Άρθρα
Ανδρέας Κάλβος, ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, του οποίου δεν υπάρχει γνωστή απεικόνιση
Ανδρέας Κάλβος
Ο Ανδρέας Κάλβος ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, του οποίου δεν υπάρχει γνωστή απεικόνιση. (Απρίλιος 1792 – 3 Νοεμβρίου 1869)
Η νεοκλασικιστική του παιδεία και η ρομαντική του ψυχοσύνθεση συμπλέκουν στην ποίηση του το δραματικό με το ειδυλλιακό, το παγανιστικό με το χριστιανικό, τα αρχαιοελληνικά πρότυπα με την σύγχρονη επαναστατική επικαιρότητα, τον πουριτανισμό με τον λανθάνοντα ερωτισμό, την αυστηρότητα, τη μελαγχολία, την κλασικιστική φόρμα με το ρομαντικό περιεχόμενο, σύζευξη που είναι ορατή ακόμη και στη γλώσσα (αρχαΐζουσα με βάση δημοτική) και στη μετρική (αρχαϊκή στροφή και μέτρο που συχνά δημιουργεί, σε δεύτερο επίπεδο, δεκαπεντασύλλαβους).
Σύγχρονος του Σολωμού, γεννήθηκε το 1792 στη Ζάκυνθο από την Ανδριανή Ρουκάνη, καταγόμενη από παλιά αρχοντική οικογένεια της Ζακύνθου, και από τον Τζανέτο Κάλβο, Κερκυραίο μικροαστό.
Το 1802 ο πατέρας Κάλβος παίρνει τα δύο παιδιά του, τον Ανδρέα και τον κατά δύο χρόνια μικρότερο Νικόλαο, και εγκαταλείπει τη σύζυγο του για να εγκατασταθεί στο Λιβόρνο της Ιταλίας, όπου ήταν από παλαιότερα εγκατεστημένος ο αδελφός του, Βιτσέντσο. Ελάχιστες πληροφορίες υπάρχουν για τη ζωή του Ανδρέα Κάλβου στο Λιβόρνο από το 1802 έως το 1811, όπου απέκτησε στέρεη γνώση της ιταλικής παιδείας και γλώσσας. Για τον πατέρα του Τζανέτο υπάρχουν επίσης ενδείξεις ότι ήταν μέλος των μυστικών εταιρειών της εποχής που είχαν πολιτική και απελευθερωτική δράση στην Ιταλία.
Στο Λιβόρνο ο Κάλβος έγραψε μεταξύ Απριλίου και Ιουνίου και τύπωσε το καλοκαίρι του 1811 το πρώτο του έργο (Canzone) αφιερωμένο στον Ναπολέοντα, που αργότερα αποκηρύσσει. Τον ίδιο χρόνο πήγε για λίγους μήνες στην Πίζα, όπου εργάστηκε ως γραμματέας και αμέσως μετά στη Φλωρεντία, κέντρο τότε της πνευματικής ζωής και δημιουργίας όπου φοίτησε στην Ακαδημία. Το 1812 σημαδεύεται από τη γνωριμία του με τον Ugo Foscolo, ποιητή και λόγιο, ο οποίος θα γίνει δάσκαλος, καθοδηγητής και μυητής του Κάλβου στον νεοκλασικισμό, στα αρχαϊκά πρότυπα, και στον πολιτικό φιλελευθερισμό.
Το 1813 ο Κάλβος, και υπό την σκιά του Foscolo, γράφει στα ιταλικά τρεις τραγωδίες: Θηραμένης, Δαναΐδες και Ιππίας. Επιπλέον ολοκληρώνει τέσσερις δραματικούς μονολόγους σύμφωνα με τις νεοκλασικιστικές επιταγές. Ο Foscolo αυτοεξορίζεται στο τέλος του 1813 στη Ζυρίχη για να αποφύγει το αυστριακό καθεστώς. Ο Κάλβος τον ξανασυναντά εκεί το 1816 και την ίδια εποχή πληροφορείται τον θάνατο της μητέρας του. Εν τω μεταξύ έχει συνθέσει στα ιταλικά, από το 1814, την Ode agl’Ionii (Ωδή εις Ιονίους).
Σεπτέμβριο 1816 οι δύο φτάνουν στο Λονδίνο και η αλληλεπίδραση τους εξακολουθεί μέχρι τον Φεβρουάριο του 1817, όταν διαλύεται η σχέση τους. Ο Κάλβος εξασφαλίζει τα προς το ζην παραδίδοντας ιδιαίτερα μαθήματα ιταλικών και σε μικρότερο βαθμό ελληνικών. Μεταξύ 1817 και 1818 μεταφράζει στα νέα ελληνικά το Book of Common Prayer, το βασικό λειτουργικό κείμενο της Αγγλικανικής Εκκλησίας, και επιμελείται φιλολογικά την ιταλική μετάφραση για λογαριασμό του εκδότη Bagster.
Η νεοελληνική έκδοση θα κυκλοφορήσει το 1820 και η ιταλική το 1821. Η πολύγλωττος έκδοση, σε οκτώ γλώσσες, θα τυπωθεί το 1821 σε σχήμα 4ο. Στα 1818-19 δίνει διαλέξεις με θέμα τη ορθή προφορά των αρχαίων ελληνικών, οι οποίες προκαλούν αίσθηση. Συντάσσει μια Νεοελληνική Γραμματική, μια Μέθοδο Εκμάθησης Ιταλικών σε τέσσερα μέρη (το τρίτο μέρος συνιστούν οι δικές του Danaidi) και ασχολείται με τη σύνταξη ενός αγγλοελληνικού λεξικού.
