Άρθρα
Γεώργιος Παπανικολάου, κορυφαίος γιατρός με την παγκόσμια ακτινοβολία
Γεώργιος Παπανικολάου
Ο κορυφαίος γιατρός με την παγκόσμια ακτινοβολία γεννήθηκε στην Κύμη Ευβοίας το 1883 και πέθανε το 1962 στο Μαϊάμι Φλώριδας.
Ο πατέρας του Νικόλαος Παπανικολάου ήταν γιατρός που άσκησε το επάγγελμα του για πολλά χρόνια στην Κύμη και διετέλεσε για αρκετό χρονικό διάστημα Δήμαρχος της πόλης και είχε επίσης εκλεγεί και Βουλευτής Ευβοίας και Καρυστίας.
Τα παιδικά του χρόνια ο Γεώργιος τα πέρασε στην Κύμη όπου και τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο. Κατόπιν οι γονείς του τον έστειλαν στην Αθήνα για να τελειώσει τις εγκύκλιες σπουδές.
Είχε και ένα μεγαλύτερο αδελφό ο οποίος σπούδασε Νομικά. Σύμφωνα με την παράδοση και την πάγια συνήθεια, που ήταν πολύ ζωντανή την εποχή εκείνη στις ελληνικές οικογένειες, ο πρωτότοκος γιος έπρεπε ν' ακολουθήσει το επάγγελμα του πατέρα. Μιας όμως και ο πρωτότοκος γιος ακολούθησε τη Νομική Επιστήμη, έμελλε να εκπληρωθεί η πατρική επιθυμία και η παράδοση από τον Γεώργιο ο οποίος έδειχνε και ιδιαίτερη κλίση στην ιατρική επιστήμη.
Σαν παιδί ο Γεώργιος Παπανικολάου ανατράφηκε σε ένα ιδιαίτερα θερμό και συναισθηματικό οικογενειακό περιβάλλον. Ο πατέρας του ήταν άνθρωπος δραστήριος και με έντονη προσωπικότητα, ενώ η μητέρα του, τα αδέλφια του και όλοι οι συγγενείς και φίλοι του έδειχναν ξεχωριστή αδυναμία στον σπάνια προικισμένο νέο, το Γεώργιο, ο οποίος είχε ήδη αρχίσει να ξεχωρίζει από τους συνομήλικους του για τα ψυχικά, φυσικά και πνευματικά του χαρίσματα.
Μετά την αποπεράτωση των γυμνασιακών του σπουδών γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, το 1898, και έλαβε το πτυχίο του το 1904, σε ηλικία δηλαδή μόλις 21 ετών.
Καθώς ήταν φιλομαθής, και διακρινόταν από μικρός για τη μεγάλη του θέληση, κατά τη διάρκεια των σπουδών του στην Αθήνα, διεύρυνε την μόρφωση του με την εκμάθηση ξένων γλωσσών. Παράλληλα ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία και τη φιλοσοφία, αλλά και το μεγάλο πάθος του, που ήταν η μουσική. Γι' αυτό ασχολήθηκε επί 8 οκτώ χρόνια με το βιολί, και όπως θα δούμε πιο κάτω, στα δύσκολα χρόνια της παραμονής του στην Αμερική, η γνώση αυτή του φάνηκε χρήσιμη.
Όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Ιατρική Σχολή και πήρε το δίπλωμά του, ο Παπανικολάου επέστρεψε στην γενέτειρά του την Κύμη.
Επιστρέφοντας όμως εκεί, αναρωτιόταν γιατί έγινε γιατρός, αφού δεν ήθελε να ασκήσει το επάγγελμα. Καθημερινά έκανε ατελείωτους περιπάτους στους καταπράσινους λόφους της Κύμης, διαβάζοντας φιλοσοφία. Ο Καντ και ο Νίτσε ήταν εκείνοι που ικανοποιούσαν περισσότερο τις αναζητήσεις του. Η φιλοσοφική σκέψη του Νίτσε έπαιξε τον κύριο ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του.
Ο Γεώργιος Παπανικολάου, ο οποίος στα νεανικά του χρόνια βίωσε τη σκληρή δοκιμασία και τη δραματικότητα του άτυχου πολέμου του 1897, προβληματίσθηκε από τα ιδεολογικά ρεύματα και επηρεάσθηκε από τις φιλοσοφικές θεωρίες των αρχών του 20ου αιώνα Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, το γεγονός ότι ο Παπανικολάου από το 1904, αριστούχος πτυχιούχος της Ιατρικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, είχε αποφασίσει να μην ασκήσει το ιατρικό επάγγελμα, προκειμένου να αποσυρθεί στην Κύμη, καλλιεργεί μονάχος τη γη του, διαβάζει φιλοσοφία και βιολογία, ασχολείται με τη γλώσσα και με το δημοτικισμό και προετοιμάζει καλύτερα το έδαφος για τις μεταπτυχιακές του σπουδές.
Ο πατέρας του γνωρίζοντας τον χαρακτήρα και τις ικανότητές του παιδιού του, την ολοφάνερη εξυπνάδα του και την έμφυτη τάση του προς την επιστημονική έρευνα, θυσιάζοντας τις οικονομίες του, έστειλε το Γεώργιο στα 1907 για ανώτερες σπουδές στη Γερμανία.
Επιλέγει τον κλάδο της Βιολογίας, που ανταποκρίνεται περισσότερο στα ενδιαφέροντά του και μεταβαίνει στην Ιένα πρώτο σταθμό της μετεκπαίδευσής του όπου θα παρακολουθήσει τα μαθήματα του καθηγητή Ερνέστου Χαίκελ, ινδάλματος των φοιτητικών χρόνων του. Το 1908 θα συνεχίσει τις σπουδές του στο Freiburg και τέλος στο Μόναχο, όπου το 1910 θα του απονεμηθεί ο τίτλος του Διδάκτορα της Φιλοσοφίας για την εργασία του «Περί των συνθηκών της διαφοροποιήσεως του φύλου των Δαφνιδών».
