DIASKEDASI.INFO

Η διασκέδαση On Line

Τζον Ντιούι, ήταν ένας από τους προοδευτικότερους Αμερικανούς φιλοσόφους

James Chadwick

Τζον Ντιούι

Ο Τζων Ντιούι ήταν ένας από τους προοδευτικότερους Αμερικανούς φιλοσόφους. (John Dewey, 20 Οκτωβρίου 1859 - 1 Ιουνίου 1952)

Γεννήθηκε στο Βερμόντ το 1859 και σπούδασε πρώτα στο πανεπιστήμιο της γενέτειράς του και κατόπιν στο πανεπιστήμιο Τζονς Χόπκινς. Δίδαξε σε πολλά πανεπιστήμια και πριν το θάνατό του, το 1952, είχε κερδίσει τη διεθνή αναγνώριση για την πραγματιστική του προσέγγιση στη φιλοσοφία, την ψυχολογία και την φιλελεύθερη πολιτική. Ήταν γνωστός διανοούμενος ήταν υπέρμαχος της προοδευτικής εκπαίδευσης στις ΗΠΑ.

Το κεντρικό θέμα σε όλα τα έργα του Dewey ήταν η δυνατή του πίστη στην δημοκρατία."

Εκεί που ο Ντιούι άσκησε τη μεγαλύτερη επίδραση είναι ο τομέας των παιδαγωγικών επιστημών. Πιστεύοντας στην ενότητα και στο αδιαίρετο της θεωρίας και της πράξης, όχι μόνο έγραψε σχετικά συγγράμματα αλλά συμμετείχε δραστήρια σε "πειραματικά σχολεία" για παιδιά που συνδέονταν με το πανεπιστήμιο του Σικάγου. Η διδασκαλία, η συγγραφική δραστηριότητα και η πρακτική της ζωής του Ντιούι απέβλεπαν στη διαμόρφωση μιας νέας εκπαιδευτικής φιλοσοφίας, που θα προκαλούσε τόσο τους σκοπούς όσο και τα μέσα της παραδοσιακής εκπαίδευσης. Οι βασικές ιδέες του Ντιούι μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

Πιο στενή σχέση ανάμεσα στο σχολείο και τη ζωή.
Διδασκαλία με επίκεντρο το μαθητή και όχι τη διδακτέα ύλη.
Η εκπαίδευση δεν είναι προετοιμασία για τη ζωή, είναι η ίδια η ζωή.
Απόρριψη του φορμαλισμού που χαρακτηρίζει τη χωρισμένη σε τάξεις βασική εκπαίδευση και τα προγράμματά της.
Μια ανασκόπηση από το Review of General Psychology το 2002, έδειξε πως είναι ο 93ός πιο μνημονευόμενος ψυχολόγος του 20ου αιώνα.

Γεννήθηκε το 1859 σε μια μικρή επαρχιακή πόλη, στο Μπέρλινγκτον (Burlington) της Πολιτείας του Βερμόντ των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο πατέρας του είχε παντοπωλείο σε αυτή την πόλη των δεκατεσσάρων χιλιάδων κατοίκων. Σε ηλικία μόλις 16 ετών μπήκε στο Πανεπιστήμιο του Βερμόντ το Σεπτέμβριο του 1875.

Κατά τη διάρκεια αυτού του πρώτου πανεπιστημιακού κύκλου, ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την πολιτική και την κοινωνικά φιλοσοφία και πήρε το πτυχίο του (baccalaureate es arts). Στη συνέχεια, όταν του προσφέρθηκε μια θέση εκπαιδευτικού σε ένα σχολείο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης της Πενσυλβάνια, την αποδέχτηκε και εγκατέλειψε τη γενέτειρά του για να πάει στο Oil City, όπου δίδασκε επί δύο χρόνια, από το 1879 έως το 1881, λατινικά, άλγεβρα, και φυσικές επιστήμες.

