Άρθρα
Άγιος Θωμάς και η Κυριακή του Θωμά
Άγιος Θωμάς
Με βάση το Πάσχα εορτάζει 7 ημέρες μετά το Άγιο Πάσχα.
Η Κάρα του Αγίου Θωμά βρίσκεται στη Μονή Αγίου Ιωάννου Θεολόγου Πάτμου.
Αποτμήματα του Ιερού Λειψάνου του Αγίου Θωμά βρίσκονται στη Μονή Παντελεήμονος Αγίου Όρους, στο Κοπτικό Πατριαρχείο της Αιγύπτου και στον Συρο - Ιακωβιτικό Ναό της Μοσούλης.
Ο Απόστολος Θωμάς απουσίαζε όταν ο Χριστός, μετά την Ανάστασή Του, επισκέφθηκε τους Μαθητές Του στο υπερώον όπου ήταν συνηγμένοι.
Όταν πληροφορήθηκε τα σχετικά με την επίσκεψη του Χριστού, ζήτησε να Τον δη και να ψηλαφίση τις πληγές του Σταυρού στα χέρια και την πλευρά Του.
Ο Χριστός όταν επισκέφθηκε και πάλι τους Μαθητές Του μετά από οκτώ ημέρες, κάλεσε τον Απόστολο Θωμά να ψηλαφήση τα σημάδια των πληγών στο Σώμα Του.
Τότε ο Απόστολος Θωμάς Τον ανεγνώρισε και Τον ομολόγησε Κύριο και Θεό του. Τον ανεγνώρισε από τις πληγές του Σταυρού, οι οποίες αποτελούν σημάδι της αγάπης Του, αλλά και της δυνάμεώς Του.
Την ομολογία του Θωμά οι άγιοι Πατέρες την ονομάζουν σωτήριο. Και πραγματικά οδηγεί στην σωτηρία όλους εκείνους που την απευθύνουν στον Χριστό εκζητώντας ταπεινά το έλεός Του.
Το γεγονός ότι ο Απόστολος Θωμάς αρχικά απουσίαζε κατά την εμφάνιση του Χριστού στους Μαθητές Του, φαίνεται ότι ήταν οικονομία Θεού, για να γίνη πιστευτό το θαύμα της Αναστάσεως και να διαλυθή κάθε είδους αμφιβολία.
Ο Απόστολος Θωμάς, μετά την Πεντηκοστή, κήρυξε το Ευαγγέλιο στους Πάρθους, τους Πέρσες, τους Μήδους και τους Ινδούς και είχε μαρτυρικό τέλος.
Κυριακή του Θωμά (Αντίπασχα)
Η Εκκλησία μνημονεύει την ψηλάφηση του Θωμά. Στα λαογραφικά της ημέρας, ονομαστό είναι το Ποντιακόν Πανοΰρ των Σουρμένων.
Την πρώτη Κυριακή μετά το Πάσχα (ονομάζεται και Καινή Κυριακή) η Εκκλησία μνημονεύει την εμφάνιση του Ιησού Χριστού ενώπιον του Αποστόλου Θωμά, ο οποίος διατηρούσε αμφιβολίες για την Ανάστασή του. Πείστηκε, όμως, όταν άγγιξε τις πληγές Του από τα καρφιά της σταύρωσης και αναφώνησε «Ο Κύριος μου και Θεός μου!». (Ιωάννης, κ’ 25-29).
Η Κυριακή του Θωμά ονομάζεται και Κυριακή του Αντίπασχα (Pascha clausum, στα λατινικά), επειδή είναι η εορτή της αποδόσεως της ημέρας του Πάσχα. «Απόδοσις» στην εκκλησιαστική γλώσσα σημαίνει την ολοκλήρωση μιας μεγάλης χριστιανικής εορτής που ξεκίνησε πριν από οκτώ ημέρες. Είναι συνήθεια που παρέλαβαν οι Χριστιανοί από τους Ιουδαίους.
Τα παλαιότερα χρόνια ονομαζόταν Κυριακή εν λευκοίς (Dominica in albis, στα λατινικά), επειδή οι νεοφώτιστοι έβγαζαν τα λευκά ενδύματα που φορούσαν το Μεγάλο Σάββατο και γίνονταν δεκτοί στο σώμα της Εκκλησίας.
Την Κυριακή του Θωμά γιορτάζουν όσοι και όσες φέρουν τα ονόματα Θωμάς και Θωμαΐς.
Λαογραφία
Την Κυριακή του Θωμά, από το 1923, οι Πόντιοι των Σουρμένων Αττικής (περιοχή του Δήμου Αργυρούπολης - Ελληνικού), γιορτάζουν το «Ποντιακόν Πανοΰρ -Τη Θωμά ’ς σα Σούρμενα», με σειρά εκδηλώσεων, όπου κυριαρχεί το ταφικό έθιμο που έφεραν μαζί τους από τον Πόντο.
Αφού παρακολουθήσουν το πρωί της Κυριακής του Θωμά τη Θεία Λειτουργία στον Ιερό Ναό Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Σουρμένων, ιερείς και ποίμνιο κατευθύνονται στο κοιμητήριο της περιοχής. Εκεί ο καθένας πηγαίνει στον οικογενειακό τάφο. Οι νοικοκυρές στρώνουν τραπεζομάντηλα, στα οποία ακουμπούν τσουρέκια, κόκκινα αυγά, μεζέδες, ούζο και όλοι μαζί περιμένουν τον ιερέα να τελέσει τρισάγιο.
Αρχικά, οι ιερείς τελούν τρισάγιο στην εκκλησία του κοιμητηρίου των Σουρμένων υπέρ αναπαύσεως των ψυχών των απανταχού κεκοιμημένων Ποντίων. Στη συνέχεια τελείται τρισάγιο σε κάθε τάφο. Οι συγγενείς συζητούν για τα κεκοιμημένα προσφιλή πρόσωπα, θυμούνται τα προτερήματά τους, τις καλοσύνες τους και ό,τι προκαλεί την αίσθηση της ζωντανής παρουσίας των νεκρών ανάμεσά τους. Γιατί η μέρα αυτή αφιερώνεται στην ανάσταση των νεκρών. Είναι μέρα χαράς και όχι πονεμένης ανάμνησης.
Στο τέλος προσφέρουν στον ιερέα και τους παρευρισκόμενους κόκκινα αυγά και τσουρέκια. Και όλοι μαζί ψάλλουν το «Χριστός Ανέστη!».
Γεώργιος Καραϊσκάκης, ήταν Έλληνας επαναστάτης, ο οποίος αρχικά υπήρξε κλέφτης και μετέπειτα σπουδαίος αρματολός και στρατάρχης της Ελληνικής Επανάστασης του 1821
Γεώργιος Καραϊσκάκης
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ή Καραΐσκος ήταν Έλληνας επαναστάτης ο οποίος αρχικά υπήρξε κλέφτης και μετέπειτα σπουδαίος αρματολός και στρατάρχης της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. (Σκουληκαριά Άρτας ή Μαυρομμάτι Καρδίτσας, 1782 - Φάληρο, 23 Απριλίου 1827)
Η ετυμολογική προέλευση του επωνύμου του
Το επίθετό του είναι χαϊδευτικό υποκοριστικό του Καραΐσκος, που έφερε ο πατέρας του ήρωα, Δημήτριος Ίσκος ή Καραΐσκος, Καράς επειδή ήταν μελαμψός. Πρόκειται για σύνθετη λέξη από το τουρκικό kara (μαύρος) και το παλαιότερο οικογενειακό όνομα Ίσκος.
Πρώτα χρόνια
Γεννήθηκε το 1782 και ήταν νόθος γιος της Ζωής Διμισκή ή Ντιμισκή, από τη Σκουληκαριά, πρώτης εξαδέλφης του αρματολού των Ραδοβυζίων Γώγου Μπακόλα.
Η μητέρα του, μετά τον θάνατο του Ιωάννη Μαυρομματιώτη, που ήταν ο πρώτος σύζυγός της, έγινε καλόγρια (γι' αυτό και του έμεινε η προσωνυμία «ο γιος της καλογριάς»).
Για την ταυτότητα του πατέρα του δεν υπάρχει βεβαιότητα. Θεωρείται πιθανότερο ότι ήταν ο αρματολός του Βάλτου Δημήτριος Ίσκος ή Καραΐσκος, από φημισμένη οικογένεια σαρακατσάνικης καταγωγής που ανέδειξε πολλούς στρατιωτικούς και πολιτικούς.
Δεν είναι απολύτως εξακριβωμένος ο τόπος γέννησης του Καραϊσκάκη. Οι πρώτοι του βιογράφοι είτε δεν αναγράφουν τον τόπο γέννησης, είτε αναφέρουν διαφορετικές περιοχές όπως ότι γεννήθηκε σε σπηλιά πλησίον του χωριού Μαυρομμάτι Καρδίτσας ή σε μοναστήρι στη Σκουληκαριά.
Η επιτροπή που συνέστησε το Υπουργείο Εσωτερικών το 1927, προκειμένου να επιλύσει το θέμα της γενέτειράς του, κατέληξε στην επίσημη αναγόρευση του Μαυρομματίου ως γενέτειρας του Καραϊσκάκη. Παρ' όλα αυτά το 1997, στα πλαίσια του σχεδίου Καποδίστριας, αποφασίστηκε να δοθεί το όνομα «Γεώργιος Καραϊσκάκης» στον νεοσύστατο δήμο του νομού Άρτας στον οποίο υπάγεται έως σήμερα η Σκουληκαριά και το 2005 με προεδρικό διάταγμα καθιερώθηκε επίσημα στη Σκουληκαριά δημόσια εορτή τοπικής σημασίας, προς τιμή του Καραϊσκάκη, εντείνοντας περαιτέρω τη διαμάχη ως προς τον τόπο γέννησης του ήρωα.
Τα παιδικά του χρόνια ήταν δύσκολα λόγω του οικογενειακού του ιστορικού αλλά και επειδή αναγκάστηκε να ζει μόνος χωρίς την υποστήριξη των γονέων του. Μεγάλη ψυχολογική και κοινωνική πίεση δέχθηκε λόγω του προηγούμενου. Ήταν φιλόνικος, βλάσφημος και βωμολόχος, χαρακτηριστικά που απέκτησε από αυτά τα δύσκολα παιδικά του χρόνια. Από την παιδική του ηλικία ήδη, έκανε τα πρώτα βήματά του ως κλέφτης.
Ο Καραϊσκάκης έγινε περισσότερο γνωστός μετά την ενηλικίωσή του. Νεαρός έπεσε στα χέρια του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, όπου και φυλακίσθηκε για παράνομες πράξεις, εκεί όμως έμαθε και κάποια γράμματα. Έτσι αρχικά υπηρέτησε στην αυλή του Αλή Πασά και τον ακολούθησε στην εκστρατεία του κατά του περίφημου πασά Πασβάνογλου στο Βιδίνιο της Βουλγαρίας, φίλου του Ρήγα Φεραίου. Στη εκστρατεία εκείνη ο Καραϊσκάκης αιχμαλωτίσθηκε από τις δυνάμεις του Πασβάνογλου και κρατήθηκε για κάποιο χρόνο. Στη συνέχεια επέστρεψε στην αυλή του Αλή Πασά.