Η «γερμανική περίοδος» της ζωής του Γεώργιου Παπανικολάου υπήρξε και αυτή εποχή αναζητήσεων και φιλοσοφικού στοχασμού. Με τους φίλους του Αλέξανδρο Δελμούζο και Γ. Σκληρό, το γνωστό λογοτέχνη Κωνσταντίνο Χατζόπουλο, που επίσης βρισκόταν εκείνα τα χρόνια στη Γερμανία και τον Μ. Ζαβιτσιάνο, ο Γεώργιος Παπανικολάου συγκροτεί βραχύβια σοσιαλιστική ομάδα. Σταθερός υπέρμαχος του δημοτικισμού, που τότε ταυτιζόταν με ριζοσπαστικές αντιλήψεις για την πολιτική και την επιστήμη, δημοσιεύει ενυπόγραφο άρθρο στο αθηναϊκό περιοδικό «Ο Νουμάς» (φύλλα 319 έως 321 του 1908). Το εν λόγω άρθρο που έφερε τον τίτλο «Για τον εγωισμό και τους εγωιστάς» αποτελεί κατά κάποιο τρόπο απάντηση σε κείμενο που είχε δημοσιευθεί σε προηγούμενο φύλλο με τίτλο «Εγωισμός ή αγάπη;». Το άρθρο παρουσιάζει ενδιαφέρον διότι μαρτυρεί τις τότε αντιλήψεις και τις πνευματικές αναζητήσεις του μετέπειτα διάσημου ερευνητή. Γρήγορα όμως και αφού γνώρισε διάφορα φιλοσοφικά ρεύματα αποφασίζει να αφιερωθεί στη βιολογική έρευνα, την οποία θα καταστήσει σκοπό της ζωής του. Γράφει ο ίδιος στον πατέρα του: «Δεν είμαι πλέον ονειροπόλος. Η επιστήμη με άρπαξε από τα χέρια του Νίτσε. Πατώ απάνω σε έδαφος στερεό...».
Δεν του αρκούσε να ασκήσει το ιατρικό επάγγελμα, αλλά ήθελε να στραφεί στην επιστημονική έρευνα, επηρεασμένος από τις θεωρίες των Ιμμάνουελ Καντ, Φρήντριχ Νίτσε, Αρθουρ Σοπενχάουερ και Γιόχανν Βόλφγκανγκ Γκαίτε και από το βιβλίο του Ερνστ Χαίκελ για «το αίνιγμα του σύμπαντος».
Όταν γύρισε στην Ελλάδα (1910), ο Παπανικολάου διαπίστωσε ότι οι συνθήκες δεν ήταν ευνοϊκές για τα μελλοντικά του σχέδια. Αμέσως μετά το γάμο του με την Ανδρομάχη Μαυρογένη, αποφάσισε να φύγει πάλι για το εξωτερικό, διευκρινίζοντας στους γονείς του πως «το ιδανικόν μου δεν είναι να πλουτίσω, ούτε να ζήσω ευτυχής αλλά να εργασθώ, να δράσω, να δημιουργήσω, να κάμω κάτι τι αντάξιον ενός ανθρώπου ηθικού και δυνατού» Πρώτος σταθμός της επιστημονικής Οδύσσειας του Παπανικολάου το Ωκεανογραφικό Ινστιτούτο του Μονακό, όπου έλαβε μέρος σε μία από τις ερευνητικές αποστολές του ωκεανογραφικού σκάφους «L' Hirodelle» (1911) του πρίγκιπα Αλβέρτου Α'.
Διακόπτει την παραμονή στο εξωτερικό για να συμμετάσχει στο Βαλκανικό πόλεμο του 1912, μετά τη λήξη του μεταναστεύει μαζί με τη γυναίκα του στις ΗΠΑ. Δύσκολες οι συνθήκες λόγω οικονομικών δυσκολιών, με αποτέλεσμα να εργαστούν και οι δυο σε ένα εμπορικό κατάστημα. Ο ένας πουλώντας χαλιά και η άλλη ράβοντας κουμπιά με αμοιβή 5 δολάρια την εβδομάδα. Τα προβλήματα τελειώνουν όταν ο Παπανικολάου διορίστηκε βοηθός του παθολογοανατομικού τμήματος του Νοσοκομείου της Νέας Υόρκης, ύστερα από μεσολάβηση του διάσημου γενετιστή του Πανεπιστημίου Κολούμπια Τ.Χ. Μόργκαν.
Οι τεράστιες επιστημονικές ικανότητες, αλλά και το ήθος του αφοσιωμένου ερευνητή δεν άργησαν να εκτιμηθούν και να καρποφορήσουν στο Ιατρικό Κολέγιο του Πανεπιστημίου του Κορνέλλ, στο οποίο εργάστηκε το διάστημα 1914-61, αποκτώντας όλους τους τίτλους της ακαδημαϊκής ιεραρχίας, χωρίς, όμως, να του δοθούν ποτέ διδακτικά καθήκοντα για να μπορεί να αφοσιωθεί στο ερευνητικό του έργο.
Στην αρχή της επιστημονικής σταδιοδρομίας του, αποφασισμένος να συνεχίσει και να ολοκληρώσει τις πειραματικές έρευνες τις οποίες είχε αρχίσει στη Γερμανία, ο Παπανικολάου μελέτησε πειραματικά το κολπικό επίχρισμα σε ινδικά χοιρίδια με ενθαρρυντικά αποτελέσματα. Ο Βενιζέλος προσπάθησε να τον πείσει να γυρίσει στην Ελλάδα, όπου θα του απονεμόταν τιμητικά ο τίτλος του καθηγητή της έδρας της Ζωολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Οι σχετικές όμως διαπραγματεύσεις ναυάγησαν γιατί ο Βενιζέλος έχασε τις επόμενες βουλευτές εκλογές. Η δημιουργικότερη αλλά και σκληρότερη περίοδος των ερευνητικών του προσπαθειών ήταν η δεκαετία του 1920. Ήταν η εποχή που πραγματοποιήθηκαν και ευδοκίμησαν οι πρώτες κλινικοεργαστηριακές μελέτες του για τη διαγνωστική αξία της κυτταρολογικής εξέτασης του κολπικού επιχρίσματος στις γυναίκες.
