Άρθρα
Τα Εισόδια της Θεοτόκου ΗΜΕΡΑ ΤΩΝ ΕΝΟΠΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ
Τα Εισόδια της Θεοτόκου
ΗΜΕΡΑ ΤΩΝ ΕΝΟΠΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ
Θεομητορική εορτή της Χριστιανικής Εκκλησίας, με την οποία τιμάται η είσοδος για τους Ορθοδόξους και η εμφάνιση για τους Καθολικούς (Presentazione della Beata Vergine Maria) της μικρής Μαριάμ (Μαρίας) μαζί με τους γονείς της Ιωακείμ και Άννα στο Ναό του Σολομώντος στην Ιερουσαλήμ, προκειμένου η μέλλουσα Θεοτόκος να αφιερωθεί στον Θεό. Γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 21 Νοεμβρίου και από τις δύο Εκκλησίες, ενώ στις 4 Δεκεμβρίου τη γιορτάζουν οι χριστιανοί που ακολουθούν το παλαιό Ιουλιανό ημερολόγιο (Παλαιοημερολογίτες).
Η αναφορά για το περιστατικό των Εισοδίων της Θεοτόκου δεν γίνεται σε κάποιο από τα βιβλία της Καινής Διαθήκης, όπως θα περίμενε κανείς, αλλά σε δύο απόκρυφα Ευαγγέλια: το Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου (κεφ. 6-7) και το Ευαγγέλιο του Ψευδο-Ματθαίου. Σύμφωνα με αυτά, οι ευσεβείς γονείς της Θεοτόκου, Ιωακείμ και Άννα, έπειτα από εικοσαετή έγγαμο βίο, ήσαν άτεκνοι και παρακαλούσαν θερμά τον Θεό να τους χαρίσει ένα παιδί. Ο Θεός τους ανάγγειλε με Άγγελο ότι η επιθυμία τους θα εκπληρωθεί και η Άννα έμπλεη χαράς υποσχέθηκε να αφιερώσει το παιδί στον Θεό. Πράγματι, η Άννα έμεινε έγκυος και μετά από εννέα μήνες απέκτησε κόρη, τη Μαριάμ (Μαρία).
Όταν η Μαριάμ έγινε τριών ετών, οδηγήθηκε από τους γηραιούς γονείς της στο Ναό του Σολομώντος, προκειμένου να εκπληρωθεί το τάμα τους προς τον Θεό. Η Μαρία ανήλθε μόνη της τα 15 σκαλοπάτια που οδηγούσαν στον Ναό και παραδόθηκε από τους γονείς της στα χέρια του ιερέα Ζαχαρία. Αυτός την αγκάλιασε, την ευλόγησε και είπε: «Εμεγάλυνε ο Κύριος το όνομά σου σε όλες τις γενεές. Με σένα θα ευλογηθούν τα έθνη και ο Κύριος θα λυτρώση τους υιούς του Ισραήλ». Στη συνέχεια ανέβασε την τριετή Μαρία στο εσωτερικό του θυσιαστηρίου, όπου ο Θεός της πρόσφερε τη Χάρη του. Το νεαρό κορίτσι υπηρέτησε τον Ναό μέχρι τα 14 χρόνια του, οπότε αρραβωνιάστηκε τον Ιωσήφ και στη συνέχεια έγινε η μητέρα του Ιησού Χριστού.
Τα Εισόδια της Θεοτόκου καθιερώθηκαν ως εκκλησιαστική εορτή κατά τον 7ο αιώνα, πρώτα στην Ανατολή και πολύ αργότερα στη Δύση. Αναφορές υπάρχουν στα γραπτά του Αγίου Μάξιμου του Ομολογητή και των πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως Ταράσιου και Γερμανού. Με τα Εισόδια της Θεοτόκου συνδέεται και η βασιλική της Αγίας Μαρίας της Νέας, που χτίστηκε δίπλα στα ερείπια του Ναού του Σολομώντος και εγκαινιάστηκε στις 21 Νοεμβρίου 543 από τον βυζαντινό αυτοκράτορα Ιουστινιανό. Εξ αυτού του γεγονότος φαίνεται να επελέγη από την εκκλησία ο εορτασμός των Εισοδίων της Θεοτόκου στις 21 Νοεμβρίου. Επί αυτοκράτορος Μανουήλ Α' Κομνηνού (1143-1180) καθιερώθηκε ως ημέρα αργίας για το Βυζάντιο.
