Φώτης Κόντογλου, ήταν Έλληνας λογοτέχνης και ζωγράφος

Fotis Κontoglou-1

Φώτης Κόντογλου

Ο Φώτης Κόντογλου, ή με το πραγματικό του όνομα Φώτιος Αποστολέλης, (Αϊβαλί Μικράς Ασίας, 8 Νοεμβρίου 1895 – Αθήνα, 13 Ιουλίου 1965) ήταν Έλληνας λογοτέχνης και ζωγράφος. Αναζήτησε την «ελληνικότητα», δηλαδή μία αυθεντική έκφραση, επιστρέφοντας στην ελληνική παράδοση, τόσο στο λογοτεχνικό όσο και στο ζωγραφικό του έργο. Είχε ακόμα σημαντικότατη συμβολή στον χώρο της βυζαντινής εικονογραφίας. Σήμερα θεωρείται ως ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της «Γενιάς του ’30». Μαθητές του ήταν ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Νίκος Εγγονόπουλος, κ.ά.

Η ζωή του - Τα αρχικά χρόνια
Ο Φώτης Κόντογλου, γιος του Νικόλαου Αποστολέλλη και της Δέσπως Κόντογλου, γεννήθηκε στο Αϊβαλί στις 8 Νοεμβρίου του 1895. Είχε τρία ακόμα αδέλφια: τον Γιάννη, τον Αντώνη και την Τασίτσα. Ένα χρόνο μετά έχασε τον πατέρα του -ναυτικός στο επάγγελμα- και την κηδεμονία των τεσσάρων παιδιών ανέλαβε ο θείος του, Στέφανος Κόντογλου, ηγούμενος της μονής της Αγίας Παρασκευής, στον οποίο οφείλεται και η χρήση του επωνύμου της οικογένειας της μητέρας του. Τα παιδικά και νεανικά του χρόνια τα έζησε στο Αϊβαλί. Εκεί τελείωσε το Σχολαρχείο και το Γυμνάσιο το 1912· στο Γυμνάσιο ήταν συμμαθητής με τον λογοτέχνη και ζωγράφο Στρατή Δούκα και ήταν μέλος μιας ομάδας μαθητών που εξέδιδε το περιοδικό Μέλισσα, από το 1911, το οποίο ο Κόντογλου διακοσμούσε με ζωγραφιές.

Μετά την αποφοίτησή του γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα το 1913, στην Γ' τάξη. Το 1913–1914 έμενε με τον Στρατή Δούκα στη Νεάπολη και στην Κυψέλη και μετά με τον Παπαλουκά στην Κολοκυνθού. Λόγω οικονομικών δυσκολιών εργαζόταν ως ρετουσέρ στο φωτογραφείο Μπούκα και Καλιαμπέκου. Το 1914 εγκατέλειψε τη σχολή του και πήγε στο Παρίσι, όπου μελέτησε το έργο διαφόρων σχολών ζωγραφικής. Παράλληλα συνεργαζόταν με το περιοδικό Illustration και το 1916 κέρδισε το πρώτο βραβείο εικονογράφησης βιβλίου σε διαγωνισμό του περιοδικού, για αυτήν της Πείνας του Κνουτ Χάμσουν. Εργάστηκε ως τορναδόρος και ανθρακωρύχος. Το 1917 έκανε ταξίδια στην Ισπανία και την Πορτογαλία και το 1918 επέστρεψε στην Γαλλία.

Επέστρεψε στην πατρίδα του το 1919, μετά την λήξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Διορίστηκε καθηγητής στο Παρθεναγωγείο της πατρίδας του όπου δίδασκε γαλλικά και τεχνικά. Ίδρυσε τον πνευματικό σύλλογο Νέοι Άνθρωποι και έγινε πρόεδρος. Το 1921 επιστρατεύτηκε για τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Το 1922 πήρε το δρόμο της προσφυγιάς με ένα καΐκι. Το 1923 έκανε ταξίδι στο Άγιο Όρος με πρόθεση να καλογερέψει.