Η πιο σκοτεινή περίοδος της ιστορίας του Καραϊσκάκη θεωρείται η παραμονή του στην αυλή του Αλή Πασά, μέχρι που λιποτάκτησε και πήγε στον Κατσαντώνη, όπως σημειώνει ο Γιάννης Βλαχογιάννης.
Λέγεται πως όταν ο Αλή Πασάς ρώτησε κάποτε τον Καραϊσκάκη τι θα ήθελε να του προσφέρει, εκείνος του απάντησε:
"Αν με γνωρίζεις άξιο για αφέντη, κάνε με αφέντη, αν για δούλο, κάνε με δούλο, αν για τίποτα ρίξε με στη λίμνη ".
Κατά την πρώτη παραμονή του στην αυλή του Πασά παντρεύτηκε την Εγκολπία Σκυλοδήμου από γνωστή οικογένεια των αρματωλών και απέκτησε την Πηνελόπη, κατόπιν σύζυγο του Ανδρέα Νοταρά υπουργού του Όθωνα και αργότερα απέκτησε την Ελένη και τον Σπύρο, την επιμέλεια των οποίων όταν πέθανε άφησε στον ανηψιό του Μήτρο Σκυλοδήμο.
Στη δεύτερη διαμονή του ασχολήθηκε με το εμπόριο σφαγίων. Τα καλοκαίρια διέμενε οικογενειακά κοντά στην Καλαμπάκα. Από μικρός όμως υπέφερε από φυματίωση και τακτικά κατέφευγε σε γιατροσόφους αλλά και Έλληνες και ξένους γιατρούς. Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης πήγε στα Επτάνησα για να συμβουλευθεί γιατρούς. Νοσοκόμα του ήταν η περίφημη Μαριώ, νεοφώτιστη τουρκοκόρη που ακολουθούσε τον στρατηγό σε όλες του τις μετακινήσεις και επιχειρήσεις. Η Μαριώ θεωρήθηκε ερωμένη του, πράγμα που δεν επιβεβαιώνεται από την επιστημονική έρευνα.
Δράση πριν το 1821
Όταν το καλοκαίρι του 1820 πολιορκήθηκε ο Αλή Πασάς που ηταν άνθρωπος από τα σουλτανικά στρατεύματα, ο Καραϊσκάκης παρέμεινε μαζί του και αγωνίστηκε υπέρ του. Αργότερα όμως προσχώρησε στους πολιορκητές, αλλά γρήγορα απομακρύνθηκε και από αυτούς. Κατάφερε δε τότε να αποσύρει από τα πολιορκούμενα Ιωάννινα την οικογένειά του και να τη στείλει στη νήσο Κάλαμο που τότε θεωρούνταν ασφαλές μέρος για τους Έλληνες αμάχους. Κατά τους πρώτους μήνες του 1821 προσπάθησε να εξεγείρει σε επανάσταση κατά των Τούρκων την περιοχή της Βόνιτσας, στην αρχή ανεπιτυχώς διότι οι προύχοντες της περιοχής θεωρούσαν πως δεν ήταν ακόμη κατάλληλος ο καιρός. Στη συνέχεια πήγε στα Τζουμέρκα όπου ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης, η οποία διαδόθηκε πολύ γρήγορα στις όμορες επαρχίες και από εκεί στο Μακρυνόρος όπου και συμμετείχε ο ίδιος στις γενόμενες εκεί συμπλοκές.
Δράση 1821 - 1823
Μόλις ξέσπασε η Επανάσταση ο Γώγος Μπακόλας και ο Καραϊσκάκης έκαψαν τον οχυρό πύργο του χωριού Καλύβια του Μάλιου (επαρχία Ραδοβυζίου). Τα Άγραφα και το αρματολίκι τους, στα τελευταία χρόνια πριν την Επανάσταση, τα κατείχαν οι απόγονοι του περίφημου Γιάννη Μπουκουβάλα (που πέθανε το 1872). Ο Καραϊσκάκης από νεαρή ηλικία φιλοδοξούσε να γίνει κάποια μέρα καπετάνιος των Αγράφων και το κατόρθωσε πράγματι το 1821 βοηθούμενος και από τον Γιαννάκη Ράγκο και τους περί αυτόν Βαλτινούς, αναγνωρισμένος ακόμη και από τις οθωμανικές αρχές της Λάρισας.
Κάτοχος πλέον των Αγράφων, στην αρχή απέφυγε να προσβάλει τους Τούρκους, υποκρινόμενος υποταγή στον Σουλτάνο προκειμένου να αποφύγει επιδρομές Τούρκων στη περιοχή του. Το 1822 ήλθε σε έντονες προστριβές με τον Γιαννάκη Ράγκο που αξίωνε και αυτός την αρχηγία των Αγράφων. Με την εισβολή των Τούρκων στη Στερεά Ελλάδα (Νοέμβριος 1822) ο Καραϊσκάκης ειδοποίησε από τα Άγραφα τον γέροντα Πανουργιά «ότι διαπραγματεύθηκε προσωρινά με τους Τούρκους να αρχηγέψει στα Άγραφα και έτσι αυτοί να μην έλθουν» ενώ «τα "δικαιώματα" θα τα έστελνε ο ίδιος σ' εκείνους». Έτσι ενωμένοι ο Καραϊσκάκης με τους Στορνάρη και Γρηγόρη Λιακατά, προέβησαν σε συμφωνία με τον Βαλή της Ρούμελης Χουρσίτ Πασά, κερδίζοντας χρόνο και περιμένοντας τα αποτελέσματα των εκστρατειών του κατά του Μεσολογγίου, κατά της Ανατολικής Ελλάδας καθώς και της εκστρατείας του Δράμαλη. Και "αν χρειάζονται στρατιωτική βοήθεια να τους πέμψει" έγραφε τότε ο Καραϊσκάκης.
Μετά τη λύση της πρώτης πολιορκίας του Μεσολογγίου (31 Δεκεμβρίου 1822), μέρος του στρατού του Ομέρ Βρυώνη και του Κιουταχή χρειάστηκε από το Αγρίνιο να μετακινηθεί διερχόμενο από τα Άγραφα. Του στρατού αυτού ηγούνταν οι Ισμαήλ Πασάς Πλιάσσας, Ισμαήλ Χατζή Μπέντου και Άγο Βασιάρη. Ο Καραϊσκάκης προκατέλαβε με χίλιους περίπου άνδρες την διάβαση κοντά στον Άγιο Βλάση και ανάγκασε τους εχθρούς, να οπισθοχωρήσουν στο Αγρίνιο, μετά από πεισματώδη μάχη. Ο ίδιος στη συνέχεια αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει τα Άγραφα και να μεταβεί στην Ιθάκη προκειμένου να συναντήσει έμπειρους γιατρούς για την αντιμετώπιση της φυματίωσης από την οποία έπασχε. Οι γιατροί λίγες ελπίδες ζωής έδωσαν στον ήρωα και του συνέστησαν να μείνει στο νησί.
Επιστροφή - Δίκη
Ο Καραϊσκάκης, νοσταλγώντας τη Ρούμελη και τα Άγραφα, επέστρεψε από την Ιθάκη στο Μεσολόγγι και ζήτησε επίμονα να διορισθεί αρχηγός των ελληνικών πλέον όπλων της επαρχίας των Αγράφων. Αλλά ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος δεν δέχθηκε. Οι Τζαβελαίοι αλλά και άλλοι οπλαρχηγοί ήταν υπέρ του, ενώ εναντίον του ήταν μόνο ο Μαυροκορδάτος, που ηθελημένα παραγνώριζε τον Καραϊσκάκη προκειμένου να υποστηρίξει τον Γιαννάκη Ράγκο. Συνέβησαν τότε και κάποιες συμπλοκές μεταξύ οπαδών του Καραϊσκάκη και Μεσολογγιτών όταν εκείνοι κατέλαβαν το Αιτωλικό, και αιφνίδια το Βασιλάδι, τα οποία αργότερα περιήλθαν στην υπό τον Μαυροκορδάτο διοίκηση του Μεσολογγίου.
Τότε ο Μαυροκορδάτος κατηγόρησε τον Καραϊσκάκη μετά από ομολογία του Κωνσταντίνου Βουλπιώτη, που είχε μεταβεί στα Γιάννενα, ότι: "ο γιος της Καλογριάς είχε στείλει επιστολή στον Ομέρ Βρυώνη με την υπόσχεση να του παραδώσει το Μεσολόγγι και το Αιτωλικό". Έτσι διόρισε επιτροπή προκειμένου να εξετάσει την "αποκάλυψη προδοσίας".
Στις 30 Μαρτίου 1824 συστάθηκε η παραπάνω επιτροπή και στις 2 Απριλίου 1824 (σε 3 μέρες) εκδόθηκε προκήρυξη των εγκλημάτων του Καραϊσκάκη με τον τίτλο «Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδος». Κατά την προκήρυξη που ήταν πράξη διοικητική και όχι δικαστική, η εν λόγω επιτροπή έκρινε τον Καραϊσκάκη ένοχο «εσχάτης προδοσίας» άνευ δίκης. Παρ'όλα αυτά είναι αμφίβολο αν η απόφαση εκείνη της επιτροπής δημοσιεύθηκε ποτέ. Πάντως ο Καραϊσκάκης στερήθηκε όλων των βαθμών και των αξιωμάτων του και διατάχθηκε να αναχωρήσει από το Αιτωλικό. Οι δε πολίτες διατάχθηκαν να αποφεύγουν κάθε επικοινωνία με τον «εχθρό της πατρίδας», τον Καραϊσκάκη, εφόσον αυτός «δεν μετανοήσει και προσπέσει στο έλεος των Ελλήνων και ζητήσει συγχώρησιν». Έτσι στις 3 Μαΐου 1824 (ανήμερα της έκδοσης της προκήρυξης) ο Καραϊσκάκης με πολλούς οπαδούς του αναχώρησε από το Αιτωλικό και επιχειρώντας ανεπιτυχώς να καταλάβει τα Άγραφα μετέβη στο Καρπενήσι. Στις 27 Μαΐου του ίδιου έτους ζήτησε εγγράφως συγνώμη από τον Α. Μαυροκορδάτο, που όμως δεν εισακούσθηκε. Τελικά στις 25 Ιουνίου 1824 κατέφυγε στο Ναύπλιο όπου η Κυβέρνηση του αναγνώρισε όλους τους βαθμούς και τα αξιώματά του.
Αρχιστρατηγία
Αμέσως μετά την αποκατάστασή του ο Καραϊσκάκης διατάχθηκε από την Κυβέρνηση να εκστρατεύσει στην Ανατολική Στερεά επικεφαλής 300 μισθοφόρων. Επίσης, χωρίσθηκε και η περιοχή των Αγράφων σε δύο τμήματα και το μεν ανατολικό αποδόθηκε στον Καραϊσκάκη, το δε δυτικό στον Γιαννάκη Ράγκο. Έτσι κοντά στα Σάλωνα (Άμφισσα) συγκροτήθηκε το πρώτο ελληνικό στρατόπεδο, ο δε Καραϊσκάκης, που είχε αποκτήσει την γενική εκτίμηση των οπλαρχηγών, εκλέχθηκε από εκείνους "στρατοπεδάρχης απολύτου εξουσίας".