Το Μάιο του 1819, προσχώρησε στο Αγγλικανικό Δόγμα (he had conformed to the Church of England) και παντρεύεται με το αγγλικανικό τυπικό την Τερέζα Τόμας η οποία πεθαίνει (πιθανότατα και η κόρη που είχαν εν τω μεταξύ αποκτήσει) ένα χρόνο αργότερα. Συνάπτει ερωτική σχέση με τη μαθήτρια του Σούζαν Ριντού. Τέλη Ιουλίου του 1820 εγκαταλείπει την Αγγλία.
Το 1819 τυπώνει την πρώτη ελληνόφωνη ωδή του, Ελπίς Πατρίδος. Το ποίημα θα ανευρεθεί από τον Λεύκιο Ζαφειρίου σχεδόν 200 χρόνια μετά στην βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου της Γλασκόβης και θα παρουσιαστεί στον τόμο «Ο Βίος και το Έργο του Ανδρέα Κάλβου» (Μεταίχμιο 2006).
Τον Σεπτέμβριο του 1820 επιστρέφει στη Φλωρεντία με μια μικρής διάρκειας στάση στο Παρίσι. Εμπλέκεται στο κίνημα των Καρμπονάρων, συλλαμβάνεται και απελαύνεται στις 23 Απριλίου του 1821. Καταφεύγει στη Γενεύη, όπου εργάζεται ως καθηγητής ξένων γλωσσών, ενώ παράλληλα τον απασχολεί η έκδοση ενός χειρογράφου της Ιλιάδας, που όμως δεν πραγματοποιείται.
Συγκλονισμένος και συνεπαρμένος από το ξέσπασμα της επανάστασης, εκδίδει το 1824 στη Γενεύη τη Λύρα, συλλογή 10 ωδών. Οι ωδές του σχεδόν αμέσως μεταφράζονται στα γαλλικά και βρίσκουν ευμενή υποδοχή. Στις αρχές του 1825 ο Κάλβος μεταβαίνει στο Παρίσι, όπου ένα χρόνο αργότερα δημοσιεύει ακόμη δέκα ωδές σε δίγλωσση έκδοση, με οικονομική ενίσχυση των φιλελλήνων, τις Νέες ωδές.
Τέλη Ιουλίου 1826 φτάνει στο Ναύπλιο όπου διαμένει για σύντομο χρονικό διάστημα και τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου αναχωρεί για την Κέρκυρα. Μέχρι το 1827 διδάσκει στην Ιόνιο Ακαδημία.
Ως το 1836, οπότε και επανατοποθετείται στην Ακαδημία, ασχολείται με ιδιαίτερα μαθήματα. Το 1841 αναλαμβάνει τη διεύθυνση του Κερκυραϊκού Γυμνασίου, παραιτείται όμως στο τέλος του χρόνου. Ταυτόχρονα συνεργάζεται με τοπικές εφημερίδες. Με τον Σολωμό, όπως μαρτυρείται, «είχε απλή γνωριμία».
Τον Νοέμβριο του 1852 ο Κάλβος αφήνει την Κέρκυρα και επιστρέφει στην Αγγλία. Ένα χρόνο αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1853 παντρεύεται με τη Charlotte Wadams, στο παρθεναγωγείο της οποίας στο Λάουθ θα διδάσκει μέχρι το τέλος της ζωής του. Ο Κάλβος πεθαίνει στις 3 Νοεμβρίου του 1869. Η ταφή του (καθώς και της χήρας του, που πέθανε το 1888) έγινε στο νεκροταφείο της εκκλησίας της Αγ. Μαργαρίτας στο Κέντιγκτον, κοντά στο Λάουθ.
Μετακομιδή των οστών του Κάλβου
Η σορός του Ανδρέα Κάλβου και της συζύγου παρέμειναν στην Αγγλία για 91 χρόνια. Κατόπιν αιτήσεως της, τότε, ελληνικής κυβέρνησης, που γιόρτασε το 1960 ως «Έτος Κάλβου», έγινε η μετακομιδή των οστών του εθνικού ποιητή από το Λονδίνο στην Αθήνα και εν συνεχεία στη Ζάκυνθο. Πρεσβευτής στην αγγλική πρωτεύουσα ήταν ο Γιώργος Σεφέρης. Στρατιωτικό απόσπασμα απένειμε τιμές στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, την 19η Μαρτίου, ημέρα της μεταφοράς των δύο φερέτρων, ενώπιον συγκεντρωμένου πλήθους και προσωπικοτήτων από τον πνευματικό και πολιτικό κόσμο. Με στρατιωτική συνοδεία τα δύο «μολύβδινα φέρετρα», στα οποία τοποθετήθηκε η ελληνική σημαία, οδηγήθηκαν στο ναό του Αγίου Ελευθερίου στη Μητρόπολη, όπου ετελέσθη τρισάγιο.
Ο Κάλβος ανάμεσα σε καθαρολόγους και δημοτικιστές
Τα έργα του Κάλβου δέχτηκαν αρκετή κριτική από τις δύο επικρατούσες παρατάξεις διανοουμένων της ελληνικής πραγματικότητας. Οι Φαναριώτες από τη μία και οι Επτανήσιοι από την άλλη, αρνήθηκαν στις Ωδές του το δικαίωμα πολιτογράφησης στον χώρο της ελληνικής ποίησης. Ο Κάλβος γεννήθηκε μεν στη Ζάκυνθο και γύρισε εκεί μετά τη συγγραφή των Ωδών του, αλλά δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως Επτανήσιος ποιητής. Δεν ανήκει στη σχολή που παγιωνόταν γύρω από τον Σολωμό και μάλιστα κανένας λόγιος των Επτανήσων δεν τον θεώρησε ποτέ ως Ιόνιο ποιητή. Πολλοί άσκησαν κριτική στη γλώσσα που χρησιμοποιούσε ο Κάλβος, αν και παραδέχονταν την ποίηση του. Το ίδιο και οι Φαναριώτες. Σ’ αντίθεση με τους Έλληνες λόγιους, ο γαλλικός τύπος παρουσιαζόταν ενθουσιασμένος από τα έργα του Κάλβου, τα οποία κατάφεραν να πείσουν τους ξένους πολύ πιο εύκολα απ' ό,τι τους συμπατριώτες του.
