Άρθρα
Νικόλαος Πολίτης, ήταν Έλληνας λαογράφος και καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και ο πρόδρομος της επιστήμης της λαογραφίας στην Ελλάδα
Νικόλαος Πολίτης
Ο Νικόλαος Πολίτης ήταν Έλληνας λαογράφος και καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Θεωρείται ως ο πρόδρομος της επιστήμης της λαογραφίας στην Ελλάδα. (Καλαμάτα, 3 Μαρτίου 1852 - Αθήνα, 12 Ιανουαρίου 1921)
Ο Νικόλαος Πολίτης γεννήθηκε στις 3 Μαρτίου 1852 στο χωριό Γιάννιτσα (Ελαιοχώριον Καλαμάτας) και μεγάλωσε στην Καλαμάτα, όπου και τελείωσε το σχολείο.
Παππούς του ήταν ο παπά-Νικόλαος Πολίτης συμμαχητής του Παπαφλέσσα στο Μανιάκι, ενώ ο πατέρας του Γεώργιος καταγόταν από το χωριό Γιαννιτσάνικα της επαρχίας Καλαμών και ήταν δικαστικός.
Από τα μαθητικά του χρόνια είχε αναπτύξει ενδιαφέρον για την παραδοσιακή ζωή και, ως μαθητής γυμνασίου ακόμα, άρχισε να συντάσσει μια χειρόγραφη εφημερίδα που λεγόταν Ο Φιλόπαις.
Αρχίζει να δημοσιεύει λαογραφικές μελέτες σε περιοδικά, όπως η «Ευτέρπη» η «Πανδώρα» η «Εστία», «Χρυσαλλίς», «Φιλόστοργος μήτηρ».
Το 1866 όταν ξεσπά η Κρητική επανάσταση επιχειρεί να καταταγεί εθελοντής σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών, αλλά τελικά ανακαλύφθηκε από τους γονείς του και επέστρεψε σε αυτούς.
Το 1868 με δική του πρωτοβουλία το Γυμνάσιο Καλαμάτας όπου φοιτούσε έδωσε παράσταση με τα έργα του Μολιέρου Ο Ακούσιος γάμος και ο χαρτοπαίκτης σε δική του μετάφραση, προκειμένου να συγκεντρωθούν χρήματα υπέρ των Κρητών προσφύγων που είχαν καταφύγει στη Μεσσηνία. Σπούδασε φιλολογία (1868-1872) και νομική (1874-1878) στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και το 1870 έγινε μέλος του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός».
Εξέδωσε από κοινού με τον Σπυρίδωνα Λάμπρο τα Νεοελληνικά Ανάλεκτα Παρνασσού. Απέκτησε τέσσερεις γιούς, μεταξύ τους τον πρωτότοκο φιλόλογο και κριτικό βιβλίου Γιώργο Πολίτη, τον σκηνοθέτη και θεατρικό κριτικό Φώτο Πολίτη και τον νεότερο, καθηγητή στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και ακαδημαϊκό Λίνο Πολίτη.
Το 1871 βραβεύτηκε για τη μελέτη του Νεοελληνική Μυθολογία. Στο διάστημα 1876-1880 παρακολούθησε σπουδές στο Μόναχο, ως υπότροφος της ελληνικής κυβέρνησης, τις οποίες ολοκλήρωσε στο Έρλανγκεν όπου έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα. Εκεί συνδέθηκε φιλικά με τον βυζαντινολόγο Καρλ Κρουμπάχερ.
Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα εργάστηκε αρχικά στη Βιβλιοθήκη της Βουλής συμβάλλοντας στην κατάταξη του υλικού της. Το 1882 ονομάστηκε υφηγητής της ελληνικής μυθολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και διετέλεσε ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος.
Στο Υπουργείο Παιδείας
Από το 1884 κατέλαβε θέσεις στο Υπουργείο Παιδείας, αρχικά ως Τμηματάρχης Μέσης Εκπαίδευσης (Απρίλιος 1884-Απρίλιος 1885) και έπειτα Γενικός Επιθεωρητής της δημοτικής εκπαίδευσης (Μάιος 1886-Δεκέμβριος 1887).
Από τη συνολική εκπαιδευτική κυβερνητική του θητεία θεωρούνται τομές στην ιστορία της εκπαίδευσης η εισαγωγή μαθημάτων των νέων ελληνικών στο λεγόμενο τότε ελληνικό σχολείο και αργότερα στο γυμνάσιο,η δραστική μείωση των ωρών διδασκαλίας των μαθημάτων της ιεράς ιστορίας και η μετωνυμία του μαθήματος σε θρησκευτικά, η δημιουργία του Βαρβάκειου Πρακτικού Λυκείου (1886),και η αποστολή εγκυκλίου τον Δεκέμβριο του 1887 στο διδακτικό προσωπικό με την οποία προτρεπόταν να συγκεντρώσει λαογραφικό υλικό.
Ακαδημαϊκή δράση
Το 1883 επιθυμώντας να συμβάλει στη δημιουργία εθνικής λογοτεχνικής παραγωγής εισηγείται την προκήρυξη διαγωνισμού για τη συγγραφή ελληνικού διηγήματος στον διευθυντή του περιοδικού Εστία Γεώργιο Κασδόνη.
Το 1890 έγινε καθηγητής Μυθολογίας και Ελληνικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, του οποίου διατέλεσε και πρύτανης.
Ο Πολίτης ήταν ο πρώτος που δίδαξε πολιτικές και σκηνικές αρχαιότητες και ιστορία θρησκευμάτων σε συγκριτική βάση πριν καθιερωθεί ως διδακτικό αντικείμενο στη θεολογική σχολή. Στο διάστημα 1889-1890 ήταν συνδιευθυντής του περιοδικού Εστία, μαζί με τον Γεώργιο Δροσίνη.
Όταν δημοσίευε κείμενα στην Εστία απέφευγε να παραθέτει το όνομά του θεωρώντας πως δεν ήταν αντιπροσωπευτικά της όλης δημιουργίας του.
Το 1908 ίδρυσε την Ελληνική Λαογραφική Εταιρεία (ο ίδιος είχε εισηγηθεί τον όρο «λαογραφία» ως αντίστοιχο των ευρωπαϊκών όρων Folklore και Volkskunde), το 1909 ξεκίνησε την έκδοση του περιοδικού «Λαογραφία» και το 1918 ίδρυσε το Λαογραφικό Αρχείο.
Ο θάνατος
Ο Πολίτης πέθανε στις 12 Ιανουαρίου 1921 «εκ στηθάγχης, ην επέτεινεν η μέχρι της τελευταίας του βίου στιγμής αδιάκοπος αυτού εργασία».
Αποτίμηση
Ο Πολίτης συστηματοποίησε το έργο της λαογραφίας, ώστε να καλύπτει όλο το φάσμα των εκδηλώσεων του παραδοσιακού βίου: μνημεία λόγου (τραγούδια, παροιμίες, ευχές, διηγήσεις κ.α.), κοινωνική οργάνωση, καθημερινή ζωή (ενδυμασία, τροφή, κατοικία), επαγγελματικό βίο (γεωργικό, ποιμενικό, ναυτικό), θρησκευτική ζωή, δίκαιο, λαϊκή φιλοσοφία και ιατρική, μαγεία και δεισιδαιμονικές συνήθειες, λαϊκή τέχνη, χορός και μουσική.
Η ενθάρρυνση της μελέτης της παραδοσιακής ζωής αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τη θεματική και την τεχνοτροπία τών ποιητών της Γενιάς του 1880 και τών εκπροσώπων της ηθογραφικής πεζογραφίας.
Μεθοδολογία
Στην εποχή του Νικόλαου Πολίτη στην Ελλάδα επικρατούσαν δύο μέθοδοι όσον αφορά τη λαογραφία, η εθνογραφική η οποία στηριζόταν στην συγκέντρωση περιγραφικών στοιχείων και η άλλη η συγκριτική με σκοπό τη μελέτη των ελληνικών εθίμων του παρόντος συγκριτικά με εκείνα της αρχαιότητας. Η δεύτερη ήταν απάντηση στις θεωρίες του Γιάκομπ Φίλιπ Φαλμεράυερ για τον αφελληνισμό των Ελλήνων.
Η Νεοελληνική μυθολογία, το παλιότερο σημαντικό έργο του Πολίτη, υιοθετεί την θεωρία των επιβιωμάτων - διατυπωμένη από τον Ταίηλορ, κι αποδεκτή από τον Πολίτη - παλιότερα πολιτισμικά στοιχεία μπορούν να διατηρηθούν χωρίς όμως λειτουργικότητα στο σήμερα. Η σύγκριση δεν γινόταν με τους άλλους λαούς, αλλά απέβλεπε στο να αποδείξει συνέχειες. Ο Πολίτης όμως επιχειρεί σύγκριση με άλλους βαλκανικούς και αρχαίους ή σύγχρονους ευρωπαϊκούς λαούς.
Γι' αυτό και θα επικριθεί πιο πολύ, στα πλαίσια του Ροδοκανάκειου διαγωνισμού όπου υποβλήθηκε, η εργασία του αυτή, με την οποία προσδίδει στην σκέψη του πιο πολύ εθνολογική-ανθρωπολογική χροιά, ενώ έχει συλλάβει από τότε τη συνοχή τόσο του Βαλκανικού όσο και του ευρωπαϊκού πολιτισμού, καθώς όλοι αυτοί οι λαοί στην πλειοψηφία τους είναι Ινδοευρωπαϊκοί.