Το 1923, επίσης, πραγματοποίησε μια πρώτη έκθεση με έργα ζωγραφικής του στη Μυτιλήνη με τον Κωνσταντίνο Μαλέα. Μετέφερε την έκθεση τον ίδιο χρόνο στην Αθήνα στην αίθουσα του Λυκείου των Ελληνίδων, παρουσιαζόμενος για πρώτη φορά ως ζωγράφος στο αθηναϊκό καλλιτεχνικό κοινό. Το 1925 εξέδωσε το περιοδικό Φιλική Εταιρία. Το 1926 παντρεύτηκε τη Μαρία Χατζηκαμπούρη και εγκαταστάθηκε στη Νέα Ιωνία. Το 1927 γεννήθηκε η μοναχοκόρη του Δέσποινα. Την ίδια χρονιά ξεκίνησε τη συνεργασία του με το περιοδικό του Κωστή Μπαστιά Ελληνικά Γράμματα. Το 1933 έλαβε τελικά το πτυχίο από τη Σχολή Καλών Τεχνών - Απολυτήριον γραφικής, με βαθμό Λίαν καλώς προκειμένου να διδάξει στο Κολλέγιο Αθηνών, ζωγραφική και ιστορία της τέχνης. Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου εργάστηκε ως συντηρητής εικόνων σε μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους: το 1931 στο Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας, του οποίου ζωγράφισε το συντριβάνι, στο Μουσείο Κέρκυρας το 1935, στο Κοπτικό Μουσείο στο Κάιρο, το 1937 και μεταξύ 1936 και 1938 κατά διαστήματα στο Μυστρά όπου καθάριζε τις τοιχογραφίες των ναών του.

Κατά την διάρκεια της κατοχής
Το όνομα του Κόντογλου βρίσκεται ανάμεσα στα ονόματα των Ελλήνων λογοτεχνών που συνεργάστηκαν με το ελληνόφωνο ιταλικό περιοδικό προπαγάνδας Κουαδρίβιο. Καθώς όσοι συνεργάζονταν με αυτό αμείβονταν με χρήματα ή τρόφιμα προκρίθηκε η ανάγκη επιβίωσης του Κόντογλου, καθώς μάλιστα είχε αναγκασθεί να πουλήσει το σπίτι του -Βιζυηνού 16 στα Πατήσια- για ένα σακί αλεύρι. Ο νέος ιδιοκτήτης της οικίας Κόντογλου κάλυψε τις νωπογραφίες με λαδομπογιά. Τα επόμενα χρόνια ο Κόντογλου μετακόμιζε διαρκώς. Φιλοξενούνταν σε σπίτια φίλων του, κυρίως στο Παγκράτι, για να καταλήξει σε ένα γκαράζ. Την ίδια περίοδο δημοσίευσε κείμενά του στο περιοδικό Φιλολογική Κυριακή (1943) και το 1944 στους Ορίζοντες και στα Γράμματα.

Μετά την απελευθέρωση
Από το 1948 αρχίζει να αρθρογραφεί στην εφημερίδα Ελευθερία μέχρι τον θάνατό του. Στις 13 Σεπτεμβρίου του 1963 τραυματίστηκε με τη γυναίκα του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα στη Βούλα. Το 1959 είχε σύντομη συνεργασία με το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας, αλλά λόγω διαφωνίας του σχετικά με την ώρα μετάδοσης της εκπομπής του παραιτήθηκε.

Θάνατος
Το 1965 υποβλήθηκε σε εγχείρηση δυο λίθων από την κύστη. Τελικά πέθανε στην Αθήνα στις 13 Ιουλίου του 1965, έπειτα από μετεγχειρητική μόλυνση και ταλαιπωρημένος σωματικά και ψυχικά ύστερα από το ατύχημα που του συνέβη το 1963. Τα οστά του μεταφέρθηκαν στο μοναστήρι της Νέας Μάκρης (Όρος Αμώμων). Ο Γιάννης Τσαρούχης, άλλοτε μαθητής του, όταν πληροφορήθηκε τον θάνατο του Κόντογλου, βρισκόταν στη Μυτιλήνη και ζωγράφιζε κατά τύχη έναν άγγελο.

Οι πολιτικές πεποιθήσεις του
Σύμφωνα με την μαρτυρία του Ασημάκη Πανσέληνου ο Κόντογλου, «στην πολιτική το ίδιο ατζαμής, δημοκράτης, θεωρούσε τον εαυτό του κομμουνιστή παρόλες τις θεοκρατικές του αυταπάτες, και έβρισκε πως και τα δύο συμβιβάζονται και υποστήριζε πως ο ρούσσικος κομμουνισμός είναι έκφραση της χριστιανικής ψυχής των Ρώσων». Το καλοκαίρι του 1945 στο περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα δημοσιεύθηκε κείμενο διαμαρτυρίας κατά των Δεξιών εξτρεμιστικών επιθέσεων σε βιβλιοπωλεία, θέατρα, εφημερίδες. Μεταξύ των διανοουμένων που υπογράφουν είναι και ο Κόντογλου. Τέλος, δεν υπογράφει ο Κόντογλου τη Δήλωσιν Ελλήνων Επιστημόνων, Λογοτεχνών και Καλλιτεχνών που δημοσιεύθηκε ως παράρτημα της Διακήρυξης της Χριστιανικής Ενώσεως Επιστημόνων το 1946.