Όσο αφορά τη γλώσσα, ο Κάλβος δεν είχε το θάρρος να απορρίψει την καθαρεύουσα ή τη δημοτική. Η γλωσσική πολλαπλότητα της εποχής του περιοριζόταν σε δύο στάσεις που αντιπαρατάσσονταν στις ωδές του. Στη συμβίωση της δημοτικής με την καθαρεύουσα γίνεται διασταύρωση μεταξύ της ζωντανής φωνής της ζωής και του κόσμου των βιβλίων. Γενικότερα, στα έργα του, ο Κάλβος επιχειρούσε να συνδυάσει δύο αντίθετες δυνάμεις, π.χ. το μυθικό στοιχείο και τα σύγχρονα γεγονότα της εποχής του, τον Δία και τον Θεό, τον νεοκλασικισμό και τον ρομαντισμό.
Η πρόσληψη του Κάλβου
Η πρώτη νομιμοποίηση του ποιητή από την ελληνική πλευρά έρχεται από τον Βικέλα και ολοκληρώνεται στην ομιλία του Παλαμά το 1889, με την οποία γνωρίζεται στο ευρύτερο κοινό. Ο Αλέξανδρος Σούτσος στην Ιστορία της νέας ελληνικής φιλολογίας του μνημονεύει τον Κάλβο δίπλα στον Σολωμό ως ωδοποιών μεγέλων.
Το 1881 με την έκδοση του Δε Βιάζη εγκαινιάζονται οι Καλβικές μελέτες καθώς το ποιητικό έργο του Κάλβου καθίσταται προσιτό.
Εργογραφία
Έργα (αυτοτελείς εκδόσεις )
Canzone..., Λιβόρνο, 1811
Le Danaidi, Λονδίνο, 1818
Ελπίς Πατρίδος, Λονδίνο, 1819
Italian Lessons in four parts, Λονδίνο, 1820 [1818 σε τέσσερα αυτοτελή τεύχη]
Βιβλίον των Δημοσίων προσευχών, Λονδίνο, 1820 (και ανατυπώσεις)
Η Λύρα, Γενεύη, 1824
Odes nouvelles [Νέες ωδές], Παρίσι, 1826
Χειρόγραφα και σκόρπια έργα
Ιππίας (τραγωδία) (1813)
Θηραμένης(1813)
Οί Εποχές (Le Stagioni - Giovanni Meli) (1814)
Ωδή εις Ιονίους (Ωδή σε Ionii) (1814)
Απολογία της Αυτοκτονίας (1815)
Σxέδιο Νέων Αρχών καί των Γραμμάτων (1821)
Ερευνα Περί της Φύσεως του Διαφορικού Υπολογισμού (1827)
Χάριτες - αποσπάσματα, Φώσκολος (1846)
Επίκρισις Θεολογική (1840)
Γραμματική της Νέας Ελληνικής Γλώσσης (Γραμματική της Σύγχρονης Γλώσσης Ελλήνων Φυσικών)(1822)
Κυριότερες συγκεντρωτικές εκδόσεις
«Ωδαί (Η Λύρα - Λυρικά - Απόσπασμα άτιτλου ποιήματος)», Ωκεανίδα 1997 (Πιστή μετατύπωση των έργων του Ανδρέα Κάλβου, σε επιμέλεια Γιάννη Δάλλα)
«Ωδαί», Ίκαρος 1970, Κριτική Έκδοση: Filippo Maria Pontani
«Η Ιωνιάς», Συνέχεια 1992 (Ανατύπωση και φιλολογική επιμέλεια της σωζόμενης χειρόγραφης μορφής των ποιημάτων της «Λύρας»)
«Το Ψαλτήριον του Δαυίδ μεταφρασθέν υπό Α. Κάλβου του Ζακυνθίου», Ίκαρος 2011
«Ωδαί», Μεταίχμιο 2009, επιμέλεια Δ. Δημηρούλη (αντίστοιχης δομής με την έκδοση της Ωκεανίδας, αλλά με την προσθήκη της νεοευρεθείσας ωδής «Ελπίς Πατρίδος», με εκσυγχρονισμένη ορθογραφία και στο μονοτονικό· συνοδεύεται από cd με αναγνώσεις ποιημάτων από τον Βασίλη Παπαβασιλείου)
Κάλβος, Α.: Μαθήματα φιλοσοφίας. Πανεπιστημιακές παραδόσεις στην Ιόνιο Ακαδημία, Κέρκυρα 1840-41. Εισαγωγή Παναγής Αλιπράντης, Επιμ. Λίνος Μπενάκης, Προλεγόμενα Ευάγγελος Μουτσόπουλος. ΚΕΕΦ - Ακαδημία Αθηνών, Αθ. 2002
Αιμίλιος Βεάκης, από τους μεγαλύτερους έλληνες ηθοποιούς, διακρίθηκε στους Βαλκανικούς Πολέμους, έλαβε μέρος στην Αντίσταση την Κατοχή ως μέλος του ΕΑΜ, αλλά αργότερα δέχτηκε διώξεις λόγω των αριστερών του πεποιθήσεων
Αιμίλιος Βεάκης
Ο Αιμίλιος Βεάκης υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους έλληνες ηθοποιούς. Διακρίθηκε στους Βαλκανικούς πολέμους, έλαβε μέρος στην Αντίσταση κατά την Κατοχή ως μέλος του ΕΑΜ αλλά αργότερα δέχτηκε διώξεις λόγω των αριστερών του πεποιθήσεων. (Πειραιάς, 13 Δεκεμβρίου 1884 – Αθήνα, 29 Ιουνίου 1951)
Βιογραφικά Στοιχεία
Εγγονός του λόγιου και θεατρικού συγγραφέα Ιωάννη Βεάκη αλλά ορφανός και από τους δυο γονείς, πέρασε τα παιδικά του χρόνια μαζί με άτεκνους συγγενείς. Παρά τις ενστάσεις των κηδεμόνων του γράφτηκε σε ηλικία 16 ετών (1900) στη «Βασιλική Δραματική Σχολή»
Μετά την απότομη διακοπή της δραματικής σχολής του Βασιλικού Θεάτρου εισήχθηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών όπου και σπούδασε ζωγραφική. Το 1901 όμως, διέκοψε τις σπουδές του και άρχισε την καριέρα του ως ηθοποιός στο Βόλο με το θίασο της Ε. Νίκα.
