Μαρσέλ Προυστ, ήταν Γάλλος συγγραφέας, δοκιμιογράφος και κριτικός

Marsel Proust

Μαρσέλ Προυστ

Ο Μαρσέλ Προυστ ήταν Γάλλος συγγραφέας, δοκιμιογράφος και κριτικός. (Valentin Louis Georges Eugène Marcel Proust, Παρίσι 10 Ιουλίου 1871 – 18 Νοεμβρίου 1922)

Είναι περισσότερο γνωστός για το μυθιστόρημά του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο (αρχικός τίτλος : Ανάμνηση των περασμένων γεγονότων), το οποίο κυκλοφόρησε σε επτά μέρη από το 1913 έως το 1927. Οι κριτικοί και οι συγγραφείς θεωρούν ότι ο Προυστ είναι ένας από τους συγγραφείς του 20ου αιώνα με την μεγαλύτερη επιρροή.

Ο Προυστ γεννήθηκε στην πόλη Ωτέιγ (στο νοτιο-δυτικό τομέα του τότε αστικού 16ου διαμερίσματος του Παρισιού) στο σπίτι του θείου του στις 10 Ιουλίου 1871, δυο μήνες αφότου η Συμφωνία της Φρανφκούρτης έληξε επίσημα τον Γαλλο-Πρωσικό Πόλεμο. Γεννήθηκε μέσα στην βία που περιέβαλλε την λήξη της Γαλλικής Κομμούνας και η παιδική του ηλικία στιγματίστηκε από την παγίωση της Τρίτης Δημοκρατίας της Γαλλίας. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο αφορά τις τεράστιες αλλαγές, ιδιαίτερα την παρακμή της αριστοκρατίας και την άνοδο των μεσαίων τάξεων, που σημειώθηκαν στην Γαλλία κατά την διάρκεια της Τρίτης Δημοκρατίας και το τέλος του αιώνα.

Ο πατέρας του Προυστ, Αντριέν Προυστ, ήταν ένας εξέχων παθολόγος και επιδημιολόγος που μελετούσε την χολέρα στην Ευρώπη και την Ασία. Έγραψε πολλά άρθρα και βιβλία πάνω στην ιατρική και την υγιεινή. Η μητέρα του Προυστ, Ζαν Κλεμένς Βέιλ, ήταν η κόρη μιας πλούσιας εβραϊκής οικογένειας από την Αλσατία. Εμφάνισε μια καλά ανεπτυγμένη αίσθηση του χιούμορ στις επιστολές της και η γνώση της στην αγγλική γλώσσα ήταν αρκετή για να βοηθήσει με τις μεταφράσεις που έκανε ο γιος της πάνω στον John Ruskin. Ο Προυστ ανατράφηκε με την καθολική πίστη του πατέρα του. Βαπτίστηκε στις 5 Αυγούστου 1871 στην εκκλησία του Σαιντ-Λουί ντ'Ανταίν και αργότερα επιβεβαίωσε ότι ήταν καθολικός αλλά ποτέ δεν άσκησε τυπικά αυτή την πίστη. Αργότερα έγινε άθεος και θεωρούνταν κάτι σαν μυστικιστής.

Σε ηλικία 9 χρόνων αρρώστησε από άσθμα, πράγμα που σημάδεψε όλη του τη ζωή. Έκανε διακοπές μεγάλης διάρκειας στο χωριό Ιλλιέ. Αυτό το χωριό, σε συνδυασμό με τις αναμνήσεις από το σπίτι του θείου του στο Ωτέιγ, έγινε το μοντέλο της φανταστικής πόλης Κομπραί όπου πραγματοποιούνται μερικές από τις σημαντικότερες σκηνές στο Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο. (Το χωριό Ιλλιέ μετονομάστηκε σε Ιλλιέ-Κομπραί το 1971 με την ευκαιρία των εορτασμών των εκατό χρόνων από την γέννηση του Προυστ)

Το 1882, σε ηλικία έντεκα ετών, ο Προυστ μαθήτευσε στο λύκειο Κοντορσέ αλλά η εκπαίδευσή του διακόπηκε εξαιτίας της ασθένειάς του. Ωστόσο διακρίθηκε στην λογοτεχνία, κερδίζοντας ένα βραβείο στην τελευταία τάξη. Χάρη στους συμμαθητές του, ήταν σε θέση να αποκτήσει πρόσβαση σε μερικά από τα σαλόνια της ανώτερης αστικής τάξης τα οποία του παρείχαν άφθονο υλικό για το Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο. Συνέχισε τις σπουδές του στην Σχολή Πολιτικών Επιστημών, κατά την διάρκειά τους δημοσίευε χρονογραφήματα σε περιοδικά. Το πρώτο επίσημο έργο του εκδόθηκε το 1896 με πρόλογο του Ανατόλ Φρανς και με τον τίτλο «Οι ηδονές και οι ημέρες».