Όμως στα τέλη του 1824 και χωρίς σχετική διαταγή της Κυβέρνησης, ο Καραϊσκάκης έλαβε μέρος μαζί με τον Κίτσο Τζαβέλλα και άλλους Ρουμελιώτες στον δεύτερο εμφύλιο πόλεμο, κατά των λεγομένων ανταρτών, προχωρώντας ο ίδιος στη λεηλασία των οικιών των Ζαΐμηδων στη Κερπινή των Καλαβρύτων. Μετά το τέλος του 2ου εμφυλίου πολέμου ο Κωλέττης ενίσχυσε τον Καραϊσκάκη και μ΄ άλλους πολλούς Στερεοελλαδίτες από το Μωριά και τη Ρούμελη, εφοδιάζοντάς τον με χρήματα, τρόφιμα και πολεμικό υλικό.
Κατά την εισβολή του Ιμπραήμ Πασά της Αιγύπτου στην Πελοπόννησο, έσπευσε και συμμετείχε στη μάχη του Κρεμμυδίου (στην περιοχή της Μεθώνης) όπου ηττήθηκαν οι Έλληνες. Στις αρχές του Μαΐου του 1825 ο Καραϊσκάκης επανέρχεται στη Στερεά και κατά τα μέσα του καλοκαιριού βρίσκεται σε πλήρη δράση διορισμένος ως γενικός αρχηγός όλων των εκτός Μεσολογγίου ελληνικών στρατευμάτων, κατά τον ίδιο χρόνο που αυτό πολιορκείτο από τον Κιουταχή και έπειτα από τον Ιμπραήμ Πασά. Τότε ο Καραϊσκάκης μαζί με τον Τζαβέλλα κατέστρωσαν μεγαλεπήβολο σχέδιο περικύκλωσης από ξηράς όλων των των Τούρκων που πολιορκούσαν το Μεσολόγγι, σε συνεννόηση πάντα με τους πολιορκημένους. Το περίφημο εκείνο σχέδιο άρχισε να εκτελείται τμηματικά από τις 21 μέχρι 25 Ιουλίου 1825 χωρίς όμως να ολοκληρωθεί. Επέφερε όμως διακοπή της πολιορκίας ενώ οι απώλειες των Τούρκων υπήρξαν σοβαρότατες, το δε ηθικό των πολιορκημένων αναπτερώθηκε. Στη συνέχεια ο Καραϊσκάκης με 3.000 άνδρες έσπευσε στα Άγραφα όπου εκεί αποδεκάτισε πολλούς Τούρκους καθώς και τουρκίζοντες χριστιανούς. Από εκεί προχώρησε στη περιοχή Βάλτου και μέσω των τουρκικών οχυρωμάτων, διήλθε την "Λάσπη του Καρβασαρά" όπου έδωσε νικηφόρα μάχη (1 Νοεμβρίου 1825) και τελικά στρατοπέδευσε στο Δραγαμέστο (σημ. Αστακός).
Την νύκτα της 10-11 Απριλίου 1826 όταν το προπύργιο της επανάστασης, η πόλη των "ελεύθερων πολιορκημένων", το Μεσολόγγι έπεσε, ο Καραϊσκάκης βρισκόταν ασθενής στον Πλάτανο της Ναυπακτίας. Πάραυτα έστειλε στη "Γέφυρα της Βαρνάκοβας" παρατηρητές να δουν πόσοι και ποιοι σώθηκαν από την ηρωική εκείνη φρουρά του Μεσολογγίου. Παρότι ο Πλάτανος ήταν έρημος και ο ίδιος ασθενής σε στρώμα, ετοίμασε ψωμί και σφακτά που μοίρασε πλουσιοπάροχα στα "πειναλέα εκείνα λείψανα του Μεσολογγίου".
Στις 17 Ιουνίου ο Καραϊσκάκης μαζί με πολλούς από εκείνους του μαχητές έφτασε στο Ναύπλιο. Η Επανάσταση ήδη στη Δυτική Στερεά είχε σβήσει και στην Ανατολική μόνο η Ακρόπολη των Αθηνών, η Κάζα και τα Δερβενοχώρια κατέχονταν από τους Έλληνες. Τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς, αν και βρισκόταν σε προχωρημένο στάδιο φυματίωσης, υπό την θεραπεία του Ελβετού γιατρού Baily, πρότεινε στην εδρεύουσα "Διοικητική Επιτροπή" να αναλάβει ο ίδιος τον αγώνα στην Στερεά. Είχε όμως προσκληθεί και από τον Κριεζώτη και από τον Βάσσο, που δρούσαν ήδη στην Αττική και στην Ελευσίνα. Ο Α. Ζαΐμης, πρόεδρος της νεοπαγούς Διοικητικής Επιτροπής, θεώρησε τον "Γιο της Καλογριάς" ως τον αξιότερο στρατιωτικό για την γενική αρχιστρατηγία και τον αναγνώρισε ως αρχιστράτηγο, παρότι είχε παλαιότερα κατατρεχθεί από εκείνον και είχε υποστεί λεηλασία της οικίας του. Μάλιστα, την ίδια εποχή διασώζεται διάλογος του Υδραίου Β. Μπουντούρη με τον Καραϊσκάκη που αποδίδεται, σύμφωνα με το Διον. Κόκκινο στο έργο του "Η Ελληνική Επανάστασις" (έκδοση "Μέλισσα", Αθήνα, 1974, τόμος 5, σελ. 545, "Ο Καραϊσκάκης") ως εξής: Β. Μπουντούρης: "Δεν έκαμες έως τώρα όσο έπρεπε το χρέος σου προς την πατρίδα, Καραϊσκάκη. Ο Θεός να σε φωτίση να το κάμης από εδώ και εμπρός". Καραϊσκάκης: "Δεν το αρνούμαι. Όταν θέλω γίνομαι άγγελος. Και όταν θέλω γίνομαι διάβολος. Από τώρα έχω σκοπό να γίνω άγγελος".
Στις 19 Ιουλίου 1826 ο Καραϊσκάκης επικεφαλής 680 περίπου ανδρών ξεκίνησε από το Ναύπλιο για την Στερεά στην οποία είχε εισβάλει ο Ομέρ Πασάς (της Καρύστου) και ο Κιουταχής (από Θήβα). Πολύ σύντομα ο Κιουταχής, λόγω της στρατιωτικής δεινότητας του Καραϊσκάκη, βρέθηκε από πολιορκών σε θέση πολιορκούμενου. Με υπόδειξη του Καραϊσκάκη συγκροτήθηκε στην Ελευσίνα γενικό ελληνικό στρατόπεδο. Στις 5-7 Αυγούστου του ίδιου έτους επήλθε η πρώτη αψιμαχία στο Χαϊδάρι, την οποία ακολούθησαν κι άλλες, φοβούμενος ο Κιουταχής την κατά μέτωπο επίθεση από τα κυκλωτικά πάντα σχέδια του Καραϊσκάκη. Στις αψιμαχίες εκείνες ο Καραϊσκάκης και ο Φαβιέρος διαφώνησαν περί της τακτικής του πολέμου. Όταν όμως ο Κιουταχής κατέλαβε την κάτω πόλη των Αθηνών, ο Καραϊσκάκης ενίσχυσε την φρουρά της Ακρόπολης με περιορισμένο σώμα υπό τον Κριεζώτη που κατάφερε και εισήλθε στις 10 Οκτωβρίου 1826. Τον ίδιο μήνα και 15 μέρες μετά (25 Οκτωβρίου) ο Καραϊσκάκης εκστράτευσε στη Βοιωτία, στη Φθιώτιδα και στη Φωκίδα, απ' όπου και απέκοψε τις τουρκικές εφοδιοπομπές, ολοκληρώνοντας έτσι τον αποκλεισμό του ανεφοδιασμού των Τούρκων.
Νικηφόρες πορείες
Προχωρώντας στη συνέχεια στην πολιορκία των πύργων της Δόμβραινας, διέταξε να αρχίσει και η προσβολή των Τούρκων που βρίσκονταν στην πεδιάδα του χωριού (12 Νοεμβρίου 1826). Δύο μέρες μετά μετέφερε το στρατόπεδό του από τη Δόμβραινα και την Κεκόση στη Μονή Δομπού του Αγίου Σεραφείμ και από εκεί στη Μονή του Όσιου Λουκά και στις 18 Νοεμβρίου στρατοπέδευσε στο Δίστομο, έχοντας ολοκληρώσει τις εκκαθαρίσεις σε όλη την περιοχή. Τις κυκλωτικές αυτές κινήσεις αντελήφθη γρήγορα ο Κιουταχής και ειδοποιεί να σπεύσουν σε βοήθειά του ο Μουστάμπεης από την Αταλάντη και ο Κεχαγιάμπεης που βρισκόταν νοτιότερα. Αυτοί ενώνοντας τις δυνάμεις τους έσπευσαν να καλύψουν τα νώτα των Τούρκων που πολιορκούσαν την Ακρόπολη.
Στις 18 Νοεμβρίου 1826 ο επικεφαλής των τουρκαλβανικών σωμάτων Μουστάμπεης στρατοπέδευσε στη Δαύλεια, δίπλα στη Μονή της Ιερουσαλήμ, προκειμένου να διανυκτερεύσει, προτιθέμενος την επομένη να φθάσει στην Άμφισσα μέσω Αράχοβας. Ο Καραϊσκάκης πληροφορούμενος τις κινήσεις και τις προθέσεις αυτές, την νύχτα της 18ης προς 19η Νοεμβρίου, έσπευσε με 560 άνδρες και προκατέλαβε την Αράχοβα, την οποία οχύρωσε με την αμέριστη βοήθεια των κατοίκων. Στις έξι ημέρες που ακολούθησαν (19-24) οι μάχες που δόθηκαν εντός και εκτός της Αράχοβας υπήρξαν συντριπτικές για τους Τούρκους, που από 2.000 που ήταν, μόλις που διασώθηκαν περί τους 300. Στις μάχες εκείνες σκοτώθηκαν και τέσσερις Τούρκοι αρχηγοί σωμάτων: ο Μουστάμπεης, ο αδελφός του Καριοφίλμπεης, ο Ελζάμπεης καθώς και ο Κεχαγιάμπεης. Δυτικά του Ναού του Αγίου Γεωργίου της Αράχοβας, στο τέλος των μαχών, ο Καραϊσκάκης έστησε πυραμίδα από 1.500 κεφάλια Τουρκαλβανών στρατιωτών.
Στη συνέχεια, προβλέποντας πως ο Κιουταχής δεν θα μπορέσει να συνεχίσει την πολιορκία χωρίς ανεφοδιασμό, συνέχισε τις εκκαθαρίσεις των περιοχών της Στερεάς. Αρχές Δεκεμβρίου εισήλθε στο Τουρκοχώρι το οποίο και κατέλαβε ενώ με τα ίδια του τα χέρια σκότωσε τον Μεχμέτ Πασά, τα δε λείψανα του στρατού εκείνου τα κατεδίωξε τη Βουδουνίτσα. Στις αρχές Φεβρουαρίου 1827 ανάγκασε και τον Ομέρ Πασά της Εύβοιας που είχε σπεύσει εναντίον του να παραιτηθεί του αγώνα και να επιστρέψει νικημένος στην έδρα του.
