Άρθρα
Άρθουρ Άσερ Μίλερ, ήταν ένας από τους κορυφαίους Αμερικανούς θεατρικούς συγγραφείς
Άρθουρ Μίλερ
Ο Άρθουρ Άσερ Μίλερ ήταν ένας από τους κορυφαίους Αμερικανούς θεατρικούς συγγραφείς. (Arthur Asher Miller, 17 Οκτωβρίου 1915 - 10 Φεβρουαρίου 2005)
Τα έργα του ασκούσαν κριτική στις Ηνωμένες Πολιτείες, την κυβέρνηση και τον τρόπο ζωής των κατοίκων της, ενώ εξέθεταν και τα ψεγάδια του λεγόμενου "Αμερικανικού ονείρου", κάτι για το οποίο είχε δεχτεί κριτική στις ΗΠΑ. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο βιογράφος του, Μάρτιν Γκότφριντ, "σπάνια ένας καλλιτέχνης έχει δεχτεί τόσες πολλές επιθέσεις και συκοφαντίες στην πατρίδα του και ταυτόχρονα έχαιρε βαθιάς εκτίμησης σε όλον τον κόσμο".
Η καθιέρωση του ήρθε με το κλασσικό έργο «ο Θάνατος του Εμποράκου», σημείο αναφοράς του θεάτρου του 20ού αιώνα, ίσως το καλύτερό του έργο κατά τους ειδικούς, μια ιστορία για μια μικροαστική Αμερικανική οικογένεια που συνεθλίβη υπό το βάρος του Αμερικανικού καπιταλισμού. Κατά σύμπτωση, η 10η Φεβρουαρίου, ημερομηνία θανάτου του, ήταν η 56η επέτειος από την πρεμιέρα του έργου αυτού.
Είχε πέσει θύμα του μακαρθισμού, καθώς καταδικάστηκε επειδή αρνήθηκε να καταδώσει συναδέλφους του με κομμουνιστική δράση στην Επιτροπή Αντι-Αμερικανικών Δραστηριοτήτων. Παρ’ όλο που ενστερνίστηκε ιδέες της αριστεράς και σχετιζόταν με άτομα του Κομμουνιστικού Κόμματος, αρνήθηκε ότι ήταν ποτέ μέλος του. Επίσης, αν και δεν υπήρξε θρησκευόμενος, απέκτησε συνείδηση της εβραϊκής του ταυτότητας, αντιμετωπίζοντας τον αντισημιτισμό των προπολεμικών χρόνων και το Ολοκαύτωμα στη συνέχεια.
«Ήταν βράχος και έμοιαζε με βράχο, εννοώ ότι και η φυσική παρουσία του ήταν επιβλητική», είχε δηλώσει για τον Μίλερ ο θεατρικός συγγραφέας Χάρολντ Πίντερ στην είδηση του θανάτου του. «Ήταν ηγέτης… Απόλυτα ανεξάρτητος, με μια αταλάντευτη κριτική ευφυΐα».
Κυρίως μαζί με τον Τένεσι Ουίλιαμς και λιγότερο με τον Ευγένιο Ο'Νιλ, ο Μίλερ θεωρούνταν ένας από τους πιο γνωστούς και επιτυχημένους Αμερικανούς συγγραφείς μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Ορισμένα από τα έργα του έγιναν κινηματογραφικές ταινίες, από σκηνοθέτες όπως ο Τζον Χιούστον, ο Σίντνεϊ Λουμέτ και ο Κάρελ Ράιζ.
Ο Άρθουρ Μίλερ γεννήθηκε στις 17 Οκτωβρίου 1915 στη Νέα Υόρκη, ανατολικά της 12ης Οδού. Η οικογένειά του είχε εβραϊκές ρίζες και μεγάλωσε με θρησκευτική ανατροφή. Ο πατέρας του, Ισιντόρ Μίλερ, μετανάστης από την Πολωνία, είχε αποκτήσει μεγάλη περιουσία από μια βιοτεχνία και κατάστημα γυναικείων ρούχων, ενώ η μητέρα του, Ογκούστα Μπάρνετ, ήταν Αμερικανίδα που είχε εργαστεί ως δασκάλα στο δημόσιο, ενώ ο πατέρας της είχε ρίζες από την ίδια πόλη της Πολωνίας απ' όπου κατάγονταν και οι Μίλερ.
Ήταν το δεύτερο από τα τρία παιδιά της οικογένειας, με μεγαλύτερο τον Κέρμιτ και μικρότερη την Τζόαν, η οποία αργότερα ακολούθησε καριέρα στην υποκριτική. Πήγε στο δημόσιο σχολείο του Χάρλεμ και τέλειωσε το γυμνάσιο το 1932, όντας μέτριος μαθητής με καλές επιδόσεις στον αθλητισμό. Εν τω μεταξύ, σε αντίθεση με την προηγουμένως οικονομικά άνετη και σχεδόν πλούσια ζωή τους, είχαν μετακομίσει στο Μπρούκλιν και η οικογένειά του είχε καταστραφεί οικονομικά από το Κραχ του 1929 στις ΗΠΑ, συνεπώς αναγκάστηκε να εργαστεί για να βγάλει χρήματα σε διάφορες δουλειές: τραγουδιστής σε τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό, οδηγός φορτηγού, υπάλληλος καταστήματος ανταλλακτικών αυτοκινήτων στη 10ή Λεωφόρο του Μανχάταν κ.ά. Η μόνη επαφή που είχε μέχρι τότε με τη λογοτεχνία ήταν κάποια από τα έργα του Άγγλου συγγραφέα Καρόλου Ντίκενς, ενώ ώθηση για να αρχίσει να γράφει του έδωσαν οι "Αδερφοί Καραμαζώφ" του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι.
Η αποστολή του θεάτρου, τελικά, είναι να αλλάξει τους ανθρώπους, να τους κάνει να αποκτήσουν μεγαλύτερη συνείδηση για το τι μπορούν να κάνουν.
Άρθουρ Μίλερ
Το 1935 γράφεται στη Δημοσιογραφική Σχολή του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, απ' όπου αποφοίτησε τρία χρόνια αργότερα, έχοντας περάσει από σπουδές αγγλικής φιλολογίας και θεατρικής γραφής, όπου είχε καθηγητή τον Κένεθ Ρόου. Κατά τα φοιτητικά του χρόνια, αρχίζει να ξεχωρίζει σαν συγγραφέας. Εργάζεται ως δημοσιογράφος στη φοιτητική εφημερίδα "Michigan Daily", ενώ το 1936, κερδίζει το πρώτο βραβείο στο διαγωνισμό Χόπγουντ με το θεατρικό έργο "No villain", το οποίο το επεξεργάζεται και το παρουσιάζει για δεύτερη φορά το 1937, αυτή τη φορά με τον τίτλο "They too arise". Την ίδια χρονιά, ξανακερδίζει το βραβείο Χόπγουντ με το έργο "Τιμές την αυγή" ("Honors at dawn"), χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο "Corona", από τη μάρκα της γραφομηχανής του. Από το 1938 ως το 1943 ακολουθούν άλλα 5 θεατρικά έργα, τα οποία δεν έγιναν ιδιαιτέρως γνωστά ούτε ανεβάστηκαν από κάποιον επαγγελματικό θίασο.
Οι πρώτες διακρίσεις
Κατά την ίδια περίοδο, ο Μίλερ απαλλάχτηκε από τη στρατιωτική του θητεία κατά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο λόγω ενός τραύματος σε έναν αγώνα ποδοσφαίρου κι έτσι εργάστηκε ως συνεργάτης των ραδιοφωνικών δικτύων CBS και NBC, γράφοντας κείμενα και θεατρικά μονόπρακτα, καθώς και ένα σύντομο χρονικό του Β' Παγκοσμίου Πολέμου το 1944. Το 1945, εκδίδεται το πρώτο του μυθιστόρημα με τον τίτλο "Focus", το οποίο είχε ως αντικείμενο τον αντισημιτισμό. Στις 23 Νοεμβρίου 1944, ανέβηκε για πρώτη φορά θεατρικό έργο του στο Μπρόντγουεϊ, το "Ο άνθρωπος που ήταν πολύ τυχερός" ("The man who had all the luck"). Το έργο γνώρισε μέτρια επιτυχία, αλλά κερδίζει το βραβείο της Εθνικής Θεατρικής Συντεχνίας.
Στις 29 Ιανουαρίου 1947, ανεβαίνει το έργο "Ήταν όλοι τους παιδιά μου" ("All my sons"), ένα έργο που παρουσίαζε τον αντίκτυπο της ανάμειξης των ΗΠΑ στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο σε μια τυπική αμερικανική οικογένεια και επίκεντρό του ήταν οι κοινωνικές ευθύνες ενός βιομηχάνου που είχε κερδοσκοπήσει πουλώντας ελαττωματικά ανταλλακτικά αεροσκαφών στην αμερικανική πολεμική αεροπορία. Με το έργο αυτό έγινε ευρέως δημοφιλής και κέρδισε το Βραβείο Δράματος των Κριτικών της Νέας Υόρκης και το Βραβείο Ντόναλντσον. Το συγκεκριμένο έργο παρουσιάστηκε ξανά και απέκτησε μεγαλύτερη σημασία, όταν προβλήθηκε στην κρατική τηλεόραση το 1987, ένα χρόνο μετά την εκτόξευση και έκρηξη του διαστημικού λεωφορείου Challenger λόγω βλάβης στους αγωγούς στερεών καυσίμων.
Το 1949, είναι ο πρώτος που κερδίζει τρία βραβεία, το Βραβείο Πούλιτζερ, το Βραβείο Τόνι και το βραβείο Κριτικών της Νέας Υόρκης, για το διάσημο "Ο θάνατος του εμποράκου" ("Death of a Salesman") σε σκηνοθεσία Ελία Καζάν, το οποίο του έφερε παγκόσμια αναγνώριση, ενώ το 1950 παρουσιάζει τη διασκευή του θεατρικού του Ίψεν "Ο εχθρός του λαού" ("An Enemy of the People"), ο ήρωας του οποίου αρνείται να ακολουθήσει το ιδεολογικό κατεστημένο της εποχής του, αποτελώντας, έτσι, σε φιλοσοφικό επίπεδο, το βήμα για το επόμενο έργο του, το "The Crucible". Από την άλλη, ο "Θάνατος του Εμποράκου" ήταν ο απόηχος της προσωπικής εμπειρίας του Μίλερ από την οικονομική καταστροφή του πατέρα του. Το έργο στηρίζεται στον εμβληματικό χαρακτήρα του Γουίλι Λόμαν, ο οποίος δεν έχει την επιτυχία που περιμένει από αυτόν ο κοινωνικός του περίγυρος, καθώς απολύεται κι αρχίζει να στοιχειώνεται από αναμνήσεις του παρελθόντος. Τελικά, αποφασίζει να αυτοκτονήσει με το αυτοκίνητό του, έτσι ώστε η οικογένειά του να καρπωθεί τα χρήματα της ασφάλειας. Οι κριτικοί διαφωνούσαν αν η πράξη αυτή του κεντρικού ήρωα ήταν μια πράξη δειλίας ή μια αυτοθυσία στο βωμό του Αμερικάνικου Ονείρου, το οποίο αποδεικνύεται ένα ψέμα, διαφωνώντας ουσιαστικά στην πραγματική φύση της τραγωδίας κι αν ο "ανθρωπάκος" Λόμαν θα μπορούσε να συγκριθεί σε τραγικότητα με αρχέτυπα του αρχαίου δράματος. Ο Μίλερ απάντησε στις κριτικές αυτές ότι ήθελε να υπογραμμίσει πως η τραγικότητα ενός ήρωα έγκειται στο κατά πόσο είναι πρόθυμος να θυσιαστεί για να προστατέψει την προσωπική του αξιοπρέπεια, κάτι που έκανε ο Λόμαν.