Στις μέρες μας, με ιδιαίτερη λαμπρότητα και κατάνυξη εορτάζονται τα Εισόδια της Θεοτόκου στα Χανιά, τη Λειβαδιά, την Αμφίκλεια και την Κίμωλο. Αφιερωμένη στα Εισόδια της Θεοτόκου είναι η Καπνικαρέα, το θαυμάσιο αυτό βυζαντινό ναΐδριο του 11ου αιώνα, που βρίσκεται στο μέσο της οδού Ερμού στην Αθήνα. Στις 21 Νοεμβρίου γιορτάζουν ο Παναγιώτης, η Μαρία, η Δέσποινα, αλλά και οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις γιορτάζουν την «Υπέρμαχο στρατηγό» τους.
Απολυτίκιο
Σήμερον της ευδοκίας Θεού το προοίμιον, και της των ανθρώπων σωτηρίας η προκήρυξις. Εν ναώ του Θεού τρανώς η Παρθένος δείκνυται, και τον Χριστόν τοις πάσι προκαταγγέλλεται. Αυτή και ημείς μεγαλοφώνως βοήσωμεν˙ Χαίρε της οικονομίας του Κτίστου η εκπλήρωσις.
Η Μάχη του Στάλινγκραντ
Η Μάχη του Στάλινγκραντ
Η μεγαλύτερη και φονικότερη μάχη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και της παγκόσμιας ιστορίας γενικότερα. Υπολογίζεται ότι πάνω από 1.500.000 άνθρωποι (στρατιώτες και πολίτες) έχασαν τη ζωή τους. Όταν κάνουμε λόγο για «Μάχη του Στάλινγκραντ», εννοούμε μια σειρά πολεμικών συγκρούσεων μεταξύ Γερμανών και Σοβιετικών, που έλαβαν χώρα από τις 23 Αυγούστου 1942 έως τις 2 Φεβρουαρίου 1943 στα περίχωρα και στο κέντρο της πόλης του Στάλινγκραντ (νυν Βόλγκογκραντ).
Μετά την καταστροφική επιχείρηση του 1941 για την κατάληψη της Μόσχας, οι Γερμανοί σταθεροποίησαν τις θέσεις τους στην Ουκρανία και την άνοιξη του 1942 ήταν έτοιμοι να εξαπολύσουν νέα επίθεση κατά της Νότιας Ρωσίας. Ο Χίτλερ, με την παρότρυνση των οικονομολόγων του Τρίτου Ράιχ, επιδίωκε να θέσει υπό τον έλεγχό του τις πετρελαιοφόρες περιοχές του Καυκάσου, προκειμένου να εξασφαλίσει τις αναγκαίες ποσότητες πετρελαίου, που θα του επέτρεπαν να συνεχίσει τον πόλεμο.
Το Στάλινγκραντ θεωρήθηκε στρατηγικής σημασίας περιοχή για πολλούς λόγους. Ήταν ένα μεγάλο βιομηχανικό κέντρο στις όχθες του ποταμού Βόλγα (ζωτικής σημασίας θαλάσσιου δρόμου μεταξύ Κασπίας Θάλασσας και της βόρειας ρωσικής ενδοχώρας), η κατοχή του οποίου θα εξασφάλιζε τα νώτα των γερμανικών δυνάμεων που θα εξορμούσαν στον Καύκασο. Αλλά και σε συμβολικό επίπεδο ήταν σπουδαίο το Στάλινγκραντ. Και μόνο ότι έφερε το όνομα του μισητού του αντιπάλου Στάλιν, αποτελούσε ένα καλό ιδεολογικό και προπαγανδιστικό εργαλείο στα χέρια του Χίτλερ. Η ίδια διαπίστωση ίσχυε και για τον σοβιετικό ηγέτη, που ήθελε να μην αφήσει την πόλη στα χέρια του εχθρού. Γι' αυτό και οι εντολές και των δύο προς τους στρατηγούς τους ήταν: «κρατήστε τις θέσεις σας πάσει θυσία και με οποιοδήποτε κόστος».
Η επιθετική ενέργεια των Γερμανών κατά της Νότιας Ρωσίας είχε την κωδική ονομασία «Υπόθεση Μπλε» και θα την έφερναν σε πέρας η Ομάδα Στρατιών Α υπό τον στρατάρχη Πάουλ φον Κλάιστ, η οποία θα αναλάμβανε την επιχείρηση στον Καύκασο και η Ομάδα Στρατιών Β υπό τον στρατηγό Μαξιμίλιαν φον Βάιχς, που θα επιχειρούσε στο Στάλιγκραντ. Την ομάδα Στρατιών Β αποτελούσαν η 6η Στρατιά υπό τον στρατηγό Φρίντριχ φον Πάουλους και η 4η Στρατιά Τεθωρακισμένων υπό τον στρατηγό Χέρμαν Χοτ.