Στις 23 Φεβρουαρίου 1827 ο Καραϊσκάκης επιστρέφει στην Ελευσίνα αφού είχε ελευθερώσει όλη την Στερεά Ελλάδα, εκτός του Μεσολογγίου, της Βόνιτσας και της Ναυπάκτου.
Το τέλος του
Όταν ο Αρχιστράτηγος Καραϊσκάκης επέστρεψε από την τετράμηνη νικηφόρα περιοδεία του, έχοντας χίλιους περίπου άνδρες, στην Ελευσίνα, μετέφερε το στρατόπεδό του στο Κερατσίνι στα υψώματα του οποίου έχτισε "ταμπούρια" (μικρές οχυρώσεις) όπου επανειλημμένα δέχθηκε επιθέσεις των Τούρκων, ιδιαίτερα στις 4 Μαρτίου 1827. Τον ίδιο χρόνο 2.000 Πελοποννήσιοι υπό τον στρατηγό Γενναίο Κολοκοτρώνη, τους Πετμεζάδες, Σισίνη κ.ά. οπλαρχηγούς έφθασαν σε επικουρία του Αρχιστρατήγου.
Στις αρχές του Απριλίου του 1827 προσήλθαν και οι, διορισμένοι από τη Συνέλευση της Τροιζήνας (Κυβέρνηση), Κόχραν ως "στόλαρχος πασών των ναυτικών δυνάμεων" και Τσωρτς, ως "διευθυντής χερσαίων δυνάμεων", προκειμένου να συνδράμουν τον Αγώνα. Με τους δύο αυτούς ξένους ο Καραϊσκάκης βαθμιαία περιήλθε σε έριδες, τόσο για την τακτική του πολέμου, όσο και κατά την οργάνωση για την κατά μέτωπο επίθεση. Οι διορισμοί των ξένων εκείνων προσώπων υπήρξαν αναμφίβολα το μοιραίο σφάλμα που ανέτρεψε την έκβαση του Αγώνα. Και τούτο διότι προσπαθούσαν να εφαρμόσουν τακτικές οργανωμένου στρατού αγνοώντας τις τακτικές των Ελλήνων, την ψυχολογία τους, αλλά και τις μορφολογικές δυνατότητες της περιοχής, επιζητώντας την έξοδο με κατά μέτωπο επίθεση σε πεδιάδα, επειδή ακριβώς, δεν γνώριζαν το είδος αυτό του πολέμου που επιχειρούσαν μέχρι τότε οι Έλληνες. Έτσι η ανάμιξη αυτών στις πολεμικές ενέργειες με ταυτόχρονες διαταγές του ενός και του άλλου παρέλυσαν τις διαταγές του Καραϊσκάκη.
Αυτό οδήγησε τον Αρχιστράτηγο να επεμβαίνει προσωπικά μέχρι αυτοθυσίας σε όλες τις συμπλοκές, ακόμη και τις μικρότερες, ένα ακόμη μοιραίο σφάλμα των περιστάσεων εκείνων. Αυτό το αντελήφθη ο Κολοκοτρώνης ο οποίος και διαμήνυσε στον Καραϊσκάκη να αποφεύγει τις άσκοπες αψιμαχίες και ακροβολισμούς για να μη φονεύονται και οπλαρχηγοί τους οποίους "κυνηγά το βόλι". Ο Κολοκοτρώνης του τόνιζε μάλιστα ότι είναι ανάγκη "να σώσει τον εαυτόν του για να σωθεί και η πατρίδα". Ο Καραϊσκάκης όμως έχοντας ατίθασο χαρακτήρα, παρά τις συστάσεις και παρά την κατάσταση της υγείας του αποφάσισε να ανακόψει τους ακροβολισμούς των Τούρκων.
Η επιχείρηση ορίσθηκε να πραγματοποιηθεί τη νύχτα της 22ας προς την 23η Απριλίου 1827, έχοντας συμφωνήσει κανείς να μην ξεκινήσει άκαιρα τους πυροβολισμούς πριν δοθεί το σύνθημα για γενική επίθεση. Το απόγευμα της 22ας Απριλίου ακούστηκαν πυροβολισμοί από ένα Κρητικό οχύρωμα. Οι Κρητικοί προκαλούσαν τους Τούρκους και καθώς εκείνοι απαντούσαν οι εχθροπραξίες γενικεύτηκαν. Ο Καραϊσκάκης, παρότι άρρωστος βαριά, έφτασε στον τόπο της συμπλοκής. Εκεί μια σφαίρα τον τραυμάτισε θανάσιμα στο υπογάστριο. Οι γιατροί που ανέλαβαν την περίθαλψή του γρήγορα κατάλαβαν πως θα κατέληγε.
Ο ήρωας μεταφέρθηκε στο στρατόπεδό του στο Κερατσίνι και αφού μετάλαβε των Αχράντων Μυστηρίων, υπαγόρευσε τη διαθήκη του που ιδιόχειρα υπέγραψε. Η τελευταία κουβέντα που είπε στους συμπολεμιστές του, κατά τον στρατηγό Μακρυγιάννη που τον επισκέφθηκε, ήταν "Εγώ πεθαίνω. Όμως εσείς να είστε μονιασμένοι και να βαστήξετε την πατρίδα".
Την επομένη στις 23 Απριλίου 1827 ο Αρχιστράτηγος Γεώργιος Καραϊσκάκης υπέκυψε στο θανατηφόρο τραύμα του μέσα στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου στο Κερατσίνι, ανήμερα της γιορτής του. Η σορός του μεταφέρθηκε στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στη Σαλαμίνα όπου ετάφη και θρηνήθηκε από το πανελλήνιο.
Αναφέρεται πως όταν ο Κολοκοτρώνης έμαθε τον θάνατο του Καραϊσκάκη "κάθισε σταυροπόδι" και μοιρολογούσε σαν γυναίκα.
Μετά το θάνατο του Καραϊσκάκη ανέλαβαν ο Κόχραν με τον Τσώρτς την διοίκηση της διεξαγωγής της μάχης στη πεδιάδα του Φαλήρου όπου και ακολούθησε η ολοκληρωτική καταστροφή του Ανάλατου, στη σημερινή περιοχή Φλοίσβου (Φαλήρου) όπου είχαν οι Τούρκοι παρασύρει τους Έλληνες μέχρι που τους περικύκλωσαν. Ακολούθησε η διάλυση του ελληνικού στρατοπέδου της Ακρόπολης και η ανακατάληψή της και η διάλυση και του στρατοπέδου του Κερατσινίου.
Οκτώ χρόνια μετά το θάνατό του (1835) έγινε ανακομιδή των λειψάνων του από τη Σαλαμίνα στον Πειραιά, προκειμένου να ταφούν οριστικά στο σημείο που έπεσε και όπου ήδη είχε ανεγερθεί το μνημείο του. Μαζί με τα οστά του Καραϊσκάκη, στο ίδιο μέρος και μετά από επίσημη τελετή όπου παρέστησαν εκπρόσωποι των πολιτικών, στρατιωτικών και δικαστικών αρχών, ενταφιάστηκαν τα αντίστοιχα λείψανα των υπολοίπων ελλήνων και φιλελλήνων που είχαν σκοτωθεί υπερασπιζόμενοι την πόλη της Αθήνας. Ο ίδιος ο βασιλιάς Όθωνας απότισε φόρο τιμής στο νεκρό του Καραϊσκάκη, εναποθέτωντας πάνω στη λάρνακά του το Παράσημο του Τάγματος του Σωτήρος ανωτέρου βαθμού το οποίον έφερε, ενώ ανέλαβε και την κηδεμονία των θυγατέρων του πεσόντα ήρωα.
Φημολογία για τον θάνατό του
Οι πηγές που αναφέρονται στον θάνατο του Καραϊσκάκη χαρακτηρίζονται από ασυμφωνία.
Ο Δημήτριος Αινιάν, γραμματέας του Καραϊσκάκη που έγραψε την βιογραφία του το 1833, αναφέρει τον τραυματισμό του αρχιστράτηγου και ότι ο Καραϊσκάκης πριν πεθάνει εμπιστεύτηκε στους Χατζηπέτρο και Γρίβα πως «...Λέγουν ότι εν παρόδω τρόπον τινά ανέφερε εις αυτούς ότι επληγώθη από το μέρος των Ελλήνων, ότι εγνώριζεν τον αίτιον και ότι, αν ήθελε ζήση, ήθελε τον κάμει γνωστόν και εις το στρατόπεδον». Δ. Αινιάν, Ο Καραϊσκάκης, σ.185.
Στο έργο «Γεώργιος Καραϊσκάκης» του Ιωάννη Ζαμπέλιου, ο αρχιστράτηγος φέρεται να λέει προς τους Χατζηπέτρο και Γρίβα : «Αύριον αν είμαι ζωντανός ακόμη, ελάτε να σας πω έναν μυστικόν», αλλά σε υποσημείωση του βιβλίου του αναφέρει ότι το «μυστικό» αυτό παρεξηγήθηκε και ερμηνεύθηκε εσφαλμένως ως «δολοφονία από κάποιον Έλληνα».
Μόνο ένας συγγραφέας, αυτόπτης απομνημονευματογράφος, υποστήριξε επίμονα την εκδοχή της δολοφονίας. Η συντριπτική πλειονότητα των πρωτογενών πηγών, μεταξύ των οποίων επίσης αυτόπτες, δέχεται ότι ο Καραϊσκάκης πυροβολήθηκε από Τούρκους. Από τους νεώτερους συγγραφείς ο Γιάννης Βλαχογιάννης υποστήριξε ότι ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος οργάνωσε την δολοφονία του Καραϊσκάκη. Την γνώμη του υιοθέτησαν οι Δημήτρης Φωτιάδης και Δημήτρης Σταμέλος. Ο Γιάννης Κορδάτος διερωτάται αν «Οι Τούρκοι τον πυροβόλησαν ή κάποιος Έλληνας όργανο του Κιουταχή ή του Κόχραν». Οι Αναστάσιος Ορλάνδος, Μέντελσον-Μπαρτόλντι, Κωνσταντίνος Ράδος, Απόστολος Βακαλόπουλος, Κυριάκος Σιμόπουλος και Χρήστος Λούκος πιστεύουν ότι πυροβολήθηκε από Τούρκους. Οι Τρικούπης (που εκφώνησε τον επικήδειο), Παπαρρηγόπουλος, Κόκκινος και πλείστοι άλλοι δεν ασχολούνται με το θέμα. Παραθέτουμε τέλος την τραγική προειδοποίηση του Κολοκοτρώνη : «Μανθάνω, ότι εμβαίνεις εις τους ακροβολισμούς… αυτό δεν είναι έργο ιδικόν σου».