Μακαρθισμός
Στις ΗΠΑ πλέον βασιλεύει ο μακαρθισμός και η δραστηριότητα της Επιτροπής Αντι-Αμερικανικών Δραστηριοτήτων. Επηρεασμένος από τον αντικομουνισμό και το "κυνήγι μαγισσών" που ακολούθησε εναντίον εκπροσώπων του πνευματικού κόσμου, ο Άρθουρ Μίλερ γράφει και παρουσιάζει το αλληγορικό έργο-κατηγορητήριο "The Crucible" ("Δοκιμασία"), το οποίο, αν και δε γνώρισε μεγάλη εισπρακτική επιτυχία ούτε έγινε δεκτό με εγκωμιαστικές κριτικές, του έφερε ένα Βραβείο Τόνι το 1953 κι αργότερα έγινε ένα από τα πιο πολυπαιγμένα έργα του, παρουσιαζόμενο, κατά το συγγραφέα, κάθε φορά που σε κάποια χώρα έμπαιναν σε κίνδυνο οι πολιτικές ελευθερίες ή διαφαινόταν η άνοδος ολοκληρωτικού καθεστώτος. Έτσι, κατάφερε να προσπεράσει την αρχική απροθυμία των θεατρικών παραγόντων της εποχής να ασχοληθούν με ένα τέτοιο έργο. Σύμφωνα με τον ίδιο το Μίλερ: «Εν μέρει ήταν πολιτικό θέμα και πολύς κόσμος το φοβόταν. Επίσης το κόστος του ανεβάσματος ήταν υψηλό γιατί είναι μεγάλη παραγωγή. Υπήρχαν και μερικοί που έλεγαν ότι η γλώσσα του έργου δεν θα γίνονταν κατανοητή από όλους. Δεν υπήρξε όμως τέτοιο πρόβλημα. Όλοι κατάλαβαν τη γλώσσα που χρησιμοποίησα».
Το 1954, του αφαιρείται το διαβατήριο κι έτσι δεν καταφέρνει να παραστεί στην πρεμιέρα της "Δοκιμασίας" στις Βρυξέλλες. Οδηγείται για κατάθεση, κατηγορούμενος ότι είχε διασυνδέσεις με αριστερούς. Αρνείται να καταδώσει ονόματα υπόπτων για κομουνιστική δράση, καταδικάζεται από το Κογκρέσο το 1957, αλλά αθωώνεται από το Ανώτατο Δικαστήριο το 1958. Παράλληλα, έχει χωρίσει με την πρώτη του σύζυγο, Μαίρη Σλάτερι, παλιά του συμφοιτήτρια, καθώς νιώθει ότι δεν ήταν συναισθηματικά κοντά ο ένας στον άλλο: "Είχα πάντα την αίσθηση ότι σύρθηκα σε αυτόν τον γάμο, παρά τον αποφάσισα", θα παραδεχτεί πολύ αργότερα ο ίδιος. Την είχε παντρευτεί το 1940 και είχε αποκτήσει δυο παιδιά, την Τζέιν και το Ρόμπερτ. Παράλληλα, οι συνθήκες στο Χόλιγουντ εκείνη την εποχή, λόγω της Μαύρης Λίστας και όσων είχαν καταδώσει ονόματα υπόπτων, οδήγησαν στην αποξένωση του Μίλερ από τον Ελία Καζάν, με τον οποίο ήταν συνεργάτες σε πολλά από τα έργα του και τους συνέδεε φιλία, καθώς ο Μίλερ είχε μιλήσει ανοιχτά εναντίον της κίνησης του Καζάν να κατονομάσει κατηγορούμενους συναδέρφους του.
Η αποστολή του θεάτρου, τελικά, είναι να αλλάξει τους ανθρώπους, να τους κάνει να αποκτήσουν μεγαλύτερη συνείδηση για το τι μπορούν να κάνουν.
Άρθουρ Μίλερ
Επιτυχία και κινηματογράφος
Το 1955 ανεβαίνουν τα δυο του μονόπρακτα "Από Δευτέρα σε Δευτέρα" ("A memory of two Mondays"), στο οποίο σκηνικό αποτελεί η αποθήκη στην οποία εργαζόταν τον καιρό της Ύφεσης, και "Ψηλά από τη Γέφυρα" ("A view from the bridge"), το οποίο ασχολείται με τους παράνομους Ιταλούς μετανάστες στη Νέα Υόρκη που στέλνουν χρήματα στην πατρίδα τους, τη Σικελία. Διασκευάζεται σε έργο δυο πράξεων και γνωρίζει μεγάλη επιτυχία σε Λονδίνο και Παρίσι. Γίνεται επίτιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, του απονέμεται τιμητική διάκριση από το Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ και το 1956, ύστερα από τη γνωριμία τους το 1951, παντρεύεται την ηθοποιό Μέριλιν Μονρόε, η οποία μεταστράφηκε στον Ιουδαϊσμό. O συγγραφέας Νόρμαν Μέιλερ περιέγραψε γλαφυρότατα τη σχέση αυτή ως "τη στιγμή που το Μεγάλο Αμερικανικό Μυαλό συνάντησε το Μεγάλο Αμερικανικό Κορμί".
Χωρίζουν το 1961, λόγω ασυμφωνίας χαρακτήρων και τρόπου ζωής. Για τη Μέριλιν έχει δηλώσει ο ίδιος: "Ήταν μια γυναίκα στοιχειωμένη από τα φαντάσματα μιας δυστυχισμένης παιδικής ηλικίας, την οποία δεν κατάφερε να βάλει ποτέ πίσω της και να δει τον κόσμο σαν αναγεννημένη ενήλικη.. Ηταν η πιο δυστυχισμένη γυναίκα που γνώρισα ποτέ στη ζωή μου".
Το 1962, παντρεύεται με την Ίνγκε Μόρατ, φωτογράφο αυστριακής καταγωγής, με την οποία συνεργάστηκε σε ταξιδιωτικά βιβλία για την Κίνα και τη Ρωσία. Μαζί της έκανε μια κόρη, τη Ρεμπέκα, ηθοποιό, σεναριογράφο και σκηνοθέτη, σύζυγο σήμερα του ηθοποιού Ντάνιελ Ντέι Λιούις, ο οποίος τη γνώρισε κατά τα γυρίσματα της μεταφοράς του έργου "The Crucible" στον κινηματογράφο το 1996.
Στα τέλη του ’50, ο Μίλερ σταμάτησε να γράφει για το θέατρο και ασχολήθηκε με τη συγγραφή σεναρίων για τον κινηματογράφο. Το 1960, σε μια από τις τελευταίες προσπάθειές του να κρατήσει κοντά σε αυτόν και στην πραγματικότητα τη Μέριλιν Μονρόε, η οποία είχε αρχίσει να καταφεύγει στα ναρκωτικά, ο Μίλερ έγραψε το πρώτο του κινηματογραφικό σενάριο, των "Αταίριαστων" ("The Misfits"), όπου πρωταγωνιστούσαν η Μονρόε, ο Κλαρκ Γκέιμπλ κι ο Μοντγκόμερι Κλιφτ. Η ταινία αποτέλεσε εμπορική αποτυχία, αλλά κάποιοι κριτικοί πιστεύουν ότι είναι από τις καλύτερες ερμηνείες της Μέριλιν. Η ταινία δεν αποδείχτηκε καθόλου ευοίωνη για τους πρωταγωνιστές της: ο Γκέιμπλ πέθανε δεκαπέντε μέρες μετά το τέλος των γυρισμάτων, ο Κλιφτ είχε αρχίσει ήδη την κατάχρηση χαπιών και αλκοόλ που τον οδήγησαν στο θάνατο έξι χρόνια μετά και η Μέριλιν εμφανιζόταν τελευταία φορά στο κοινό.
Η θεατρική του δραστηριότητα επανήλθε το 1964 με τα έργα "Επεισόδιο στο Βισύ" ("Incident at Vichy") και "Μετά την πτώση" ("After the fall"), το πιο προσωπικό και ενδοσκοπικό έργο του, στο οποίο διακρίνονται αυτοβιογραφικά στοιχεία από το γάμο του με τη Μονρόε, κάτι για το οποίο επικρίθηκε, αλλά το έργο στάθηκε και η αφορμή να επανενωθεί με τον Ελία Καζάν. Συνεχίστηκε το ανέβασμα θεατρικών έργων κατά τις επόμενες δεκαετίες, τα οποία ωστόσο δεν καταφέρνουν να φτάσουν τις προηγούμενες επιτυχίες του. Το 1965, αποδέχτηκε την προεδρία στον οργανισμό PEN International, την ένωση ποιητών, συγγραφέων, δοκιμιογράφων και άλλων εκπροσώπων της λογοτεχνίας, και έγινε ολοένα και πιο δραστήριος στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων των λογοτεχνών.
Τελευταίες δεκαετίες
Παράλληλα, ο Μίλερ ξεχώρισε και για την αρθρογραφία του σε αμερικανικές εφημερίδες και περιοδικά, όπου εξέφρασε την άποψή του για κρίσιμα πολιτικά, κοινωνικά και καλλιτεχνικά ζητήματα, όπως για τον πόλεμο στο Βιετνάμ και την κρίση μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστίνης, τη λογοκρισία και τη φυλάκιση καλλιτεχνών, ενώ πιο πρόσφατα για τον πόλεμο στο Ιράκ.
Σε ένα από τα ταξίδια του, το 1985, πήγε στην Κωνσταντινούπολη με τον Χάρολντ Πίντερ, υποστηρίζοντας τα δικαιώματα των πολιτικών κρατουμένων που είχαν πληγεί από το δικτατορικό καθεστώς. Ένας από τους ταξιδιωτικούς τους συνοδούς ήταν ο μετέπειτα τιμημένος με Νόμπελ Λογοτεχνίας συγγραφέας Ορχάν Παμούκ.
Το 1984, ο Άρθουρ Μίλερ τιμήθηκε με το Kennedy Center Honors για την ανεκτίμητη προσφορά του στο αμερικανικό και το παγκόσμιο θέατρο. Το 1987, εκδίδει την αυτοβιογραφία του με τίτλο "Στη δίνη του χρόνου" ("Timebends"), ενώ το 2002 λαμβάνει το Βραβείο Πρίγκιπας των Αστουριών και το 2003 το Βραβείο Ιερουσαλήμ για τη συγγραφική του πορεία.
Ο Μίλερ ανακοίνωσε τα Χριστούγεννα του 2004 ότι στο τέλος Φεβρουαρίου του επόμενου χρόνου θα παντρευόταν τη συμβία του, την 34χρονη ζωγράφο Άγκνες Μπάρλεϊ. Δεν πρόλαβε, καθώς πέθανε στις 10 Φεβρουαρίου 2005 από καρδιακή ανεπάρκεια στο σπίτι του στο Ρόξμπερι του Κονέκτικατ, σύμφωνα με τη βοηθό του, τρία χρόνια μετά το θάνατο της προηγούμενης συζύγου του, Ίνγκε. Έπασχε από πνευμονία και καρκίνο.
Δυο χρόνια, μετά το θάνατό του, αποκαλύφθηκε ότι εκτός από τα τρία του παιδιά από την πρώτη και τρίτη του σύζυγο, είχε αποκτήσει κατά τη δεκαετία του '60 άλλο ένα γιο με την Ίνγκε Μόρατ, τον Ντάνιελ, ο οποίος έπασχε από Σύνδρομο Ντάουν. Ο Ντάνιελ είχε μεγαλώσει σε ιδρύματα και ανάδοχες οικογένειες, καθώς ο Μίλερ αρχικά τον είχε απορρίψει, ωστόσο τον δέχτηκε σταδιακά κατά τη δεκαετία του ’90 και τον συμπεριέλαβε στη διαθήκη που υπέγραψε έξι εβδομάδες πριν πεθάνει.
Θεωρώ το θέατρο μια σοβαρή υπόθεση, που κάνει ή θα έπρεπε να κάνει τον άνθρωπο ανθρώπινο, με άλλα λόγια λιγότερο μόνο.
Άρθουρ Μίλερ
Ύφος και θεματογραφία
Όταν ο Άρθουρ Μίλερ εμφανίζεται στη θεατρική σκηνή των ΗΠΑ, το θέατρο στις Ηνωμένες Πολιτείες κυριαρχείται από τα είδη του μελοδράματος και του μιούζικαλ: αν και κάποια άλλα είδη κάνουν την εμφάνισή τους, η σύνδεσή τους με το γερμανικό εξπρεσιονισμό τα καθιστά βραχύβια.
Μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ο Άρθουρ Μίλερ, ο Ευγένιος Ο'Νιλ και ο Τένεσι Ουίλιαμς ανανεώνουν την εργογραφία και το ύφος του αμερικανικού θεάτρου. Ο Μίλερ αντλεί τη θεματογραφία του μέσα από τη ζωή και προβάλλει το ανθρώπινο δίλημμα για την εκλογή ανάμεσα στο καλό και το κακό. Τα έργα του περιέχουν αξίες για την ανθρώπινη ύπαρξη και την εξάρτηση του ατόμου από τον κοινωνικό του περίγυρο, ενώ δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στην οικογένεια, την ηθική και την ατομική υπευθυνότητα. Ο παραγωγός του Μπρόντγουεϊ Ρόμπερτ Γουάιτχεντ, που είχε συνεργαστεί πολλάκις με το Μίλερ, αναφέρει ότι στο έργο του "υπάρχει μια σχεδόν συνειδητή ανάγκη να γίνει το φως που θα λάμψει μες στον κόσμο. Προσπάθησε να βρει απαντήσεις σε αυτό που έβλεπε γύρω του και χαρακτηριζόταν ως ένας κόσμος όπου δεν υπήρχε δικαιοσύνη".
Παράλληλα, πηγάζουν από βιώματα του ίδιου ή από σκηνές στην ίδια την πόλη στην οποία γεννήθηκε και μεγάλωσε, τη Νέα Υόρκη. Για παράδειγμα, η ιστορία του "Ήταν όλοι τους παιδιά μου" προέρχεται από την αφήγηση μιας γειτόνισσάς του στον πόλεμο, η ιστορία του πρώτου έργου που ανέβασε, του "Ο άνθρωπος που ήταν πολύ τυχερός", ήταν εμπνευσμένη από τον πλούσιο και επιτυχημένο ξάδερφο της πρώτης του συζύγου, Μαίρη Σλάτερι, ενώ την ιστορία του "Ψηλά από τη γέφυρα" την άκουσε από κάποιο λιμενεργάτη σε ένα πεζοδρόμιο. Ακόμα και το θεατρικό έργο «The Crucible», που κατέκρινε την παράνοια, τις διώξεις και τις καταπατήσεις πολιτικών ελευθεριών και εισήγαγε τον όρο "κυνήγι μαγισσών" στον 20ό αιώνα, έκανε το κοινό να ταυτίσει τους δικαστές του Σάλεμ του 1692 με την Επιτροπή Αντι-Αμερικανικών Δραστηριοτήτων. Ωστόσο, αν και το έργο αναγνωρίστηκε σε αξία από το κοινό αργότερα, ο ίδιος ο συγγραφέας αναφέρει: "Κατάπληκτος έβλεπα να περνούν πλάι μου άνθρωποι που ήξερα χρόνια χωρίς να με χαιρετίσουν καν και με βασάνιζε η σκέψη ότι ο τρόμος αυτών των ανθρώπων είχε σχεδιαστεί και καλλιεργηθεί".
Στα έργα του, ο Άρθουρ Μίλερ ποικίλει σε ύφος, μεταβαίνοντας από το ρεαλισμό στον εξπρεσιονισμό ("Ο θάνατος του εμποράκου") και τον ιμπρεσιονισμό ("Μετά την πτώση"). Όσον αφορά τις πηγές έμπνευσης και επιρροής του, είχε δηλώσει ο ίδιος ότι αποτελούσε πρότυπό του η αρχαία ελληνική τραγωδία, ενώ φαίνεται ότι έχει επηρεαστεί πολύ και από το έργο του Ίψεν. Ανανέωσε το "κοινωνικό δράμα", καταγγέλλοντας τα οξεία ζητήματα της εποχής του και ασκώντας κριτική στην αμερικανική κοινωνία: στο ρατσισμό της, την κερδοσκοπία, τη μισαλλοδοξία και την αναισθησία μπροστά στην αποτυχία και ανημποριά.
Πρώτες παραστάσεις στην Ελλάδα
Η πρώτη παράσταση έργου του Άρθουρ Μίλερ στην Ελλάδα έγινε το 1947, με το ανέβασμα του έργου "Ήταν όλοι τους παιδιά μου" από το Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία του Καρόλου Κουν, με τους Βασίλη Διαμαντόπουλο, Βάσω Μεταξά, Λυκούργο Καλλέργη και Έλλη Λαμπέτη.
Το 1955, παρουσιάζεται από το Εθνικό Θέατρο το έργο "Δοκιμασία - Οι μάγισσες του Σάλεμ" ("The Crucible"), σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολωμού, με τους Τζένη Καρέζη, Γιώργο Παππά, Χριστόφορο Νέζερ κ.ά.
Το 1957, παρουσιάζονται σε ενιαία παράσταση από το Θέατρο Τέχνης τα μονόπρακτα "Από Δευτέρα σε Δευτέρα" και "Ψηλά από τη γέφυρα", ενώ την ίδια χρονιά από το θίασο Αλέκου Αλεξανδράκη ανεβαίνει το έργο "Ήταν όλοι τους παιδιά μου". Το 1962, παρουσιάζεται για πρώτη φορά πάλι από το Θέατρο Τέχνης το έργο "Ο θάνατος του εμποράκου", με τον Γιώργο Λαζάνη και τον Μίμη Κουγιουμτζή.
Ακολούθησαν αρκετές παραστάσεις των πιο γνωστών προαναφερθέντων έργων του, ενώ από το θέατρο Εξαρχείων ανέβηκαν τα έργα "Το τίμημα" (1992-1994) και το "Σπασμένο γυαλί" (1995-1996) ως το πιο πρόσφατο, "Ο τελευταίος Γιάνκι" (1999). Τον Νοέμβριο του 2001, παρουσιάστηκε από το Θέατρο της οδού Κυκλάδων το έργο "Σχέσεις του κυρίου Πίτερς" σε σκηνοθεσία Νικαίτης Κοντούρη.
Εργογραφία
Θεατρικά έργα
No Villain (1936)
They Too Arise (1937)
Honors at Dawn (1938)
The Grass Still Grows (1938)
The Great Disobedience (1938)
Listen My Children (1939)
The Golden Years (1940)
The Man Who Had All the Luck (1940)
The Half-Bridge (1943)
All My Sons (Ήταν όλοι τους παιδιά μου, 1947)
—μτφ. Λούης Δάνος (εκδ. "Γκόνη")
Death of a Salesman (Ο θάνατος του εμποράκου, 1949)
—μτφ. Ν.Οικονομοπούλος & Δ.Μπεραχάς (εκδ. "Γκόνη")
An Enemy of the People (1950)
The Crucible (Η δοκιμασία, 1953), γνωστό και ως «Οι μάγισσες του Σάλεμ»
—μτφ. Αλέξης Σολομός (εκδ. "Δωδώνη")
A View from the Bridge (Θέα από την γέφυρα, 1955)
—μτφ. Μάνθος Κρίσπης (εκδ. "Δωδώνη")
A Memory of Two Mondays (Ανάμνηση από δύο Δευτέρες, 1955)
—μτφ. Μάνθος Κρίσπης ως «Από Δευτέρα σε Δευτέρα» (εκδ. "Δωδώνη")
After the Fall (1964)
Incident at Vichy (Επεισόδιο στο Βισύ, 1964)
—μτφ. Λ.Γαρίδης (εκδ. "Διεθνής Επικαιρότης")
The Price (Το βραβείο, 1968)
—μτφ. Ειρ.Ιωαννίδου-Αδαμίδου (εκδ. "Δωδώνη")
The Creation of the World and Other Business (1972)
The Archbishop's Ceiling (1977)
The American Clock (1980)
Elegy for a Lady (1982)
Some Kind of Love Story (1982)
I Think About You a Great Deal (1986)
Playing for Time (1985)
I Can’t Remember Anything (1987)
Clara (1987)
The Last Yankee (1991)
The Ride Down Mt. Morgan (1991)
Broken Glass (1994)
Mr Peter’s Connections (1998)
Resurrection Blues (2002)
Finishing the Picture (2004)
Ραδιοφωνικά έργα
The Pussycat and the Plumber Who Was a Man (1941)
William Ireland’s Confession (1941)
Jed Chandler Harris (1941)
Captain Paul (1941)
The Battle of the Ovens (1942)
Thunder from the Mountains (1942)
I Was Married in Bataan (1942)
Toward a Farther Star (1942)
The Eagle’s Nest (1942)
The Four Freedoms (1942)
That They May Win (1943)
Listen for the Sound of Wings (1943)
Bernardine (1944)
I Love You (1944)
Grandpa and the Statue (1944)
The Philippines Never Surrendered (1944)
The Guardsman (1944)
The Story of Gus (1947)
The Reason Why (1970)
Κινηματογραφικά σενάρια
The Hook (1947)
The Misfits (1961)
Everybody Wins (1984)
The Crucible (1995)
Πεζογραφία
Focus (1945)
The Misfits (1957)
I Don’t Need You Anymore (1967)
Homely Girl (1992)
The Performance
Presence: Stories (2007)
Άλλα βιβλία
Situation Normal (1944)
In Russia (1969)
In the Country (1977)
Chinese Encounters (1979)
Salesman in Beijing (1984)
Timebends: A Life (1987)
Πληροφορίες: el.wikipedia.org/wiki/Άρθουρ_Μίλερ
Μαρία Αντουανέτα, ήταν βασίλισσα της Γαλλίας, που μαζί με τον σύζυγό της Λουδοβίκο ΙΣΤ΄ αποκεφαλίστηκαν με γκιλοτίνα κατά τη Γαλλική Επανάσταση
Μαρία Αντουανέτα
Η Μαρία Αντουανέτα ήταν βασίλισσα της Γαλλίας. Αυτή και ο σύζυγος της, ο Λουδοβίκος ΙΣΤ΄ (1754-1793) αποκεφαλίστηκαν δημόσια με γκιλοτίνα από φιλελεύθερους επαναστάτες κατά τη Γαλλική Επανάσταση. (Βιέννη, 2 Νοεμβρίου 1755 - Παρίσι, 16 Οκτωβρίου 1793)
Βαφτίστηκε με το όνομα Μαρία Αντωνία Ιωσηφίνα Ιωάννα, δούκισσα της Αυστρίας. Ήταν το 15ο και τελευταίο παιδί της αυτοκράτειρας Μαρίας Θηρεσίας και του αυτοκράτορα Φραγκίσκου Α΄ της Αυστρίας.
Οι δυσκολίες κατά τη διάρκεια της γέννας της Μαρίας Αντουανέτας, αλλά και ο καταστροφικός σεισμός της Λισαβώνας, την ίδια ακριβώς μέρα που γεννήθηκε, ήταν "οιωνοί" θανάτου, για την άσχημη πορεία που θα ακολουθούσε η μετέπειτα βασίλισσα της Γαλλίας.
Σύντομα φάνηκε ο ατίθασος χαρακτήρας της, όταν προκαλούσε συχνά φασαρίες και αναταραχές και αρνείτο να κάνει μάθημα, για να ασχοληθεί με άλλα πράγματα. Η ανατροφή της βασιζόταν, όπως και στα υπόλοιπα αδέρφια της, σε ένα σκληρό πρόγραμμα το οποίο είχε δημιουργήσει η ίδια η αυτοκράτειρα.
Το πρόγραμμα αυτό περιελάμβανε μαθήματα χορού, θεατρικές παραστάσεις, ιστορία, ζωγραφική, ορθογραφία, γεωγραφία, μαθηματικά και εκμάθηση ξένων γλωσσών. Τα κορίτσια επιπλέον μάθαιναν την τέχνη του κεντήματος.
Η αυτοκράτειρα ενδιαφερόταν να βελτιώσει τις σχέσεις της με τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη, για να κερδίσει η Αυστρία την εμπιστοσύνη της Ευρώπης. Ήξερε ότι οι συγγενικοί δεσμοί με τους βασιλικούς οίκους της Ευρώπης θα δυνάμωναν την θέση της Αυστρίας. Περισσότερο ενδιαφερόταν να συνάψει και να βελτιώσει τις σχέσεις της με τον βασιλικό Οίκο των Βουρβόνων, που κυβερνούσαν στην Γαλλία, την Ισπανία και την Σικελία.