Εγκαταλείπει αυτού του είδους τη συγκριτική μέθοδο, τη διαχρονική και της συνέχειας, και ακολουθεί τη σύγκριση μεταξύ των διαφόρων πολιτισμών: δεν βρίσκει ομοιότητες, παρά μόνο επιφανειακές ανάμεσα σε αρχαίους και νεοέλληνες,ενώ είναι οπαδός και της πολυγένεσης, δηλαδή της θεωρίας πως οι άνθρωποι υπό τις ίδιες κοινωνικές συνθήκες δημιουργούν παρόμοια πολιτισμικά στοιχεία, αναγνωρίζοντας τον πανανθρώπινο πολιτισμό.
Πληροφορίες: el.wikipedia.org
Αλεξάντερ Γκράχαμ Μπελ, ήταν Σκωτσέζος επιστήμονας, εφευρέτης και μηχανικός, ο οποίος θεωρείται ως εφευρέτης του πρώτου πρακτικού τηλεφώνου
Αλεξάντερ Γκράχαμ Μπελ
Ο Αλεξάντερ Γκράχαμ Μπελ ήταν διαπρεπής Σκωτσέζος επιστήμονας, εφευρέτης και μηχανικός, ο οποίος θεωρείται ως εφευρέτης του πρώτου πρακτικού τηλεφώνου. (Alexander Graham Bell, 3 Μαρτίου 1847 – 2 Αυγούστου 1922)
Γεννήθηκε στο Εδιμβούργο της Σκωτίας και ο πατέρας του ήταν ο Αλεξάντερ Μέλβιλ Μπελ, γνωστός ρήτορας με 200 εκδόσεις βιβλίων για τη βελτίωση της παιδείας των κωφαλάλων. Ο νεαρός τότε Μπελ και τα δύο του αδέλφια εκπαιδεύτηκαν από τον πατέρα τους για να συνεχίσουν το έργο του.
Ο Αλεξάντερ Γκράχαμ παρακολούθησε μαθήματα στο βασιλικό γυμνάσιο του Εδιμβούργου και στη συνέχεια σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου και στο πανεπιστημιακό κολέγιο του Λονδίνου. Στα πρώτα χρόνια της καριέρας του δίδασκε στη σχολή Σκίνερς στην κομητεία Μόρεϊ, ασκώντας τους μαθητές στη μουσική και στην σωστή έκφραση στο λόγο. Παράλληλα σπούδασε ακουστική και ξεκίνησε την επαγγελματική του δραστηριότητα σαν δάσκαλος και επιστήμονας.
Μετάβαση στον Καναδά, έρευνες, κώδικας κωφαλάλων
Το 1868 δούλευε δίπλα στον πατέρα του στο Λονδίνο έχοντας καθήκοντα επιμελητή στο πανεπιστήμιο, αλλά ο θάνατος των αδελφών του από φυματίωση κλόνισε την υγεία του και μαζί με τους γονείς του έφυγαν για την Αμερική και εγκαταστάθηκαν στο Μπράντφορντ του Οντάριο.
Δίδαξε στο πανεπιστήμιο της Βοστόνης σε θεματολογία σχετικά με τη διδασκαλία της ομιλίας των κωφαλάλων, δημιουργώντας τον κώδικα ομιλίας τους με κινήσεις των χεριών, των χειλιών και της γλώσσας. Το 1872 άνοιξε δική του σχολή όπου εκπαίδευε καθηγητές για κωφάλαλους, εκδίδοντας παράλληλα σύγγραμμα με τίτλο «Πρωτοπόρος στην ομιλία μέσω της όρασης».
Ο Μπελ έδωσε γνώσεις και έμπνευση σε ένα νεαρό επιστήμονα, κατασκευαστή μοντέλων μηχανών, τον Τόμας Γουάτσον, να πειραματιστεί στην κατασκευή μιας διάταξης που θα κατάφερνε να μεταδίδει ήχο με τη βοήθεια του ηλεκτρισμού. Οι επιστημονικές έρευνες του Μπελ σχετικά με τους κωφάλαλους εντυπωσίασαν αρκετούς και έτσι κάποιοι γονείς κωφαλάλων παιδιών αποφάσισαν να χρηματοδοτήσουν το έργο του.
Τηλέγραφος, τηλέφωνο
Τον Απρίλιο του 1903 ο Μπελ ανακάλυψε τον πολλαπλό τηλέγραφο ενώ τις πρώτες του σημειώσεις σχετικά με το τηλέφωνο τις έγραψε τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου και ένα μήνα αργότερα ξεκίνησε να γράφει σχετικά με τις προδιαγραφές του. Στις 7 Μαρτίου του 1876 το Γραφείο Ευρεσιτεχνίας των Η.Π.Α έδωσε στον Μπελ το σχετικό δίπλωμα που κατοχύρωνε τη συσκευή που μεταδίδει τον ήχο και τη φωνή τηλεγραφικώς.
Η συσκευή που χρησιμοποιήθηκε περιελάμβανε μια ελαστική μεμβράνη από σίδηρο, που βρισκόταν μπροστά από ένα σιδηρομαγνητικό πυρήνα, περιτυλιγμένο με μονωμένο αγωγό. Μια γραμμή από δυο καλώδια συνέδεε τη συσκευή αυτή με μια άλλη παρόμοια. Στη συσκευή του Μπελ η φωνή έπεφτε πάνω στη μεμβράνη και την έκανε να πάλλεται. Αυτό τον καθιέρωσε σαν τον πρώτο που εφάρμοσε τις κυματοειδείς μορφές των ηλεκτρικών ρευμάτων.
Ακολούθησαν δικαστικές αγωγές που έθεταν σε αμφισβήτηση την εφεύρεση του Μπελ αλλά ο ίδιος έμεινε ανένδοτος και υποστήριζε με πάθος την ανακάλυψη του.
Άλλες εφευρέσεις, η καταξίωση, το τέλος
Το 1877 νυμφεύθηκε την κωφάλαλη πρώην μαθήτριά του Μέιμπελ Χιούμπαρντ. Οι έρευνες και οι ανακαλύψεις για τον Μπελ δεν σταμάτησαν στο τηλέφωνο. Συνέχισε τα πειράματά του σχετικά με τη μετάδοση του ήχου και έφτασε στην ανακάλυψη ενός ήχου που παράγεται με τη χρήση μίας φωτεινής δέσμης. Την εφεύρεση αυτή την ονόμασε φωτόφωνο.
Το 1880 το έργο του και οι εφευρέσεις του γίνονται γνωστές στην Ευρώπη και η Γαλλία τον τιμά με το ειδικό βραβείο Βόλτα και μεγάλη οικονομική ενίσχυση. Την ίδια χρονιά προσέγγισε το πρόβλημα της εγγραφής του ήχου με την ανακάλυψη του γραμμόφωνου. Χρησιμοποίησε δίσκους από κερί και χαρακτηριστικά στελέχη με ελεγχόμενη ταχύτητα, κατορθώνοντας να γράψει στους δίσκους αυτούς κάποιους ήχους και να τους αναπαράγει.
Με τα κέρδη που έβγαλε από τις εφευρέσεις του κατάφερε να χρηματοδοτήσει το γραφείο ερευνών Βόλτα και την Αμερικάνικη εταιρεία για τη διδασκαλία και ομιλία των κωφαλάλων.
Το 1898 διαδεχόμενος τον πεθερό του σαν πρόεδρος της Εθνικής Γεωγραφικής Εταιρείας, προώθησε πρόγραμμα σχετικό με την καταγραφή του τρόπου ζωής των κατοίκων των άγνωστων και μακρινών πολιτισμών της γης.
Στη συνέχεια ίδρυσε εταιρεία αεροπορικών πειραμάτων με τη συμμετοχή της συζύγου του, πειραματιζόμενος και ο ίδιος για τη δυνατότητα πτήσης του ανθρώπου. Κατασκεύασε 2 τεράστιους χαρταετούς και κατάφερε να σηκώσει από τη γη έναν άνθρωπο.
Αργότερα ασχολήθηκε και με άλλα ερευνητικά θέματα όπως σχετικά με την ακτινοβολία του ήλιου, την ανίχνευση διαφόρων ήχων και κατασκεύασε το 1919 ένα θαλάσσιο σκάφος με πτερύγια (υδροπτέρυγο) καταφέρνοντας να το κινήσει, τοποθετώντας 2 τεράστιες μηχανές μεγάλης ισχύος, με την πρωτοφανή ταχύτητα για την εποχή των 70 μιλίων την ώρα.
Παρότι ο Μπελ σε όλη του τη ζωή ασχολήθηκε με την ομιλία και τα προβλήματα των κωφαλάλων, ήταν πολύ ανήσυχος και ποτέ δεν σταμάτησε να ερευνά, να εφευρίσκει και να προβληματίζεται. Οι έρευνες του πάντα επικεντρώνονταν στις βασικές αρχές και τις ιδέες παρά στις εφαρμογές. Χειρόγραφα και εκατοντάδες σημειώσεις που βρέθηκαν μετά το θάνατο του αποκαλύπτουν ένα πλήθος παρατηρήσεων γραμμένων στα περιθώρια, πολλές από τις οποίες είναι άξιες μελέτης ακόμα και σήμερα.