Η πρωτοποριακή κυτταροδιαγνωστική μέθοδος του «Dr Pap» έγινε γνωστή με τις ιατρικές συντμήσεις «Pap smear» (επίχρισμα Παπανικολάου) και «Pap test» (δοκιμασία Παπανικολάου).
Ο Παπανικολάου, αφού εργάστηκε σκληρά επί μισό σχεδόν αιώνα στο Ιατρικό Κολέγιο του Πανεπιστημίου του Κορνέλλ - χωρίς να κάνει διακοπές, εκτός από ένα σύντομο επιστημονικό ταξίδι στην Ευρώπη, με τελικό σταθμό την Ελλάδα και την Κύμη (1957) - αποφάσισε παρά τα 78 χρόνια του να εγκαταλείψει τη Νέα Υόρκη και να εγκατασταθεί στο Μαϊάμι για να αναλάβει την οργάνωση και τη διεύθυνση του εκεί Καρκινολογικού Ινστιτούτου. Δεν πρόλαβε να το εγκαινιάσει ο ίδιος, λόγω του θανάτου του, αλλά ο φίλος του καρκινολόγος Τσαρλς Κάμερον.
Ο άνθρωπος, ο οποίος «χάρισε ζωή στις γυναίκες ολόκληρου του κόσμου» -όπως θυμίζει μια αναμνηστική πλάκα του Καρκινολογικού Ινστιτούτου που έχει μετονομαστεί σε «Ερευνητικό Καρκινολογικό Ινστιτούτο Γεώργιος Παπανικολάου»- ήταν πάντα ένας σιωπηλός αγωνιστής του πνεύματος και της επιστήμης, επίμονος και ατάραχος, ακούραστος και ταπεινός, ευγενής και αξιοπρεπής, ακόμα και όταν αδικήθηκε όπως στην περίπτωση του Νόμπελ Ιατρικής, για το οποίο είχε προταθεί από πολλούς Έλληνες και ξένους ερευνητές.
Το συγγραφικό έργο του Γεωργίου Παπανικολάου αποτελείται από 158 άρθρα και 5 συγγράμματα. Τα εν λόγω συγγράμματα, ιδιαιτέρως μάλιστα ο περίφημος Ατλας Αποφολιδωτικής Κυτταρολογίας, χάρη στη μεστότητα του κειμένου τους και την απαράμιλλη εικονογράφησή τους αποτελούν βιβλία-σταθμούς όχι μόνο για τον κλάδο της κυτταρολογίας, αλλά και για ολόκληρη την ιατρική βιβλιογραφία του 20ού αιώνα. Ο Παπανικολάου τιμήθηκε με πολλές διακρίσεις. Το Πανεπιστήμιο Cornell, στο οποίο εργάστηκε συνεχώς επί μισό σχεδόν αιώνα και από το 1947 κατείχε τη θέση του καθηγητή της κλινικής ανατομικής, τον ανεκήρυξε το 1957 ομότιμο καθηγητή της ίδιας έδρας. Διετέλεσε επίσης σύμβουλος ιατρός (Consultant) του περίφημου Memorial Hospital της Νέας Υόρκης. Η Αμερικανική Ακαδημία Τεχνών και Επιστημών, η Ένωση των Αμερικανικών Ιατρικών Κολεγίων και η Αμερικανική Αντικαρκινική Εταιρεία τού απένειμαν τιμητικά βραβεία. Το 1949 η Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών ονόμασε τον Παπανικολάου επίτιμο διδάκτορά της, ενώ η Ακαδημία Αθηνών τον Νοέμβριο του 1957 τον ανεκήρυξε παμψηφεί επίτιμο μέλος της. Σημειωτέον ότι υπήρξε ο πρώτος στον οποίο απονεμήθηκε η ανωτάτη τιμητική διάκριση της Ακαδημίας Αθηνών. Μεταθανατίως του απενεμήθη και το Βραβείο του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.
Διατηρούσε άρρηκτους δεσμούς με την Ελλάδα, ενδιαφερόταν για τα πολιτικά, τα πνευματικά και τα κοινωνικά ρεύματα και έτρεφε ιδιαίτερη εκτίμηση στο εθνικό έργο του Ελευθερίου Βενιζέλου και του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Η γυναίκα του, Μάχη Παπανικολάου, προσπάθησε να συνεχίσει το έργο του στο Μαϊάμι μέχρι το θάνατό της (1982), πιστεύοντας ότι οι επιστήμονες γεννιόνται και ότι οι έρευνές τους καρποφορούν μέσα στα πειραματικά εργαστήρια. Για τούτο -όπως έγραψε αποκαλυπτικά η ίδια- «δεν υπήρχε για μέσα άλλη λύση από να τον ακολουθώ στο εργαστήριο, κάνοντας το δικό του τρόπο ζωής και δικό μου»
Φώτης Μεταξόπουλος, Έλληνας χορευτής, χορογράφος και χοροδιδάσκαλος
Φώτης Μεταξόπουλος
είναι Έλληνας χορευτής, χορογράφος και χοροδιδάσκαλος.
Γεννήθηκε στις 13 Μαΐου 1935 στην Αθήνα. Το 1940 σε ηλικία πέντε ετών χάνει τη μητέρα του και την κηδεμονία του αναλαμβάνει εξ ολοκλήρου ο πατέρας του.
Σε ηλικία 19 ετών παρακολουθεί μαθήματα στις Σχολές Παλμέρ με σκοπό να εργαστεί ως ασυρματιστής στο εμπορικό ναυτικό. Επηρεάζεται από την ταινία "Η ζωή του Ροδόλφο Βαλεντίνο"] και αποφασίζει να ασχοληθεί με το χορό. Την ίδια χρονιά (1954), ο Άγγελος Γριμάνης, χορογράφος της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (E.Λ.Σ.), ζητούσε χορευτές, για να συνθέσει ένα μπαλέτο, που θα περιόδευε στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Ο Γριμάνης δεν προσέλαβε τον άπειρο τότε και ενθουσιώδη Μεταξόπουλο, αλλά τον σύστησε στην Ελβετίδα χορεύτρια Μύριαμ Τσόισι (Myriam Choisy), που με τη σειρά της τον παρότρυνε να ασχοληθεί επαγγελματικά με το χορό.
