Άρθρα
Μάχη της Χαιρώνειας (338 προ Χριστού)
Μάχη της Χαιρώνειας
(338 π.Χ.)
Η μάχη της Χαιρώνειας διεξήχθη το 338 π.Χ. μεταξύ του μακεδονικού βασιλείου και των συνασπισμένων στρατευμάτων της Αθήνας, της Κορίνθου, της Κέρκυρας, της Λευκάδας, της Αχαΐας, των Μεγάρων, της Ακαρνανίας, της Εύβοιας και του Κοινού των Βοιωτών, ηγέτιδα του οποίου ήταν η Θήβα. Οι Μακεδόνες αναδείχτηκαν θριαμβευτές. Το πεδίο της μάχης βρίσκεται στον κάμπο της Βοιωτίας, πολύ κοντά στον αρχαίο οικισμό της Χαιρώνειας και το σημερινό ομώνυμο χωριό. Απέχει 13 χιλιόμετρα βόρεια από τη Λιβαδειά.
Η συγκεκριμένη σύγκρουση υπήρξε καθοριστική για τη διαμόρφωση της πολιτικής κατάστασης στην Ελλάδα του ύστερου 4ου αιώνα π.Χ. Ο Φίλιππος Β', μονάρχης της Μακεδονίας, κατόρθωσε μετά από πολλά έτη αιματηρών εκστρατειών και έντονων διπλωματικών διαβουλεύσεων να καθυποτάξει και τους τελευταίους πυλώνες αντίστασης στα σχέδια του για επικράτηση στον ελλαδικό χώρο. Η μάχη της Χαιρώνειας σηματοδοτεί ουσιαστικά την αφετηρία της μακεδονικής κυριαρχίας στα πολιτικά πράγματα της Ελλάδας για σχεδόν έναν αιώνα.
Επίσης, παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον και από στρατιωτική άποψη, αναδεικνύοντας ολοφάνερα την υπεροχή της μακεδονικής φάλαγγας έναντι των προγενέστερων αντίστοιχων τύπων των πόλεων-κρατών.
Πριν τη Χαιρώνεια
Ο Φίλιππος είχε ήδη επιτύχει να διευρύνει σημαντικότατα τη σφαίρα επιρροής του στο χώρο των νότιων Βαλκανίων. Κατά τη διάρκεια της ηγεμονίας του κατάφερε να τιθασεύσει τους σκληροτράχηλους λαούς που συνόρευαν με τη Μακεδονία. Στον ελλαδικό χώρο πέτυχε με περίτεχνους διπλωματικούς χειρισμούς να εγκαταστήσει παρατάξεις φιλικά προσκείμενες προς το πρόσωπό του, αποκτώντας με αυτό τον τρόπο το δικαίωμα να επεμβαίνει και να αναμειγνύεται στα πολιτικά τεκταινόμενα των υπόλοιπων Ελλήνων. Επίσης, είχε προσεταιριστεί την άρχουσα τάξη της Θεσσαλίας, ενώ με το πέρας του Γ' Ιερού Πολέμου (355-352 π.Χ.) εξασφάλισε τη συμμετοχή της Μακεδονίας στο Αμφικτυονικό Συνέδριο των Δελφών.
Παρόλα αυτά όμως, η άλλοτε κραταιά δύναμη Αθήνα εξακολουθούσε να αψηφά την ολοένα αυξανόμενη ισχύ της Μακεδονίας και έθετε εμπόδια για περαιτέρω επέκτασή της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η συνδρομή σε πλοία που παρείχε η Αθήνα στο Βυζάντιο τον καιρό που πολιορκούταν στενά από τις δυνάμεις του Φιλίππου (340 π.Χ.). Δύο χρόνια αργότερα, ο ισχυρός άνδρας της Μακεδονίας αποφάσισε να βάλει τέλος στην αμφισβήτηση που υφίστατο από τους περήφανους Αθηναίους.
Ο μακεδονικός στρατός συγκεντρώθηκε και το φθινόπωρο του 339 π.Χ. κατέλαβε αιφνιδιαστικά την πρωτεύουσα πόλη Ελάτεια της Φωκίδας (στο νομό Φθιώτιδας σήμερα). Τα νέα, «Ελάτεια κατείληπται», διαδόθηκαν τάχιστα στην πόλη της Αθήνας και ένα αίσθημα πανικού κυρίεψε το δήμο. Η σωφροσύνη και η ψυχραιμία δεν άργησαν να πρυτανεύσουν στην κοινή γνώμη και οι πολίτες της Αθήνας, έχοντας επίγνωση του ένδοξου παρελθόντος τους, έστειλαν πρέσβη στη Θήβα τον χαρισματικό ρήτορα Δημοσθένη με αίτημα να αντιμετωπίσουν μαζί τη μακεδονική εισβολή. Οι Βοιωτοί, παρόλο που είχαν συνάψει σύμφωνο συμμαχίας με το Φίλιππο, δεν άργησαν να μεταστρέψουν τη στάση τους. Ο Φίλιππος αποπειράθηκε ανεπιτυχώς να τους μεταπείσει, αποστέλλοντας τον ονομαστό πρέσβη του Πύθωνα το Βυζάντιο. Αθήνα και Κοινό των Βοιωτών συμφώνησαν να ξεκινήσουν άμεσα πολεμικές προπαρασκευές. Οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές δεν άργησαν να παρευρεθούν στην πεδιάδα της Χαιρώνειας, όπου έλαβε χώρα η συμπλοκή.
Η μάχη
Και οι δύο αντίπαλες παρατάξεις διέπονταν από ακμαίο φρόνημα. Ο Φίλιππος είχε καταφέρει να εμφυσήσει υψηλή αυτοπεποίθηση και ηθικό στο στράτευμά του, αισθήματα που οπωσδήποτε ενισχύονταν σημαντικά από τις πρόσφατες, πολλαπλές νίκες του. Οι Αθηναίοι και οι Βοιωτοί δεν υστερούσαν καθόλου σε ανδρεία και γενναιότητα ενώ παράλληλα καλούνταν να υπερασπιστούν τις πατρίδες τους.