Από τότε θα περιοδεύσει στις επαρχίες όπου υπάρχει ελληνικό στοιχείο μέχρι την επιστράτευσή του στους Βαλκανικούς πολέμους (1912-1913) κατά την οποία και θα προαχθεί σε λοχία λόγω «ανδραγαθίας».
Επιστρέφοντας από το μέτωπο, ο Βεάκης συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερους θιάσους της εποχής (Λεπενιώτη, Καλογερίκου, Κοτοπούλη, Κυβέλη, Οικονόμου) και διακρίθηκε σε όλα τα θεατρικά είδη.
Αναδείχθηκε εξαίρετος "καρατερίστας" και διέπρεψε στις κλασικές τραγωδίες και δράματα.
Σταθμός στην καριέρα του θεωρήθηκε η ερμηνεία του Οιδίποδα στην ομώνυμη τραγωδία (Οιδίπους τύραννος) σε σκηνοθεσία του Φώτου Πολίτη με την «Εταιρεία Ελληνικού Θεάτρου».
Από το 1932 μεσουράνησε στο επανασυσταθέν Βασιλικό Θέατρο ως Εθνικό Θέατρο. Διετέλεσε και ο ίδιος θιασάρχης του, καθώς επίσης και καθηγητής υποκριτικής στην επαγγελματική σχολή του Εθνικού θεάτρου.
Κατά τη διάρκεια της κατοχής συνεργάστηκε με την κυρία Κατερίνα και συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση από τις τάξεις του ΕΑΜ. Μετά τα Δεκεμβριανά, ακολούθησε το ΕΑΜ μαζί με άλλους ηθοποιούς στην υποχώρηση προς τα βουνά όπου και συνέχισαν να δίνουν θεατρικές παραστάσεις. Υπήρξε μέλος του Ελληνοσοβιετικού Συνδέσμου.
Για αυτήν την πολιτική του τοποθέτηση ο Βεάκης μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας αντιμετώπισε διώξεις που κλόνισαν την υγεία του και έκαμψαν την ιδιοσυγκρασία του.
Συνταξιοδοτήθηκε το 1947 και έκανε κάποιες σποραδικές εμφανίσεις μέχρι τις αποχαιρετιστήριες παραστάσεις του στο Εθνικό θέατρο τον Απρίλιο και το Μάιο του 1951.
Πέθανε ξεχασμένος και πένης και κηδεύτηκε στο Α΄ Νεκροταφείο.
Οι τιμές μετά θάνατον
Μετά το θάνατό του αναγνωρίστηκε μερικώς η τεράστια προσφορά του στο ελληνικό θέατρο με ορισμένες τιμητικές κινήσεις.
Το σύγχρονο θερινό θέατρο -τύπου αρχαίου θεάτρου- "Σκυλίτσειο" στη Καστέλα, στον Πειραιά, που είχε αναγείρει ο δήμαρχος Αριστείδης Σκυλίτσης το 1969, μετονομάσθηκε το 1976 σε "Βεάκειο".
Επίσης προτομή του Αιμίλιου Βεάκη ανεγέρθηκε στη δεξιά πλευρά της πρόσοψης του Δημοτικού Θεάτρου του Πειραιά ενώ το θεατρικό μουσείο απονέμει σε άνδρες ηθοποιούς από το 1994 και ανά διετία το Έπαθλο «Αιμίλιος Βεάκης» για την ερμηνεία α΄ ανδρικού ρόλου καθώς και το τιμητικό Έπαθλο Βεάκη για τη συνολική προσφορά τους στο θέατρο.
Λουίτζι Πιραντέλλο, ήταν Ιταλός δραματουργός, μυθιστοριογράφος και δοκιμιογράφος, στον οποίο απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας
Λουΐτζι Πιραντέλλο
Ο Λουίτζι Πιραντέλλο, ήταν Ιταλός δραματουργός, μυθιστοριογράφος και δοκιμιογράφος, στον οποίο απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1934. (ιταλικά: Luigi Pirandello, 28 Ιουνίου 1867 - 10 Δεκεμβρίου 1936)
Γεννήθηκε στο Αγκριτζέντο της Σικελίας, τον αρχαίο Ακράγαντα. Προερχόταν από αστική οικογένεια του Risorgimento που ήταν ιδιοκτήτρια κτημάτων και ορυχείων θείου.
Αρχικά, ήθελε να ακολουθήσει σταδιοδρομία φιλολόγου και διαλεκτολόγου (υποστηρίζει στη Βόννη μια διατριβή για τη φωνητική και τη μορφολογία του ιδιώματος της γενέτειράς του πόλης) και εισοδηματία ποιητή - τα πρώτα του δημοσιεύματα είναι πράγματι μικροί τόμοι λυρικών ποιημάτων που κλίνουν προς την ευαισθησία του λυκόφωτος και του ρομαντισμού, όπως τα Mal giocondo (Χαρούμενο κακό, 1889), Pasqua di Gea (Πάσχα της Γης, 1891) και Elegia renane (Ελεγεία του Ρήνου, 1895)- που έχουν συντεθεί λίγο πολύ πάνω στο πρότυπο των Ρωμαϊκών ελεγείων του Γκαίτε τα οποία μετέφρασε τον επόμενο χρόνο.
