης μέρας, στις 6 Αυγούστου, πέθανε από καρδιακή ανακοπή.
Καρλ Τσάις, ήταν οπτικός γνωστός για την εταιρεία που ίδρυσε, με την επωνυμία Carl Zeiss Jena
Καρλ Τσάις
Ο Καρλ Τσάις, ήταν οπτικός γνωστός για την εταιρεία που ίδρυσε, με την επωνυμία Carl Zeiss Jena (σήμερα: Carl Zeiss AG). (Carl Zeiss, 11 Σεπτεμβρίου 1816 – 3 Δεκεμβρίου 1888)
Έκανε μεγάλες συνεισφορές στην κατασκευή φακών και βοήθησε στην παραγωγή των σύγχρονων φακών για γυαλιά.
Αρχικά οι φακοί που κατασκεύαζε χρησιμοποιούνταν μόνο για την παραγωγή μικροσκοπίων, όμως μετά την εφεύρεση της φωτογραφικής μηχανής, η εταιρεία του άρχισε να κατασκευάζει και φακούς ποιότητας για φωτογραφικές μηχανές.
Ξεκίνησε το σχολείο του στην προαυτοκρατορική Γερμανία και ανέλαβε να μάθει την τέχνη στο πλευρό του μηχανικού Φρίντριχ Κέρνερ. Εν συνεχεία παρακολούθησε μαθήματα μαθηματικών, πειραματικής φυσικής, ανθρωπολογίας, ορυκτολογίας και οπτικής στο Πανεπιστήμιο της Ιένα.
Έπειτα από επτά χρόνια ξεκίνησε ένα μικρό εργαστήριο χωρίς να διαθέτει σχεδόν καθόλου εργαλεία. Κατασκεύασε πολλούς φακούς, αλλά η αναγνωρισιμότητά του ήταν ελάχιστη ως το 1847.
Μετέπειτα ζωή
Το 1847 ο Καρλ Τσάις ξεκίνησε να κατασκευάζει φακούς για μικροσκόπια και εργαζόταν με πλήρες ωράριο. Η πρώτη του καινοτομία ήταν ένα απλό μικροσκόπιο, που προοριζόταν για ανατομική εργασία. Τον πρώτο χρόνο της παραγωγής πωλήθηκαν 23 κομμάτια.
Σύντομα αποφάσισε να κατασκευάσει διαφορετικά μικροσκόπια και το πρώτο μικροσκόπιο που ονόμασε Stand I κυκλοφόρησε στην αγορά το 1857.
Για τα σχέδιά του τιμήθηκε το 1861 με το χρυσό μετάλλιο της Βιομηχανικής Έκθεσης της Θουριγγίας.
Άρχισε να συνεργάζεται με τον φυσικό Ερνστ Άμπε το 1872.
Το 1886 ο τελευταίος συνεργάστηκε με τον νεαρό χημικό Ότο Σκοτ και παρήγαγαν έναν νέο τύπο γυαλιού. Έτσι, κατασκευάστηκαν αποχρωματικά μικροσκόπια.
Ο γιος του Τσάις εισήλθε στην εταιρεία του πατέρα του, αποχώρησε όμως μετά το θάνατο του Καρλ, στις 3 Δεκεμβρίου του 1888.
Η επιχείρηση ενσωματώθηκε στην Carl-Zeiss-Stiftung το 1889. Σύντομα απέκτησε διεθνή φήμη για την κατασκευή φακών και οπτικών οργάνων όλων των τύπων, ενώ λειτουργεί και σήμερα.
Εμιλί ντυ Σατλέ, ήταν Γαλλίδα φυσικός, μαθηματικός και συγγραφέας
Εμιλί ντυ Σατλέ
Η Εμιλί ντι Σατλέ, ήταν Γαλλίδα φυσικός, μαθηματικός και συγγραφέας. (Gabrielle-Emilie le Tonnelier de Breteuil, Marquise du Chastellet-Laumont, 17 Δεκεμβρίου 1706 - 10 Σεπτεμβρίου 1749)
Συγκαταλέγεται μεταξύ των σημαντικότερων γυναικών επιστημόνων, ζώντας μάλιστα σε μία εποχή κατά την οποία οι κοινωνικές συνθήκες δεν ευνοούσαν την εκπαίδευση των γυναικών. Σημαντικότερη συνεισφορά της θεωρείται η μετάφραση και ο σχολιασμός του έργου του Νεύτωνα Principia Mathematica.
