Άρθρα
Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων
Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων
Η Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων (Σ.Σ.Ε.) είναι Ανώτατο Στρατιωτικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα (ΑΣΕΙ) του Ελληνικού Στρατού Ξηράς. Ιδρύθηκε στο Ναύπλιο την 21η Δεκεμβριου 1828 με διάταγμα του Ιωάννη Καποδίστρια, αποτελώντας σχολή αξιωματικών.
Για αρκετό καιρό (1894-1982) έδρευε σε εγκαταστάσεις βόρεια του Πεδίου του Άρεως στην Αθήνα, όπου σήμερα στεγάζεται το Πρωτοδικείο Αθηνών, εκτός του παλαιού Διοικητηρίου, στο οποίο σήμερα στεγάζεται η Σχολή Εθνικής Άμυνας. Το 1982 μετακινήθηκε στο σημερινό της στρατόπεδο στη Βάρη. Εκεί βρίσκονται στρατώνες, σύγχρονες κτηριακές εγκαταστάσεις, υπαίθριοι χώροι εκπαίδευσης και αθλητισμού, καθώς και το Μουσείο της Σχολής.
Η φοίτηση στη Σχολή Ευελπίδων (μια από τις αποκαλούμενες «παραγωγικές σχολές» στην ορολογία των Ενόπλων Δυνάμεων) διαρκεί τέσσερα χρόνια και οι Ευέλπιδες αποφοιτούν με το βαθμό του Ανθυπολοχαγού. Τα τελευταία χρόνια η εγγραφή στη Σχολή ημεδαπών μαθητών ακολουθεί το σύστημα των πανελληνίων εξετάσεων παράλληλα με τεστ και αθλητικές επιδόσεις. Στη Σ.Σ.Ε.
Ίδρυση - Ιστορία
Το 1828 ο Ιωάννης Καποδίστριας θέλοντας να πλαισιώσει το Τακτικό Σώμα Στρατού με ικανά στελέχη, προχωρησε με διάταγμα στην ίδρυση στρατιωτικής σχολής την οποία και ονόμασε Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Ως πρότυπο έθεσε τη Γαλλική Πολυτεχνική Σχολή (École Polytechnique), δημιούργημα του Ναπολέοντα. Ανέθεσε την εποπτεία της συγκρότησης και οργάνωσης στον Βαυαρό Συνταγματάρχη Καρλ Βίλχελμ φον Χάιντεκ (Karl Wilhelm von Heideck, 1788–1861), ο οποίος ήταν εκείνη την εποχή διευθυντής του Τακτικού Στρατού. Ο ίδιος ο Καποδίστριας ονόμασε τους πέντε πρώτους μαθητές «Ευέλπιδες».
Την 211η Δεκεμβριου 1828 η Σχολή ιδρύεται στο Ναύπλιο με προσωρινό τίτλο «Λόχος των προγυμναστών», ενώ η διεύθυνσή της ανατίθεται στον Ιταλό υπολοχαγό Ρωμύλο ντε Σαντέλι, ο οποίος όμως αποδείχθηκε ανεπαρκής για ένα τέτοιο εγχείρημα. Έτσι, την ίδια χρονιά ο Καποδίστριας τον αντικαθιστά με τον Γάλλο λοχαγό του Πυροβολικού Ανρί Πωζιέ. Οι πρώτοι οκτώ Ανθυπολοχαγοί Πυροβολικού αποφοίτησαν το 1831, στους οποίους φόρεσε τις επωμίδες ο ίδιος ο Καποδίστριας. Το 1831 ο Καποδίστριας διορίζει στην θέση του διευθυντή της Σχολής τον Ρώσο Αντισυνταγματάρχη Πυροβολικού Νικόλαο Ραϊκόφ.
Στόχος της κυβέρνησης ήταν η σχολή να εκπαιδεύσει δημόσιους μηχανικούς οι οποίοι θα αναλάμβαναν κρατικά τεχνικά έργα και στην συνέχεια έργα για την οχύρωση της χώρας. Η διάρκεια της εκπαίδευσης καθορίστηκε στα 3 έτη. Το 1834 τα έτη σπουδών αυξήθηκαν στα 8 και προστέθηκαν περισσότερα μαθήματα, εισάγονται δε μαθητές ηλικίας από 12 ετών.