Αθυροστομία
Ο Καραϊσκάκης ήταν γνωστός για τις βωμολοχίες που χρησιμοποιούσε αδιακρίτως· ακόμη και για την οικογένειά του και τον ίδιο. Ιδιαίτερα την περίοδο της Επανάστασης οι ύβρεις που εκτόξευε εναντίον των στρατιωτικών του αντιπάλων, των Μουσουλμάνων εκπροσώπων της Οθωμανικής εξουσίας, δήλωναν την ανατροπή της μέχρι τότε τάξης πραγμάτων, της κοινωνικής ιεραρχίας που βασιζόταν στην ανωτερότητα των Μουσουλμάνων επί των Χριστιανών ζιμμήδων, και το αίσθημα ανωτερότητας που η εθνική ιδέα και η συμμετοχή στην Επανάσταση χάριζαν στους πολεμιστές απέναντι στους μέχρι πρότινος κοινωνικά ανώτερους τους αντιπάλους τους.
Σημειώσεις
α: Κατά τον γραμματικό και βιογράφο του Καραϊσκάκη Δημήτριο Αινιάνα «η επιστολή αύτη εκ μέρους του Καραϊσκάκη προς τον Ομέρ Βρυόνην είχε γίνει τω όντι». Στη συνέχεια o Αινιάν γράφει ότι, επειδή ο απεσταλμένος του Καραϊσκάκη προς τον Ομέρ Βρυώνη «έλαβε υποδοχήν από τον Μαυροκορδάτον αντί της ανηκούσης εις τοιούτον αμάρτημα ποινής», ήταν εγκάθετος των εχθρών του οπλαρχηγού. Επανέρχεται όμως στο τέλος λέγοντας ότι ο Καραϊσκάκης «εσχεδίασε να καταφύγη εις τον Ομέρ Βρυόνην …διά να λάβη συνδρομήν παρ’ αυτού». Κατά τον Παπαρρηγόπουλο «Ότε [ο Καραϊσκάκης]… εστερήθη του βαθμού του… υπό πολεμικού δικαστηρίου, όπερ…συνεκρότησεν επί τούτω ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ήρχισε να εννοή, ότι δεν δύναται να κάμνη ό,τι θέλει ατιμωρητεί… Έκτοτε τωόντι ήρχισε να λαμβάνη συνείδησίν τινα πειθαρχίας». Με το ίδιο πνεύμα και οι Ξένος, Άννινος, Σταματόπουλος, και Κορδάτος. Και τέλος ο ίδιος ο Καραϊσκάκης : «Όταν θέλω γίνομαι άγγελος και όταν θέλω διάβολος. Εις το εξής έχω απόφασιν να γένω άγγελος». Και όντως κράτησε τον λόγο του.
β: Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι καθοριστικός παράγοντας για την καταστροφή στο Φάληρο ήταν ο θανάσιμος τραυματισμός του Καραϊσκάκη. Και είναι επίσης γνωστό ότι κάποιοι Έλληνες δεν φέρθηκαν όπως έπρεπε κατά το σύντομο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από το γεγονός αυτό ως την καταστροφή. Αλλά είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση ότι βασικοί υπαίτιοι της καταστροφής ήταν ο Τσώρτς και κυριότατα ο Κόχραν, οι οποίοι «τοσούτον κακώς διέταξαν τα πράγματα, ώστε αντί θριάμβου κατήνεγκον κατά της Ελλάδος την ολεθριωτάτην των πληγών…οι άνδρες διετάχθησαν να προέλθωσιν επί σφαγήν προφανή». Δεν έλαβε υπ’ όψιν του ο Κόχραν ότι οι πιθανότητες επιτυχίας του παράλογου ούτως ή άλλως σχεδίου του είχαν εκμηδενιστεί μετά τον θάνατο του Καραϊσκάκη οπότε οι οπλαρχηγοί δήλωσαν ανέτοιμοι. Κατά τον αγγλόφιλο Τρικούπη «Τοιαύτα ήσαν τα αποτελέσματα της παραφοράς του Κοχράνου, του κακή μοίρα της Ελλάδος κατά την Αττικήν επιφανέντος».
Πηγή: el.wikipedia.org/wiki/Γεώργιος_Καραϊσκάκης
Τζέιμς Πάρκινσον της ομώνυμης νευροεκφυλιστικής πάθησης, ο πολιτικός ακτιβιστής που έγινε γιατρός πριν γίνει παλαιοντολόγος και γεωλόγος
Τζέιμς Πάρκινσον
Τζέιμς Πάρκινσον της ομώνυμης νευροεκφυλιστικής πάθησης,
ο πολιτικός ακτιβιστής που έγινε γιατρός
πριν γίνει παλαιοντολόγος και γεωλόγος
Ο Τζέιμς Πάρκινσον γεννιέται στις 11 Απριλίου 1755 σε προάστιο του Λονδίνου ως το μεγαλύτερο από τα τρία παιδιά ενός γνωστού φαρμακοποιού και πρακτικού χειρουργού της πρωτεύουσας. Για την παιδική του ηλικία δεν είναι τίποτα άλλο γνωστό και δεν ξέρουμε ούτε από πού πήρε το πτυχίο του στην ιατρική, καθώς τον ξαναβρίσκουμε πια το 1784, όταν το όνομά του συμπεριλαμβάνεται στους καταλόγους του Ιατρικού Συλλόγου του Λονδίνου ως χειρουργός.
Την προηγούμενη χρονιά, όπως μαθαίνουμε από τα δημοτολόγια, παντρεύτηκε τη Mary Dale (21 Μαΐου 1783), με την οποία θα αποκτήσουν 6 παιδιά. Ο Τζέιμς διαδέχτηκε κάποια στιγμή τον πατέρα του στο γνωστό χειρουργείο που εκείνος λειτουργούσε, αναλαμβάνοντας την πελατεία του.
Το 1883 θα εκδώσει την πρώτη ιατρική πραγματεία του και κατόπιν θα γράψει άλλο ένα δοκίμιο, αυτή τη φορά στη φυσική φιλοσοφία, αν και την εποχή αυτή τον ενδιαφέρει αποκλειστικά σχεδόν το ιατρικό λειτούργημα, καθώς το ιατρείο του ήταν πια τρανό στα πέρατα του Λονδίνου και οι δουλειές πήγαιναν αναπάντεχα καλά.
Την ίδια εποχή, αρχίζει να ενδιαφέρεται ολοένα και περισσότερο για τη γεωλογία και την παλαιοντολογία.
Πολιτικός ακτιβιστής και συνωμοσία για τον θάνατο του βασιλιά
Σφοδρός οπαδός της Γαλλικής Επανάστασης και των δημοκρατικών ιδεωδών, ο Πάρκινσον κήρυττε την ισότητα των τάξεων και την ανάγκη για καλύτερη ζωή των μη προνομιούχων. Η πρώιμη αυτή εποχή για την επιστημονική καριέρα του επισκιάστηκε έτσι από την εμπλοκή του σε πολυάριθμους κοινωνικούς αγώνες και επαναστατικούς σκοπούς, όντας πολέμιος της πολιτικής που ακολουθούσε η βρετανική κυβέρνηση. Συνέταξε έτσι αναρίθμητα επαναστατικά φυλλάδια (πάντα με το ψευδώνυμο Old Hubert), στα οποία καλούσε σε ριζική κοινωνική μεταρρύθμιση στο εσωτερικό της χώρας του.
Ήθελε την αλλαγή του τρόπου αντιπροσώπευσης στη Βουλή των Κοινοτήτων, υποστηρίζοντας θερμά την είσοδο του λαού στις τάξεις της, και καλούσε για καθολικό δικαίωμα ψήφου! Την ίδια στιγμή, ήταν μέλος σε πάμπολλες μυστικές πολιτικές εταιρίες, μεταξύ των οποίων και η διαβόητη «London Corresponding Society for Reform of Parliamentary Representation», στην οποία εντάχθηκε το 1792. Δύο χρόνια αργότερα, το 1794, ο μυστικός όμιλος κατηγορήθηκε ότι συνωμοτούσε να δολοφονήσει τον βασιλιά Γεώργιο Γ’.
Τον Οκτώβριο του 1794, ο γνωστός πια γιατρός ανακρίθηκε για την υπόθεση και ομολόγησε ότι ήταν μέλος της μυστικής εταιρίας, αλλά και άλλων πολλών, την ίδια στιγμή που παραδέχτηκε ότι ήταν ο συντάκτης τόσων και τόσων ανατρεπτικών κειμένων που καλούσαν τον λαό σε ειρηνική επανάσταση (ενδεικτικοί τίτλοι: «Επαναστάσεις χωρίς Αιματοχυσίες» και «Η Μεταρρύθμιση είναι προτιμότερη της Επανάστασης»).
Για την υπόθεση της δολοφονικής πλεκτάνης αθωώθηκε τελικά ελλείψει ενοχοποιητικών στοιχείων και πλέον, πέρα από την πολιτική του δράση, ασχολήθηκε εκτενώς και με θέματα δημόσιας υγείας, ζητώντας ουσιαστικές παρεμβάσεις από το κράτος προς όφελος του φτωχού λαού.
Ο ακτιβιστής που έγινε γιατρός
Μεταξύ 1799-1807, ο Πάρκινσον στράφηκε πια περισσότερο στο λειτούργημά του εκδίδοντας αμέτρητες μελέτες ερευνητικής ιατρικής ειδικού ενδιαφέροντος: για την αρθρίτιδα (1805), για τη γάγγραινα (1807), για την περιτονίτιδα (1812) κ.λπ. Η εργασία του μάλιστα για την περιτονίτιδα είναι πιθανότατα η παλιότερη περιγραφή της πάθησης στα βρετανικά ιατρικά χρονικά.
Τα ιατρικά πονήματα του Πάρκινσον έγιναν δημοφιλή εγχειρίδια ιατρικής, την ίδια στιγμή που τα κείμενά του για τη βελτίωση των δημόσιων υπηρεσιών υγείας έτυχαν της δικής τους θερμής υποδοχής από την επιστημονική κοινότητα. Ο πολιτικός ακτιβισμός του που έψαχνε να αλλάξει τη θέση του γενικού πληθυσμού προς το καλύτερο έβρισκε πια έκφραση στην ευημερία των πολιτών μέσω των καλύτερων παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας.
Ο ανθρωπισμός του βρήκε για άλλη μια φορά έκφραση το 1811, όταν επιδόθηκε σε μια προσωπική σταυροφορία για την καλύτερη μοίρα των ψυχασθενών, κάνοντας λόγο για νομική προστασία των τροφίμων των ασύλων φρενοβλαβών αλλά και των οικογενειών τους, μια πρόταση σαφώς πολύ μπροστά από την εποχή της…
Ήταν το 1817 όταν ο βρετανός γιατρός Τζέιμς Πάρκινσον περιέγραψε για πρώτη φορά
μια νευροεκφυλιστική νόσο που έβλεπε αυτός και μόνο αυτός.
Στην κλασική σήμερα εργασία του «Δοκίμιο στην τρομώδη παράλυση», ο οραματιστής γιατρός ανέλυσε συστηματικά το ιατρικό ιστορικό έξι ανθρώπων που είχαν τα συμπτώματα της νόσου που θα έπαιρνε τελικά το όνομά του. Ο ίδιος δεν είχε εξετάσει μάλιστα όλους τους ασθενείς, αλλά τους παρατηρούσε κατά τους καθημερινούς περιπάτους τους.