Fotis Kontoglou-matia

Το ζωγραφικό του έργο

Η περίοδος της μονοχρωμίας 1910-1925
Από τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια δεν έχουν εκδηλωθεί ερεθίσματα από τη βυζαντινή ζωγραφική. Η πρώτη χρονολογημένη ζωγραφιά του ανάγεται στα 1912 (τίτλος: Αγία Παρασκευή) όταν ήταν δεκαεπτά ετών και ίσως παλιότερη να είναι η Καθιστή γριά γύρω στα 1910 όταν ήταν δεκαπέντε ετών.Στην περίοδο φοίτησής του στη Σχολή Καλών Τεχνών έρχεται σε επαφή με το κλίμα της Σχολής του Μονάχου και το γεγονός πως είχε καταρτίσει συλλογή με έργα από γερμανικές καλλιτεχνικές εκδόσεις των Γύζη, Λέμπαχ, Μπίκλιν,Στουκ, Κλίνγκεργκ, φανερώνει την μη απόρριψη της ακαδημαϊκής ζωγραφικής εκ μέρους του. Η περίοδος εργασίας του στο φωτογραφείο επηρεάζουν την τεχνοτροπία των έργων του: μαλακοί σκιοφωτισμοί, ασπρόμαυρο μαλακό πλάσιμο (Η Ολλαντέζικη πίπα, 1918, προσωπογραφία Ευστράτιου Αγγελέλη-1938). Στην περίοδο οπότε βρίσκεται στο Παρίσι περιορίζεται στην εικονογράφηση βιβλίων και περιοδικών. Όταν επιστρέφει στο Αϊβαλί και μετά πρόσφυγας στην Ελλάδα, θεματικά ασχολείται με προσωπογραφίες (όπως των λογοτεχνών Βάσου Δασκαλάκη, Δημοσθένη Βουτυρά, Μάρκο Αυγέρη, Νίκο Βέλμο, Μένο Φιλήντα) και το Άγιον Όρος και τοπία. Η τεχνοτροπία του είναι ασπρόμαυρη. Το 1923 επισκέπτεται το Άγιον Όρος που ως χώρος καλλιτεχνικής έκφρασης επηρέασε βαθύτατα τον Κόντογλου. Στη διετία 1923-24 ζωγραφίζει ελάχιστα έργα με χρώμα: πορτραίτα (ο λογοτέχνης Στρατής Δούκας) και μια θρησκευτική σύνθεση, τη Βάπτιση, που αν η χρονολογία του 1923 είναι ακριβής, τότε πρόκειται για την πρώτη εικόνα του Κόντογλου.

Η περίοδος της βυζαντινής χρωματουργίας
Από το 1926 ξεκινά συστηματικότερα τη χρήση χρωμάτων -εκτός από την εικονογράφηση βιβλίων όπου συνεχίζει την ασπρόμαυρη τεχνική- ενώ υιοθετώντας την τεχνική και τεχνοτροπία της βυζαντινής και μεταβυζαντινής παράδοσης και της λαϊκής τέχνης ζωγραφίζει κοσμικά θέματα. Την περίοδο αυτή εικονογραφεί τη βιογραφία του Παύλου Μελά που συνέγραψε η Ναταλία Μελά και τα Παραμύθια-Εκλογή του Γεώργιου Μέγα. Επίσης φιλοτεχνεί τον τίτλο και τα κοσμήματα της Νέας Εστίας που τότε είχε πρωτοκυκλοφορήσει. Τον περίοδο αυτή διακοσμεί τον Μητροπολιτικό ναό της Κιμώλου αποτελώντας τις πρώτες εικόνες για εκκλησία. Από το 1926 και μετά οικειώνεται τις μορφές της λαϊκής τέχνης: στην αντίληψη της φόρμας και σε ορισμένες λεπτομέρειες (απεικόνιση προσωποποιημένου ήλιου και φεγγαριού), (εικονογράφηση βιβλίου Παραμυθιών Μέγα). Δεν έκριβε τη συμπάθειά του για τον Καραγκιόζη και τον Θεόφιλο θεματολογικές επιδράσεις του δεύτερου έχουμε στην απεικόνιση του Ανδρούτσου στο Δημαρχείο Αθηναίων, ή σε εικονογραφήσεις βιβλίων.