Η πρώτη του επαγγελματική επαφή με το χορό γίνεται στη θεατρική παράσταση "Ρωμαίος και Ιουλιέττα" του Σαίξπηρ (Shakespeare) στο Θέατρο του Εθνικού Κήπου σε χορογραφίες του Γιάννη Φλερύ. Συνεχίζει τις θεατρικές του εμφανίσει και παράλληλα προετοιμάζεται επό τρία χρόνια στη Σχολή της Τσόισι για να αποκτήσει τελικά το 1957 "άδεια ασκήσεως επαγγέλματος του χορευτή.
Κυρά της Ρω, η ιστορία της γυναίκας που ύψωνε κάθε μέρα την Ελληνική Σημαία
Η κυρά της Ρω
Η ιστορία της γυναίκας που ύψωνε κάθε μέρα την Ελληνική Σημαία.
Σαν σήμερα το 1983 φεύγει από τη ζωή η Δέσποινα Αχλαδιώτη, αφήνοντας τη Ρω χωρίς κυρά 13.5.2015 | 08:52. Η κυρά της Ρω, ή κατά κόσμον Δέσποινα Αχλαδιώτη, ύψωνε κάθε μέρα για 34 (κατά άλλους για 40) χρόνια την ελληνική σημαία μια ανάσα από τα τουρκικά παράλια. Από την ΑΝΔΡΟΝΙΚΗ ΚΟΛΟΒΟΥ το όνομά της έγινε σύμβολο. Σημείο αναφοράς γενναιότητας και πατριωτισμού. Μια γυναίκα με πρόσωπό τσαλακωμένο από τις αντιξοότητες, με ένα κορμί ζαρωμένο από το αλάτι της θάλασσας και τις κακουχίες, αλλά με βλέμμα πεντακάθαρο με καρδιά αγνή, με ψυχή που ξεχείλιζε στα κύματα γύρω από το μικρό της νησάκι.
Η κυρά της Ρω, ή κατά κόσμον Δέσποινα Αχλαδιώτη, ύψωνε κάθε μέρα για 34 (κατά άλλους για 40) χρόνια την ελληνική σημαία μια ανάσα από τα τουρκικά παράλια. Σε ένα μέρος άγονο, αφιλόξενο, που μόνο λίγο χορτάρι φύτρωνε στο χώμα. Σε μια μικρή βραχονησίδα που ήταν το σπίτι της, η άκρη της πατρίδας που λάτρευε.
Έμεινα μόνη μου το 1943 στο Καστελόριζο με την τυφλή μου μάνα, όταν έφευγαν όλοι οι κάτοικοι του νησιού στη Μέση Ανατολή και στην Κύπρο. Με την Ελληνική σημαία υψωμένη και την αγάπη για την Ελλάδα βαθιά ριζωμένη μέσα μου πέρασα όλες τις κακουχίες.
Η Ρω βρίσκεται 4 μίλια δυτικά από το Καστελόριζο και σε απόσταση 12 μιλίων από τις τoυρκικές ακτές. Ονομάζεται και Άγιος Γεώργιος, ή αρχαία Ρώγη ή Ρόπη. Εκεί πήρε την απόφαση να μείνει με το σύζυγό της η Δέσποινα Αχλαδιώτη το 1924, ήταν τότε μόλις 25 χρονών. Το Καστελόριζο και τα γύρω νησιά είχαν γεμίσει πρόσφυγες. Στη Ρω ζούσαν τότε λιγοστές οικογένειες. Άγονο μέρος, δεν ήταν για όλους. Η Δέσποινα με τον άντρα της δε δίστασαν. Παρέα με λίγα ζώα για να καλύπτουν τις ανάγκες τους, πήραν όσα υπάρχοντα είχαν και εγκαταστάθηκαν στη Ρω. Η πρώτη φορά που η Δέσποινα Αχλαδιώτου ύψωσε τη σημαία ήταν το 1927, όταν ξύπνησε ένα πρωί και είδε στην κορυφή του νησιού να κυματίζει η τουρκική σημαία. Πήγε στο σπίτι, άνοιξε το σεντούκι, πήρε ένα λευκό σεντόνι και μια γαλάζια κουρτίνα και έραψε τη γαλανόλευκη. Κατέβασε με τον άντρα της την τουρκική, τοποθετώντας στη θέση της τη νέα σημαία. Λίγα χρόνια αργότερα οι μόνιμοι κάτοικοι του νησιού έφυγαν για να αναζητήσουν μια καλύτερη μοίρα για τους ίδιους και τα παιδιά τους. Η Δέσποινα και ο Κώστας όμως έμειναν. Σχεδόν ολομόναχοι. Ώσπου το 1940 ο Κώστας Αχλαδιώτης αρρώστησε βαριά. Κλινήρης και παντελώς αδύναμος, έπρεπε να μεταφερθεί στο Καστελόριζο. Έτσι η Δέσποινα άναψε φωτιά ώστε να ειδοποιήσει για βοήθεια τους ψαράδες στα καϊκάκια. Άργησαν πολύ να τη δούν όμως. Και τη φωτιά και τη Δέσποινα. Ο άντρας της πέθανε στο δρόμο για το νησί όπου θα του έσωζαν τη ζωή οι γιατροί. Και η Δέσποινα τον κήδεψε μόνη της. Και μόνη της τον έκλαψε. Το 1943 επέστρεψε στη Ρω από το Καστελόριζο όπου έμεινε για λίγο, παίρνοντας μαζί της την τυφλή μητέρα της. Δύο γυναίκες μόνες στην κατοχή. Ήταν τότε που άρχισε να υψώνει κάθε πρωί την ελληνική σημαία και να την κατεβάζει το βράδυ. Από τη Ρω προσέφερε υπηρεσίες σε στρατιώτες του Ιερού Λόχου. Με "δυνατή φωνή και γοργή περπατησιά", όπως την περιγράφει ο βιογράφος της Κυριάκος Χονδρός, δεν εγκατέλειψε ποτέ το νησί, ακόμα κι όταν το Καστελόριζο, που βομβαρδίστηκε από τους Γερμανούς μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, το 1943, ερήμωσε σχεδόν από τους κατοίκους του, εκ των οποίων οι περισσότεροι εξαναγκάστηκαν στο δρόμο της προσφυγιάς."Τα ξερονήσια του Καστελόριζου και της Ρω τ' αγαπώ.
