Άρθρα
Ιβάν Μπούνιν, ήταν ο πρώτος ρώσος συγγραφέας που κέρδισε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας
Ιβάν Μπούνιν
Ο Iβάν Aλεξέγεβιτς Μπούνιν ήταν ο πρώτος ρώσος συγγραφέας που κέρδισε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1933. (22 Οκτωβρίου 1870 - 8 Νοεμβρίου 1953)
Η βασική δομή των ποιημάτων και των ιστοριών του είναι μία από τις πλουσιότερες στη γλώσσα του. Το τελευταίο βιβλίο του, Οι Σκοτεινές Λεωφόροι (1943) είναι η περισσότερο αναγνωσμένη συλλογή διηγημάτων του 20ού αιώνα στη Ρωσία.
Ο Μπούνιν γεννήθηκε στο κτήμα των γονιών του στην επαρχία Βορονέζ της Ρωσίας. Καταγόταν από οικογένεια αριστοκρατών γαιοκτημόνων και ιδιοκτητών δουλοπάροικων, αλλά ο παππούς του και ο πατέρας του είχαν διασκορπίσει σχεδόν ολόκληρη την περιουσία τους.
Στάλθηκε σε δημόσιο σχολείο στο Γέλετς το 1881, αλλά αναγκάστηκε να επιστρέψει σπίτι μετά από πέντε χρόνια. Ο αδερφός του, που είχε πανεπιστημιακή μόρφωση, τον ενθάρρυνε να διαβάσει τους Ρώσους κλασικούς και να γράψει.
Στα 17 του εξέδωσε το πρώτο του ποίημα, το 1887 σε ένα λογοτεχνικό περιοδικό στην Αγία Πετρούπολη.
Η πρώτη ποιητική του συλλογή, Listopad (1901), έτυχε θερμής υποδοχής από τους κριτικούς. Αν και τα ποιήματά του θεωρείται πως συνεχίζουν την παράδοση των Παρνασσιστών ποιητών του 19ου αιώνα, είναι εμποτισμένα από τον ανατολικό μυστικισμό και χαρακτηρίζονται από εντυπωσιακά, προσεκτικά επιλεγμένα επίθετα. Ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ ήταν μεγάλος θαυμαστής του στίχου του Μπούνιν, και τον συνέκρινε με τον Αλεξάντερ Μπλοκ, αλλά περιφρονούσε τα πεζά του.
Το 1889 ακολούθησε τον αδερφό του στο Χαρκόβ, όπου έγινε κυβερνητικός υπάλληλος, βοηθός εκδότη σε μια τοπική εφημερίδα, βιβλιοθηκάριος και δικαστικός στατιστικολόγος. Ο Μπούνιν ξεκίνησε επίσης να αλληλογραφεί με τον Αντόν Τσέχωφ , με τον οποίο ανέπτυξε στενή φιλία. Είχε επίσης σχέση, λιγότερο στενή, με τους Μαξίμ Γκόρκι και Λέοντα Τολστόι.
Το 1891 εξέδωσε το πρώτο του διήγημα, σε λογοτεχνικό περιοδικό. Με το πέρασμα του χρόνου, πέρασε από τη συγγραφή ποίησης στα διηγήματα. Ο Μπούνιν ήταν επίσης γνωστός μεταφραστής. Η γνωστότερη μετάφρασή του είναι το "The Song of Hiawatha" του Λονγκφέλλοου για την οποία ο Μπούνιν κέρδισε το Βραβείο Πούσκιν το 1903. Μετέφρασε επίσης έργα των Βύρωνα, Άλφρεντ Τέννυσον και Αλφρέντ ντε Μυσέ. Το 1909 εξελέγη μέλος της Ρωσικής Ακαδημίας.
Διασημότητα
Από το 1895 και έπειτα ο Μπούνιν χώρισε το χρόνο του μεταξύ Μόσχας και Αγίας Πετρούπολης. Παντρεύτηκε την κόρη Έλληνα επαναστάτη το 1898, αλλά ο γάμος κατέληξε σε διαζύγιο. Αν και ξαναπαντρεύτηκε το 1907, οι ερωτοτροπίες του με άλλες γυναίκες συνεχίστηκαν μέχρι το θάνατό του. Η θυελλώδης ιδιωτική του ζωή στα χρόνια της μετανάστευσης είναι το θέμα της παγκοσμίως γνωστής Ρωσικής ταινίας, Dnevnik ego zheny (Το Ημερολόγιο της Συζύγου του) (2000).
Ο Μπούνιν δημοσίευσε το πρώτο μεγάλο του μυθιστόρημα, Το Χωριό, όταν ήταν 40. Επρόκειτο για ένα απογυμνωμένο πορτραίτο της χωριάτικης ζωής, με την ηλιθιότητα, σκληρότητα και βία της. Ο σκληρός ρεαλισμός του τον έφερε σε επαφή με τον Μαξίμ Γκόρκι. Δυο χρόνια αργότερα δημοσίευσε τη Στεγνή Κοιλάδα, ένα κεκαλυμμένο πορτραίτο της οικογένειάς του.
Πριν από τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο, ο Μπούνιν ταξίδευσε στην Κεϋλάνη, την Παλαιστίνη, την Αίγυπτο και την Τουρκία, και τα ταξίδια αυτά άφησαν το στίγμα τους στη γραφή του. Τους χειμώνες από το 1912 μέχρι το 1914 τους πέρασε με τον Γκόρκι στο Κάπρι.