Η επίθεση εκδηλώθηκε στις 28 Ιουνίου 1942 με τη γρήγορη προέλαση του γερμανικού στρατού (850.000 άνδρες) και ιδιαίτερα της 6ης Στρατιάς του Πάουλους, που απώθησε τους Σοβιετικούς στις όχθες του ποταμού Δον, στο τέλος του Ιουλίου. Η σχετικά εύκολη προέλαση των δυνάμεών του έκανε τον Χίτλερ να πιστέψει ότι επρόκειτο για μια επιχείρηση περιπάτου. Έτσι, έλαβε την λανθασμένη απόφαση, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, να αποσύρει την 4η Στρατιά Τεθωρακισμένων από το μέτωπο του Στάλινγκραντ και να την ενσωματώσει στην Ομάδα Στρατιών Α, που επιχειρούσε στον Καύκασο.
Μετά την εξέλιξη αυτή, το βάρος της επίθεσης στο Στάλινγκραντ ανέλαβε η 6η Στρατιά του Φον Πάουλους. Την πόλη και την γύρω περιοχή υπερασπιζόταν η 62η Στρατιά του Κόκκινου Στρατού υπό τον στρατηγό Βασίλι Τσούικοφ. Ήταν σαφώς χαμηλότερων προδιαγραφών από την αντίστοιχη γερμανική, αλλά αντιστάθμιζε τις αδυναμίες της από το γεγονός ότι μάχες θα διεξάγονταν σε κατοικημένες περιοχές και όχι σε ανοικτό πεδίο. Γρήγορα ήλθε σε βοήθειά της η 64η Στρατιά. Συνολικά, οι στρατιωτικές δυνάμεις των Σοβιετικών καθ' όλο το διάστημα των μαχών ανήλθαν γύρω στους 1.700.000 άνδρες.
Βομβαρδισμός του Στάλινγκραντ, Αύγ. 1942Η Μάχη του Στάλινγκραντ άρχισε στις 23 Αυγούστου 1942 με καταιγιστικό βομβαρδισμό από την «Λουφτβάφε». Μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα το 80% της κτιριακής υποδομής της πόλης καταστράφηκε, λαμβανομένης υπ' όψη και της ανεπαρκούς αντιεροπορικής άμυνας, στην οποία υπηρετούσαν νεαρές εθελόντριες. Τις πρώτες μέρες του Σεπτεμβρίου τα χερσαία τμήματα της «Βέρμαχτ» είχαν σχεδόν περικυκλώσει την πόλη. Η μόνη γραμμή ανεφοδιασμού που απέμενε ήταν από τη θαλάσσια οδό του Βόλγα.
Στα μέσα Σεπτεμβρίου οι Γερμανοί είχαν συμπιέσει τους Σοβιετικούς σε μια ζώνη μήκους 14 χιλιομέτρων και πλάτους 5 χιλιομέτρων. Οι σοβιετικοί επέλεξαν να αμυνθούν μέσα στην πόλη και τους επόμενους τρεις μήνες το κατεστραμμένο Στάλινγκραντ έγινε θέατρο σκληρών συγκρούσεων, πρωτοφανούς αγριότητας, αλλά και ανείπωτου ηρωισμού. Δρόμοι, οικοδομικά τετράγωνα, ακόμη και μεμονωμένα κτίρια διεκδικούνταν πόντο με πόντο και με το μεγαλύτερο πείσμα από τους εμπόλεμους, σε μάχες εκ του συστάδην. Όσο και να φαίνεται παράξενο, η κατάληψη μιας κουζίνας σε ένα από τα λιγοστά άθικτα κτίρια του Στάλινγκραντ κόστιζε δεκάδες νεκρούς.