Ο ίδιος ο συγγραφέας έλεγε πως ήταν ελληνικής καταγωγής και πως το επίθετό του είναι παραφθορά του ελληνικού Πυράγγελος. Σπούδασε φιλολογία στο Παρίσι και στη Βόννη και δίδαξε ως καθηγητής της ιταλικής φιλολογίας στο ανώτατο ινστιτούτο της ιταλικής πρωτεύουσας.
Στη Ρώμη ο Πιραντέλο συνεργάστηκε με πολλά λογοτεχνικά περιοδικά. δημοσιεύοντας ποιήματα και πεζογραφήματά του.
Έγινε γνωστός στο ευρύτερο κοινό με το μυθιστόρημά του "Ο μακαρίτης Ματθαίος Πασκάλ". Εκείνο όμως που τον έκανε παγκοσμίως γνωστό ήταν το θεατρικό του έργο.
Το πρώτο μέρος του συνολικού θεατρικού του έργου ο Πιραντέλο το έγραψε σε μια ιδιαίτερα οδυνηρή εποχή γι' αυτόν, εξαιτίας του θανάτου της μητέρας του και της διανοητικής αρρώστιας της συζύγου του.
Από τα πολλά έργα του Πιραντέλο αναφέρουμε τα: Όταν ήμουν τρελός, Όπως με θέλεις, Να ντύσουμε τους γυμνούς, Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα, Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε, Απόψε αυτοσχεδιαζουμε.
Μελ Μπρουκς, Αμερικανός σκηνοθέτης, κωμικός ηθοποιός, σεναριογράφος, παραγωγός κινηματογραφικών ταινιών και συνθέτης, γνωστός περισσότερο ως δημιουργός ταινιών παρωδίας και φάρσας
Μελ Μπρουκς
Ο Μελ Μπρουκς, Αμερικανός σκηνοθέτης, κωμικός ηθοποιός, σεναριογράφος, παραγωγός κινηματογραφικών ταινιών και συνθέτης. Είναι γνωστός περισσότερο ως δημιουργός ταινιών παρωδίας και φάρσας.
Γέννημα-θρέμμα Νεοϋρκέζος, ο Μελ Μπρουκς είναι καμωμένος από κείνα τα υλικά που εξυφαίνεται η μεγάλη στόφα των κωμικών.
Ο άνθρωπος που μας χάρισε μια σειρά από αφοπλιστικές κωμικές ερμηνείες αλλά και παροιμιώδεις φαρσοκωμωδίες και παρωδίες, δρώντας τόσο ως κωμικός ηθοποιός όσο και ως σκηνοθέτης, δεν χρειάζεται φυσικά συστάσεις!
Και ποιος δεν έχει γελάσει με την καρδιά του παρακολουθώντας τους ανισόρροπους «Τρελούς Τρελούς Παραγωγούς», τη διεστραμμένα αστεία εκδοχή του πάνω στον μύθο του Φρανκενστάιν («Φρανκενστάιν Τζούνιορ»), το σατιρικό γουέστερν «Μπότες, Σπιρούνια και Καυτές Σέλες», για να αναφέρουμε μια μόνο χούφτα από τις αξέχαστες κωμωδίες που μας χάρισε;
Ο βραβευμένος με Όσκαρ, Τόνι, Έμι, Γκράμι και ό,τι άλλο υπάρχει σε βραβείο ήρθε στον κόσμο για να φέρει το γέλιο στο πρόσωπο των ανθρώπων.
Στα 86 του σήμερα, ο σκηνοθέτης, σεναριογράφος, ηθοποιός, παραγωγός, συνθέτης και τραγουδιστής(!) είναι ένας από τους ζωντανούς θρύλους της αμερικανικής κωμωδίας, ένας άνθρωπος που ξέρει να αυτοσαρκάζεται, γι' αυτό και η σάτιρά του -που δεν αφήνει τίποτα όρθιο!- δεν έβλαψε ποτέ κανέναν.
«Συνδυάζω το κακό γούστο με την ευφυΐα», δήλωσε άλλοτε ο Μελ Μπρουκς, σε μια ατάκα που συμπυκνώνει την κωμική στάση του απέναντι στη ζωή...
Πρώτα χρόνια
Ο Μελ Μπρουκς γεννιέται ως Μέλβιν Τζέιμς Καμίνσκι στις 28 Ιουνίου 1926 στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης, μέσα σε οικογένεια γερμανών μεταναστών εβραϊκής καταγωγής. Ως ο τέταρτος γιος της φαμίλιας, ο Μπρουκς χάνει σε ηλικία 2 ετών τον πατέρα του και αναγκάζεται να κάνει δουλειές του ποδαριού για να συμβάλει στο οικογενειακό εισόδημα, ενώ σύντομα θα μάθει να παίζει ντραμς και θα βγάζει έτσι τα προσωπικά του έξοδα.