Μετανάστευση
Ο Μπούνιν έφυγε από τη Μόσχα μετά την επανάσταση του 1917 και πήγε στην Οδησσό. Το 1917 εγκατέλειψε την Οδησσό με το τελευταίο Γαλλικό πλοίο και εγκαταστάθηκε στο Γκρας της Γαλλίας. Εκεί δημοσίευσε το ημερολόγιό του Οι Καταραμένες Μέρες, που αντηχούσε την αριστοκρατική αποστροφή προς το Μπολσεβίκικο καθεστώς. Για την Σοβιετική κυβέρνηση έγραψε: "Τι σιχαμερή γκαλερί καταδίκων!"
Ο Μπούνιν έτυχε εξαιρετικής φροντίδας στο εξωτερικό, όπου θεωρήθηκε ως ο γηραιότερος των ζώντων Ρώσων συγγραφέων στην παράδοση του Τολστόι και του Τσέχωφ. Το 1933 ήταν ο πρώτος Ρώσος που κέρδισε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας "για την αυστηρή καλλιτεχνία με την οποία έχει μεταφέρει τις κλασικές Ρωσικές παραδόσεις στην πεζογραφία." Στο ταξίδι του δια μέσου της Γερμανίας για να παραλάβει το βραβείο στη Στοκχόλμη, συνελήφθη από τους Ναζί, δήθεν για λαθρεμπόριο κοσμημάτων, και εξαναγκάστηκε να πιει ένα μπουκάλι καστορέλαιο.
Τη δεκαετία του 1930 ο Μπούνιν δημοσίευσε δύο μέρη μιας προγραμματισμένης αυτοβιογραφικής τριλογίας: Η Ζωή του Αρσένιεβ και της Λίκα. Το 1943 εκδόθηκαν οι Σκοτεινές Λεωφόροι.
Ο Μπούνιν ήταν δριμύς αντίπαλος του Ναζισμού και σύμφωνα με αναφορές έδωσε καταφύγιο σε έναν Εβραίο στο σπίτι του στο Γκρας κατά τη διάρκεια της κατοχής. Στο τέλος της ζωής του απέκτησε ενδιαφέρον για τη Σοβιετική λογοτεχνία και έπαιζε με την ιδέα ακόμη και να επιστρέψει στη Ρωσία, όπως είχε κάνει νωρίτερα ο Αλεξάντρ Κούπριν. Ο Μπούνιν πέθανε από καρδιακή προσβολή στο Παρίσι, ενώ το ανεκτίμητο βιβλίο του με αναμνήσεις από τον Τσέχωφ ήταν ακόμη ανολοκλήρωτο. Αρκετά χρόνια αργότερα τα έργα του επετράπη να δημοσιευτούν στην Σοβιετική Ένωση.
Επιλεγμένη βιβλιογραφία στα ελληνικά
Ο κύριος από το Σαν Φραντσίσκο ― ελλην. μετάφρ. Αντώνης Βογιάζος, "ΝΕΦΕΛΗ"
Ωραία ζωή κ.α.διηγήματα ― ελλην. μετάφρ. Αντώνης Βογιάζος, "ΝΕΦΕΛΗ"
Σκοτεινές αλλέες κ.α.διηγήματα ― ελλην. μετάφρ. Π.Ανταίος, "ΟΔΥΣΣΕΑΣ"
Το χωριό ― ελλην. μετάφρ. Α. Τσακάλης, "ΚΑΛΒΟΣ"
Η γραμματική του έρωτα
Πληροφορίες: el.wikipedia.org/wiki/Ιβάν_Μπούνιν
Φραντς Λιστ, ήταν Ούγγρος ρομαντικός συνθέτης και πιανίστας, μαζί με τον Φρεντερίκ Σοπέν, θεωρούνται οι σημαντικότεροι ρομαντικοί συνθέτες για πιάνο
Φραντς Λιστ
Ο Φραντς Λιστ ήταν Ούγγρος ρομαντικός συνθέτης και πιανίστας. Μαζί με τον Φρεντερίκ Σοπέν, θεωρούνται οι σημαντικότεροι ρομαντικοί συνθέτες για πιάνο και δύο από τους σπουδαιότερους πιανίστες της εποχής. (Franz ή Ferenc Liszt, 22 Οκτωβρίου 1811 - 31 Ιουλίου 1886)
Γεννήθηκε στις 22 Οκτωβρίου 1811 στο Ράιντινγκ της Ουγγαρίας, κοντά στα σύνορα με την Αυστρία. Οι γονείς του ήταν γερμανικής καταγωγής και ο συνθέτης μεγάλωσε με μητρική γλώσσα τα γερμανικά. Από μικρός έδειξε το ταλέντο του στο πιάνο και σύντομα η οικογένειά του μετακόμισε στη Βιέννη για να λάβει συστηματική διδασκαλία. Εκεί πήρε μαθήματα πιάνου από τον συνθέτη Καρλ Τσέρνυ και σύνθεσης από τον συνθέτη Αντόνιο Σαλιέρι. Το 1822 έδωσε την πρώτη του συναυλία και εντυπωσίασε το κοινό. Στη δεύτερη συναυλία του, το 1823, ανάμεσα στους ενθουσιασμένους ακροατές ήταν και ο Λούντβιχ βαν Μπετόβεν.