Η δημιουργική δεκαετία 1930-1940
Το 1931 συνοδεύει τον αρχαιολόγο Αδαμάντιο Αδαμαντίου στη Σπάρτη και έρχεται έτσι σε επαφή με τη ρωμαϊκή ζωγραφική εμπλουτίζοντας τη θεματολογία του τόσο στους φορητούς πίνακες όσο και στο μνημειακό έργο του. Το 1932 τοιχογραφεί το σπίτι του οργανώνοντας τις τοιχογραφίες κατά τη διάταξη των μεταβυζαντινών εκκλησιών ζωγραφίζοντας τον τοίχο από την οροφή μέχρι το δάπεδο και χωρίζοντάς το με κόκκινες ταινίες σε τέσσερις άνισες ζώνες. Την ίδια περίοδο αναλαμβάνει να ζωγραφίσει ένα σύνολο εικόνων για το επιστύλιο της Κοίμησης της Θεοτόκου στο Μοναστηράκι, και σχεδιάζει παράσταση του Αγίου Διονυσίου Αεροπαγίτη για την ψηφοθέτησή του στον ομώνυμο ναό της Αθήνας.

Συνθέτει προσωπογραφίες (Πρεβελάκης, Εγγονόπουλος) και ξένες-Αιγυπτιακές προσωπικότητες. Το 1935 ιστορεί για πρώτη φορά εκκλησία, το παρεκκλήσιο της Αγίας Λουκίας στο Ρίο Πατρών και διακοσμεί το τέμπλο του παρεκκλησίου της Αγίας Αικατερίνης στο Νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού-το πρώτο τέμπλο που αναλάμβανε στην Αθήνα. Το πρώτο τέμπλο εκτός Ελλάδος το πραγματοποιεί στην Ηλιούπολη του Καΐρου στο παρεκκλήσιο του Σπετσαροπούλειου Ορφανοτροφείου.

Την περίοδο αυτή το ταξίδι του στην Αίγυπτο τον φέρνει σε επαφή με τα Fayum κι αυτό αποτυπώνεται μορφολογικά σε σειρά γυναικείων πορτρέτων της περιόδου (Μαρία Κόντογλου-1945,προσωπογραφία γυναίκας-1945 και Κεφαλή γυναίκας 1951), αλλά και σε προσωπογραφίες αγών σε στηθάρια (Παρεκκλήσι Πεσμαζόγλου, Ζωοδόχος Πηγή Παιανίας εικ.Αγίας Αικατερίνης).

Τα χρόνια της μεγάλης παραγωγής στην εκκλησιαστική ζωγραφική 1950-1960
Ιδιαίτερα γόνιμη χαρακτηρίζεται η τελευταία περίοδος της καλλιτεχνικής ζωής του: τα έργα της μνημειακής και φορητής εκκλησιαστικής ζωγραφικής του υπερτερούν αριθμητικά της κοσμικής ζωγραφικής του. Έτσι αγιογραφεί ενοριακές εκκλησίες, ιδιωτικά παρεκκλήσια και μεγάλο αριθμό φορητών εικόνων: Ζωοδόχος Πηγή Παιανίας, παρεκκλήσιο Αγίου Γεωργίου στον Άγιο Κωνσταντίνο Ομονοίας και Αγία Βαρβάρα Αιγάλεω, Άγιος Ανδρέας (Πατήσια), Άγιος Νικόλαος (Πατήσια), Καπνικαρέα, Άγιος Ευθύμιος Κερατσινίου, Άγιος Χαράλαμπος στο Πολύγωνο, Άγιος Γεώργιος Κυψέλης. Αλλά και εικόνες για τέμπλα εκκλησιών σε Ελλάδα (Άνδρος, Ρόδος) και Αμερική.

Η τελευταία πενταετία της ζωής του: 1960-1965
Συνεχίζει και ολοκληρώνει την περίοδο αυτή την ιστόρηση του Αγίου Νικολάου Αχαρνών. Ζωγραφίζει ιδιωτικά παρεκκλήσια όπως της οικογένειας Πατέρα στο Ψυχικό, της οικογένειας Καμπάνη στο Πικέρμι και της οικογένειας Γουλανδρή στην Εκάλη. Επίσης του Αγίου Γεωργίου Πολυκλινικής Αθηνών.

Το συγγραφικό του έργο
Ως πεζογράφος, με το ιδιότυπο προσωπικό ύφος του, "μπολιασμένο" από τη γλώσσα των θαλασσινών, τα συναξάρια των αγίων κι έναν εξωτικό κοσμοπολιτισμό, ο Κόντογλου επηρέασε γόνιμα τη γραφή μεταγενέστερων πεζογράφων αποτελώντας τον πρόδρομο της γενιάς του 1930.

