Άρθρα
Φωνόγραφος του Έντισον
Φωνόγραφος του Έντισον
Στο φωνογράφο, η βελόνα που κατέγραφε τον ήχο ήταν συνδεδεμένη με ένα είδος φωναγωγού με τρόπο ώστε να λαμβάνει μηχανικά της δονήσεις που προκαλούσε ο ήχος που περνούσε μέσα σ' αυτόν.
Η βελόνα παλλόταν κάθετα προς την επιφάνεια του κυλίνδρου και διαμόρφωνε το αλουμινόχαρτο δημιουργώντας "κορφές και κοιλίες".
Ο κύλινδρος περιστρεφόταν με το χέρι, με την βοήθεια μιας μανιβέλας, που ήταν προσαρμοσμένη στον άξονά του. Αργότερα ο Έντισον αντί για κυλίνδρους επικαλυμμένους με αλουμινόχαρτο άρχισε να χρησιμοποιεί κέρινους κυλίνδρους στις συσκευές του.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την δυνατότητα διαγραφής μιας ηχογράφησης, αφαιρώντας την επιφάνεια του κέρινου κυλίνδρου με την χρήση αιχμηρής λεπίδας.
Με βάση αυτή την πρώτη συσκευή, ο επίσης Αμερικανός Emil Berliner (1851-1929), επινόησε δέκα χρόνια αργότερα μια άλλη συσκευή, το γραμμόφωνο (Gramophone), που αντί για κέρινο κύλινδρο χρησιμοποιούσε μια κυκλική πλάκα (δίσκο) από μίγμα γομαλάκας (shellac) για να καταγράφει τον ήχο.
Ιστορία
Το έτος 1877 κατέθεσε αίτηση για απόκτηση τίτλου ευρεσιτεχνίας ο ήδη ευρύτερα γνωστός εφευρέτης Τόμας Άλβα Έντισον, με θέμα μία συσκευή, την οποία ονόμασε φωνόγραφο (phonograph) και ήταν ο πρόδρομος του μεταγενέστερου γραμμοφώνου. Η συσκευή αυτή λειτουργούσε με ένα ξύλινο κύλινδρο που περιστρεφόταν χειρονακτικά με μανιβέλα και ο οποίος ήταν καλυμμένος με ένα λεπτό φύλλο κασσιτέρου (Staniol). Μία μεταλλική βελόνα ήταν σταθερά συνδεμένη με μια μεμβράνη, η οποία πραγματοποιούσε ταλαντώσεις λόγω ηχητικών κυμάτων, με αποτέλεσμα η βελόνα να δημιουργεί βαθουλώματα στο φύλλο κασσιτέρου, άλλοτε μεγαλύτερα και άλλοτε μικρότερα, ανάλογα με την ένταση του ήχου. Ένας μηχανικός οδηγός μετακινούσε τη βελόνα αξονικά στον κύλινδρο, ώστε τελικά προέκυπτε ένα σπειροειδές αυλάκι. Όταν γύριζε ο κύλινδρος και πέρναγε η βελόνα πάνω από τη χαραγμένη επιφάνεια, προκαλούσαν τα βαθουλώματα ταλαντώσεις στη μεμβράνη, οι οποίες μετατρέπονταν σε ηχητικά κύματα.
Όπως περιγράφουν άρθρα εφημερίδων της εποχής, η απόδοση της συσκευής του Έντισον ήταν περίπου «άθλια», αλλά ο φωνόγραφος αυτός, τον οποίο ο εφευρέτης του ονόμαζε μηχανή, έκανε τεράστια εντύπωση. Όταν όμως δοκίμαζε ο κόσμος την ποιότητα ήχου, εξανεμιζόταν ο ενθουσιασμός και θεωρούσε τη συσκευή ένα ακριβό παιχνίδι. Η τοποθέτηση του φύλλου κασσιτέρου ήταν περίπλοκη και η αντοχή του σε πολλαπλή χρήση περιορισμένη.