Τον Δεκέμβριο του 1823 η οικογένεια Λιστ μετακόμισε στο Παρίσι, επίκεντρο τότε της καλλιτεχνικής και πνευματικής ζωής. Εκεί ο Λιστ δεν μπόρεσε να σπουδάσει στο Κονσερβατουάρ, γιατί δεν ήταν δυνατή η εγγραφή αλλοδαπών, αυτό όμως δεν είχε τελικά αρνητικές επιπτώσεις στην εκπαίδευσή του: συνέχισε όμως να μελετά με δασκάλους ή ως αυτοδίδακτος. Παράλληλα με τις σπουδές του έκανε πολλές περιοδείες για ρεσιτάλ στη Γαλλία και την Αγγλία και έγινε σύντομα γνωστός και αγαπητός στα ευρωπαϊκά σαλόνια.
Στο Παρίσι γνώρισε πολλές προσωπικότητες του πνευματικού και καλλιτεχνικού χώρου, όπως τους Βίκτωρ Ουγκό, Λαμαρτίνο, Χάινριχ Χάινε, Βιτσέντζο Μπελίνι, Τζοακίνο Ροσίνι, Φρεντερίκ Σοπέν. Οι συνθέτες που θαύμαζε ήταν ο Εκτόρ Μπερλιόζ, ο Φρεντερίκ Σοπέν και ο Νικολό Παγκανίνι. Εκεί επίσης γνώρισε και δέχθηκε επίδραση από τις σοσιαλιστικές ιδέες του Σαιν-Σιμόν και του Λαμεναί.
Το 1827, κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας, ο πατέρας του πέθανε ξαφνικά έπειτα από σύντομη ασθένεια. Ο Λιστ έμεινε τότε χωρίς υποστήριξη και έπρεπε να φροντίσει μόνος για την συνέχιση των σπουδών και της καριέρας του. Άρχισε να παραδίδει μαθήματα πιάνου και μάλιστα ερωτεύτηκε μια μαθήτριά του, αλλά η οικογένειά της απαγόρευσε τη συνέχιση της σχέσης τους. Λίγο καιρό μετά ο συνθέτης πέρασε μια φάση θρησκοληψίας (για δεύτερη φορά, είχε εκδηλώσει και παλαιότερα αυτήν την επιθυμία, αλλά το απέτρεψε ο πατέρας του). Για αρκετό καιρό διέκοψε τις δημόσιες εμφανίσεις και τα ίχνη του χάθηκαν. Λέγεται ότι ο ιερέας Λαμεναί, στενός φίλος της οικογένειας, τον βοήθησε να ξεπεράσει την κρίση.
Το 1833 στο σπίτι του Φρεντερίκ Σοπέν γνωρίστηκε με την κόμισσα Μαρί ντ' Αγκούλτ, η οποία τον ερωτεύτηκε και εγκατέλειψε τον σύζυγό της για να τον ακολουθήσει. Μαζί έζησαν ως το 1844 στην Ελβετία και την Ιταλία και απέκτησαν τρία παιδιά. Εκείνη τη χρονιά το ζευγάρι χώρισε. Αργότερα η κόμισσα έγινε συγγραφέας με το ψευδώνυμο Daniel Stern.
Ως το 1847 ο Λιστ είχε αποκτήσει τεράστια φήμη ως πιανίστας. Αυτός ήταν μάλιστα που καθιέρωσε τον όρο "ρεσιτάλ" και σε αυτόν οφείλεται εν πολλοίς η συνήθεια να ερμηνεύονται τα σολιστικά έργα χωρίς παρτιτούρα στις συναυλίες. Είχε την ικανότητα να συναρπάζει το κοινό με το εξαιρετικά δεξιοτεχνικό και εντυπωσιακό παίξιμό του, όπως έκανε στο βιολί το ίνδαλμά του, ο Νικολό Παγκανίνι.
Από το 1848 ως το 1861 έζησε μόνιμα στη Βαϊμάρη (όπου είχε διοριστεί αρχιμουσικός το 1844), μαζί με τη νέα σύντροφό του Καρολίνα Ιβανόφσκα, εν διαστάσει σύζυγο του Ρώσου πρίγκηπα Ζάιν-Βιτγκενστάιν. Καθώς από το 1847 είχε εγκαταλείψει την καριέρα του πιανίστα για να αφοσιωθεί στη σύνθεση, δραστηριοποιήθηκε πλέον ως αρχιμουσικός δίνοντας πολλές συναυλίες και παράλληλα οργάνωσε την καλλιτεχνική ζωή της πόλης και προσέφερε υποστήριξη σε πολλούς νέους συνθέτες, ένας από τους οποίους ήταν ο Ρίχαρντ Βάγκνερ, ο οποίος παντρεύτηκε την κόρη του Λιστ από την κόμισσα ντ΄ Αγκούλτ, Κόζιμα. Ο Λιστ διηύθυνε τις πρώτες εκτελέσεις έργων του Βάγκνερ, όπως τα Τανχόιζερ και Ιπτάμενος Ολλανδός. Άλλοι συνθέτες τους οποίους υποστήριξε ήταν οι Αλεξάντρ Μποροντίν,Καμίγ Σαιν-Σανς, Μπέντριχ Σμέτανα. Εκείνη την περίοδο ολοκλήρωσε και κάποια από τα σπουδαιότερα έργα του όπως τα δύο κοντσέρτα για πιάνο και ορχήστρα και τη σονάτα για πιάνο.
