Άρθρα
Ακίρα Κουροσάβα, ήταν Ιάπωνας σκηνοθέτης, επηρέασε με τις ταινίες του μιαν ολόκληρη γενιά Δυτικών σκηνοθετών, από τον Σέρτζιο Λεόνε ως τον Τζορτζ Λούκας
Ακίρα Κουροσάβα
Ο Ακίρα Κουροσάβα ήταν Ιάπωνας σκηνοθέτης. Επηρέασε με τις ταινίες του μιαν ολόκληρη γενιά Δυτικών σκηνοθετών, από τον Σέρτζιο Λεόνε ως τον Τζορτζ Λούκας.
Υποστήριζε την Αριστερά, παρόλο που οι περισσότερες ταινίες του δεν έχουν ιδιαίτερα πολιτικό περιεχόμενο. (23 Μαρτίου 1910—6 Σεπτεμβρίου 1998)
Ο Ακίρα Κουροσάβα είναι αναμφίβολα ο γνωστότερος στην Δύση Ιάπωνας σκηνοθέτης. Κατά την διάρκεια της ζωής του γύρισε περισσότερες από 30 ταινίες. Μερικά από αυτά τιμήθηκαν και με διεθνή βραβεία, όπως ο Χρυσός Λέων στο Φεστιβάλ της Βενετίας το 1951 για την ταινία "Rashômon", και ο Χρυσός Φοίνικας του Φεστιβάλ των Καννών του 1980 για την ταινία "Kagemusha".
Τα πρώτα χρόνια
Ο Ακίρα Κουροσάβα γεννήθηκε στις 23 Μαρτίου του 1910 στην Όμορι (Τόκιο), τελευταίο των οκτώ παιδιών του Ισαμού (Isamu) και της Σίμα (Shima) Κουροσάβα. Αρχικά ήθελε να γίνει ζωγράφος, αλλά δεν έγινε δεκτός στην Ακαδημία Τεχνών. Το 1936 γίνεται βοηθός του σκηνοθέτη Γιαμαμότο Κατζίρο (Yamamoto Kajirô), που δούλευε σε μια γιαπωνέζικη εταιρεία παραγωγής ταινιών. Στην εταιρεία αυτή ο Κουροσάβα γυρίζει την πρώτη του ταινία: "Σουγκάτα Σανσίρο" (Sugata Sanshiirô) (1943), μια διασκεδαστική ταινία για την ιστορία του τζούντο. Στα επόμενα χρόνια ο Κουροσάβα παράγει ταινίες πιο απλές και εμπορικές, όπως η συνέχεια του Σουγκάτα Σανσίρο (1945), οι οποίες γεννιούνται υπό τον έλεγχο της στρατιωτικής κυβέρνησης της Ιαπωνίας, που λογοκρίνει αυστηρά ολόκληρη την πνευματική δημιουργία της εποχής και ευνοεί κυρίως την παραγωγή λογοτεχνικών και κινηματογραφικών έργων με πατριωτικό περιεχόμενο. Η συνέχεια του Σουγκάτα Σανσίρο είναι, εξ αιτίας αυτής της πίεσης εκ μέρους της κυβέρνησης, μια πατριωτική ταινία που σκοπεύει να δείξει στο κοινό την υπεροχή της γιαπωνέζικης πολεμικής τέχνης (τζούντο) απέναντι σ' εκείνη των εχθρών των Ιαπώνων, των Αμερικανών (μποξ). Για τον Κουροσάβα, που συμπορευόταν με την αριστερά, η οποία στην Ιαπωνία της δεκαετίας του '20 είχε παίξει μεγάλο ρόλο κυρίως για την νέα γενιά, η εμπειρία της αντίδρασης εκ μέρους των συντηρητικών τάξεων και ομάδων της Ιαπωνίας, της έλλειψης ελευθερίας και του πολέμου υπήρξε σημαντικότατη.