Στα μέσα Οκτωβρίου η κατάσταση για αμυνομένους ήταν απελπιστική, καθώς δυσκόλεψε ο ανεφοδιασμός από τον Βόλγα, αφού γινόταν κάτω από τα πυρά των γερμανικών όπλων. Όμως, και το ηθικό των επιτιθεμένων είχε καταπέσει, εξαιτίας της κόπωσης, του επερχόμενου χειμώνα, αλλά και των βαρύτατων απωλειών. Θραύση έκαναν οι ελεύθεροι σκοπευτές του Κόκκινου Στρατού, που υπό την κάλυψη των ερειπίων, προκαλούσαν ανυπολόγιστη φθορά στους γερμανούς στρατιώτες. Πρωταθλητής στον μακάβριο κατάλογο, ο στρατιώτης Ιβάν Σιντορένκο του 1122ου Συντάγματος Τυφεκιοφόρων, ο οποίος σκότωσε πάνω από 500 γερμανούς στρατιώτες. Ακολούθησε ο Βασίλι Ζάιτσεφ από την ίδια μονάδα με 242 σκοτωμούς. Αυτός είναι πιο γνωστός στις μέρες μας, λόγω της ταινίας του Ζαν Ζακ Ανό «Ο εχθρός προ των πυλών» (2001), που εξιστορεί το κατόρθωμά του.
Τον Νοέμβριο του 1942, το 90% του Στάλινγκραντ ήταν ένας σωρός ερειπίων και βρισκόταν υπό τον έλεγχο των Γερμανών. Τα μόνα κτίρια που απέμεναν όρθια ήταν κάποια εργοστάσια που τα κρατούσαν με νύχια και δόντια οι αμυνόμενοι για τις ανάγκες του ανεφοδιασμού τους. Ο Στάλιν, όμως, δεν είχε πει την τελευταία του λέξη. Στις 19 Νοεμβρίου 1942, οι Σοβιετικοί εκδήλωσαν αντεπίθεση με την κωδική ονομασία «Ουρανός». Το σχέδιο είχε εκπονηθεί από τους στρατηγούς Γκιόργκι Ζούκοφ και Αλεξάντρ Βασιλιέφσκι και προέβλεπε την προσβολή των εφεδρικών δυνάμεων της 6ης Στρατιάς, που τη συγκροτούσαν κακοεκπαιδευμένοι στρατιώτες των συμμαχικών χωρών των Άξονα (Ιταλοί, Κροάτες, Ρουμάνοι, Ούγγροι, αλλά και ντόπιοι συνεργάτες των Γερμανών).
Σοβιετική αντεπίθεση, Νοέμβριος 1942Η σοβιετική αντεπίθεση εκδηλώθηκε με τρεις στρατιές υπό τον στρατηγό Νικολάι Βατούτιν και σημείωσε απόλυτη επιτυχία. Οι Γερμανοί σύντομα εγκλωβίστηκαν και μέσα σε μια περιοχή ολίγων τετραγωνικών χιλιομέτρων βρέθηκαν περικυκλωμένοι 250.000 στρατιώτες. Οι Σοβιετικοί ζήτησαν από τους Γερμανούς να παραδοθούν, προσφέροντάς τους ευνοϊκούς όρους. Όμως η διαταγή του Χίτλερ ήταν επίθεση μέχρις εσχάτων. Μια αερογέφυρα που στήθηκε για τον ανεφοδιασμό των εγκλωβισμένων γερμανικών δυνάμεων κατέληξε σε οικτρά αποτυχία. Η σοβιετική αντιαεροπορική άμυνα κατέρριψε 490 αεροπλάνα της «Λουφτβάφε».
Στις 16 Δεκεμβρίου 1942 οι σοβιετικοί εξαπέλυσαν και νέα επίθεση με την κωδική ονομασία «Κρόνος», με στόχο να εγκλωβίσουν αυτή τη φορά την Ομάδα Στρατιών Α, που είχε σταθεροποιήσει τις θέσεις της στον Καύκασο. Δεν τα κατάφεραν, αφού η αντίσταση της εγκλωβισμένης 6ης Στρατιάς στο Στάλινγκραντ έδωσε την ευκαιρία στον Φον Κλάιστ σε μια συντεταγμένη υποχώρηση. Μάλιστα, ο Χίτλερ προβίβασε τον φον Πάουλους στον βαθμό του στρατάρχη για τον ηρωισμό και την αυταπάρνησή του.