Το 1861 η σύντροφός του Καρολίνα πήγε στην Ιταλία για να ζητήσει από τον πάπα να εγκρίνει το διαζύγιό της με τον πρίγκηπα Ζάιν-Βιτγκενστάιν ώστε να παντρευτεί με τον συνθέτη. Ο Λιστ την ακολούθησε το 1862, για να εμπνευστεί και να γράψει θρησκευτική μουσική. Το ζευγάρι τελικά δεν παντρεύτηκε ποτέ, επειδή αρχικά το Βατικανό δεν έδινε την έγκριση και έπειτα επειδή μετά τον θάνατο του πρώην συζύγου της Καρολίνας η οικογένειά της είχε αντιρρήσεις. Ο συνθέτης τελικά εντάχθηκε στον ιερατικό κλάδο το 1865.
Το 1869 διορίστηκε σύμβουλος στη βασιλική αυλή της Ουγγαρίας και από τότε ζούσε εναλλάξ στη Ρώμη, στη Βαϊμάρη και τη Βουδαπέστη, ενώ παράλληλα έκανε περιοδείες. Το 1873 οι Ούγγροι τον ανακήρυξαν εθνικό ήρωα και το 1876 του ανέθεσαν τη διεύθυνση της Μουσικής Ακαδημίας της Βουδαπέστης.
Στις 21 Ιουλίου του 1886 έκανε την τελευταία του δημόσια εμφάνιση σε συναυλία στο Λουξεμβούργο. Έπειτα επισκέφθηκε όπως κάθε χρόνο το Φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ. Αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού και τελικά πέθανε λίγες μέρες μετά την άφιξή του στο Μπαϊρόιτ, στις 31 Ιουλίου.
Έργο
Το έργο του είναι πλούσιο: περιλαμβάνει έργα για ορχήστρα και για πιάνο, χορωδιακά και έργα για σόλο πιάνο. Τα τελευταία είναι και τα πιο δεξιοτεχνικά, αφού ο ίδιος, με την εκπληκτική τεχνική του, εκμεταλλεύτηκε όλες τις δυνατότητες του οργάνου. Στα έργα του εναλλάσσονται στιγμές υπερβολικής δεξιοτεχνίας με στιγμές λυρισμού και ποιητικότητας και εμφανίζονται πολλές αρμονικές και μορφολογικές καινοτομίες.
Καινοτομίες
Ενδεικτικά παραδείγματα των μορφολογικών καινοτομιών του είναι τα 2 κοντσέρτα για πιάνο και ορχήστρα και η σονάτα για πιάνο. Το πρώτο κοντσέρτο, σε μι ύφεση μείζονα, το επεξεργαζόταν από το 1830 αλλά παρουσίασε την τελική μορφή του το 1855. Δεν ακολουθεί την παραδοσιακή δομή του κοντσέρτου, αλλά τα μέρη του ουσιαστικά είναι ενιαία και επεξεργάζεται σ' αυτά το ίδιο θεματικό υλικό. Εξαιρετικά προκλητική για την εποχή ήταν η χρήση του τρίγωνου στο τρίτο μέρος. Το δεύτερο κοντσέρτο, σε λα μείζονα, το επεξεργαζόταν στο διάστημα 1839-1861. Ούτε αυτό ακολουθεί την παραδοσιακή δομή. Το ίδιο συμβαίνει και με τη σονάτα για πιάνο σε σι ελάσσονα, που ολοκληρώθηκε το 1853 και παρουσιάστηκε στο κοινό το 1858. Αυτά τα έργα αντιμετωπίστηκαν με δυσπιστία από τους κριτικούς και μόνο τον 20ο αι. καθιερώθηκαν στο πιανιστικό ρεπερτόριο.
Σε κάποια από τα τελευταία έργα του, όπως τα "Μεφίστο Βαλς", "Μακάβριο Τσάρντας" και "Ατονική Μπαγκατέλλα" υπάρχουν και στοιχεία μοντερνισμού.
Μια άλλη καινοτομία του είναι η επινόηση του "συμφωνικού ποιήματος", έργου "περιγραφικού" εμπνευσμένου από τη λογοτεχνία, τη ζωγραφική ή και προσωπικά βιώματα. Ο Λιστ συνέθεσε 13 συμφωνικά ποιήματα αλλά και σε άλλα έργα του θέλησε να αποδώσει εντυπώσεις και βιώματα.
Το πιο χαρακτηριστικό από αυτά είναι το σύνολο έργων για πιάνο "Χρόνια Προσκυνήματος", που διαιρείται σε τρια βιβλία: Ελβετία, Βενετία-Νάπολη και Ρώμη. Σε αυτά περιγράφει μουσικά τις εντυπώσεις του από την παραμονή του σε αυτά τα μέρη, με χαρακτηριστικούς τίτλους όπως Οι καμπάνες της Γενεύης, Τα συντριβάνια της Βίλα ντ' Έστε κ.α.
Έμπνευση από τη λογοτεχνία
Σε πολλές συνθέσεις του εμπνεύστηκε από λογοτεχνικά έργα. Τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι οι συμφωνίες του Φάουστ, της οποίας τα τρία μέρη έχουν τα ονόματα "Φάουστ", "Μαργαρίτα", "Μεφιστοφελής", από τους ήρωες του Γκαίτε και Δάντης, που είναι εμπνευσμένη από την Κόλαση του Δάντη, του αγαπημένου του συγγραφέα.