Το συγγραφικό έργο του Κόντογλου διακρίνεται σύμφωνα με τον Γιώργο Παγάνο, σε:
α) λογοτεχνικό (πρωτότυπα έργα, ταξιδιωτικά, θαλασσινές ιστορίες, λυρικές περιγραφές)
β) διασκευές θαλασσινών ιστοριών από την εποχή των Ανακαλύψεων
γ) βιογραφίες ιστορικών προσώπων, οσίων και αγίων της Εκκλησίας
δ) άρθρα ή δοκίμια για την παράδοση και τις αξίες της, τη βυζαντινή τέχνη, πολεμικά κατά του καθολικισμού και των ευρωπαϊκών προτύπων, και
ε) ποικίλα θρησκευτικά κείμενα προς οικοδόμησιν των πιστών.

Fotis Κontoglou-2

Λογοτεχνικό έργο
Το 1918 γράφει στο Παρίσι το ρομάντζο, όπως ο ίδιος το χαρακτήρισε Petro Cazas και το τυπώνει στο Αϊβαλί το 1920. Με το δεύτερό του έργο Βασάντα, που περιέχει και μεταφράσεις αρχίζει να εδραιώνεται ως ένας ιδιότυπος πεζογράφος. Ο τόνος της αφήγησης ρεπορταζικός και περιγραφικός. Τα δύο πρώτα του έργα του κινούνται σε καθαρά λογοτεχνικούς χώρους κάτι που στα επόμενα χρόνια και στα επόμενα έργα του θα αρχίσει να αγγίζει άλλα πεδία της πεζογραφίας ο Κόντογλου. Το 1925 στο περιοδικό που εκδίδει δημοσιεύει το διήγημα Το μυαλό μου ταξιδεύει (1925). Η πρώιμη αυτή πεζογραφία του δεν σχετίζεται με το παρελθόν και το παρόν της σύγχρονής του ελληνικής κοινωνικής πραγματικότητας,πλην ενός διηγήματος της συλλογής Βασάντα κι αυτό εμμέσως.

Το 1934 το περιοδικό Ο Κύκλος τον συμπεριλαμβάνει σε μια ανθολογία πεζογράφων-σε αυτούς που θεωρεί ως καλύτερους της εποχής. Περιλαμβάνεται και στην ανθολόγηση του Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου (Ανήσυχα χρόνια). Γενικά τη δεκαετία του 30' κι ενώ βγαίνουν τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα των μεσοπολεμικών πεζογράφων,η παρουσία του Κόντογλου είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Αντίθετα τη δεκαετία του 40' είναι η πιο δημιουργική στο συγγραφικό του έργο. Έχουμε τότε τους περισσότερους τίτλους βιβλίων ποικίλου περιεχομένου με έμφαση τα θρησκευτικά κείμενα.

Στην Κατοχή με το Φημισμένοι άντρες και λησμονημένοι προστρέχει σε πρόσωπα φανταστικά ή υπαρκτά με έντονη τη νοσταλγική του διάθεση. Ένα από τα κεντρικά θέματα της πεζογραφίας του, αν όχι το κεντρικότερο, είναι ο Ελληνισμός πριν απολέσει την επαφή του με τον Τούρκο, ή στο τέλος της Τουρκοκρατίας.

Μεταφραστικό έργο
Το 1921 στο περιοδικό Ο Λόγος δημοσιεύει μετάφραση αποσπασμάτων από τον Ροβινσώνα Κρούσο. Μεταφράζει στα Ελληνικά Γράμματα τα Παλιά Ιταλικά Παραμύθια (1927) μαζί με τον Τζούλιο Καΐμη, επίσης Το Μιλιούνι ή τα ταξίδια του Μάρκου Πόλο. Το 1948 μεταφράζει στη Νέα Εστία τις Σκέψεις του Βλάση Πασκάλ εξελληνίζοντας τον τίτλο σε Ρητά και λογισμοί.

Το στίγμα του έργου του
Το πνευματικό δρομολόγιό του, όπως και άλλων εκπροσώπων της Γενιάς του Τριάντα ήταν Τουρκία-Γαλλία-Ελλάδα.