Το έτος 1881 προσπάθησε ο εφευρέτης του τηλεφώνου Μπελ να βελτιώσει το φωνόγραφο του Έντισον. Για το σκοπό αυτό κάλυψε τον ξύλινο κύλινδρο με κερί, πάνω στο οποίο θα χαρασσόταν το αυλάκι του ήχου. Η προσπάθεια αυτή έδωσε καλύτερα αποτελέσματα, κυρίως όμως δεν επέτρεπε την ηχογράφηση άσχετων θορύβων, όπως η κατασκευή του Έντισον. Το 1886 δήλωσε για ευρεσιτεχνία μια όμοια κατασκευή με επίστρωση κεριού στο κύλινδρο ο Charles Sumner Tainter (Ταίιντερ, 1854-1940) και το ονόμασε γραφόφωνο (graphophone). Εναντίον του Ταίιντερ κινήθηκε δικαστικά ο Έντισον, θεωρώντας ότι επρόκειτο για κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας.
Το 1888 αντικατέστησε ο ίδιος ο Έντισον το φύλλο κασσιτέρου με στρώμα σκληρού κεριού και τοποθέτησε στη συσκευή ένα μηχανικό κινητήρα με βαρύδι. Αργότερα χρησιμοποιήθηκε ένας μηχανικός κινητήρας με ελατήριο και μανιβέλα για κούρδισμα και στη συνέχεια, σε μερικά μοντέλα, ένας ηλεκτρικός κινητήρας, αν και οι ηλεκτρικοί κινητήρες ήταν εκείνη την εποχή και για αρκετές δεκαετίες ακόμα ογκώδεις και ακριβοί. Για την ενίσχυση του ήχου χρησιμοποίησε ο Έντισον το χαρακτηριστικό χωνί που βλέπουμε σε εικόνες και φωτογραφίες του φωνογράφου. Οι κύλινδροι του Έντισον περιείχαν μουσική ή ομιλία διάρκειας περίπου 2 λεπτών.
Η νέα αυτή κατασκευή του Έντισον είχε εμπορική επιτυχία, γιατί προσφερόταν για ιδιωτική καταγραφή της φωνής. Για τη μαζική παραγωγή κυλίνδρων με σύντομες μελωδίες της εποχής η εργασία ήταν όμως πολύ κοπιαστική, γιατί έπρεπε η ορχήστρα ή ο τραγουδιστής να επαναλαμβάνουν με μεγάλη ένταση την εκτέλεση του κομματιού μπροστά σε 7-8 φωνογράφους, οι οποίοι παρήγαγαν από ένα κύλινδρο. Μόλις το 1903 κατασκεύασε ο ίδιος ο Έντισον μια μηχανή, η οποία ήταν σε θέση να αντιγράφει έναν αρχικό κύλινδρο.
Το 1886 πρότεινε ο Emile Berliner (Εμίλ Μπερλίνερ, 1851-1929), Αμερικάνος από το Ανόβερο της Γερμανίας, να αντικατασταθεί ο κύλινδρος με «αυλάκι ήχου» του Έντισον, με μία επίπεδη πλάκα όπου, μετά από διάφορες βελτιώσεις, μία ελικοειδής διαδρομή σχημάτιζε ένα συνολικό αυλάκι σε όλη την επιφάνεια της πλάκας και η βελόνα έκανε ταλαντώσεις, εγκάρσια στην κίνηση. Ενώ δηλαδή η κεφαλή της συσκευής του Έντισον εκτελούσε κινήσεις πάνω-κάτω για να ανιχνεύσει τα βαθουλώματα της επιφάνειας, στη συσκευή του Μπερλίνερ έπαιζαν ρόλο τα τοιχώματα του αυλακιού και η βελόνα πραγματοποιούσε κινήσεις δεξιά-αριστερά. Έτσι, ξεπέρασε ο Μπερλίνερ και τον κίνδυνο να συρθεί ενώπιον δικαστηρίων για καταπάτηση ευρεσιτεχνιών του Έντισον. Ο Μπερλίνερ δήλωσε τη συσκευή του για ευρεσιτεχνία και την ονόμασε γραμμόφωνο (grammophone). Αυτή η μέθοδος είχε δοκιμαστεί ήδη από τον Έντισον και από τον Μπελ, αλλά δεν κρίθηκε αξιοποιήσιμη. Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 συγχωνεύτηκαν από τις εταιρίες που τις εκμεταλλεύονταν οι ευρεσιτεχνίες του Έντισον και του Μπερλίνερ και έτσι προέκυψε η τεχνολογία των στερεοφωνικών δίσκων.