Ο γάμος της Μαρίας Αντουανέτας με τον μετέπειτα Λουδοβίκο ΙΣΤ΄ της Γαλλίας ήταν από νωρίς στα σχέδια της Μαρίας Θηρεσίας. Απέβλεπε στο να φέρει την πολυπόθητη ειρήνη ανάμεσα στη Γαλλία και την Αυστρία. Μετά από πολλές διαπραγματεύσεις, ο βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΕ΄ της Γαλλίας ζήτησε το χέρι της Μαρίας Αντουανέτας για χάρη του εγγονού του, τον μετέπειτα Λουδοβίκο ΙΣΤ΄.
Μετά την υπογραφή του γαμήλιου συμβολαίου, η Μαρία Αντουανέτα ξεκίνησε εντατικά μαθήματα εκμάθησης των γαλλικών, ώστε να είναι έτοιμη για τον ρόλο της ως βασίλισσας της Γαλλίας.
Στις 19 Απριλίου 1770 ο γάμος έγινε στην Βιέννη. Τις επόμενες ημέρες προετοιμάστηκε η αναχώρηση της μέλλουσας βασίλισσας και η Μαρία Θηρεσία καθησύχαζε την κόρη της που έκλαιγε συνεχώς.
Το 14χρονο κορίτσι αποχαιρέτησε στις 21 Απριλίου 1770 την μητέρα της και τα αδέλφια της στη Βιέννη και αναχώρησε για τη Γαλλία, για το πολυτελές ανάκτορο των Βερσαλλιών. Στις 16 Μαΐου έγινε ο πραγματικός γάμος της Μαρίας Αντουανέτας με τον μετέπειτα βασιλιά Λουδοβίκο ΙΣΤ΄ στις Βερσαλλίες, και η νέα βασίλισσα παρουσιάστηκε στην γαλλική βασιλική αυλή.
Βασίλισσα της Γαλλίας
Το 1774 το βασιλικό ζευγάρι ανέβηκε επίσημα στον γαλλικό θρόνο μέσα από φαντασμαγορικές τελετές, αλλά σύντομα ήρθε σε ρήξη με το γαλλικό αντιαυστριακό κόμμα. Και όχι μόνο με το αντιαυστριακό κόμμα, αλλά και με τις θείες του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΣΤ΄, που έβγαλαν στη Μαρία Αντουανέτα το όνομα "η Αυστριακή".
Ξόδευε κάθε μήνα 15.000 λίβρες για ζητήματα όπως η μόδα, οι κομμώσεις και πολυτελή κοσμήματα, καθώς και για την ανέγερση ενός μικρού, αλλά πολύ πολυτελούς κτίσματος στις Βερσαλλίες, το Μικρό Τριανόν, ενώ μεγάλο μέρος του γαλλικού πληθυσμού πέθαινε από την πείνα. Αυτό δεν βοηθούσε καθόλου τις σχέσεις της με τον γαλλικό λαό, ο οποίος ήταν δυσαρεστημένος από εκείνη, ενώ ταυτόχρονα οργίαζαν οι φήμες γύρω από την ίδια και την ιδιωτική της ζωή, όπως και τις σεξουαλικές της προτιμήσεις.
Σε αυτές τις κρίσιμες στιγμές την επισκέφτηκε ο αδερφός της αυτοκράτορας Ιωσήφ Β΄ των Αψβούργων, ο οποίος προσπάθησε να την συνετίσει, θυμίζοντας της τις υποχρεώσεις της απέναντι στον γαλλικό λαό. Από τότε, και ιδίως μετά τη γέννηση της πρώτης κόρης της, Μαρίας Θηρεσίας Καρλόττας, τον Δεκέμβριο του 1778, η βασίλισσα ζούσε πιο απλά.
Με τον θάνατο της μητέρας της το 1780, η Μαρία Αντουανέτα έχασε μία καλή και έξυπνη σύμβουλο. Η θέση της όμως ενδυναμώθηκε, όταν το 1781 γεννήθηκε ο πρώτος της γιος, Λουδοβίκος Ιωσήφ της Γαλλίας, που πέθανε σε ηλικία οκτώ ετών. Το 1785 γεννήθηκε ο δεύτερος της γιος, Λουδοβίκος, δούκας της Νορμανδίας, και το 1786 η δεύτερη κόρη της, Σοφία Βεατρίκη, η οποία τελικά πέθανε το 1787.
Γαλλική Επανάσταση
Το έτος 1789 αποτέλεσε σημείο καμπής στην ζωή της Μαρίας Αντουανέτας. Στις 4 Ιουνίου πέθανε ο πρωτότοκος αγαπητός γιος της. Η οικονομική και πολιτική κατάσταση της Γαλλίας χειροτέρευε συνεχώς. Γρήγορα ξέσπασε και η Γαλλική Επανάσταση.
Στις 5 και 6 Οκτωβρίου 1789, ο λαός του Παρισιού ξεχύθηκε στο βασιλικό ανάκτορο των Βερσαλλιών και εξαγριωμένος κατευθύνθηκε προς το υπνοδωμάτιο της Μαρίας Αντουανέτας. Εκείνη από μια μυστική έξοδο κατάφερε να φτάσει στα διαμερίσματα του βασιλιά και έτσι γλίτωσε το λιντσάρισμα. Αλλά αν και γλίτωσε, η βασιλική οικογένεια, αιχμαλωτίστηκε. Στη συνέχεια την μετέφεραν στο Παρίσι. Η βασίλισσα όμως προσπάθησε να δραπετεύσει μαζί με τον βασιλιά και τα παιδιά της, βοηθούμενη από φίλους και συγγενείς στο εξωτερικό. Η προσπάθειά της αυτή απέτυχε, καθώς συνελήφθη κοντά στα σύνορα με το Βέλγιο, όταν κάποιος αναγνώρισε τον Λουδοβίκο από την απεικόνιση του προσώπου του σε ένα νόμισμα. Η αναγνώριση θα ηταν λογικά εύκολη, καθώς οι βασιλείς ήταν τόσο προσηλωμένοι στο πρωτόκολλο, που δεν έλαβαν τις απαραίτητες προφυλάξεις για τη μεταμφίεσή τους και ταξίδευαν και με αντικείμενα πάνω τους (και μέσα στην άμαξα) που τους έκαναν εύκολο στόχο.
Φυλακίστηκε στο Παρίσι, όπως και τα υπόλοιπα μέλη της βασιλικής οικογενείας. Στη φυλακή και μέσα από τα γράμματά της η Μαρία Αντουανέτα εμφάνισε μια πρωτοφανή αλλαγή στον χαρακτήρα της. Καθοδηγούσε και έδινε συμβουλές στους δικούς της ανθρώπους και εμφανίζοταν αποφασισμένη να οδηγήσει η ίδια την εκστρατεία ενάντια στην Γαλλική επανάσταση.
Παρόλα αυτά καρατομήθηκε με γκιλοτίνα. Λέγεται ότι τα τελευταία της λόγια πριν την καρατόμηση ήταν, «Συγχωρήστε με, κύριε. Δεν το έκανα επίτηδες.» όταν ανεβαίνοντας στην γκιλοτίνα σκόνταψε στο πόδι κάποιου.
Της αποδίδεται η θρυλική φράση: «αν δεν έχει ο λαός ψωμί, ας φάει παντεσπάνι», αν και κατά μία άλλη εκδοχή δεν το είχε πει η ίδια, αλλά η φράση κυκλοφορούσε σε διάφορα έντυπα ήδη από το 1760 αντικατοπτρίζοντας την παρακμή της αριστοκρατίας.
Πληροφορίες: el.wikipedia.org/wiki/Μαρία_Αντουανέτα
Φρίντριχ Βίλχελμ Νίτσε, Γερμανός φιλόσοφος, ποιητής, συνθέτης και φιλόλογος, έγραψε κριτικά δοκίμια πάνω στη θρησκεία, την ηθική, τον πολιτισμό, τη φιλοσοφία και τις επιστήμες
Φρίντριχ Νίτσε
Ο Φρίντριχ Βίλχελμ Νίτσε, ήταν σημαντικός Γερμανός φιλόσοφος, ποιητής, συνθέτης και φιλόλογος. Έγραψε κριτικά δοκίμια πάνω στη θρησκεία, την ηθική, τον πολιτισμό, τη φιλοσοφία και τις επιστήμες, δείχνοντας ιδιαίτερη κλίση στη χρήση μεταφορών, ειρωνείας και αφορισμών. (γερμ. Friedrich Wilhelm Nietzsche) (Ραίκεν, 15 Οκτωβρίου 1844 – Βαϊμάρη, 25 Αυγούστου 1900)
Οι κεντρικές ιδέες της φιλοσοφίας του Νίτσε περιλαμβάνουν τον «θάνατο του Θεού», την ύπαρξη του υπερανθρώπου, την ατέρμονη επιστροφή, τον προοπτικισμό καθώς και τη θεωρία της ηθικής κυρίων - δούλων.
Αναφέρεται συχνά ως ένας από τους πρώτους «υπαρξιστές» φιλοσόφους.
Η ριζική αμφισβήτηση από μέρους του της αξίας και της αντικειμενικότητας της αλήθειας έχει οδηγήσει σε αμέτρητες διαμάχες και η επίδρασή του παραμένει ουσιαστική, κυρίως στους κλάδους του υπαρξισμού, του μεταμοντερνισμού και του μεταστρουκτουραλισμού.
Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως κλασικός φιλόσοφος, κάνοντας κριτικές αναλύσεις σε αρχαιοελληνικά και ρωμαϊκά κείμενα, προτού εντρυφήσει στη φιλοσοφία. Το 1869, σε ηλικία 24 ετών, διορίστηκε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας, στην έδρα της Κλασικής Φιλολογίας, όντας ο νεότερος που έχει πετύχει κάτι ανάλογο. Παραιτήθηκε το καλοκαίρι του 1879 εξαιτίας των προβλημάτων υγείας που τον ταλάνιζαν σχεδόν όλη του τη ζωή.
Σε ηλικία 44 ετών, το 1889, υπέστη νευρική κατάρρευση, η οποία αργότερα διεγνώσθη ως συφιλιδική «παραλυτική ψυχική διαταραχή», διάγνωση η οποία αμφισβητείται. Η επανεξέταση των ιατρικών φακέλων του Φρειδερίκου Νίτσε δείχνει ότι κατά πάσα πιθανότητα πέθανε από όγκο στον εγκέφαλο, ενώ η μετά θάνατον αρνητική φήμη του οφείλεται κυρίως στο αντι-ναζιστικό κύμα. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ανέλαβε τη φροντίδα του η μητέρα του, μέχρι τον θάνατό της το 1897, και έπειτα η αδελφή του, Ελίζαμπεθ Φούρστερ-Νίτσε, μέχρι τον θάνατό του, το 1900.
Εκτός από τη φροντίδα του, η Ελίζαμπεθ Φούρστερ-Νίτσε ανέλαβε χρέη εκδότριας και επιμελήτριας των χειρογράφων του. Ήταν παντρεμένη με τον Μπέρναρντ Φούρστερ, ηγετική μορφή του αντισημιτικού μετώπου της γερμανικής ακροδεξιάς, και ξαναδούλεψε αρκετά από τα ανέκδοτα χειρόγραφα του Νίτσε υπό το φως των ιδεών του Φούρστερ, ριζικά αντίθετων από τις απόψεις του φιλόσοφου, οι οποίες ήταν ξεκάθαρα εναντίον του αντισημιτισμού και του εθνικισμού (βλ. Η κριτική του Νίτσε στον αντισημιτισμό και τον εθνικισμό). Εξ αιτίας των εκδόσεων της Φούρστερ-Νίτσε, ο Νίτσε έγινε συνώνυμο του γερμανικού μιλιταρισμού και του Ναζισμού.
Αρκετοί μελετητές του, στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα έχουν καταφέρει να αναστρέψουν την παρερμηνεία των ιδεών του. Παρ' όλα αυτά, οι πολιτικές του απόψεις και πεποιθήσεις παραμένουν αμφιλεγόμενες.