Ο σκοπός της έκθεσής του ήταν να χαρτογραφήσει τα συμπτώματα μιας πάθησης την οποία περιέγραφε κάπως έτσι: «Ακούσια τρομώδης κίνηση, η οποία μειώνει τη μυϊκή ισχύ σε σημεία του σώματος τα οποία δεν είναι σε δράση ακόμα και όταν υποστηρίζονται, με μια τάση ο κορμός να κλίνει προς τα εμπρός και να περνά από την βάδιση στο τρέξιμο: οι αισθήσεις και η νόηση παραμένουν ανεπηρέαστες».
Ήταν η πρώτη πράξη για την επιστημονική αναγνώριση της νόσου που ο Πάρκινσον ονόμασε «τρομώδη παράλυση» και λίγο αργότερα (το 1861-1862) άλλοι γιατροί, επηρεασμένοι από τη θεωρία του, θα μετονόμαζαν σε «Νόσο του Πάρκινσον» προς τιμήν του.
Σύντομα νέα συμπτώματα θα αναγνωρίζονταν (όπως το ανέκφραστο προσωπείο, ο τρόμος κατά την ηρεμία, η δυσκαμψία, η βραδυκινησία, η αστάθεια θέσης και η μυϊκή δυσκαμψία) και η νευρολογική πάθηση θα γινόταν παγκόσμια σταθερά στα ιατρικά χρονικά.
Κι όλα αυτά από την καινοτόμα έρευνα του γιατρού, γεωλόγου, παλαιοντολόγου και πολιτικού ακτιβιστή Πάρκινσον, που μπορεί σήμερα να είναι γνωστός αποκλειστικά για τη νόσο που φέρει το όνομά του, στην εποχή του ήταν όμως πολλά περισσότερα.
Η νόσος του Πάρκινσον αναγνωρίζεται σήμερα ως η δεύτερη συχνότερη χρόνια εκφυλιστική διαταραχή του κεντρικού νευρικού συστήματος, προσβάλλοντας εκατομμύρια ανθρώπους: μέχρι το 2030, οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για 8,7-9,3 εκατομμύρια ασθενείς σε όλο τον κόσμο.
Η Παγκόσμια Ημέρα Κατά της Νόσου του Πάρκινσον καθιερώθηκε το 1997 με πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Εταιρείας για τη Νόσο του Πάρκινσον (EPDA) και την υποστήριξη του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. Κι έτσι κάθε χρόνο στις 11 Απριλίου, ημερομηνία γέννησης του βρετανού γιατρού Τζέιμς Πάρκινσον, ο κόσμος μαθαίνει και ευαισθητοποιείται για τη νόσο που τόσο αλλάζει τις ζωές των ασθενών.
Παρά τη μνημειώδη για την ιατρική επιστήμη παρατήρησή του, ο Πάρκινσον ξεχάστηκε απ’ όλους και περιέπεσε στην αφάνεια για τουλάχιστον 40 χρόνια, μέχρι να κινητοποιηθεί η ιατρική κοινότητα και να αναγνωρίσει τόσο τη νόσο όσο και τον «πατέρα» της.
Η Νόσος του Πάρκινσον
Πραγματική ιατρική ιστορία θα έγραφε όμως το 1817, όταν δημοσίευσε τη μνημειώδη πλέον μελέτη του για την «Τρομώδη Παράλυση», η οποία θα καθιέρωνε τις παρατηρήσεις του ως μια νέα κλινική οντότητα. Εκεί παρέχει την κλινική περιγραφή που περιγράψαμε στον πρόλογο, που είναι και ο πρώτος κλασικός ορισμός (αν και θεωρείται πλέον αρκετά περιοριστικός) για τη νευροεκφυλιστική νόσο.
Τέσσερις δεκαετίες αργότερα, ο περίφημος γιατρός Σαρκό θα ανέσυρε την ξεχασμένη μελέτη του Πάρκινσον από τα ιατρικά χρονοντούλαπα και θα έδινε στις ακριβέστατες κλινικές παρατηρήσεις του την απαραίτητη επικαιροποίηση, αποκαλώντας πια το νευρολογικό σύνδρομο «Νόσο του Πάρκινσον».
Πέντε χρόνια πριν, το 1812, ο Πάρκινσον βοήθησε τον γιο του, επίσης χειρουργό, στην πρώτη περιγραφή μιας νόσου που θα γινόταν γνωστή ως σκωληκοειδίτιδα, γράφοντας άλλη μια φορά ιατρική ιστορία στην Αγγλία. Είναι μάλιστα η πρώτη φορά που περιγράφεται ως αιτία θανάτου η συγκεκριμένη νόσος.
Ο γιατρός που έγινε παλαιοντολόγος
Σταδιακά, το ερευνητικό ενδιαφέρον του Πάρκινσον απομακρύνθηκε από την ιατρική καθώς πλέον τον απασχολούσε η Φύση. Ήταν ήδη εξάλλου μανιώδης συλλέκτης απολιθωμάτων και παλαιολιθικών δειγμάτων και κάποια στιγμή αποφάσισε να μελετήσει καλύτερα τους κλάδους της γεωλογίας και της παλαιοντολογίας.
Το 1801 χτύπησε με ένα δοκίμιο για την παλαιοντολογία, το «Chemical Pocket», το οποίο έγινε αμέσως πρακτικό εγχειρίδιο για τους φοιτητές και τους ερασιτέχνες. Τα γραπτά του στράφηκαν έτσι στην παλαιοντολογία, καθώς ο νέος κλάδος, πέρα από την επιστημοσύνη του, του επέτρεπε να κάνει ταξίδια με την οικογένεια και τους φίλους του για να συλλέγουν δείγματα φυτών και απολιθώματα.
Στη δεύτερη μάλιστα έκδοση του παλαιοντολογικού συγγράμματός του καλεί τους παλαιοντολόγους σε γενική συστράτευση για την προαγωγή του κλάδου και την ενημέρωση του κοινού σε θέματα ειδικού ενδιαφέροντος. Προσπαθώντας ο ίδιος να μάθει περισσότερα για το νέο του πάθος, συνειδητοποίησε με έκπληξη την έλλειψη σχετικής βιβλιογραφίας στην αγγλική, γι’ αυτό και έγραψε το πρακτικό εγχειρίδιό του για την παλαιοντολογία, τομή τότε στα βρετανικά χρονικά.
Το 1804 κυκλοφόρησε ο πρώτος τόμος του κλασικού στον χώρο της παλαιοντολογίας πονήματός του «Οργανικά Απομεινάρια του Παλιού Κόσμου» (Organic Remains of the Former World), το οποίο ο σπουδαίος βιολόγος Γκίντεον Μάντελ χαρακτήρισε το 1850 ως «την πρώτη απόπειρα να δοθεί μια επιστημονική περιγραφή … συνοδευόμενη από εικόνες απολιθωμάτων», κάτι που είδε ως «ένα αξιομνημόνευτο γεγονός στην ιστορία της βρετανικής παλαιοντολογίας».
Ο δεύτερος και τρίτος τόμος κυκλοφόρησαν το 1808 και το 1811 αντίστοιχα, με τον Πάρκινσον να διατηρεί πάντοτε το ιατρείο του και να ασκεί καθημερινά το λειτούργημα του γιατρού. Κατόπιν έγραψε μια σειρά ακόμα από δοκίμια γεωλογίας και παλαιοντολογίας, με τη συνεισφορά του στον κλάδο να λογίζεται πια κολοσσιαία.
Κατοπινά χρόνια
Αφού ανέτρεψε παραδεδομένες επιστημονικές πεποιθήσεις για τη γεωλογία και τον φλοιό της Γης(!), μελετώντας τα αγαπημένα του απολιθώματα αλλά και πλήθος πετρωμάτων, τον Νοέμβριο του 1797 συναντήθηκε με τους επιστήμονες φίλους του, μεταξύ αυτών και ο σπουδαίος εφευρέτης και χημικός σερ Χάμφρι Ντέιβι, και αποφάσισαν να ιδρύσουν τη Γεωλογική Εταιρία του Λονδίνου.
Ο Πάρκινσον έγραφε στην επιθεώρηση του επιστημονικού θεσμού και καταπιανόταν με πολλά πια γεωλογικής υφής θέματα, τα οποία τα έκανε βιβλία μόλις ολοκλήρωνε τις μελέτες του. Έγραψε από πονήματα ορυκτολογίας μέχρι και μια σειρά ακόμα ειδικών θεμάτων της γεωλογικής επιστήμης, συμβάλλοντας τα μέγιστα στην καθιέρωση αλλά και τη διάδοση του κλάδου.
Παρά το γεγονός ότι η Νόσος του Πάρκινσον παραμένει μια από τις γνωστότερες «επώνυμες» παθήσεις, ο ίδιος ο γιατρός πολύ λίγης προσοχής έτυχε από τη βρετανική ιατρική κοινότητα για την ανακάλυψή του. Κι ενώ ο Σαρκό την είχε ήδη ονομάσει «Νόσο του Πάρκινσον», θα έπρεπε ο αγγλοσαξονικός κόσμος να περιμένει το 1912 και το άρθρο του Αμερικανού J.G. Rowntree στο 23ο τεύχος της επιστημονικής επιθεώρησης «Bulletin of the Johns Hopkins Hospital» για να πληροφορηθεί από τον τίτλο του ακόμα: «Γέννημα Άγγλος, θρέμμα Άγγλος, ξεχασμένος από τους Άγγλους και από τον κόσμο γενικότερα, αυτή ήταν η μοίρα του Τζέιμς Πάρκινσον».
Ο σπουδαίος γιατρός, κοινωνικός στοχαστής, παλαιοντολόγος και γεωλόγος Τζέιμς Πάρκινσον άφησε την τελευταία του πνοή στις 21 Δεκεμβρίου 1824 χτυπημένος από εγκεφαλικό επεισόδιο, έχοντας ήδη αλλάξει, αν και εν αγνοία του, την ιστορία της ιατρικής.
Πληροφορίες: newsbeast.gr
Νικόλαος Χατζηνικολάου Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής, "ο επιστήμονας που άφησε την NASA για την ιεροσύνη"
Νικόλαος Χατζηνικολάου
Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής
Ο Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικόλαος (κατά κόσμον: Νικόλαος Χατζηνικολάου) (Θεσσαλονίκη, 13 Απριλίου 1954) είναι Έλληνας επίσκοπος της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Σπούδασε Φυσική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης με άριστα.
Μετά την συμπλήρωση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων, συνέχισε τις μεταπτυχιακές σπουδές του στην Αστροφυσική (Πανεπιστήμιο Harvard) και βρέθηκε στη ΝΑSA για περισσότερο από έναν χρόνο.
Σπούδασε επίσης Μηχανολογία και Βιοϊατρική Τεχνολογία (Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης, ΜΙΤ).
Ακολούθως και παράλληλα προς την επιστημονική του έρευνα σπούδασε την επιστήμη της Θεολογίας στη Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού στη Βοστώνη, από όπου και έλαβε τους τίτλους Master of Theological Studies και Master of Theology.