Όμως, τρεις μέρες αργότερα και συγκεκριμένα στις 2 Φεβρουαρίου 1943 ο στρατάρχης πλέον Φον Πάουλους αναγκάστηκε να παραδοθεί, όταν οι Σοβιετικοί πολιόρκησαν το αρχηγείο του και κάθε αντίσταση ήταν μάταιη. Ήταν ο πιο υψηλόβαθμος αξιωματικός που αναγκάστηκε να παραδοθεί στην ιστορία του γερμανικού στρατού. Μαζί του παραδόθηκαν 22 στρατηγοί και οι εναπομείναντες 91.000 στρατιώτες της 6ης Στρατιάς. Τελικά και από αυτούς μόνο οι 5.000 επέζησαν από τις κακουχίες της αιχμαλωσίας και επέστρεψαν στη Γερμανία αρκετά χρόνια μετά τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Συνολικά, οι απώλειες για τους Γερμανούς και τους συμμάχους τους ανήλθαν σε 800.000 νεκρούς και τραυματίες. Οι Σοβιετικοί από την πλευρά τους είχαν ασυγκρίτως μεγαλύτερες απώλειες: 478.741 νεκρούς και 650.000 τραυματίες, στρατιώτες και πολίτες. H Μάχη του Στάλινγκραντ αποτέλεσε σημείο καμπής στην πολεμική αναμέτρηση μεταξύ Γερμανίας και Σοβιετικής Ένωσης. Εξολόθρευσε πολύτιμες στρατιωτικές δυνάμεις για τον Χίτλερ και ταπείνωσε τη γερμανική πολεμική μηχανή.
Η Μάχη της Αράχωβας 1826
Η Μάχη της Αράχωβας 1826
Η κοσμοπολίτικη Αράχωβα του σήμερα αποτέλεσε το δραματικό σκηνικό μίας από τις σφοδρότερες πολεμικές αναμετρήσεις της Επανάστασης, τη Μάχη της Αράχωβας που έλαβε χώρα στις 18-24 Νοεμβρίου 1826.
Μετά την τραγωδία στο Μεσολόγγι, όλοι πίστευαν πως η Επανάσταση είχε σβήσει. Κανείς δεν φανταζόταν πως ο στρατηγός Καραϊσκάκης και τα παλικάρια του θα αναζωπύρωναν τις ελπίδες των Ελλήνων για λευτεριά με τη συντριπτική τους νίκη εναντίον των Τούρκων στη Μάχη της Αράχωβας.
ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΠΡΙΝ ΤΗ ΜΑΧΗ
Η πτώση του ηρωικού Μεσολογγίου στις 10-11 Απριλίου 1826 αποτέλεσε ομολογουμένως σφοδρό πλήγμα για το ηθικό των Ελλήνων. Σε αυτή την ύστατη ώρα, όταν οι Τούρκοι προσπαθούσαν να εδραιώσουν την κυριαρχία τους στη Ρούμελη, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης πρότεινε στην ελληνική κυβέρνηση να αναλάβει ο ίδιος την εκστρατεία για να ανακόψει την πορεία του εχθρού.
Έτσι, με τη σύμφωνη γνώμη της ελληνικής κυβέρνησης, ο μεγάλος στρατηγός ξεκίνησε μαζί με το στρατό του από την Αθήνα στις 25 Οκτωβρίου 1826. Η πρώτη αναμέτρηση με τον αντίπαλο έγινε στη Δόμβραινα, χωρίς θετική έκβαση, αφού τα τούρκικα οχυρά αντιστάθηκαν. Ωστόσο, οι επαναστάτες συνέχισαν την πορεία τους και στρατοπέδευσαν τελικά στο Δίστομο στις 17 Νοεμβρίου. Την ίδια μέρα δύο ισχυροί αξιωματούχοι του Κιουταχή, ο Μουσταφαμπέης και ο Κεχαγιαμπέης, βρίσκονταν στη Δαύλεια και ετοιμάζονταν να επιτεθούν στα Σάλωνα (εκεί όπου βρίσκεται η σημερινή Άμφισσα) για να απελευθερώσουν τους αποκλεισμένους στο κάστρο Τούρκους. Τα νέα όμως έφτασαν στον Καραϊσκάκη από ένα μοναχό της περιοχής, τον Παφνούτιο Χαρίτο. Ο Έλληνας οπλαρχηγός, ευρηματικός όπως ήταν, οργάνωσε τους πολεμιστές του με στόχο να περικυκλώσει τον εχθρό και να σώσει την Αράχωβα. Για τον ίδιο σκοπό κάλεσε στο πλευρό του εφεδρείες από τις κοντινές περιοχές. Μέσα στο χωριό στάλθηκαν ο Γαρδικιώτης Γρίβας και ο Γεώργιος Βάγιας με 500 άνδρες. Αυτοί με την αμέριστη βοήθεια τον Αραχωβιτών, κατόρθωσαν να οχυρώσουν την περιοχή γύρω από την παλιά εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Αντίθετα, ο Καραϊσκάκης ακολούθησε την τουρκική στρατιά για να τους αιφνιδιάσει.