Η διάταξη των δυνάμεων
Ο Φίλιππος τοποθέτησε τους επιφανείς Εταίρους στο αριστερό κέρας της παράταξης, αναθέτοντας την διοίκησή του στο δεκαοκταετή τότε γιο του Αλέξανδρο. Ο διάδοχος του θρόνου, παρά το μικρό της ηλικίας του, είχε προηγούμενη πολεμική εμπειρία εναντίον του θρακικού φύλου των Μαίδων, το οποίο και συνέτριψε ενώ ο Φίλιππος πολιορκούσε την Πέρινθο και το Βυζάντιο (340 π.Χ.). Αν και δεν έχουν διασωθεί λεπτομερείς περιγραφές για τη διάταξη των δυνάμεων των δύο αντιπάλων, οι τάξεις της μακεδονικής φάλαγγας έλαβαν θέση μάλλον στο κέντρο της παράταξης, συνεπικουρούμενες από μονάδες ελαφρύτερου πεζικού και ψιλών. Ο βασιλιάς κατέλαβε τη δεξιά πτέρυγα, όπως όριζαν τα μακεδονικά στρατιωτικά ήθη, ηγούμενος των Υπασπιστών, επίλεκτου τμήματος του πεζικού.
Στο αντίπαλο στρατόπεδο, οι Αθηναίοι παρέταξαν τα τμήματα της φάλαγγάς τους κατά φυλή, όπως συνήθιζαν, στην αριστερή πτέρυγα και το κέντρο, μαζί με τους οπλίτες των υπόλοιπων συμμάχων. Οι στρατηγοί Χάρης και Λυσικλής είχαν το γενικό πρόσταγμα των αθηναϊκού στρατού ενώ είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο γνωστός Δημοσθένης εντάχθηκε στις τάξεις των οπλιτών. Διοικητής του Κοινού των Βοιωτών ήταν ο Θηβαίος στρατηγός Θεαγένης, ο οποίος τοποθέτησε τα στρατεύματα του στο δεξιό άκρο του κέντρου και το δεξιό κέρας όλου του σχηματισμού, αντίκρυ από τις δυνάμεις του Αλέξανδρου. Από τη μάχη δεν απουσίαζε φυσικά ο περίφημος Ιερός Λόχος, μονάδα που αποτελούταν από 300 επίλεκτους και άριστα εκπαιδευμένους άνδρες της θηβαϊκής κοινωνίας.
Συνολικά, η δύναμη του μακεδονικού στρατού ανερχόταν σε τουλάχιστον 2.000 ιππείς και πάνω από 30.000 πεζούς. Οι συνδυασμένες δυνάμεις των συμμάχων, υστερούσαν αριθμητικά ελάχιστα απέναντι στους Μακεδόνες σύμφωνα με την εκδοχή του ιστορικού Διόδωρου Σικελιώτη, ενώ ο Ιουστίνος ισχυρίζεται ότι οι σύμμαχοι υπερτερούσαν σε αριθμό.
Διεξαγωγή
Επακολούθησε η μάχη, που χαρακτηρίστηκε από ιδιαίτερη σκληρότητα και ανδρεία. Ύστερα από την πάροδο αρκετού χρόνου στην πεδιάδα της Χαιρώνειας, η νίκη άρχισε να γέρνει προς το μακεδονικό στρατόπεδο χάρη στη σπουδαία τακτική που εφάρμοσε ο αρχηγός του.
Ο βασιλιάς Φίλιππος οπισθοχωρούσε εκτελώντας παραπλανητικούς ελιγμούς που καταπόνησαν και παρέσυραν τους Αθηναίους αντιπάλους του. Οι φάλαγγες οπλιτών που είχαν τοποθετηθεί στο κέντρο αμφότερων των πλευρών συνεπλάκησαν. Πολλοί άνδρες έπεφταν νεκροί και τραυματίες, πράγμα που καθιστούσε αμφίρροπο τον αγώνα μεταξύ τους. Στο μεταξύ, αρκετοί Βοιωτοί και άλλοι συμμαχικοί οπλίτες έσπευσαν να συμβάλλουν στην καταδίωξη του αντίπαλου δεξιού άκρου.
Άμεσο αποτέλεσμα της κίνησης αυτής ήταν να δημιουργηθεί ένα ακάλυπτο κενό στη συμμαχική διάταξη, που εξέθετε επικίνδυνα του μαχητές του Ιερού Λόχου. Καθοριστική για την έκβαση της μάχης θεωρείται η συμβολή του ίδιου του Αλέξανδρου ο οποίος σε τούτη την κρίσιμη χρονική στιγμή, περιστοιχιζόμενος από ρωμαλέους μαχητές, επιχείρησε μία παράτολμη ενέργεια ενδεικτική της ηγετικής φύσης και των προσόντων του. Ο νεαρός Μακεδόνας επιτέθηκε ορμητικά με το απόσπασμά του εναντίον του αποκομμένου Ιερού Λόχου και κατάφερε να φονεύσει πολλούς. Επίσης, τράπηκαν σε φυγή αρκετοί άλλοι εχθροί που αντιλήφθηκαν τον περίτεχνο ελιγμό πλαγιοκόπησής τους.
Οι άριστα εκπαιδευμένοι Μακεδόνες Υπασπιστές είχαν επιτύχει να συμπτυχθούν πειθαρχημένα ώσπου ξαφνικά ο βασιλιάς τους διέταξε να πραγματοποιήσουν μεταβολή και να στραφούν εναντίον του εχθρού. Η ήδη χαλαρή συνοχή των συμμαχικών δυνάμεων δέχθηκε ένα αποφασιστικό χτύπημα και άρχισε να διαλύεται. Οι άνδρες του συμμαχικού στρατού άρχισαν να εγκαταλείπουν τις θέσεις τους και να υποχωρούν άτακτα. Η νίκη έστεψε για μία ακόμη φορά τα μακεδονικά όπλα. Παρόλα αυτά, ο Φίλιππος δεν επέτρεψε στο ιππικό του να καταδιώξει τους ηττημένους, αποτρέποντας έτσι τη γενικευμένη σφαγή.
Οι απώλειες
Η συμπλοκή ήταν αναμφίβολα πολύνεκρη. Σκοτώθηκαν περισσότεροι από 1.000 Αθηναίοι ενώ παραδόθηκαν τουλάχιστον 2.000. Δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία για τις απώλειες των Βοιωτών, αλλά οι νεκροί, οι τραυματίες και οι αιχμάλωτοι πιθανότατα ανέρχονται σε χιλιάδες. Ο διοικητής τους, στρατηγός Θεαγένης, έπεσε ηρωικά.