Την ίδια χρονιά η σχολή μεταφέρεται στην Αίγινα, στο κτίριο του Καποδιστριακού Ορφανοτροφείου, ενώ το 1837 στον Πειραιά, ακριβώς απέναντι από το Παλαιό Ταχυδρομείο, (σημερινό πολιτιστικό κέντρο) στο κτήριο που υφίσταται μέχρι σήμερα. Το 1840 αναλαμβάνει την διεύθυνση της σχολής ο Αντισυνταγματάρχης Σπύρος Μήλιος, ο πρώτος Έλληνας διευθυντής. Αμέσως εφαρμόζει νέο Κανονισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας, αυξάνει σε 6 τα έτη φοίτησης και καθιερώνει γραπτές εισαγωγικές εξετάσεις.
Στις 11 Απριλίου του 1846 εκδηλώνεται ένοπλη στάση των Ευέλπιδων καταλαμβάνοντας τη Σχολή τους στον Πειραιά. Συνέπεια αυτης ήταν το προσωρινό κλείσιμο της Σχολής και η αποβολή των Ευέλπιδων, μεταξύ των οποίων ήταν και ο γιος του τότε υπουργού Στρατιωτικών. Αιτία της στάσης ήταν η ποιότητα του συσσιτίου και η εσωτερική αυστηρότητα. Τελικά η Σχολή άνοιξε στις 7 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους με νέο αυστηρότερο κανονισμό.
Το 1854 η Σχολή μεταφέρεται στην Αθήνα και στεγάζεται προσωρινά στο Μέγαρο της Δουκίσσης της Πλακεντίας (σημερινό Βυζαντινό Μουσείο) μέχρι το 1857. Το 1866 η διδασκαλία κατανέμεται σε πέντε έτη. Το 1867 διακόπηκε η λειτουργία της Σχολής και το 1870 επαναλειτουργεί με 7 χρόνια σπουδών. Το 1870 - 1882 δίνεται η δυνατότητα σε ιδιώτες να παρακολουθούν τις σπουδές και να αποφοιτούν με το δίπλωμα «Γεωμέτρου» (Πολιτικού Μηχανικού). Το 1882 η εκπαίδευση μειώθηκε στα 5 έτη και συμπεριλάμβανε δύο περιόδους, των φυσικομαθηματικών επιστημών και των στρατιωτικών επιστημών.
Το 1881-1885 διοικητής ανέλαβε ο Αντισυνταγματάρχης Πυροβολικού Πάνος Κολοκοτρώνης, υιός του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Η διοίκηση του αποτέλεσε σταθμό για την σχολή και γι' αυτό χαρακτηρίσθηκε και ως αναμορφωτής της. Το 1894 η σχολή εγκαταστάθηκε στην Αθήνα στην περιοχή του Πεδίου του Άρεως σε συγκρότημα κτιρίων, που κτίσθηκαν με δωρεά του Εθνικού Ευεργέτη Γεωργίου Αβέρωφ, ο οποίος είχε εντυπωσιαστεί από την πορεία της σχολής, αφού προηγουμένως είχε ξαναμεταφερθεί στον Πειραιά. Το 1898 διοικητής αναλαμβάνει ο Αντισυνταγματάρχης Πυροβολικού Νικόλαος Ζορμπάς.
Το 1911 και μέσα σε κλίμα αναδιοργάνωσης του στρατού με αφορμή τη επικείμενη αναμέτρηση της Ελλάδας με την Τουρκία, ήρθε Γαλλική στρατιωτική αποστολή με επικεφαλής τον στρατηγό Εϊντου ώστε να βοηθήσει στην οργάνωση της σχολής. Το 1912 διοικητής αναλαμβάνει ο Γάλλος Συνταγματάρχης Λ. Ζενέν (L. Genin). Για δεύτερη φορά χρησιμοποιείται ως πρότυπο τη Γαλλική Στρατιωτική Ακαδημία του Σεν Συρ (École de Saint Cyr). Συνέπεια αυτών ήταν να αποφασισθεί η εκπαίδευση των Ευελπίδων να γίνει συντομότερη δηλαδή λιγότερο θεωρητική και περισσότερο πρακτική ενώ έγινε και η συγχώνευση των σχολών Ευελπίδων και Υπαξιωματικών.