Το μεσημέρι της 18ης Νοεμβρίου οι Τούρκοι ξεκίνησαν την εισβολή στην Αράχωβα. Η σύγκρουση διήρκεσε όλη την ημέρα. Ενώ τα ανατολικά αραχωβίτικα σπίτια είχαν ήδη καταληφθεί, ο Καραϊσκάκης με το στράτευμά του χτυπούσε την οπισθοφυλακή των Τούρκων. Ο Μουσταμπέης φοβούμενος ότι θα αποκλειστεί μέσα στο χωριό, κατεύθυνε τις δυνάμεις του στο ύψωμα απέναντι από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Ο ναός έγινε στρατηγείο των Ελλήνων, οι οποίοι προσεύχονταν με μεγάλη πίστη στον Τροπαιοφόρο Άγιο για σωτηρία και νίκη. Έχτισαν πολεμίστρες στον περίβολο της εκκλησίας απέναντι από τη θέση του κατακτητή και ταυτόχρονα οι οπλαρχηγοί κατέλαβαν στρατηγικές θέσεις γύρω από το αντίπαλο οχυρό.
Σαν έφθασε η νύχτα το κρύο ήταν αφόρητο. Τα πρόχειρα στρατόπεδα των εχθρών ήταν εκτεθειμένα στον παγωμένο αέρα και, σύντομα, στη βροχή. Τα αραχωβίτικα σπίτια προσέφεραν ζεστασιά στους μαχόμενους Έλληνες και τους βοηθούσαν να συνεχίσουν. Τις επόμενες μέρες οι ελληνικές δυνάμεις ενισχύθηκαν με άνδρες που κατέφθασαν από τις γύρω περιοχές, ενώ αυτές των αντιπάλων ανέρχονταν μόλις στους 2.200 οπλίτες. Η έλλειψη εφοδίων και η σφοδρή κακοκαιρία οδήγησαν τον Μουσταμπέη και τον Κεχαγιαμπέη να ζητήσουν ανακωχή στις 21 Νοεμβρίου. Συμφωνία, όμως, δεν επιτεύχθηκε, καθώς δεν δέχθηκαν να παραδώσουν τη Λιβαδειά και τα Σάλωνα. Αλλά, δεν υπήρχε τρόπος διαφυγής για τα τούρκικα στρατεύματα.
Σε μια αιματηρή αναμέτρηση στις 23 Νοεμβρίου, ο Μουσταμπέης τραυματίστηκε θανάσιμα και όλα έδειχναν πως η νίκη ήταν κοντά για τους Έλληνες. Στις 24 Νοεμβρίου το χιόνι και ο παγωμένος Κατεβατός από τον Παρνασσό δυσχέραναν ακόμη περισσότερο την κατάσταση για τους αντίπαλους του Καραϊσκάκη. Ούτε η δεύτερη προσπάθεια για ανακωχή απέφερε καρπούς, με αποτέλεσμα οι Τούρκοι να αποτολμήσουν μια παρακινδυνευμένη έξοδο, η οποία απέβη μοιραία. Μόλις 200-300 από αυτούς γλίτωσαν από την καταδίωξη του Καραϊσκάκη, οι οποίοι τελικά «έσβησαν» από τα κρυοπαγήματα.
Οι απώλειες των Ελλήνων ήταν πολύ μικρότερες, μόλις 24 νεκροί και 60 τραυματίες. Την επομένη 300 τουρκικά κεφάλια, μεταξύ τους και αυτά του Μουσταμπέη και Κεχαγιαμπέη, στήθηκαν ως τρόπαιο στην θέση Πλόβαρμα. Η φρικτή αυτή και βάρβαρη πρακτική θεωρήθηκε αναγκαία, σε αυτή την περίπτωση, για να τονωθεί το πεσμένο ηθικό των επαναστατημένων και παρουσιάστηκε ως απόδοση δικαιοσύνης για τη σφαγή του Μεσολογγίου. Ο Καραϊσκάκης χρέωσε την τρανή νίκη του όχι μόνο στο θάρρος των παλικαριών του αλλά και στη βοήθεια του Αϊ-Γιώργη.