Ο αρχαίος ιστορικός Πολύαινος αναφέρει επίσης ότι, από τους άλλους συμμάχους, οι Αχαιοί έχασαν αρκετούς άνδρες λόγω των τρομερών επελάσεων του αντίπαλου ιππικού εναντίον τους.
Οι απώλειες των Μακεδόνων δεν είναι γνωστές αλλά με κριτήριο τη σφοδρότητα της σύγκρουσης πρέπει να υπήρχαν αρκετοί νεκροί και πολλοί περισσότεροι τραυματίες στις τάξεις τους.
Αρχαιολογικές ανασκαφές κοντά στο πεδίο της μάχης, στην περιοχή κάτω από το Λιοντάρι της Χαιρώνειας, αποκάλυψαν 254 σκελετούς ανδρών, πιθανά τους νεκρούς του Ιερού Λόχου. Από αυτούς, δύο είχαν αποτεφρωθεί και οι υπόλοιποι απλά ενταφιαστεί.
Παραλειπόμενα και συνέπειες
Ο ρήτορας Δημοσθένης κατόρθωσε να διαφύγει και συνέχισε να κηρύττει με θέρμη και ζήλο τις αντιμακεδονικές του θέσεις. Η τύχη του στρατηγού Λυσικλή ήταν τραγική, αφού λοιδωρήθηκε έντονα και καταδικάστηκε σε θάνατο. Παρόλα αυτά, ο Χάρης κατόρθωσε να απαλλαγεί από τις κατηγορίες που τον βάραιναν.
Ο θριαμβευτής Φίλιππος έστησε τρόπαιο για ανάμνηση της σπουδαίας νίκης και παρέδωσε τους νεκρούς για ταφή. Το αποτέλεσμα της μάχης ανέδειξε το μακεδονικό βασίλειο ως πρωτεύουσα δύναμη και επισφράγισε τις πολυετείς προσπάθειες του Φιλίππου για ένωση του ελληνικού κόσμου.
Γεγονός είναι βέβαια πως οι πόλεις της Αθήνας και της Θήβας εξεγέρθηκαν εναντίον του μακεδονικού ζυγού τρία χρόνια μετά την καταστροφή της Χαιρώνειας, όταν ο Μέγας Αλέξανδρος ανέβηκε στο θρόνο της χώρας του. Η συγκεκριμένη ενέργεια όμως είχε ολέθριες συνέπειες για την παλαιά υπερδύναμη Θήβα, αφού η πόλη ισοπεδώθηκε ολοκληρωτικά από το νεαρό βασιλιά. Οι Αθηναίοι τρομοκρατήθηκαν από την αμείλικτη πράξη του Αλέξανδρου και αναθεώρησαν την απόφαση τους, συμβιβαζόμενοι και αναγνωρίζοντάς τον ως απόλυτο κυρίαρχο.
Η δίκη της χούντας πριν από 47 ακριβώς χρόνια
Η δίκη της χούντας
Σαν σήμερα πριν 47 χρόνια, στις 28 Ιουλίου 1975 ξεκίνησε η δίκη των πρωταιτίων της Xούντας από το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών στις Δικαστικές Φυλακές Κορυδαλλού, η οποία διήρκεσε ένα μήνα περίπου, μέχρι τις 29 Αυγούστου του ιδίου έτους.
Οι κατηγορίες που βάραιναν 24 απόστρατους αξιωματικούς του στρατού ξηράς και της αεροπορίας αφορούσαν τα αδικήματα της εσχάτης προδοσίας και της στάσης. Οι 20 από αυτούς κάθισαν στο εδώλιο του κατηγορουμένου, τρεις φυγοδικούσαν ενώ ένας, ο Θεόδωρος Θεοφιλογιαννάκος, δικαζόταν την ίδια περίοδο στο στρατοδικείο με κατηγορίες βασανισμών και η υπόθεσή του διαχωρίστηκε.
Πρώτος μάρτυρας, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος ο οποίος κατά την εκδήλωση του πραξικοπήματος (21/4/1967) ήταν πρωθυπουργός της χώρας.
Στο εδώλιο του κατηγορουμένου προσήχθησαν μόνο οι υπαίτιοι του πραξικοπήματος, διότι το αδίκημα χαρακτηρίστηκε στιγμιαίο και όχι συνεχές- εξαιρώντας έτσι από τη δίκη την πλειονότητα των στελεχών της δικτατορίας.
Για αρκετούς μήνες μετά την πτώση της χούντας οι πρωταίτιοι κυκλοφορούσαν ελεύθεροι, ή ήταν κατ’ οίκον περιορισμένοι, όπως ο Γεώργιος Παπαδόπουλος. Η εξήγηση αυτού του γεγονότος ήταν η εξής: Η κυβέρνηση της «Εθνικής Ενότητας» τουΚωνσταντίνου Καραμανλή -που είχε αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρα από τις 24 Ιουλίου του 1974– εξέδωσε άμεσα ένα νομοθετικό διάταγμα, βάσει του οποίου χορηγήθηκε μια μάλλον ασαφής «αμνηστία» για όλα τα πολιτικά εγκλήματα του διαστήματος 21 Απριλίου1967 – 23 Ιουλίου 1974, με προφανή στόχο να καταστεί δυνατή η απελευθέρωση και η επιστροφή από τους τόπους εξορίας, των φυλακισμένων και εκτοπισμένων αντιπάλων του δικτατορικού καθεστώτος, όπως και έγινε. Ωστόσο, η διαταγή αυτή δεν εξαιρούσε τους πραξικοπηματίες, με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να παραμένουν ελεύθεροι. Με τη Γ΄Συντακτική της Πράξη, η Βουλή των Ελλήνων επιχείρησε να ερμηνεύσει το διάταγμα, με συνέπεια τα εγκλήματα των χουντικών να εξαιρεθούν από την αμνήστευση. Έτσι τελικά, άνοιξε ο δρόμος για οποιονδήποτε πολίτη το επιθυμούσε, να καταθέσει μηνύσεις εναντίον των πραξικοπηματιών για Εσχάτη προδοσία.