Πέθανε στις 2 Αυγούστου του 1922 στο Κέιπ Μπρίτον Άιλαντ, στη Νέα Σκωτία του Καναδά.
Πληροφορίες: el.wikipedia.org
Νίκος Γούναρης, ήταν Έλληνας τραγουδιστής που έκανε καριέρα την δεκαετία του 1950
Νίκος Γούναρης
Ο Νίκος Γούναρης ήταν Έλληνας τραγουδιστής που έκανε καριέρα την δεκαετία του 1950. (3 Μαρτίου 1915 - 5 Μαΐου 1965)
Μεσουράνησε τη δεκαετία του 1950 στο ελληνικό πεντάγραμμο, είτε σόλο, είτε σε συνεργασία με το Τρίο Μπελκάντο. Υπηρέτησε με συνέπεια το λεγόμενο ελαφρό τραγούδι.
Η δεκαετία του ’50 χαρακτηρίστηκε από τη μεγάλη κόντρα του λαϊκού και ελαφρού τραγουδιού μετά τον αδελφοκτόνο εμφύλιο πόλεμο. Ο Γούναρης ήταν ο κύριος εκφραστής αυτού του είδους. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του Τσιτσάνη: «Όσο υπάρχει Γούναρης δεν μπορεί το λαϊκό να σηκώσει κεφάλι». Το λαϊκό τραγούδι θα πάρει, βεβαίως, τη ρεβάνς πολύ σύντομα, τη δεκαετία του ’60 και θα κυριαρχήσει ολοκληρωτικά τα επόμενα χρόνια.
Ο Νίκος Γούναρης πρωτοεμφανίστηκε το 1936 και αναδείχθηκε στην Κατοχή, παράλληλα με τη συμμετοχή του στην Αντίσταση. Προσέφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες στον αγώνα της απελευθέρωσης και για τις πράξεις του τιμήθηκε με το Αριστείο της Εθνικής Αντίστασης.
Μεγάλες επιτυχίες του υπήρξαν τα τραγούδια: «Αυτός ο άλλος», «Ένα βράδυ που ’βρεχε», «Σκαλί σκαλί θα κατεβώ» και «Άρχισαν τα όργανα». Είναι επίσης γνωστός από τη συμμετοχή του στο Τρίο Μπελκάντο.
Ο δημοφιλής Έλληνας τροβαδούρος πέθανε από καρκίνο στις 5 Μαΐου του 1965.
Νίκος Καζαντζάκης, ήταν Έλληνας συγγραφέας, δημοσιογράφος, πολιτικός, μουσικός, ποιητής και φιλόσοφος, με πλούσιο λογοτεχνικό, ποιητικό και μεταφραστικό έργο
Νίκος Καζαντζάκης
Ο Νίκος Καζαντζάκης ήταν Έλληνας συγγραφέας, δημοσιογράφος, πολιτικός, μουσικός, ποιητής και φιλόσοφος, με πλούσιο λογοτεχνικό, ποιητικό και μεταφραστικό έργο. (Ηράκλειο Κρήτης, 18 Φεβρουαρίου/3 Μαρτίου 1883 – Φράιμπουργκ, 26 Οκτωβρίου 1957)
Αναγνωρίζεται ως ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες λογοτέχνες και ως ο περισσότερο μεταφρασμένος παγκοσμίως. Έγινε ακόμα γνωστότερος μέσω της κινηματογραφικής απόδοσης των έργων του Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά και Ο Τελευταίος Πειρασμός. Ήταν ένας από τους πιο σεβαστούς από το λαό και από τους πλέον αναγνωρισμένους στο εξωτερικό συγγραφείς. Από το 1945 ως το 1948 ήταν πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών
Ο Νίκος Καζαντζάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης στις 18 Φεβρουαρίου/3 Μαρτίου του 1883, εποχή κατά την οποία το νησί αποτελούσε ακόμα τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ήταν γιος του καταγόμενου από το χωριό Βαρβάροι (σημερινή Μυρτιά, όπου βρίσκεται και το Μουσείο Καζαντζάκη) εμπόρου γεωργικών προϊόντων και κρασιού, Μιχάλη Καζαντζάκη (1856–1932) και της Μαρίας Χριστοδουλάκη (1862–1932) με καταγωγή από το χωριό Ασσυρώτοι, το σημερινό Κρυονέρι του Δήμου Μυλοποτάμου στο νομό Ρεθύμνου.
Είχε δύο αδελφές, την Αναστασία (1884) και την Ελένη (1887), και έναν αδελφό, τον Γιώργο (1890), που πέθανε σε βρεφική ηλικία.
Στο Ηράκλειο έλαβε τη στοιχειώδη μόρφωση κι έπειτα το 1897 γράφτηκε στη Γαλλική Εμπορική Σχολή του Τίμιου Σταυρού στη Νάξο, όπου διδάχθηκε τη γαλλική και την ιταλική γλώσσα και ήρθε σε μία πρώτη επαφή με τον δυτικό πολιτισμό.
Το 1899 επέστρεψε στο Ηράκλειο και ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές σπουδές του.
Σε μία σχολική παράσταση έπαιξε τον ρόλο του Κρέοντα στην τραγωδία του Σοφοκλή, Οιδίπους Τύραννος.
Πρώτη εμφάνιση στα γράμματα
Το 1902 μετακόμισε στην Αθήνα για πανεπιστημιακές σπουδές. Φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1906 πήρε το δίπλωμα του διδάκτορα της Νομικής με άριστα.
Στο πτυχίο του Νίκου Καζαντζάκη φαίνεται και η υπογραφή του Κωστή Παλαμά, ο οποίος ήταν γραμματέας στο πανεπιστήμιο, θέση μία και μοναδική τότε.
Το 1906 πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα με το μυθιστόρημα Όφις και Κρίνο (με το ψευδώνυμο Κάρμα Νιρβαμή), για να ακολουθήσουν την ίδια χρονιά το δοκίμιο Η Αρρώστια του Αιώνος και έπειτα το θεατρικό έργο Ξημερώνει. Το τελευταίο το υπέβαλε στον Παντελίδειο Δραματικό Αγώνα και επαινέθηκε, δίχως όμως ούτε αυτό ούτε κανένα άλλο εκείνη τη χρονιά να βραβευθεί.
Την επόμενη χρονιά ο Καζαντζάκης υπέβαλε ανεπιτυχώς και αυτή τη φορά δύο ακόμη θεατρικά του έργα στον ίδιο διαγωνισμό, το Έως πότε;, το οποίο επαινέθηκε, και το Φασγά, ενώ έγραψε και ένα δεύτερο μυθιστόρημα, τις Σπασμένες Ψυχές.
Ακολούθησαν δύο ακόμη θεατρικά έργα, Κωμωδία, τραγωδία μονόπρακτη και Η Θυσία, το οποίο δημοσιεύθηκε αργότερα με τον τίτλο Ο Πρωτομάστορας.
Το τελευταίο υποβλήθηκε το 1910 στον Λασσάνειο Δραματικό Αγώνα και κέρδισε το πρώτο βραβείο, ενώ διασκευάστηκε και σε λιμπρέτο από τον Μανώλη Καλομοίρη ο οποίος το μελοποίησε σε όπερα.
Παράλληλα αρθρογραφούσε σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά υπό τα ψευδώνυμα Ακρίτας, Κάρμα Νιρβαμή και Πέτρος Ψηλορείτης, ενώ το 1907 ξεκίνησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι.
Σημαντική επίδραση στον Καζαντζάκη είχαν οι διαλέξεις του Ανρί Μπεργκσόν, τις οποίες παρακολουθούσε και τον οποίο παρουσίασε στην Αθήνα με ένα δοκίμιό του το 1912, H. Bergson.
Το 1909 επέστρεψε στην Ελλάδα και εξέδωσε στο Ηράκλειο τη διατριβή του επί υφηγεσία Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη Φιλοσοφία του Δικαίου και της Πολιτείας.
Το 1910 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα και το 1911 παντρεύτηκε τη Γαλάτεια Αλεξίου, στην εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου, στο νεκροταφείο Ηρακλείου, κι αυτό γιατί φοβόταν τον πατέρα του, που δεν ήθελε για νύφη τη Γαλάτεια.
Στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, το 1912, κατατάχθηκε εθελοντής, αλλά τελικά διορίστηκε στο γραφείο του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου.
Σικελιανός και Νίκος Καζαντζάκης
Το 1910 ήταν ένας εκ των ιδρυτών του Εκπαιδευτικού Ομίλου, μέσω του οποίου συνδέθηκε φιλικά, το 1914, με τον ποιητή Άγγελο Σικελιανό. Μαζί ταξίδεψαν στο Άγιον Όρος, όπου διέμειναν περίπου σαράντα ημέρες, ενώ περιηγήθηκαν και σε πολλά ακόμα μέρη της Ελλάδας αναζητώντας «τη συνείδηση της γης και της φυλής τους: Αθήνα, Ελευσίνα, Δελφοί, Κόρινθος, Μυκήνες, Άργος, Τεγέα, Σπάρτη, Μυστράς κ.α.