Η εξέλιξη του σήμερα
Ο δίσκος (πλάκα) του Μπερλίνερ, αρχικά με διάμετρο 12 cm που γύρναγε με 150 στροφές ανά λεπτό, πήρε σταδιακά τη μορφή που γνωρίζουμε μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα ως δίσκο βινυλίου. Το έτος 1901 κατασκευάστηκαν για πρώτη φορά δίσκοι με διάμετρο 10" (~25 cm). Μέχρι τότε, οι δίσκοι ήταν μονόπλευροι και από την άλλη πλευρά είχαν διαφημιστικές ετικέτες, περίπου όπως είναι σήμερα τα CD και DVD. To 1904 παρουσίασε η γερμανική εταιρία Odeon τον πρώτο δίσκο διπλής όψης με διαμέτρους 25 και 30 cm και διάρκεια μέχρι 5,5 λεπτά. Αν και τελικά επεβίωσε ακριβώς αυτή η μορφή ηχητικής αποθήκευσης και διατηρήθηκε μέχρι που άρχισε να αντικαθίσταται από τον οπτικό δίσκο (σύμπυκνος δίσκος, compact disk, CD), η ηχητική ποιότητα των δίσκων του Μπερλίνερ ήταν για μερικές δεκαετίες πολύ κατώτερη από αυτή των κυλίνδρων κεριού του Έντισον.
Με τη βελτίωση των ηλεκτρικών κινητήρων και την εισαγωγή του ηλεκτρονικού ενισχυτή, το γραμμόφωνο αντικαταστάθηκε σταδιακά από το ηλεκτρικό γραμμόφωνο που πήρε στην καθημερινή γλώσσα το όνομα pickup (=μαζεύω, συλλέγω, πικάπ). Εντωμεταξύ είχαν αξιοποιηθεί ο ηλεκτρονικός ενισχυτής λυχνιών και οι μικροί ηλεκτρικοί κινητήρες, με τους οποίος πήρε πλέον το γραμμόφωνο και ο ήχος του σημαντικά ανώτερη ποιότητα. Μερικές φορές χρησιμοποιείται και ο όρος ηλεκτρόφωνο, ο οποίος όμως χαρακτήριζε στις αρχές του 20ου αιώνα την τηλεφωνική μετάδοση ειδήσεων και γι' αυτό δεν χρησιμοποιήθηκε ευρέως για τις ηλεκτρικές συσκευές αναπαραγωγής ήχου• ο όρος αυτός χρησιμοποιείται στην Ελλάδα για το μηχανισμό που είναι γνωστός και σαν τζουκ μποξ.
Βραβεία Νόμπελ
Βραβεία Νόμπελ
Το Bραβείο Νόμπελ (σουηδικά: Nobelpriset προφέρεται: [noˈbɛl] μεταγραφή: Νομπέλ, νορβηγικά: Nobelprisen) είναι ένα σύνολο από ετήσια διεθνή βραβεία που απονέμονται σε μια σειρά από κατηγορίες σε αναγνώριση των πολιτισμικών ή/και επιστημονικών επιτευγμάτων. Η διαθήκη του Σουηδού εφευρέτη Άλφρεντ Νόμπελ θεσμοθέτησε τα βραβεία το 1895. Τα βραβεία στη Φυσική, στη Χημεία, στη Φυσιολογία ή Ιατρική, στη Λογοτεχνία και στην Ειρήνη για πρώτη φορά απονεμήθηκαν το 1901 ] Το σχετικό Βραβείο στις Οικονομικές Επιστήμες της Τράπεζας της Σουηδίας στη Μνήμη του Άλφρεντ Νόμπελ δημιουργήθηκε το 1968. Μεταξύ 1901 και 2012, τα Βραβεία Νόμπελ και το Βραβείο Οικονομικών Επιστημών απονεμήθηκαν 555 φορές σε 856 άτομα και οργανισμούς. Με μερικούς να έχουν λάβει το Βραβείο Νόμπελ περισσότερες από μία φορά, αυτό κάνει ένα σύνολο 835 ατόμων και 21 οργανισμών.