Στους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-1913 η σχολή διέκοψε τη λειτουργία της για έξι μήνες λόγω επιστράτευσης και συμμετοχής των Ευελπίδων σε αυτόν.[5] Το 1914 καθιερώνεται η λειτουργία «Προπαρασκευαστικού Λόχου Υποψηφίων Ευελπίδων» με διάστημα φοίτησης τους 10 μήνες, λειτούργησε στην Κέρκυρα για ένα έτος και στην συνέχεια μεταφέρθηκε στην Αθήνα στα κτίρια της ΣΣΕ οπού παρέμεινε για 6 έτη και μετά διαλύθηκε. Το 1915 τα δίδακτρα της σχολής καταργούνται και τα έξοδα λειτουργίας αναλαμβάνει το Δημόσιο. Με αυτήν την απόφαση σηματοδοτείται πλέον η εισαγωγή στην σχολή φοιτητών από διάφορα κοινωνικά στρώματα.
Κατά την Μικρασιατική εκστρατεία 1919-1922 όλοι οι Ευέλπιδες θα συμμετάσχουν στις στρατιωτικές επιχειρήσεις. Το 1920 η διάρκεια φοίτησης στη Σχολή γίνεται τριετής. Το 1924 η φοίτηση στη Σχολή Ευελπίδων αυξήθηκε στα 4 έτη και περιλάμβανε ακαδημαϊκά και στρατιωτικά μαθήματα πεδίου ενώ επαναδημιουργήθηκε η σχολή Υπαξιωματικών. Παράλληλα επανακαθιερώνεται η οικονομική εισφορά εκτός ορισμένων απαλλαγών. Το 1926 καθιερώνεται στην σχολή η δοκιμασία σε αθλήματα του στίβου.
Το 1928 εορτάζονται με επισημότητα τα 100 χρόνια από την ίδρυση της Σχολής. Το χρονικό διάστημα 1934 - 1940 η διάρκεια της φοίτησης είναι 3 έτη και υπάρχει ιδιαίτερη προπαρασκευή των φοιτητών αφού λόγω της διεθνούς κατάστασης διαφαινόταν ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος. Αυτή η προετοιμασία θα έχει ως αποτέλεσμα τα ηρωικά κατορθώματα στο μέτωπο και τιμώντας τον τίτλο τον οποίο τους απέδωσε ο Καποδίστριας ως «την καλή ελπίδα του έθνους». Το 1940 με την κήρυξη του Ελληνο-Ιταλικού Πολέμου, οι Ευέλπιδες είναι πανέτοιμοι και τοποθετούνται άμεσα στα πεδία μαχών ή σε οργανικές θέσεις. Στη σχολή παρέμειναν μόνο οι Ευέλπιδες Ι τάξης μαζί με τους εκπαιδευτές.
Στις 28 Μαϊου 1941 η σχολή αναστέλλει την λειτουργία της λόγω της εισβολής των Γερμανικών δυνάμεων και της συνθηκολόγησης του Τσολάκογλου με τους Γερμανούς, τους ηττημένους Ιταλούς και τους περί αυτών Αλβανούς και Βούλγαρους.
Στις 19 Οκτωβρίου 1944 η σχολή επαναλειτούργησε αμέσως μετά την απελευθέρωση με μαθητές τους Ευέλπιδες 1ης και 2ας τάξης που φοιτούσαν πριν από τον πόλεμο, διακόπτει ξανά λόγω του εμφυλίου και λειτουργεί εκ νέου τον Αύγουστο του 1945 με την εισαγωγή της πρώτης μεταπολεμικής σειράς Ευελπίδων ύστερα από διαγωνισμό. Ο χρόνος φοίτησης περιορίστηκε λόγω της ανάγκης που είχε ο Ελληνικός Στρατός σε στελέχη 2 έτη για ιδιώτες και 6 μήνες για εθελοντές Ανθυπασπιστές και Υπαξιωματικούς. Το 1947 μετατρέπεται η σχολή, από Τάγμα Ευελπίδων σε Σύνταγμα Ευελπίδων, κατόπιν αποφάσεως εισαγωγής περισσότερων φοιτητών.
Το 1949, η φοίτηση στη Σχολή αυξήθηκε στα τρία χρόνια. Το 1961 η εκπαίδευση θεωρήθηκε ισότιμη με τα υπόλοιπα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα και φοίτηση στη Σχολή έγινε τέσσερα χρόνια. Από εκείνη την χρονιά έχουμε και Ευέλπιδες από άλλα Κράτη.
Στις 21 Απριλίου του 1967 οι Ευέλπιδες υπό τον Δ. Ιωαννίδη συμμετέχουν στο Πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, αναπτυσσόμενοι από λόφο Στρέφη και φυλακές Αβέρωφ μέχρι λεωφόρο Πατησίων αποκόπτοντας τους δρόμους προς το κέντρο της Αθήνας. Το 1975 η σχολή δέχεται Ευέλπιδες από την Κυπριακή Δημοκρατία.