Την αρχή έκανε μια ομάδα νεαρών δικηγόρων της Αθήνας μεταξύ των οποίων και ο Αλέξανδρος Λυκουρέζος έτσι ώστε κινήθηκε η διαδικασία της ποινικής δίωξης, γεγονός που οδήγησε στη σύλληψή τους. Στις 23 Αυγούστου του 1975, ο πρόεδρος του 5μελούς Εφετείου Αθηνών Γιάννης Ντεγιάννης εκφώνησε την υπ’ αριθμ. 477 απόφαση του δικαστηρίου το οποίο επέβαλε τις ακόλουθες ποινές:
Γεώργιος Παπαδόπουλος: Στρατιωτική καθαίρεση και θάνατος.
Στυλιανός Παττακός: Στρατιωτική καθαίρεση και θάνατος.
Νικόλαος Μακαρέζος: Στρατιωτική καθαίρεση και θάνατος.
Γρηγόριος Σπαντιδάκης : Στρατιωτική καθαίρεση και ισόβια.
Γεώργιος Ζωιτάκης: Στρατιωτική καθαίρεση και ισόβια.
Οδυσσέας Αγγελής: Στρατιωτική καθαίρεση και 20ετής κάθειρξη.
Ιωάννης Λαδάς: Στρατιωτική καθαίρεση και 20ετής κάθειρξη.
Δημήτριος Ιωαννίδης: Στρατιωτική καθαίρεση και ισόβια.
Νικόλαος Ντερτιλής: Στρατιωτική καθαίρεση και ισόβια.
Μιχαήλ Μπαλόπουλος: Στρατιωτική καθαίρεση και ισόβια.
Μιχαήλ Ρουφογάλης: Στρατιωτική καθαίρεση και ισόβια.
Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος: Στρατιωτική καθαίρεση και ισόβια.
Κωνσταντίνος Ασλανίδης: Ερήμην σε ισόβια.
Αντώνιος Λέκκας: Ισόβια.
Γεώργιος Κωνσταντόπουλος: Ισόβια.
Δημήτριος Σταματελόπουλος: Ισόβια.
Στέφανος Καραμπέρης: Ισόβια.
Ευάγγελος Τσάκας: Ισόβια.
Νικόλαος Γκαντώνας: Ισόβια.
Θεόδωρος Θεοφιλογιαννάκος: Ισόβια. (Ο Θεοφιλογιαννάκος παραπέμφθηκε και στη Δίκη των βασανιστών).
Ερήμην σε ισόβια καταδικάσθηκαν επίσης οι Ιωάννης Παλαιολόγος και Πέτρος Κωτσέλης.
Από τους υπόλοιπους καταδικασθέντες, σε έξι επιβλήθηκαν ποινές από 20ετούς καθείρξεως μέχρι 5ετούς φυλακίσεως, ενώ οι Αλέξανδρος Χατζηπέτρος, Κωνσταντίνος Καρύδας και έξι ακόμη κηρύχθηκαν αθώοι.
Σημειώνεται ότι ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, με απόφασή του, μετέτρεψε τις θανατικές ποινές σε ισόβια.
Δείτε στην διεύθυνση της ΕΡΤ το ψηφιακό ντοκουμέντο από τα αρχεία της για την πρώτη ημέρα της πολύκροτης δίκης.
Μάχη του Κλειδίου, μεταξύ της Βυζαντινής και Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας
Μάχη του Κλειδίου
Η Μάχη του Κλειδίου (γνωστή και με το όνομα Μάχη της οροσειράς Μπέλλες) διεξήχθη στις 29 Ιουλίου 1014 μεταξύ της Βυζαντινής και της Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας. Η μάχη αποτέλεσε το αποκορύφωμα της 50χρόνης διαμάχης μεταξύ του Σαμουήλ της Βουλγαρίας και του Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου. Η μάχη τελείωσε με νίκη των Βυζαντινών.
Η μάχη διεξήχθη στην περιοχή μεταξύ των βουνών Κερκίνης (Μπέλλες) και Ογκραζντέν της οροσειράς του Δυτικού Ορβήλου, κοντά στο χωριό Κλειδίον (σήμερα στη Βουλγαρία) 41°23 41 N 23°01 45 E. Η αποφασιστική μάχη έγινε στις 29 Ιουλίου, με επίθεση των Βυζαντινών, υπό την ηγεσία του Νικηφόρου Ξιφία, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή των Βουλγάρων. Αυτή η μάχη αποτέλεσε μεγάλο πλήγμα για τους Βούλγαρους. Οι Βούλγαροι στρατιώτες αιχμαλωτίστηκαν και τυφλώθηκαν μετά από διαταγή του Βασιλείου Β', ο οποίος αργότερα πήρε το όνομα «Βουλγαροκτόνος». Ο Σαμουήλ επέζησε από τη μάχη, αλλά πέθανε 2 μήνες αργότερα, από καρδιακή ανεπάρκεια. Θεωρείται πώς πέθανε όταν είδε τους τυφλούς Βούλγαρους στρατιώτες.
Παρά τα αποτελέσματα της μάχης, η Πρώτη Βουλγαρική Αυτοκρατορία δεν καταστράφηκε, αλλά δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει τους Βυζαντινούς. Για αυτό, το 1018, η Βουλγαρική Αυτοκρατορία καταστράφηκε από τον Βασίλειο Β'.
Πρελούδιο
Οι συγκρούσεις Βυζαντίου-Βουλγαρίας ξεκίνησαν τον 7ο αιώνα μ.Χ., όταν οι Βούλγαροι, υπό την ηγεσία του Χαν Ασπαρούχ, κατέλαβαν, κοντά στον Δούναβη, μια επαρχία της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ως αποτέλεσμα, οι Βούλγαροι αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν μια σειρά πολέμων με το Βυζάντιο.
Το 986, η Βουλγαρία δέχθηκε επίθεση από τον βορρά από τον Πρίγκιπα του Κιέβου, Σφιατοσλάφ. Εν τω μεταξύ, λόγω των επιθέσεων του Συμεών στο Βυζάντιο, η Βουλγαρική Αυτοκρατορία έχασε πολλή δύναμη. Κατά τη διάρκεια αυτών των συγκρούσεων, οι επιδρομείς από το Κίεβο νικήθηκαν από τους Βυζαντινούς, οι οποίοι ήταν σε πόλεμο με τους Βούλγαρους, μια συνεχόμενη σύγκρουση μετά την πτώση της βουλγαρικής πρωτεύουσας, Πρεσλάβ, το 971. Αυτό είχε το αποτέλεσμα της παραίτησης του Μπορίς Β' από τους αυτοκρατορικούς του τίτλους, και την παραχώρηση της ανατολικής Βουλγαρίας στους Βυζαντινούς. Οι Βυζαντινοί κατέλαβαν την ανατολική Βουλγαρία, αλλά τα ανεξάρτητα εδάφη της δυτικής Βουλγαρίας παρέμειναν αυτόνομα και υπό την ηγεσία των Κομητόπουλων - Νταβίντ, Μωυσή, Αρόν και Σαμουήλ - αντιστάθηκαν εναντίον του Βυζαντίου.