Την περίοδο αυτή ήρθε σε επαφή και με το έργο του Δάντη, τον οποίο ο ίδιος χαρακτηρίζει στα ημερολόγιά του ως έναν από τους δασκάλους του, μαζί με τον Όμηρο και τον Μπεργκσόν, ενώ ο Παντελής Πρεβελάκης, φίλος και βιογράφος του, θεωρεί πως τότε άναψε και η πρώτη σπίθα που θα έδινε έπειτα από 24 χρόνια την Οδύσεια.
Το 1915 σχεδίασαν με τον Ι. Σκορδίλη να κατεβάσουν ξυλεία από το Άγιον Όρος. Η αποτυχημένη αυτή εμπειρία, μαζί με μία άλλη παρόμοια, το 1917, όπου με έναν εργάτη, τον Γιώργη Ζορμπά, προσπαθούν να εκμεταλλευθούν ένα λιγνιτωρυχείο στην Πραστοβά της Μάνης, μεταμορφώθηκαν πολύ αργότερα στο μυθιστόρημα Bίος και Πολιτεία του Aλέξη Zορμπά.
Το 1919 ο Ελευθέριος Βενιζέλος διόρισε τον Καζαντζάκη Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Περιθάλψεως με αποστολή τον επαναπατρισμό Ελλήνων από την περιοχή του Καυκάσου.
Οι εμπειρίες που αποκόμισε αξιοποιήθηκαν αργότερα στο μυθιστόρημά του Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται.
Τον επόμενο χρόνο, μετά την ήττα του κόμματος των Φιλελευθέρων, ο Καζαντζάκης αποχώρησε από το Υπουργείο Περιθάλψεως και πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια στην Ευρώπη.
Το 1923 χώρισαν οι δρόμοι του Καζαντζάκη και του Σικελιανού. Ξαναέσμιξαν έπειτα από 19 χρόνια, το 1942.
Ταξίδια
Ο Καζαντζάκης ταξίδεψε πολύ στη ζωή του: Νάξος, Αθήνα, Παρίσι, Άγιον Όρος, Καύκασος, Βιέννη, Βερολίνο, Ιταλία, Κύπρος, Παλαιστίνη, Αίγυπτος, Σινά, Ρωσία, Κίνα, Ιαπωνία, Ισπανία, Τσεχοσλοβακία, Αγγλία, Γαλλία, Ολλανδία, Γερμανία, Αυστρία, Γιουγκοσλαβία και αλλού.
Το 1922 επισκέφτηκε τη Βιέννη, όπου ήρθε σε επαφή με το έργο του Σίγκμουντ Φρόυντ και τις βουδιστικές γραφές.
Επισκέφτηκε ακόμα τη Γερμανία, ενώ το 1924 έμεινε για τρεις μήνες στην Ιταλία.
Την περίοδο 1923–1926 πραγματοποίησε επίσης αρκετά δημοσιογραφικά ταξίδια στη Σοβιετική Ένωση, την Παλαιστίνη, την Κύπρο και την Ισπανία, όπου του παραχώρησε συνέντευξη ο δικτάτορας Πρίμο ντε Ριβέρα.
Τον Οκτώβριο του 1926 πήγε στη Ρώμη και πήρε συνέντευξη από τον Μπενίτο Μουσολίνι. Επίσης, εργάστηκε ως ανταποκριτής των εφημερίδων Ακρόπολις, Ελεύθερος Λόγος, Ελεύθερος Τύπος, Η Καθημερινή κ.ά. Είχε, βέβαια, γνωριστεί με την Ελένη Σαμίου, το 1924 (το διαζύγιο με την Γαλάτεια εκδόθηκε το 1926), με την οποία έζησε 21 χρόνια χωρίς γάμο. Παντρεύτηκαν το 1945 κι αυτό γιατί με τον καλό του φίλο, τον Άγγελο Σικελιανό και τη δεύτερη γυναίκα του, θα πήγαιναν στις ΗΠΑ.
Το 1925 ο Καζαντζάκης συνελήφθη στο Ηράκλειο της Κρήτης, αλλά κρατήθηκε μόνο για είκοσι τέσσερεις ώρες, επειδή από το 1924 είχε αναλάβει την πνευματική ηγεσία μιας κομμουνιστικής οργάνωσης δυσαρεστημένων προσφύγων και παλαιμάχων από τη Μικρασιατική εκστρατεία. Σ' αυτό το επεισόδιο αναφέρεται ο Παντελής Πρεβελάκης και η Έλλη Αλεξίου.
Το 1927 ξεκίνησε την ανθολογία των ταξιδιωτικών του άρθρων για την έκδοση του πρώτου τόμου του Ταξιδεύοντας, ενώ το περιοδικό Αναγέννηση, του Δημήτρη Γληνού, δημοσίευσε την Ασκητική, το φιλοσοφικό του έργο.
Τον Οκτώβριο του 1927, ο Καζαντζάκης, όντας αριστερός, έφυγε για τη Μόσχα προσκεκλημένος από την κυβέρνηση της Σοβιετικής Ένωσης, για να πάρει μέρος στις γιορτές για τα δεκάχρονα της Οκτωβριανής Επανάστασης. Εκεί γνωρίστηκε με τον ομοϊδεάτη, αριστερό Ελληνορουμάνο λογοτέχνη, Παναΐτ Ιστράτι, μαζί με τον οποίον επέστρεψε στην Ελλάδα.
Τον Ιανουάριο του 1928 στο θέατρο «Αλάμπρα», στην Αθήνα, μίλησαν εξυμνώντας τη Σοβιετική Ένωση, ο Καζαντζάκης και ο Ιστράτι. Στο τέλος της ομιλίας έγινε και διαδήλωση. Τόσο ο Καζαντζάκης όσο και ο συνδιοργανωτής της εκδήλωσης Δημήτρης Γληνός διώχθηκαν δικαστικά. Η δίκη ορίσθηκε στις 3 Απριλίου, αναβλήθηκε μερικές φορές και δεν έγινε ποτέ.
Τον Απρίλιο, ο Καζαντζάκης, ξαναβρέθηκε στη Ρωσία, όπου γράφει ένα κινηματογραφικό σενάριο για το ρωσικό κινηματογράφο με θέμα από τη Ελληνική Επανάσταση του 1821, Το Κόκκινο Μαντήλι.
Τον Μάιο του 1929 απομονώθηκε σε ένα αγρόκτημα στην Τσεχοσλοβακία, όπου ολοκλήρωσε στα Γαλλικά τα μυθιστορήματα Τόντα-Ράμπα (Toda-Raba, μετονομασία του αρχικού τίτλου Moscou a crie) και Kapetan Elia. Τα έργα αυτά εντάσσονταν στην προσπάθεια του Καζαντζάκη να καταξιωθεί διεθνώς ως συγγραφέας. Η γαλλική έκδοση του μυθιστορήματος Toda-Raba έγινε με το ψευδώνυμο Nikolai Kazan.
Το 1930 θα δικαζόταν, πάλι, ο Καζαντζάκης για αθεϊσμό, για την Ασκητική. Η δίκη ορίσθηκε για τις 10 Ιουνίου, αλλά κι αυτή δεν έγινε ποτέ.
To 1931 επέστρεψε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε εκ νέου στην Αίγινα, όπου ανέλαβε τη συγγραφή ενός γαλλοελληνικού λεξικού. Mετέφρασε ακόμα τη Θεία Κωμωδία του Δάντη. Επίσης, έγραψε ένα μέρος των ωδών που ονόμαζε κάντα. Αυτά ενσωματώθηκαν αργότερα σ' έναν τόμο με τίτλο Τερτσίνες (1960). Αργότερα, ταξίδεψε στην Ισπανία ξεκινώντας παράλληλα τη μετάφραση έργων Ισπανών ποιητών.
Το 1935 πραγματοποίησε ταξίδι στην Ιαπωνία και την Κίνα εμπλουτίζοντας τα ταξιδιωτικά του κείμενα. Λίγο αργότερα, πλήθος κειμένων του δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες ή περιοδικά, ενώ το μυθιστόρημά του Ο Βραχόκηπος, που το είχε γράψει στα Γαλλικά, εκδόθηκε στην Ολλανδία και τη Χιλή. Κατά την περίοδο της κατοχής, συνεργάστηκε με τον Ιωάννη Κακριδή για την μετάφραση της Ιλιάδας.
Το 1943 ολοκλήρωσε το γράψιμο του μυθιστορήματός του Bίος και Πολιτεία του Aλέξη Zορμπά.
Ακρίτας (1945–1957)
Μετά την αποχώρηση των Γερμανών, δραστηριοποιήθηκε έντονα στην ελληνική πολιτική ζωή, αναλαμβάνοντας την προεδρία της Σοσιαλιστικής Εργατικής Κίνησης, ενώ διετέλεσε και υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου της κυβέρνησης του Θεμιστοκλή Σοφούλη από τις 26 Νοεμβρίου 1945 έως τις 11 Ιανουαρίου 1946. Υπήρξε μέλος του Ελληνοσοβιετικού Συνδέσμου. Παραιτήθηκε από το αξίωμά του μετά από την ένωση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Το Μάρτιο του 1945 προσπάθησε να πάρει μια θέση στην Ακαδημία της Αθήνας, αλλά απέτυχε για δύο ψήφους. Τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου παντρεύτηκε την Ελένη Σαμίου, στον Άι - Γιώργη τον Καρύτση, με κουμπάρους τον Άγγελο και την Άννα Σικελιανού.