Το χειμώνα του 1881-1882 άφησε τη θέση του και επέστρεψε στο Βερμοντ, όπου δίδαξε για μικρή περίοδο. Μελέτησε τους κλασικούς της φιλοσοφίας υπό την καθοδήγηση του καθηγητή H. Torey του Πανεπιστημίου του Βερμοντ. Την άνοιξη του 1882 δημοσίευσε δύο άρθρα στο Journal of Speculative Philosophy. Αυτό σηματοδότησε το ξεκίνημα της πορείας του ως στοχαστή. Μια σύνοψη του πρώτου άρθρου του δημοσιεύτηκε τον επόμενο χρόνο στη Φιλοσοφική Επιθεώρηση. Το φθινόπωρο του 1882, γράφτηκε στο τμήμα Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Τζωνς Χόπκινς, από όπου πήρε το δίπλωμα της φιλοσοφίας το 1884.

Το 1884 ο Ντιούι αναγορεύτηκε διδάκτορας της Φιλοσοφίας και λίγο αργότερα έγινε υφηγητής και κατόπιν καθηγητής της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν στο Αν Άρμπορ. Το 1886 παντρεύτηκε την Alice Chipman, μια φοιτήτρια την οποία είχε γνωρίσει την προηγούμενη χρονιά. Το 1888 εγκατέλειψε το Πανεπιστήμιο του Michigan για να καταλάβει την έδρα της Ηθικής και Διανοητικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Michigan, όπου διηύθυνε το τμήμα Φιλοσοφίας επί πέντε χρόνια, μέχρι το 1894. O Ντιούι ήταν τότε μόλις τριάντα δύο χρονών. Θαύμαζε τα έργα του W. James και του G.H. Mead, που ήταν συνάδελφός του. Ήταν πεπεισμένος ότι ο ιδεαλισμός ήταν ξεπερασμένος πια. Έκλινε, κατά συνέπεια, προς την κοινωνική φιλοσοφία και έγραφε για την αναγκαιότητα των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων.

Το 1894 ο Ντιούι διορίστηκε καθηγητής της Φιλοσοφίας και διευθυντής του Τμήματος Φιλοσοφίας, Ψυχολογίας και Εκπαίδευσης στο Πανεπιστήμιο του Chicago• o Ντιούι ανέλαβε να οργανώσει και να εδραιώσει αυτό το τμήμα, το οποίο είχε ζωή μόλις τεσσάρων χρόνων. Το Τμήμα της Παιδαγωγικής ιδρύθηκε το 1895 και ο Ντιούι άρχισε να παραδίδει εκεί μαθήματα. Διδάσκονταν εκεί, κυρίως, ο Πεσταλότσι και ο Χέρμπαρτ (Herbart). Μαζί με τη γυναίκα του ο Ντιούι δημιούργησε, τον Ιανουάριο του 1896, το University Elementary School (πιο γνωστό με τις ονομασίες Dewey School ή Laboratory School), που ήταν το πειραματικό σχολείο του τμήματος Παιδαγωγικής.

Ξεκίνησε με 12 μαθητές! Το σχολείο λειτούργησε επτά χρόνια, από το 1896 έως το 1903. Ήταν μια δημοκρατία σε μικρογραφία. Ο Ντιούι διηύθυνε το σχολείο με τη βοήθεια της γυναίκας του και συμπεριφερόταν προς τους εκπαιδευτικούς σαν συνάδελφός τους. Σε εβδομαδιαίες συγκεντρώσεις συζητούσαν το curriculum[ασαφές] και οι εκπαιδευτικοί είχαν στη διάθεσή τους ελεύθερα διαστήματα για να συζητούν μεταξύ τους για τη δουλειά τους. Τα μαθήματα ξεκινούσαν συχνά με συζητήσεις ανάμεσα σε μαθητές και εκπαιδευτικούς γύρω από την εργασία που είχε γίνει ή επρόκειτο να γίνει, ενώ δινόταν, επίσης, έμφαση στην εκμάθηση της δημοκρατικής συμμετοχής.

Ο Ντιούι έγραφε για την εκπαίδευση μέσα σ’ ένα περιβάλλον ιδιαιτέρως θρησκευτικό και επαρχιακό. Στις αρχές του 20ου αι. η αντίδραση απέναντι στην εκκοσμίκευση της σκέψης ήταν σθεναρή, ενώ χρειαζόταν, επίσης, να γίνει αγώνας ενάντια στο συντηρητισμό στο χώρο της εκπαίδευσης.