Το πρώτο φιλμ
Το πρώτο φιλμ που γύρισε μετά τον πόλεμο, "Δεν λυπόμαστε την νεολαία μας" (1946), είχε σαν θέμα την ιστορία της Ιαπωνίας από την δεκαετία του '30 ως το 1946. Η ταινία βασιζόταν στην "πτώση του Τακικάβα", που έλαβε χώρο το 1933 όταν ένας καθηγητής αναγκάσθηκε από την κυβέρνηση να παραιτηθεί εξ αιτίας των πολιτικών απόψεών του, δηλαδή γιατί φαινόταν να υποστηρίζει την αριστερά και τα κινήματα των φοιτητών. Η ταινία του Κουροσάβα διηγείται την ιστορία του φοιτητή Νόγκε και της Ιούκιε, της θυγατέρας του πρύτανη του πανεπιστημίου του Κιότο. Ο Νόγκε ανήκει στο αριστερό κίνημα φοιτητών και επιδιώκει να σώσει το πανεπιστήμιο από την προσπάθεια της κυβέρνησις να εμποδίσει την ελευθερία λόγου, ώστε να ελέγχει έτσι την κοινή γνώμη. Οι φοιτητές διαμαρτύρονται και αντιστέκονται. Ενώ ο Νόγκε παλεύει, η κόρη του πρύτανη Ιούκιε ζει αγνοώντας τέτοια ζητήματα· είναι ένα κορίτσι τολμηρό, χωρίς κριτική συνείδηση για το κοινωνικό και πολιτικό καθεστώς της Ιαπωνίας. Μια ημέρα, ο Νόγκε την κατηγορεί για τη συμπεριφορά της, λέγοντας ότι ζει σ' έναν κοσμο μακριά από την πραγματικότητα. Η Ιούκιε πληγώνεται από τούτα τα λόγια, αλλά καταλαβαίνει ότι ο Νόγκε έχει δίκιο. Ο Νόγκε εν τω μεταξύ συλλαμβάνεται και φυλακίζεται, ενώ οι άλλοι φοιτητές σταματούν τις διαμαρτυρίες τους από φόβο μήπως εκδιωχθούν από το πανεπιστήμιο. Η αντίδραση, οι συντηρητικές δυνάμεις επικρατούν, οι πολίτες δεν έχουν το θάρρος να αντισταθούν στην πίεση της οικονομικής και πολιτικής ελίτ. Όταν μετά τρία χρόνια ο Νόγκε ελευθερώνεται, προσποιείται ότι παράτησε την αντίστασή του κατά της κυβέρνησης και της πολιτικής της και ιδρύει μιαν εφημερίδα, αλλά εξακολουθεί να παλεύει κατά του ιμπεριαλισμού και της δικτατορίας κρυφά, παράνομα. Η Ιούκιε, που ήδη πριν τρία χρόνια τον είχε ερωτευτεί, πηγαίνει σε αυτόν, και οι δυο αρχίζουν να ζουν μαζί. Μιαν ημέρα ο Νογκε όμως συλλαμβάνεται, αφού η δραστηριότητά του ανακαλύφθηκε, και δολοφονείται στην φυλακή από την αστυνομία. Ο Νόγκε ανακηρύσσεται "προδότης της πατρίδας". Μονο η Ιούκιε θα μείνει στο μέρος του, προσπαθώντας να ζει έτσι "ώστε να μην λυπάται τίποτε από την ζωή της". Μονο μετά τον πόλεμο, μετά τούτη την μεγάλη καταστροφή, θα αναγνωρισθεί επισήμως το μήνυμα που ο Νόγκε είχε αναγγείλει, και θα θεωρηθεί υπόδειγμα για τη νεολαία.
Η διεθνής καταξίωση
Τα επόμενα χρόνια ο Κουροσάβα γύρισε το αριστούργημα "Ο μεθυσμένος άγγελος" (1948) και την ταινία που του επέφερε διεθνή αναγνώριση και τον έκανε γνωστό στην Ευρώπη: "Ρασομόν" (1950), στο οποίο απονεμήθηκε ο "Χρυσός Λέων" στο κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Βενετίας του 1951. Η ταινία πραγματεύεται το θέμα της αλήθειας, της ανάμνησης και της πραγματικότητας. Άλλες γνωστές ταινίες του Κουροσάβα είναι οι Επτά Σαμουράι, Όνειρα, Γιοτζίμπο, Ραψωδία τον Αύγουστο, Καγκεμούσα.