Νεανικά χρόνια (1844-1864)
Ο Νίτσε γεννήθηκε στις 15 Οκτωβρίου 1844 και μεγάλωσε στην πόλη Ρέκεν (Röcken), κοντά στη Λειψία στην ευρύτερη πρωσική επαρχία της Σαξωνίας. Η ημερομηνία γέννησής του συνέπεσε χρονικά με τα 49α γενέθλια του βασιλιά της Πρωσίας, Φρίντριχ Βίλχελμ Δ΄, προς τιμήν του οποίου έλαβε και το όνομά του (αργότερα ο ίδιος έπαψε να χρησιμοποιεί το όνομα Βίλχελμ). Ο πατέρας του, Καρλ Λούντβιχ Νίτσε (1813-1849), ήταν λουθηρανός πάστορας, ενώ η μητέρα του, Φραντσίσκα Αίλερ (1826-1897) ήταν κόρη του πάστορα Ντάβιντ Φρήντριχ Αίλερ.
Ο Νίτσε ήταν το νεότερο από τα παιδιά της οικογένειας. Η αδελφή του Ελίζαμπεθ Τερέζα Αλεξάνδρα Νίτσε γεννήθηκε το 1846 παίρνοντας τα ονόματα τριών πριγκιπισσών και μαθητριών του πατέρα της, ενώ ακολούθησε η γέννηση του αδελφού του Λούντβιχ Ιωσήφ το 1848. Μετά τον πρόωρο θάνατο του πατέρα του Νίτσε από εγκεφαλική ασθένεια το 1849, αλλά και τον χαμό του αδελφού του τον επόμενο χρόνο, η οικογένεια μετακόμισε στο Νάουμπουργκ. Εκεί διέμειναν όλοι με τη γιαγιά του Νίτσε, καθώς η μητέρα του δεν είχε τη δυνατότητα να συντηρήσει δικό της σπίτι.
Ο Νίτσε φοίτησε σε ένα δημοτικό σχολείο της πόλης μέχρι το 1854. Το σχολικό του πρόγραμμα περιελάμβανε κυρίως θρησκευτική αγωγή, ενώ παράλληλα ξεκίνησε μαθήματα λατινικών και αρχαίων ελληνικών, γλώσσες στις οποίες δεν εμφάνισε ιδιαίτερη κλίση. Το 1854, ξεκίνησε να φοιτά στο Dom Gymnasium, όπου αφού εξετάστηκε από το διευθυντή του γυμνασίου, μεταπήδησε αμέσως στη δεύτερη τάξη. Ήδη από τα παιδικά του χρόνια έγραφε ποιήματα και μικρά θεατρικά έργα, μέρος των οποίων φρόντιζε να φυλάσσει η αδελφή του. Αφιέρωνε μεγάλο μέρος του χρόνου του στο γράψιμο, επιδεικνύοντας μία πλούσια λογοτεχνική παραγωγή, ενώ ήδη σε ηλικία 14 ετών ταξινόμησε τα ποιήματά του σε περιόδους.
Στις 5 Οκτωβρίου 1858 εισάχθηκε στο Πφόρτα (Pforta ή Schulpforta), ένα από τα πιο φημισμένα σχολεία κλασικών σπουδών της Γερμανίας, θέση που του προσφέρθηκε έπειτα από εξέταση σχολικού επιθεωρητή στο Dom Gymnasium, ο οποίος επέλεξε τον νεαρό Νίτσε ανάμεσα σε άλλους μαθητές της σχολής. Αν και ήταν λουθηρανικό ίδρυμα, στο οποίο δινόταν έμφαση στην πειθαρχία των μαθητών, το εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Πφόρτα παρουσίαζε ομοιότητες με εκείνο των Ιησουιτών.
Κατά τη διάρκεια της φοίτησής του στο Πφόρτα, είχε πολύ καλές επιδόσεις στα μαθήματα, ενώ συνέχισε να γράφει ποιήματα στον προσωπικό του χρόνο, ασχολούμενος παράλληλα με τη μουσική, συμμετέχοντας στη σχολική χορωδία και γράφοντας δικές του μουσικές συνθέσεις. Μαζί με τον φίλο του Γκούσταφ Κρουγκ, ίδρυσε τον σύλλογο «Germania», ένα είδος λογοτεχνικής, μουσικής και επιστημονικής λέσχης, όπου κάθε μέλος υπέβαλλε απαραιτήτως ένα έργο τον μήνα, ποίημα, δοκίμιο, σχέδιο ή ακόμα και μουσική σύνθεση.
Την ίδια περίοδο, ο Νίτσε ήρθε σε στενή επαφή με τη λογοτεχνία, εκτιμώντας ιδιαίτερα το έργο του Χαίλντερλιν, του Ανακρέοντα και του Σαίξπηρ. Παρά τη γενικευμένη αντίληψη του περιβάλλοντός του πως επρόκειτο να γίνει κληρικός, ο Νίτσε άρχισε σταδιακά να αμφισβητεί τον Χριστιανισμό και γύρω στο φθινόπωρο του 1862 είχε απορρίψει οριστικά ένα τέτοιο ενδεχόμενο, σκεπτόμενος να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη μουσική.
Πανεπιστημιακές σπουδές (1864-1869)
Στις 7 Σεπτεμβρίου 1864 αποφοίτησε από το Πφόρτα και ξεκίνησε σπουδές κλασικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο της Βόννης. Παράλληλα, γράφτηκε στο θεολογικό τμήμα του πανεπιστημίου με διάθεση να ασχοληθεί περισσότερο με τη φιλολογική κριτική του Ευαγγελίου και τις πηγές της Καινής Διαθήκης, γεγονός που είναι μάλλον ενδεικτικό των θρησκευτικών αμφιβολιών του, αλλά και της αδυναμίας του να ομολογήσει στην οικογένειά του πως δεν επιθυμούσε να γίνει ιερέας. Στη Βόννη ο Νίτσε προσχώρησε στη φοιτητική αδελφότητα «Franconia», που αποτελούσε ένα είδος συνάθροισης φιλολόγων.
Συνέχισε τις θεολογικές του σπουδές μέχρι το Πάσχα του 1865, περίοδο κατά την οποία απέρριψε οριστικά τη θρησκευτική πίστη, με επιχειρήματα που αποτυπώνονται και σε επιστολή του προς την αδελφή του, στην οποία ανέφερε χαρακτηριστικά:
«Κάθε αληθινή πίστη είναι αδιάψευστη, εκπληρώνει αυτό που ο πιστός ελπίζει να βρει σ' αυτήν, δεν προσφέρει όμως ούτε το ελάχιστο έρεισμα για τη θεμελίωση μιας αντικειμενικής αλήθειας Θέλεις να επιδιώξεις ψυχική ηρεμία και ευτυχία, τότε πίστευε, θέλεις να είσαι ένας απόστολος της αλήθειας, τότε αναζήτησέ την.»
Σημαντική επιρροή στον Νίτσε, πάνω στα ζητήματα της πίστης, φαίνεται πως άσκησε επίσης το έργο του Ντάβιντ Στράους, Η ζωή του Χριστού κριτικά επεξεργασμένη και η μεταγενέστερη έκδοση του έργου που εκδόθηκε το 1864 υπό τον τίτλο Η ζωή του Χριστού διασκευασμένη για τον γερμανικό λαό.
Ο Νίτσε τον Αύγουστο του 1868
Το επόμενο διάστημα αφοσιώθηκε στις φιλολογικές του σπουδές υπό την καθοδήγηση του καθηγητή Φρίντριχ Βίλχελμ Ριτσλ, τον οποίο ακολούθησε το φθινόπωρο του 1865 στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας. Στα τέλη Οκτωβρίου του 1865 ήρθε σε επαφή με το έργο του Σοπενχάουερ, το οποίο τον επηρέασε καθοριστικά. Εξίσου μεγάλη επίδραση στη φιλοσοφική του σκέψη είχε το έργο του Φρήντριχ Άλμπερτ Λάνγκε, Ιστορία του υλισμού (Geschichte des Materialismus), το οποίο ο Νίτσε θεωρούσε ως το σημαντικότερο φιλοσοφικό έργο των τελευταίων ετών. Τους επόμενους μήνες αφοσιώθηκε στις πανεπιστημιακές του μελέτες, αναλαμβάνοντας να ολοκληρώσει μία φιλολογική κριτική έκδοση πάνω στο έργο του Θεόγνιδος.
Παράλληλα ήταν μέλος του φιλολογικού συλλόγου του Ριτσλ και παρέδιδε διαλέξεις στη φοιτητική λέσχη.
Το 1867 κατατάχθηκε στο πυροβολικό σώμα του Νάουμπουργκ, όπου διακρίθηκε και πιθανόν να αποκτούσε τον βαθμό του λοχαγού αν δεν υφίστατο ένα σοβαρό τραυματισμό που έθεσε τέλος στη στρατιωτική του σταδιοδρομία. Επέστρεψε στο πανεπιστήμιο της Λειψίας, και παρέμεινε ως επί πληρωμή φιλοξενούμενος του εκεί καθηγητή Φρίντριχ Καρλ Μπίντερμαν που ήταν και ο εκδότης της εφημερίδας Deutsche Aligemeine Zeitung, όπου ο Νίτσε εργάστηκε ως κριτικός όπερας.
Παράλληλα προσελήφθη ως βιβλιοκριτικός του περιοδικού Literarisches Zentralblatt. Κατά τη δεύτερη παραμονή του στη Λειψία, συναντήθηκε για πρώτη φορά με τον Ρίχαρντ Βάγκνερ, γνωριμία που διατηρήθηκε τα επόμενα χρόνια και τον επηρέασε σημαντικά, καθώς ο Βάγκνερ, του οποίου το έργο εκτιμούσε ιδιαίτερα ο Νίτσε, αποτέλεσε ένα είδος πατρικής μορφής για εκείνον.
Καθηγητής στη Βασιλεία (1869-1879)
Πριν ακόμα αποκτήσει τον διδακτορικό του τίτλο, ο Νίτσε επιλέχθηκε να καταλάβει την έδρα της κλασικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο της Βασιλείας, έχοντας την υποστήριξη του Ριτσλ. Ως καθηγητής αρχικά παρέδιδε διαλέξεις για την ιστορία της αρχαίας ελληνικής ποίησης και για τις Χοηφόρους του Αισχύλου, ωστόσο αργότερα καταπιάστηκε και με θέματα που άπτονταν των προσωπικών του ενδιαφερόντων. Κατά τη διάρκεια του Γαλλοπρωσικού πολέμου (1870-71) υπηρέτησε εθελοντικά στο πλευρό της Πρωσίας, ως βοηθός νοσοκόμος, καθώς η διοίκηση του πανεπιστημίου δεν του επέτρεπε να γίνει στρατιώτης, όπως ο ίδιος επιθυμούσε. Κατά τη διάρκεια της σύντομης θητείας του ήρθε σε επαφή με τη σκληρότητα του πολέμου, ενώ προσβλήθηκε και από αρκετές ασθένειες, οι οποίες επιβάρυναν ακόμα περισσότερο την ανέκαθεν ασθενική του υγεία.
Μετά την επιστροφή του στη Βασιλεία, ο αμείωτος ενθουσιασμός του για τον Σοπενχάουερ, ο θαυμασμός του για το έργο του Βάγκνερ και οι φιλολογικές σπουδές και μελέτες του συνδυάστηκαν και οδήγησαν στην έκδοση του πρώτου βιβλίου του, με τίτλο Η Γέννηση της Τραγωδίας (1872). Ο Βάγκνερ εκθείασε το έργο του Νίτσε, όπως και ο φίλος του (λίγο αργότερα καθηγητής φιλολογίας στο Κίελο) Έρβιν Ρόντε.
Ωστόσο, η εχθρική κριτική του φιλόλογου Ούλριχ φον Βιλαμόβιτς-Μέλεντορφ, ο οποίος επεσήμανε ανακρίβειες και παραλείψεις, καθώς και του καθηγητή φιλολογίας του πανεπιστημίου της Βόννης Ούζενερ, ο οποίος αποκάλεσε το βιβλίο «απόλυτη ανοησία», μετρίασαν τον βαθμό αποδοχής του στον ακαδημαϊκό κόσμο.