Αντιδρώντας στον εκδυτικισμό αγωνίστηκε για την επαναφορά της παραδοσιακής αγιογραφίας. Μαζί με τον Κωστή Μπαστιά και τον Βασίλη Μουστάκη κυκλοφόρησαν το περιοδικό Κιβωτός, όπου με άρθρα και φωτογραφικό υλικό ενίσχυαν τον αγώνα του Κόντογλου. Mια τέτοια προσπάθεια περιέκλειε και κάποια μειονεκτήματα: ο Κόντογλου κουβαλούσε από την περίοδο της μαθητείας του στο Παρίσι την αγάπη των Εμπρεσιονιστών για τις πρωτόγονες τέχνες και επιστρέφοντας στην Ελλάδα μελέτησε και αντέγραψε τα έργα της βυζαντινής ζωγραφικής με τέτοια κριτήρια. Έτσι η βυζαντινή εικόνα έπρεπε να είναι καθαρή και ανόθευτη από κάθε άλλη επίδραση. Ένα πνεύμα στρατεύσεως θα χαρακτηρίσει την δημιουργία του, καθώς «ο ίδιος μετά τον Β΄Παγκόσμιο πόλεμο θα γράψει πως αποφασίζει να αφιερώσει το τάλαντό του στο Χριστό», κάτι που απουσίαζε στους πρώτους Χριστιανούς και τους Βυζαντινούς. Γι΄αυτό και η ποιοτική διαφορά ανάμεσα στον προπολεμικό και τον μεταπολεμικό Κόντογλου. Πριν τον πόλεμο θα εισηγηθεί στον Αναστάσιο Ορλάνδο, Διευθυντή της Υπηρεσίας αναστηλώσεως και συντηρήσεως αρχαίων και Βυζαντινών μνημείων του Υπουργείου Παιδείας, οι εκκλησίες να χτίζονται και να διακοσμούνται με τοιχογραφίες βυζαντινότροπες.

Θα διεκδικήσει με ανάλογο πείσμα την ελληνική ιθαγένεια και στο πεζογραφικό του έργο, «αγγίζοντας τον βυζαντινό αντιφραγκισμό».

Γνωρίσματα της ζωγραφικής τουkontoglou apicrure
Ο Κόντογλου δεν κάνει κάτι περισσότερο από από ό,τι έκαναν οι κλασικιστές, οι ναζαρηνοί, οι νεογοτθιστές, οι νεορομαντικοί που σε όλον τον 19ο αιώνα καλλιεργούσαν τα διάφορα ιστορικά στυλ. Και στην Ελλάδα του ύστερου 19ου αιώνα στα πλαίσια του κλασικισμού καλλιεργήθηκε ένας ιδιότυπος βυζαντινισμός και ο Κόντογλου θα μεταχειριστεί ένα ιδιότυπο λαϊκοβυζαντινό στυλ ελεύθερα. Η τέχνη του Κόντογλου χαρακτηρίζεται από εικονιστική παραμόρφωση, έλλειψη προοπτικής, αντιρρεαλιστικά χρώματα, αφαιρετικότητα. Μορφολογικά αλλά και ως προς την εσωτερική έκφραση θυμίζουν πίνακες του ευρωπαϊκού εξπρεσιονισμού. Ο Κόντογλου καταργεί την προοπτική υπό την επίδραση της πριμιτιβιστικής τέχνης. Ο Κόντογλου θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί σαν ένας από τους τελευταίους υστεροβυζαντινούς ζωγράφους. Όμως δεν έχει μεγάλη σχέση μεταξύ τους ακόμα και αν τους ακολουθεί σε ορισμένα παραδοσιακά σημεία ο προγραμματισμός της δουλειάς του φανερώνει ένα ακαδημαϊσμό.

Γνωρίσματα της λογοτεχνίας του
Συνδυάζει στοιχεία από τον κόσμο των παραισθήσεων του Έντγκαρ Άλλαν Πόε και τον κόσμο των βίων των αγίων, την αφηγηματική απλότητα του Ντάνιελ Ντεφόε και τις ακολουθίες της Ορθόδοξης Εκκλησίας και όλα αυτά συνέθεταν ένα ύφος naif με καθαρά προσωπικό περιεχόμενο. Οι ήρωές του σαν τους απλούς βιβλικούς ανθρώπους της ανατολής ή σαν τον bon sauvage του αγριανθρώπου των μακρινών αποικιών που που λόγω της απομόνωσής του αυτής από τον δυτικό πολιτισμό παρέμεινε καλός και αγαθός. Μεταφράζει αποσπάσματα από τον Ροβινσώνα Κρούσο και καμαρώνει για την απλότητα του ύφους του Ντάνιελ Ντεφόε και ταυτίζει τον εαυτό του με τον ήρωα του έργου. Επιδιώκει μια επιστροφή στην παρθενία -κάτι που δεν είναι καθόλου άσχετο με με την γενικότερη απώλεια εμπιστοσύνης στο δυτικό πολιτισμό- συνεπεία του μηχανοποιημένου πολέμου του 1914-1918.