ληροφορίες: el.wikipedia.org
Έμμυ Ναίτερ, ήταν μία πολύ σημαντική Γερμανίδα γνωστή για τη μελέτη της στην αφηρημένη άλγεβρα και τη θεωρητική φυσική
Έμμυ Ναίτερ
Η Έμμυ Ναίτερ ήταν μία πολύ σημαντική Γερμανίδα γνωστή για τη μελέτη της στην αφηρημένη άλγεβρα και τη θεωρητική φυσική.(Amalie Emmy Noether, 23 Μαρτίου 1882 - 14 Απριλίου 1935)
Αναφέρεται από τους Πάβελ Αλεξανδρώφ , Άλμπερτ Αϊνστάιν, Jean Dieudonné, Hermann Weyl, Νόρμπερτ Βίνερ και άλλους ως η πιο σημαντική γυναίκα στην ιστορία των μαθηματικών που επέφερε ριζικές αλλαγές στις θεωρίες των δακτυλίων, των σωμάτων, και των αλγεβρικών δομών. Στη φυσική, το θεώρημα της Ναίτερ εξηγεί τη θεμελιώδη σχέση μεταξύ συμμετρίας και των νόμων διατήρησης.
Γεννήθηκε σε εβραϊκή οικογένεια στη βαυαρική πόλη του Έρλαγκεν. Ο πατέρας της ήταν ο μαθηματικός Μαξ Ναίτερ. Η Έμμυ αρχικά σχεδίαζε να διδάξει γαλλικά και αγγλικά αφού περάσει τις απαιτούμενες εξετάσεις, αλλά, αντίθετα, σπούδασε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο του Έρλαγκεν, όπου ο πατέρας της δίδασκε. Μετά την ολοκλήρωση της διατριβής της το 1907 υπό την επίβλεψη του Paul Gordan, εργάστηκε στο Ινστιτούτο Μαθηματικών του Έρλαγκεν άνευ αποδοχών για επτά χρόνια (εκείνο τον καιρό ήταν πολύ ασυνήθιστο οι γυναίκες να κατέχουν ακαδημαϊκές θέσεις). Το 1915, προσκλήθηκε από τον Ντάβιντ Χίλμπερτ και τον Felix Klein για να ενταχθεί στο τμήμα μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν, ενός παγκοσμίου φήμης κέντρου της μαθηματικής έρευνας. Όμως η φιλοσοφική σχολή έφερε αντιρρήσεις κι έτσι αυτή πέρασε τέσσερα χρόνια διδάσκοντας υπό το όνομα του Χίλμπερτ. Η εξουσιοδότηση της εγκρίθηκε το 1919, επιτρέποντάς της να αποκτήσει το βαθμό του Privatdozent.
Η Ναίτερ παρέμεινε ένα ηγετικό στέλεχος του Τμήματος Μαθηματικών του Γκέτινγκεν μέχρι το 1933. Οι μαθητές της ήταν γνωστοί και ως "αγόρια της Ναίτερ". Το 1924, ο Ολλανδός μαθηματικός BL van der Waerden εντάχθηκε στον κύκλο της και σύντομα έγινε ο κορυφαίος εκφραστής των ιδεών της Ναίτερ. Το έργο της ήταν η βάση για το δεύτερο τόμο του επιδραστικού βιβλίου του το 1931, Moderne Algebra. Όταν ανέλαβε τη διεύθυνση της ολομέλειας το 1932 στο Διεθνές Συνέδριο των Μαθηματικών στη Ζυρίχη, το αλγεβρικό της δαιμόνιο είχε αναγνωριστεί σε όλο τον κόσμο. Το επόμενο έτος, η κυβέρνηση της ναζιστικής Γερμανίας καθαίρεσε τους Εβραίους από πανεπιστημιακές θέσεις και η Ναίτερ μετακόμισε στις Ηνωμένες Πολιτείες για να αναλάβει θέση στο Bryn Mawr College στην Πενσυλβάνια. Το 1935, υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση για μια ωοθηκική κύστη και, παρά τα σημάδια ανάκαμψης, πέθανε τέσσερις ημέρες αργότερα σε ηλικία 53 ετών.