Παρά τα προβλήματα υγείας του, ο Προυστ υπηρέτησε έναν χρόνο (1889-90) στον γαλλικό στρατό, στην Ορλεάνη, μια εμπειρία που του χάρισε ένα μεγάλο επεισόδιο στο τρίτο βιβλίο του μυθιστορήματός του. Ως νέος άνδρας, ο Προυστ ήταν ένας ορειβάτης της κοινωνίας αλλά οι φιλοδοξίες του ως συγγραφέα παρεμποδίστηκαν από την έλλειψη αυτοπειθαρχίας του. Η φήμη του ως σνομπ και ερασιτέχνης, που είχε εκείνη την εποχή, συνέβαλε στα μελλοντικά προβλήματα που συνάντησε κατά την συγγραφή του πρώτου βιβλίου Από την πλευρά του Σουάν, το οποίο δημοσιεύτηκε το 1913. Εκείνη την περίοδο συμμετείχε στα λογοτεχνικά σαλόνια της κυρίας Στράους, χήρας του Ζορζ Μπιζέ και μητέρας του παιδικού του φίλου Ζακ Μπιζέ, της Μαντλέν Λεμαίρ και της κυρίας Αρμάν ντε Καγιαβέτ, ενός από τα μοντέλα της κυρίας Βερντυρέν και μητέρας του φίλου του Γκαστόν Αρμάν ντε Καγιαβέτ, με την αρραβωνιαστικιά του οποίου (Ζαν Πουκέ) ήταν ερωτευμένος. Χάρη στην κυρία Αρμάν ντε Καβαγιέτ, ο Προυστ γνωρίστηκε με τον Ανατόλ Φρανς, τον εραστή της.

Σε ένα άρθρο το 1892, που είχε τίτλο "Η μη θρησκεία του κράτους" (L'Irréligion d'État) και δημοσιεύτηκε στο Le Banquet, και στο άρθρο στο Le Figaro (1904) με τίτλο "Ο θάνατος των καθεδρικών ναών" (La mort des cathédrales), ο Προυστ τάχθηκε υπέρ του διαχωρισμού εκκλησίας και κράτους δηλώνοντας ότι ο σοσιαλισμός αποτελούσε την μεγαλύτερη απειλή στην κοινωνία από ότι η εκκλησία και τονίζοντας τον ρόλο της τελευταίας στην διατήρηση μιας πολιτιστικής και εκπαιδευτικής παράδοσης.

Ο Προυστ είχε μια στενή σχέση με την μητέρα του. Για να κατευνάσει τον πατέρα του, που επέμενε να ακολουθήσει μια καριέρα, ο Προυστ εργάστηκε εθελοντικά στην Βιβλιοθήκη Μαζαρίν το καλοκαίρι του 1896. Κάνοντας μια σημαντική προσπάθεια, έλαβε μια άδεια ασθενείας αρκετών ετών μέχρι που θεωρούνταν ότι παραιτήθηκε. Ποτέ δεν δούλεψε στον χώρο εργασίας του ούτε μετακόμισε από το διαμέρισμα των γονιών του μέχρι που πέθαναν και οι δυο.

Ο φιλικός και οικογενειακός του κύκλος άλλαξαν σημαντικά την πενταετία 1900-1905. Τον Φεβρουάριο του 1903 ο αδερφός του, Ρόμπερτ Προυστ, παντρεύτηκε και εγκατέλειψε το σπίτι της οικογένειας. Ο πατέρας του πέθανε τον Νοέμβριο του ίδιου έτους. Τέλος, το πιο συντριπτικό γεγονός, η αγαπημένη μητέρα του Προυστ πέθανε τον Σεπτέμβριο του 1905. Του άφησε μια σημαντική κληρονομιά. Η υγεία του καθ'όλη αυτήν την περίοδο συνέχισε να επιδεινώνεται.