Το 1978 στις 21 Δεκεμβρίου η σχολή συμπλήρωσε 150 χρόνια παρουσίας η οποία εορτάσθηκε με μεγάλη λαμπρότητα.
Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1982 η σχολή μεταστεγάσθηκε στο νέο σύγχρονο σημερινό της στρατόπεδο, που βρίσκεται νοτιοανατολικά των Αθηνών, στη Βάρη Αττικής σε έκταση 4.310 στρεμμάτων.
Το 1983 γίνεται η εισαγωγή φοιτητών με το σύστημα των Πανελλήνιων Εξετάσεων. Το 1991 μια σημαντική αλλαγή γίνεται, για πρώτη φορά στην ιστορία της η σχολή θα δεχτεί τις πρώτες γυναίκες Ευέλπιδες. Σήμερα η σχολή είναι ισότιμη με τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της χώρας.
Ο Χορός του Ζαλόγγου
Ο Χορός του Ζαλόγγου
Μία ομάδα από Σουλιώτισσες (ποικίλλει ο αριθμός τους, από 22 έως 57), για να μη συλληφθούν ζωντανές από τους Τουρκαλβανούς που τις πολιορκούσαν στο Ζάλογγο, στήνουν κυκλικό χορό και στη συνέχεια ρίχνονται στον γκρεμό με τα παιδιά τους. Πραγματικό γεγονός ή εθνικός μύθος;
Στα τέλη του 1803 ο Αλή Πασάς θέλησε να τελειώσει μία και καλή με τους Σουλιώτες, τους ανυπότακτους ορεσίβιους Θεσπρωτούς, που τόσα προβλήματα δημιουργούσαν στο Σουλτάνο και στη δική του εξουσία στην Ήπειρο. Τους πολιόρκησε στενά και τους εξανάγκασε να συνθηκολογήσουν στις 12 Δεκεμβρίου 1803. Ο βασικός όρος της συμφωνίας, που δεν τηρήθηκε, ήταν να εκκενώσουν τα χωριά τους συν γυναιξί και τέκνοις. Στις 16 Δεκεμβρίου οι Σουλιώτες χωρίστηκαν σε τρεις φάλαγγες και άφησαν πίσω τους την πατρογονική γη.
Δύο ημέρες αργότερα, η τρίτη φάλαγγα, που κατευθυνόταν νότια, δέχθηκε επίθεση στο Ζάλογγο από πολυάριθμο σώμα Τουρκαλβανών με αρχηγούς τους Μπεκίρ Τζογαδούρο, Άγο Μουχουρδάρη και Μέτζο Μπόνο. Κατά τη διάρκεια της σφοδρής σύγκρουσης που ακολούθησε, μία ομάδα Σουλιωτών εγκλωβίστηκε από τον εχθρό. Ανάμεσά τους και περίπου 60 γυναίκες, πολλές από αυτές σε κατάσταση εγκυμοσύνης. Προκειμένου να μην πέσουν στα χέρια των διωκτών τους, έριξαν τα παιδιά τους από την απόκρημνη κορυφή του Ζαλόγγου και στη συνέχεια, πιασμένες χέρι - χέρι, έπεσαν και ίδιες χορεύοντας. Το Ζάλογγο με τα χρόνια μεταβλήθηκε σε σύμβολο ηρωισμού και αυτοθυσίας.
Η μοναδική συγκεκριμένη μαρτυρία για το Χορό του Ζαλόγγου προέρχεται από τον αξιωματικό του Αλή πασά, Σουλεϊμάν αγά, αυτόπτη μάρτυρα του περιστατικού. Το αφηγήθηκε στον εξισλαμισμένο γάλλο μισθοφόρο Ιμπραήμ Μανσούρ Εφέντι, ο οποίος τη συμπεριέλαβε σε βιβλίο του που κυκλοφόρησε στο Παρίσι το 1828 με τις αναμνήσεις του από την Αυλή του Αλή Πασά. Σύμφωνα με τη μαρτυρία αυτή, οι γυναίκες «πιάστηκαν από τα χέρια κι άρχισαν ένα χορό, που τα βήματά του τα κινούσε ένας ασυνήθιστος ηρωισμός και οι αγωνία τού θανάτου τόνιζε το ρυθμό του... Στο τέλος των επωδών, οι γυναίκες βγάζουν μία διαπεραστική και μακρόσυρτη κραυγή, που ο αντίλαλός της σβήνει στο βάθος ενός τρομακτικού γκρεμού, όπου ρίχνονται μαζί με όλα τα παιδιά τους».