Δίδαξε στα Πανεπιστήμια του Harvard και του M.I.T., στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης και στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Διάκονος και Πρεσβύτερος
Υπήρξε διευθυντής του Κέντρου Βιοϊατρικής Ηθικής και Δεοντολογίας και πρόεδρος της Συνοδικής Επιτροπής Βιοηθικής της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Εκάρη μοναχός στις 18 Μαρτίου 1989 στην Ιερά Μονή Στομίου Κονίτσης και την επομένη χειροτονήθηκε διάκονος και εν συνεχεία πρεσβύτερος στις 10 Σεπτεμβρίου του ιδίου έτους.
Αργότερα ανεγράφη στο μοναχολόγιο της Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας του Αγίου Όρους.
Από το 1990 έως και το 2004 διακόνησε ως εφημέριος στο αγιορείτικο Μετόχι της Αναλήψεως (Μονής Σίμωνος Πέτρας) στο Βύρωνα.
Μητροπολίτης
Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής εξελέγη στις 26 Απριλίου 2004.
Χειροτονήθηκε επίσκοπος στις 30 Απριλίου 2004 από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χριστόδουλο στον Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών.
Ενθρονίστηκε στις 26 Ιουνίου 2004 στον Καθεδρικό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου Σπάτων.
Τον Φεβρουάριο του 2005, μετά την απομάκρυνση του τότε Μητροπολίτη Αττικής Παντελεήμονα, ορίστηκε τοποτηρητής της Ιεράς Μητροπόλεως Αττικής.
Στις 11 Μαρτίου 2009 ο μητροπολίτης Μεσογαίας Νικόλαος, με επιστολή προς την Ιερά Σύνοδο, παραιτήθηκε από τοποτηρητής, αναδεικνύοντας το πρόβλημα της παρατεταμένης χηρείας πλέον των τεσσάρων ετών της Μητροπόλεως Αττικής.
Το έτος 2007, ο Μητροπολίτης Νικόλαος δέχθηκε στην επισκοπή του 55 μοναχές που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Ιερά Μονή Αγίων Κηρύκου και Ιουλίττης Σιδηροκάστρου, λόγω της συμπεριφοράς του μητροπολίτη Σιδηροκάστρου Μακαρίου ο οποίος επιχειρούσε πλήρη παρέμβαση στα εσωτερικά και τα οικονομικά του μοναστηριού. Σήμερα η αδελφότητα των μοναζουσών οργάνωσε με μέριμνα του Μητροπολίτη Νικολάου τη νέα Μονή Παντάνασσας Κερατέας και διαβιεί εκεί.
Με πρωτοβουλία του, το 2014, και σε συνεργασία με το Αρχηγείο Στρατού και την ΑΣΔΕΝ κτίσθηκε στο πλέον απόμακρο νοτιοανατολικό άκρο της Ελλάδας, στη νήσο Στρογγύλη του συμπλέγματος του Καστελλορίζου, μικρό πέτρινο εκκλησάκι αφιερωμένο στον Άγιο Νικόλαο.
Στο πλαίσιο της κοινωνικής δράσης της Μητροπόλεως πραγματοποιήθηκε ο πλήρης εξοπλισμός της Μονάδας Ανάνηψης Καρδιοχειρουργημένων Ασθενών του Νοσοκομείου «Ευαγγελισμός» και προσφέρονται χορηγίες σε νοσοκομειακές μονάδες (Αγγειοχειρουργική, Αρεταίειο Νοσοκομείο Αθήνας).
Μονάδα Ανακουφιστικής Φροντίδας Γαλιλαία
Η Μονάδα Ανακουφιστικής Φροντίδας Γαλιλαία αποτελεί το μοναδικό κέντρο ανακούφισης ενήλικων ασθενών με καρκίνο στην Ελλάδα. Παρέχει υπηρεσίες εντελώς δωρεάν και ιδρύθηκε από την Ιερά Μητρόπολη Μεσογαίας και Λαυρεωτικής τον Μάρτιο του 2010 με πρωτοβουλία του Μητροπολίτη Νικόλαου.
Στις δράσεις του Κέντρου Γαλιλαία περιλαμβάνονται:
• στήριξη και ανακούφιση ασθενών μέσω υπηρεσιών κατ’ οίκον φροντίδας.
• κέντρο ημερήσιας φροντίδας και απασχόλησης όπου συνδυάζεται η ανακουφιστική φροντίδα και υποστήριξη με δημιουργική απασχόληση των περιπατητικών ασθενών. Παράλληλα έχει ξεκινήσει η παροχή υπηρεσιών και σε ασθενείς που έχουν διαγνωστεί με τη νόσο του κινητικού νευρώνα.
• εκπαιδευτικό έργο και κοινωνική δικτύωση επί θεμάτων Ανακουφιστικής Φροντίδας και συνηγορεί προς την Πολιτεία για την ανάπτυξη του κατάλληλου νομικού πλαισίου.
• Ξενώνας Ανακουφιστικής Φροντίδας: το πρώτο Hospice στην Ελλάδα για ασθενείς με καρκίνο, που λειτουργεί στα Σπάτα.
Μαρίκα Νίνου, ήταν Ελληνίδα τραγουδίστρια, θεωρείται μία από τις μεγαλύτερες γυναικείες φωνές που πέρασαν από την Ελλάδα, που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 35 ετών
Μαρίκα Νίνου
Η Μαρίκα Νίνου ήταν Ελληνίδα τραγουδίστρια. Θεωρείται μία από τις μεγαλύτερες γυναικείες φωνές που πέρασαν από την Ελλάδα. (πραγματικό όνομα: Ευαγγελία Αταμιάν, 1922 - 23 Φεβρουαρίου 1957)
Η Μαρίκα Νίνου ήταν Αρμενικής καταγωγής και το πραγματικό της όνομα ήταν Ευαγγελία Αταμιάν. Γεννήθηκε το 1922 πάνω στο βαπόρι Ευαγγελίστρια που έφερνε τη μητέρα της, τις δύο αδερφές της και τον οκτάχρονο αδερφό της Μπαρκέβ Αταμιάν, από τη Σμύρνη στον Πειραιά.
Βγήκε από την κοιλιά της μαμάς της μελανιασμένη και, επειδή νόμιζαν ότι δεν θα ζούσε, την απομάκρυναν σε κάποια αποθήκη. Όμως συνήλθε, επέζησε και αμέσως τη βάφτισε ο καπετάνιος της Ευαγγελίστριας και γι' αυτό την είπαν Ευαγγελία.
Στην Ελλάδα εγκαταστάθηκαν στην Κοκκινιά, στην οδό Μεγάρων 50. Στα 7 της η Ευαγγελία Αταμιάν γράφτηκε στο Αρμένικο σχολείο του Αρμενικού Κυανού Σταυρού «Ζαβαριάν». Μάλιστα, ο δάσκαλός της την προέτρεψε να μάθει μαντολίνο, το οποίο έκανε, και τελικά συμμετείχε στην ορχήστρα του σχολείου.
Τα φωνητικά της προσόντα φαίνεται ότι τα έδειξε πολύ μικρή, αφού από μαθήτρια του δημοτικού ακόμη την καλούσαν στην Aρμένικη εκκλησία Άγιος Ιάκωβος στην Κοκκινιά για να ψάλει στις ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας.
Το 1939 παντρεύτηκε τον συμπατριώτη της Χάικ Μεσροπιάν, ο οποίος ήταν κλειδαράς κι είχε ένα μαγαζάκι στην Κοκκινιά.
Το 1940 γεννήθηκε ο γιος τους, ο Οβανές, αλλά το ζευγάρι χώρισε και το 1946 ο Μεσροπιάν έφυγε για την Αρμενία.
Ήδη όμως το 1944, και μετά το χωρισμό της, η Νίνου είχε γνωρίσει τον ακροβάτη και θιασάρχη Νίκο (Νίνο) Νικολαΐδη.
Στην αρχή η Μαρίκα δούλευε στο ταμείο, αλλά στη συνέχεια έγιναν με τον Νίνο καλλιτεχνικό ζευγάρι ακροβατικών με το όνομα Ντούο Νίνο και έκαναν περιοδείες.
Αργότερα παντρεύτηκαν και έγινε Ευαγγελία Νικολαΐδου.
Το όνομα Μαρίκα τής το κόλλησε η μάνα του Νίνο, μία θεατρίνα, γιατί παρέπεμπε στη Μαρίκα Κοτοπούλη.
Το επίθετο Νίνου ήρθε από τον Νίνο τον ακροβάτη και έτσι, η Ευαγγελία Αταμιάν έγινε Μαρίκα Νίνου.
Το 1947 μπήκε στο σχήμα κι ο γιος της, ο Οβανές, οπότε μετονομάστηκε σε Δυόμισι Νίνο. Στις παραστάσεις τους, η Μαρίκα έλεγε και κανένα λαϊκό τραγούδι.
Κάποια φορά ήταν καλεσμένοι στο ναύσταθμο της Σαλαμίνας για να κάνουν ακροβατικά. Εκεί κάποια στιγμή ο ναύαρχος, στον οποίο άρεσαν πολύ τα τουρκικά τραγούδια, ζήτησε ν' ακούσει ένα τέτοιο από τη Νίνου.
Η Νίνου τραγούδησε διστακτικά ένα τουρκικό τραγούδι που ήξερε από τη μάνα της, ο ναύαρχος ικανοποιήθηκε ιδιαίτερα, αλλά αυτός που ενθουσιάστηκε από τη φωνή της ήταν ο παρευρισκόμενος στην αίθουσα, Πέτρος Κυριακός. Αυτός τη γνώρισε στον Μανώλη Χιώτη, ο οποίος την πρωτολανσάρισε δισκογραφικά τον Ιούνιο του 1948 με τα τραγούδια του Ώρες Σε Κρυφοκοιτάζω και Θα Στο Πω Το Μυστικό Μου.
Τον Οκτώβριο του 1948, ο Στελλάκης Περπινιάδης την πήρε κοντά του ως τραγουδίστρια στο κέντρο Φλόριδα του Γ. Μελίτια στη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Ο Περπινιάδης την είχε συναντήσει στο στούντιο ηχογράφησης όταν δισκογραφούσε τα τραγούδια του Χιώτη.
Το Νοέμβριο του 1948 η Μαρίκα Νίνου έκανε δίσκο με τον Γιάννη Παπαϊωάννου και συγκεκριμένα το τραγούδι Το 'φαγες Το Παιδί.
Το 1949 η Νίνου πρωτοείπε σε δίσκους τραγούδια του Γιώργου Μητσάκη και τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς δισκογράφησε το Για Τα Μάτια Π' Αγαπώ του Βασίλη Τσιτσάνη.
Η Νίνου διέκοψε από τη Φλόριδα γιατί θεωρούσε λίγες τις 25 δραχμές που έπαιρνε για μεροκάματο και, όταν τους ζήτησε αύξηση, δεν της έδωσαν. Ήταν τυχερή όμως, γιατί τότε ακριβώς αποχώρησε από το σχήμα του Τσιτσάνη στην ταβέρνα του Τζίμη του Χοντρού στην οδό Αχαρνών 77 η Σωτηρία Μπέλλου και η Νίνου πήρε τη θέση της με 90 δραχμές.