Κατά την παραμονή του στην Ελβετία μέχρι το 1879, ο Νίτσε επισκεπτόταν συχνά τον Βάγκνερ στο Μπαϊρόιτ όπου διέμενε. Την περίοδο 1873-1876, ολοκλήρωσε μία σειρά τεσσάρων δοκιμίων που εκδόθηκαν αργότερα σε μία συλλογή με τον γενικό τίτλο Ανεπίκαιροι στοχασμοί. Τα δοκίμια αυτά πραγματεύονταν γενικότερα τον σύγχρονο γερμανικό πολιτισμό, εστιάζοντας στο έργο του Νταβίντ Στράους (Νταβίντ Στράους: Ο ομολογητής και ο συγγραφέας), στην κοινωνική αξία της ιστοριογραφίας (Για τα οφέλη και τα μειονεκτήματα της ιστορίας για τη ζωή), στον Σοπενχάουερ (Ο Σοπενχάουερ ως παιδαγωγός) και τέλος στον Βάγκνερ (Ο Ρίχαρντ Βάγκνερ στο Μπαϊρόιτ). Για τον Νίτσε, ο Σοπενχάουερ και ο Βάγκνερ αποτελούσαν φωτεινά παραδείγματα για την ανάπτυξη ενός νέου πολιτισμικού κινήματος που συνέδεε τη μουσική, τη φιλοσοφία και την κλασική φιλολογία.
Αργότερα, μετά την απογοητευτική παραγωγή του φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ το 1876, όπου παρουσιάστηκε το Δαχτυλίδι, άρχισε να επέρχεται ρήξη στη σχέση του με τον Βάγκνερ. Το 1878, κατά την τελευταία περίοδο της πανεπιστημιακής του σταδιοδρομίας, ο Νίτσε ολοκλήρωσε το βιβλίο με τίτλο Ανθρώπινο, υπερβολικά ανθρώπινο (Menschliches, Allzumenschliches), έργο που επισημοποιούσε τη ρήξη αυτή, σηματοδοτώντας συγχρόνως μία μεταστροφή και διαφοροποίηση των φιλοσοφικών του ιδεών.
Το επόμενο διάστημα, η υγεία του κλονίστηκε σοβαρά: υπέφερε από ημικρανίες, που οφείλονταν σε βλάβη του αμφιβληστροειδούς και στα δύο μάτια του, γεγονός που τον ανάγκασε τελικά να υποβάλει παραίτηση από το πανεπιστήμιο, στις 2 Μαΐου 1879, καθώς αδυνατούσε να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του.
Τελευταία χρόνια (1879-1900)
Απελευθερωμένος από τις ακαδημαϊκές υποχρεώσεις, ο Νίτσε πέρασε τα επόμενα χρόνια ταξιδεύοντας συχνά σε πόλεις της Ελβετίας, της Γερμανίας ή της Ιταλίας και αναζητώντας κάθε φορά ένα αναζωογονητικό κλίμα που θα βοηθούσε να βελτιωθεί η κατάσταση της υγείας του. Σημαντική βοήθεια του προσέφερε ο πρώην μαθητής του, Πέτερ Γκαστ, ο οποίος είχε εξελιχθεί σε ένα είδος προσωπικού γραμματέα του Νίτσε, καθώς και ο καθηγητής θεολογίας Φραντς Όβερμπεκ μαζί με τη Μαλβίντα φον Μέιζενμπουγκ, γνώριμή του από την περίοδο φιλίας του με τον Βάγκνερ.
Τις καλοκαιρινές περιόδους επισκεπτόταν συχνά τα ορεινά θέρετρα του Sils-Maria ή του Σαιν Μόριτς, ενώ τους χειμώνες κύριοι σταθμοί στις μετακινήσεις του υπήρξαν οι ιταλικές πόλεις Γένοβα, Τορίνο, Ραπάλλο, καθώς και η γαλλική Νις. Κατά διαστήματα επέστρεφε στο Νάουμπουργκ, όπου επισκεπτόταν την οικογένειά του. Η περίοδος αυτή υπήρξε ιδιαίτερα παραγωγική για τον Νίτσε, παρά τις κρίσεις της ασθένειάς του και τη βαριά κατάθλιψη στην οποία υπέκυπτε κατά διαστήματα. Από το 1881, δημοσίευε ένα ολοκληρωμένο βιβλίο, ή σημαντικό μέρος του, ανά έτος, μέχρι το 1888.
Στο διάστημα αυτό ολοκλήρωσε μερικά από τα σημαντικότερα έργα του, όπως η Αυγή (1881), η Χαρούμενη επιστήμη (1882), Τάδε έφη Ζαρατούστρα (1883-85), Πέρα από το καλό και το κακό (1886) και Η γενεαλογία της Ηθικής (1887). Τα τελευταία δημιουργικά του χρόνια συνέπεσαν με την ολοκλήρωση και έκδοση των έργων Το λυκόφως των ειδώλων (Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1888), Αντίχριστος (Σεπτέμβριος 1888), Ίδε ο άνθρωπος (Οκτώβριος-Νοέμβριος 1888) και Νίτσε εναντίον Βάγκνερ (Δεκέμβριος 1888).
Στις 3 Ιανουαρίου 1889 υπέστη νευρική κατάρρευση, ενώ βρισκόταν στην πλατεία Κάρλο Αλμπέρτο του Τορίνο. Αν και τα γεγονότα εκείνης της ημέρας δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένα, σύμφωνα με μία διαδεδομένη εκδοχή, ο Νίτσε είδε έναν αμαξά να μαστιγώνει το άλογό του και τότε με δάκρυα στα μάτια τύλιξε τα χέρια του γύρω από το λαιμό του αλόγου για να καταρρεύσει αμέσως μετά. Τις επόμενες ημέρες απέστειλε πολυάριθμες επιστολές σε οικεία πρόσωπα, που φανέρωναν την ψυχική διαταραχή του, υπογράφοντας άλλοτε ως «ο Εσταυρωμένος» και άλλοτε ως «Διόνυσος».
Στις 10 Ιανουαρίου μεταφέρθηκε σε ψυχιατρική κλινική της Βασιλείας και λίγες ημέρες αργότερα, κατόπιν επιθυμίας της μητέρας του, σε κλινική της Ιένας, όπου οι γιατροί διέγνωσαν «παραλυτική ψυχική διαταραχή». Ο λόγος του ήταν παραληρηματικός και τον διακατείχαν παραισθήσεις μεγαλείου, κατά τις οποίες αυτοαποκαλείτο δούκας του Κάμπερλαντ, Κάιζερ ή Φρειδερίκος Γουλιέλμος Δ΄, συνοδευόμενες συχνά από περιστατικά βίαιης συμπεριφοράς. Στις 24 Μαρτίου 1890 πήρε εξιτήριο από την κλινική και λίγο αργότερα ανεχώρησε μαζί με τη μητέρα του για το Νάουμπουργκ.
Την ίδια περίοδο η ζήτηση για τα βιβλία του αυξήθηκε σημαντικά. Η αδελφή του, Ελίζαμπετ, ματαίωσε τα σχέδια για μία έκδοση με τα άπαντα του Νίτσε σε επιμέλεια του Πέτερ Γκαστ, επειδή επιθυμούσε να είναι εκείνη η βιογράφος του αδελφού της. Οργάνωσε παράλληλα ένα αρχείο με όλα τα χειρόγραφα και το μεγαλύτερο μέρος της αλληλογραφίας του, ενώ όρισε ως επιμελητή τον Φριτς Καίγκελ αντί του Γκαστ. Τον Δεκέμβριο του 1895 εξασφάλισε επίσης όλα τα δικαιώματα των έργων του Νίτσε, που μέχρι πρότινος κατείχε η μητέρα του.
Μετά τον θάνατο της μητέρας του το 1897, ο Νίτσε έζησε στη Βαϊμάρη μαζί με την αδελφή του. Το καλοκαίρι του 1898 υπέστη ελαφρύ εγκεφαλικό που οδήγησε στην επιδείνωση της κατάστασής του. Τον επόμενο χρόνο ακολούθησε ένα ακόμα σοβαρότερο εγκεφαλικό επεισόδιο και στις 25 Αυγούστου 1900 πέθανε από πνευμονία σε ηλικία 55 ετών. Τα συμπτώματά του οδήγησαν στο συμπέρασμα πως η ασθένειά του ήταν συφιλιδική (αυτή ήταν η αρχική διάγνωση στις κλινικές της Βασιλείας και της Ιένας), ωστόσο παραμένουν αδιευκρίνιστα τα ακριβή αίτια της διαταραχής του. Η ταφή του έγινε στο κοιμητήριο του Ραίκεν και ακολουθήθηκε η παραδοσιακή λουθηρανική τελετουργία, σύμφωνα με επιθυμία της αδελφής του.
Έργο
Ο Αδόλφος Χίτλερ βασίστηκε στα νιτσεϊκά έργα για να οικοδομήσει τη θεωρία τού εθνικοσοσιαλισμού ή ναζισμού. Το πρότυπο της Αρείας φυλής βασίστηκε πάνω στον Υπεράνθρωπο («Τάδε έφη Ζαρατούστρα»), το σημαντικότερο ίσως έργο του Νίτσε. Ο Νίτσε όμως, καθώς φαίνεται και μέσα από τα έργα του, υπήρξε δριμύτατος επικριτής τόσο των εθνικιστικών, όσο και κάθε είδους αντισημιτικών τάσεων. Ο Ζαρατούστρα είναι η υπέρβαση του ανθρώπου προς το ανθρωπινότερο και όχι προς το απάνθρωπο. Εξάλλου και ο ίδιος ο Νίτσε προέβλεψε ότι τα έργα του θα παρερμηνευθούν και ότι δύσκολα θα υπάρξει κάποιος που θα τα κατανοήσει σε βάθος. Ο ίδιος θα πει: «Αυτό που κάνουμε δεν το καταλαβαίνουν ποτέ, μα μονάχα το επαινούν ή το κατηγορούν».
Το νιτσεϊκό έργο ήταν μια κραυγή μέσα στη βαθιά νύχτα των ανθρώπων. Ο ίδιος παρατηρούσε πως για να σε ακούσει κάποιος πρέπει να του σπάσεις τα αυτιά. Γι' αυτό άλλωστε και πολλές φορές βρίσκουμε στα έργα του έκδηλη την περιφρόνηση για πρόσωπα και πράγματα. Δεν ήταν κακία ή μικρότητα, αλλά μια φωνή που ήθελε σφόδρα να ακουστεί στα αυτιά και τις συνειδήσεις όλων.
Πέθανε στα 1900, πιστεύοντας ότι δεν πρόφτασε να ολοκληρώσει το φιλοσοφικό του έργο. Αυτά που είπε στους ανθρώπους τα παρομοίαζε με πρωτόγνωρα λόγια του ανέμου, με πρωτόγνωρα και γνήσια τραγούδια κάποιου βραχνού χωριάτη. Ήταν βαθιά ριζωμένη στη συνείδησή του η πίστη ότι οι άλλοι θα αδυνατούσαν να κατανοήσουν τα «άσματά» του: «Αυτά που θα ακούσετε, θα είναι τουλάχιστον καινούργια. Κι αν δεν το καταλαβαίνετε, αν δεν καταλαβαίνετε τον τραγουδιστή, τόσο το χειρότερο! Μη δεν είναι αυτός ο κλήρος του; Μη δεν είναι αυτό που ονομάσανε 'Κατάρα του Τροβαδούρου';»
Δεν πρόφτασε να χτίσει εκείνη τη γέφυρα που πάντα επιθυμούσε, από τον Άνθρωπο στον Υπεράνθρωπο. Οι προσδοκίες του όμως από το ανθρώπινο είδος ποτέ δεν έπαψαν να είναι μεγάλες. Όταν ρωτήθηκε τι είναι αυτό που αγαπάει στους άλλους, απάντησε: «Τις ελπίδες μου».
Θέλημα
Στην Θελημιτική Θρησκεία, ο Νίτσε είναι άγιος της Γνωστικής Καθολικής Εκκλησίας.
Επιρροή
Ο Νίτσε επηρέασε τη σκέψη πολλών στοχαστών που ακολούθησαν σε παγκόσμια κλίμακα, όπως του Νίκου Καζαντζάκη. Η επιρροή του Νίτσε στον Καζαντζάκη είναι ιδιαίτερα εμφανής στην Ασκητική.