Ο Πρώσος διπλωμάτης και περιηγητής Γιάκοπ Μπαρτόλντι (1779 - 1825) είναι ο πρώτος που κατέγραψε το γεγονός μεταξύ 1803 και 1804, ευρισκόμενος στα Ιωάννινα, χωρίς να αναφέρεται στο χορό. Ο αγωνιστής του ‘21 και απομνημονευματογράφος Χριστόφορος Περραιβός (1773 - 1863) είναι ο πρώτος έλληνας συγγραφέας, που αναφέρεται στο Χορό του Ζαλόγγου στη δεύτερη έκδοση της «Ιστορίας του Σουλίου και της Πάργας» (1815). Στην έκδοση, όμως, του 1857 δεν κάνει αναφορά σε χορό.
Το 1888 ο Συριανός λόγιος και ιστορικός Περικλής Ζερλέντης (1852-1925) διατύπωσε επιφυλάξεις και αμφιβολίες για το χορό του Ζαλόγγου, ύστερα από επιτόπιο έρευνα, χωρίς να αμφισβητεί το γεγονός της αυτοθυσίας των Σουλιωτισσών. Χρόνια αργότερα, ο φιλόλογος Αλέξης Πολίτης, καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης, υποστήριξε σε άρθρο του στο περιοδικό «Ο Πολίτης» (2005), ότι τραγούδι, που συνόδευε το χορό, το πασίγνωστο «Έχε γεια καημένε κόσμε» αναφέρεται για πρώτη φορά μόλις το 1908.
Το έτος αυτό ο συγγραφέας της «Γκόλφως» Σπυρίδων Περεσιάδης παρουσίασε για πρώτη φορά το θεατρικό έργο «Ο Χορός του Ζαλόγγου», που διαδόθηκε ευρύτατα στον ελλαδικό χώρο, μέσα από παραστάσεις «μπουλουκιών» και ερασιτεχνικών τοπικών θιάσων και ίσως εκεί να οφείλεται η διάπλαση του «Χορού του Ζαλόγγου» ως ιστορικού γεγονότος.
Νοσοκομείο Ανδρέας Συγγρός
Νοσοκομείο “ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΥΓΓΡΟΣ”
Το Νοσοκομείο “ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΥΓΓΡΟΣ” χτίστηκε το 1910 από την Ιφιγένεια Α. Συγγρού εις μνήμην του συζύγου της Ανδρέα και εδωρήθη εις το Ελληνικό Κράτος το 1921.
Το Νοσοκομείο ήταν πρωτοποριακό 'Ίδρυμα για την εποχή εκείνη. Σκοπός της ιδρύσεως του ήταν αφενός μεν η δωρεάν νοσηλεία ανδρών και γυναικών που έπασχαν από αφροδίσια νοσήματα, αφετέρου δε η εκπαίδευση των 5ετών φοιτητών της Ιατρικής, των φοιτητών της Οδοντιατρικής, των Μαιών κ.λπ. εις το γνωστικό αντικείμενο της Δερματολογίας-Αφροδισιολογίας.
Το Νοσοκομείο έγινε “'Ίδρυμα” με βάση τη ΔΙΑΘΗΚΗ και τον Ιδρυτικό Νόμο: 3554/1909 και διοικείται από Συμβούλιο επονομαζόμενο “Εφορεία του Νοσοκομείου”, η σύνθεση του οποίου έχει ως εξής (ex officio-μέλη):
* Πρόεδρος: Ο εκάστοτε πρόεδρος του “Ιατροσυνεδρίου” (πρ. Ανωτ. Υγειονομικό Συμβούλιο, σήμερα του ΚΕΣΥ).
* Αντιπρόεδρος: Ο εκάστοτε Κοσμήτορας της Ιατρικής Σχολής (σήμερα ο Πρόεδρος του Ιατρικού Τμήματος).
* Μέλη: 'Ένας από τους καθηγητές της Παθολογίας (ορίζεται από την Ιατρική Σχολή).
* Ο εκάστοτε Καθηγητής της 'Έδρας των Αφροδισίων και Δερματικών Νοσημάτων του Πανεπιστημίου Αθηνών ως εισηγητής Ημερησίας Διατάξεως και με δικαίωμα ψήφου (αυτό ισχύει μέχρι σήμερα).