Ο Καζαντζάκης προτάθηκε 9 χρονιές (1947, 1950, 1951, 1952, 1953, 1954, 1955, 1956 και 1957) για το Βραβείο Νόμπελ, με συνολικά 14 διαφορετικές προτάσεις.
Το 1947, από τον καθηγητή της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Νίκο Βέη (ο οποίος είχε προτείνει, την ίδια χρονιά, για βράβευση και τον Άγγελο Σικελιανό, με διαφορετική πρόταση).
Το 1950, από τον Γιάλμαρ Γκούλμπεργκ (Hjalmar Gullberg) της Σουηδικής Ακαδημίας, σε μια κοινή πρόταση με τον Άγγελο Σικελιανό.
Το 1951, με 2 διαφορετικές προτάσεις από τον Σουηδό συγγραφέα Σίγκφριντ Σίβερτζ (Sigfrid Siwertz) (μια από κοινού με τον Σικελιανό[20] και μια μόνο του).
Το 1952, από την Ένωση Νορβηγών Συγγραφέων.
Το 1953, από τον Χανς Χάιμπεργκ (Hans Heiberg), πρόεδρο της Ένωσης Νορβηγών Συγγραφέων.
Το 1954, από τον Χένρυ Όλσον (Henry Olsson), της Σουηδικής Ακαδημίας.
Το 1955, με 2 προτάσεις, μια από τον καθηγητή Λόρεντζ Έκχοφ (Lorentz Eckhoff) του πανεπιστημίου του Όσλο και μια από την Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών.
Το 1956, με 3 προτάσεις, μια την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, μια από τον καθηγητή Γιοχάννες Αντρέασον Ντάλε (Johannes Andreasson Dale) του Πανεπιστημίου του Όσλο (προτείνοντας στην ίδια πρόταση και τον Ρώσο συγγραφέα Μιχαήλ Σόλοχοφ) και μια από τον καθηγητή Ελληνικών του Πανεπιστημίου της Γενεύης Σαμουέλ Μπο-Μποβύ (Samuel Baud-Bovy).
Το 1957, με 2 προτάσεις, μια από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και μια από τον Samuel Baud-Bovy.
Το 1947 διορίστηκε στην UNESCO με αποστολή την προώθηση μεταφράσεων κλασικών λογοτεχνικών έργων, με απώτερο στόχο τη γεφύρωση των διαφορετικών πολιτισμών. Παραιτήθηκε τελικά το 1948, προκειμένου να αφοσιωθεί στο λογοτεχνικό του έργο. Για τον σκοπό αυτό εγκαταστάθηκε στην Αντίμπ της Γαλλίας, όπου τα επόμενα χρόνια ακολούθησε μία ιδιαίτερα παραγωγική περίοδος, κατά την οποία ολοκλήρωσε το μεγαλύτερο μέρος του πεζογραφικού του έργου.
Το 1953 προσβλήθηκε από μία μόλυνση στο μάτι, γεγονός που τον υποχρέωσε να νοσηλευτεί αρχικά στην Ολλανδία και αργότερα στο Παρίσι. Τελικά έχασε την όρασή του από το δεξί μάτι.
Η στάση της Εκκλησίας απέναντι στον Νίκο Καζαντζάκη
Η πρώτη εκκλησιαστική αντίδραση στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη εκδηλώθηκε το 1928 όταν ο επίσκοπος Σύρου Αθανάσιος με υπόμνημά του στη Σύνοδο καταδίκαζε την Ασκητική Σημαντικό ρόλο στην ενασχόληση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος με το έργο του συγγραφέα διαδραμάτισε ο Τύπος της εποχής και κυρίως η εφημερίδα Εστία, που με τη δημοσίευση των άρθρων της έφερε την Εκκλησία ενώπιον του ζητήματος.
Συγκεκριμένα μετά την κυκλοφορία του μυθιστορήματος Καπετάν Μιχάλης από τις εκδόσεις Μαυρίδης το 1953, δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα σχόλια που αποσκοπούσαν στην αποτροπή του αναγνωστικού κοινού από την ανάγνωση του έργου.
Στις 22 Ιανουαρίου 1954 άρθρο υπογεγραμμένο από τον Κρητικό με τίτλο Ένα βιβλίο διασύρει την Κρήτην και την θρησκείαν, καλούσε την Ιερά Σύνοδο και την Αρχιεπισκοπή να μην αφήσει ακαθοδήγητους τους πιστούς έναντι των ερυθρών υβριστών της θρησκείας.
Στις 10 Μαΐου 1954 η ίδια εφημερίδα με ανταπόκρισή της από τις ΗΠΑ παράθετε ανακοινωθέν της Ελληνικής Αρχιεπισκοπής Β. και Ν. Αμερικής σύμφωνα με το οποίο συνεδρίασαν οι ιερατικοί προϊστάμενοί με αφορμή δημοσίευμα της Εστίας και καταδίκασαν τον Τελευταίο πειρασμό.
Η Εκκλησία της Ελλάδος και το καζαντζακικό ζήτημα
Στις 26 Ιανουαρίου 1954 ήλθε προς συζήτηση στη συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου το ζήτημα του βιβλίου Ο καπετάν Μιχάλης και τα μέλη της επικαλέστηκαν στο δημοσίευμα του Κρητικού στην εφημερίδα Εστία. Η Ιερά Σύνοδος ανέθεσε στον Παντελεήμονα Χίου να μελετήσει το μυθιστόρημα Ο Καπετάν Μιχάλης και να υποβάλει σχετική εισήγηση.
Την κατέθεσε στις 23 Μαρτίου και στην οποία τόνιζε πως αρχικά έδινε την εντύπωση ενός πατριωτικού έργου, αλλά στη συνέχεια αποδεικνυόταν ένα ασεβές έργο προς το Θεό και τον κλήρο.
Η Ιερά Σύνοδος έκρινε πως έπρεπε να αποστείλει το σχετικό δημοσίευμα της Εστίας και την εισήγηση του Παντελεήμονος Χίου στις αρμόδιες αρχές με σκοπό να χαρακτηριστεί ως αντιθρησκευτικόν και αντεθνικόν και να απαγορευθεί η κυκλοφορία του.
Στις 25 Μαΐου 1954 με έγγραφό της Ιεράς Συνόδου προς τη Θεολογική Σχολή Αθηνών ζητείται από τους καθηγητές της Σχολής να πάρουν θέση επί του θέματος.
Στις 11 Ιουνίου 1954 συνεδρίασε η Σχολή και απέστειλε έγγραφό στις 16 Ιουνίου.
Εισηγήσεις υπέβαλαν οι Παναγιώτης Τρεμπέλας και από κοινού οι Παναγιώτης Μπρατσιώτης και Νικόλαος Λούβαρης. Ο Τρεμπέλας αφού υπογράμμιζε το λογοτεχνικό τάλαντο του συγγραφέα και την προσπάθειά του να εξάρει την Κρητικήν ψυχήν και τον έρωτα που έχει προς την ελευθερία, δεν παρέλειπε να υπογραμμίσει πως οι ερωτικές σκηνές που περιέχει υποδαυλίζουν με τις ερεθιστικές εικόνες τους την νεότητα που ρέπει προς ατάκτους ορμάς ενώ, βεβηλώνει και διακωμωδεί τα ιερά. Τέλος αναφέρεται στην αντιφατική, παρουσίαση από τον Καζαντζάκη, σύμφωνα με τον Τρεμπέλα, του ρόλου του μητροπολίτη προς το ποίμνιό του στο έργο Καπετάν Μιχάλης.
Οι Μπρατσιώτης και Λούβαρης ασχολήθηκαν με τον Τελευταίο Πειρασμό τον οποίο θεώρησαν ως εμπνεόμενο από τις Φροϋδικές θεωρίες και εκείνες του ιστορικού υλισμού. Η θεανδρική μορφή του Κυρίου κακοποείται κατά τρόπον βλάσφημον και ευλόγως καταδικάστηκε από το Βατικανό.
Στις 19 Ιουνίου 1954 ο Κασσανδρείας Καλλίνικος κατέθεσε εισήγηση στην Ιερά Σύνοδο ασχολούμενος με τον Τελευταίο Πειρασμό ο οποίος είχε εκδοθεί στα γερμανικά και ο Κασσανδρείας γνώστης της γερμανικής το μελέτησε. Θεωρούσε πως ο Καζαντζάκης προσεγγίζει τη ζωή και τα πάθη του Χριστού κατά τρόπο δοκητικό πέρα από κάθε ιστορική και δογματική βάση, υποβαθμίζοντας τον θεανθρωπικό χαρακτήρα του.
Στις 24 Ιουνίου 1954 ο Λούβαρις δημοσίευσε άρθρο στην εφημερίδα Εθνικός Κήρυξ στο οποίο σχολίαζε τον Τελευταίο Πειρασμό: ήταν ο Καζαντζάκης ανίδεος θρησκευτικά. Η τέχνη για τον Kαζαντζάκη, κατά τον Λούβαρη, ήταν μέσο μηδενιστικών προταγμάτων.
Ο Κασσανδρείας Καλλίνικος στο μεταξύ υπέβαλε νέα εισήγηση ασχολούμενος με το Ο Χριστός ξανασταυρώνεται θεωρώντας το καθαρώς λογοτεχνικό έργο και όχι δογματικοθρησκευτικό. Τον χαρακτήριζε ως χριστιανό κοινονιστή.