Το 976, στον θρόνο του Βυζαντίου ανέβηκε ο Βασίλειος Β', και πρώτος στόχος του ήταν η κατάληψη της Βουλγαρίας. Αντίπαλοι του ήταν οι Δυτικοί Βούλγαροι, υπό την ηγεσία του Σαμουήλ. Η πρώτη εκστρατεία του Βασιλείου ήταν καταστροφική, ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας παραλίγο να πεθάνει όταν οι Βούλγαροι εκμηδένισαν τον βυζαντινό στρατό στις Πύλες του Τραϊανού, το 986.
Τα επόμενα δεκαπέντε χρόνια, όσο ο Βασίλειος ήταν απασχολημένος με τις επαναστάσεις εναντίον του και τις επιθέσεις των Φατιμίντ στην Ανατολία, ο Σαμουήλ ανακατέλαβε τα περισσότερα από τα πρώην βουλγαρικά εδάφη και μετέφερε τον πόλεμο στο Βυζάντιο. Ωστόσο, η επίθεση του στη Νότια Ελλάδα, χάρη στην οποία έφθασαν στην Κόρινθο, τελείωσε με μεγάλη ήττα των Βουλγάρων στη μάχη του Σπερχείου το 996. Η επόμενη φάση του πολέμου ξεκίνησε το 1000, όταν ο Βασίλειος ξεκίνησε μια σειρά από επιθέσεις στη Βουλγαρία. Κατέλαβε τη Μοισία, και το 1003, τα σώματα του κατέλαβαν το Βίντιν. Τον επόμενο χρόνο, ο Βασίλειος κατατρόπωσε τον Σαμούηλ στη μάχη στα Σκόπια. Το 1005, ο Βασίλειος επανέκτησε τον έλεγχο στη Θεσσαλία και σε μέρη της νότιας Μακεδονίας. Σε αυτά και τα επόμενα χρόνια, οι Βυζαντινοί εισέβαλαν αρκετές φορές στη Βουλγαρία, λεηλατώντας την ύπαιθρο. Παρά τις μερικές επιτυχίες, οι Βυζαντινοί δεν καταφέρει να νικήσουν αποφασιστικά. Η βουλγαρική αντεπίθεση, το 1009, στη μάχη της Κρέτας, παρόλο αυτά, η νίκη των Βυζαντινών δεν ήταν αποφασιστική, αλλά οι Βούλγαροι είχαν χάσει πολλές δυνάμεις. Σύμφωνα με τον Βυζαντινό ιστορικό, Ιωάννης Σκυλίτζης: «Ο Αυτοκράτορας Βασίλειος Β' συνέχιζε τις επιθέσεις στη Βουλγαρία, καταστρέφοντας τα πάντα στον δρόμο του. Ο Σαμουήλ ήταν ανίκανος να τον σταματήσει σε ανοιχτή μάχη, και έτσι, έχανε τη δύναμη του». Το αποκορύφωμα του πολέμου ήρθε το 1014, όταν ο Σαμουήλ, ως ηγέτης του στρατού, προσπάθησε να σταματήσει τον βυζαντινό στρατό πριν αυτός εισέλθει στη βουλγαρική ενδοχώρα.
Προετοιμασίες για τη μάχη
Ο Σαμουήλ ήξερε πώς οι Βυζαντινοί θα επιτίθονταν στη χώρα του από τις ορεινές περιοχές. Οι Βούλγαροι έχτισαν τάφρους κατά μήκος των συνόρων τους, ειδικά στο πέρασμα του Κλειδίου στον Στρυμόνα, καθώς αυτό οδηγούσε στην καρδιά της Βουλγαρίας. Ο Σαμουήλ οχύρωσε περισσότερο την οροσειρά Μπέλλες και το Κάστρο στον Στρυμόνα. Ο ποταμός του Στρυμόνα ήταν ιδανικό μέρος για επιθέσεις και χρησιμοποιήθηκε αρκετές φορές από τους Βυζαντινούς. Ωστόσο, ο Σαμουήλ επέλεξε τον Στρυμόνα για αμυντική τακτική - βρισκόταν στον δρόμο από τη Θεσσαλονίκη μέχρι τη Θράκη, στα ανατολικά, και μέχρι την Οχρίδα, στα δυτικά. Τα σύνορα αυτά φρουρούνταν από μεγάλες βουλγαρικές δυνάμεις.
Ο Σαμουήλ αποφάσισε να αντιμετωπίσει τον Βασίλειο Β' και τον στρατό του στο Κλείδιο, όχι μόνο λόγω των ηττών στα πεδία της μάχης, αλλά και λόγω των ανησυχιών σχετικά με την εποπτεία του μεταξύ της αριστοκρατίας, η οποία είχε αποδυναμωθεί από τις εκστρατείες του Βασιλείου. Το 1005, ο διοικητής του Δυρραχίου, λιμανιού της Αδριατικής, παρέδωσε την πόλη στον Βασίλειο Β'. Για να αντιμετωπίσει τη βυζαντινή απειλή, ο Σαμουήλ συγκέντρωσε 45.000 στρατιώτες. Ο Βασίλειος Β' επίσης συγκέντρωσε ένα μεγάλο αριθμό στρατιωτών, και όρισε διοικητή τον Νικηφόρο Ξιφία, ο οποίος είχε καταλάβει τις παλαιές βουλγαρικές πρωτεύουσες Πλίσκα και Πρεσλάβ, το 1001.
Η μάχη
Ο βυζαντινός στρατός έφθασε από την Κωνσταντινούπολη και περνώντας από την Κομοτηνή, τη Δράμα και τις Σέρρες έφθασε στο χωριό του Κλειδίου στον ποταμό Στρυμόνα. Εκεί, βρήκε ένα χοντρό ξύλινο τείχος με Βούλγαρους στρατιώτες. Οι Βυζαντινοί επιτέθηκαν αμέσως, αλλά υποχώρησαν με βαριές απώλειες.