* Ο Τμηματάρχης του Υπουργείου Εσωτερικών (μη υπάρχοντος τότε Υπουργείου Υγείας, σήμερα ο Διευθυντής Κοινωνικής Αντίληψης του Υπουργείου Υγείας Πρόνοιας).
Σήμερα έχουν προστεθεί στο Συμβούλιο δύο αιρετά Μέλη (Νόμος 1397/83 ΕΣΥ). Αυτά είναι:
* Ο Εκπρόσωπος των ιατρών και
* Ο Εκπρόσωπος του λοιπού προσωπικού.
Ένα σημαντικό ποσό σε Μετοχές Εθνικής Τραπέζης κατατέθηκε τότε από την Ιφιγένεια Α. Συγγρού, το οποίο αποτέλεσε το “Κληροδότημα” για το Νοσοκομείο. Τα ετήσια εισοδήματα εκ του Κληροδοτήματος χρησιμοποιούνται έκτοτε για ορισμένους, σαφώς καθοριζόμενους από τη διαθήκη σκοπούς.
Το Νοσοκομείο έχει ενταχθεί στο ΕΣΥ. Σήμερα (1996) έχει έναν Προϋπολογισμό 2.760.746.000 δρχ. περίπου, ενώ ένα σημαντικό ποσό εισπράττει από τα νοσήλια και τις Ειδικές Πράξεις διάγνωσης και Θεραπείας (π.χ. 545.414.000 δρχ. το 1995).
Η Κρητική Πολιτεία ενσωματώνεται στη ελληνική επικράτεια
1913 Η Κρητική Πολιτεία ενσωματώνεται στη Ελληνική επικράτεια
103 χρόνια από την 'Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα
Ενσωμάτωση Κρήτης στην Ελλάδα
Την 1η Δεκεμβρίου του 1913 η Κρήτη ενσωματώθηκε και επίσημα στο Ελληνικό κράτος. Ακριβώς ένα μήνα νωρίτερα (1 Νοεμβρίου 1913), ο σουλτάνος Μεχμέτ ο 5ος είχε παραιτηθεί από κάθε δικαίωμα επικυριαρχίας επί της μεγαλονήσου. Αιώνες αιμάτων και δακρύων στη μαρτυρική Κρήτη έβρισκαν επιτέλους την ιστορική τους δικαίωση.
Η επίσημη ανακήρυξη της ένωσης έγινε στα ηλιόλουστα Χανιά την Κυριακή 1η Δεκεμβρίου 1913, παρουσία του βασιλιά Κωνσταντίνου και του πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου, μέσα σε ιδιαίτερα πανηγυρικό κλίμα. «Η πόλις ηγρύπνησε στολιζομένη. Εορτάζει δε ο ουρανός, αποκατασταθείσης από της νυκτός της γαλήνης και ανατείλαντος εαρινού ηλίου. Οι δρόμοι παρουσιάζουν όψιν λειμώνων ευωδιαζόντων από τας μυρσίνας. Παντού είναι ανηρτημέναι Βυζαντιναί σημαίαι μεταξύ των κυανολεύκων. Συνωστίζονται παντού χωρικοί υψηλόκορμοι ζώσαι εικόνες του Θεοτοκοπούλου. Τα Κρητικόπουλα εις σμήνη κυκλοφορούν με τις φουφουλίτσες των. Από του Νικηφόρου Φωκά του εκδιώξαντος εκ Κρήτης τους Άραβας πρώτην φοράν Έλλην βασιλεύς αποβιβάζεται εις την νήσον» γράφει σε ανταπόκρισή της από τα Χανιά η αθηναϊκή εφημερίδα «Εστία». Οι εκδηλώσεις κορυφώθηκαν στις 11:50 το πρωί, όταν οι γηραιοί αγωνιστές Αναγνώστης Μάντακας, 94 ετών, και Χατζημιχάλης Γιάνναρης, 88 ετών, ύψωσαν την ελληνική σημαία στο φρούριο Φιρκά, ενώ την ίδια ώρα ερρίπτοντο 101 κανονιοβολισμοί από τα ναυλοχούντα ελληνικά πολεμικά πλοία.