Κωμικό ταλέντο από μικρός, γίνεται ο πλακατζής της γειτονιάς, ο πιτσιρικάς που κάνει τους άλλους να γελούν. Μετά το σχολείο, γίνεται δεκτός στο Κολέγιο του Μπρούκλιν, σκοπεύοντας να σπουδάσει ψυχολογία. Μετά τον πρώτο χρόνο ωστόσο στρατολογείται στις τάξεις των ενόπλων δυνάμεων, καθώς είναι τα χρόνια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Για το πολεμικό του «ανδραγάθημα», ο ίδιος το αφηγείται ως ανέκδοτο: «Είχαμε βγει περιπολία, στη Γερμανία, είκοσι άτομα, και είδαμε κάτι μονωτήρες από άσπρο κεραμικό, σαν αυτούς που υπάρχουν πάνω στα τηλεγραφόξυλα. Τους είπα, λοιπόν, να βάλουμε όλοι από ένα δολάριο, να σκοπεύσουμε με τα “μάουζερ” κι όποιος πετύχει τον μονωτήρα να πάρει τα είκοσι δολάρια. Νίκησε κάποιος Τεξανός, εμείς από το Μπρούκλιν είμαστε άθλιοι σκοπευτές. Τέλος πάντων, γυρίσαμε στο στρατόπεδο και ακούσαμε τις σειρήνες να ουρλιάζουν. Τι συμβαίνει, ρώτησα. Κάποιος γερμανικός λόχος είναι εκεί έξω και μας έκοψε τις επικοινωνίες, μου είπαν. Πρέπει να βγει ένας εθελοντής να διορθώσει τη ζημιά». Ο ίδιος ήξερε πολύ καλά ποιος είχε κάνει τη ζημιά! «Προσφέρθηκα λοιπόν να βγω, επικεφαλής του λόχου, για να αντιμετωπίσουμε την κατάσταση». Ο Μπρουκς παρασημοφορήθηκε αργότερα για τη «γενναία» πράξη του. Αν ένιωσε ενοχή που δέχτηκε το παράσημο; «Όχι, καθόλου!».
Μέχρι το 1949, ο Μπρουκς δούλευε ήδη στο πλευρό του θρυλικού κωμικού Sid Caesar, γράφοντας κωμικά σκετσάκια, τα οποία αργότερα ερμήνευε ο ίδιος σε θεάματα stand-up comedy. Ήταν το ξεκίνημα της καριέρας του...
Η καριέρα του Μελ Μπρουκς στην τηλεόραση είχε ήδη αρχίσει δειλά-δειλά και θα μετρούσε την πρώτη μεγάλη επιτυχία της με τον ίδιο συν-δημιουργό της σατιρικής τηλεοπτικής σειράς «Get Smart» (1965), μια παρωδία του Ψυχρού Πολέμου και των κατασκοπικών ταινιών.
Αφού συνεργάστηκε και σε άλλες τηλεοπτικές δουλειές με μεγάλη επιτυχία, η καθοριστική στιγμή θα φτάσει το 1968 με τη σπουδαία κινηματογραφική κωμωδία «The Producers» («Τρελοί Τρελοί Παραγωγοί»), με τον Ζίρο Μόστελ και τον Τζιν Γουάιλντερ στο πρωταγωνιστικό δίδυμο.
Παρά το γεγονός ότι αρχικά η ταινία δεν γνώρισε καλή πορεία σε επίπεδο εισπράξεων, σύντομα θα γινόταν κλασική! Και πέρα από τα λίγα εισιτήρια, ο Μπρουκς απέσπασε το Όσκαρ Σεναρίου του 1969 για τη δουλειά του...
Οι «Μπότες, Σπιρούνια και Καυτές Σέλες» και ο «Φρανκενστάιν Τζούνιορ»
Η επόμενη κινηματογραφική δουλειά του έρχεται το 1970, με τις «Δώδεκα Καρέκλες», την ίδια στιγμή που συγγράφει και σενάρια για καρτούν και τηλεοπτικές σειρές. Και μετά φτάνει το 1974, όταν ο Μελ Μπρουκς γράφει από κοινού με τον Ρίτσαρντ Πράιορ τις μνημειώδεις «Μπότες, Σπιρούνια και Καυτές Σέλες» (Blazing Saddles), γράφοντας τόσο κωμική ιστορία όσο και ρεκόρ εισπράξεων!
Και λίγο πριν εκπνεύσει η χρονιά, τον Δεκέμβριο, κυκλοφορεί στους κινηματογράφους η νέα δουλειά του Μπρουκς, άμεση επιτυχία και μελλοντικά κλασική κωμωδία, ο «Φρανκενστάιν Τζόυνιορ», με τον Τζιν Γουάιλντερ να συνεργάζεται στο σενάριο και να διατηρεί τον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Η ταινία αφήνει εποχή και ενθρονίζει τον δημιουργό της στο θρόνο του νέου βασιλιά της αμερικανικής κωμωδίας, με τον «Φρανκενστάιν Τζόυνιορ» να κόβει εκείνη τη χρονιά λιγότερα εισιτήρια μόνο από τις «Μπότες, Σπιρούνια και Καυτές Σέλες»!
Κατοπινές ταινίες και εταιρεία παραγωγής
Ο καταπέλτης Μελ Μπρουκς δεν επαναπαύτηκε ωστόσο στις δάφνες του. Το 1976 θα ρίξει στα πόδια του κοινού το «Silent Movie», που έμελλε να γίνει κι αυτό με τη σειρά του κλασικό, αφού ο Μπρουκς αποφάσισε να κρατήσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο!
Ακολουθούν το «High Anxiety» (1977), παρωδία των χιτσκοκικών ταινιών και το πρώτο φιλμ που κράτησε και τον ρόλο του παραγωγού, και το «History of the World - Part 1» (1981), που παρουσιάζει κωμικά την ιστορία της ανθρωπότητας από την αυγή του ανθρώπου μέχρι και τη Γαλλική Επανάσταση!
Και βέβαια μετά είναι η ώρα για τα «Μπαλάκια Τρίτου Τύπου» (Spaceballs - 1987), την περίφημη παρωδία των ταινιών επιστημονικής φαντασίας και κυρίως του «Star Wars». Οι κωμωδίες αυτής της περιόδου θα μείνουν ιστορικές...
Η δεκαετία του 1990 θα είναι αρκούντως γόνιμη για τον μεγάλο κωμικό: «Life Stinks» (1991), «Ήρωες με το Κολάν» (Robin Hood: Men in Tights - 1993) και «Δράκουλας: Νεκρός και Μ' Αρέσει» (Dracula: Dead and Loving It - 1995)!