Στη λογοτεχνία η ακτινοβολία του μάλλον ήταν πιο περιορισμένη σε σχέση με εκείνη της ζωγραφικής του: όπως επισημαίνει ο Λίνος Πολίτης, «Έμεινε σφιχτά προσκολλημένος στο ίδιο ύφος, χωρίς καμία εσωτερική ανανέωση, και τα πολλαπλά δημοσιεύματά επαναλαμβάνουν τα ίδια μοτίβα, ενώ η γλώσσα και το ύφος -που είχαν αναβρύσει τόσο αυθόρμητα και γνήσια στην αρχή- στεγνώνουν αργότερα σε κάποια μανιέρα, κάποτε και με μια δυσάρεστη αναβίωση αρχαϊσμών και καθαρεύουσας». Γενικά ο Κόντογλου δεν άφησε μεγάλα συνθετικά έργα, όπως μυθιστορήματα και εκτός από λίγες εξαιρέσεις, ούτε καν νουβέλες και διηγήματα. Δεν υπάρχει έτσι στο έργο του η εντυπωσιακή μυθοπλασία και σκηνοθεσία με περίτεχνη πλοκή. Το λογοτεχνικό του έργο κατέχει περιορισμένη έκταση στο σύνολο της συγγραφικής του παραγωγής, ενώ το πρωτότυπο λογοτεχνικό είναι μικρό τμήμα του πρώτου. Σε μια εποχή που ο μύθος κυριαρχεί στην ελληνική πεζογραφία εκείνος αποστασιοποιείται. Δεν συναντάμε στα κείμενά του το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο όπως συμβαίνει στα μυθιστορήματα της εποχής του. Απουσιάζει το επικαιρικό, τα μεγάλα ανθρώπινα πάθη, οι συγκρούσεις και οι δραματικές καταστάσεις. Η λογοτεχνία του συνιστά μια «ποιητική ουτοπία», «μια εκτός τόπου και χρόνου λειτουργία της νοσταλγίας».

Η γλώσσα του λογοτεχνικού του έργου
Η γλώσσα του είναι μια λαϊκίζουσα ιδιόλεκτος με πολλά ιδιώματα της πατρίδας του στο τυπικό και στο λεξιλόγιο. Επηρεασμένος από το πνεύμα του δημοτικισμού των αρχών του αιώνα αποφεύγει λόγιες εκφράσεις και στο τυπικό του είναι εμφανείς κάποιοι ψυχαρισμοί (φχαρίστηση, ντυμασία .Μιστοκλής, Βριπίδης κλπ). Η λαϊκή γλώσσα του δεν είναι προϊόν αισθητικής προτίμησης, αλλά κρίνεται και ως κατάλληλη γλωσσική μορφή κατήχησης και να επικοινωνήσει με το μεγάλο πλήθος.

Το ύφος της γραφής του
Το ύφος του είναι ιδιότυπο, απλοϊκό και αφελές, «ένα ύφος ανατολίτη παραμυθά».Υπερέχει ο παρατακτικός λόγος, με ρυθμό που θυμίζει λαϊκές αφηγήσεις,παραμύθια και αινίγματα.

Οι ήρωές του
Οι μυθιστορηματικοί χαρακτήρες των έργων του παρουσιάζονται στατικοί: στην ακμή της ζωής τους, με διαμορφωμένη την προσωπικότητά τους,έχοντας χαράξει πορεία, από την οποία δεν παρεκκλίνουν.

Η πρόσληψή του
Ο Κόντογλου έχει αντιμετωπισθεί λιγότερο ως λογοτέχνης και πιο πολύ ως «πνευματικός καθοδηγητής, ομολογητής της πίστεως, ιδεολογικός ταγός, αρχηγός της ελληνορθόδοξης παράταξης». Ο Κόντογλου έχει επίσης ταυτιστεί με την εκκλησιαστική ζωγραφική (του) γεγονός που οφείλεται και στο ότι μεγάλο μέρος της πριν από τον πόλεμο δημιουργίας του χάθηκε ή έμεινε κρυμμένο και ξεχασμένο σε συλλογές και σπίτια φίλων της νεότητάς του. Έτσι σε έκθεση που πραγματοποιήθηκε στην Εθνική Πινακοθήκη με θέμα Οι μεταμορφώσεις του μοντέρνου δεν συμπεριλαμβάνονταν έργα του -παράλειψη συνειδητή που υπογράμμιζε την ιδιότητά του ως ζωγράφου εκκλησιαστικού.