Ο Προυστ πέρασε τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του κυρίως στο δωμάτιό του όπου κοιμόταν κατά την διάρκεια της ημέρας και εργαζόταν το βράδυ για να ολοκληρώσει το μυθιστόρημά του. Πέθανε από πνευμονία και πνευμονικό απόστημα το 1922. Θάφτηκε στο κοιμητήριο του Περ Λασαίζ στο Παρίσι.

Marsel Proust-1

Πρώτα γραπτά
Ο Προυστ έγραφε και δημοσίευε από νεαρή ηλικία. Εκτός από τα λογοτεχνικά περιοδικά με τα οποία συσχετίστηκε, και στα οποία δημοσίευε κατά την διάρκεια των σπουδών του, από το 1890 έως το 1891 δημοσίευε μια τακτική στήλη στο περιοδικό Le Mensuel. Το 1892 ασχολήθηκε με την έκδοση ενός λογοτεχνικού περιοδικού που ονομαζόταν Le Banquet (η γαλλική έκδοση του Συμποσίου του Πλάτωνα) ενώ τα επόμενα χρόνια ο Προυστ δημοσίευε μικρά κείμενα σε τακτικό χρονικό διάστημα στο περιοδικό Le Banquet και στο περίφημο La Revue Blanche.

Το 1896 δημοσίευε το έργο Ηδονές και Μέρες (Les Plaisirs et les jours), μια συλλογή των πρώιμων έργων του. Το βιβλίο περιλάμβανε έναν πρόλογο από τον Ανατόλ Φρανς και σχέδια της κυρίας Λεμαιρ, στο σαλόνι της οποίας ο Προυστ ήταν συχνός προσκεκλημένος. Τον προσκάλεσε στο Κάστρο του Ρεβεγιόν (Château de Réveillon) το καλοκαίρι του 1894 και για τρεις εβδομάδες το 1895. Αυτό το βιβλίο ήταν τόσο πλούσιο από πλευράς περιεχομένου ώστε κόστιζε δυο φορές της κανονικής τιμής ενός βιβλίου του μεγέθους του.

Εκείνη την χρονιά ο Προυστ άρχισε να γράφει ένα μυθιστόρημα, το οποίο δημοσιεύτηκε το 1952 και τιτλοφορήθηκε Ζαν Σαντέιγ από τους μετά θάνατον συντάκτες του. Πολλά από τα θέματα που αναπτύχθηκαν αργότερα στο Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο βρήκαν την πρώτη τους φωνή σε αυτό το ημιτελές έργο, συμπεριλαμβανομένου του αινίγματος περί μνήμης και της αναγκαιότητας του προβληματισμού. Αρκετά αποσπάσματα του Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο μπορούν να αναγνωστούν στην πρώτη απόπειρα συγγραφής του Ζαν Σαντέιγ. Το πορτρέτο των γονέων στο Ζαν Σαντέιγ είναι αρκετά σκληρό, σε έντονη αντίθεση με την λατρεία με την οποία οι γονείς απεικονίζονται στο αριστούργημα του Προυστ. Μετά την άσχημη υποδοχή που έλαβε το έργο Ηδονές και Μέρες, ο Προυστ εγκατέλειψε σταδιακά τον Ζαν Σαντέιγ το 1897 και σταμάτησε να εργάζεται μέχρι το 1899.

Ξεκινώντας το 1895, ο Προυστ πέρασε αρκετά χρόνια διαβάζοντας Έμερσον και Τζον Ράσκιν. Μέσω αυτής της ανάγνωσης επεξεργάστηκε τις θεωρίες της τέχνης και τον ρόλο του καλλιτέχνη μέσα στην κοινωνία.
Επίσης στον Ξανακερδισμένο Χρόνο ο βασικός πρωταγωνιστής του Προυστ θυμάται να έχει μεταφράσει το έργο Sesame and Lilies του Ράσκιν. Η ευθύνη του καλλιτέχνη είναι να αντιμετωπίσει την παρουσία της φύσης, να συμπεράνει την ουσία της και να επαναλάβει ή να εξηγήσει αυτήν την ουσία στο έργο τέχνης.
Η άποψη του Ράσκιν για την καλλιτεχνική παραγωγή υπήρξε κεντρική υπό αυτήν την έννοια και το έργο του Ράσκιν ήταν τόσο σημαντικό για τον Προυστ ώστε ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι γνώριζε απέξω αρκετά από τα βιβλία του Ράσκιν, συμπεριλαμβανομένων των Επτά Λαμπτήρες της Αρχιτεκτονικής (Seven Lamps of Architecture), Πραιρίτη (Praeterita), Η Βίβλος της Άμιεν (The Bible of Amiens).

Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο
Ξεκινώντας το 1909, όταν ο Προυστ ήταν 38 ετών, το Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο αποτελείται από επτά τόμους συνολικού μεγέθους 3.200 σελίδων (περίπου 4.300 σελίδες η μετάφραση) και με περισσότερους από 2.000 χαρακτήρες.
Ο Γκράχαμ Γκρην αποκάλεσε τον Προυστ "τον μεγαλύτερο μυθιστοριογράφο του 20ου αιώνα" και ο Σώμερσετ Μώχαμ ονόμασε το μυθιστόρημά του "την μεγαλύτερη μυθοπλασία μέχρι σήμερα". Ο Αντρέ Ζιντ δεν πήρε αρχικά με θετικό τρόπο το έργο του Προυστ.
Ο πρώτος τόμος απορρίφθηκε από τις εκδόσεις Gallimard, κατά την συμβουλή του Ζιντ.
Αργότερα έγραψε σε επιστολή προς τον Προυστ τις απολογίες του όσον αφορά την άρνησή του απέναντι στον τελευταίο και αποκάλεσε την στάση του αυτή ως ένα από τα σοβαρότερα λάθη της ζωής του.

Ο Προυστ πέθανε προτού προλάβει να ολοκληρώσει την αναθεώρηση των τελικών τόμων, τα τρία τελευταία από τα οποία δημοσιεύτηκαν μετά τον θάνατό του και επιμελήθηκαν από τον αδερφό του Ρόμπερτ Προυστ.

Το βιβλίο μεταφράστηκε στα αγγλικά από τον Σκωτ Μόνκριεφ και από το 1922 έως το 1931 κυκλοφόρησε με τον τίτλο Μνήμη των πραγμάτων του παρελθόντος. Ο Σκωτ Μόνκριεφ μετέφρασε τους έξι από τους επτά τόμους αλλά πέθανε προτού ολοκληρώσει την μετάφραση του τελευταίου τόμου. Αυτός ο τελευταίος τόμος δόθηκε σε άλλους μεταφραστές. Όταν η μετάφραση του Σκωτ Μόνκριεφ αναθεωρήθηκε (πρώτα από τον Τέρενς Κίλμαρτιν και έπειτα από τον Ενράιτ), ο τίτλος του μυθιστορήματος άλλαξε στην κυριολεκτική του απόδοση και έγινε Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο.

Το 1995 οι εκδόσεις Penguin ανέλαβαν να κάνουν μια νέα μετάφραση του βιβλίου από επτά μεταφραστές σε τρεις χώρες, οι οποίοι βασίστηκαν στο τελευταίο, πληρέστερο και αυθεντικό κείμενο. Οι έξι τόμοι του έργου, μαζί με τον έβδομο τόμο του Προυστ, δημοσιεύτηκαν στην Βρετανία το 2002 από τις εκδόσεις Allen Lane.

Προσωπική ζωή
Ο Προυστ ήταν ομοφυλόφιλος. Η σεξουαλικότητά του και η σχέση του με τους άνδρες αποτελούν συχνό θέμα συζήτησης από τους βιογράφους του. Αν και η οικονόμος του αρνείται αυτή την σεξουαλικότητα του Προυστ στα απομνημονεύματά της, η άρνησή της αντιβαίνει στις δηλώσεις πολλών φίλων και σύγχρονων του Προυστ, συμπεριλαμβανομένου του συγγραφέα Αντρέ Ζιντ.

Ο Προυστ δεν παραδέχτηκε ποτέ ανοιχτά την ομοφυλοφιλία του, παρόλο που η οικογένεια και οι στενοί φίλοι του είτε το υποπτεύονταν είτε το γνώριζαν.

Το 1897 ήρθε σε κόντρα με τον Ζαν Λωραίν, ο οποίος αμφισβήτησε δημοσίως τη φύση της σχέσης του Προυστ με τον Ντωντέ.
Παρά την δημόσια άρνηση του Προυστ, η ρομαντική σχέση του με τον συνθέτη Ρεϋνάλντο Χαν και ο έρωτάς του με τον σωφέρ και γραμματέα του Άλφρεντ Αγκοστινέλι είναι καλά τεκμηριωμένες.

 

Πληροφορίες: el.wikipedia.org/wiki/Μαρσέλ_Προυστ