Το βιβλίο του My Pedagogic Creed κυκλοφόρησε το 1897, ενώ το The School and Society το 1899. Ο Ντιούι διορίστηκε διευθυντής στο νέο School of Education το 1902. Το 1904 αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Πανεπιστήμιο του Chicago λόγω των δυσκολιών που αντιμετώπιζε με τη διοίκησή του και οι οποίες είχαν σχέση με το Σχολείο-εργαστήρι.

Τον ίδιο χρόνο διορίστηκε καθηγητής στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Κολούμπια, όπου επρόκειτο να παραμείνει μέχρι το θάνατό του, το 1952. Ο Dewey παρέδιδε ένα ή δύο μαθήματα στο Teachers College μεταξύ 1905 και 1914. ήταν όμως περισσότερο παρών στον εκπαιδευτικό τομέα. Έγραψε μαζί με την κόρη του, Έβελιν, το Schools of Tomorrow, που δημοσιεύτηκε το 1915.

Ξεκίνησε το 1916 τη συγγραφή του βιβλίου του Democracy and Education, το οποίο εκφράζει καλύτερα από όλα τα υπόλοιπα τη φιλοσοφία του σχετικά με την παιδεία. Ωστόσο, το βιβλίο με τον τίτλο How We Think (1910, αναθεώρηση το 1933) ήταν αυτό που γοήτευσε τον κόσμο της εκπαίδευσης την εποχή εκείνη. Ο Ντιούι αναλύει σε αυτό μια μέθοδο εμπεριστατωμένης σκέψης, την αντίληψη του για τη μέθοδο σε πέντε στάδια, η οποία και υιοθετήθηκε από τα προοδευτικά σχολεία της εποχής. Στα κείμενά του ο Ντιούι ανέπτυσσε όχι μια θεωρητική φιλοσοφία της παιδείας, αλλά μια πραγματιστική, βασισμένη στην εκτίμηση των βιωμένων στο σχολικό σύστημα προβλημάτων.

Προσκεκλημένος να διδάξει στο Τμήμα Φιλοσοφίας στο Université Impériale της Ιαπωνίας (Τόκιο) το 1919, εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία για να επεξεργαστεί τις ιδέες του και να γράψει το πολύ σημαντικό του έργο Reconstruction in Philosophy (1919). Πέρασε δύο χρόνια στην Κίνα και την Ιαπωνία, και κατόπιν επέστρεψε, το 1921, στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια. Κατά τις δεκαετίες ’20 και ’30 ο Ντιούι έγραψε πάρα πολλά γύρω από τα προβλήματα της δημοκρατίας στις Ηνωμένες Πολιτείες και η φήμη και η επίδρασή των απόψεών του συνεχώς μεγάλωνε. Το τμήμα της Φιλοσοφίας μετονομάστηκε σε Τμήμα Ντιούι.

To 1930, σε ηλικία 70 ετών, ζήτησε να βγει σε σύνταξη. Η αίτησή του έγινε δεκτή, ενώ παράλληλα του απονεμήθηκε ο τίτλος του ομότιμου καθηγητή με έδρα: είχε, βέβαια, τη δυνατότητα να έρχεται σε επαφή με τους φοιτητές και τους ερευνητές χωρίς να υποχρεούται να διδάσκει. Συνέχισε για εννιά χρόνια αυτή τη δραστηριότητα, που του άρεσε ιδιαίτερα. Το Experience and Education εκδόθηκε το Φεβρουάριο του 1939 από τον MacMillan: ο Ντιούι ήταν τότε 79 ετών!

Το έργο του συνέχισε να προκαλεί αντιδράσεις και οι οπαδοί του παραδοσιακού ρεύματος όπως οι Hutchins, Adler και Maritain ήταν μάλλον αλλεργικοί απέναντι στις κοινωνικά προοδευτικές προτάσεις των Dewey, Kilpatrick και Hook.