Η Εμιλί ντι Σατλέ γεννήθηκε στις 17 Δεκεμβρίου του 1706, στο Παρίσι. Ανήκε σε οικογένεια της ανώτερης κοινωνικής τάξης και ο πατέρας της ήταν στην υπηρεσία του Λουδοβίκου ΙΔ΄. Δεν διέθετε αξιόλογη εξωτερική εμφάνιση: ήταν ψηλή και ιδιαιτέρως αδέξια, τόσο ώστε οι γονείς της να προσλάβουν δασκάλους για αθλητικές δραστηριότητες και καλλιτεχνικές δραστηριότητες, όπως χορό, ιππασία, ξιφασκία, γυμναστική, μουσική -έπαιζε αρπίχορδο σχετικά ικανοποιητικά- ακόμα και για την τέχνη του ηθοποιού, στην οποία φαίνεται πως διέθετε ταλέντο. Από νεαρή ηλικία έδειξε σαφή προτίμηση στα μαθηματικά, στις γλώσσες και τις φυσικές επιστήμες. Ο πατέρας της την ενθάρρυνε, αντιλαμβανόμενος την έφεσή της, αν και, σύμφωνα με τις αντιλήψεις της εποχής, οι γυναίκες συνήθως δε σπούδαζαν ή διδάσκονταν ορισμένα στοιχειώδη μαθήματα στο σπίτι, έχοντας ως κύριο στόχο την επίτευξη ενός επιτυχημένου γάμου.
Η Εμιλί ντι Σατλέ μελέτησε επίσης φιλοσοφία και λογοτεχνία και ήρθε σε επαφή με έργα των Tasso, Οράτιου, Βιργίλιου, Κικέρωνα, Λουκρήτιου, Μίλτον και άλλων, εκπονώντας μάλιστα μια γαλλική μετάφραση της Αινειάδας. Παρά την κλίση της στον τομέα των γλωσσών, η αληθινή αγάπη της ήταν τα μαθηματικά κι η φιλοσοφία. Η στροφή στη συστηματικότερη μελέτη τους ενθαρρύνθηκε από έναν οικογενειακό φίλο, τον Μ. de Mezieres, που αναγνώρισε το ταλέντο της. Επίσης όμως, θα μπορούσε να 'χε δει, από τις μεγάλες δεξιώσεις στο σπίτι, όλους τους μεγάλους μαθηματικούς, όπως πχ. ο Bernard de Fontenelle, ή φιλοσόφους της εποχής, -όπως ο Βολταίρος- που παρήλαυναν εκεί κατά καιρούς.
Οι εργασίες της στα μαθηματικά, -σύμφωνα με τον Μεζιέρ- ήταν «θηλυκές», αλλά σπάνιας πειθαρχίας, ουσιαστικές κι εντυπωσιακές. Ο πατέρας της έλεγε: «Η πιο μικρή μου κόρη επιδεικνύει το μυαλό της τρομάζοντας τους υποψήφιους γαμπρούς». Έτσι, αποφάσισε να την τοποθετήσει στο Συμβούλιο των Βερσαλλιών κι εκείνη εντυπωσιάστηκε από το κλίμα που επικρατούσε εκεί, ωστόσο δεν άλλαξε τις πεποιθήσεις της. Της άρεσε πολύ η γοητεία, η υπερβολή κι η κοσμική ζωή που συνάντησε, παράλληλα, όσο μεγάλωνε, γινόταν όλο και πιο θερμή, όσον αφορά στην ερωτική της ζωή. Αυτό φαίνεται κι από τις πολλές της ερωτικές σχέσεις πριν αλλά και κατά τη διάρκεια του γάμου της.