Έμεινα μόνη μου το 1943 στο Καστελόριζο με την τυφλή μου μάνα, όταν έφευγαν όλοι οι κάτοικοι του νησιού στη Μέση Ανατολή και στην Κύπρο.
Με την Ελληνική σημαία υψωμένη και την αγάπη για την Ελλάδα βαθιά ριζωμένη μέσα μου πέρασα όλες τις κακουχίες, βέβαια η ζωή στη Ρω δεν είναι και τόσο ευχάριστη, αλλά νιώθεις πιο πολύ την Ελλάδα, χαμένος όπως είσαι στο πέλαγος, λίγες εκατοντάδες μέτρα από τις Τουρκικές ακτές.
Την Ελληνική Σημαία θέλω να μου τη βάλουν μαζί μου στον Τάφο." είχε πει η ίδια. Μετά τα γεγονότα του 1974, όπου Τούρκοι τοποθετούσαν κρυφά τη σημαία τους, η γυναίκα και το νησάκι της έγιναν γνωστά παντού.
Η Δέσποινα Αχλαδιώτη βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών (1975), το Πολεμικό Ναυτικό, τη Βουλή των Ελλήνων, το Δήμο Ρόδου, την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και άλλους φορείς.
Το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας έστειλε ναυτικό άγημα και αντιπροσωπεία του ΓΕΝ στο Καστελόριζο όπου, στις 23 Νοεμβρίου 1975, της απένειμε το μετάλλιο για την πολεμική περίοδο 1941-1944 για τις «προσφερθείσες εθνικές υπηρεσίες της», όπως ανέφερε η απόφαση του Υπουργού Άμυνας.
Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 92 ετών, σε νοσοκομείο της Ρόδου, στις 13 Μαΐου του 1982.
Η σορός της μεταφέρθηκε στην Ρω και ετάφη κάτω από τον ιστό όπου ύψωνε τη σημαία.
Γκάρι Κούπερ, ήταν αμερικανός ηθοποιός βραβευμένος με όσκαρ Α' ανδρικού ρόλου
Γκάρι Κούπερ
Ο Γκάρι Κούπερ ήταν αμερικανός ηθοποιός βραβευμένος με όσκαρ Α' ανδρικού ρόλου για τις ταινίες Λοχίας Γιορκ (Sergeant York) το 1941 και Το τρένο θα σφυρίξει τρεις φορές (High Noon) το 1952. (αγγλ. Gary Cooper) (7 Μαΐου 1901 - 13 Μαΐου 1961)
Συνεργάστηκε με σημαντικούς σκηνοθέτες όπως ο Φρανκ Κάπρα, ο Γουίλιαμ Γουάιλερ και ο Χάουαρντ Χοκς σε μια σειρά ταινιών που κατέστησαν τη φιγούρα του θρυλική, καθώς κατάφερνε να δώσει λάμψη στη φιγούρα του κοινού ανθρώπου. Σε περίπου 30 χρόνια καριέρας πρωταγωνίστησε με ικανότητα σε δράματα, κωμωδίες και γουέστερν.
Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου τον έχει κατατάξει 11ο στη λίστα με τους 25 μεγαλύτερους σταρ όλων των εποχών.
Ο Φρανκ Τζέιμς Κούπερ, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε το 1901 στη Χελένα της Μοντάνα από τον Τσαρλς Χένρι Κούπερ και τη σύζυγό του Άλις. Ο πατέρας του ήταν ένας αγρότης από το Μπέντφορσαϊρ της Αγγλίας που είχε καταφέρει να γίνει αρχικά δικηγόρος κι έπειτα δικαστής.
Η μητέρα του που ήλπιζε οι δυο γιοι της να λάβουν ανώτερη μόρφωση από εκείνη που τους παρείχαν τα σχολεία της Μοντάνα τους έστειλε στο Σχολείο Ντανστέιμπλ του Μπέντφορσαϊρ στην Αγγλία, όπου φοίτησαν μεταξύ του 1910 και του 1913.
Μετά το ξέσπασμα του Α' παγκοσμίου πολέμου η μητέρα του Κούπερ έφερε τα παιδιά της πίσω στην Αμερική.
Στα 13 του ο Κούπερ έσπασε τη λεκάνη του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα κι ο θεράποντας ιατρός του του συνέστησε την ιππασία ως μέθοδο θεραπείας.
Ο Κούπερ αργότερα σπούδασε Αϊόβα, στο κολέγιο Γκρινέλι μέχρι και το 1924 αλλά δεν αποφοίτησε. Προσπάθησε επίσης να μπει στη θεατρική ομάδα του κολεγίου αλλά δεν έγινε δεκτός. Επέστρεψε στην Χελένα για να δουλεύει στο ράντζο και να σχεδιάζει σκίτσα για την τοπική εφημερίδα.
Όταν οι γονείς του μετακόμισαν την ίδια χρονιά στο Λος Άντζελες ο Κούπερ αποφάσισε να τους ακολουθήσει σκεπτόμενος ότι θα ήταν προτιμότερο να πεθαίνει της πείνας σε θερμότερα κλίματα κι όχι στην παγωνιά.