Το μαθηματικό έργο της Ναίτερ έχει χωριστεί σε τρεις «εποχές». Στην πρώτη (1908-1919), συνεισέφερε σε μεγάλο βαθμό στις θεωρίες των αλγεβρικών αναλλοίωτων και των αριθμητικών σωμάτων. Το έργο της πάνω στους διαφορικούς αναλλοίωτους του λογισμού των συναρτήσεων, το θεώρημα Ναίτερ, έχει χαρακτηριστεί ως «ένα από τα πιο σημαντικά μαθηματικά θεωρήματα που αποδείχθηκε ποτέ στην καθοδήγηση της ανάπτυξης της σύγχρονης φυσικής». Στη δεύτερη εποχή (1920-1926), ξεκίνησε ένα έργο το οποίο «άλλαξε το πρόσωπο της[αφηρημένης] άλγεβρας». Στην κλασική της δημοσίευση Idealtheorie in Ringbereichen (θεωρία των ιδεωδών σε χώρους δακτυλίων, 1921) η Ναίτερ ανέπτυξε τη θεωρία των ιδεωδών στους αντιμεταθετικούς δακτυλίους σε ένα ισχυρό εργαλείο με μεγάλο εύρος εφαρμογών. Έκανε κομψή χρήση της συνθήκης ανερχόμενης αλυσίδας, και τα αντικείμενα που την ικανοποιούν ονομάζονται «Noetherian» προς τιμήν της. Στην τρίτη εποχή (1927-1935), δημοσίευσε σημαντικά έργα στην μη μεταθετική άλγεβρα και τους υπερσύμπλοκους αριθμούς και ένωσε τη θεωρία της αναπαράστασης ομάδων με τη θεωρία των συνόλων και των ιδανικών. Εκτός από τις δικές της εκδόσεις, η Ναίτερ ήταν γενναιόδωρη με τις ιδέες της και πιστώνεται με πολλές γραμμές της έρευνα που δημοσιεύθηκε από άλλα μαθηματικοί, ακόμη και σε τομείς πολύ διαφορετικούς από το κύριο έργο της, όπως η αλγεβρική τοπολογία.
Θάνατος
Τον Απρίλιο του 1935 οι γιατροί ανακάλυψαν έναν όγκο στη λεκάνη της Ναίτερ. Ανήσυχοι για τις επιπλοκές από τη χειρουργική επέμβαση, προτείνουν δύο ημέρες ξεκούραση στο κρεβάτι πρώτα. Κατά την επέμβαση βρήκαν μια ωοθηκική κύστη «στο μέγεθος ενός μεγάλου πεπονιού». Δύο μικρότεροι, καλοήθεις όγκοι στη μήτρα της εμφανίστηκαν και δεν αφαιρέθηκαν για να αποφευχθούν περαιτέρω χειρουργικές επεμβάσεις. Για τρεις μέρες φαινόταν να αναρρώνει κανονικά, και ανέρρωσε γρήγορα από την κατάρρευση του κυκλοφορικού στην τέταρτη. Στις 14 Απριλίου έπεσε αναίσθητη, η θερμοκρασία της αυξήθηκε σε 109 °F (42.8 °C), και πέθανε. «[I]t δεν είναι εύκολο να πούμε τι είχε συμβεί στη Δρ Ναίτερ», ένας από τους γιατρούς έγραψε. «Είναι πιθανό ότι υπήρχε κάποια μορφή ασυνήθιστης λοιμογόνου μόλυνσης, η οποία χτύπησε τη βάση του εγκεφάλου, όπου τα κέντρα θερμότητας βρίσκονται».