Πέρα από το να εμφανίζεται στην οθόνη στις δικές του σκηνοθετικές δουλειές και να τσαλαβουτά συχνά-πυκνά στην τηλεόραση, ο Μπρουκς ίδρυσε τη δική του εταιρεία παραγωγής, την Brooksfilms, με σκοπό να προωθήσει πιο «σοβαρές» δουλειές από τις δικές του, όπως το έλεγε χαρακτηριστικά ο ίδιος!
Στα πρακτικά της Brooksfilms προσμετρούνται ταινίες όπως η δραματική «Ο Άνθρωπος-Ελέφαντας» (1980) του Ντέιβιντ Λιντς, το «To Be or Not to Be» (1983), στο οποίο πρωταγωνίστησε ο Μελ Μπρουκς, αλλά και η «Μύγα» (1986) του Κρόνενμπεργκ, για να αναφέρουμε μερικές μόνο...
Προσωπική ζωή
Ο Μελ Μπρουκς ήταν παντρεμένος με την Αν Μπάνκροφτ για περισσότερο από 4 δεκαετίες (1964-2005), μέχρι τον θάνατο δηλαδή της γνωστής ηθοποιού.
Όσο για τον μοναχογιό του Μελ, Μαξ Μπρουκς, έγινε ο συγγραφέας της σειράς βιβλίων επιβίωσης «The Zombie Survival Guide» αλλά και του «World War Z», το οποίο γυρίστηκε στο σινεμά φέτος...
Βραβεία και έπαινοι
Ο Μελ Μπρουκς ανήκει σε μια μικρή και εκλεκτή ελίτ που έχουν την τιμή να έχουν βραβευτεί με Όσκαρ, Έμι, Γκράμι και Τόνι! Έχουμε και λέμε: απέσπασε δύο Γκράμι για τη θεατρική εκδοχή των «Παραγωγών» και ένα ακόμα για το κωμικό άλμπουμ «The 2000 Year Old Man».
Το 1967 τιμήθηκε με Έμι για τη συνεισφορά του ως σεναριογράφος σε αναρίθμητες τηλεοπτικές σειρές και δεκαετίες αργότερα θα κέρδιζε τρία ακόμα αγαλματίδια (τρεις συνεχόμενες μάλιστα χρονιές) για τον ρόλο του ως Uncle Phil στη σειρά του NBC «Mad About You».
Η νέα χιλιετία είδε τον Μελ Μπρουκς να συνεχίζει τη θεατρική επιτυχία, μιούζικαλ πλέον, των «Παραγωγών» (2001), το οποίο στα 6 χρόνια της πορείας του στο Μπρόντγουεϊ θα κατακτούσε το ρεκόρ των 12 Βραβείων Τόνι!
Η πένα του Μπρουκς θα έκανε κατόπιν θεατρικό μιούζικαλ και τον «Φρανκενστάιν Τζούνιορ» (2007), με την ίδια ασύλληπτη επιτυχία.
Ο ίδιος απολαμβάνει σήμερα τον μύθο του και τιμάται διαρκώς από ινστιτούτα και οργανώσεις, την ίδια ώρα που πρωταγωνιστεί και σε ντοκιμαντέρ για τη ζωή του: είναι ένας ζωντανός θρύλος της κωμωδίας και δεν λέει να σταματήσει να το χαίρεται.
Βασίλης Σούκας, ήταν περίφημος λαϊκός οργανοπαίκτης (κλαρίνο-σαντούρι) και τραγουδοποιός της οικογένειας των Σουκαίων
Βασίλης Σούκας
ο δεξιοτέχνης του κλαρίνου
Ο Βασίλης Σούκας ήταν περίφημος λαϊκός οργανοπαίκτης (κλαρίνο-σαντούρι) και τραγουδοποιός της οικογένειας των Σουκαίων (δισέγγονος του γεννημένου περί το 1800 κλαριντζή Αναστασίου Σούκα, εγγονός του γεννημένου περί το 1850 βιολιτζή Θεοδώρου Σούκα, γιός του γεννημένου περί το 1900 κλαριντζή Αναστάση (Τάσου) Σούκα, αδελφός των Βαγγέλη και Κώστα Σούκα, ανιψιός του Φώτη και του Ηλία Σούκα και εξάδελφος του Τάκη Σούκα. (Κομπότι Άρτας 1931 - Αθήνα 1993).
Να σημειωθεί επίσης ότι και οι 2 γιοι του Τάσος και Γιάννης Σούκας σπούδασαν μουσική (ο πρώτος παίζει βιολί και ο δεύτερος, σαξόφωνο, κλαρίνο και φλάουτο).
Γεννημένος στην Ήπειρο και διδαγμένος μέσα από τη μακρόχρονη θητεία του στα πανηγύρια του Νομού Άρτας, εξελίχθηκε σε ευαίσθητο και λαμπρό ερμηνευτή τόσο του σαντουριού όσο κυρίως του κλαρίνου, που στα χέρια του αναδείχτηκε σε όργανο-"καλειδοσκόπιο"!
Είναι μοναδικός ο τρόπος που έπαιζε τόσο τους παλιούς ηπειρώτικους "βαρείς" σκοπούς (όπως την πεντάσημη "Παπαδιά") όσο και το μικρασιάτικο ρεπερτόριο (όπως τη σε τροπικό ιδίωμα "Πέργαμο").
Ήρθε στην Αθήνα το 1959 (τα τελευταία χρόνια έμενε στον Μαραθώνα) και ώς το 1992 εργάστηκε σε όλα τα σημαντικά Κέντρα της δημοτικής μουσικής. Για πολλά χρόνια διατηρούσε δικό του «μαγαζί», τα «Γλυκοχαράματα» στην πλατεία Καραϊσκάκη (πρώην «Πετροκότσυφας»).
Ίδρυσε μάλιστα και δική του δισκογραφική Εταιρεία, αλλά η κακή κατάσταση της υγείας του τον ανάγκασε να την κλείσει. Ηχογράφησε πάνω από 4.000 τραγούδια (!), μεταξύ των οποίων και περίπου 200 δικά του (πολλά σε στίχους του).