Επέλεξε ως σύζυγο τον 34χρονο αυλικό και στρατιωτικό Mαρκήσιο Florent-Claude Chastellet -τον λιγότερο αντιπαθητικό και πιο αξιόλογο από όσους την περιτριγύριζαν. Ο γάμος τελέστηκε με όλες τις αρμόζουσες τιμές, στις 20 Ιουνίου. Η Σατλέ είχε ήδη θέσει όρους, σύμφωνα με τους οποίους δεν επρόκειτο να σταματήσει τις μελέτες της και πως δεν θα άλλαζε τον τρόπο ζωής της όσον αφορά στις αγαπημένες της συνήθειες, συμπεριλαμβανομένης και της τάσης της προς την απιστία. Ο Μαρκήσιος δέχθηκε στο σύνολό τους τις προτάσεις της, με μόνη σημείωση να μην τον ρεζιλέψει ποτέ. Ο γάμος τους κράτησε μέχρι το θάνατό της. Τα δυο επόμενα χρόνια απέκτησε μαζί του δυο παιδιά, τη Francoise Gabriel Pauline, στις 30 Ιουνίου 1726 και τον Louis Marie Florent στις 20 Νοεμβρίου 1727. Τον επόμενο χρόνο, στα 1728, έχασε τον πατέρα της κι έκανε πολλές επισκέψεις στη μητέρα της στη Creteil. Tην 1η Απριλίου 1733 έκανε άλλον ένα γιο που όμως δεν έζησε πολύ, καθώς πέθανε τον Σεπτέμβριο του επόμενου έτους. Νωρίτερα, είχε γνωρίσει τον Βολταίρο.
Μετά τον γάμο της δε σταμάτησε να ζει έντονα, συνέχισε ανεμπόδιστα, παρά τις εγκυμοσύνες, να δημιουργεί ερωτικές σχέσεις. Παράλληλα, συγκέντρωσε τους καλύτερους δασκάλους της εποχής για να συνεχίσει τις μελέτες της. Κάποιοι απ' αυτούς ήταν ο διάσημος Γάλλος μαθηματικός κι αστρονόμος της εποχής, ο Pierre Louis de Maupertuis, ο Κλερώ (κι οι δυο υπήρξαν εραστές της), και ο γνωστός φυσικομαθηματικός Koenig. Παλιότερα, είχε ερωτευτεί έναν παλαιό αξιωματικό της φρουράς, που είχε παραιτηθεί για να ασχοληθεί με τη Φυσική, τον Δούκα του Ρισελιέ, ο οποίος την ενθάρρυνε στη μελέτη και της συνέστησε, μάλιστα, τους κορυφαίους δασκάλους. Όταν εκείνος αναχώρησε το 1730 για μια επιστημονική αποστολή στον πόλο, η Σατλέ πληγώθηκε, αλλά έμεινε ελεύθερη.
Η γνωριμία της με τον Βολταίρο, ο οποίος τη γνώριζε από παιδί συχνάζοντας στο σπίτι της οικογένειάς της και σε δεξιώσεις, επέφερε σημαντικές αλλαγές στη ζωή της. Γνωρίστηκαν μια βραδιά του 1733 στην Όπερα, κι αργότερα ήρθαν πιο κοντά στους γάμους του Δούκα του Ρισελιέ, του πρώην εραστή της. Σύντομα διαπίστωσαν πως σκέφτονταν με παρόμοιο τρόπο, ερωτεύτηκαν και δημιούργησαν σχέση. Ο Βολταίρος ήταν πάλι κυνηγημένος από το γαλλικό καθεστώς κι εκείνη τον έκρυψε στον πύργο της στο Cirey, όπου της μετέφερε τις γνώσεις του από την εξορία του στην Αγγλία και πιο συγκεκριμένα τις θεωρίες του Νεύτωνα. Εκείνη δεν συμφωνούσε με τον συλλογισμό του Νεύτωνα πως η ενέργεια χάνεται και πως ο παντοδύναμος την αναπληρώνει σαν κάποιος που κουρντίζει συνεχώς το μηχανοκίνητο ρολόι του σύμπαντος. Ο Βολταίρος αναγνώρισε το θάρρος της να αμφισβητήσει με το «ιερό τέρας» των μαθηματικών, αναγνωρίζοντας την εκπληκτική δύναμη, προσπάθεια και προσήλωση στις μελέτες της και μάλιστα όντας γυναίκα.
Είχα κουραστεί από τη τεμπέλικη, καβγατζίδικη ζωή του Παρισιού», θυμόταν αργότερα εκείνος, «από τα βασιλικά προνόμια, τους κομματισμούς, τις ίντριγκες και τις δολοπλοκίες ανάμεσα στους μορφωμένους. Το 1733 συνάντησα μια νεαρή κυρία που συνέβαινε να σκέφτεται σχεδόν όπως εγώ...