Το Νόμπελ Ειρήνης απονέμεται στο Όσλο της Νορβηγίας, ενώ τα άλλα βραβεία απονέμονται στη Στοκχόλμη της Σουηδίας. Το Βραβείο Νόμπελ θεωρείται ευρέως ως το πιο διάσημο βραβείο διαθέσιμο στους τομείς της λογοτεχνίας, της ιατρικής, της φυσικής, της χημείας, της ειρήνης, και των οικονομικών.
Η Σουηδική Βασιλική Ακαδημία των Επιστημών απονέμει το Βραβείο Νόμπελ Φυσικής, το Βραβείο Νόμπελ Χημείας, και το Βραβείο στις Οικονομικές Επιστήμες της Τράπεζας της Σουηδίας στη μνήμη του Άλφρεντ Νόμπελ. Η Συνέλευση Νόμπελ στο Ινστιτούτο Καρολίνσκα απονέμει το Βραβείο Νόμπελ Φυσιολογίας ή Ιατρικής. Η Σουηδική Ακαδημία χορηγεί το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης δεν απονέμεται από σουηδική οργάνωση, αλλά από τη Νορβηγική Επιτροπή Νόμπελ.
Τα διάφορα βραβεία απονέμονται κάθε χρόνο. Κάθε δικαιούχος, ή νομπελίστας, λαμβάνει ένα χρυσό μετάλλιο, ένα δίπλωμα και ένα χρηματικό ποσό, το οποίο αποφασίζεται από το Ίδρυμα Νόμπελ. Από το 2012, κάθε βραβείο ήταν ύψους 8 εκατ. SEK (περίπου 930.000 ευρώ). Το βραβείο δεν απονέμεται μετά θάνατο. Ωστόσο, αν σε ένα άτομο έχει απονεμηθεί ένα βραβείο και πεθάνει πριν από την παραλαβή του, το βραβείο μπορεί ακόμα να δοθεί. Αν και ο μέσος αριθμός των δικαιούχων ανά βραβείο αυξήθηκε σημαντικά κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, ένα βραβείο δεν μπορεί να μοιράζεται ανάμεσα σε περισσότερα από τρία άτομα.
Καζαμπλάνκα, θρυλική ασπρόμαυρη ταινία
Καζαμπλάνκα
Θρυλική ασπρόμαυρη ταινία, παραγωγής 1942. Είναι ένα ρομαντικό φιλμ με φόντο τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, που σκηνοθέτησε ο Μάικλ Κέρτιζ, με πρωταγωνιστές τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και την Ίνγκριντ Μπέργκμαν. Θεωρείται από τις κορυφαίες στιγμές της έβδομης τέχνης, σύμφωνα με τους ειδικούς.
Η ταινία βασίζεται στο θεατρικό έργο των Μάρεϊ Μπάρνετ και Τζόαν Άλισον Everybody Comes to Rick's, τα δικαιώματα του οποίου εξασφάλισε αντί 20.000 δολαρίων ο μεγαλοπαραγωγός του Χόλιγουντ, Χαλ Γουόλις, ποσό μεγάλο για άπαιχτο θεατρικό έργο εκείνη την εποχή. Οι σεναριογράφοι της ταινίας αδελφοί Επστάιν και Χάουαρντ Κοτς μετέφεραν τη δράση του έργου από τη Βιέννη στην κοσμοπολίτικη Καζαμπλάνκα, που έδωσε και το όνομά της στην ταινία.