Την τελευταία 6ετία της ζωής του συνεργάστηκε στενά με τον Κατσιφέρης Αναστάσιος (Τάσος) Β. Κατσιφή, από τον οποίο διδάχτηκε τη βυζ. μουσική και ερμηνεύοντας οργανικά τα βαριά βυζ. μαθήματα έγινε ένας ψάλτης με κλαρίνο! Έμαθε μέσα σε 2 χρόνια να καταγράφει με ακρίβεια τα κομμάτια του στη βυζ. σημειογραφία κι αυτό τον βοήθησε να παιρνει μέος σε συναυλίες με διάφορες Ορχ.
Στο μεταξύ, το 1986 ήταν στον «Σείριο» (με τον Μ. Χατζιδάκι και τον Ρ. Ντέιλυ). Το 1987 έπαιξε στο Φεστιβάλ Πατρών τη «Λυρική Σουίτα» του Κ. Σφέτσα, συνοδευόμενος από την Ορχ. ALEA III της Βοστώνης, ενώ τον επόμενο χρόνο έπαιξε στο Ηράκλειο το έργο του Κ. Σφέτσα «Διπλοχρωμίες» για λαϊκό κλαρίνο και ορχ. δωματίου (και τα 2 αυτά έργα κυκλοφορούν σε δίσκο από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης).
Επίσης, στις τελευταίες του εμφανίσεις ανήκουν και εκείνες στο ΜΜΑ (το 1991 και το 1993) και στο ΑΠΘ, όπου "μαγνήτισε" για τελευταία φορά τα ακροατήριά του, παρά το ότι φυσούσε το κλαρίνο με έναν πνεύμονα...
Στους LP δίσκους του (ως εκτελεστή παραδοσιακής-λαϊκής μουσικής και τραγουδοποιού): «Τραγούδια της λεβεντιάς» (1967), «Το κλαρίνο μου έχει κέφι» (1968), «Χορεύει η ελλ. λεβεντιά» (1968), «Ελληνικό γλέντι» (1970), «Αντίλαλοι της υπαίθρου» (1973), «Αθάνατα δημοτικά τραγούδια» (1973), «Τα μεράκια του Βασ. Σούκα» (1973), «Τσιφτετέλια με κλαρίνο» (1974), «Β. Χαρακίδα, Νο 2» (1975), «Ψηλά στο Τεπελένι» (1975), «Δημοτικοί σκοποί με κλαρίνο» (1975), «Θυμάται ο γέρος τα παλιά» (1976), «Τα χειμαδιά» (1976), «Τραγουδάμε την Ήπειρο» (1977), «Κεραυνοί κι αστροπελέκια» (1977), «Έξι αστέρια τραγουδούν» (1977), «Ο Β. Σούκας και το κλαρίνο του, 5» (1977), «Ο έρωτας πατρίδα δεν γνωρίζει» (1978), «Δημοτικές ρίζες» (1978), «Τα χανούμικα τσιφτετέλια» (1978), «Κάτσε γέροντα στην άκρη» (1979), «Τί καπετάνιος είσ’ εσύ» (1979), «Παπούτσια απ’ τον τόπο σου» (1979), «Τα ανατολίτικα τσιφτετέλια» (1980), «Τραγούδια για μερακλήδες» (1980), «Δημοτικά» (1981), «Ελληνική Παράδοση» (1983), «Κάτω στου βάλτου τα χωριά» (1983), «Βασανάκι της καρδιάς μου» (1984), «Ελληνική παραδοσιακή μουσική» (1985), «Με λένε όλοι αμαρτωλή» (1985), «Τα 12 μπωφόρ» (1986, ως στιχουργός), «Ήχοι του χειμώνα» (1988, συμμετοχή), «Τραγουδώντας την παράδοση, Νο 1, 2 και 4» (1991), «Εγώ τη φτώχεια έζησα» (1991), «Ανθίζουν πάλι πασχαλιές» (1991), «Πνοή» (1991), «Διπλοχρωμία» (1993, «live»), «Αμαρτωλά τα μάτια σου» (1995), «Η τέχνη του κλαρίνου» (1995), «The art of improvisation» (1998), κ.λπ. Στα τραγούδια το: «Αν τό ’ξερα πριν γεννηθώ», «Η μάνα είναι θησαυρός», «Παρήγγειλα στο γάμο σου να φέρουνα λουλούδια», «Σε πήρα φτωχοκόριτσο», «Τσιγγανάκι μου γλυκό», «Έκανα τον πόνο δάκρυ», κ.λπ.
Το κλαρίνο του δωρίστηκε από τη σύζυγό του Λίτσα στο «Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Οργάνων».
Περισσότερα Άρθρα...
- Μήτσος Ευθυμιάδης, ο συγγραφέας, σκηνοθέτης και μεταφραστής, που τον χαρακτήριζε το μαύρο χιούμορ του
- Λευκάδιος Χερν, γνωστός επίσης με το ιαπωνικό όνομα Γιάκουμο Κοϊζούμι, ήταν διεθνής συγγραφέας ιρλανδοελληνικής καταγωγής που έλαβε την ιαπωνική υπηκοότητα
- Τζακ Λέμον, από τους καλύτερους κωμικούς ηθοποιούς που πέρασαν ποτέ από την κινηματογραφική επικράτεια, ένας πραγματικός σερ
- Σισμάνογλου Κωνσταντίνος, δώρισε στο ελληνικό δημόσιο, εκτάσεις που διανεμήθηκαν στους Μικρασιάτες πρόσφυγες, διέθεσε μεγάλα χρηματικά ποσά για την ανακούφιση των Ελλήνων ομογενών στην Κωνσταντινούπολη και στήριξε οικονομικά τη Μεγάλη Σχολή του Γένους