Ο Σαμουήλ, για να απομακρύνει τον Βασίλειο από το πεδίο της μάχης, έστειλε μεγάλο στρατό στη Νεστορίτσα. Οι Βούλγαροι της Νεστορίτσας έφθασαν ως τη Θεσσαλονίκη, αλλά δέχθηκαν μεγάλη ήττα από τον στρατηγό Θεοφύλακτο Βοτανειάτη και από τον γιο του, Μιχαήλ. Ο Θεοφύλακτος αιχμαλώτισε πολλούς Βούλγαρους και βάδισε στα βόρεια για να συναντήσει τον Βασίλειο.
Η πρώτη απόπειρα του Βασιλείου για να συντρίψει τους υπερασπιστές του περάσματος ήταν ανεπιτυχής, καθώς ο αριθμός των αμυνόμενων ανέρχονταν στους 15.000-20.000 Βούλγαρους. Παρά τις δυσκολίες, ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας αρνήθηκε να σταματήσει την επίθεση. Διέταξε τον Νικηφόρο Ξιφία να μεταφέρει τα σώματα του στο Βελάσιο, για να περικυκλώσει τους Βούλγαρους, όσο ο υπόλοιπος βυζαντινός στρατός θα πολιορκούσε το τείχος. Ο Ξιφίας οδήγησε τα σώματα του σε ένα μονοπάτι, πίσω από τις θέσεις των Βουλγάρων. Στις 29 Ιουλίου, ο Ξιφίας επιτέθηκε στους Βούλγαρους, αφού τους περικύκλωσε. Οι Βούλγαροι στρατιώτες άφησαν το οχυρό και κατευθύνθηκαν να αντιμετωπίσουν τη νέα απειλή, δίνοντας στον Βασίλειο την ευκαιρία να καταστρέψει το τείχος.
Εξαιτίας της σύγχυσης που επικρατούσε στο πεδίο της μάχης, πολλά βουλγαρικά στρατεύματα καταστράφηκαν, ενώ τα υπόλοιπα απεγνωσμένα προσπαθούσαν να φύγουν στη Δύση. Ο Σαμουήλ και ο γιος του, Γκαβίλ (Γαβριήλ) Ραντομίρ, κατευθύνθηκαν στα ανατολικά από το οχυρό τους στη Στρώμνιτσα, αλλά καταστράφηκαν στις μάχες στο Μοκριέβο (νυν Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας). Πολλοί Βούλγαροι στρατιώτες σκοτώθηκαν και άλλοι αιχμαλωτίστηκαν. Ο Αυτοκράτορας Σαμούηλ σώθηκε χάρη στην ανδρεία του γιου του, και με ασφάλεια έφθασαν στο Πρίλεπ. Από το Πρίλεπ, ο Σαμουήλ έφθασε στην Πρέσπα ενώ ο γιος του κατευθύνθηκε στη Στρώμνιτσα για να συνεχίσει τη μάχη.
Άλλα γεγονότα
Μετά τη νίκη στη μάχη του Κλειδίου, ο Βασίλειος Β' κατευθύνθηκε στη Στρώμνιτσα, οχυρό-κλειδί στην κοιλάδα του Βαρδάρη. Στον δρόμο τους για την πόλη, οι Βυζαντινοί κατέλαβαν το οχυρό του Ματσούκιον. Ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας έστειλε ένα στρατό, υπό την ηγεσία του Βοτανειάτη, για να περικυκλώσει τη Στρώμνιτσα και να καταστρέψει τα τείχη της πόλης, καθώς επίσης και να καθαρίσει τον δρόμο προς τη Θεσσαλονίκη. Με τα υπόλοιπα σώματα του, ο Βασίλειος έμεινε για να καταστρέψει τελείως την πόλη. Στην αρχή οι Βούλγαροι άφησαν τον Βοτενειάτη να καταστρέψει τις οχυρώσεις τους, αλλά περικύκλωσαν αυτόν και τον στρατό του και τον έσφαξαν. Στη μάχη, ο Γκαβρίλ Ραντομίρ σκότωσε τον Βοτανειάτη με το δόρυ του. Ως αποτέλεσμα, ο Βασίλειος Β' αναγκάστηκε να σταματήσει την πολιορκία της Στρώμνιτσας και υποχώρησε. Στην επιστροφή, ο Βασίλειος έπεισε τον κουβικουλάριο Σέργιο να παραδώσει το οχυρό του Μελένικου, το οποίο αποτελούσε τον κεντρικό δρόμο προς τη Σόφια, από τα νότια.
Οι αιχμάλωτοι
Ο Σκυλίτζης θεωρεί πώς ο Βασίλειος αιχμαλώτισε 15.000 στρατιώτες (14.000 σύμφωνα με τον Κεκαυμένο). Σύγχρονοι ιστορικοί, όπως ο Βασίλ Ζλατάρσκι, ισχυρίζονται πώς αυτοί οι αριθμοί είναι απίθανοι και υπερβολικοί. Τον 14ο αιώνα, το έργο του Κωνσταντίνου Μανασσή, Χρονικόν, μεταφράστηκε στα βουλγάρικα. Ο Μανασσής καταγράφει πώς στη μάχη αιχμαλωτίστηκαν 8.000 στρατιώτες. Ο Βασίλειος χώρισε τους αιχμαλώτους σε ομάδες των 100 ανδρών, τυφλώνοντας τους 99 αιχμαλώτους σε κάθε ομάδα και αφήνοντας τον τελευταίο με ένα μάτι, για να οδηγεί τους υπολοίπους στην πατρίδα τους] - αυτό το έκανε για να εκδικηθεί τον θάνατο του Βοτανειάτη, ο οποίος ήταν ο αγαπημένος του στρατηγός. Άλλη αιτία για αυτή την πράξη, ήταν ότι στα μάτια των Βυζαντινών, οι Βούλγαροι ήταν επαναστάτες κατά της εξουσίας τους, και πώς η τύφλωση ήταν η πιθανή τιμωρία για τους αντάρτες. Για αυτή την πράξη, ο Βασίλειος έλαβε το επίθετο «Βουλγαροκτόνος». Στις 6 Οκτωβρίου 1014, ο Σαμουήλ πέθανε από καρδιακή ανεπάρκεια, όταν είδε τους τυφλούς του στρατιώτες.