Στις αρχές της δεκαετίας του '40, η Καζαμπλάνκα (παραθαλάσσια πόλη του Μαρόκου) βρισκόταν υπό τον έλεγχο του γαλλικού καθεστώτος του Βισύ, το οποίο με τη σειρά του ήταν υπό την επιρροή του Άξονα. Ο Ρικ (Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ), ιδιοκτήτης ενός δημοφιλούς νυκτερινού κέντρου, ξανασυναντά μια παλιά του αγάπη. Όμως, η Ίλσα (Ίνγκριντ Μπέργκμαν), όπως είναι το όνομά της, συνοδεύεται από τον άντρα της, ο οποίος είναι ο ηγέτης της τσέχικης αντίστασης και καταζητείται από τους Ναζί. Το ζευγάρι θέλει πάσει θυσία να φύγει από τη χώρα και ο Ρικ είναι ο κατάλληλος άνθρωπος για να τους βοηθήσει. Αυτή με λίγα λόγια είναι η υπόθεση της ταινίας. Η συνέχεια επί της οθόνης, μικρής ή μεγάλης…
Ο Γουόλις ήθελε για σκηνοθέτη τον Γουίλιαμ Γουάιλερ, που, όμως, δεν ήταν διαθέσιμος και κατέληξε στον φίλο του Μάικλ Κέρτιζ, έναν ουγγροεβραίο μετανάστη και ικανό κινηματογραφιστή. Πρώτη επιλογή για το δίδυμο των πρωταγωνιστών ήταν ο Ρόναλντ Ρίγκαν (ο μετέπειτα πρόεδρος των ΗΠΑ) και η Αν Σέρινταν. Τελικά, τους ρόλους ανέλαβαν ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρντ κι η Ίνγκριντ Μπέργκμαν, σοφή επιλογή, όπως αποδείχθηκε.
Τα γυρίσματα της Καζαμπλάνκα ξεκίνησαν στις 25 Μαΐου 1942 και ολοκληρώθηκαν στις 3 Αυγούστου του ίδιου χρόνου. Έγιναν σε στούντιο, εκτός των σκηνών στο αεροδρόμιο που γυρίστηκαν σε φυσικό χώρο. Η ταινία κόστισε 1.039.000 δολάρια και ήταν μια μέση παραγωγή για τα μέτρα της εποχής. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων προέκυψε πρόβλημα με το ύψος των πρωταγωνιστών. Η σουηδέζα ηθοποιός προεξείχε του Μπόγκαρτ κατά πέντε πόντους στις μεταξύ τους σκηνές. Για να φαίνεται ψηλότερος, ο Μπόγκι πατούσε πάνω σε τούβλα ή μαξιλάρια κι έτσι η τάξη επί της οθόνης αποκαταστάθηκε.
Τη μουσική της ταινίας έγραψε ο διακεκριμένος συνθέτης Μαξ Στάινερ, με κορυφαία στιγμή τη Μάχη των τραγουδιών, όπου Σύμμαχοι και Γερμανοί αντιπαρατίθενται συμβολικά στο κλαμπ του Ρικ, τραγουδώντας οι μεν τη Μασσαλιώτιδα, οι δε το τραγούδι Die wacht am Rhein (Η Φρουρά στο Ρήνο). Ξεχωριστή στιγμή αποτελεί το τραγούδι του Χέρμαν Χάπφελντ As Time Goes By, που στην ενορχήστρωση του Στάινερ υπογραμμίζει τις δραματικές κορυφώσεις της ταινίας.
Η πρεμιέρα της Καζαμπλάνκα δόθηκε με πάσα επισημότητα στις 26 Νοεμβρίου 1942 στο Χόλιγουντ Θίατερ της Νέας Υόρκης, προκειμένου να συμπέσει με την απόβαση των Συμμάχων στη γαλλοκρατούμενη Βόρειο Αφρική και την κατάληψη της Καζαμπλάνκα. Σε γενική προβολή βγήκε στις 23 Ιανουαρίου 1943 για να εκμεταλλευτεί τη Διάσκεψη της Καζαμπλάνκα μεταξύ Τσόρτσιλ και Ρούσβελτ. Στην Ελλάδα έκανε πρεμιέρα μεσούσης της Κατοχής στις 11 Οκτωβρίου 1943.