Τα έργα του στη νεοελληνική γλώσσα
Gedanken über die Zukunft unserer Bildungsanstalten (Το μέλλον της παιδείας μας, 1872). (Πέντε διαλέξεις). Μετάφρ. Ν.Μ. Σκουτερόπουλος, 1980. β΄έκδοση: Μαθήματα για την παιδεία, εκδ."Printa", Αθήνα, 1998.
Die Geburt der Tragödie (Η γέννηση της τραγωδίας, 1872). Έχει μεταφραστεί από τους: Νίκο Καζαντζάκη (1978), Κ.Λ. Μεραναίο, χ.χ., Ελένη Καλκάνη (εκδ. «Δαμιανός», Αθήνα χ.χ.), Ζήση Σαρίκα (εκδ. «Νησίδες», Σκόπελος 2001) και Γ. Λάμψα (εκδ. «Κάκτος», Αθήνα 2006).
Die Philosophie im tragischen Zeitalter der Griechen («Η φιλοσοφία στην τραγική εποχή των Ελλήνων», 1873). α) Μετάφρ. Αιμίλιος Χουρμούζιος (Η γέννηση της φιλοσοφίας στα χρόνια της ελληνικής τραγωδίας), Αθήνα, 1975. β) «Εκδοτική Θεσσαλονίκης», Θεσσαλονίκη 2006 (1η έκδ., 1993).
Unzeitgemässe Betrachtungen (Ανεπίκαιροι στοχασμοί, 1873-6). Εισαγωγή-μετάφρ. Ι.Σ. Χριστοδούλου. «Εκδοτική Θεσσαλονίκης», Θεσσαλονίκη 1996 (2η έκδ., 2006).
Menschliches, Allzumenschliches (Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο, 1878). 2 τόμοι, Μετάφρ. Ελένη Καλκάνη, εκδ. «Δαμιανός», Αθήνα, χ.χ.
Morgenröte (Η Αυγή, 1881). Μετάφρ. Ελένη Καλκάνη, εκδ. «Δαμιανός», Αθήνα, χ.χ.
Die fröhliche Wissenschaft (Η χαρούμενη επιστήμη, 1882-1887). α) Μετάφρ. Μίνα Ζωγράφου, εκδ. «Δαρεμά», Αθήνα 1961. β) Μετάφρ. Ζήσης Σαρίκας, Θεσσαλονίκη 1987 (β΄ έκδ. «Νησίδες», Θεσσαλονίκη 2004). γ) Μετάφρ. Λίλα Τρουλινού, Αθήνα 1996. Μεταφράσθηκε επίσης υπό τον τίτλο «Η θεωρία του σκοπού της ζωής» από τη Χρύσα Αντωνίου, Εκδ. Ν. Δαμιανού, Αθήνα χ.χ.
Also sprach Zarathustra (= «Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα», 1883-5). Έχει μεταφραστεί από τους: Νίκο Καζαντζάκη («Φέξης», Αθήνα 1965 (1913¹), Λέoντα Κουκούλα (1924), Μενάλκα Μουσαίο (χ.χ.), Εμμ. Ανδρουλιδάκη (Αθ. 1961), Άρη Δικταίο (1958+1980), Δ.Π. Κωστελένο (1983), Γεωργία Αλεξίου-Πρωταίου (χ.χ.) και Ζήση Σαρίκα («Νησίδες», Σκόπελος 1998).
Jenseits von Gut und Böse (Πέρα από το καλό και το κακό, 1886). α) Μετάφρ. Μίνα Ζωγράφου - Κ. Μεραναίος, «Μαρή», Αθ. 1953. β) Μετάφρ. Ζ. Σαρίκας, "Νησίδες", Σκόπελος 1999. γ) Μετάφρ. Ελένη Καλκάνη. «Δαμιανός», Αθήνα χ.χ.
Zur Genealogie der Moral (Γενεαλογία της ηθικής, 1887). Έχει μεταφραστεί από τους: Μίνα Ζωγράφου, χ.χ., Ελένη Καλκάνη («Δαμιανός», Αθ. χ.χ.) Άρη Δικταίο (1970) και Ζήση Σαρίκα - Λίλα Τρουλινού («Εκδοτική Θεσσαλονίκης», 1989, 2001²).
Götzendämmerung (Το λυκόφως των ειδώλων, 1888). Έχει μεταφραστεί από τους: Μ.Ε. Ανδρουλιδάκη (1962), Ζήση Σαρίκα, χ.χ. (1994;), Ελένη Καλκάνη («Δαμιανός», Αθήνα χ.χ.), Γιάννη Δρασγάνη («Κάκτος», Αθήνα 1989), Ζ. Σαρίκα («Νησίδες», Σκόπελος 2000. «Εκδοτική Θεσσαλονίκης», Θεσσαλονίκη 2006) και Βαγγέλης Δουβαλέρης («Gutenberg», Αθήνα 2016).
Der Antichrist (Ο Αντίχριστος, 1888). Ανάθεμα κατά του Χριστιανισμού. α) Μετάφρ. Κ.Λ. Μεραναίος, «Μαρή», Αθήνα χ.χ. β) Μετάφρ. Ζήσης Σαρίκας, Θεσσαλονίκη 1986. γ) Μετάφρ. Ελένη Καλκάνη. εκδ. «Δαμιανός», Αθήνα χ.χ. δ) Γιάννης Δρασγάνης (εκδ. «Κάκτος», 1989) ε) Μετάφρ. Βαγγέλης Δουβαλέρης. εκδ. «Ιδεόγραμμα», Αθήνα 2007. στ) Μετάφρ. Βαγγέλης Δουβαλέρης. εκδ. «Gutenberg», Αθήνα 2014, 2η πλήρως αναθεωρημένη και επαυξημένη έκδοση.
Ecce Homo (Ίδε ο άνθρωπος, 1888). Έχει μεταφραστεί από τους: Β. Λιάσκα (χ.χ.), Ξεν. Καρακάλο, (1950), Ζήση Σαρίκα, χ.χ. και Δημ. Λιαντίνη (1979, 2η έκδ. 2005).
Dionysos-Dithyramben (Οι διθύραμβοι του Διόνυσου, ποίηση, 1892). Πρόλογος-Μετάφρ.-Σχόλια Άρης Δικταίος, 1982².
Der Wille zur Macht (Η θέληση για δύναμη, 1901). α) Μετάφρ. Θ. Ι. Αποστολόπουλος. «Αλφειός», Αθήνα, 2000. β) Μετάφρ. Ζ. Σαρίκας. «Νησίδες», Σκόπελος 2001. γ) Μετάφρ. Γ. Εγγλέζος. «Δαμιανός», Αθήνα, χ.χ.
Αποφθέγματα από το έργο του. Μετάφρ. Ζ. Σαρίκας, Θεσσαλονίκη 1989.
Φιλοσοφικά αποσπάσματα. Μετάφρ. Ζ. Σαρίκας, εκδ. «Εξάντας», Αθήνα 1993.
Ο ευρωπαϊκός μηδενισμός. α) Μετάφρ. Ελένη Καλκάνη. «Δαμιανός», Αθήνα χ.χ. β) Μετάφρ. Δημ. Αγγελής. «Ευθύνη», Αθήνα 2001.
Εκλεκτές σελίδες. Επιλογή-μετάφρ. Γιάννης Οικονομίδης, Αθήνα χ.χ.
Μαθήματα ρητορικής. Μετάφρ. Α. Μανούση. εκδ.Πλέθρον, Αθήνα 2004.
Θεοσοφία και μυστικισμός, Μτφρ. Ελένη Καλκάνη, εκδ.Δαμιανός, Αθήνα χ.χ.
Ιστορία και ζωή. Εισαγωγή-μετάφρ.-σημειώσεις Ν.Μ. Σκουτερόπουλος, εκδ. «Γνώση», Αθήνα 1993.
Μυστικιστικές σελίδες. Μετάφρ. Μ.Ε. Ανδρουλιδάκης, Αθήνα 1962.
Πκηροφορίες: el.wikipedia.org/wiki/Φρίντριχ_Νίτσε
Γιάννης Δαλιανίδης, ήταν Έλληνας σκηνοθέτης και σεναριογράφος, από τους πιο εμπορικούς του Ελληνικού κινηματογράφου
Γιάννης Δαλιανίδης
Ο Γιάννης Δαλιανίδης ήταν Έλληνας σκηνοθέτης και σεναριογράφος, από τους πιο εμπορικούς του Ελληνικού κινηματογράφου. (31 Δεκεμβρίου 1923 - 16 Οκτωβρίου 2010)
Γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη στις 31 Δεκεμβρίου 1923 και μεγάλωσε με θετούς γονείς. Ξεκίνησε την σταδιοδρομία του ως χορευτής και χορογράφος χρησιμοποιώντας το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο «Γιάννης Νταλ».
Από το 1958 άρχισε να γράφει σενάρια για κινηματογραφικές ταινίες. Το πρώτο του σενάριο ήταν για την ταινία «Το Τρελοκόριτσο».
Την σκηνοθετική σταδιοδρομία του ξεκίνησε το 1959 με την ταινία «Η Μουσίτσα» και ακολούθησε την ίδια χρονιά η ταινία «Λαός και Κολωνάκι».
Το 1961 ξεκίνησε η συνεργασία του με την Φίνος Φιλμς με την ταινία «Ο Κατήφορος». Η ταινία σημείωσε μεγάλη επιτυχία και η φήμη του Δαλιανίδη εκτινάχτηκε.
Ακολούθησε η δημιουργία μιας σειράς ταινιών, κυρίως μιούζικαλ, ένα είδος στο οποίο διακρίθηκε ιδιαίτερα. Συνολικά έχει σκηνοθετήσει περισσότερες από 60 ταινίες, στις περισσότερες από τις οποίες έχει γράψει και το σενάριο.
Από την δεκαετία του 1970 εργάστηκε και στην τηλεόραση, δημιουργώντας αρκετές τηλεοπτικές σειρές, οι περισσότερες από τις οποίες σημείωσαν μεγάλη επιτυχία.
Απεβίωσε το Σάββατο 16 Οκτωβρίου 2010 σε ηλικία 87 ετών.
Πολιτικά και θρησκευτικά πιστεύω του Δαλιανίδη
Κατά μία άποψη ο Δαλιανίδης υπήρξε δηλωμένος άθεος και βαθιά αριστερός. Απόπειρα στοιχειοθέτησης του συγκεκριμένου έχει γίνει στη βάση της στήριξης του στην ίδρυση της Δημοκρατικής Αριστεράς.
Ωστόσο, η σχέση του με την αριστερά αμφισβητείται καθώς η παραπάνω «στήριξη» γίνεται λίγους μήνες πριν το θάνατο του, στην ηλικία των 87 ετών, ενώ δεν υπάρχει καμιά προηγούμενη γνωστή σχέση του με την αριστερά.
Αντιθέτως ο Δαλιανίδης έχει κατηγορηθεί, εμμέσως πλην σαφώς, για συνεργασία με την τελευταία δοσιλογική κυβέρνηση Τσιρονίκου (την επονομαζόμενη «κυβέρνηση της Βιέννης» του 1944-45), ως εκπρόσωπος της νεολαίας.