Στη συνέχεια, το 1939, ο Ντιούι ζήτησε να μετατραπεί η θέση του σε απλή έδρα καθηγητή της Φιλοσοφίας. Αξιοποίησε αυτή την περίοδο για να επανεξετάσει τα ήδη δημοσιευμένα βιβλία του και να γράψει πολυάριθμα άρθρα. Παντρεύτηκε για δεύτερη φορά το 1946 σε ηλικία 86 χρονών. Όταν πέθανε, το 1952 στη Νέα Υόρκη, οι New York Times ανήγγειλαν το θάνατο του πατέρα της προοδευτικής εκπαίδευσης.

Ο Ντιούι και η εκπαίδευση
Όντας καθηγητής της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, ο Ντιούι άρχισε να ενδιαφέρεται για την πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, κυρίως δε όταν διορίστηκε εξεταστής των προγραμμάτων σπουδών των δευτεροβάθμιων σχολείων. Διαπίστωσε ότι τα σχολικά προβλήματα έχουν τις ρίζες τους στην αγωγή που δίνεται στο δημοτικό σχολείο. Αναζήτησε τότε μια άλλη δυνατότητα αγωγής, που θα ήταν ταυτόχρονα πιο ελκυστική για το μαθητή και θα μπορούσε να προκαλεί περισσότερες κοινωνικές αλλαγές. Μετά από μερικά χρόνια, αυτός ο θεωρητικός προβληματισμός του κατέληξε στην ίδρυση του Σχολείου-εργαστηρίου στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο.

Εκείνη την εποχή τα αμερικάνικα σχολεία είχαν κακή φήμη. Οι συνθήκες λοιπόν ήταν κατάλληλες για να προωθηθούν καινούριες ιδέες για την παιδεία. Ο Ντιούι συνέλαβε τότε ένα σχέδιο δράσης για να κάνει το σχολείο πιο ενδιαφέρον και πιο αξιόπιστο στο πλαίσιο της επιστημονικής έρευνας. Το 1896 δημιούργησε, με τη βοήθεια της γυναίκας του, ένα Σχολείο-εργαστήρι ξεκινώντας από ένα προοδευτικό θεωρητικό υπόβαθρο. πειραματίστηκε με τις ιδέες του επτά ολόκληρα χρόνια και αφιέρωσε τέσσερις ολόκληρες δεκαετίες από τη ζωή του στην τελειοποίηση της φιλοσοφίας του για την εκπαίδευση. Ήταν πεπεισμένος ότι οι ερευνητές της εκπαίδευσης έχουν ανάγκη από ένα τέτοιο Σχολείο-εργαστήρι για να δοκιμάζουν και να παρουσιάζουν πρακτικά τα αποτελέσματα των θεωρητικών εργασιών τους. Αυτό έδινε, επίσης, στον Ντιούι τη δυνατότητα να αποδείξει πως η εκπαίδευση μπορούσε να αποτελέσει ένα πεδίο επιστημονικής έρευνας.

Ο Ντιούι πρότεινε μια εκπαιδευτική θεωρία, η οποία καθοριζόταν από τις φυσιολογικές και κοινωνικές της ρίζες. Επηρεασμένος από τον Darwin, τον Rousseau, τον Pestalozzi, τον Herbart και τον Frobel, ο Ντιούι υποστήριζε ότι η εκπαίδευση θα έπρεπε να τοποθετείται μέσα στη φυσική ανάπτυξη του ανθρώπινου είδους. Θα έπρεπε, κατά την άποψή του, να συμφιλιωθούν οι παραδοσιακοί δυϊσμοί, όπως το σώμα και το πνεύμα, το σώμα και η ψυχή, το πνεύμα και η πράξη, το ψυχολογικό και το κοινωνικό, το άτομο και η κοινωνία, ο μαθητής και το curriculum, οι σκοποί και τα μέσα, η θεωρία και η πράξη, ο ελεύθερος χρόνος και η εργασία, η χειρωνακτική και η πνευματική δραστηριότητα, ο άνθρωπος και η φύση. Προσδιορίζει τον βασικό στόχο της εκπαίδευσης, όπως το αναφέρει το σχέδιο οργάνωσης του Σχολείου-εργαστηρίου, με τον ακόλουθο τρόπο:

Το μεγαλύτερο πρόβλημα κάθε εκπαίδευσης είναι ο τρόπος συντονισμού του ψυχολογικού με τον κοινωνικό παράγοντα. Ο ψυχολογικός παράγοντας απαιτεί από το άτομο την ελεύθερη χρήση όλων των προσωπικών ικανοτήτων και την ανάλυση του εαυτού του, με τρόπο ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι νόμοι της προσωπικής του δομής. Ο κοινωνικός παράγοντας απαιτεί από το άτομο να εξοικειωθεί με το κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ζει, σε όλες τις σημαντικές σχέσεις του, και να μάθει να λαμβάνει υπόψη του αυτές τις σχέσεις μέσα στις δικές του δραστηριότητες. Ο συντονισμός απαιτεί, κατά συνέπεια, από το παιδί να είναι ικανό να εκφράζεται μεν, αλλά με τρόπο που να υλοποιεί τους κοινωνικούς σκοπούς".

Άτομο και Κοινωνία
Για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε τη θέση του Ντιούι σχετικά με την εκπαίδευση, θα πρέπει να μην ξεχνάμε ότι η ανάπτυξη του ατόμου περνά μέσα από την ανάπτυξη της κοινωνίας και αντίστροφα. Το ένα εξαρτάται κατά συνέπεια από το άλλο. Αυτή η διαλεκτική προέρχεται χωρίς αμφιβολία από το ενδιαφέρον που έδειχνε ο Ντιούι για τη σκέψη του Hegel.

O Ντιούι υιοθέτησε την εγελιανή συνάρτηση του υποκειμένου και του αντικειμένου, της ύλης και του πνεύματος, του θεϊκού και του ανθρώπινου. Στη συνέχεια, υπό την επίδραση του W. James (Principles of Psycology), ο Dewey άρχισε να αντιλαμβάνεται το άτομο ως έναν οργανισμό που βρίσκεται σε αλληλεπίδραση με το περιβάλλον.

Ο Dewey απέρριπτε την παραδοσιακή αντίληψη της λογικής ως οντότητας αποκομμένης από τη φύση. Τελικά, επηρεασμένος από τον G. H. Mead, ο Dewey προσέδιδε μια κοινωνική διάσταση στη φιλοσοφία του, πράγμα που κατέληγε σε ένα αρκετά διαλεκτικό και οργανικό αποτέλεσμα: η ατομική λογική είναι κοινωνική, η φύση είναι κοινωνική και η κοινωνία είναι φυσική. Εν ολίγοις ο Dewey θεωρεί ότι υπάρχει συνέχεια ανάμεσα στο νου και το σώμα, το άτομο και την κοινωνία. Απέρριπτε πολύ απλά τους παραδοσιακούς δυϊσμούς και η εκπαίδευση αναγκαστικά, δεδομένου του μάλλον κυκλικού πλαισίου της, αποτελεί γι' αυτόν μια διάσταση της ζωής.

Ανθρωπισμός
O Dewey ήταν άθεος[16] και ανθρωπιστής. Συμμετείχε σε μια πληθώρα ανθρωπιστικών δραστηριοτήτων από το 1930 εως το 1950, ενώ ήταν από τους πρώτους που υπόγραψαν το «Ανθρωπιστικό Μανιφέστο» του 1933.

Οι απόψεις του για τον ανθρωπισμό συνοψίζονται με δικά του λόγια ως εξής:
Ο ανθρώπισμός για μένα είναι διεύρυνση, όχι συστολή της ανθρώπινης ζωής, μια διεύρυνση κατά την οποία η φύση και η επιστήμη είναι πρόθυμοι υπηρέτες του ανθρώπινου καλού.

Σημαντικότερα Έργα
"Πώς σκεπτόμαστε" (1910)
"Ανασυγκρότηση στη φιλοσοφία" (1920)
"Δημοκρατία και εκπαίδευση" (1916)
"Εμπειρία και φύση" (1925)
"Λογική: η θεωρία της έρευνας" (1938)
"Εμπειρία στην εκπαίδευση" (1938)


Πληροφορίες: el.wikipedia.org/wiki/Τζον_Ντιούι