Ο ίδιος ο Καζαντζάκης, απαντώντας στις απειλές της εκκλησίας για τον αφορισμό του, έγραψε σε επιστολή του:
«Μου δώσατε μια κατάρα, Άγιοι Πατέρες, σας δίνω μια ευχή: Σας εύχομαι να 'ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή όσο η δική μου και να 'στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ.».
Τελικά η Εκκλησία της Ελλάδος δεν τόλμησε να προχωρήσει στον αφορισμό του Νίκου Καζαντζάκη, καθώς ήταν αντίθετος σε κάτι τέτοιο ο οικουμενικός πατριάρχης Αθηναγόρας.
Όπως επισημαίνει η λέκτορας της Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης Αντωνία Κυριατζή, «Οι αναφορές των εφημερίδων σε ...αφορισμόν των βιβλίων... επηρέαζαν την κοινή γνώμη και δημιουργούσαν στο αναγνωστικό κοινό εντυπώσεις περί αφορισμού του συγγραφέα». Επίτιμιο αφορισμού στον συγγραφέα μπορούσε να επιβληθεί από τον οικείο σε αυτόν επίσκοπο και με την προϋπόθεση της ομολογίας και αποδοχής αμαρτημάτων.
Ο Καζαντζάκης γεννημένος στην Κρήτη και κάτοικος του εξωτερικού, υπαγόταν υπό την πνευματική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν είχε την πνευματική δικαιοδοσία να αποφασίσει οτιδήποτε σχετικά με το πρόσωπο του Νίκου Καζαντζάκη.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ήταν αρμόδιο να λάβει σχετικές αποφάσεις. Στις 22 Ιουνίου 1954 συνεδρίασε η Ιερά Σύνοδος και ασχολήθηκε με τον Καπετάν Μιχάλη και τον Τελευταίο Πειρασμό.
Στις 25 Ιουνίου ξανασυνεδρίασαν: εκεί ο Φλωρίνης Βασίλειος εισηγήθηκε τον αφορισμό του συγγραφέα εάν κυκλοφορούσαν και άλλα αντιχριστιανικού περιεχομένου βιβλία του.
Ο Φωκίδος Αθανάσιος ήταν αντίθετος στον αφορισμό του επειδή θα συντελούσε στη διαφήμισή του, ο Δρυινουπόλεως Δημήτριος επίσης ήταν αντίθετος στον αφορισμό αλλά έπρεπε το ποίμνιο να πληροφορηθεί για το βέβηλο βιβλίο του Καζαντζάκη.
Οι προτάσεις των μελών της συνόδου κυμάνθηκαν ανάμεσα στο να καλέσουν τον συγγραφέα σε ειλικρινή μετάνοια, να καταδικάσουν τα βιβλία και τις ιδέες του, να στραφούν στην κυβέρνηση ζητώντας την απαγόρευση των βιβλίων του και να αποκυρύξουν με συνοδικό ανακοινωθέν τις ιδέες του.
Επίσης, ο Τελευταίος Πειρασμός προστέθηκε στις 12 Ιανουαρίου 1954 στον Κατάλογο των Απαγορευμένων Βιβλίων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, το καταργηθέν πλέον Index Librorum Prohibitorum.
Ο Καζαντζάκης απέστειλε τότε σχετικό τηλεγράφημα στην Επιτροπή του Index με τη φράση του χριστιανού απολογητή Τερτυλλιανού «Ad tuum, Domine, tribunal appello», δηλαδή «Στο Δικαστήριό σου, Κύριε, κάνω έφεση».
Ο θάνατος του συγγραφέα και η κήδευσή του
Ο «Ζορμπάς» του Καζαντζάκη, εκδόθηκε στο Παρίσι το 1947 και με την επανέκδοση του, το 1954, βραβεύτηκε ως το καλύτερο ξένο βιβλίο της χρονιάς.
Το 1955, ο συγγραφέας μαζί με τον Κακριδή αυτοχρηματοδότησαν την έκδοση της μετάφρασης της Ιλιάδας, ενώ την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε τελικά στην Ελλάδα ο Τελευταίος Πειρασμός.
Τον επόμενο χρόνο, τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Θεάτρου στην Αθήνα για τους τρεις τόμους Θέατρο Α΄, Β΄, Γ΄ και με το Παγκόσμιο Βραβείο Ειρήνης στη Βιέννη, ένα βραβείο το οποίο προερχόταν από το σύνολο των τότε Σοσιαλιστικών χωρών. Καθώς μια από αυτές ήταν η Κίνα επιχείρησε δεύτερο ταξίδι εκεί τον Ιούνιο του 1957, προσκεκλημένος της κινεζικής κυβέρνησης. Επέστρεψε με κλονισμένη την υγεία του προσβληθείς από λευχαιμία.
Νοσηλεύτηκε στην Κοπεγχάγη της Δανίας και το Φράιμπουργκ (Freiburg im Breisgau) της Γερμανίας, όπου τελικά κατέληξε στις 26 Οκτωβρίου 1957 σε ηλικία 74 ετών.
Εντούτοις, σύμφωνα με άλλες μαρτυρίες, η λευχαιμία εμφανίστηκε στον Καζαντζάκη κατά το χειμώνα του 1938, 19 χρόνια πριν απ' το τέλος του, το οποίο αποδίδεται σε βαριάς μορφής ασιατική γρίπη.
Η σορός του μεταφέρθηκε στο στρατιωτικό αεροδρόμιο της Ελευσίνας.
Στο Φράιμπουργκ μετέβη η δικηγόρος Αγνή Ρουσοπούλου. Η Ελένη Καζαντζάκη ζήτησε από την Εκκλησία της Ελλάδος να τεθεί η σορός του σε λαϊκό προσκύνημα, επιθυμία την οποία ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Θεόκλητος Β΄ απέρριψε με τη δικαιολογία του ότι υπήρχαν σχετικοί φόβοι πρόκλησης επεισοδίων εκ μέρους παραεκκλησιαστικών οργανώσεων. Μάλιστα εστάλησαν σχετικά τηλεγραφήματα προς τον Αρχιεπίσκοπο.
Έτσι, η σορός του συγγραφέα μεταφέρθηκε στο Ηράκλειο. Συνοδευόταν από την σύζυγό του, τον Γεώργιο Παπανδρέου και τον Κακριδή.
Το αεροσκάφος για τη μεταφορά διέθεσε ο Αριστοτέλης Ωνάσης. Έπειτα από μεγάλη λειτουργία στον Ναό του Αγίου Μηνά, η οποία εψάλη στις 11 το πρωί παρουσία του Αρχιεπισκόπου Κρήτης Ευγενίου και 17 ακόμη ιερέων, έγινε η ταφή του Νίκου Καζαντζάκη, στην οποία όμως εκείνοι δεν συμμετείχαν κατόπιν απαγόρευσης του Αρχιεπισκόπου.
Η ταφή έγινε στην Τάπια Μαρτινέγκο, πάνω στα βενετσιάνικα τείχη τού Ηρακλείου, διότι η ταφή του σε νεκροταφείο απαγορεύτηκε από την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος.
Τη σορό συνόδευσαν ο τότε υπουργός Παιδείας Αχιλλέας Κ. Γεροκωστόπουλος και ο στρατιωτικός ιερέας Σταύρος Καρπαθιωτάκης, ο οποίος αργότερα τιμωρήθηκε με ποινή φυλάκισης είκοσι ημερών,επειδή απουσίαζε από την υπηρεσία του χωρίς άδεια.
Στον τάφο του Νίκου Καζαντζάκη χαράχτηκε, όπως το θέλησε ο ίδιος, η επιγραφή:
Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος.
Οδύσ(σ)εια
Τέλη 1924 ξεκίνησε να γράφει το έπος της ζωής του, την Οδύσεια. 33.333 17σύλλαβοι στίχοι χωρισμένοι σε 24 ραψωδίες.
Και περίπου 7.500 αθησαύριστες λέξεις, οι οποίες δεν υπάρχουν σε κανένα λεξικό της Ελληνικής.
Αρχές του 1925 έγραψε τις ραψωδίες Α έως και Ζ. Και το 1927 ολοκλήρωσε την α΄ γραφή (ραψωδίες Η έως και Ω). Ακολούθησαν άλλες έξι γραφές: η β΄ γραφή το 1929-1930, η γ΄ το 1931, η δ΄ το 1933, η ε΄ το 1935, η στ΄ το 1937 και η τελική ζ΄ το 1938.
Συνολικές ώρες εργασίας περίπου 15.000.
Η πρώτη έκδοση της Οδύσσειας πραγματοποιήθηκε το 1938 και αφιερώθηκε στην Αμερικανίδα Τζο Μακλέοντ (Joe MacLeod), χορηγό της έκδοση.
Η εκτύπωση της δεύτερης έκδοσης άρχισε τον Οκτώβριο του 1955, με φιλολογική και τυπογραφική επιμέλεια του Εμμανουήλ Χ. Κάσδαγλη, και ολοκληρώθηκε τον Νοέμβρη του 1957, μετά τον θάνατο του Νίκου Καζαντζάκη.