Εφόσον απέτυχε σε μια σειρά διαφορετικών εργασιών, ο Κούπερ, όπως πολλοί ηθοποιοί της εποχής, βρήκε δουλειά ως κομπάρσος σε βωβές ταινίες. Δυο χρόνια αργότερα άρχισε να έχει μια μικρή επιτυχία με τη συμμετοχή του σε ταινίες στο πλευρό της Κλάρα Μπόου. Ταινίες όπως το το θρυλικό Ιτ (It, 1927) και τα Φτερά (Wings, 1927), που ήταν και το πρώτο φιλμ που βραβεύτηκε με Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, του χάρισαν σχετική αναγνωρισιμότητα.
Την περίοδο εκείνη άλλαξε και το όνομά του, πλέον ήταν γνωστός ως Γκάρι Κούπερ ή ως Κουπ όπως τον φώναζαν τα πιο κοντινά του άτομα. Ήταν η ταινία Στην αγχόνη (The Virginian) του 1929 που τον έκανε αστέρι πρώτου μεγέθους. Ήταν η πρώτη του απόπειρα σε ομιλούσα ταινία και στέφθηκε με επιτυχία.
Η δεκαετία του 30 ήταν γεμάτη επιτυχίες από την αρχή για τον Κούπερ. Το 1930 πρωταγωνίστησε δίπλα στη Μαρλέν Ντίτριχ στο κλασικό δράμα του Γιόζεφ φον Στέρνμπεργκ, Μαρόκο (Morocco, 1930) κι ακολούθησαν η κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος του Έρνεστ Χέμινγουεϊ Αποχαιρετισμός στα όπλα (A Farewell to Arms, 1932), που προβλήθηκε στην Ελλάδα ως Αποχαιρετισμός στη σημαία, το τολμηρό Ερωτικές καντρίλιες (Design for Living, 1933) του Ερνστ Λιούμπιτς, το Οι λογχοφόροι της Βεγγάλης (The Lives of a Bengal Lancer, 1935), το Ο πόθος (Desire, 1936) ξανά με την Ντίτριχ, καθώς και η πρώτη του συνεργασία με τον Φρανκ Κάπρα στην ταινία Πρίγκιψ των δολαρίων (Mr. Deeds Goes To Town, 1936) που του απέφερε την πρώτη υποψηφιότητα για όσκαρ. Ο Κούπερ ήταν η πρώτη επιλογή του παραγωγού Ντέιβιντ Ο' Σέλζνικ για το ρόλο του Ρετ Μπατλερ στη θρυλική ταινία Όσα παίρνει ο άνεμος. Ο Κούπερ ήταν όμως απέρριψε το ρόλο κι ήταν ανένδοτος καθώς πίστευε ότι η ταινία επρόκειτο να είναι η μεγαλύτερη αποτυχία όλων των εποχών. Απέρριψε επίσης τους πρωταγωνιστικούς ρόλους στις ταινίες Πριν από τη θύελλα (The Foreign Correspondent) και Σαμποτέρ (Saboteur) του Χίτσκοκ. Χρόνια αργότερα παραδέχτηκε ότι η κίνηση αυτή ήταν λανθασμένη.
Το 1933 ο Κούπερ παντρεύτηκε την κοσμική Βερόνικα Μπάλφι, με την οποία απέκτησε μια κόρη, τη Μαρία Κούπερ.
Η ανοδική πορεία του Κούπερ συνεχίστηκε και τη δεκαετία του 40. Το 1940 συνεργάστηκε για πρώτη φορά με το μεγάλο σκηνοθέτη Γουίλιαμ Γουάιλερ για την ταινία Ο κατακτητής της δύσης (The Westerner), ενώ την επόμενη χρονιά συνεργάστηκε για δεύτερη φορά με τον Φρανκ Κάπρα για την ταινία Ο λαός προστάζει (Meet John Doe). Στην ταινία Ο λαός προστάζει συμπρωταγωνίστησε για πρώτη φορά με τη Μπάρμπαρα Στάνγουικ. Την ίδια χρονιά γύρισε δυο ταινίες και με άλλον ένα θρύλο του σινεμά , το σκηνοθέτη Χάουαρντ Χοκς. Η πρώτη ήταν η σοφιστικέ κομεντί Γιαμ Γιαμ (Ball Of Fire), ξανά στο πλευρό της Στάνγουικ και η δεύτερη ήταν το πολεμικό δράμα Λοχίας Γιορκ που του χάρισε τη δεύτερη υποψηφιότητα και το πρώτο του όσκαρ Α' ανδρικού ρόλου.
Την επόμενη χρονιά η συμμετοχή του στην ταινία Αποθέωση (The Pride Of The Yankees), στο ρόλο του θρυλικού παίχτη του μπέιζμπολ Λου Γκέριγκ του εξασφάλισε την τρίτη του υποψηφιότητα για όσκαρ Α' ανδρικού ρόλου, το οποίο έχασε από τον Τζέιμς Κάγκνεϊ.
Ο Κούπερ έλαβε την τέταρτή του υποψηφιότητα για όσκαρ το 1943 όταν πρωταγωνίστησε στην πολυαναμενόμενη για την εποχή μεταφορά του μυθιστορήματος του Έρνεστ Χέμινγουεϊ, Για ποιόν χτυπάει η καμπάνα, σε σκηνοθεσία του Σαμ Γουντ και με συμπρωταγωνίστριες τις Ίνγκριντ Μπέργκμαν και Κατίνα Παξινού. Το όσκαρ όμως αυτή τη φορά πήγε στον Πολ Λούκας για την ταινία Φρουρά επί του Ρήνου (Watch On The Rhine). Για το υπόλοιπο μέρος της δεκαετίας ο Κούπερ συμμετείχε κυρίως σε αδιάφορες παραγωγές, με εξαίρεση ίσως το Χαλύβδινες ψυχές (The Fountainhead) του 1949 πλάι στην Πατρίσια Νιλ, έπρεπε να έρθει η επόμενη δεκαετία για να ανακάμψει.