Φιλμογραφία
01. Η Μουσίτσα (1959)
02. Λαός και Κολωνάκι (1959)
03. Ένας βλάκας και μισός (1959)
04. Χριστίνα (1960)
05. Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος (1960)
06. Κρουαζιέρα στη Ρόδο (1960)
07. Ο σκληρός άντρας (1961)
08. Ο Κατήφορος (1961)
09. Ζητείται ψεύτης (1961)
10. Ο Δήμος από τα Τρίκαλα (1962)
11. Ο ατσίδας (1962)
12. Νόμος 4000 (1962)
13. Μερικοί το προτιμούν κρύο (1962)
14. Η κυρία του κυρίου (1962)
15. Χωρίς ταυτότητα (1963)
16. Ένα κορίτσι για δύο (1963)
17. Ίλιγγος (1963)
18. Η ψεύτρα (1963)
19. Κάτι να καίει (1963)
20. Οι κληρονόμοι (1964)
21. Η χαρτοπαίχτρα (1964)
22. Εγωισμός (1964)
23. Κορίτσια για φίλημα (1964)
24. Τέντυ μπόι αγάπη μου (1965)
25. Ραντεβού στον αέρα (1965)
26. Ιστορία μιας ζωής (1965)
27. Ένα έξυπνο έξυπνο μούτρο (1965)
28. Οι θαλασσιές οι χάντρες (1966)
29. Ο ξυπόλυτος πρίγκηψ (1966)
30. Στεφανία (1966)
31. Δάκρυα για την Ηλέκτρα (1966)
32. Νύχτα γάμου (1967)
33. Γαμπρός απ' το Λονδίνο (1967)
34. Μια κυρία στα μπουζούκια (1967)
35. Το παρελθόν μιας γυναίκας (1968)
36. Όλγα αγάπη μου (1968)
37. Ο ψεύτης (1968)
38. Ο Μικές παντρεύεται (1968)
39. Ένας ιππότης για τη Βασούλα (1968)
40. Γοργόνες και μάγκες (1968)
41. Το ανθρωπάκι (1969)
42. Όταν η πόλη πεθαίνει (1969)
43. Ο γόης (1969)
44. Ξύπνα Βασίλη (1969)
45. Η Παριζιάνα (1969)
46. Γυμνοί στο δρόμο (1969)
47. Μια τρελή τρελή σαραντάρα (1970)
48. Το κοροϊδάκι της πριγκηπέσσας (1971)
49. Ο κατεργάρης (1971)
50. Ο επαναστάτης ποπολάρος (1971)
51. Μια Ελληνίδα στο χαρέμι (1971)
52. Μαριχουάνα στοπ (1971)
53. Ο μάγκας με το τρίκυκλο (1972)
54. Ο εχθρός του λαού (1972)
55. Η αμαρτία της ομορφιάς (1972)
56. Η Μαρία της σιωπής (1972)
57. Έικοσι γυναίκες κι εγώ (1973)
58. Στον αστερισμό της παρθένου (1973)
59. Αγάπη μου Ουά-Ουά (1974)
60. Οι εραστές του ονείρου (1974)
61. Ένα τάνκς στο κρεβάτι μου (1975)
62. O τρομοκράτης (1975)
63. Ο κυρ Γιώργης εκπαιδεύεται (1977)
64. Τα τσακάλια (1981)
65. Βασικά καλησπέρα σας (Οι ραδιοπειρατές) (1982)
66. Η στροφή (1982)
67. Καμικάζι αγάπη μου (1983)
68. Οι επικίνδυνοι (1983)
69. Έλα να αγαπηθούμε ντάρλινγκ (1984)
70. Όταν οι ρόδες χορεύουν (1984)
71. Περάστε φιλήστε τελειώσατε (1986)
72. Ισόβια (1988)
Τηλεοπτικές σειρές
Λούνα Παρκ, (ΕΙΡΤ / ΕΡΤ) (1974)
Τ' ανάποδα (ΕΡΤ) (1981), δεν προβλήθηκε το 1981 λόγω αλλαγής της διοίκησης της ΕΡΤ, προβλήθηκε το 2015 από την ΕΡΤ2[6]
Τα καθημερινά (ΕΡΤ) (1983)
Τα λιονταράκια (ΕΡΤ) (1985)
Οδός Ανθέων, (ΕΤ1) (1988)
Το ρετιρέ, (MEGA Channel) (1990)
Οι μικρομεσαίοι, (MEGA Channel) (1992)
Στραβά και ανάποδα, (ΑΝΤ1) (1993)
Αραχτοί και λάιτ, (ANT1) (1994)
Το τρίτο στεφάνι, (ANT1) (1995)
Το χρώμα του φεγγαριού, (ANT1) (1996)
Απιστίες, ΑΝΤ1 (1997)
Μικρές αμαρτίες (2000)
Βιντεοταινίες
Φουτ μπωλ, 1985
Ένα τρελό τρελό μούτρο, 1986
Αρέσω και κυκλοφορώ, 1986
Ο μαφιόζος, 1986
Πάρτυ για τρεις, 1986
Μπανάνες, 1987
Ο κουρδιστός εραστής, 1987
Χαμένοι στο Μανχάτταν, 1987
Οι συνένοχοι, 1988
Πως τη λεν τη βαζελίνη τούρκικα, 1988
Επικίνδυνος έρωτας: Ρωμαίος και Ιουλιέτα του Απρίλη, 1989
Μάρθα, 1989
Παγίδες 1: Ένοχο χτες, 1989
Παγίδες 2: Επικίνδυνο αύριο, 1989
Πληροφορίες: el.wikipedia.org/wiki/Γιάννης_Δαλιανίδης
Πόπλιος Βιργίλιος Μάρων, αρχαίος Ρωμαίος ποιητής της περιόδου του Οκταβιανού Αύγουστου, σημαντικότερο έργο του Η Αινειάδα, σπουδαιότερο έπος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας
Βιργίλιος
Ο Πόπλιος Βιργίλιος Μάρων, ο οποίος αποκαλείται συνήθως Βιργίλιος, ήταν αρχαίος Ρωμαίος ποιητής της περιόδου του Οκταβιανού Αύγουστου. Το σημαντικότερο ίσως έργο του, η Αινειάδα, θεωρείται το σπουδαιότερο έπος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. (Publius Vergilius Maro, 15 Οκτωβρίου 70 π.Χ. - 21 Σεπτεμβρίου 19 π.Χ.)
Ο Βεργίλιος γεννήθηκε στο χωριό Andes (σημερινό Βιρτζίλιο (Virgilio)), κοντά στην πόλη Μάντοβα της βόρειας Ιταλίας.
Οι γονείς του ήταν ταπεινής καταγωγής, χωρικοί, ωστόσο φρόντισαν να λάβει την καλύτερη δυνατή μόρφωση.
Μέχρι την ηλικία των δεκαέξι ετών εκπαιδεύεται στην Κρεμόνα και αργότερα στέλνεται στο Μιλάνο για ευρύτερες σπουδές.
Την εποχή αυτή δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ελληνική και λατινική φιλολογία.
Σε ηλικία 18 ετών βρίσκεται στη Ρώμη όπου σκόπευε αρχικά να σπουδάσει ρητορική, ιατρική και αστρονομία.
Σύντομα το ενδιαφέρον του επικεντρώνεται στη φιλοσοφία και για τον λόγο αυτό επισκέπτεται τη Νάπολη όπου γίνεται μαθητής του επικούρειου φιλοσόφου Σείρωνα.
Παράλληλα διδάσκεται και ελληνικά.
Την ίδια εποχή ο Βιργίλιος ξεκινά να γράφει τα πρώτα του ποιήματα και σταδιακά αφοσιώνεται ολοένα και περισσότερο στην ποίηση.
Τα πρώτα έργα
Επιστρέφοντας στη Ρώμη, ο Βιργίλιος συνδέεται φιλικά με τον Μαικήνα (Gaius Maecenas), πλούσιο Ρωμαίο, ευεργέτη των καλλιτεχνών και υπεύθυνο για την πολιτιστική προπαγάνδα υπέρ του νέου, αυτοκρατορικού καθεστώτος του Οκταβιανού. Από το 39 π.Χ. ο Βιργίλιος ανήκε στον κύκλο ποιητών του Μαικήνα και διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον Αύγουστο.
Στα σημαντικότερα πρώιμα έργα του Βιργίλιου, ανήκουν οι Εκλογές (Eclogae), μια συλλογή ποιημάτων βουκολικού περιεχομένου, γραμμένα την περίοδο 42-39 π.Χ.
Μετά την ολοκλήρωση των Εκλογών, στο διάστημα 39-29 π.Χ., έγραψε τα Γεωργικά (Georgica), ένα αγροτικό ποίημα συνολικά τεσσάρων τόμων, αφιερωμένο στον Μαικήνα και στο οποίο περιγράφονται η ζωή και η εργασία των αγροτών της εποχής.
Αινειάδα
Η Αινειάδα (Aeneis) αποτελεί το σημαντικότερο έργο του Βιργίλιου. Το προπαγανδιστικό αυτό έργο τού ανατέθηκε από τον Οκταβιανό, τον πρώτο Ρωμαίο Αυτοκράτορα, στον οποίο είχε γνωρίσει τον Βιργίλιο ο Μαικήνας. Η Αινειάδα αποτελεί έπος μεγάλης ιστορικής σημασίας που επιπλέον καταξίωσε τον Βιργίλιο ως μείζονα ποιητή. Το έργο ολοκληρώθηκε σε διάστημα περίπου δέκα ετών και περιγράφει μέσα σε συνολικά δώδεκα τόμους το ηρωικό έπος του Αινεία, ο οποίος μετά την πτώση της Τροίας, ταξιδεύει και φθάνει μετά από πολλές περιπέτειες στην Ιταλία, όπου και ιδρύει τη Ρώμη.
Τα έξι πρώτα βιβλία της Αινειάδας είναι γραμμένα στο πρότυπο της Οδύσσειας του Ομήρου, ενώ τα υπόλοιπα έξι ακολουθούν το παράδειγμα της Ιλιάδας. Η Αινειάδα έχει χαρακτήρα ανεξάρτητο από τον Όμηρο. Τα ομηρικά ποιήματα είναι το πιο τέλειο φυσικό έπος και η Αινειάδα είναι μίμηση τους, αλλά συνάμα είναι δημιούργημα καινούργιο και προσωπικό.
Ο Αινείας είναι ένας νέος τύπος επικού ήρωα που δεν εντάσσεται σε κανένα σχήμα, καθώς τυραννιέται από διλήμματα σχετικά με το ηρωικό πεπρωμένο του. Η Αινειάδα συμβόλισε ουσιαστικά την ιστορική αποστολή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και για το λόγο αυτό προωθήθηκε ως εθνικό έπος από το αυγούστειο καθεστώς.
Ο Βιργίλιος πέθανε το έτος 19 π.Χ. ενώ επισκεπτόταν την Ελλάδα. Κατά την επίσκεψή του στα Μέγαρα αρρώστησε από ελονοσία και πέθανε, ενώ επέστρεφε στη Νάπολη, στο σημερινό Μπρίντιζι. Στη διαθήκη του Βιργίλιου υπήρχε εντολή να μη δημοσιευτεί η ανολοκλήρωτη Αινειάδα, ωστόσο ο Οκταβιανός Αύγουστος διέταξε τη δημοσίευσή της με ελάχιστες παρεμβάσεις, αναγνωρίζοντας τη μεγάλη αξία του έργου.
Φήμη
Κατά τον Μεσαίωνα ο Βιργίλιος απέκτησε στην Ευρώπη τη φήμη μάντη και το όνομα του συνδέθηκε με μαγικές πρακτικές. Από την άλλη η Αινειάδα διδασκόταν στα σχολεία ως βασικό λατινικό κείμενο και ο ίδιος ο Βιργίλιος θεωρούνταν προφήτης του χριστιανισμού, με βάση μία αναφορά του έργου του σε ένα αναμενόμενο παιδί που θα αλλάξει τον κόσμο.
Εργογραφία
Appendix Vergiliana (50 π.Χ)
Εκλογές (42 π.Χ) -- 10 βιβλία
Γεωργικά (29 π.Χ) -- 4 βιβλία ― ελλην. μετάφρ. Κωνσταντίνος Θεοτόκης ("Κείμενα")
Αινειάδα (19 π.Χ) -- 12 βιβλία
Σημείωση: Οι χρονολογίες είναι ενδεικτικές.
Πληροφορίες: el.wikipedia.org/wiki/Βιργίλιος
Περισσότερα Άρθρα...
- Ραλλού Μάνου, ήταν Ελληνίδα χορογράφος, που ίδρυσε το Ελληνικό Χορόδραμα
- Ίταλο Καλβίνο, Ιταλός πεζογράφος, δοκιμιογράφος και δημοσιογράφος, ένας από τους σημαντικότερους Ιταλούς λογοτέχνες του 20ου αιώνα
- Μισέλ Πωλ Φουκώ, ήταν Γάλλος δομιστής και μεταμοντερνιστής φιλόσοφος, συγγραφέας, ψυχολόγος και ψυχοπαθολόγος
- Ντουάιτ Ντέιβιντ «Άικ» Αϊζενχάουερ ήταν Αμερικανός πολιτικός και στρατηγός, που υπηρέτησε ως 34ος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, είχε γερμανική καταγωγή