Οδύσσεια, με δύο σίγμα, αυτή τη φορά ο τίτλος και δίχως την αφιέρωση της πρώτης έκδοσης.
Ιδιόγραφη περίληψη της Οδύσειας από τον δημιουργό της στάλθηκε στον Παντελή Πρεβελάκη τέλη Δεκέμβρη 1938.
Μυθιστορήματα
1906: «Όφις και Κρίνο» (με το ψευδώνυμο Κάρμα Νιρβαμή) - ISBN 960-7948-01-7
1908: «Σπασμένες Ψυχές» (με το ψευδώνυμο Πέτρος Ψηλορείτης), α' δημοσίευση σε συνέχειες στο περιοδικό «Ο Νουμάς», 1909-1910
1929: «Τόντα-Ράμπα», α΄έκδοση, Παρίσι, 1934. Α' έκδοση στην Ελλάδα, 1956 σε μετάφραση του Γιάννη Μαγκλή, εκδ. Δίφρος - ISBN 960-7948-04-1
1936:«Ο Βραχόκηπος», μετάφραση Παντελής Πρεβελάκης, Εστία, 1960[σ 4]
1946: «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» - ISBN 978-960-7948-46-5
1948: «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται», α΄έκδοση Δίφρος, 1954[σ 5] ISBN 978-960-7948-22-9
1950: «Ο Καπετάν Μιχάλης», α΄έκδοση Μαυρίδης, 1953 ISBN 978-960-7948-20-5
1951: «Ο Τελευταίος Πειρασμός», α΄ έκδοση Δίφρος, 1955[σ 6] ISBN 978-960-7948-23-6
1953: «Ο Φτωχούλης του Θεού», α΄ δημοσίευση σε συνέχειες στην εφημερίδα «Ελευθερία» το 1954, - ISBN 978-960-7948-14-4
1955: «Οι Αδερφοφάδες», α΄έκδοση 1965 - ISBN 978-960-7948-28-1
1957: «Αναφορά στον Γκρέκο», α΄ έκδοση 1961 (αυτοβιογραφική μυθιστορία) ISBN 978-960-7948-50-2
Θεατρικά Έργα (τραγωδίες)
1906: «Ξημερώνει» (δράμα 3 πράξεων) α΄έκδοση σε βιβλίο το 2013 - ISBN 978-960-7948-45-8
1907:«Φασγά», α΄ δημοσίευση 1907
1907:«Έως πότε;», α΄ δημοσίευση το 1977
1908-1909: «Ο πρωτομάστορας», α΄ δημοσίευση 1910 - ISBN 978-960-7948-43-4
1909: «Κωμωδία» (μονόπρακτη τραγωδία), α΄ δημοσίευση το ίδιο έτος
1915: «Οδυσσέας», α΄δημοσίευση 1922, α΄ έκδοση 1928, τελευταία 1998
1927: «Νικηφόρος Φωκάς», α΄ έκδοση το ίδιο έτος, τελευταία 1998
1928: «Χριστός» α΄έκδοση σε βιβλίο το ίδιο έτος
1937:«Μέλισσα» α΄δημοσίευση στο περιοδικό «Νέα Εστία» το 1939
1939: «Ιουλιανός ο Παραβάτης», α΄ έκδοση 1945
1943-1945: «Προμηθέας» (τριλογία που αποτελείται και αυτή όπως το πρωτότυπό της - η τραγωδία «Προμηθέας» του Αισχύλου - από τον «Προμηθέα Πυρφόρο», «Προμηθέα Δεσμώτη» και «Προμηθέα Λυόμενο», α΄ έκδοση σε βιβλίο το 1955
1944: «Καποδίστριας», α΄ έκδοση 1946 , τελευταία 1998
1948: «Σόδομα και Γόμορρα», α΄ δημοσίευση στο περιοδικό «Νέα Εστία» το 1949, τελευταία έκδοση σε βιβλίο 1998
1949: «Κούρος» ή «Θησέας», α΄δημοσίευση περιοδικό «Νέα Εστία», τελευταία έκδοση 1998
1951: «Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος», πρώτη γραφή το 1944, η τελική το 1951. α΄ δημοσίευση περιοδικό «Νέα Εστία» 1953
1954: «Χριστόφορος Κολόμβος», η πρώτη γραφή έγινε το 1949, α΄ έκδοση σε βιβλίο 1956, τελευταία 1998
1956: «Βούδας». Το έργο πρωτογράφτηκε το 1922, η τελική (σημερινή) μορφή του, δόθηκε από τον Καζαντζάκη το 1956. Α΄ έκδοση σε βιβλίο το 1956, τελευταία 1998.
Ποιήματα
1925 - 1938: «Οδύσσεια» - α΄έκδοση 1938 - ISBN 978-960-7948-38-0
1932 - 1937: «Τερτσίνες», α΄ έκδοση 1960 - ISBN 978-960-794-819-9
Ταξιδιωτικά
1914: «Σκίτσα από το Άγιον Όρος», α' δημοσίευση 1915 στα γαλλικά σε γαλλική εφημερίδα των Αθηνών, α΄ έκδοση 2001.
1926, 1927: «Ταξιδεύοντας:Ισπανία -Ιταλία - Αίγυπτος- Σινά», α΄ έκδοση 1927, τελευταία 2000
1926, 1932, 1933, 1936: «Ταξιδεύοντας: Ισπανία», α΄ έκδοση 1937 - ISBN 978-960-7948-52-6
1935, 1958: «Ταξιδεύοντας: Ιαπωνία - Κίνα», α΄ έκδοση 1938 - ISBN 978-960-7948-07-6
1939: «Ταξιδεύοντας: Αγγλία», α΄ έκδοση 1941
1925, 1927, 1928, 1929: «Ταξιδεύοντας: Ρουσία» α΄ έκδοση 1928 - ISBN 978-960-7948-33-5
1926, 1927, 1937: «Ταξιδεύοντας: Ιταλία - Αίγυπτος - Σινά - Ιερουσαλήμ - Κύπρος - Ο Μοριάς», α΄ έκδοση 1961, τελευταία 2004
Δοκίμια
1906: «Η αρρώστια του αιώνος» (δοκίμιο που δημοσίευσε με το ψευδώνυμο Κάρμα Νιρβαμή)
1909: «Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη Φιλοσοφία του Δικαίου και της Πολιτείας» (εναίσιμος επί υφηγεσία διατριβή) α΄ έκδοση 1909 - ISBN 960-7948-06-8
1913: «Henri Bergson», (ομιλία του Καζαντζάκη για τον Γάλλο φιλόσοφο Ανρί Μπεργκσόν) α΄ δημοσίευση 1913
1922: «Συμπόσιον» (φιλοσοφική πραγματεία σε μυθιστορηματικό πλαίσιο), α΄έκδοση σε βιβλίο 1971 - ISBN 978-960-7948-25-0
1930: «Ιστορία της ρώσικης λογοτεχνίας», α΄ έκδοση το ίδιο έτος, τελευταία 1999
1944: «Ασκητική, Salvatores Dei» (φιλοσοφική πραγματεία). Πρώτη γραφή το 1922, τελευταία 1944. Πρώτη δημοσίευση 1927, πρώτη έκδοση σε βιβλίο 1945 - ISBN 978-960-7948-48-9
Παιδικό Μυθιστόρημα
«Μέγας Αλέξανδρος» , α΄ έκδοση 1978 - ISBN 978-960-7948-15-1
«Στα Παλάτια της Κνωσού», α΄ έκδοση 1981 - ISBN 978-960-7948-16-8
Επιστολογραφία
1920 - 1924: «Επιστολές προς τη Γαλάτεια», α΄ έκδοση 1958 ISBN 960-314-013-9
1926 -1957: «Τετρακόσια Γράμματα του Καζαντζάκη στον Πρεβελάκη, α΄ έκδοση 1965, τελευταία 1984
1917 - 1957:«Επιστολές του Νίκου Καζαντζάκη προς την οικογένεια Αγγελάκη», α΄ έκδοση 2013 - ISBN 978-960-99690-1-7
Μεταφράσεις - διασκευές
Φιλοσοφία
1912: Φρίντριχ Νίτσε, «Η γέννησις της τραγωδίας»
1913: Φρίντριχ Νίτσε, «Τάδε έφη Ζαρατούστρας»
1914: Ανρί Μπεργκσόν, «Το γέλοιο»
1915: Κάρολος Δαρβίνος, «Η καταγωγή των ειδών» - Η πρώτη μετάφραση του έργου στην Ελλάδα
Λογοτεχνία
1934:Δάντης, «Θεία Κωμωδία», - ISBN 978-960-7948-32-8
1955: Όμηρος, «Ιλιάδα» (σε συνεργασία με τον Ι. Θ. Κακριδή) - ISBN 978-960-231-167-7
1961: Νικολό Μακιαβέλι, «Ο Ηγεμόνας» - ISBN 960-7948-11-4
1965: Όμηρος, «Οδύσσεια» (σε συνεργασία με τον Ι. Θ. Κακριδή) - ISBN 978-960-231-166-0
Θεατρικά έργα
1939: Γκέραρντ Χάουπτμαν «Πριν το ηλιοβασίλεμα», πρώτη παράσταση με τη δική του μετάφραση το 1939
Παιδική λογοτεχνία
1931: Ιούλιος Βερν (Jules Verne), «Ο γύρος του κόσμου εις 80 μέρες» - ISBN 978-960-86842-5-6,
1931: Τζόναθαν Σουίφτ (Jonathan Swift), «Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ» - ISBN 960-296-136-8
1933: Κάρολος Ντίκενς (Charles Dickens), «Όλιβερ Τουΐστ. Ιστορία ενός ορφανού παιδιού» - ISBN 960-296-124-4
1942: Ιούλιος Βερν (Jules Verne), «Μιχαήλ Στρογκώφ» - ISBN 960-203-019-4
Χάριετ Μπίτσερ Στόου (Harriet Beecher Stowe), «Το καλύβι του μπαρμπα-Θωμά» - ISBN 978-960-296-145-2
Φιλμογραφία
Ταινίες - διασκευές έργων του
1957: «Εκείνος που έπρεπε να πεθάνει» ή «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» γαλλικής παραγωγής, σκηνοθ. Ζυλ Ντασέν βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα.