Ο Κούπερ στα τέλη της δεκαετίας του 40 παρουσιάστηκε ενώπιον της επιτροπής αντιαμερικανικών ενεργειών, προκειμένου να ονοματίσει συναδέλφους του οι οποίοι είτε υπήρξαν ή εξακολουθούσαν να είναι μέλη του κομμουνιστικού κόμματος. Ο Κούπερ μέλος της Ένωσης κινηματογραφιστών για την διατήρηση του αμερικανικού ιδεώδους του Τζον Γουέιν, δεν κατέδωσε συναδέρφους του, αποκάλυψε όμως ότι είχε ακούσει κάποιους να τονίζουν την παλαιότητα του αμερικανικού συντάγματος και να λένε ότι θα προτιμούσαν κυβέρνηση δίχως Κονγκρέσο. Για τον Κούπερ αυτές οι δηλώσεις ήταν εντελώς αντιπατριωτικές. Η κατάθεση του Κούπερ πραγματοποιήθηκε ένα μήνα πριν την έκδοση της μαύρης λίστας του Χόλιγουντ.
Το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 40 δεν ήταν γενναιόδωρο για τον Κούπερ, που έκανε απανωτές αποτυχίες.
Η νέα δεκαετία όμως τον αποζημίωσε χαρίζοντάς του ακόμα ένα όσκαρ Α' ανδρικού ρόλου, για την ταινία του Φρεντ Τσίνεμαν, Το τρένο θα σφυρίξει τρεις φορές (High Noon) του 1952. Η ταινία αυτή είναι σύμφωνα με τους κριτικούς η καλύτερη του Κούπερ κι ένα από τα καλύτερα γουέστερν όλων των εποχών. Στο πλάι του Κούπερ εμφανίστηκε μια νεότατη Γκρέις Κέλι στη δεύτερή της μόλις ταινία.
Φημολογείται ότι οι δυο τους σύναψαν ερωτικές σχέσεις κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων.
Μετά τη δεύτερή του νίκη ο Κούπερ συνέχισε να κάνει επιτυχημένες ταινίες όπως το γουέστερν Βέρα Κρουζ (Vera Cruz, 1954) σε σκηνοθεσία Ρόμπερτ Όλντριτς, Άνθρωπος χωρίς όπλα (Friendly Persuasion) στη δεύτερή του συνεργασία με το Γουάιλερ και στο Αριάν (Love In The Afternoon) σε σενάριο και σκηνοθεσία Μπίλι Γουάιλντερ και πλάι στην Όντρεϊ Χέπμπορν.
Το 1960 του διέγνωσαν καρκίνο στον προστάτη αφότου είχε κάνει μετάσταση στο παχύ έντερο, στον πνεύμονα και τα οστά. Το 1961 η ακαδημία του κινηματογράφου θέλησε να τον τιμήσει με όσκαρ καριέρας, αλλά ο Κούπερ ήταν πολύ άρρωστος για να παρευρεθεί στην τελετή. Ο στενός του φίλος Τζέιμς Στιούαρτ δέχτηκε το βραβείο για λογαριασμό του, με δάκρυα στα μάτια. Ένα μήνα αργότερα απεβίωσε.
Nίκος Γλέζος, άγνωστος ήρωας και αδελφός του Μανώλη Γλέζου, που εκτελέστηκε από τους Γερμανούς στην Καισαριανή
Nίκος Γλέζος
Ο άγνωστος ήρωας και αδελφός του Μανώλη Γλέζου, που εκτελέστηκε από τους Γερμανούς στην Καισαριανή.
Στις 5 Μαρτίου 1925 γεννιέται στην Παροικία της Πάρου ο γιός του Νικόλαου Γλέζου και της Ανδρομάχης Ναυπλιώτου, δασκάλας από την Πάρο. Ήταν ο Νίκος, ο άγνωστος ήρωας αδερφός του Μανώλη Γλέζου. Όταν ο Νίκος γεννήθηκε, ο πατέρας του είχε πεθάνει και γι΄ αυτό πήρε και το όνομά του. Μέχρι τα 10 του μεγάλωσε στην Απείρανθο της Νάξου. Μετά όλη η οικογένεια ήρθε στην Αθήνα. Ο ίδιος δούλεψε για τέσσερα περίπου χρόνια σαν φαρμακοϋπάλληλος και όταν τελείωσε το γυμνάσιο μπήκε στην Μαράσλειο Παιδαγωγική Ακαδημία, ακολουθώντας το παράδειγμα της μητέρας του.
Ο Νίκος Γλέζος στην Εθνική Αντίσταση Από τον Οκτώβριο του 1942, ο Νίκος συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση ως µέλος του ΕΑΜ Νέων στο Μεταξουργείο και μέλος της ΟΚΝΕ. Στη συνέχεια μπήκε ενεργά στην ΕΠΟΝ και στο ΚΚΕ. Είχε το ψευδώνυμο «Φωκάς» και το εμπνεύστηκε από μια περιοχή του νησιού του. Πολλοί είναι εκείνοι που θυμούνται το 17χρονο παιδί να οργίζεται βλέποντας τους Γερμανούς με τις στολές να κυκλοφορούν ανενόχλητοι στους δρόμους.
Τον θυμούνται να τους σαρκάζει με ένα απίστευτο περιπαιχτικό χαμόγελο, χωρίς να έχει αίσθηση του κινδύνου. Έπαιρνε τα όπλα από τους Ιταλούς που συνθηκολόγησαν και τα έκρυβε για να χρησιμοποιηθούν από την αντίσταση. Λένε ότι δεν έβλεπε καλά κι όμως τα γυαλιά του δεν τα φορούσε ποτέ. Υπάρχει ένα απόσπασμα μίας σχολικής έκθεσης που έγραψε όταν ήταν μαθητής στην έκτη γυμνασίου, με ημερομηνία 27-9-1942.
Το θέμα ήταν «Από το σχολείο στην κοινωνία». Στο γραπτό του επαναλαμβάνει τις λέξεις: «πρέπει», «σκοπός», «σοβαρή δουλειά», «σοβαρή εργασία». Είχε όμως και ελπίδα: «Δεν πρέπει ν” απελπιζόµαστε και να φοβούµαστε τη ζωή, ούτε και να σταµατάµε µπροστά στο κάθε τόσο δα µικρό εµπόδιο…». Φυσικά, εκείνη την εποχή, όλα τα εμπόδια ήταν μεγάλα.