Η Κρήτη περιήλθε ολοκληρωτικά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία στις 4 Οκτωβρίου του 1669, όταν ο μέγας Βεζύρης Κιοπρουλής εισήλθε πανηγυρικά στον Χάνδακα (σημερινό Ηράκλειο), θέτοντας τέλος στην Ενετοκρατία στο νησί, που κράτησε 465 χρόνια (1204-1669). Παρά τη φυγή πολλών κατοίκων και την πληθυσμιακή αλλοίωση από τους νέους κατακτητές, οι Κρήτες ποτέ δεν έσκυψαν το κεφάλι στους Οθωμανούς. Το μαρτυρούν οι εξεγέρσεις του 1692 («Κίνημα του 1692») και του 1770 («Επανάσταση του Δασκαλογιάννη»).
Η τελετή ανακήρυξης της ένωσης
Το 1821, οι Κρήτες συμμετείχαν στον εθνικό ξεσηκωμό, αλλά οι προσπάθειές τους δεν ευοδώθηκαν, εξαιτίας του μεγάλου αριθμού Τούρκων και Τουρκοκρητικών στο νησί και της έλλειψης εφοδίων. Οι εξεγέρσεις κατά του κατακτητή συνεχίστηκαν με αμείωτη ένταση και πυκνότητα, το 1833 («Κίνημα των Μουρνιών»), το 1841 («Επανάσταση των Χαιρέτη και Βασιλογεώργη»), το 1858 («Κίνημα του Μαυρογένη»), την τριετία 1866-1869 («Μεγάλη Κρητική Επανάσταση»), το 1878 («Επανάσταση του 1878»), το1889 («Επανάσταση του 1889») και τη διετία 1897-1898 («Επανάσταση του 1897-1898»), οπότε η Κρήτη κέρδισε την αυτονομία της υπό τις ευλογίες των Μεγάλων Δυνάμεων, μετά τις απίστευτες ωμότητες που διέπραξαν οι βαζιβουζούκοι (Τούρκοι άτακτοι) στο Ηράκλειο στις 25 Αυγούστου του 1898. Στις 2 Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου και ο τελευταίος τούρκος στρατιώτης εγκατέλειπε το κρητικό έδαφος. Η Κρήτη τέθηκε υπό την προστασία των Μεγάλων Δυνάμεων και την υψηλή μόνο επικυριαρχία του σουλτάνου. Από το 1898 έως το 1913 δημιουργήθηκε η Κρητική Πολιτεία, με αρμοστή τον έλληνα βασιλόπαιδα Γεώργιο και κυβέρνηση αποτελούμενη από πέντε χριστιανούς και ένα μουσουλμάνο (Οι μουσουλμάνοι αντιπροσώπευαν περίπου το 25% των κατοίκων της Κρήτης το 1900). Δεσπόζουσα μορφή εκείνης της περιόδου αναδείχθηκε ο νεαρός δικηγόρος Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος γρήγορα ήλθε σε σύγκρουση με τον Γεώργιο, εξαιτίας των υπερεξουσιών του. Η «Επανάσταση στον Θέρισο» (10 Μαρτίου 1905), που οργάνωσε ο Βενιζέλος ανάγκασε τον Γεώργιο σε παραίτηση και την ανάληψη της ύπατης αρμοστείας από τον Ελλαδίτη πολιτικό Αλέξανδρο Ζαΐμη. Κύριο αίτημα των εξεγερμένων ήταν η άμεση ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.
Ενσωμάτωση Κρήτης στην Ελλάδα
Η νικηφόρα έκβαση των Βαλκανικών Πολέμων (1912-1913) για την Ελλάδα, εξαιτίας και της διορατικής πολιτικής του Έλληνα πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου, επιτάχυνε τις εξελίξεις. Στις 30 Μαΐου 1913 ο παραπαίων σουλτάνος παραιτήθηκε όλων των δικαιωμάτων του στην Κρήτη με τη Συνθήκη του Λονδίνου (άρθρο 4), ενώ με ιδιαίτερη συνθήκη παραιτήθηκε και από την επικυριαρχία του στο νησί (1 Νοεμβρίου 1913). Η Κρήτη ήταν ελεύθερη και η ένωσή της με την Ελλάδα είχε πραγματοποιηθεί. Το Κρητικό Ζήτημα, που απασχόλησε επί μακρόν τη διεθνή πολιτική, είχε επιλυθεί.