Η υποδοχή της ταινίας από το κοινό υπήρξε θερμή. Με εισπράξεις 3,7 εκατομμυρίων δολαρίων κατέλαβε την 7η θέση στο πίνακα με τις εμπορικότερες ταινίες του 1943. Το ίδιο θερμή ήταν και η αμερικάνικη κριτική, με εξαίρεση το χλιαρό σχόλιο του περιοδικού The New Yorker, που τη χαρακτήρισε «απλώς ανεκτή». Το 1944 η Καζαμπλάνκα ήταν υποψήφια για οκτώ βραβεία Όσκαρ και τελικά κέρδισε τρία (διασκευασμένου σεναρίου, σκηνοθεσίας και καλύτερης ταινίας).
Με τη διαδρομή του χρόνου, η Καζαμπλάνκα απέκτησε διάρκεια και αντοχή, για να τη χαρακτηρίζουμε σήμερα κλασσική ταινία. Όποτε επαναπροβλήθηκε στους κινηματογράφους αντιμετωπίστηκε θετικά από κοινό και κριτικούς, ενώ οι προβολές της στην αμερικάνικη τηλεόραση συγκεντρώνουν πάντα υψηλά ποσοστά τηλεθέασης. Μπορεί ο Πολίτης Κέιν του Όρσον Γουέλς, που κυκλοφόρησε σχεδόν την ίδια περίοδο, να θεωρείται η καλύτερη ταινία όλων των εποχών, αλλά η Καζαμπλάνκα είναι σίγουρα η πιο αγαπητή.
Ίσως γιατί ο ικανός τεχνίτης Μάικλ Κέρτιζ ανέμιξε στις σωστές δόσεις το δράμα, το μελόδραμα, την κωμωδία και την ίντριγκα, ενώ είχε στη διάθεσή του κι ένα χαρισματικό ζευγάρι πρωταγωνιστών, που μεγαλούργησε στην οθόνη. Μεγαλύτερος πολέμιος της ταινίας στάθηκε ο γνωστός μας σημειολόγος Ουμπέρτο Έκο. «Η Καζαμπλάνα είναι ένα πολύ μέτριο φιλμ… Μου θυμίζει κόμικ - στριπ, με χαρακτήρες καρικατούρες, χωρίς ψυχολογικό βάθος» έγραψε σ' ένα του κείμενο.
Σαν σήμερα 26 Νοεμβρίου 1983 σημειώθηκε η μεγαλύτερη ληστεία του κόσμου
Σαν σήμερα 26 Νοεμβρίου 1983
σημειώθηκε η μεγαλύτερη ληστεία του κόσμου
Το σχέδιο είχε οργανωθεί άψογα μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας και τέθηκε σε εφαρμογή στις 26 Νοεμβρίου του 1983. Στόχος, η αποθήκη Brinks Mat του αεροδρομίου του Χίθροου, όπου κατά τις πληροφορίες φυλάσσονταν 3 εκατομμύρια λίρες Αγγλίας σε μετρητά.
Με τη βοήθεια ενός εκ των ανδρών της ασφάλειας, οι έξι μασκοφόροι διείσδυσαν στην απαγορευμένη περιοχή, ακινητοποίησαν τους φύλακες και άνοιξαν την κεντρική είσοδο της αποθήκης. Το θέαμα τους αιφνιδίασε... Αντί για τα χαρτονομίσματα που περίμεναν, αντίκρισαν 10 τόνους χρυσού σε ράβδους, αξίας 26 εκατομμυρίων λιρών, που προορίζοντας για την Άπω Ανατολή.
Τα νέα δεδομένα ανέτρεψαν όλο τον αρχικό σχεδιασμό. Κάποιοι χρειάστηκε να φύγουν για να αναζητήσουν μεγαλύτερο μεταφορικό μέσο και η όλη επιχείρηση διήρκεσε, αντί για πέντε λεπτά, δύο ολόκληρες ώρες!