Μετά τη μάχη
Ο θάνατος του Βοτανειάτη και τα μετέπειτα τέσσερα χρόνια του πολέμου έδειξαν πώς η βυζαντινή επιτυχία δεν ήταν πλήρης. Μερικοί σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν πώς η ήττα των Βουλγάρων δεν ήταν πλήρης, όπως περιέγραψαν ο Σκυλίτζης και ο Κεκαυμένος. Άλλοι ιστορικοί δίνουν έμφαση στον θάνατο του Σαμουήλ και θεωρούν αυτό το γεγονός ως μεγάλο πλήγμα για τη Βουλγαρία. Ο Γκαβρίλ Ραντομίρ και ο Ιβάν Βλαντισλάφ στάθηκαν ανίκανοι να αντιμετωπίσουν τους Βυζαντινούς, και τελικά η Βουλγαρία καταλήφθηκε το 1018. Αυτό τον χρόνο, ο Τσάρος Ιβάν Βλαντισλάφ σκοτώθηκε στη μάχη στο Δυρράχιο και η Βουλγαρία έγινε επαρχία του Βυζαντίου, μέχρι το 1185, όποτε διεξήχθη η επιτυχής εξέγερση των αδερφών Άσεν.
Στη μάχη του Κλειδίου, ο βουλγαρικός στρατός υπέστη βαριές απώλειες, και αυτό ήταν αποφασιστικός παράγοντας για την τελική νίκη του Βυζαντίου στον πόλεμο. Οι περισσότεροι από τους διοικητές αποφάσισαν να παραδοθούν εθελοντικά στον Βασίλειο Β'.
Η μάχη είχε αντίκτυπο στους Σέρβους και στους Κροάτες, οι οποίο αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν τη δύναμη του Βυζαντινού Αυτοκράτορα, μετά το 1018. Τα σύνορα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας αποκαστάθηκαν στον Δούναβη, δίνοντας στο Βυζάντιο τον έλεγχο της βαλκανικής χερσονήσου από τον Δούναβη στην Πελοπόννησο και από την Αδριατική μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα.
Μνημεία
Σε ανάμνηση της μάχης ανεγέρθηκε το Μνημείο Βασιλείου Β' του Μακεδόνος (Μνημείο Μάχης του Κλειδίου), το οποίο βρίσκεται στο 14ο χλμ Σιδηροκάστρου-Προμαχώνα. Στην κορυφή του μνημείου είναι τοποθετημένο το σύμβολο Βυζαντίου, ο δικέφαλος αετός, ενώ στη μαρμάρινη στήλη είναι χαραγμένο το επίγραμμα:
ΒΑΣΙΛΕΙΩ ΤΩ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙ ΜΝΗΜΟΝΕΣ ΔΕΙΝΩΝ ΑΕΘΛΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΗΣ ΤΟΔΕ ΛΑΪΝΟΝ ΕΠΙΓΟΝΟΙ ΣΤΗΣΑΝ ΔΟΞΗΣ ΑΪΔΙΟΝ
Αλλά και στη Βουλγαρία έχει δημιουργηθεί μεγάλο μνημείο αφιερωμένο στον Σαμουήλ και στα θύματα της μάχης.
Άλωση της Θεσσαλονίκης το 904 από τους Σαρακηνούς πειρατές
Άλωση της Θεσσαλονίκης το 904 από τους Σαρακηνούς πειρατές
Η Άλωση της Θεσσαλονίκης το 904 από τους Σαρακηνούς πειρατές ήταν μία από τις χειρότερες καταστροφές που βρήκαν την Βυζαντινή Αυτοκρατορία στην διάρκεια του 10ου αιώνα. Ένας μουσουλμανικός στόλος, οδηγούμενος από τον αποστάτη Λέοντα τον Τριπολίτη, έχοντας ως αρχικό του στόχο την πρωτεύουσα, Κωνσταντινούπολη, απέπλευσε από την Συρία.
Οι Μουσουλμάνοι αποθαρρύνθηκαν από το να επιτεθούν στην Κωνσταντινούπολη, στρεφόμενοι, αντιθέτως, στην Θεσσαλονίκη, εκπλήσσοντας πλήρως τους Βυζαντινούς, των οποίων το ναυτικό ήταν ανίκανο να αντιδράσει εγκαίρως. Τα τείχη της πόλης, ειδικά εκείνα που βρίσκονταν κοντά στην θάλασσα, βρίσκονταν σε παραμελημένη κατάσταση, ενώ οι δύο διοικητές της πόλεις έδιναν αντικρουόμενες μεταξύ τους διαταγές.
Έπειτα από σύντομη πολιορκία, οι Σαρακηνοί κατάφεραν να εισβάλουν από τα τείχη της θάλασσας, κατέβαλαν την αντίσταση των Θεσσαλονικιών και, στις 29 Ιουλίου, κατέλαβαν την πόλη. Η άλωσή της συνεχίστηκε για διάστημα μίας εβδομάδας, προτού οι επιδρομείς αποχωρήσουν για τις βάσεις τους στον Λεβάντε, απελευθερώνοντας 4.000 Μουσουλμάνους φυλακισμένους, ενώ αιχμαλώτισαν 60 πλοία και συγκέντρωσαν σημαντικά λάφυρα και 22.000 αιχμαλώτους, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήσαν νεαρής ηλικίας.
Στην συγκεκριμένη περίπτωση, οι περισσότεροι εκ των αιχμαλώτων, συμπεριλαμβανομένου του Ιωάννη Καμινιάτη, ο οποίος περιέγραψε την άλωση της πόλης, εξαγοράσθηκαν από τους Βυζαντινούς και ανταλλάχθηκαν με Μουσουλμάνους αιχμαλώτους.
Παγκόσμια Ημέρα Ηπατίτιδας 28 Ιουλίου
Παγκόσμια ημέρα Ηπατίτιδας
Ιογενείς Ηπατίτιδες - Πρόληψη - Θεραπεία
Η Ηπατίτιδα είναι μια δυνητικά θανατηφόρα ασθένεια που επηρεάζει 1 στους 12 ανθρώπους σε όλο τον κόσμο. Από κοινού, οι δύο ιοί (Β & C) είναι υπεύθυνοι για το θάνατο περίπου ενός εκατομμυρίου ανθρώπων ετησίως, όμως και οι δύο, σήμερα, μπορεί να προληφθούν και να θεραπευτούν.