Τα Νοεμβριανά (1916)
Τα Νοεμβριανά (1916)
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο Βασιλιάς ΚωνσταντίνοςΟ Ελευθέριος Βενιζέλος και ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος
Ο Νοέμβριος του 1916 βρίσκει την Ελλάδα με δύο αντίπαλες κυβερνήσεις, μία στη Θεσσαλονίκη υπό τον Ελευθέριο Βενιζέλο και μία στην Αθήνα υπό την επιρροή του βασιλιά Κωνσταντίνου. Ο εθνικός διχασμός είναι προ των πυλών...
Στις 3 Νοεμβρίου, οι αγγλογάλλοι, που είναι στο πλευρό του Βενιζέλου, αξιώνουν την παράδοση τεράστιων ποσοτήτων πολεμικού υλικού από την κυβέρνηση των Αθηνών. Το αίτημά τους θα απορριφθεί τέσσερις ημέρες αργότερα.
Η αντίδραση του γάλλου ναυάρχου Φουρνιέ θα έρθει στις 18 Νοεμβρίου. Συμμαχικά αγήματα αποβιβάζονται στο Φάληρο και συγκρούονται με τον ελληνικό στρατό. Λίγο αργότερα, η πόλη πλήττεται από τα μαζικά πυρά του συμμαχικού στόλου. Ο βομβαρδισμός θα σταματήσει αργά το βράδυ, έπειτα από συμφωνία του Κωνσταντίνου με τους πρεσβευτές της Αντάντ. Οι απώλειες σε νεκρούς και τραυματίες είναι μεγάλες και για τις δύο πλευρές.
Οι συμμαχικές δυνάμεις αποσύρονται, δίνοντας τη θέση τους στην αναρχία. Οι υποστηρικτές του βασιλιά εξαπολύουν άγριες επιθέσεις κατά «βενιζελικών» στόχων. Λεηλατούν σπίτια και καταστήματα, κακοποιούν πολίτες και επώνυμους υποστηρικτές του Βενιζέλου, καταστρέφουν εγκαταστάσεις εφημερίδων. «Τακτοποιούμε τα του οίκου μας» φέρεται να δήλωσε ο πρωθυπουργός Σπυρίδων Λάμπρος.
Ως απάντηση, η «Τριανδρία» και η προσωρινή κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης θα κηρύξουν, με ειδικό διάγγελμα στις 25 Νοεμβρίου, έκπτωτο το Βασιλιά Κωνσταντίνο. Παράλληλα, οι δυνάμεις της Αντάντ θα επιβάλουν γενικό αποκλεισμό για τις «αθλιότητες του καθεστώτος των Αθηνών», επιτείνοντας την ήδη κακή κατάσταση της αγοράς και φανατίζοντας ακόμη περισσότερο τον πληθυσμό, που αδυνατεί να εξασφαλίσει πλέον τα τρόφιμα της ημέρας.
Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης
Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης
Από τις αρχές Οκτωβρίου του 1912 η Ελλάδα βρισκόταν σε πόλεμο με την παραπαίουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία, έχοντας ως συμμάχους τη Βουλγαρία και τη Σερβία (Α' Βαλκανικός Πόλεμος). Θέατρο των επιχειρήσεων, η περιοχή της Μακεδονίας.
Ο ελληνικός στρατός βάδιζε από νίκη σε νίκη στη Δυτική Μακεδονία. Όμως, από την αρχή των εχθροπραξιών σοβούσε σοβαρή διαφωνία μεταξύ του αρχιστράτηγου Κωνσταντίνου και του πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου. Ο διάδοχος επιθυμούσε πρώτα την κατάληψη του Μοναστηρίου προς Βορρά, ενώ ο Βενιζέλος, βλέποντας την πιθανότητα να καταληφθεί η Θεσσαλονίκη από το βουλγαρικό στρατό, πίεζε τον Κωνσταντίνο να κατευθυνθεί προς τη φυσική πρωτεύουσα της Μακεδονίας, μια περιοχή με στρατηγική σημασία, η απελευθέρωση της οποίας αποτελούσε διακαή πόθο του ελληνισμού. «Καθιστώ υμάς υπευθύνους διά πάσαν αναβολήν έστω και στιγμής» του τηλεγραφεί επιτακτικά.
Τελικά, ο Κωνσταντίνος πείθεται με τη μεσολάβηση του πατέρα του βασιλιά Γεωργίου Α' και στις 25 Οκτωβρίου η εμπροσθοφυλακή του ελληνικού στρατού φθάνει προ των πυλών της Θεσσαλονίκης. Είχε προηγηθεί η καθοριστική νίκη στη Μάχη των Γιαννιτσών (19 - 20 Οκτωβρίου), που είχε κάνει ευκολότερη την προέλαση του ελληνικού στρατού. Ο Χασάν Ταξίν Πασάς που υπερασπιζόταν τη Θεσσαλονίκη δεν είχε άλλη δυνατότητα, παρά να ζητήσει μια έντιμη συμφωνία για την παράδοση της πόλης.