Ο εντοπισμός των δραστών αποδείχθηκε πολύ πιο εύκολη υπόθεση απ' ό,τι περίμεναν οι αξιωματικοί της Σκότλαντ Γιαρντ. Αναζητώντας ανάμεσα στους συνήθεις υπόπτους, διαπίστωσαν τους συγγενικούς δεσμούς του εγκεφάλου της ληστείας, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, με τον φύλακα - συνεργό, η συμπεριφορά του οποίου είχε κινήσει ήδη τις υποψίες των αρχών. Η εξάρθρωση της σπείρας ήταν θέμα χρόνου...
Ωστόσο, η υπόθεση παραμένει ανοιχτή, καθώς τρεις από τους δέκα τόνους χρυσού δεν βρέθηκαν ποτέ.
Πηγή: sansimera.gr
Μαύρη Παρασκευή και στην Ελλάδα
Μαύρη Παρασκευή
Η Μαύρη Παρασκευή (Black Friday) έρχεται πλεόν και στην Ελλάδα. Η Μαύρη Παρασκευή θα λάβει χώρα αυτή την Παρασκευή 25 Νοεμβρίου και στην Ελλάδα, με δεκάδες καταστήματα ένδυσης και τεχνολογίας να γιορτάζουν την ημέρα αυτή με σημαντικές προσφορές, εκπτώσεις αλλά και εκδηλώσεις.
Ο λόγος που η Μαύρη Παρασκευή λέγεται... μαύρη, είναι γιατί...
τα έσοδα από τις πωλήσεις της συγκεκριμένης περιόδου, είναι παραδοσιακά τα πιο σημαντικά της χρονιάς. Τα καταστήματα καταγράφουν κέρδη, έχοντας «μαύρο» το τελικό αποτέλεσμα του ισολογισμού τους.
Η Μαύρη Παρασκευή είναι μια γιορτή του εμπορίου που ακολουθεί την ημέρα των Ευχαριστιών στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εικόνες με ουρές εκατοντάδων ή ακόμη και χιλιάδων ανθρώπων που θέλουν να επωφεληθούν από τις μεγάλες προσφορές κάνουν τον γύρο του κόσμου την Μαύρη Παρασκευή. Να σημειωθεί ότι στο εξωτερικό είναι τέτοια η "σημασία" της Μαύρης Παρασκευής για τους καταναλωτές, και τέτοιο το όφελός τους από τις προσφορές που συχνά σημειώνονται επεισόδια ανάμεσα σε καταναλωτές που περιμένουν στις ουρές.
Ο όρος Black Friday έχει τις ρίζες του στη δεκαετία του 1960 και σηματοδοτεί την αρχή της Χριστουγεννιάτικης περιόδου αγορών στις ΗΠΑ. Πώς προέκυψε η Μαύρη Παρασκευή;
Στις αρχές της δεκαετίας του '60 τα λογιστικά φύλλα και οι αποδείξεις ήταν βεβαίως χειρόγραφα και τα καταστήματα είχαν δύο χρώματα μελανιού για να καταγράφουν τα στοιχεία. Με κόκκινο γράφονταν οι ημέρες με αρνητικό ισολογισμό πωλήσεων και με μαύρο οι ημέρες με θετικό απολογισμό.
Καθιερώθηκε λοιπόν η τελευταία Παρασκευή του Νοέμβρη ως η πρώτη ημέρα των πωλήσεων της Χριστουγεννιάτικης περιόδου, με σημαντικά αυξημένους τζίρους, εξ ου και η ονομασία Black Friday. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή ο όρος Black Friday χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τροχονόμους στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ, προκειμένου να περιγράψουν τη φριχτή κίνηση που είχε στους δρόμους εκείνη την ημέρα λόγω των εκπτώσεων και της έναρξης της χριστουγεννιάτικης περιόδου.
Από το 2008 η Black Friday ξεκίνησε και στον Καναδά, προκειμένου να μην ταξιδεύουν οι Καναδοί καταναλωτές στις ΗΠΑ για να ψωνίζουν, ενώ πρόσφατα, μόλις το 2013, η μόδα επεκτάθηκε και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Black Friday πραγματοποιείται, επίσης, στο Μεξικό, στη Ρουμανία, στην Ινδία, στη Γαλλία, ενώ σε κάποιες χώρες πραγματοποιείται μόνο από ηλεκτρονικά καταστήματα.