Η Παγκόσμια Ημέρα κατά των Ιογενών Ηπατιτίδων, είναι ένα ετήσιο παγκόσμιο γεγονός, που έχει σαν στόχο την ευαισθητοποίηση του κοινού αλλά και των αρχών ώστε να υπάρξει πραγματική αλλαγή στρατηγικής στην πρόληψη, αλλά εξίσου σημαντικό στην εύκολη πρόσβαση των ασθενών σε εξετάσεις και θεραπεία.
Δελτίο Τύπου ΚΕΕΛΠΝΟ για την Παγκόσμια Ημέρα
Ηπατίτιδα Β
Η ηπατίτιδα Β προκαλείται από τον ιό της ηπατίτιδας Β.
Σε όλο τον κόσμο, περισσότερα από 2 δισεκατομμύρια άτομα έχουν μολυνθεί, από τα οποία περίπου 350 εκατομμύρια άτομα είναι χρόνιοι φορείς.
Η Ελλάδα ανήκει στις περιοχές με ενδιάμεση ενδημικότητα, αλλά ο επιπολασμός των φορέων ηπατίτιδας Β παρουσιάζει πτωτική τάση τα τελευταία χρόνια. Εντούτοις, η μετακίνηση πληθυσμών στην Ελλάδα από περιοχές υψηλής ή ενδιάμεσης ενδημικότητας αυξάνει τον επιπολασμό της ηπατίτιδας στο σύνολο του πληθυσμού και στον τόπο μας.
Από το 1982 υπάρχει ασφαλές κι αποτελεσματικό εμβόλιο έναντι του ιού της ηπατίτιδας Β, που είναι το πρώτο προληπτικό εμβόλιο κατά του καρκίνου του ήπατος.
Η μετάδοση της ηπατίτιδας Β γίνεται από μολυσμένα με αίμα αντικείμενα (π.χ. σύριγγες, ξυραφάκια, βελόνες), από σεξουαλική επαφή ή από τη μητέρα στο παιδί.
Για τη χρόνια ηπατίτιδα Β, υπάρχουν σήμερα φάρμακα τα οποία δρουν ενισχύοντας την άμυνα του οργανισμού, μειώνοντας τον πολλαπλασιασμό του ιού και επιβραδύνοντας την ηπατική νόσο, ενώ σε σπάνιες περιπτώσεις μπορούν ακόμα και να εκριζώσουν τον ιό. Η χορήγησή τους γίνεται μόνο από εξειδικευμένους γιατρούς και πάντα κάτω από ιατρική παρακολούθηση.
Ο εμβολιασμός έναντι της ηπατίτιδας Β είναι ο μόνος αποτελεσματικός τρόπος για την πρόληψη της νόσου και των επιπλοκών της.
Περισσότερα εδώ
Ηπατίτιδα C
Στην Ελλάδα, στο γενικό πληθυσμό, το ποσοστό της HCV λοίμωξης υπολογίζεται σε 1.9%, δηλαδή περίπου 200.000 άτομα έχουν μολυνθεί από τον ιό.
Ο ιός της ηπατίτιδας C μεταδίδεται από μολυσμένα με αίμα αντικείμενα (π.χ. σύριγγες, ξυραφάκια, βελόνες) και σπάνια από σεξουαλική επαφή ή από τη μητέρα στο παιδί της.
Δεν υπάρχει εμβόλιο ή άλλο μέσο προφύλαξης.
Η χρήση συνδυασμού αντιικών φαρμάκων έχει βελτιώσει σημαντικά τη θεραπεία της ηπατίτιδας C.
Πρόσφατα, εγκρίθηκε στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη η κυκλοφορία νέας γενιάς φαρμάκων, τα οποία αναμένεται να αλλάξουν ριζικά το τοπίο στη θεραπεία των ασθενών με χρόνια HCV λοίμωξη.
Περισσότερα εδώ
Ηπατίτιδα Α
Η ηπατίτιδα Α είναι μια οξεία, συνήθως αυτοπεριοριζόμενη σε χρονικό διάστημα μερικών εβδομάδων νόσος, η οποία ποτέ δεν οδηγεί σε χρόνια ηπατίτιδα.
Ο ιός της ηπατίτιδας Α έχει παγκόσμια κατανομή. Ετησίως εμφανίζονται περίπου 1,5 εκατ. νέες περιπτώσεις ηπατίτιδας Α σε όλο τον κόσμο και η μετάδοση του ιού ευνοείται από τις κακές συνθήκες διαβίωσης.
Η βελτίωση του κοινωνικοοικονομικού επιπέδου του πληθυσμού και των συνθηκών ύδρευσης και αποχέτευσης στη χώρα μας, είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση των κρουσμάτων και τα νέα περιστατικά πλέον να αφορούν ταξιδιώτες σε αναπτυσσόμενες χώρες ή άτομα που ήρθαν σε επαφή με ασθενείς.
Ο ακρογωνιαίος λίθος στην πρόληψη της ηπατίτιδας Α είναι η τήρηση των κανόνων υγιεινής, ενώ υπάρχει αποτελεσματικό και ασφαλές εμβόλιο, που έχει συμπεριληφθεί στο Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμού.
Περισσότερα εδώ
Χρήσιμες συμβουλές πρόληψης
• Τηρείτε κανόνες ατομικής υγιεινής (πλύσιμο χεριών)
• Μάθετε με μια απλή εξέταση αίματος αν έχετε μολυνθεί από ιογενή ηπατίτιδα
• Εμβολιαστείτε έναντι της ηπατίτιδας Α και Β εφόσον ανήκετε σε ομάδα υψηλού κινδύνου ή πρόκειται να ταξιδέψετε σε χώρα με υψηλή ενδημικότητα
• Χρησιμοποιείτε προφυλακτικό κατά τη σεξουαλική επαφή εφόσον δεν γνωρίζετε το ιολογικό προφίλ του συντρόφου σας
• Μη μοιράζεστε προσωπικά αντικείμενα (σύριγγες, βελόνες, ψαλίδια, νυχοκόπτες, οδοντόβουρτσα, ξυραφάκια κ.λπ.)
• Βεβαιωθείτε ότι χρησιμοποιούνται αποστειρωμένα ή μιας χρήσης εργαλεία κατά την περιποίηση νυχιών, βελονισμό, τατουάζ, piercing κ.λπ.