Στις 25 Οκτωβρίου οι απεσταλμένοι του ζήτησαν από τον Κωνσταντίνο να επιτραπεί στον Ταξίν να αποσυρθεί με το στρατό και τον οπλισμό του στο Καραμπουρνού και να παραμείνει εκεί μέχρι το τέλος του πολέμου. Ο Κωνσταντίνος, φυσικά, απέρριψε τον όρο του και του πρότεινε την παράδοση του στρατού του και τη μεταφορά του στη Μικρά Ασία με δαπάνες της ελληνικής κυβέρνησης.
Ο Ταξίν Πασάς υπογράφει τα πρωτόκολλα παράδοσης της Θεσσαλονίκης.Ο Οθωμανός αξιωματούχος δέχθηκε, τελικά, τους όρους του Κωνσταντίνου και στις 11 το βράδυ της 26ης Οκτωβρίου, ανήμερα της εορτής του Αγίου Δημητρίου, οι πληρεξούσιοι αξιωματικοί Ιωάννης Μεταξάς (ο κατοπινός δικτάτωρ και ο άνθρωπος του «ΟΧΙ») και Βίκτωρ Δούσμανης μεταβαίνουν στο Διοικητήριο της Θεσσαλονίκης και υπογράφουν τα σχετικά πρωτόκολλα παράδοσης της πόλης στον ελληνικό στρατό.
Σύμφωνα με το πρωτόκολλο, παραδίνονταν ως αιχμάλωτοι 25.000 τούρκοι στρατιώτες και 1.000 αξιωματικοί. Στην κατοχή του ελληνικού στρατού περιέρχονταν όλος ο βαρύς και ελαφρύς οπλισμός του σχηματισμού (70 πυροβόλα, 30 πολυβόλα, 70.000 τυφέκια και πυρομαχικά). Το πρωί της 27ης Οκτωβρίου εισήλθαν στη Θεσσαλονίκη δύο τάγματα ευζώνων και ύψωσαν την ελληνική σημαία στο Διοικητήριο, ενώ οι υπόλοιπες ελληνικές δυνάμεις άρχισαν να λαμβάνουν θέσεις στα υψώματα γύρω από την πόλη.
Στις 11 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1912 ο Κωνσταντίνος εισήλθε με το επιτελείο του στη Θεσσαλονίκη και το μεσημέρι έγινε πανηγυρική δοξολογία στο ναό του Αγίου Μηνά. Την ίδια μέρα, κατέφθασαν έξω από τη Θεσσαλονίκη και οι Βούλγαροι, όμως για τους γείτονες ήταν ήδη αργά. Ο επικεφαλής της μεραρχίας τους στρατηγός Τεοντορόφ ζήτησε να εισέλθει στην πόλη για να στρατοπεδεύσει. Εισέπραξε την αρνητική απάντηση του Κωνσταντίνου και ύστερα από διαπραγματεύσεις, επιτράπηκε να μπουν στην πόλη για ολιγοήμερη ανάπαυση δύο τάγματα με επικεφαλής τους βούλγαρους πρίγκιπες Βόρι και Κύριλλο. Επικράτησε, όμως, σύγχυση και τελικά εισήλθε στη Θεσσαλονίκη ένα ολόκληρο βουλγαρικό σύνταγμα, γεγονός που εκνεύρισε τον Βενιζέλο. Οι Βούλγαροι δήλωναν εμφαντικά παρόντες στις εξελίξεις στη Μακεδονία. Ο σπόρος του Β' Βαλκανικού Πολέμου είχε ριχτεί.
Στις 29 Οκτωβρίου ήταν η σειρά του βασιλιά Γεωργίου Α' να εισέλθει στην πόλη και να επισημοποιήσει την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης. Έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τους έλληνες κατοίκους της, με απάθεια ανάμικτη με φόβο του από το μουσουλμανικό στοιχείο, ενώ οι Εβραίοι που ήταν η πολυπληθέστερη πληθυσμιακή ομάδα της πόλης δεν έκρυψαν την απογοήτευσή τους, καθώς προωθούσαν σχέδιο διεθνοποίησης της Θεσσαλονίκης.