Άλλα έργα εμπνευσμένα από την ποίηση είναι οι 6 Consolations για πιάνο, σε ποίηση του Saint- Beuve, οι Θρησκευτικές και ποιητικές αρμονίες για πιάνο, σε ποίηση του Λαμαρτίνου, τα 3 Όνειρα Αγάπης, σε στίχους των Ludwich Uhland (1787-1862) και Ferdinand Freiligrath (1810-1876), τα Σονέτα του Πετράρχη από τη σειρά Χρόνια Προσκυνήματος.
Έμπνευση από την ουγγρική τσιγγάνικη και λαϊκή μουσική
Ο Λιστ αγαπούσε πολύ τη μουσική των τσιγγάνων της Ουγγαρίας, τη θεωρούσε συνδεδεμένη με τις αναμνήσεις κάθε Ούγγρου και τις ένδοξες μνήμες της πατρίδας του και βάσισε πολλά έργα του σε μελωδίες από λαϊκά τραγούδια και χορούς. Τα πιο διάσημα απ' αυτά είναι οι 19 Ουγγρικές Ραψωδίες για πιάνο, 6 από τις οποίες μεταγράφηκαν αργότερα για ορχήστρα. Άλλα έργα στα οποία επεξεργάζεται υλικό από λαϊκά τραγούδια είναι τα :Ιστορικά Ουγγρικά Πορτραίτα, 5 Ουγγρικά Λαϊκά Τραγούδια για πιάνο και το Ουγγρικό εμβατήριο επίθεσης.
Οι Σπουδές για πιάνο
Ο Λιστ θαύμαζε πολύ τον Νικολό Παγκανίνι για τη δεξιοτεχνία του μελετούσε πολύ (συχνά ως και 12 ώρες την ημέρα) για να βελτιώσει την τεχνική του και να μοιάσει στο ίνδαλμά του. Η εκπληκτική δεξιοτεχνία του αποτυπώνεται στις σπουδές για πιάνο που συνέθεσε, έργα πολύ πάρα πολύ απαιτητικά για τους πιανίστες της εποχής, ακόμα και στις δεύτερες, πιο απλοποιημένες εκδόσεις τους.
Οι σπουδές για πιάνο που συνέθεσε είναι οι εξής:
3 σπουδές κοντσέρτου με τίτλο Lamento, La leggierezza, Un sospiro (1848)
2 σπουδές κοντσέρτου με τίτλο Waldesrauschen, Gnomenreigen (1863)
Μεγάλη σπουδή σε 12 ασκήσεις, 1826 και 1837. Εξαιρετικής δυσκολίας για τους πιανίστες της εποχής.
12 Σπουδές υπερβατικής δεξιοτεχνίας (1852) :Είναι η απλοποιημένη μορφή της Μεγάλης Σπουδής, αυτή που παίζεται από τους περισσότερους πιανίστες σήμερα.
6 Σπουδές Παγκανίνι, βασισμένες στα Καπρίτσια για βιολί του Νικολό Παγκανίνι (πλην της La Campanella η οποία είναι βασισμένη στο Δεύτερο Κονσέρτο για βιολί, σε σι ελάσσονα).
Τα κυριότερα έργα
Για ορχήστρα
Συμφωνία "Φάουστ"
Συμφωνία "Δάντης"
Συμφωνικά ποιήματα (Πρελούδια, Τάσσος, Ορφέας, Προμηθέας, Μαζέππα κ.α.)
Για πιάνο και ορχήστρα
2 κοντσέρτα για πιάνο
Χορός των νεκρών
Φαντασία πάνω σε ουγγαρέζικους λαϊκούς σκοπούς
Θρησκευτική Μουσική
Missa choralis
Missa solemnis
Ουγγρική λειτουργία της στέψης
Requiem
Ο θρύλος της Αγίας Ελισάβετ, ορατόριο
Χριστός, ορατόριο
Για πιάνο
Χρόνια προσκυνήματος
Σπουδές Παγκανίνι
Υπερβατικές Σπουδές
Ουγγρικές Ραψωδίες
Σονάτα σε σι ελάσσονα
Πληροφορίες: el.wikipedia.org/wiki/Φραντς_Λιστ
Κατρίν Ντενέβ, Γαλλίδα ηθοποιός που έγινε γνωστή για ρόλους απόμακρων, μυστηριωδών γυναικών που ενσάρκωσε για διάφορους σκηνοθέτες
Κατρίν Ντενέβ
Η Κατρίν Ντενέβ είναι Γαλλίδα ηθοποιός που έγινε γνωστή για ρόλους απόμακρων, μυστηριωδών γυναικών που ενσάρκωσε για διάφορους σκηνοθέτες, μεταξύ των οποίων οι Λουίς Μπουνιουέλ και Ρόμαν Πολάνσκι.
Ήταν δεκατέσσερις φορές υποψήφια για τα Βραβεία Σεζάρ, κέρδισε δύο. (Catherine Deneuve, πραγματικό όνομα Κατρίν Φαμπιέν Ντορλεάκ, γεννημένη στις 22 Οκτωβρίου 1943)
Η Ντενέβ ήρθε για πρώτη φορά στο προσκήνιο το 1964 με την ταινία του Ζακ Ντεμύ Οι Ομπρέλες του Χερβούργου (Les Parapluies de Cherbourg), πριν γίνει σταρ του Πολάνσκι στην ταινία Αποστροφή (Repulsion) (1965) και του Μπουνιουέλ στις ταινίες Η Ωραία της Ημέρας (Belle de Jour) (1967) και Τριστάνα (Tristana) (1970).