Επιδράσεις
Ο Κόντογλου «είναι ίσως από τους νεοέλληνες καλλιτέχνες ο μόνος που είχε τόσους μαθητές χωρίς να είναι καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών ή έστω να έχει ιδρύσει κάποια ιδιωτική σχολή ή Φροντιστήριο». Οι Γιάννης Τσαρούχης, οι δυο τους είναι μαζί από το 1929 έως το 1934 και Νίκος Εγγονόπουλος είναι οι παλιότεροι και κορυφαίοι ζωγράφοι της μεταπολεμικής περιόδου. Άλλοι άμεσοι μαθητές του είναι οι Κ. Γεωργακόπουλος, Σπ. Παπανικολάου, Π. Βαμπούλης, ο Γ. Χοχλιδάκης. Πολυάριθμοι είναι και οι έμμεσοι μαθητές του μέσω της Εκφράσεως, όπως ο Ράλλης Κοψίδης και Κ. Ξυνόπουλος. Στη νεώτερη γενιά των έμμεσων μαθητών του ανήκουν οι Γιάννης Μητράκας, ο πατήρ Σταμάτιος Σκλήρης και ο Γεώργιος Κόρδης. Το λογοτεχνικό του έργο ασκεί επίσης ανάλογη επιρροή, όπως στον Παντελή Πρεβελάκη (Χρονικό μιας Πολιτείας), τον Ηλία Βενέζη ως προς την λυρικίζουσα αφήγησή του.

Αποτίμηση της προσφοράς του
Ο Φώτης Κόντογλου ήταν μια μεγάλη μορφή της νεοελληνικής τέχνης. "Με την εμφάνισή του, τάραξε τα λιμνασμένα νερά της ανερμάτιστης ευμάρειας του μεσοπολέμου, κέντρισε την εθνική μας συνείδηση και διεσάλπισε την σωτηριώδη καθαρότητα της Ορθόδοξης πίστης μας. Το έργο του μένει παρακαταθήκη στην εθνική μας συνέχεια, στήριγμα της ψυχής των Ελλήνων" (Νίκος Ζίας, "Φώτης Κόντογλου"). Πολυτάλαντη προσωπικότητα, διφυής καλλιτέχνης: στο ίδιο πρόσωπο συνυπάρχουν ο ζωγράφος που γράφει και ο πεζογράφος που ζωγραφίζει. Ως ζωγράφος πρωτοστάτησε στο κίνημα για τη στροφή της ελληνικής τέχνης του 20ου αιώνα προς την πνευματική ένταση της βυζαντινής παράδοσης και τη δροασιά της λαϊκής ζωγραφικής.

Σε σχέση με την λαϊκή τέχνη η προσφορά του Κόντογλου εντοπίζεται «στην όχι πλέον μουσειακή αντιμετώπιση, αλλά στην ένταξη μορφών της λαϊκής τέχνης ή διδαγμάτων της λαϊκής ζωγραφικής στη σύγχρονη δημιουργία». Ως προς το αγιογραφικό έργο του συνέβαλε στην ανανέωση της θρησκευτικής εικονογραφίας, στον εμπλουτισμό των εκκλησιών με έργα νέας αντίληψης. Επίσης επιχείρησε να ξαναζωντανέψει την ιστόρηση χειρογράφων με το έργο του Αστρολάβος. Ο ρόλος του στη μεσοπολεμική πεζογραφία δεν είναι επίσης μικρός, καθώς ήταν «φορέας μιας ιδιότυπης γραφής και  εκφραστής ενός περιβάλλοντος όπου τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας δεν είναι διακριτά». Ο Κόντογλου συμβάλει σε σημαντικό βαθμό στη διατήρηση ενός ξεχασμένου σήμερα πλέον λεξιλογίου θαλασσινών λέξεων και ναυτικών όρων, από τις οποίες βρίθουν τα έργα του. Επίσης συμβάλει, σύμφωνα με τον Γιανναρά, «στην ενεργοποίηση της ελληνικής και ορθόδοξης αυτοσυνειδησίας» και στην «αφύπνιση της ανυποψίαστης ελλαδικής διανόησης, αλλά και ευρύτερα της ελλαδικής κοινής γνώμης, στην αισθητική τουλάχιστον αξία και δυναμική της βυζαντινής εκκλησιαστικής παράδοσης».

Τιμητικές διακρίσεις
Το 1948 έλαβε το β' βραβείο θρησκευτικής ζωγραφικής στα πλαίσια της Πανελλήνιας Καλλιτεχνικής Έκθεσης στο Ζάππειο. Το 1960 του απονεμήθηκε ο Ταξιάρχης του Φοίνικος. Τιμήθηκε με το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (1961) για το βιβλίο Έκφρασις της Ορθοδόξου Εικονογραφίας, με το Βραβείo «Πουρφίνα» της Ομάδας των Δώδεκα (1963) για το βιβλίο Το Αϊβαλί, η πατρίδα μου και με το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου του.