Το 1923 με την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας έφυγαν και οι τελευταίοι μουσουλμάνοι από την Κρήτη, οι περισσότεροι από τους οποίους εγκαταστάθηκαν στα παράλια της Μικράς Ασίας. Από τα μέσα της πρώτης δεκαετίας της νέας χιλιετίας, άρχισε να διαδίδεται μια φημολογία, κυρίως μέσω διαδικτύου, ότι το 2013 οι κάτοικοι της Κρήτης θα κληθούν να αποφανθούν με δημοψήφισμα εάν επιθυμούν το νησί να παραμείνει στην Ελλάδα ή να ανεξαρτητοποιηθεί, βάσει ενός μυστικού πρωτοκόλλου των συνθηκών παραχώρησής του στην Ελλάδα το 1913. Οι ειδικοί διαβεβαιώνουν και ο χρόνος έδειξε ότι επρόκειτο περί αστειότητος ή ευσεβούς πόθου κάποιων κύκλων.
Παγκόσμια Ημέρα κατά του AIDS
Παγκόσμια Ημέρα κατά του AIDS
Η 1η Δεκεμβρίου καθιερώθηκε ως Παγκόσμια Ημέρα κατά του AIDS το 1988, με απόφαση της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας και στη συνέχεια της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ.
Το AIDS είναι μία από τις φονικότερες επιδημίες στην παγκόσμια ιστορία. Από το 1981 που παρατηρήθηκε κλινικά στις ΗΠΑ, γύρω στα 39.000.000 άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους, ενώ 78.000.000 είναι φορείς του ιού HIV. Η σεξουαλική επαφή αποτελεί τον κύριο τρόπο μετάδοσης του HIV.
Αισιόδοξα μηνύματα για την τιθάσευση του ιού εκπέμπει η UNAIDS, η υπηρεσία του ΟΗΕ για την καταπολέμηση του AIDS, που τονίζει ότι «το τέλος της επιδημίας του AIDS δεν είναι πλέον απλώς ένα όραμα, μπορεί να γίνει πραγματικότητα έως το 2030». Το σημαντικό είναι ότι όλο και περισσότεροι άνθρωποι έχουν πρόσβαση στα αντιρετροϊκά φάρμακα που αποτρέπουν την εκδήλωση της ασθένειας, επισημαίνει η υπηρεσία.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της UNAIDS, 1,5 εκατομμύριο άνθρωποι πέθαναν από AIDS το 2013, αριθμός που παρουσιάζει μικρή πτώση για όγδοη συνεχόμενη χρονιά. Τα νέα κρούσματα, επίσης, παρουσιάζουν μείωση για μία ακόμη χρονιά (2,1 εκατομμύρια το 2013), όπως και στα παιδιά (240.000 το 2013).
Στην Ελλάδα, μετά τη μεγάλη επιδημία στους χρήστες ενδοφλέβιων ναρκωτικών (ΧΕΝ) την περίοδο 2011-2013, παρατηρήθηκε μείωση των περιστατικών HIV λοίμωξης το 2014 και το πρώτο δεκάμηνο του 2015, τόσο συνολικά, όσο και ειδικά στην ομάδα των XEN. Οι περισσότερες μεταδόσεις του ιού αποδίδονται και πάλι στη σεξουαλική επαφή, κυρίως σε αυτή μεταξύ ανδρών.
Τα περιστατικά HIV λοίμωξης, που έχουν δηλωθεί στο Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ΚΕΕΛΠΝΟ), παρουσιάζουν πτωτική τάση το πρώτο δεκάμηνο του 2015, συγκριτικά με τις αντίστοιχες περιόδους την τριετία 2011-2013. Πιο συγκεκριμένα, τους πρώτους δέκα μήνες του 2013 είχαν καταγραφεί 7,2 περιστατικά HIV λοίμωξης ανά 100.000 πληθυσμού, ενώ την αντίστοιχη περίοδο του 2015 ο ρυθμός δήλωσης έχει πέσει στο 6,2. Σε απόλυτους αριθμούς, μεταξύ Ιανουαρίου και Οκτωβρίου του 2015, δηλώθηκαν στο ΚΕ.ΕΛ.Π.ΝΟ 667 HIV λοιμώξεις, εκ των οποίων οι 590 (88,5%) αφορούσαν σε άνδρες και οι 77 (11,5%) σε γυναίκες.
Σύμφωνα με στοιχεία του ΚΕΕΛΠΝΟ, μέχρι και την 31η Οκτωβρίου 2015 είχαν καταγραφεί 15.109 περιστατικά HIV λοίμωξης (82,7% άνδρες). Από το σύνολο των ατόμων αυτών, 3.732 εμφάνισαν AIDS και περίπου 7.700 βρίσκονται υπό αντιρετροϊκή θεραπεία. Ο συνολικός αριθμός των θανάτων ανέρχεται στους 2.562.