Κέρδισε δύο Βραβεία Σεζάρ για την Καλύτερη Ηθοποιό για την ερμηνεία της στην ταινία του Φρανσουά Τρυφώ Το Τελευταίο Μετρό (Le Dernier Métro) (1980) και του Ρεζί Βαργκνιέ Ινδοκίνα (Indochine) (1992).
Ήταν επίσης υποψήφια για Όσκαρ Α' Γυναικείου Ρόλου για την ταινία Ινδοκίνα (Indochine) και για το Βραβείο Καλύτερου Ηθοποιού της Βρετανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου για την ταινία Belle de Jour.
Άλλες ταινίες της περιλαμβάνουν τις Αίμα και Πάθος (The Hunger) (1983), Κάτω από τα Φώτα της Πλατείας (Place Vendôme) (1998), Χορεύοντας στο Σκοτάδι (Dancer in the Dark) (2000) και 8 Γυναίκες (8 Femmes) (2002).
Το 2008 έκανε την εκατοστή της εμφάνιση στην ταινία Μια Νύχτα Χριστουγέννων (Un conte de Noël).
Βασίλης Φίλιας, ήταν Έλληνας κοινωνιολόγος και καθηγητής πανεπιστημίου
Βασίλης Φίλιας
Ο Βασίλης Φίλιας ήταν Έλληνας κοινωνιολόγος και καθηγητής πανεπιστημίου. (22 Οκτωβρίου 1927 - 13 Φεβρουαρίου 2018)
Γεννήθηκε στην Αθήνα και ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές σπουδές του στο 5ο Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών.
Στη διάρκεια της Κατοχής, ενώ ήταν μαθητής ακόμη, οργανώθηκε στην Ιερά Ταξιαρχία, οργανωτική αυτονόμηση πυρήνα της οργάνωσης της Πανελλήνιος Ένωσις Αγωνιζομένων Νέων.
Τον Οκτώβριο του 1944 συνελήφθη από τον ΕΛΑΣ αλλά απελευθερώθηκε σύντομα.
Το 1946 εισήχθη στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και το καλοκαίρι του 1949 επιστρατεύτηκε και επιλέχθηκε ως έφεδρος αξιωματικός.
Στις αρχές του 1953 έλαβε το πτυχίο της νομικής και μετέβη στο Βερολίνο όπου φοίτησε στη Σχολή Θεωρητικών Οικονομικών. Η διδακτορική εργασία που κατέθεσε στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου απορρίφθηκε και την υπέβαλε στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.
Θέμα της ήταν Η σχέση των κοινωνικά σημαντικών παραγόντων στην κοινωνιολογία του Μαξ Βέμπερ.
Το 1961 έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα και επέστρεψε στην Αθήνα όπου εργάστηκε αρχικά στον Οργανισμό Βιομηχανικής Αναπτύξεως στο τμήμα Βιομηχανικών έργων, αλλά παραιτήθηκε και ασχολήθηκε με τη δικηγορία.
Στα τέλη του 1962 εγγράφηκε ως ακροατής στο London School of Economics και εντάχθηκε στην εκδοτική ομάδα του περιοδικού Νέα Οικονομία. Ο Ευάγγελος Παπανούτσος τον κάλεσε να συνεργαστεί στον μορφωτικό σύλλογο Αθήναιον παραδίδοντας κύκλο μαθημάτων με τίτλο «Οικονομία και Κοινωνία».
Το 1964 ήταν ένας από τους συνιδρυτές του Ομίλου Παπαναστασίου και πρόεδρός του. Συνεργάστηκε ακόμα με τα περιοδικά Εποχές, Τεχνικά χρονικά και Αρχιτεκτονικά θέματα, ενώ συμμετείχε με την οικονομική στήλη της εφημερίδας Εβδομάδα.
Από το 1964 έως το 1967 ήταν γενικός γραμματέας στην Εταιρεία Προγραμματισμού, ενώ στο Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών ανέλαβε την Έρευνα Μετανάστευσης. Με το πραξικόπημα του 1967 ο Βασίλης Φίλιας οργάνωσε μαζί με άλλους διανοουμένους την αντιστασιακή οργάνωση Δημοκρατική Άμυνα.
Τον Ιούνιο του 1968 συνελήφθη από την Ασφάλεια και οδηγήθηκε στις Φυλακές Αβέρωφ. Τον Μάιο του 1969 δικάζεται από το Έκτακτο Στρατοδικείο σε κάθειρξη 18,5 ετών. Με την αμνηστία του 1973 αφέθηκε ελεύθερος.
Το 1974 διορίστηκε γενικός διευθυντής στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, όπου παρέμεινε επικεφαλής του κέντρου μέχρι το 1981. Το 1975 διορίστηκε εντεταλμένος υφηγητής Κοινωνιολογίας στην Πάντειο Ανώτατη Σχολή Πολιτικών Επιστημών και το 1977 εκλέχθηκε καθηγητής.
Τον Ιούνιο του 1975 διαγράφτηκε από μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΑΣΟΚ. Από το 1975 συνεργαζόταν με την Ελευθεροτυπία μέχρι το 1986 και συνεξέδιδε το περιοδικό Οικονομία και κοινωνία.
Από το 1977 δίδασκε στη Σχολή Ελευθέρων Σπουδών Εργαστήρι Δημοσιογραφίας.