Λίγες ημέρες μετά το θάνατο της Ναίτερ, οι φίλοι της και συνεργάτες στο Bryn Mawr πραγματοποίησαν ένα μικρό μνημόσυνο στο σπίτι του College President Park. Ο Hermann Weyl και ο Richard Brauer ταξίδεψαν από το Πρίνστον και μίλησαν με τους Wheeler και Taussky για τη συνάδελφό τους και αναχώρησαν. Τους μήνες που ακολούθησαν γραπτά αφιερώματα άρχισαν να εμφανίζονται σε όλο τον κόσμο: Ο Albert Einstein με τους Van der Waerden, Weyl, και Pavel Alexandrov τήρησαν τα σέβη τους. Το σώμα της αποτεφρώθηκε και οι στάχτες της θάφτηκαν κάτω από τη διάβαση πεζών γύρω από τα μοναστήρια της M. Carey Thomas Library στο Bryn Mawr.
Πληροφορίες: el.wikipedia.org
Μπαντ Σέιτζεντορφ, ήταν Αμερικανός καρτουνίστας, γνωστός κυρίως για τη μεταφορά σε χαρτί τις περιπέτειες του Ποπάυ και της Όλιβ
Μπαντ Σέιτζεντορφ
Ο Μπαντ Σέιτζεντορφ,πραγματικό ονοματεπώνυμο Φόρεστ Κόουλς Σέιτζεντορφ, ήταν Αμερικανός καρτουνίστας, γνωστός κυρίως για την εργασία που έκανε στο Θιμπλ Θίατερ του Βασιλικού Συνδικάτου του Μέλλοντος, όπου μετέφερε τις περιπέτειες του Ποπάυ και της Όλιβ μετά το θάνατο του δημιουργού τους Έλζι Κράισλερ Σίγκαρ και στη συνέχεια στο χαρτί. (Γουινάτσι Ουάσινγκτον 22 Μαρτίου 1915-Σάντα Μόνικα Καλιφόρνια 22 Σεπτεμβρίου 1994)
Ο Σέιτζεντορφ γεννήθηκε στο Γουινάτσι της Ουάσινγκτον. Σε ηλικία 3 ετών έχασε τον πατέρα του και η μητέρα του πήρε αυτόν και την αδερφή του την Έλεν και πήγαν και εγκαταστάθηκαν στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνια. Εκεί η μητέρα του άνοιξε ένα Στούντιο Ομορφιάς. Η Έλεν ήταν που του έδωσε το προσωνύμιο Μπαντ που στη γλώσσα μας σημαίνει κακός.
Μόλις μπήκε στο Γυμνάσιο σε ηλικία 13 ετών, έκανε την πρώτη του δουλειά,που ήταν εφημεριδοπώλης, πουλώντας στο δρόμο την εφημερίδα Los Angeles Herald Express.
Περίπου 3 χρόνια αργότερα, ξεκίνησε την καριέρα του ως καρτουνίστας κι εργαζόταν με 50 δολάρια την εβδομάδα ως βοηθός του Έλζι Κράισλερ Σίγκαρ, δημιουργού του Ποπάυ και της Όλιβ.
Μόλις ο Σίγκαρ πέθανε το 1938, ο Σέιτζεντορφ εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη κι εκεί ξεκίνησε να προωθεί υλικό μάρκετινγκ για το Βασιλικό Συνδικάτο του Μέλλοντος, καθώς και να κατασκευάζει παιχνίδια με τον Ποπάυ.
Το 1940 παντρεύτηκε την εκλεκτή της καρδιάς του Νάντια Κρέινταλ και πήγαν κι εγκαταστάθκαν στο Κονέκτικατ.
Πέθανε στις 22 Σεπτεμβρίου του 1994 στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνια σε ηλικία 79 ετών.
Πληροφορίες: el.wikipedia.org
Στυλιανός Λυκούδης, ήταν Έλληνας αντιναύαρχος του Βασιλικού Ναυτικού διακρίθηκε στην Υπηρεσία Φάρων συνδέοντας το όνομά του με την ανάπτυξη του φαρικού δικτύου στην Ελλάδα
Στυλιανός Λυκούδης
Ο Στυλιανός Λυκούδης ήταν Έλληνας αντιναύαρχος του Βασιλικού Ναυτικού και τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Ως αξιωματικός διακρίθηκε στην Υπηρεσία Φάρων συνδέοντας το όνομά του με την ανάπτυξη του φαρικού δικτύου στην Ελλάδα. (23 Μαρτίου 1878 - 1958)
Γεννήθηκε στην Ερμούπολη και ήταν γιος του νομικού και λογοτέχνη Εμμανουήλ Λυκούδη και της Δήμητρας Μπλατσή. Από την πλευρά του πατέρα καταγόταν από παλιά βυζαντινή οικογένεια που μέλη της έζησαν στη Βενετία, την Ζάκυνθο, την Κέρκυρα και την Κεφαλλονιά. Θείος του ήταν ο υποστράτηγος Πέτρος Λυκούδης ενώ η αδερφή του είχε παντρευτεί τον αξιωματικό και πολιτικό Αθανάσιο Μιαούλη. Εισήχθηκε στην Σχολή Ναυτικών Δοκίμων το 1891 από όπου αποφοίτησε το 1895 με τον βαθμό του σημαιοφόρου. Ήταν ο νεότερος τότε σε ηλικία αξιωματικός του Βασιλικού Ναυτικού. Το 1910 ανέλαβε κυβερνήτης στο αντιτορπιλλικό "Λόγχη", το 1914 έγινε πλωτάρχης, το 1920 πλοίαρχος για να αποστρατευθεί τελικώς το 1941 με τον βαθμό του αντιναυάρχου. Η υπηρεσία του στο Βασιλικό Ναυτικό υπολογίζεται σε 53 έτη, 8 μήνες και 5 ημέρες, πράγμα που τον καθιστά τον μακροβιότερο "εν υπηρεσία" αξιωματικό που υπηρέτησε ποτέ στο Βασιλικό Ναυτικό. Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής σταδιοδρομίας του διετέλεσε διευθυντής της επιτροπής Φαρών του υπουργείου Ναυτικών, τομέα με τον οποίο συνέδεσε το όνομά του, εκδίδοντας μάλιστα μελέτη υπό τον τίτλο «Ιστορικόν των φάρων των ελληνικών ακτών από της αρχαιότητος μέχρι σήμερον», καθώς και καθηγητής της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων.
Το 1928 εξελέγη πρόσεδρο μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και το 1939 ομόφωνα τακτικό μέλος της αυτής. Μετά τον θάνατο του την έδρα του στην Ακαδημία Αθηνών την αναπλήρωσε, ύστερα από αρκετά χρόνια, ο αντιναύαρχος Δημήτριος Φωκάς. Είχε συγγράψει διάφορες ιστορικές μελέτες και ασχολήθηκε με την γλωσσολογία και την ναυτική ορολογία. Παράλληλα συνεργαζόταν με ελληνικές εγκυκλοπαίδειες, λεξικά και εφημερίδες. Το Πολεμικό Ναυτικό τον τίμησε ονομάζοντας "Στυλιανό Εμ. Λυκούδη" ένα από τα εφοδιαστικά πλοία των φάρων.
Απεβίωσε στην Αθήνα. Ήταν παντρεμένος με την Αγγελική Λουγγή και απέκτησε μια κόρη, την Μπέλλα.
Πληροφορίες: el.wikipedia.org
Νικόλαος Επισκοπόπουλος, ήταν Έλληνας πεζογράφος και κριτικός, που ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του στην Ελλάδα και συνέχισε στη Γαλλία, γράφοντας στα γαλλικά, με το ψευδώνυμο Νικολά Σεγκύρ
Νικόλαος Επισκοπόπουλος
Ο Νικόλαος Επισκοπόπουλος ήταν Έλληνας πεζογράφος και κριτικός, που ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του στην Ελλάδα και συνέχισε στη Γαλλία, γράφοντας στα γαλλικά, με το ψευδώνυμο Νικολά Σεγκύρ (Nicolas Segur). (1874 – 22 Μαρτίου 1944)
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Ζάκυνθο. Ο πατέρας του λεγόταν Διονύσιος Επισκοπόπουλος και η μητέρα του Αδριανή Σιγούρου (ήταν ξαδέλφη του ποιητή Μαρίνου Σιγούρου). Υπήρξε αυτοδίδακτος, επειδή διέκοψε τη φοίτηση στο σχολείο μετά τη δεύτερη τάξη. Ήταν μανιώδης αναγνώστης από παιδί και ήδη στα δεκαπέντε του εργαζόταν ως βοηθός φαρμακοποιού, ενώ σε ηλικία δεκαέξι ετών εξέδωσε ένα φιλολογικό ημερολόγιο για να δημοσιεύει εκεί τα λογοτεχνικά γραπτά του.
Το Μάιο του 1892 εγκαταστάθηκε με τη μητέρα του στην Αθήνα, όπου ο συμπατριώτης του Γρηγόριος Ξενόπουλος τον έθεσε υπό την προστασία του και προσπαθούσε να τον εισαγάγει στους λογοτεχνικούς κύκλους. Τον πρώτο χρόνο οι προσπάθειές του δεν καρποφορούσαν και ο Επισκοπόπουλος εργαζόταν ως διεκπεραιωτής στο περιοδικό Διάπλασις των Παίδων και έγραφε άρθρα εκλαϊκευμένης ιατρικής για την εφημερίδα Το Άστυ.
Εκεί έγινε και η πρώτη του λογοτεχνική δημοσίευση στις 7 Δεκεμβρίου του 1893, με το διήγημα «Ut diese mineur». Η επιτυχία του ήταν μεγάλη και τον καθιέρωσε απότομα στο αναγνωστικό κοινό και τους κύκλους των λογοτεχνών.
Ο Ξενόπουλος είχε επισημάνει χαρακτηριστικά ότι «αφ’ εσπέρας εκοιμήθη άγνωστος και την επομένην εξύπνησε προσωπικότης». Αμέσως μετά την πρώτη δημοσίευση προσελήφθη ως αρθρογράφος στο Άστυ με τις στήλες «Εδώ κι Εκεί» και «Από ημέρας εις ημέραν».
Μέχρι το 1904 συνεργάστηκε με ημερολόγια και φιλολογικά περιοδικά γράφοντας διηγήματα, μεταφράσεις, κριτικά δοκίμια και χρονογραφήματα και σύχναζε στους φιλολογικούς κύκλους του Παλαμά, του Δροσίνη (την ξαδέρφη του οποίου παντρεύτηκε), του Σουρή και της Παρρέν.
Το 1904 έφυγε από την Ελλάδα και εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στο Παρίσι και δραστηριοποιήθηκε ως λογοτέχνης με το ψευδώνυμο Nicolas Segur (Segur ήταν το όνομα της νορμανδικής οικογένειας κλάδος της οποίας εγκαταστάθηκε στη Ζάκυνθο και από την οποία προέρχονταν οι Σιγούροι). Εκεί είχε την υποστήριξη του Ανατόλ Φρανς, τον οποίο είχε γνωρίσει σε ένα ταξίδι του στην Αθήνα και ο οποίος τον σύστησε στα σημαντικότερα φιλολογικά περιοδικά. Έγραψε μυθιστορήματα και κριτικά δοκίμια για λογοτεχνικά και φιλοσοφικά θέματα.
Πέθανε στο Παρίσι στις 22 Μαρτίου του 1944.
Έργο
Η λογοτεχνική παιδεία του Επισκοπόπουλου υπερέβαινε την ελληνική παραγωγή και τα ενδιαφέροντά του στρέφονταν προς την ξένη λογοτεχνία. Ιδιαιτέρως εκτιμούσε τους Σαρλ Μπωντλαίρ, Ανατόλ Φρανς, Έντγκαρ Άλλαν Πόε και Γκαμπριέλε ντ’ Ανούντσιο. Οι αισθητικές προτιμήσεις του στρέφονταν προς το ρεύμα του αισθητισμού, του οποίου υπήρξε ο πρώτος Έλληνας εκπρόσωπος, σε μια περίοδο που στην ελληνική πεζογραφία κυριαρχούσαν οι ηθογραφικές και οι νατουραλιστικές τάσεις. Ο κοσμοπολιτισμός του, που εκδηλωνόταν και στις επιδράσεις στο λογοτεχνικό του έργο αλλά και στα κριτικά του κείμενα, είχε ως αποτέλεσμα να δεχτεί συχνά κατηγορίες για ξενομανία και αντιγραφή των ξένων (χαρακτηριστικές ήταν οι επιθέσεις από τον Περικλή Γιαννόπουλο και τον Ηλία Βουτιερίδη).
Ως πεζογράφος στην Ελλάδα έγραψε αποκλειστικά διηγήματα. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της λογοτεχνικής γραφής του είναι η πληθωρική έως και επιτηδευμένη έκφραση, με κυριαρχία του λυρισμού και του αισθησιασμού (λυρικά και όχι ρεαλιστικά παρουσιασμένου), και η ιδιότυπη αφήγηση, με περιορισμένη πλοκή και δράση και την απουσία διαλόγων. Στη Γαλλία έγραψε πάνω από τριάντα μυθιστορήματα που έγιναν δημοφιλή στο ευρύ κοινό
Το κριτικό του έργο είναι πλούσιο, τόσο στην ελληνική όσο και στη γαλλική γλώσσα. Η ελληνόγλωσση αρθρογραφία του καλύπτει πλήθος θεμάτων, όπως ζητήματα της επικαιρότητας, χρονογραφήματα, λογοτεχνικά θέματα, συνεντεύξεις, κριτικές θεάτρου, ταξιδιωτικές εντυπώσεις. Η στάση του απέναντι στην ελληνική λογοτεχνική πραγματικότητα ήταν πολύ κριτική και για λίγους λογοτέχνες εξέφρασε θετική άποψη (όπως για το Σολωμό, τον Πολυλά, το Βιζυηνό, τον Ροΐδη, τον Νιρβάνα. Ενδιαφέρθηκε πολύ για την προβολή του αισθητισμού και των συγγραφέων που τον επηρέασαν. Στη Γαλλία έγραψε μελέτες για πολλούς συγγραφείς και διανοητές (τον Μωρίς Μπαρές, τον Μπωντλαίρ, τον Ταιν, τον Μπερξόν, τον Ίψεν και κυρίως για τον Φρανς. Το σημαντικότερο έργο του είναι η πεντάτομη Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας που κυκλοφόρησε μετά το θάνατό του.
Έργα
Le rideau rouge (Η κόκκινη κουρτίνα) ― ελλην.μετάφρ.Β.Λιάσκας ("Δορυφόρος")
Τα δεσμά της σάρκας ― Το μυστικό της Πηνελόπης - ελλην.μετάφρ.Β.Λιάσκας ("Δορυφόρος")
Τρελλά διηγήματα, "Νεφέλη", Αθήνα 1989.
Πληροφορίες: el.wikipedia.org
Περισσότερα Άρθρα...
- Σπύρος Βασιλείου, ήταν Έλληνας καλλιτέχνης, ένας από τους πλέον παραγωγικούς, αναγνωρίσιμους και δημοφιλείς Έλληνες εικαστικούς
- Σαμπιχά Γκιοκτσέν, ήταν η πρώτη πιλότος πολεμικού αεροσκάφους στον κόσμο και η πρώτη γυναίκα αεροπόρος της Τουρκίας
- Άντονι βαν Ντάικ, ήταν Φλαμανδός ζωγράφος της μπαρόκ τεχνοτροπίας του 17ου αιώνα, ιδιαίτερα παραγωγικός στον τομέα των πορτρέτων Ευρωπαίων αριστοκρατών
- Γκόραν Μπρέγκοβιτς, Σέρβος συνθέτης, από τους πιο γνωστούς της πρώην Γιουγκοσλαβίας, ειδικεύεται κυρίως στο βαλκανικό και τσιγγάνικο είδος μουσικής