Μαζί μοιράζονταν βαθιά τα ενδιαφέροντα για τη πολιτική μεταρρύθμιση και κυρίως μοιράζονταν τη κλίση για τη προαγωγή της επιστήμης. Ο σύζυγός της είχε έναν εγκαταλελειμμένο πύργο στο Cirey-sur-Blaise, στη NA Γαλλία, τον οποίο παραχώρησε στη Σατλέ ως χώρο μελέτης και έρευνας. Εκείνη, μαζί με τον Βολταίρο, προχώρησε στην ανακαίνισή του, την ίδια εποχή που αποφάσισε να αλλάξει την ορθογραφία του ονόματός της, μετατρέποντας το επώνυμο Chastellet σε Chatelet.
Η ανακαίνιση του πύργου διήρκεσε δυο χρόνια και πραγματοποιήθηκε κυρίως με έξοδα του ενθουσιασμένου φιλοσόφου. Ήταν πολύ ευχάριστος στην όψη, διαθέτοντας εκπληκτική θέα και θαυμάσιους κήπους. Οι δυο ερωτευμένοι μελετητές εγκαταστάθηκαν εκεί. Η Σατλέ είχε δικό της επαγγελματικό εργαστήριο, υπήρχε μια προσωπική πτέρυγα για τον Βολταίρο, καθώς και ένας διακριτικός διάδρομος που συνέδεε την κρεβατοκάμαρά του με τη δική της. Οι περιστασιακοί επισκέπτες από τις Βερσαλλίες, έβλεπαν μιαν όμορφη γυναίκα να μένει πρόθυμα μέσα, δουλεύοντας στο γραφείο της μέχρι αργά το απόγευμα, με είκοσι κεριά γύρω από σωρούς υπολογισμών και μεταφράσεων. Ο προηγμένος επιστημονικός εξοπλισμός είχε τοποθετηθεί στη μεγάλη αίθουσα. Δημιούργησα μια μεγάλη επιστημονική βιβλιοθήκη κι ένα επιστημονικό εργαστήριο με τον πιο σύγχρονο εξοπλισμό της Ευρώπης.
Όταν τους επισκέφτηκε ο Henault, έγραψε χαρακτηριστικά:
Ο πύργος έχει θαυμάσια θέα. Οι δυο τους είναι βυθισμένοι στις ασχολίες τους: Εκείνος γράφει στίχους στο γραφείο του κι εκείνη με τρίγωνα και διαβήτες στο δικό της να μελετά. Η αρχιτεκτονική του σπιτιού είναι ρομαντική κι εκπληκτικά θαυμάσια.
Ο Βολταίρος ερχόταν στο γραφείο της, όχι μόνο γιατί ήθελε να κουβεντιάσουν για τον έρωτά τους, αλλά και για να αντιπαραβάλει τα λατινικά κείμενα του Νεύτωνα με κάποια από τα πιο πρόσφατα σχόλια των Ολλανδών. Μερικές φορές η Ντι Σατλέ πλησίασε πολύ στο να κάνει το αρχικό άλμα προς τις μελλοντικές ανακαλύψεις. Εκτέλεσε μια παραλλαγή του πειράματος του Λαβουαζιέ με τη σκουριά και αν οι κλίμακες που ήταν σε θέση να επεξεργαστεί μηχανικά ήταν ελάχιστα πιο ακριβείς, ίσως να ήταν εκείνη που θα είχε ανακαλύψει πρώτη το νόμο της διατήρησης της μάζας πριν ακόμη γεννηθεί ο Λαβουαζιέ.
Το 1737 ο Βολταίρος υπέβαλε μια εργασία στη Γαλλική Ακαδημία Τεχνών, για το βραβείο εκείνης της χρονιάς, ενώ το ίδιο έκανε και η Σατλέ κρυφά. Το βραβείο κέρδισε τελικά ο Όιλερ. Οι επιστήμονες που επισκέπτονταν τον πύργο της, όπως ο Κένιχ κι ο Μπερνούλι, έμεναν συχνά επί εβδομάδες ή και μήνες. Ο Βολταίρος ήταν ευχαριστημένος που η εύθραυστη, νευτώνεια επιστήμη κέρδιζε έδαφος μέσω των προσπαθειών τους, αλλά εκείνη ήταν η αληθινή ερευνήτρια του φυσικού κόσμου κι εκείνη που αποφάσισε πως υπήρχε ένα βασικό ερώτημα στην έρευνα του οποίου έπρεπε να στραφεί, σχετικά με τη φύση της ενέργειας.
Η επιστημονική κοινότητα ήταν διχασμένη, καθώς η αγγλόφωνη υποστήριζε τον Νεύτωνα και η γερμανόφωνη τον Λάιμπνιτς, ωστόσο η ντι Σατλέ από τη Γαλλία έδωσε την τελική απάντηση:
"Νεύτωνα κάνεις λάθος. Η ενέργεια εξαρτάται από το τετράγωνο της ταχύτητας. Ο Θεός χρειάστηκε στην αρχή αλλά όχι και στη συνέχεια"!
Στον πύργο της σχεδίασε και πραγματοποίησε το πείραμα που αποδείκνυε τη θέση της. Το τετράγωνό της ταχύτητας θα εμφανιζόταν και στην διάσημη εξίσωση του Αϊνστάιν πολλές εκατονταετίες μετά. Μετά την ανακάλυψή της ταξίδευσε με τον Βολταίρο, διασκεδάζοντας και συνεχίζοντας να κάνει υπολογισμούς, μεταφράζοντας, γράφοντας και παράλληλα σκανδαλίζοντας το Παρίσι με τη συμπεριφορά της.
Η Σατλέ εξοικειώθηκε με τη θεωρία του Λάιμπνιτς για τον τύπο της κινητικής ενέργειας και προσπάθησε να τον αποδείξει, καταλήγοντας τελικά στην πρώτη δημοσιευμένη εργασία της, που κυκλοφόρησε με τίτλο Institutions De Physique (Όργανα Φυσικής) και γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Επίσης μετέφρασε όλα τα γνωστά βιβλία του Νεύτωνα για τις βασικές αρχές των μαθηματικών στα γαλλικά, για πρώτη φορά, και προσέθεσε κι ένα δικό της βιβλίο με τίτλο Algebraical Commentary (Αλγεβρικά Σχόλια), βιβλίο δυσνόητο που λίγοι εκλεκτοί μαθηματικοί ήταν σε θέση να κατανοήσουν. Επίσης ανέλαβε να μεταφράσει το έργο του Mandeville The Fable Of The Bees, στα γαλλικά, ένα παράξενο κείμενο ηθογραφικού χαρακτήρα. Δεν το μετέφρασε απλώς, παρέλειψε μερικά κομμάτια, προσέθεσε μερικά άλλα και μια εισαγωγή σχετικά με τη θέση της γυναίκας εκείνη την εποχή:
Αισθάνομαι όλο το βάρος της προκατάληψης που τόσο μας αποκλείει, παγκοσμίως, από τις επιστήμες. Κι είναι τόσο πολύ αντιφατικό που με καταπλήσσει πάντα, όταν βλέπω πως ο νόμος μας επιτρέπει να καθορίσουμε τη μοίρα των μεγάλων εθνών, αλλά δε μας αφήνει καμία θέση, κανένα δικαίωμα στην εκπαίδευση για να μάθουμε να σκεφτόμαστε για τούτο. Αφήνω τον αναγνώστη να συλλογιστεί γιατί, ποτέ κατά τη διάρκεια τόσων πολλών αιώνων, μια καλή τραγωδία, ένα καλό ποίημα, μια σεβαστή ιστορία, μια λεπτή ζωγραφική, ένα καλό βιβλίο στη φυσική, δεν έχει γίνει από γυναίκα. Γιατί αυτά τα πλάσματα η των οποίων η δυνατότητα μάθησης εμφανίζεται όμοια με των αντρών, φαίνονται να σταματιούνται από κάποια ακαταμάχητη δύναμη, αλλά μέχρι τότε που οι γυναίκες θα έχουν το λόγο να διαμαρτυρηθούν ενάντια στη μη εκπαίδευσή τους. Είμαι πεπεισμένη πως πολλές γυναίκες είναι είτε απληροφόρητες των ταλέντων τους λόγω της μη εκπαίδευσής τους είτε από μόνες τους θάβονται εξ αιτίας της προκατάληψης κι ελλείψει διανοητικού θάρρους. Η εμπειρία μου το επιβεβαιώνει αυτό.
Η συμπεριφορά της οδήγησε σε προστριβές με τον πρώην δάσκαλο κι εραστή της Μωπέρτιους. Όταν το 1740 εξέδωσε μια εργασία που προσπάθησε να ενσωματώσει τις θεωρίες των, Καρτέσιου, Νεύτωνα και Λάιμπνιτς, δέχθηκε τα πυρά του πρώην δασκάλου της, του Κένιχ, ο οποίος τη μήνυσε θεωρώντας πως τον αντέγραψε, ανασκευάζοντας απλά και μόνο τα μαθήματα που της έκανε. Όταν το θέμα συζητήθηκε επίσημα, κανείς δεν υποστήριξε τη Σατλέ, παρά το γεγονός πως η εργασία της ήταν πρωτότυπη. Ο Μ. Kline έγραψε για την εργασία:
Προσπάθησε να ενσωματώσει Καρτέσιο, Νεύτωνα, και τις ιδέες του Λάιμπνιτς. Στη φιλοσοφική πλευρά τα θέματα που συζητά είναι ελεύθερα: δύναμη και ρόλος του Θεού, η φύση του διαστήματος, αίτια και δύναμη. Φυσικά είναι γνωστό πως πριν τα μαθήματα του Κένιχ, η Εμιλί δε γνώριζε για τις ιδέες του Λάιμπνιτς μα τούτο το γεγονός δε κάνει αυτόματα το βιβλίο της, βιβλίο του, παρά μόνο πως απλά ήταν ο δάσκαλος της συγγραφέως
.
Το 1744 υπέβαλε στη Γαλλική Ακαδημία την εργασία της με τίτλο Dissertation Sur La Nature Et La Propagation Du Feu και αυτή τη φορά κέρδισε το βραβείο. Το 1745 ξεκίνησε ένα νέο φιλόδοξο πόνημα: τη μετάφραση από την 3η λατινική έκδοση του Μathematica Ρrincipia Νaturalis Philosophiae του Νεύτωνα, που είχε εκδοθεί το 1726 στο Λονδίνο από τον εκδότη H. Pemberton, υπό την επίβλεψη του ίδιου του συγγραφέα. Την επόμενη χρονιά εξασφάλισε την άδεια να το εκδώσει με βασιλικό προνόμιο. Στην εισαγωγή αυτού του βιβλίου που τελικά θα εκδοθεί οριστικά και πλήρες το 1759, ο Βολταίρος έγραψε:
Η κυρία ντι Σατλέ, παράσχει διπλήν υπηρεσία στο Μέλλον με τη μετάφρασή της αυτή του Principia και του εμπλουτισμού του με τα σχόλιά της. Όσον αφορά στα αλγεβρικά σχόλια, είναι πολύ περισσότερο από μια μετάφραση. Βάσισε τούτο το μέρος στους υπολογισμούς του Clairaut, έλυσε τους υπολογισμούς, ο ίδιος ο Clairaut έλεγξε, αλλά αυτοί επιβεβαιώθηκαν κι από ένα τρίτο άτομο, έτσι ώστε να 'ναι αδύνατο να γλιστρήσει κάποιο λάθος, από παράλειψη ή απροσεξία, στην εργασία τούτη. Είναι καταπληκτικό που μια γυναίκα κατάφερε να φέρει σε πέρας μια τέτοιαν εργασία...
Αυτή η δουλειά την απορρόφησε πάρα πολύ. Εν τω μεταξύ, η σχέση της με τον Βολταίρο τελείωσε. Έχει ερωτευτεί, από την Άνοιξη του 1748, ένα νεαρό αυλικό κι ελάσσονα ποιητή, ονόματι Marquis de Saint-Lambert, από τον οποίο έμεινε ξανά έγκυος, στα 43 της. Παρά την ηλικία της και τους φόβους πως δεν θα επιζούσε από τη γέννα, αποφάσισε να κρατήσει το παιδί. Προκειμένου να μην εκθέσει το σύζυγό της, όπως του είχε υποσχεθεί, συμβουλεύτηκε τον Βολταίρο με τον οποίο συνέχιζαν να είναι καλοί φίλοι. Εκείνος της συνέστησε να προσποιηθεί πως το παιδί είναι του άντρα της, όπως και συνέβη. Η Σατλέ συνέχισε να εργάζεται, ακόμα πιο εντατικά και με προγραμματισμό, εγκαταλείποντας τελείως τη κοσμική ζωή, με εξαίρεση την σπάνια υποδοχή λίγων φίλων.
Τη 1η Σεπτέμβρη του 1749, παρέδωσε το έργο και τρεις μέρες μετά γέννησε ένα κορίτσι. Το παιδί πέθανε μετά από πέντε ημέρες, ενώ η ίδια καταπονήθηκε σημαντικά από τη γέννα. Σε συνδυασμό με μια μόλυνση, κατέπεσε με ψηλό πυρετό κι έτσι, δέκα μέρες μετά τη γέννα πέθανε παρουσία του συζύγου της, του Βολταίρου και του νεαρού μαρκήσιου. Η Γαλλία είχε κερδίσει τη μοναδική ακόμα και μέχρι σήμερα μετάφραση της Principia στα γαλλικά, (ανατυπώθηκε το 1966), χάνοντας μια πάρα πολύ σπουδαία γυναίκα και επιστήμονα. Μια γυναίκα που ντύθηκε άντρας για να μπει στους επιστημονικούς κύκλους. Ντύθηκε άντρας για να μπορεί να συναναστρέφεται τους διανοούμενους της εποχής. Ντυνόταν άντρας κι αργότερα, όταν είχε γίνει γνωστή, για να προκαλεί τα ήθη της εποχής.
Γιόχαν Μπέρνχαρντ Μπάζεντοβ, ήταν Γερμανός θεολόγος, παιδαγωγός, συγγραφέας και φιλάνθρωπος
Γιόχαν Μπάζεντοβ
Ο Γιόχαν Μπέρνχαρντ Μπάζεντοβ, ήταν Γερμανός θεολόγος, παιδαγωγός, συγγραφέας και φιλάνθρωπος. (γερμ. Johann Bernhard Basedow, 11 Σεπτεμβρίου 1724 - 25 Ιουλίου 1790)
Γεννήθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου του 1724 στο Αμβούργο. Ο πατέρας του εξασκούσε το επάγγελμα του κατασκευαστή περουκών.
Άρχισε να σπουδάζει θεολογία στο πανεπιστήμιο της Λειψίας και συνέχισε στο πανεπιστήμιο του Κίελου, όπου και αποφοίτησε.
Στο Κίελο αναγορεύτηκε Μάγιστρος το 1752.
Διορίστηκε καθηγητής της ηθικής, ρητορικής και θεολογίας στην Ιπποτική Ακαδημίας της Δανίας.
Έγραψε και δημοσίευσε διάφορα συγγράμματα περί ρασιοναλισμού, με αποτέλεσμα να έρθει σε θεολογική ρήξη με την εκκλησία και να μετατεθεί το 1761 σε κάποιο άλλο γυμνάσιο στην Άλτονα και εν συνεχεία να απολυθεί το 1767.
Ο Μπάζεντοβ ήταν ο κορυφαίος διανοούμενος των φιλανθρώπων, μιας ανακαινιστικής κίνησης παιδαγωγών την εποχή του διαφωτισμού.
Οι φιλάνθρωποι πίστευαν ότι ο κάθε άνθρωπος είναι χρήσιμος για την κοινωνία, και ήθελαν να επιφέρουν ένα νέο σύστημα μόρφωσης, με το οποίο θα πετύχαιναν κοινωνικές αλλαγές, σύμφωνες με το πνεύμα του διαφωτισμού.
Το 1771 δέχτηκε πρόσκληση του Δούκα Λέοπολντ Γ' στην Ντέσαου, όπου ίδρυσε και οργάνωσε την Φιλανθρωπινή Σχολή (Philanthropinum), στην οποία μπορούσαν να εγγραφούν μαθητές οποιασδήποτε προέλευσης. Η συρροή των μαθητών ήταν αθρόα και μεγάλη, ενώ κορυφαίοι παιδαγωγοί του διαφωτισμού έγιναν διδάσκαλοι.
Το 1793 η σχολή έκλεισε λόγω συνεχών διαπληκτισμών μεταξύ των καθηγητών, ενώ υπήρχαν επίσης οργανωτικά και οικονομικά προβλήματα. Ο Μπάζεντοβ όμως είχε ήδη παραιτηθεί το 1776, διότι είδε ότι οι στόχοι του δεν μπορούσαν να εκπληρωθούν, ενώ κατηγορήθηκε ότι δεν είχε διοικητικές ικανότητες, αρκετές για να διευθύνει το νεοσυσταθέν εκπαιδευτικό ίδρυμα.
Απεβίωσε στις 25 Ιουλίου 1790 στο Μαγδεμβούργο.
Προς τιμή του ονομάστηκε δρόμος στο Αμβούργο, Μαγβεμβούργο και Ντέσαου.
Λουδοβίκος Δ΄ της Γαλλίας, αποκαλούμενος και ως Υπερπόντιος, ήταν βασιλιάς των Δυτικών Φράγκων
Λουδοβίκος Δ΄ της Γαλλίας
Ο Λουδοβίκος Δ΄ της Γαλλίας (Louis IV d'Outremer, 10 Σεπτεμβρίου 920 – 10 Σεπτεμβρίου 954), αποκαλούμενος και ως Υπερπόντιος, ήταν βασιλιάς των Δυτικών Φράγκων (936 – 954), μέλος του Οίκου των Καρολιδών, γιος του Καρόλου Γ΄ του Απλού και της Έντζιφου της Αγγλίας, κόρης του βασιλιά Εδουάρδου του πρεσβύτερου.
Σε ηλικία μόλις δύο ετών ο πατέρας του εκθρονίστηκε από τους ευγενείς, οι οποίοι τοποθέτησαν στην θέση του σαν βασιλιά τον Ροβέρτο Α΄, αλλά σε έναν χρόνο ο Ροβέρτος πέθανε και αντικαταστάθηκε από τον Ροδόλφο, δούκα της Βουργουνδίας. Ο σύμμαχος του Ροδόλφου, Ερβέρτος Β΄ του Βερμαντουά, αιχμαλώτισε τον πατέρα του Κάρολο, την μητέρα του και τον μικρό Λουδοβίκο και τους μετέφερε στην Αγγλία.
Ο Κάρολος πέθανε (929), αλλά ο Ροδόλφος βασίλεψε μέχρι το 936, όταν μια ομάδα ευγενών με επικεφαλής τον Ούγο τον μέγα, κόμη των Παρισίων, κάλεσαν στην Γαλλία τον Λουδοβίκο να έρθει να βασιλεύσει. Ο Ούγος ο μέγας φοβόταν μήπως ο αδελφός του Ροδόλφου, Ούγος ο Μέλας, θελήσει να καταλάβει τον θρόνο.
Ο Λουδοβίκος στέφθηκε βασιλιάς στις 19 Ιουνίου 936 από τον Άρταλντ της Ρεμς. Αλλά μετά τον ερχομό του ήρθε σε σύγκρουση με τον Ούγο και όλο το υπόλοιπο διάστημα της βασιλείας του ήταν γεμάτο εμφύλιες διαμάχες.
Πέθανε στις 10 Σεπτεμβρίου 954 λόγω των τραυμάτων που προκλήθηκαν από την πτώση του από άλογο.
Κληρονόμοι
Με τον γάμο του με την κόρη του Ερρίκου του κυνηγού, Γερβέργα της Σαξονίας, παιδιά του ήταν :
Λοθάριος της Γαλλίας
Κάρολος δούκας της Κάτω Λωρραίνης
Ματθίλδη, που παντρεύτηκε τον Κορράδο τον ειρηνικό βασιλιά της Βουργουνδίας.
Περισσότερα Άρθρα...
- Αλέξιος Β΄ Κομνηνός, Ρωμαίος Αυτοκράτορας
- Τσαρλς Σάντερς Περς, ήταν Αμερικανός φιλόσοφος, επιστήμονας της λογικής, μαθηματικός, μερικές φορές γνωστός και ως "ο πατέρας του πραγματισμού"
- Άλμπερτ Μάμερι, ήταν Άγγλος ανεξάρτητος οικονομολόγος και διάσημος ορειβάτης
- Μόρτιμερ Γουίλερ, ήταν Βρετανός αρχαιολόγος και ταξίαρχος του βρετανικού στρατού