Από το 1978 έως το 1987 έδινε διαλέξεις σε όλη την Ελλάδα στα πλαίσια του Ελεύθερου Ανοιχτού Πανεπιστημίου, θεσμού που σύστησε το Υπουργείο Παιδείας.
Το 1980 ο Υπουργός Υγείας Σπυρίδων Δοξιάδης του ανέθεσε τον συντονισμό της ομάδας μελέτης για την οργάνωση του Εθνικού Συστήματος Υγείας.
Το 1980 έως το 1981 διατέλεσε πρύτανης στην Πάντειο.
Από το 1982 διατέλεσε πρόεδρος του Εφορευτικού συμβουλίου της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδας. Διατέλεσε ακόμη πρόεδρος του Τμήματος Κοινωνιολογίας (1985-1989).
Στις εκλογές του 1985 συμμετείχε ως υποψήφιος συνεργαζόμενος με το ΚΚΕ σε μη εκλόγιμη θέση. Το φθινόπωρο του 1985 ίδρυσε μαζί με άλλους τον φορέα Λαϊκή Αγωνιστική Ενότητα.
Το 1986, διαφοροποιούμενος από την φιλοκυβερνητική γραμμή της Ελευθεροτυπίας, αποχώρησε και συνεργάστηκε ως σχολιογράφος στην εφημερίδα Πρώτη από 1986 έως το 1988, οπότε διέκοψε τη συνεργασία του με αυτήν και άρχισε τη συνεργασία του με την εφημερίδα Έθνος.
Στις εκλογές του Ιουνίου του 1989 συμμετείχε ως υποψήφιος του Συνασπισμού στη Β' Αθηνών.
Τον Ιούλιο του 1989 διορίστηκε πρόεδρος του Δ.Σ. της Ολυμπιακής Αεροπορίας μέχρι το τέλος του 1992.
Από το 1991 ήταν υπεύθυνος της ελληνικής έκδοσης του διεθνούς περιοδικού Ο Σοσιαλισμός του Μέλλοντος.
Ήταν νυμφευμένος από το 1967 με τη νομικό Ελένη Παπακωνσταντίνου.
Πέθανε στις 13 Φεβρουαρίου 2018.
Συγγραφικό έργο
Το Συνταγματικόν Δικαίωμα της Ελευθεροτυπίας και η κατά το άρθρον 367 Π.Κ. πρόσθετος προστασία, Αθήνα 1966
Το πρόβλημα του σχηματισμού παραγωγικού κεφαλαίου εις τας υπανάπτυκτους οικονομίας Αθήνα 1967
Προβλήματα κοινωνικού μετασχηματισμού, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1974
Μαξ Βέμπερ: Συστηματική Κοινωνιολογία και Μεθοδολογία,εκδ. Νέα Σύνορα, Αθήνα 1976
Εισαγωγή στη Μεθοδολογία και τις Τεχνικές των Κοινωνικών Ερευνών, Gutenberg,Αθήνα 1977
Κοινωνικά Συστήματα, Τόμος Α,εκδ. Νέα Σύνορα, Α. Λιβάνης,Αθήνα 1977
Κοινωνικά Συστήματα, Τόμος Β,εκδ. Νέα Σύνορα, Α. Λιβάνης, Αθήνα 1978
Όψεις της διατήρησης και της μεταβολής του κοινωνικού συστήματος, Τόμος Α,εκδ. Νέα Σύνορα,Αθήνα 1979
Όψεις της διατήρησης και της μεταβολής του κοινωνικού συστήματος, Τόμος Β εκδ. Νέα Σύνορα, Αθήνα 1980
Κοινωνιολογικές προσεγγίσεις,Σύγχρονη Εποχή,Αθήνα 1983
Κοινωνιολογία Γ’ Λυκείου,εκδ. Παπαζήσης, 1983
Αντιπαραθέσεις,Gutenberg,Αθήνα 1984
Κοινωνία και εξουσία στην Ελλάδα – Η νόθα αστικοποίηση 1800 - 1864,Gutenberg 1985
Οικονομική Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας, Τόμος Α,εκδ. Παπαζήσης, 1985
Οικονομική Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας, Τόμος Β,εκδ. Παπαζήσης, 1986
Δεκατέσσερα Δοκίμια Κοινωνιολογίας,εκδ. Μπουκουμάνη,Αθήνα 1991
Κοινωνικά Συστήματα στον 20ο αιώνα,Gutenberg,Αθήνα 1993
Κοινωνιολογία της Οικονομίας,Gutenberg,Αθήνα 1994
Κοινωνιολογία της Υπανάπτυξης,Σύγχρονη Εποχή,Αθήνα 1996
Αναφορές στην κοινωνική πραγματικότητα του τέλους του 20ου αιώνα, εκδ. Ι. Σιδέρη,Αθήνα 1996
Τα αξέχαστα και τα λησμονημένα,εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1997
Σύγχρονες Κοινωνικές Επιστήμες-Θεωρία και Πράξη: Προβληματισμοί και Επισημάνσεις εκδ. Ι. Σιδέρη,Αθήνα 1997
Σύγχρονες Κοινωνικές Επιστήμες-Θεωρία και Πράξη: Προβληματισμοί και Επισημάνσεις ΙΙ. Ι. Σιδέρη, Αθηνα 1998
Κοινωνιολογία του Πολιτισμού, Τόμος Α,εκδ. Παπαζήση,Αθήνα 2000
Κοινωνιολογία του Πολιτισμού, Τόμος Β,εκδ. Παπαζήση,Αθήνα 2001
Η λογιστική της παγκοσμιοποίησης και η λογική της ιστορικής εναντίωσης,εκδ. Κάκτος,Αθήνα 2001
Κοινωνιολογικές παρεμβάσεις,εκδ. Παπαζήση,Αθήνα 2002
Κοινωνιολογία του Πολιτισμού, Τόμος Γ, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2005
Ανεστραμμένα Είδωλα,εκδ. Παπαζήση,Αθήνα 2007
Συμβολή στον επαναπροσδιορισμό της ψυχολογίας ως επιστήμης του ανθρώπου,εκδ. Παπαζήση,Αθήνα 2008
Από την εξαχρείωση στην εξαθλίωση (1974-2012),εκδ. Προσκήνιο,Αθήνα 2012[29]
Κωνσταντίνος Δ. Περρίκος (1905-1943). Η Βιογραφία ενός Ήρωα (με Π. Βατάκη & Κ. Λαγό) εκδ. Μένανδρος, Αθήνα 2018.