1964: «Αλέξης Ζορμπάς», ελληνοβρετανικής παραγωγής σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη, βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα
1973: «Δίαυλος Υ», μικρού μήκους ταινία βασισμένη στην «Ασκητική», σε σκηνοθεσία Διονύση Μαλούχου
1988: «Ο τελευταίος πειρασμός» αμερικάνικης παραγωγής σε σκηνοθεσία Μάρτιν Σκορσέζε και πάλι από το ομώνυμο μυθιστόρημα.
2017: «Καζαντζάκης» ταινία του 2017 διεθνούς παραγωγής σε σκηνοθεσία Γιάννη Σμαραγδή.
Ντοκιμαντέρ
1987: «Ιερά Μονή Σινά» σε σκηνοθεσία Γιώργου Ζερβουλάκου, βασισμένο στο ταξιδιωτικό βιβλίο του Καζαντζάκη
2016: «33.333: Η Οδύσσεια του Νίκου Καζαντζάκη», ντοκιμαντέρ ελληνικής παραγωγής σε σκηνοθεσία Μένιου Καραγιάννη - για το ομώνυμο βιβλίο και την περιπέτεια της γραφής του.
Τηλεόραση
1975: «Christophe Colomb», γαλλική τηλεταινία σε σκηνοθεσία Pierre Cavasillas[68]
1975-1976: «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται», σε σκηνοθεσία Βασίλη Γεωργιάδη
Σενάρια
Στο αρχείο του συγγραφέα έχουν βρεθεί σενάρια για τον κινηματογράφο, τα οποία όμως παραμένουν - μέχρι στιγμής - αδημοσίευτα: «γιατί έχουν πολλά προβλήματα και όχι μόνο υφολογικά. Είναι και τεχνικά τα προβλήματα. Κάποια από αυτά είναι κακογραμμένα. Έχει δημοσιευθεί ο «Δον Κιχώτης» και η «Έκλειψη ηλίου». Στόχος μας είναι κάποια στιγμή να δημιουργήσουμε μια ομάδα επιστημόνων, να τα μεταγράψουμε, γιατί όλα αυτά βρίσκονται και φυλάσσονται στο μουσείο Καζαντζάκη, να τα μεταγράψουμε, να τα τεκμηριώσουμε και να τα σχολιάσουμε προκειμένου να τα δώσουμε στο αναγνωστικό κοινό.», όπως διευκρινίζει ο Νίκος Μαθιουδάκης, επιστημονικός σύμβουλος των εκδόσεων Καζαντζάκη.
Ενδεικτικά, αναφέρονται οι εξής τίτλοι:
Το Κόκκινο Μαντίλι
Άγιος Παχώμιος και Σία
Μουχαμέτης
Μια Έκλειψη Ηλίου
Λένιν
Βούδας
Δον Κιχώτης
Δεκαήμερο
Αιώνια Ελλάδα (σχέδιο σεναρίου)
Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη
Ένα μουσείο για τον Καζαντζάκη βρίσκεται στη Μυρτιά Ηρακλείου. Σε αυτό έχει συγκεντρωθεί αρχειακό υλικό για τη ζωή και το έργο του συγγραφέα. Η ίδρυση του μουσείου ήταν καρπός των προσπαθειών του σκηνογράφου και ενδυματολόγου Γιώργου Ανεμογιάννη, ο οποίος συνδεόταν συγγενικά με την οικογένεια Καζαντζάκη. Για αρκετά χρόνια, ο μόνος χώρος αφιερωμένος στον συγγραφέα ήταν η ειδικά διαμορφωμένη αίθουσα στο Ιστορικό Μουσείο Κρήτης, όπου, σύμφωνα με επιθυμία του ίδιου του συγγραφέα που διατυπώθηκε στη διαθήκη του το 1956, έχει ανασυσταθεί το γραφείο του όπως ήταν στην Αντίμπ, όπου έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του.
Σήμερα, το Μουσείο διαθέτει περισσότερα από 50.000 αντικείμενα, ταξινομημένα σε 10 συλλογές, ανάλογα με τη μορφή και το περιεχόμενό τους. Πρόκειται για το επιστολικό αρχείο, χειρόγραφα και δακτυλόγραφα του συγγραφέα, όπως και ένα αρχείο των πρώτων εκδόσεων των έργων του. Το Μουσείο διαθέτει αρχείο πάνω 45.000 άρθρων από τη συστηματική αποδελτίωση του ημερήσιου και περιοδικού τύπου που έγινε από τον Γιώργο Ανεμογιάννη για την χρονική περίοδο από το 1905 μέχρι το 2005. Περιλαμβάνεται ακόμη φωτογραφικό αρχείο, αρχείο ήχου και κινούμενης εικόνας, θεατρικό αρχείο και έργα τέχνης. Τέλος υπάρχουν προσωπικά αντικείμενα του Καζαντζάκη.
Νίκος Μαμαγκάκης, ήταν Έλληνας συνθέτης που μαθήτευσε στην Ανώτατη Μουσική Σχολή του Μονάχου
Νίκος Μαμαγκάκης
Ο Νίκος Μαμαγκάκης ήταν Έλληνας συνθέτης. (Ρέθυμνο, 3 Μαρτίου 1929 - Αθήνα, 24 Ιουλίου 2013)
Ξεκίνησε τις σπουδές του από το Ωδείο Αθηνών και εν συνεχεία από το 1957 μαθήτευσε στην Ανώτατη Μουσική Σχολή του Μονάχου δίπλα στους Καρλ Ορφ και Γκέντσμερ.
Οι αρχικές του αναζητήσεις αφορούσαν στην ανανέωση του ηχοχρώματος και τις δομικές και ρυθμικές σχέσεις που βασίζονται σε αριθμητικές αναλογίες, τόσο με βάση τα δυτικά πρότυπα, όσο και με αναφορές στη δημοτική μας μουσική, κυρίως της ιδιαίτερης πατρίδας του. Συνέπεια αυτής της αναζήτησης ήταν η χρήση στα έργα του διαφόρων δημοτικών οργάνων (κρητική λύρα, σαντούρι, κ.ά.) ή αντίθετα η χρήση και μόνο της ηχητικότητάς τους χωρίς αυτά καθ' εαυτά τα όργανα.
Από τα γνωστότερα έργα του είναι: Αναρχία για κρουστά και ορχήστρα, Σενάριο για δύο αυτοσχέδιους τεχνοκρίτες για ενόργανο σύνολο, ταινία και σκηνική δράση, Παραστάσεις για φλάουτο, φωνή και σκηνική δράση, Μουσική για τέσσερεις πρωταγωνιστές, Κασσάνδρα, Ερωτόκριτος, μουσική για τον Πλούτο του Αριστοφάνη, Τριττύς, Τετρακτύς, Εγκώμιο στο Ν. Σκαλκώτα και πρόσφατα, η σύγχρονη όπερα Οδύσσεια (βασισμένη στο ομώνυμο έπος του Νίκου Καζαντζάκη.
Έγραψε μουσική για τον ελληνικό κινηματογράφο, όπως: Η δασκάλα με τα ξανθά μαλλιά, Η νεράιδα και το παλικάρι, Η αρχόντισσα και ο αλήτης (όλες του Ντίνου Δημόπουλου), Λούφα και παραλλαγή, Άρπα-κόλλα, Βίος και Πολιτεία (του Νίκου Περάκη), Η λεωφόρος του μίσους (του Νίκου Φώσκολου) και πολλά άλλα. Τον Απρίλιο 1997 παρουσίασε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών το τρίπρακτο λυρικό έργο του «Όπερα των σκιών» (εμπνευσμένο από το θέατρο σκιών) σε λιμπρέτο του Νάσου Θεοφίλου.
Απεβίωσε από καρκίνο στις 24 Ιουλίου 2013.
el.wikipedia.org
Περισσότερα Άρθρα...
- Αρλέτα, ήταν Ελληνίδα γραγουδίστρια με ιδιαίτερη επιτυχία σε μπουάτ των Αθηνών
- Ζίκο, παλαίμαχος διεθνής Βραζιλιάνος ποδοσφαιριστής και νυν προπονητής
- Στέλιος Βαμβακάρης, Έλληνας συνθέτης και δεξιοτέχνης του μπουζουκού, γιος του Μάρκου Βαμβακάρη
- Ρένος Αποστολίδης, ήταν Έλληνας συγγραφέας, φιλόλογος και κριτικός της λογοτεχνίας της μεταπολεμικής γενιάς