Με τη Νίνου στου Τζίμη του Χοντρού, ο Τσιτσάνης έχει πει ότι η ουρά από κόσμο μπροστά στο μαγαζί έφτανε ως τον Άγιο Παντελεήμονα. Αν και η συνεργασία της Νίνου με τον Τσιτσάνη ήταν βραχεία (αφού αυτή γινόταν πάντα με διακοπές, λόγω τσακωμών ένεκα χαρακτήρων), έχει περάσει στην ιστορία σαν μαγική και θρυλική.
Από τις εμφανίσεις της στην ταβέρνα του Τζίμη του Χοντρού κυκλοφόρησε το 1977 σε δίσκο μία ηχογράφηση, η οποία έγινε εκεί με μαγνητόφωνο το 1955, από κάποιον ερασιτέχνη. Στο σημείωμα του εξωφύλλου του δίσκου αυτού υπάρχει πλήθος ανακριβειών για τη ζωή της ενώ αποκρύπτεται και η Αρμενική καταγωγή της.
Τον Οκτώβριο του 1951 έκανε κάποιες εμφανίσεις στην Κωνσταντινούπολη μαζί με τον Τσιτσάνη και την Ευαγγελία Μαργαρώνη στο κέντρο Καζαμπλάνκα, στο οποίο και αποθεώθηκαν. Η αμοιβή τους ήταν τρεις χρυσές λίρες ο Τσιτσάνης, δύο λίρες η Νίνου και μία η Μαργαρώνη.
Με ό,τι μάζεψε στην Κωνσταντινούπολη ξεκίνησε να χτίσει στο Αιγάλεω το σπίτι της.
Η Μαρίκα Νίνου τραγούδησε με επιτυχία και κάποια από τα ονομαζόμενα αρχοντορεμπέτικα, τα οποία μεταμόρφωσε με τη φωνή της και τα έκανε ν' ακούγονται ρεμπέτικα κι έτσι τα πέρασε και σε άλλα κοινωνικά στρώματα.
Το 1954 ανακάλυψε ότι έπασχε από καρκίνο της μήτρας. Τότε αποφάσισε να πάει στην Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής για δύο κυρίως λόγους.
Ο πρώτος λόγος ήταν να τραγουδήσει και να μπορέσει έτσι να συντηρήσει την τετραμελή οικογένεια του αδερφού της, του Μπαρκέβ, ο οποίος έπασχε κι αυτός από καρκίνο, καθώς και τον γιο της, τον Οβανές, μιας και τα κέρδη στις Η.Π.Α. από το τραγούδι ήταν πολύ μεγάλα.
Ο δεύτερος λόγος ήταν να δοκιμάσει τις καλύτερες μεθόδους θεραπείας που είχε ακούσει ότι υπήρχαν εκεί.
Στις Η.Π.Α. ξαναπήγε το 1956. Τότε τη Μαρίκα Νίνου βοήθησαν για έξοδα νοσοκομείου, γιατρούς, εισιτήρια, ακόμα και για ρούχα, η Ρένα Ντάλια και ο Κώστας Καπλάνης.
Πριν μεταβεί στην Αμερική είχε υποβληθεί στην Αθήνα σε εγχείρηση για καρκίνο, αλλά στην Αμερική υπήρξε ραγδαία μετάσταση. Επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου εργάστηκε για λίγο με φοβερούς πόνους και τελικά πέθανε την Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 1957, σε ηλικία 35 ετών.
Τη θάψανε στο Σχιστό της Νεάπολης πλάι στον αδερφό της, Μπαρκέβ Αταμιάν, που είχε πεθάνει το 1955. Δεν υπάρχουν ούτε οι τάφοι τους ούτε τα οστά τους. Υπάρχουν αρκετές φωτογραφίες της, τρεις εμφανίσεις της σε κινηματογραφικές ασπρόμαυρες ταινίες, ερμηνεύοντας τραγούδια και λίγα ρούχα της που φύλαξε η ανιψιά της (κόρη του αδερφού της) Γκιούλα Αταμιάν-Ανσεριάν.
Η ζωή της Μαρίκας Νίνου ενέπνευσε το σενάριο για την ταινία του Κώστα Φέρρη, Ρεμπέτικο του 1983.
Ο Μάνος Χατζιδάκις έγραψε για τη Μαρίκα Νίνου, αφιερώνοντάς της το δίσκο του Πέριξ (1974): "Όλη η εργασία αυτή αφιερώνεται στη μνήμη της ανεπανάληπτης Μαρίκας Νίνου, που δίχως να το ξέρει, με το μαχαίρι της φωνής της, χάραξε μέσα μας βαθιά τα ονόματα θεών της ταπεινωσύνης και της βυζαντινής παρακμής".
Ο Πάνος Γεραμάνης, σ' ένα αφιέρωμα που έκανε στη Νίνου το 2003, είπε μεταξύ άλλων τα εξής: "Η παρουσία της Μαρίκας Νίνου σηματοδότησε νέα εποχή στην ερμηνεία του λαϊκού τραγουδιού και παράλληλα εδραίωσε μια καινούργια αντίληψη στη σκηνή των λαϊκών κέντρων της εποχής του '50".
Ο Γιώργος Παπαδάκης έγραψε για τη Νίνου: "Όπως η σκληρή, βραχνή και ατημέτηλη φωνή του Μάρκου Βαμβακάρη εικονίζει τον άντρα του ρεμπέτικου της εποχής του, έτσι και η φωνή της Νίνου υλοποιεί τον γυναικείο χαρακτήρα στα τραγούδια που τα χρόνια εκείνα έγραφαν ο Τσιτσάνης, ο Παπαϊωάννου, ο Μητσάκης. Τραγουδώντας, ζωγραφίζει γνωστούς και οικείους στον ευρύτερο χώρο της αστικής λαϊκής κοινωνίας γυναικείους χαρακτήρες".
Ο Βασίλης Τσιτσάνης έχει πει μεταξύ άλλων για τη Νίνου: "Είχε μια ξεχωριστή ερμηνευτική ικανότητα, είχε το κάτι άλλο. Όταν τραγουδούσε κυριολεκτικά καθήλωνε τον κόσμο. Τραγουδούσε και δίδασκε κιόλας μαζί με το τραγούδι, όπως ο δάσκαλος που διδάσκει τους μαθητές. Αυτό ήταν έμφυτο. Ήταν γεννημένο για το πάλκο".
Δισκογραφία
Στη δισκογραφία των 78 στροφών η Μαρίκα Νίνου ηχογράφησε 174 τραγούδια, από τα οποία το ένα τρίτο ανήκει στον Τσιτσάνη και τα υπόλοιπα σε 20 άλλους Έλληνες δημιουργούς. Στα 119, απ' αυτά τα 174, τραγουδάει πρώτη φωνή, ενώ στα 55 δεύτερη. Επίσης άφησε 9 τραγούδια του Τσιτσάνη ηχογραφημένα το καλοκαίρι του 1954 στην αίθουσα Παρνασσός από γαλλικό συνεργείο, καθώς και 11 τραγούδια ζωντανά στου Τζίμη του Χοντρού το 1955.
Από τα 119 τραγούδια που ηχογράφησε η Μαρίκα Νίνου σε δίσκους 78 στροφών, τα 34 ηχογραφήθηκαν στην εταιρεία His Masters Voice, 37 στην Columbia, 8 στην Odeon, 6 στην Parlophone, 12 στη Melody, 20 στην Liberty Αμερικής και 2 στην Apollo Αυστραλίας. Οι παρακάτω αναφερόμενες χρονολογίες είναι μάλλον πολύ ακριβείς, πλην των 20 τραγουδιών της Liberty Αμερικής, γι' αυτό και παρατίθενται χωριστά.
Στη συνέχεια παρατίθεται ο κατάλογος των ηχογραφήσεων της Μαρίκας Νίνου τις οποίες εξέδωσε η αμερικανική εταιρεία Liberty (ιδιοκτησία του Κώστα Σταυρόπουλου, συζύγου της τραγουδίστριας Εύας Στυλ). Οι πιο πολλές από αυτές τις ηχογραφήσεις έγιναν στην Αμερική το 1954 και το 1956 όταν η Νίνου βρέθηκε εκεί για εμφανίσεις της. Είναι πιθανόν όμως να επανεξέδωσε η Liberty και κάνα-δυο τραγούδια με τη Νίνου τα οποία να είχαν ηχογραφηθεί στην Ελλάδα παλαιότερα.
Η τραγική ιστορία του τραγουδιού "Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα"
Eίναι γνωστό πως τα μεγάλα τραγούδια προέρχονται από δράματα και μεγάλους έρωτες και κάπως έτσι έγραψε και τα καλύτερά του σουξέ ο Βασίλης Τσιτσάνης. Αυτή είναι η ιστορία αγάπης που έζησε με τη Μαρίκα Νίνου.
Εκείνη την περίοδο ο Τσιτσάνης εμφανιζόταν στο μαγαζί του «Τζίμη του χοντρού» στην Αχαρνών τραγουδώντας με τη Σωτηρία Μπέλλου. Στο μαγαζί γνωρίστηκε με τη Νίνου που τραγουδούσε τότε στο κέντρο «Φλόριδα» της λεωφόρου Αλεξάνδρας.
Όπως είχε πει, η φωνή της τον μάγεψε και πως συγκεκριμένα ήξερε πως θα άφηνε εποχή με τη φωνή και το ταλέντο της.Μετά από μια λογομαχία με τη Σωτηρία Μπέλλου η συνεργασία τους τελείωσε άδοξα και τότε βρήκε την ευκαιρία να ζητήσει τη Νίνου στο σχήμα του.
Ήταν ζήτημα χρόνου να γίνουν ένα αχτύπητο δίδυμο και μαζί αποτέλεσαν το δημοφιλέστερο μουσικό ζευγάρι της εποχής.Τα μαγαζιά ήταν κάθε βράδυ γεμάτα, τα τραγούδια του Τσιτσάνη για τη μούσα του το ένα πιο πετυχημένο από το άλλο και ο έρωτάς τους μεγάλος και κρυφός. Ήταν βλέπετε και οι δύο παντρεμένοι με άλλους! Λίγο μετά το χωρισμό τους, η Νίνου διαγνώστηκε με καρκίνο και ο Τσιτσάνης της έδωσε να ερηνεύσει το τελευταίο της τραγούδι με τίτλο «Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα”.
Περισσότερα Άρθρα...
- Μπομπ Μάρλεϊ, ήταν Τζαμαϊκανός τραγουδιστής, συνθέτης, κιθαρίστας και ακτιβιστής. Είναι ευρέως ο πιο γνωστός ρέγκε καλλιτέχνης
- Βασίλης Τσιτσάνης, ήταν ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες λαϊκούς συνθέτες, στιχουργούς και τραγουδιστές του 20ού αιώνα
- Καλλιρρόη Παρρέν, ήταν δημοσιογράφος, λογία και μια από τις πρώτες Ελληνίδες φεμινίστριες και ιδρύτρια πολλών κοινωφελών ιδρύματων και οργανώσεων
- Θάνος Μικρούτσικος, ήταν Έλληνας συνθέτης, από τους σημαντικότερους της νεότερης ελληνικής μουσικής σκηνής