Πληροφορίες: el.wikipedia.org/wiki/Βασίλης_Φίλιας
Γεώργιος Μαυρομιχάλης, ήταν Έλληνας Φιλικός, αγωνιστής του 1821 και ένας από τους δολοφόνους του Ιωάννη Καποδίστρια
Γεώργιος Μαυρομιχάλης
Ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης ήταν Έλληνας Φιλικός, αγωνιστής του 1821 και ένας από τους δολοφόνους του Ιωάννη Καποδίστρια. (1800 - 22 Οκτωβρίου 1831)
Γεννήθηκε στη Μάνη και ήταν ο τριτότοκος γιος του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Έζησε στην Κωνσταντινούπολη για μεγάλο διάστημα, καθώς είχε σταλεί εκεί ως όμηρος ως εγγύηση πίστης του πατέρα του προς το Σουλτάνο, όμως λίγο πριν το ξέσπασμα της επανάστασης δραπέτευσε στη Μάνη. Από το 1818 είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία.
Έλαβε μέρος σε διάφορες μάχες με κυριότερη τη μάχη των Δερβενακίων. Το 1822, ταξίδεψε μαζί με τον Παλαιών Πατρών Γερμανό στη Βερόνα της Ιταλίας.
Το 1825 αιχμαλωτίστηκε στο Νεόκαστρο από τον Ιμπραήμ, αλλά σύντομα αφέθηκε ελεύθερος υποσχόμενος την υποταγή της Μάνης, υπόσχεση την οποία φυσικά δεν τήρησε.
Αργότερα χρησιμοποιήθηκε από τον Καποδίστρια για να μεταβεί στο Ναύπλιο ο θείος του, Κατσής Μαυρομιχάλης, ο οποίος με την άφιξή του εκεί, φυλακίστηκε. Μετά από αυτό το γεγονός, αλλά και επειδή ο Καποδίστριας επιδίωκε να ελέγξει τα προνόμια των προυχόντων, ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης και όλη η σημαντική οικογένεια των Μαυρομιχαλαίων τάχτηκε δημόσια εναντίον του, με αποτέλεσμα να τεθεί υπό αστυνομική επιτήρηση.
Στις 27 Σεπτεμβρίου 1831 μαζί με το θείο του Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη και με την ανοχή των αστυνομικών που τον επιτηρούσαν, δολοφόνησε τον κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια έξω από την εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα στο Ναύπλιο, καρφώνοντάς του ένα μακρυμάνικο μαχαίρι στην καρδιά, ενώ ο θείος του πυροβόλησε τον Κυβερνήτη στο πίσω μέρος της κεφαλής του.
Έπειτα κατέφυγε στη γαλλική πρεσβεία, η οποία τον προστάτεψε από τον κόσμο που τον καταδίωκε, αλλά στη συνέχεια υποχρεώθηκε να τον παραδώσει στις Αρχές για να δικαστεί (ο θείος του, έπεσε νεκρός από τις πιστολιές της προσωπικής φρουράς και μετά διαμελίστηκε και ρίχτηκε στη θάλασσα από το έξαλλο πλήθος).
Καταδικάστηκε για την πράξη του και τουφεκίστηκε στις 9 Οκτωβρίου (22 Οκτωβρίου σύμφωνα με το Γρηγοριανό ημερολόγιο) στο Ιτς-Καλέ, παρουσία του πατέρα του, Πετρόμπεη, που ήταν εκεί φυλακισμένος από τον Καποδίστρια.
Πηγές: Σύγχρονος Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη, τόμος 17ος, σελ. 231 (1928).
Περισσότερα Άρθρα...
- Αρμάν Φερναντέζ, ήταν Αμερικανός γλύπτης, γαλλικής καταγωγής, με σπουδές σε αρχαιολογία και ανατολικές τέχνες
- Οράτιος Νέλσον, ήταν Βρετανός ναύαρχος του Βασιλικού Βρετανικού Ναυτικού, που αναδείχθηκε από τα επιτεύγματά του κατά την περίοδο των Ναπολεοντείων πολέμων, "θρύλος των θαλασσών"
- Χανς Άσπεργκερ, ήταν Αυστριακός παιδίατρος, το όνομα του οποίου δόθηκε στο σύνδρομο Άσπεργκερ
- Φρανσουά Τρυφώ, ήταν Γάλλος κριτικός, σκηνοθέτης, σεναριογράφος και ηθοποιός του κινηματογράφου, από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους του γαλλικού νέου κύματος