Ο Νίκος Γλέζος συλλαμβάνεται.
Ο Νίκος Γλέζος ήταν ΕΠΟΝίτης της Αθήνας και η φωνή του ακουγόταν συχνά μέσα απ τα χωνιά. Ενθάρρυνε και ξεσήκωνε τον κόσμο. Το χέρι του είχε γράψει πολλά συνθήματα στους τοίχους. Δεν έβλεπε καλά, αλλά δεν φορούσε γυαλιά από φόβο να μην τον εμποδίσουν οι υπεύθυνοι να κάνει τόσο τολμηρά πράγματα. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες με γερμανοτσολιάδες και τα κατάφερνε πάντα δρώντας με πάθος, δύναμη αλλά και απίστευτη ψυχραιμία. Τα περίφημα χωνιά μέσα από τα οποία φώναζαν τα συνθήματα και ξεσήκωναν τον κόσμο.
Στις 13 Απριλίου του 1944 συλλαμβάνεται απ τους Γερμανούς γιατί είχε γράψει σε έναν τοίχο «Ελευθερία ή Θάνατος». Τον συνέλαβαν μαζί με άλλους δύο που ήταν στην ίδια ομάδα. Ο Γιώργης Ανδρεάκος ήταν ο υπενοματάρχης που είχε βοηθήσει στην απόδραση των κομμουνιστών της Σωτηρίας και ο άλλος ήταν ο Ηλίας ο Λιβιεράτος. Κάποιος τους είχε προδόσει. Τους πήγαν αρχικά στο Α΄ Αστυνομικό τμήμα Λέκκα.
Από κει στο Α΄τάγμα γερμανοτσολιάδων στο Γουδί, όπου υπέστησαν σκληρά βασανιστήρια. Επόμενος σταθμός η φρουρά των ανακτόρων. Από εκει, τον Ανδρεάκο τον πήρε η χωροφυλακή και αφού τον βασάνισαν, τον πέταξαν από το κτίριο της Γενικής Ασφάλειας.
Τον Νίκο τον παρέδωσαν στους Γερμανούς και βασανίστηκε απάνθρωπα στο κολαστήριο της οδού Μέρλιν. Ήταν Μεγάλη Παρασκευή και οι καμπάνες έτσι κι αλλιώς χτυπούσαν πένθιμα. Από εκεί τον πήγαν στο Χαϊδάρι όπου τον έκλεισαν στο περιβόητο μπλοκ 15 των μελλοθανάτων. Αν και παραμορφωμένος από τα βασανιστήρια προσπαθούσε να δώσει κουράγιο στους συγκρατούμενούς του και ν” απαλύνει τον πόνο τους.
Στις 10 Μαΐου τον πήρανε μαζί με άλλους 91 αγωνιστές, ανάμεσα στους οποίους 10 γυναίκες με προορισμό την Καισαριανή. Πριν φθάσουν έβγαλε το σκούφο που φόραγε και έγραψε ένα συγκλονιστικό αποχαιρετιστήριο σημείωμα στη μητέρα του. «Αγαπητή μητέρα σας φιλώ, χαιρετισμούς, σήμερα πάω για εκτέλεση. Πάω. Πέφτοντας για τον ελληνικό λαό». Έγραψε «πάω» όχι με πάνε.
Συνειδητοποιημένος μέχρι το τέλος. Ο Νίκος Γλέζος πέταξε το σκούφο του µε το τελευταίο του σημείωμα στη συµβολή της Ιεράς Οδού, Κων/λεως και Μ. Αλεξάνδρου. Όπως έβγαλε το κεφάλι του κάτω από την τέντα του αυτοκινήτου και πέταξε το σκούφο με το σημείωμα τον είδαν περίοικοι και τον αναγνώρισαν. Έτσι, το μήνυμα έφτασε στην οικογένειά του. Ο Μάιος του 44, είχε μπει με τους διακόσιους εκτελεσμένους ανήμερα Πρωτομαγιάς στην Καισαριανή. Και τις επόμενες μέρες εκτελούσαν καθημερινά αγωνιστές. Στις 10 Μαίου εκτέλεσαν 92, ανάμεσά τους και τον Νίκο Γλέζο.
Ανάµεσα στα προσωπικά του χαρτιά του Νίκου βρέθηκε η “βεβαίωση του Γενικού Κρατικού Νοσοκοµείου”, σύμφωνα με την οποία «ενοσηλεύθη στην Ορθοπεδική Κλινική από 18-5-42 µέχρις 18-6-42 για κάταγµα κάτω τριτηµορίου αριστεράς κνήµης». Είχε χτυπηθεί από Γερµανική µοτοσυκλέτα. Απ” το κάταγµα αυτό στο πόδι, τη ζώνη και το πουλόβερ, θ” αναγνωρίσει η οικογένειά του τα οστά του στο Γ” Νεκροταφείο Αθηνών, στις 24 Ιουνίου 1947, ανάµεσα στα οστά των 92 εκτελεσµένων αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης.
Αυτός ήταν ο Νίκος Γλέζος. Ένας απ τους πολλούς άγνωστους ήρωες εκείνης της εποχής.
Περισσότερα Άρθρα...
- Φρεντ Ασταίρ, ήταν ένας βραβευμένος με Όσκαρ Αμερικανός χορευτής, χορογράφος, τραγουδιστής και ηθοποιός του κινηματογράφου και του θεάτρου
- Μιχαήλ Καραολής, Έλληνας με Κυπριακή καταγωγή, μέλος και αγωνιστής της ΕΟΚΑ
- Θεόδωρος Έξαρχος, ήταν Έλληνας ηθοποιός θεάτρου, κινηματογράφου και τηλεόρασης και συγγραφέας
- Άλντο Μόρο, ήταν Ιταλός πολιτικός και πρωθυπουργός της Ιταλίας, δολοφονήθηκε από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες