Άρθρα
Κωνσταντίνος Χρηστομάνος, ήταν Έλληνας θεατρικός συγγραφέας, μυθιστοριογράφος και ποιητής, καθώς και ο ιδρυτής της Νέας Σκηνής
Κωνσταντίνος Χρηστομάνος
Ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος ήταν Έλληνας θεατρικός συγγραφέας, μυθιστοριογράφος και ποιητής, καθώς και ο ιδρυτής της Νέας Σκηνής. (Αθήνα, 1867 - 1 Νοεμβρίου 1911)
Πέρασε αρκετά χρόνια στη Βιέννη, όπου έγινε δάσκαλος της Ελισάβετ της Βαυαρίας και στενός της φίλος. Έγραψε γι' αυτήν, "Το βιβλίο της Αυτοκράτειρας Ελισάβετ", το πιο γνωστό του έργο, όπου εξιστορούσε τη φιλία του με την Αυτοκράτειρα.
Μετά το θάνατό της, επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου δημιούργησε τον πρώτο σύγχρονο θεατρικό οργανισμό, τη Νέα Σκηνή, και συνέβαλε καίρια και ουσιαστικά στην ανανέωση της ελληνικής θεατρικής σκηνής και στον εκσυχρονισμό της. Κατά τη διάρκεια της οκτάχρονης παρουσίας της, ανέβασε τα σπουδαιότερα έργα του καιρού του και δίδαξε υποκριτική στους ηθοποιούς που αργότερα θα γίνονταν οι πιο σημαντικοί στο ελληνικό θέατρο.
Έγραψε, επίσης, το μυθιστόρημα Η κερένια κούκλα.
Η οικογένεια Χρηστομάνου καταγόταν από το Μελένικο της Μακεδονίας, στους πρόποδες του Ανατολικού Ορβήλου (που ενσωματώθηκε στη Βουλγαρία κατά τον Α' Βαλκανικό πόλεμο), με απώτερη καταγωγή από την Κατράνιτσα (Πύργοι) Εορδαίας.
Οι Χρηστομάνοι ήταν ιστορική οικογένεια της περιοχής που πλούτισε ασχολούμενη με το εμπόριο με τις γειτονικές χώρες και, κυρίως, με την Αυστροουγγαρία.
Ο πατέρας του, Αναστάσιος Χρηστομάνος (1841-1906), γεννημένος στη Βιέννη, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1862 και υπήρξε για πολλά χρόνια καθηγητής Χημείας στο Πανεπιστήμιο και στο Πολυτεχνείο της Αθήνας.
Η μητέρα του, Αθηνά Χρηστομάνου, ήταν κόρη του Βαυαρού αρχίατρου Λιντερμάγιερ και της Αθηνάς Μπενιζέλου, προερχόμενη έτσι από μια παλιά αριστοκρατική οικογένεια των Αθηνών.
Ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος γεννήθηκε στην Αθήνα, τον Αύγουστο του 1867.
Σε ηλικία 4 χρονών, το 1871 υπέστη ένα μοιραίο για την αρτιμέλεια και την γενικότερη υγεία του ατύχημα, καθώς έπεσε από τις σκάλες της ταράτσας -από αμέλεια της υπηρέτριας που τον πρόσεχε - και τραυματίστηκε στην σπονδυλική του στήλη. Οι γιατροί της Βιέννης, όπου τον μετέφεραν οι αναστατωμένοι γονείς του, πρότειναν ενός χρόνου ακινησία και γύψο γύρω από το μικρό κορμί του.
Αυτή η θεραπεία τελικά δεν έγινε και το παιδί μεγάλωσε υποφέροντας συνεχώς από πόνους και με μόνιμα κυρτωμένη (κύφωση) πλέον την σπονδυλική του στήλη.
Μεγάλωσε, θλιμμένος και αποτραβηγμένος, αντιμετωπίζοντας και την κοροϊδία των συμμαθητών του, που τον φώναζαν “καμπούρη”.
Τελικά, εγκατέλειψε το σχολείο και μορφώθηκε με δασκάλους στο σπίτι του.
Ήταν ευφυέστατος και σε ηλικία 17 χρόνων μιλούσε ήδη αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά.
Τελείωσε το Γυμνάσιο και το 1884 γράφτηκε στην ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Αυτή την περίοδο γράφει και εκδίδει την πρώτη του μελέτη, Γενεαλογικά μελετήματα: το γένος Λίμποβα, όπου καταγράφει το γενεαλογικό του δέντρο.
Τα χρόνια της Βιέννης
Το 1888, -εγκαταλείποντας την ιατρική- φεύγει μαζί με τον αδελφό του Αντώνη για την Βιέννη, και εγγράφεται στην εκεί Φιλοσοφική σχολή. Το 1891 αποφοιτά από το Πανεπιστήμιο του Ίνσμπρουκ με το πτυχίο του διδάκτορα , ενώ συγχρόνως γίνεται δάσκαλος των Ελληνικών της αυτοκράτειρας Ελισάβετ.
Ο μεταφραστής του στα γαλλικά Μωρίς Μπαρρές έγραψε -με ποιητική διάθεση- γι' αυτήν τη συνάντηση:
...ήταν ένας νέος Αθηναίος φοιτητής που μελετούσε όλην την ημέρα ίσα μ' αργά το απόβραδο σε μια μελαγχολική πολυκατοικία κάποιου προάστειου της Βιέννης.
Μονάχος εκεί που ξεφύλλιζε λατινικά κείμενα για τη διδακτορική του διατριβή, ονειρευόταν και κάποτε κι αναστέναζε. Όταν έπεφτε το βράδυ, ένα κοτσύφι ερχόταν και ακουμπούσε στην αντικρινή στέγη κι ετραγουδούσε, τραγουδούσε ως που το σκοτάδι έσβυνε το μικρούλι του σχήμα και τη γλυκόλαλη φωνούλα του. Και να που μια φορά της κατέβηκε της Αυτοκρατόρισσας να μάθει ελληνικά και θέλησε έναν νέο Έλληνα να την ακολουθάη στους περιπάτους της. Της είπαν τότε για το φοιτητή. Κι εκείνη έστειλε αμέσως μια χρυσή καρότσα και τον πήρε στο παλάτι της...
Το 1895 όταν παίρνει την αυστριακή υπηκοότητα αναγορεύεται -με τη μεσολάβηση της Αυτοκράτειρας- Βαρώνος και Ιππότης του Τάγματος Φραγκίσκου Ιωσήφ. Το 1895 επίσης εκλέχθηκε λέκτορας στη Φιλοσοφική Σχολή της Βιέννης και καθηγητής Νέων Ελληνικών στο Ινστιτούτο Ανατολικών Γλωσσών. Κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του κοντά στην αυτοκράτειρα, δημοσιογραφούσε τακτικά στην μεγαλύτερη εφημερίδα της Βιέννης, την “Neue Freie Presse”.
Το 1898 κυκλοφόρησε στη Βιέννη και στα γερμανικά Το βιβλίο της αυτοκράτειρας Ελισάβετ - Φύλλα Ημερολογίου. Η βασιλική Αυλή όμως, που δεν επιθυμούσε καθόλου να γίνει γνωστό οτιδήποτε από το βασιλικό περιβάλλον στο ευρύτερο κοινό, δυσαρεστήθηκε μαζί του. Η αυστριακή λογοκρισία απαγόρευσε την κυκλοφορία του βιβλίου,η εφημερίδα διέκοψε τη συνεργασία μαζί του, και του υπέδειξαν οτι δεν ήταν πια ευπρόσδεκτος στη χώρα τους. Στις αρχές του 1901 ύστερα από περιπλάνηση στην φιλολογική και θεατρική Ευρώπη εγκαθίσταται οριστικά στην Αθήνα.
Η επιστροφή στην Αθήνα και η Νέα Σκηνή
Στην Αθήνα θα γίνει ιδρυτής του θιάσου Νέα Σκηνή και θα επηρεάσει βαθιά την εξέλιξη του νεοελληνικού θεάτρου εισάγοντας για πρώτη φορά την έννοια του σκηνοθέτη (παράλληλα με τον Θωμά Οικονόμου του Βασιλικού Θεάτρου). Αναφέρεται μάλιστα ότι το πρακτικό της ίδρυσης της Νέας Σκηνής διαβάστηκε από τον ίδιο στο Θέατρο του Διονύσου την 27η Φεβρουαρίου του 1901 μπροστά σε επιφανείς λογοτέχνες -μεταξύ των οποίων διακρίνουμε τους Κωστή Παλαμά, Παύλο Νιρβάνα και Γρηγόριο Ξενόπουλο- που το προσυπέγραψαν.
Ο Χρηστομάνος για τα επόμενα χρόνια θα αφιερωθεί ψυχή τε και σώματι, στο θέατρό του. Θα δώσει τις ώρες του, την υγεία του, την περιουσία του για το θέατρο. Θα γίνει ο σκηνοθέτης, ο σκηνογράφος, ο υποβολέας, ο ηθοποιός, ο θεατρώνης και θα καταφέρει τελικά, με την ακούραστη ιδιοσυγκρασία του, να δώσει θαυμάσιες παραστάσεις σε έργα του σύγχρονου δραματολογίου του καιρού του και θα εξοβελίσει τελειωτικά την καθαρεύουσα, τον ακατάσχετο λυρισμό, το φτιαχτό και υπερβολικό στον τρόπο παιξίματος των ηθοποιών για να δώσει τη θέση τους, στον ρεαλισμό , που ήταν το ζητούμενο του καιρού του.
Η Νέα σκηνή θα αποτελέσει εφαλτήριο για μία νέα γενιά ηθοποιών (Μήτσος Μυράτ, Τηλέμαχος Λεπενιώτης, Άγγελος Χρυσομάλης, Θεώνη Δρακοπούλου -ακόμα και ο ποιητής Άγγελος Σικελιανός με την αδελφή του Ελένη Πασαγιάννη) με πρωταγωνίστρια τη μεγάλη Κυβέλη, που θα αποτελέσει τη νέα μούσα του Χρηστομάνου. Το ρεπερτόριό του περιλαμβάνει Ίψεν, Τολστόι, Τουργκένιεφ, Ανρί Μπεκ (τους οποίους μεταφράζει ο ίδιος) τους έλληνες Κορομηλά, Άννινο, Καμπύση, Ξενόπουλο κ.α. Επίσης μεταφράζει και παρουσιάζει για πρώτη φορά τους αρχαίους τραγικούς στη δημοτική (Άλκηστις, Αντιγόνη).
Η Νέα Σκηνή, όμως, δεν ήταν κερδοφόρα. Το πολύ κοινό, που μπορούσε να συντηρεί παραστάσεις, δεν ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για το εκλεκτό μεν, δύσκολο δε, δραματολόγιο. Έτσι, θα αναγκαστεί το 1906, να σταματήσει τη λειτουργία της.
Θα ασχοληθεί πλέον μόνο με το γράψιμο.
Τελευταία χρόνια
Το 1908 έγραψε τα “Τρία φιλιά” δραματικό τρίπρακτο έργο. Το έργο πρωτοπαρουσιάστηκε την ίδια χρονιά από τους διαδόχους του στη Νέα Σκηνή, αλλά ήταν αποτυχία. Επιτυχία έγινε αργότερα, όταν το έπαιξε η Μαρίκα Κοτοπούλη ...που ζωντάνεψε τον κύριο ρόλο με όλη τη δύναμη του ώριμου πια ταλέντου της και δόνησε τη φορτική αλλά και μελωδική του φρασεολογία με τη θέρμη της συναρπαστικής και γοητευτικής της φωνής.
Τον ίδιο χρόνο έγραψε και την Κερένια κούκλα.
Το 1909 έγραψε την τρίπρακτη αθηναϊκή ηθογραφία Κοντορεβυθούλης που ανέβηκε και αυτή απο το θίασο της Κοτοπούλη. Η κωμωδία θεωρήθηκε πορνογραφική για τα δεδομένα της εποχής και «μαξιλαρώθηκε» άγρια. Έτσι, από τότε ο Χρηστομάνος εξαφανίστηκε εντελώς από την αθηναϊκή ζωή.
Η κατάθλιψη, μόνιμη σύντροφος της ζωής του, ξαναεμφανίστηκε, πιο δυνατή αυτή τη φορά.
Σχετικά γράφει η εφημερίδα Εστία της Τετάρτης 2 Νοεμβρίου 1911:
...Εσυνήθιζε τόσο συχνά να λέγει ότι είναι πεθαμένος, ησθάνετο τόσον τραγικήν ευχαρίστησιν να θεωρεί τον εαυτόν του προ καιρού νεκρόν, ώστε χθές, όταν διεδόθη αργά τη νύκτα ότι απέθανεν, οι πρώτοι που το έμαθαν εδέχθησαν την είδησιν με δυσπιστία.
Και όμως ο Χρηστομάνος είχε δίκαιον.
Άν περιεφέρετο ακόμη κάποτε εις τους δρόμους και να από τα βάθη ενός μονίππου διεκρίνετο σπανιώτατα η μυτερή μορφή, με τα ίχνη του πόνου τυπωμένα πάνω της, το βέβαιον είνε, ότι ο Χρηστομάνος είχεν αποθάνη αφ' ότου απεσύρθη από όλα, παρητήθη από παντού, κατεδίκασεν τον εαυτόν εις αποχήν, επήγε να μονάση εις κάποιον σπιτάκι των Πατησίων. Ο άνθρωπος των μεγάλων ιδανικών, της τολμηράς πρωτοβουλίας, της ακροτάτης επιμονής από του συνόλου μέχρις των ελαχίστων λεπτομερειών, ο άνθρωπος των ολίγων σπιθαμών, που εγίνετο γίγας όταν ήθελε να δράση και να επιτύχη, δεν εζούσε πλέον από τη στιγμήν που δεν ήθελε να επιτύχη, που δεν επεθύμει να επιτύχει.
Αν λοιπόν σήμερα, κηδεύομεν ένα σώμα άψυχον, η ψυχή είχε κηδευθή προ πολλού. Την εκήδευσεν ο ίδιος, μόνος του, χωρίς παράπονο, χωρίς διαμαρτυρίαν...
Πέθανε -από καρδιακό πρόβλημα- την 1η Νοέμβρη του 1911, και κηδεύτηκε στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών.
Απήχηση
Ο βίος του Χρηστομάνου αντιμετωπίζεται συχνά σαν μία ακόμα δοξαστική λεπτομέρεια του μύθου της αυτοκράτειρας Ελισάβετ και περιβάλλεται από το ρομαντικό παραμύθι, όπου ο ευγενής και χτυπημένος από τη μοίρα καμπούρης ερωτεύεται παθιασμένα αλλά πλατωνικά την απρόσιτη βασίλισσά του.
Στην πραγματικότητα ο Χρηστομάνος υπήρξε ο πρώτος Έλληνας που είχε ευρωπαϊκή εκδοτική επιτυχία (με το πολυμεταφρασμένο "Tagebucher"), ενώ θεωρείται ο κατεξοχήν πρωτεργάτης του νεοελληνικού θεάτρου. Η προσπάθεια που έκανε με τη Νέα Σκηνή μνημονεύεται μέχρι τις μέρες μας ως η εκσυγχρονιστική στροφή του θεάτρου μας και η βάση της θεατρικής παιδείας του τόπου. Η γενικότερη συνεισφορά του στο ελληνικό θέατρο παραμένει ανεκτίμητη.
Το μυθιστόρημά του Κερένια κούκλα θα γίνει ταινία το 1916 από τον Μιχάλη Γλητσό (η πρώτη μεταφορά ελληνικού λογοτεχνικού έργου στον κινηματογράφο με πρωταγωνίστρια τη Βιργινία Διαμάντη) και αργότερα σειρά στην ελληνική τηλεόραση. Το 1987 την Κερένια κούκλα διασκεύασε τηλεοπτικά ο συγγραφέας Γιάννης Κανδήλας και παρουσιάστηκε στη ΕΤ-2.
Η προσωπικότητα του Χρηστομάνου και το έργο του συνεχίζουν να προκαλούν ακόμα και σήμερα το ενδιαφέρον λογοτεχνών και ανθρώπων του θεάτρου.
Εργογραφία
1887 Το γένος Λίμποβα, γενεαλογική μελέτη
1889-1892 Ιστοριοδιφικαί, αθηναιογραφικαί ανακοινώσεις και επιστολές
1896 Ορφικά τραγούδια ποίηση (γερμανικά) Βιέννη
1898 Η σταχτιά γυναίκα (γερμανικά) ονειρόδραμα, Βιέννη
1898 Το βιβλίο της Αυτοκράτειρας Ελισάβετ- φύλλα ημερολογίου (γερμανικά) Βιέννη – 1908 (ελληνικά) έκδ.«Φέξη», Αθήναι
1889-1896 άρθρα στη γερμανική εφημερίδα Neue Freie Presse
1901 Η Νέα Σκηνή, Η εισήγησή του - δική του έκδοση
1909 Τα τρία φιλιά, τραγική σονάτα σε τρία μέρη, θέατρο
1911 Η κερένια κούκλα μυθιστόρημα εκδ. «Φέξη» 1911
1931 Τρία ανέκδοτα γράμματα, περιοδικό «Νέα Εστία»
1934 Σοφοκλέους Αντιγόνη (μετάφραση) περιοδικό «Έρευνα», Αλεξάνδρεια
Βιβλιογραφία
Ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος και η εποχή του. 130 χρόνια από τη γέννησή του, Αθήνα, 'Ιδρυμα Γουλανδρή/Χορν-Αιωρία, 1999, ISBN 960-7079-71-Χ
Ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος ως δραματογράφος, Βάλτερ Πούχνερ, εκδόσεις Καστανιώτη,1998, ISBN 960-03-1956-1
Ο θείος Κώστας. Η ζωή και το έργο του Κ.Χρηστομάνου, της Μυρτώς Νίλσεν-Γεωργίου, εκδόσεις Καστανιώτη
Επιπλέον υλικό
"Κωνσταντίνος Χρηστομάνος: Έβαλε το ελληνικό θέατρο στον 20ό αιώνα", του Δ.Σπάθη,τα Νέα, 3/11/99
Πληροφορίες από το ΕΚΕΒΙ
"100 χρόνια μεταφραστικού έπους" του Κ. Γεωργουσόπουλου, τα Νέα,10/3/01
"Δύο εστέτ", κριτική του Κ. Γεωργουσόπουλου για παράσταση της Κερένιας κούκλας, τα Νέα,9/6/97
"Η αυλαία πέφτει" του Ανδρέα Στάικου, Αθήνα, Άγρα, 1999, ISBN 960-325-293-Χ (Θεατρικό έργο με ήρωες τον Χρηστομάνο και την αυτοκράτειρα Ελισσάβετ)
Nuvola apps kaboodle.png Κωνσταντίνος Χρηστομάνος (Αρχείο ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ)
Πληροφορίες: el.wikipedia.org/wiki/Κωνσταντίνος_Χρηστομάνος
Παντελής Χορν, υπήρξε θεατρικός συγγραφέας σημαντικών έργων του ελληνικού δραματολογίου του 20ού αιώνα και αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού και του Λιμενικού Σώματος
Παντελής Χορν
Ο Παντελής Χορν υπήρξε θεατρικός συγγραφέας σημαντικών έργων του ελληνικού δραματολογίου του 20ού αιώνα και αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού και του Λιμενικού Σώματος. (1 Ιανουαρίου 1881 – 1 Νοεμβρίου 1941)
Ο θεατρολόγος Βάλτερ Πούχνερ τον χαρακτήρισε πρωτεργάτη του νεοελληνικού θεάτρου του 20ού αιώνα. Μαζί με τον Γρηγόριο Ξενόπουλο και τον Σπύρο Μελά θεωρούνται οι αξιολογότεροι θεατρικοί συγγραφείς του πρώτου μισού του 20ού αιώνα.
Έχει γράψει πάνω από 30 θεατρικά έργα – αν και δεν σώζονται παρά μόνο 12 πολύπρακτα και 4 μονόπρακτά του- γνωστότερα των οποίων είναι «Οι Πετροχάρηδες», «Το φιντανάκι», «Το Μελτεμάκι», «Ο Σέντζας», έργα τα οποία παίζονται και μέχρι σήμερα. Τα έργα του ανέβασαν οι σημαντικότεροι θίασοι και ηθοποιοί, όπως ο Βασίλης Αργυρόπουλος, ο Αιμίλιος Βεάκης, η Μαρίκα Κοτοπούλη και φυσικά η Κυβέλη, με την οποία τους συνέδεε και βαθιά πολύχρονη φιλία.
Συνεργάστηκε επίσης με τις μεγαλύτερες ελληνικές εφημερίδες της εποχής του ως χρονογράφος, και σποραδικά ως θεατρικός κριτικός.
Τα σωζόμενα έργα του, συγκεντρώθηκαν σε πέντε τόμους και εκδόθηκαν από το ίδρυμα “Γουλανδρή-Χορν”.
Ήταν πατέρας του εκδότη Γιάννη Χορν και του ηθοποιού Δημήτρη Χορν.
Εργοβιογραφία
Το ξεκίνημα
Γεννήθηκε στην Τεργέστη της Ιταλίας από τον Γερμανοεβραϊκής καταγωγής χρηματιστή Δημήτριο Χορν και την Σταματίνα Κουντουριώτη της γνωστής εφοπλιστικής οικογενείας της Ύδρας.
Ήταν δηλαδή εγγονός του Παντελή Κουντουριώτη, δισέγγονος του Λάζαρου Κουντουριώτη και ανιψιός του Παύλου Κουντουριώτη (δεύτερος εξάδελφος της μητέρας του), πρώτου Προέδρου της πρώτης ελληνικής Δημοκρατίας.
Είχε επίσης έναν αδερφό, τον Λάζαρο Χορν. Η οικογένεια εγκαθίσταται οριστικά στην Ελλάδα το 1888 (ή 1889).
Ακολουθώντας την ναυτική παράδοση της μητρικής οικογένειας, τον Οκτώβρη του 1895 εγγράφεται στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων.
Το 1899 αποφοιτά από την σχολή με τον βαθμό του Σημαιοφόρου.
Υπηρετεί στο εύδρομο «Ναύαρχος Μιαούλης» ενώ, το 1900 υπηρετεί στα θωρηκτά «Σπέτσαι» και «Ψαρά».
Από το 1901 μέχρι το 1907 που τοποθετείται στο Κεντρικό Προγυμναστήριο του Πόρου, υπηρετεί στους ατμομυοδρόμωνες «Αλφειό», «Ευρώτα» και «Πηνειό», στην ατμοημιολία «Αφρόεσσα» και στα θωρηκτά «Ύδρα» και «Σπέτσαι».
Το 1905 προάγεται σε Ανθυποπλοίαρχο.
Ωστόσο αυτό που αγαπούσε να κάνει ήταν άλλο.
Γράφει ο ίδιος χαρακτηριστικά :Εκεί λοιπόν που λαχταρούσα την αγκαλιά της Μελπομένης, ο Ποσειδών με κρατούσε αιχμάλωτο και δεν με άφηνε να κάνω βήμα. Όργωνα τη θάλασσα με τον “Πηνειό” και μέσα στις τρικυμίες της συλλογιζόμουν την «Τρικυμία» του Σαίξπηρ. Ήρθαν στιγμές που απογοητεύτηκα. Ήθελα την ελευθερία μου. Ξαπλωμένος στην κουκέτα μου, ονειρευόμουν θεατρικά παρασκήνια.
Το 1905, σε ηλικία 24 ετών, αρχίζει να συνεργάζεται με το φιλολογικό περιοδικό «Ο Νουμάς».
Εδώ θα γράψει μια παρουσίαση στο έργο του Ίψεν «Η κυρά της θάλασσας», ενόψει του ανεβάσματός του από τον θίασο του Θωμά Οικονόμου, και θα δημοσιεύσει και τα δύο πρώτα θεατρικά του έργα, τον «Ξένο» και «Το Ανεχτίμητο».
«Ο Ξένος» είναι ένα σύντομο (μονόπρακτο) συμβολικό δράμα γραμμένο στη δημοτική, το οποίο δεν έχει παιχτεί ποτέ.
«Το Ανεχτίμητο» - πάνω στο μύθο του Γεφυριού της Άρταςτο οποίο πρωτο-εκδόθηκε από τις εκδόσεις του Νουμά, - αφιερωμένο στον Ψυχάρη (φανατικός οπαδός του οποίου ήταν ο Χορν)-το φθινόπωρο του 1906, τράβηξε την προσοχή των φιλολογικών κύκλων της εποχής, τόσο με θετικό όσο και με αρνητικό τρόπο.
Οι δημοτικιστές το επαινούν, οι καθαρευουσιάνοι, με προεξάρχουσα όλων την εφημερίδα «Αθήναι», του Γεώργιου Πωπ, το κατακεραυνώνουν. «...[έργο] γραμμένον εις την φρικαλεωτέραν δημοτικήν και παρουσιάζον μακράς σκηνάς χυδαιολογικής αισχρολογίας».
Οι κατηγορίες αυτές οδηγουν σε καταγγελία του συγγραφέα στο Υπουργείο Ναυτικών όπου με την κατηγορία της προσβολής των ηθών παραπέμπεται από τον τότε υπουργο Ναυτικών, Κωνσταντίνο Τρικούπη στο Ναυτοδικείο.
Τελικά αθώωθηκε και απαλλάχθηκε με βούλευμα. Ούτε αυτό το έργο παραστάθηκε ποτέ.
"Οι Πετροχάρηδες" - θεατρικές αποτυχίες
Το 1908 τον βρίσκει να υπηρετεί στο αντιτορπιλικό «Θύελλα», ενώ τους επόμενους μήνες υπηρετεί στο αντιτορπιλικό «Νίκη» και πάλι στο θωρηκτό «Σπέτσαι». Τον ίδιο χρόνο γράφει την πρώτο του έργο που ανέβηκε στο θέατρο, τους «Πετροχάρηδες», που έγινε μεγάλη καλλιτεχνική επιτυχία. Το έργο, που το υπέγραψε με το ψευδώνυμο «Σ. Χαρλής», ανέβηκε στις 3 και 4 Ιουλίου του 1908 στο θέατρο Συντάγματος, από τον θίασο της Ροζαλίας Νίκα, σε σκηνοθεσία του Θωμά Οικονόμου και με τον Εδμόνδο Φυρστ στον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Ύστερα από περίπου σαράντα μέρες, θα ανέβει στη σκηνή - διατηρώντας ακόμα το ψεύδωνυμό του- και το επόμενο έργο του, το μονόπρακτο «Το τίμιο σπίτι».
Το έργο ανέβηκε στο θέατρο της Νέας Σκηνής στην Ομόνοια, στις 8 Αυγούστου του 1908 με πρωταγωνιστή τον Μήτσο Μυράτ, ενώ βασικό ρόλο κράτησε και η Μαρίκα Κοτοπούλη.
Το έργο ήταν αποτυχία, το θέμα δεν άρεσε στο κοινό που συνήθως παρακολουθούσε τις παραστάσεις της Νέας Σκηνής, και σύμφωνα με τους κριτικούς, το παίξιμο των ηθοποιών ήταν άτονο.
Την 1η Ιουλίου του 1909 ο Χορν θα παντρευτεί την Ευτέρπη Αποστολίδου ενώ 20 μέρες αργότερα και συγκεκριμένα στις 20 Ιουλίου του 1909 θα δεί ένα ακόμα έργο του να ανεβαίνει στο θέατρο.
Πρόκειται για την «Μελάχρα», δράμα που ανέβηκε για μία μόνο παράσταση από τον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη, με την ίδια στον επώνυμο ρόλο.
Εκείνον τον Αύγουστο του 1909, εκδηλώνεται και το Κίνημα στο Γουδί, από τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο. Ο Χορν, φιλικά προσκείμενος στον Σύνδεσμο είχε προσυπογράψει τα πρωτόκολλα τιμής του, αλλά δεν έχουμε πληροφορίες για το αν συμμετείχε έμπρακτα στο Κίνημα. Το 1910 θα προαχθεί σε Υποπλοίαρχο.
Στο θεατρικό σανίδι παρουσιάζεται ο μικρός μονόλογός του «Μες στο σκοτάδι», τον οποίο ερμήνευσε ο Ευτύχιος Βονασέρας, στο θέατρο Πανελλήνιον, στις 31 Ιανουαρίου του 1910.
Το 1910 επίσης, ο Χορν συμμετέχει στον «Α' Αβερώφειο διαγωνισμό» θεατρικών έργων, με το τρίπρακτο δράμα του, «Ο άνθρωπός μας». Το έργο δεν διακρίθηκε στον διαγωνισμό, παρόλα αυτά όμως παραστάθηκε στο θέατρο «Βαριετέ», από τον θίασο Κυβέλης-Σαγιώρ, στις 21 και 22 Ιούνη του 1910. Ούτε εκεί είχε επιτυχία, γι' αυτό και ο συγγραφέας δεν έκανε κανέναν κόπο να διατηρήσει το κείμενο, και έτσι το έργο έχει κατά το μεγαλύτερο μέρος του χαθεί.
Τον Ιούλιο του ίδιου καλοκαιριού, ο Χορν θα δώσει δύο έργα του, στον σχετικά άγνωστο θίασο της εποχής του, της Βασιλείας Στεφάνου, το μονόπρακτο «Η Βασίλω του Χαρεντά», και το τρίπρακτο «Το κρίμα της μάνας», που ο θίασος ανέβασε στις 1 και 2 Ιουλίου στο απόμερο θέατρο «Νεαπόλεως», στην ίδια παράσταση. Ούτε αυτά τα δύο έργα, είχαν καμμιά επιτυχία, αγνοήθηκαν από κοινό και κριτικούς και μάλιστα έχουν και αυτά τα χειρόγραφα χαθεί.
Το 1911 θα γεννηθεί ο πρώτος του γιός, ο Γιάννης. Η υπηρεσία του τον στέλνει εκπαιδευτικό ταξίδι στη Γαλλία, για να ειδικευθεί στις τορπίλες. Θα παραμείνει στο Παρίσι μέχρι το 1912.
Εκεί θα έρθει σε επαφή με τον πνευματικό κόσμο της Γαλλίας αλλά και με Έλληνες λογίους και θα αποφασίσει να εγκαταλείψει την στρατιωτική του καριέρα για χάρη της τέχνης. Υποβάλλει αίτηση παραίτησης από το βαθμό και τη θέση του, η οποία γίνεται δεκτή τον Αύγουστο του 1911.
Θα συνεχίσει την παραμονή του στο Παρίσι ενώ τον χειμώνα του ίδιου έτους θα ανεβεί στο Δημοτικό θέατρο του Βόλου, από τον θίασο της Κυβέλης, το τετράπρακτο δράμα του, «Οι νικημένοι».
Ύστερα από ένα μήνα περίπου το έργο θα ανέβει και στην Αθήνα, και πάλι από την Κυβέλη, στο Βασιλικό θέατρο. Και αυτό πέρασε απαρατήρητο, και πλέον χαμένο.
Ενώ βρισκόταν στο Παρίσι, στέλνει το καλοκαίρι του 1912, στην συνεργάτιδα κα φίλη του πλέον, Κυβέλη, το μονόπρακτο δράμα του, «Φιορέλα». Με αυτό το έργο συμμετέχει στον «Β' Αβερώφειο διαγωνισμό», αφού η Κυβέλη το παρουσιάζει στο θέατρο της, στις 12 Αυγούστου.
Στο έργο εμφανίζεται πρώτη φορά, μωρό, η κόρη της Κυβέλης και μετέπειτα ηθοποιός Μιράντα Μυράτ, ενώ πρωταγωνίστρια είναι η Κυβέλη. Το έργο είχε κακή υποδοχή από το κοινό, ενώ άρεσε στους κριτικούς, όμως δεν ξαναπαίχθηκε ποτέ, αφού κα αυτό το κείμενο ήταν χαμένο (το έργο βρέθηκε τελικά γύρω στα 1990, στο αρχείο του Παντελή Χορν, που διατήρησε ο γιός του, Δημήτρης).
Το Σεπτέμβρη του 1912 και όταν βρισκόταν ακόμα στο Παρίσι, ανακαλείται στην ενεργό υπηρεσία λόγω της συμμετοχής της Ελλάδας στον Βαλκανικό πόλεμο. Διορίζεται αρχηγός λόχου στο ναυτικό άγημα και τον Οκτώβρη του 1912 κατόπιν διαταγής του αρχηγού του στόλου και θείου του Παύλου Κουντουριώτη καταλαμβάνει την νήσο Ίμβρο, της οποίας γίνεται διοικητής για λίγο καιρό. Για τις εξαιρετικές υπηρεσίες που προσέφερε, τον Ιούνιο του 1913 θα προβιβαστεί σε Πλωτάρχη.
Την ίδια χρονιά, το 1913, θα γεννηθεί το δεύτερο παιδί του, η κόρη του Ματίνα. Δυστυχώς, σε έξι χρόνια, το 1919, το μικρό κορίτσι θα πεθάνει.
Με το τέλος των Βαλκανικών πολέμων το 1913, επανέρχεται σε κατάσταση εφεδρείας.
Το 1915 θα εγκαινιάσει την συνεργασία του με τις εφημερίδες, δημοσιεύοντας στο «Έθνος».
Τρία έργα του θα δουν το φώς της σκηνής αυτήν τη χρονιά: Η «Παναγία η κατηφορίτισσα»- τρίπρακτο δράμα - πού παίχτηκε στο θέατρο Κοτοπούλη από τις 22 έως τις 26 Απρίλη του 1915, γνωρίζοντας μεγάλη επιτυχία. Στο έργο πρωταγωνίστησαν ο Αιμίλιος Βεάκης και η Μαρίκα Κοτοπούλη.
Το έργο που ήταν η συμμετοχή του Χορν στον «Γ' Αβερώφειο διαγωνισμό», και που κριτικοί και κοινό βρήκαν εξαιρετικό, δεν σώζεται. Επόμενο, οι «Φλόγες», πατριωτικό δράμα τριών πράξεων, που ανεβαίνει από τις 23 ως τις 27 Μάη του 1915 στο θέατρο Συντάγματος από τον θίασο Ροζάν-Γαβριηλίδη-Ιακωβίδη.
Στο έργο πρωταγωνιστούσαν η Μερόπη Ροζάν, ο Περικλής Γαβριηλίδης και άλλοι (άγνωστοι σήμερα) ηθοποιοί. Και αυτό το κείμενο έχει χαθεί.
Και τελευταίο για το 1915, «Η κερένια κούκλα». Το έργο αποτελεί τη θεατρική διασκευή του γνωστού ομώνυμου μυθιστορήματος -«Η κερένια κούκλα» του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου, πνευματική φυσιογνωμία που ο Χορν θαύμαζε απεριόριστα. Ανέβηκε στις 14 και 15 Ιούλη του 1915 από τον θίασο της Κυβέλης, και ήταν το καλλιτεχνικό γεγονός της χρονιάς. Τους πρωταγωνιστικούς ρόλους κρατούσαν η Κυβέλη, η Βάσω Δημοπούλου και ο Νικόλαος Ροζάν.
Το 1915, ιδιαίτερα παραγωγική χρονιά για τον συγγραφέα, θα γράψει επίσης το τρίπρακτο δράμα «Η πλημμύρα». Το έργο δεν παίχτηκε ποτέ και μάλιστα ήταν άγνωστο μέχρι τη δεκαετία του 1990.
Το φθινόπωρο του 1915, με το ξέσπασμα του Α' Παγκοσμίου πολέμου, ανακαλείται και πάλι στην ενέργεια. Θα τοποθετηθεί στην Διοίκηση Άμυνας του Σαρωνικού.
Το επόμενο φθινόπωρο, του 1916 προσχωρεί στο στρατιωτικό-πολιτικό κίνημα της «Έθνικής Άμυνας» του Ελευθερίου Βενιζέλου και τον Νοέμβρη του ίδιου χρόνου, διορίζεται από την προσωρινή κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης, επιθεωρητής του λιμανιού της Χίου και επικεφαλής της ναυτικής άμυνας του νησιού. Εκεί θα γνωριστεί με τον Νικόλαο Πλαστήρα και τον Γεώργιο Παπανδρέου.
Για τον Νικόλαο Πλαστήρα ειδικά, έτρεφε μεγάλο θαυμασμό. Θα γράψει γι'αυτόν το 1922:«...Ένας ημίθεος σαν εκείνους της Ομηρικής εποποϊας. Έτσι γεννήθηκε εκείνος, που δίπλα σε έναν άλλο, που ήξερε πως να πνίξει, για κάμποσο τουλάχιστον καιρό, μέσα στο Ρωμιό το λογά και τον συμφεροντολόγο, οδήγησε μαζί με τους άλλους ήρωας συντρόφους του τον Ελληνικό λαό στην εκπλήρωση των προαιώνιων πόθων του».
Την ίδια χρονιά θα κάνει την εμφάνισή του και σαν ποιητής: θα δημοσιεύσει 4 ποιήματά του, στο πρώτο τεύχος του περιοδικού «Αρμονία».
Τον Σεπτέμβρη του 1917 θα παιχτεί από την Κυβέλη το τρίπρακτο δράμα του, το «Μαύρο Καράβι». Πρωταγωνιστούσαν εκτός από την Κυβέλη, ο Αιμίλιος Βεάκης αλλά και -σε μια από τις σπάνιες εμφανίσεις του- και ο Θωμάς Οικονόμου, που είχε αναλάβει και την σκηνοθεσία της παράστασης. Το έργο παίχτηκε μόνο 3 φορές και από τότε ξεχάστηκε.
Ακόμα ένα κείμενο που έχει χαθεί.
Τον Μάη του 1918 προάγεται -κατ' εκλογήν- σε Αντιπλοίαρχο και τοποθετείται τμηματάρχης προσωπικού στο Υπουργείο των Ναυτικών.
Τον Ιούλιο, ένα ακόμη χαμένο σήμερα, τρίπρακτο δράμα του ανεβαίνει στη σκηνή και πάλι από την Κυβέλη. Πρόκειται για την Ανατολίτισσα, η πρεμιέρα της οποίας έγινε παρουσία του πρωθυπουργού Βενιζέλου, του Παύλου Κουντουριώτη και πολλών υπουργών. Το έργο θεωρήθηκε παταγώδη αποτυχία, και οι κριτικοί με προεξάρχοντα τον Φώτο Πολίτη, τον κατακεραύνωσαν.
Το 1919 μετατάσσεται στο νεοσύστατο Λιμενικό Σώμα, με τον βαθμό του Επιλιμενάρχη Β' τάξεως και τοποθετείται Επιθεωρητής των Λιμενικών Αρχών. Ένα χρόνο αργότερα, όμως, το 1920 θα παραιτηθεί εκ νέου.
«Το φιντανάκι» - θεατρικές επιτυχίες
Το 1921 , χρονιά που γεννήθηκε ο δεύτερος γιός του ο Δημήτρης Χορν και αφού προηγήθηκαν 10 (από άποψη αποδοχής) αποτυχίες (!!!), έρχεται η δεύτερη -μετά τους «Πετροχάρηδες»- διαχρονική επιτυχία του. «Το φιντανάκι», αθηναϊκή ηθογραφία 3 πράξεων, ανεβαίνει από το θίασο της Κυβέλης, (χωρίς όμως να παίξει εκείνη), τον Σεπτέμβρη του 1921.
Πρωταγωνιστούσαν ο Αιμίλιος Βεάκης και η Σαπφώ Αλκαίου.
Το έργο γνώρισε αμέσως και απο το κοινό και από τους κριτικούς θερμή υποδοχή.
Βραβεύτηκε μάλιστα στον Αβέρωφειο διαγωνισμό του 1922.
Το θεατρικό έργο το διασκεύασε αργότερα ο συγγραφέας του, σε μυθιστόρημα, το οποίο δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα «Ελεύθερο Βήμα», τον χειμώνα του ίδιου χρόνου.
Το 1922 ανακαλείται από τον Νικόλαο Πλαστήρα και τοποθετείται στην παλαιά του θέση, Επιθεωρητής των Λιμενικών Αρχών, θέση στην οποία θα παραμείνει μέχρι την οριστική αποστράτευσή του. Εγκαινιάζει τη συνεργασία του με την εφημερίδα «Ελεύθερο Βήμα» υπογράφοντας τη στήλη του με το ψευδώνυμο «Μώμος» και τον Αύγουστο του 1922 η Μαρίκα Κοτοπούλη ανεβάζει στο θέατρό της, την επόμενη αθηναϊκή ηθογραφία του, τη «Σταχτομπούτα».
Το έργο έχει μια κάποια επιτυχία, όχι όμως αντίστοιχη του «Φυντανακίου». Και αυτό ανήκει στα χαμένα.
Στις 17 Σεπτέμβρη 1923 η Κυβέλη θα ανεβάσει το δίπρακτο δράμα του «Η Νταλμανοπούλα», έργο που θα γνωρίσει και αυτό την επιτυχία. Τον Νοέμβρη ο Χορν, βραβεύεται με το «Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών» για την προσφορά του στο θέατρο. Τον Αύγουστο του 1924 η Κυβέλη θα ανεβάσει στο θεάτρό της, ακόμα μια αθηναϊκή ηθογραφία του, τις «Γειτόνισσες». Η Σαπφώ Αλκαίου στο ρόλο μια λαϊκής γυναικούλας έδωσε μια εξαιρετική ερμηνεία, -ήταν ένας προσωπικός της θρίαμβος- το έργο άρεσε στο κοινό, αλλά δίχασε τους κριτικούς. Το 1925 είναι ιδιαίτερα παραγωγική χρονιά για τον Χορν. Θα παιχτούν δύο έργα του,τα οποία θεωρούνται από τα καλύτερά του. Πρώτο ανέβηκε η κωμωδία του, «Ο Σέντζας», τον Μάη του 1925, στο θέατρο «Κεντρικόν», από τον θίασο Αιμ. Βεάκη - Χρ. Νέζερ. Και ο «Ο Σέντζας», λόγω του τολμηρού για την εποχή του θέματος προκάλεσε δυσμενή σχόλια στον ημερήσιο Τύπο.
Οι κριτικοί - με εξαίρεση τον Άλκη Θρύλο και τον Κωστή Μπαστιά, που θεώρησαν το έργο ένα από τα καλύτερα του συγγραφέα - το καταδίκασαν. Το έργο δεν ξαναπαρουσιάστηκε γιατί και αυτό το χειρόγραφο θεωρούνταν χαμένο. Το ανακάλυψε και αυτό μαζί με τα υπόλοιπα η επιμελήτρια των «Απάντων» του Χορν, Έφη Βαφειάδη. Το έργο ύστερα από 77 ολόκληρα χρόνια, ανέβηκε από την «Νέα Σκηνή» του Εθνικού θεάτρου το 2002, σε σκηνοθεσία του Κώστα Τσιάνου, και με πρωταγωνιστές τον Τάκη Χρυσικάκο και τον Τάσο Πεζιρκιανίδη.
Δεύτερο έργο εκείνου του χρόνου, που ανέβηκε τον Ιούλη από την Μαρίκα Κοτοπούλη - με έναν ρόλο να κρατά και η νεαρή τότε Γεωργία Βασιλειάδου, «Η Φλαντρώ», «τραγωδία του πόθου», όπως την ονόμασε ο συγγραφέας. Οι κριτικοί, με επικεφαλής τον Φώτο Πολίτη, το καταδίκασαν και αυτό. Ωστόσο το έργο άντεξε στο χρόνο, θεωρείται από τα αρτιότερα του τεχνικά και το θέμα του (το ερωτικό ένστικτο και η ορμή του) σήμερα δεν ξενίζει κανέναν.
Το 1926 γράφει τη μονόπρακτη κωμωδία «Στη λαύρα του μεσημεριού» -και αυτό χαμένο σήμερα- το οποίο παίζεται τον Αύγουστο στο θέατρο Κοτοπούλη από τον θίασο της Τασίας Κύρου. Τον Δεκέμβρη του 1926 η Μαρίκα Κοτοπούλη ανεβάζει τη δίπρακτη νησιώτικη ηθογραφία του «Στο Πανηγύρι» - και αυτό χαμένο-. Στο έργο έπαιζε έναν από τους πρώτους ρόλους του ο Αλέξης Μινωτής. Το έργο άρεσε σε κοινό και κριτικούς.
Το 1926 επίσης, αποστρατεύεται με τον βαθμό του Υποναυάρχου.
Το 1927 και συγκεκριμένα τον Ιούλιο ανεβαίνει από τον θίασο του Βασίλη Αργυρόπουλου η κωμωδία του «Η Ψωροκώσταινα». Το έργο άρεσε στο κοινό, ήταν εισπρακτική επιτυχία, ενώ οι θεατρικοί κριτικοί το βρήκαν μέτριο.
«Το Μελτεμάκι» - Προς το τέλος
«Το Μελτεμάκι» είναι η πιο γνωστή κωμωδία του Χορν, ένα έργο-βάση των δραματολογίων των ελληνικών θιάσων γι' αυτό και έχει παρουσιαστεί στη σκηνή πάμπολλες φορές. Η πρώτη παράσταση ωστόσο, δόθηκε από τον θίασο της Κυβέλης, τον Οκτώβρη του 1927, με πρωταγωνίστρια την κόρη της Κυβέλης, Αλίκη.
Το έργο έγινε μεγάλη επιτυχία αφού άρεσε ομόφωνα αυτή τη φορά και στο κοινό και στους κριτικούς. Δυο χρόνια μετά, το θεατρικό κείμενο δημοσιεύτηκε στην Νέα Εστία.
Τον Απρίλη του 1928 δόθηκαν τρεις μόνο παραστάσεις του έργου του «Σκραπ» και πάλι από τον θίασο της Κυβέλης. Το έργο όμως ήταν αποτυχία, δεν άρεσε ούτε στην κριτική ούτε και στο κοινό, και το κείμενο έχει και αυτό χαθεί. Τον Ιούνιο του 1928 ο Χορν θα δώσει την κομεντί του, «Γυναίκα-θάλασσα» στον θίασο «Καλλιτεχνική Ένωση» με πρωταγωνίστρια την Ελένη Παπαδάκη, και τον Χορν και υποδύεται και αυτός ένα από τα πρόσωπα του έργου, παρότι ο ίδιος παραδέχτηκε “...ότι αυτό ήταν ασέβεια για την τέχνη του ηθοποιού”. Από το έργο αυτό, σώζονται σήμερα μόνο αποσπάσματα.
Το 1929 ο Χορν θα ταράξει και πάλι τα νερά της ηθικής τάξης. Ο θίασος του Βασίλη Αργυρόπουλου ανεβάζει τον Ιούλη, το σατιρικό έργο «Σιγανοπαπαδιές». Το έργο κατέβηκε ύστερα από τρεις παραστάσεις με εντολή της Αστυνομίας γιατί προσέβαλε τον κλήρο και τη θρησκεία. Ύστερα από τη γνωμοδότηση της επιτροπής που σχηματίστηκε για να εγκρίνει ή όχι την συνέχιση των παραστάσεων, μέλος της οποίας ήταν και ο πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων Νικόλαος Λάσκαρης, αποφασίστηκε να συνεχιστούν οι παραστάσεις αφού αναγραφεί ότι το έργο είναι ακατάλληλο για ανηλίκους και αφού αφαιρεθούν ορισμένες σκηνές. Όλα αυτά δεν είχαν σαν αποτέλεσμα παρά το έργο να γίνει επιτυχία, εισπρακτική κυρίως. Και αυτό το κείμενο δυστυχώς έχει χαθεί.
Τον Οκτώβριο του 1929 - το χαμένο σήμερα έργο του - «Ο Σταθμός» ανεβαίνει για 4 μόλις παραστάσεις από τον θίασο της Κυβέλης. Οι σκηνογραφίες ήταν του πρωτοεμφανιζόμενου τότε σκηνογράφου Κλεόβουλου Κλώνη. Η παράσταση επαινέθηκε από την κριτική όχι όμως και από το κοινό.
Την ίδια χρονιά συνεργάζεται με την εφημερίδα «Εσπερινή», συνεργασία που κρατάει μέχρι το 1931, που αρχίζει την συνεργασία του με την εφημερίδα «Βραδυνή» -χρονογράφος της στήλης «Λογικά και Παράλογα», η οποία θα διαρκέσει μέχρι και το 1937.
Το 1931 η θεατρική παραγωγή του θα περιοριστεί μόνο σε δύο μονόπρακτα. Το πρώτο που γράφτηκε σε συνεργασία με τον Δημήτρη Ευαγγελίδη -η μόνη συνεργασία του Χορν- έχει τίτλο «Ο κ. Πρόξενος» και παρουσιάστηκε τον Ιούνιο του 1931, από τον «Θίασο των Νέων Καλλιτεχνών», του Δημήτρη Ιωαννόπουλου. Το δεύτερο μονόπρακτο η «Εύα» δεν ανέβηκε ποτέ στη σκηνή, παρά μόνο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Μπουκέτο, την χρονιά που ο Χορν έγραφε για το περιοδικό την αυτοβιογραφία του, με τίτλο «Ανεμομαζώματα».
Το 1934 θα γράψει το έργο «Δεν αγαπάμε τον ίδιον». Το έργο είχε την τύχη να ανεβεί, τον Αύγουστο του 1931, από τον θίασο Κυβέλης - Μαρίκας, σε μια σπάνια από κοινού παράστασή τους. Εκτός από τις δύο πρωταγωνίστριες που ερμήνευαν τους βασικούς ρόλους, στο έργο εμφανίστηκαν επίσης οι νεαροί τότε Γιώργος Παππάς και Βασίλης Λογοθετίδης. Η κριτική ομόφωνα, το βρήκε κακό.
Το 1936 , χρονιά που θα συνεργαστεί και με την εφημερίδα «Ελεύθερη Γνώμη», ο Χορν γράφει την τελευταία κωμωδία του, «Τα τσαλιμάκια». Το έργο ανέβηκε (δυο βδομάδες μετά την άνοδο του Μεταξά στην εξουσία) στο θέατρο Αλίκης, από τον θίασο Αλίκης - Μουσούρη - Νέζερ. Στο έργο θα παίξουν επίσης η Μαρίκα Νέζερ και η Ντόρα Βολανάκη. Ούτε αυτό το χειρόγραφο σώζεται, επομένως το έργο δεν επαναλήφθηκε ποτέ.
Το 1937 θα δεί για τελευταία χρονιά, έργο του να ανεβαίνει στη σκηνή. Πρόκεται για το μέχρι πρότινος χαμένο δράμα του «Ζωή και Παραμύθι» που ανέβασε ο θίασος της Κατερίνας Ανδρεάδη.
Τα υπόλοιπα χρόνια θα τα περάσει γράφοντας μόνο στις εφημερίδες, με τελευταία συνεργασία στο «Ελεύθερο Μέλλον».
Πέθανε στην Αθήνα την 1η Νοεμβρίου του 1941, χτυπημένος από καρκίνο.
Παραστασιογραφία
1908-«Οι Πετροχάρηδες», δράμα. Θίασος Ροζαλίας Νίκα, θέατρον «Συντάγματος»
«Το τίμιο σπίτι», τραγική σάτιρα. Θίασος «Νέα Σκηνή: Κυβέλη, Σαγιώρ, Μυράτ», θέατρο «Νέα Σκηνή» (Ομόνοια)
1909-«Μελάχρα», δράμα. Θίασος «Νέα Σκηνή: Κυβέλη, Σαγιώρ, Μυράτ», θέατρο «Νέα Σκηνή»(Ομόνοια)
1910-«Μες στο σκοτάδι», δραματικός μονόλογος. Θέατρο «Πανελλήνιον», Ευτύχιος Βονασέρας
«Ο άνθρωπός μας», δράμα. θίασος «Νέα Σκηνή: Κυβέλη, Σαγιώρ, Μυράτ», θέατρο «Νέα Σκηνή» (Ομόνοια)
«Το κρίμα της μάνας». Θίασος Βασιλείας Στεφάνου, θέατρο «Νεαπόλεως»
«Η Βασίλω του Χαρεντά». Θίασος Βασιλείας Στεφάνου, θέατρο «Νεαπόλεως»
1911-«Οι νικημένοι». Θίασος Κυβέλης, – «Δημοτικό θέατρο» Βόλου
1912-«Φιορέλα». Θίασος – θέατρο «Κυβέλης»
1915-«Η Παναγία η κατηφορήτισσα», δράμα. Θίασος Κοτοπούλη – θέατρο «Κοτοπούλη»
1915-«Φλόγες», δράμα. Θίασος Ροζάν-Γαβριηλίδη-Ιακωβίδη, θέατρο «Συντάγματος»
1915-«Η κερένια κούκλα» (διασκευή του μυθιστορήματος Η κερένια κούκλα του Χρηστομάνου), δράμα. Θίασος - θέατρο «Κυβέλης»
1917-«Το μαύρο καράβι», δράμα. Θίασος – θέατρο «Κυβέλης»
1918-«Ανατολίτισσα», δράμα. Θίασος – θέατρο «Κυβέλης»
1921-«Το φιντανάκι», αθηναϊκή ηθογραφία. Θίασος -θέατρο «Κυβέλης»
1922-«Η σταχτομπούτα», αθηναϊκή ηθογραφία. Θίασος – θέατρο «Κοτοπούλη»
1923-«Η νταλμανοπούλα», δράμα. Θίασος – θέατρο «Κυβέλης»
1924 «Οι γειτόνισσες», αθηναϊκή ηθογραφία. Θίασος – θέατρο «Κυβέλης»
1925-«Ο Σέντζας», κωμωδία. Θίασος Βεάκη – Νέζερ, θέατρο «Κεντρικόν»
«Φλαντρώ», τραγωδία του πόθου. Θίασος – θέατρο «Κοτοπούλη»
1926-«Στη λαύρα του μεσημεριού». Θίασος Τασίας Κύρου, θέατρο «Κοτοπούλη»
«Στο πανηγύρι», νησιώτικη ηθογραφία. Θίασος – θέατρο «Κοτοπούλη»
1927-«Η ψωροκώσταινα», σκηνική γελοιογραφία σε 3 μέρη. Θίασος Βασίλη Αργυρόπουλου, θέατρο «Αλάμπρα»
«Το μελτεμάκι», κωμωδία. Θίασος Κυβέλη, θέατρο «Απόλλων»
1928-«Σκραπ», φαντασία τρίπρακτη. Θίασος Κυβέλης -Νέο θέατρο «Κυβέλης» (πρώην «Διονύσια»)
«Γυναίκα-θάλασσα», κομεντί. Θίασος «Καλλιτεχνική Ένωσις», με Ελένη Παπαδάκη και τον ίδιο τον Χορν ως ηθοποιό, θέατρο «Αλάμπρα»
1929-«Σιγανοπαπαδιές», σατιρική κωμωδία. Θίασος Αργυρόπουλου, θέατρο «Κεντρικόν»
«Σταθμός». Θίασος-θέατρο «Κυβέλης»
1931-«Ο κ. πρόξενος». Θίασος «Νέοι καλλιτέχναι», θέατρο «Ατλαντίς»
1934-«Δεν αγαπάμε τον ίδιο». Θίασος Κυβέλης – Μαρίκας, θέατρο «Κοτοπούλη»
1936-«Τα τσαλιμάκια», κωμωδία. Θίασος Αλίκης, Μουσούρη, Νέζερ – θέατρο «Αλίκης»
1937-«Ζωή και Παραμύθι». Θίασος Κατερίνας, θέατρο «Κεντρικόν».
Πληροφορίες: el.wikipedia.org/wiki/Παντελής_Χορν
Βάσω Δεβετζή, ήταν Ελληνίδα δεξιοτέχνις του πιάνου
Βάσω Δεβετζή
Η Βάσω Δεβετζή ήταν Ελληνίδα δεξιοτέχνις του πιάνου. Πατρικία του πιάνου την αποκαλεί σε σχετικό άρθρο του ο κριτικός τέχνης Κυριάκος Π. Λουκάκος. (Θεσσαλονίκη 9 Σεπτεμβρίου 1925, Παρίσι 1 Νοεμβρίου 1987)
Γεννημένη το 1925 στη Θεσσαλονίκη από ευκατάστατη οικογένεια (ο πατέρας της βιομήχανος από τη Φιλιππούπολη της Ανατολικής Ρωμυλίας και η μητέρα της αρχοντικής καταγωγής από τη Νάουσα του νομού Ημαθίας),στην παιδική της ηλικία γνώρισε την αμέριστη υποστήριξη των γονιών της για την κλίση της προς τη μουσική.
Ήταν άλλωστε, σύμφωνα με την Ελληνίδα μουσικό, μία φυσική εξέλιξη, καθώς όπως χαρακτηριστικά έλεγε και η ίδια, "γεννήθηκα για να παίζω πιάνο, ένοιωθα ότι δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά".
Φοίτησε στο Ωδείο Θεσσαλονίκης, το μοναδικό τότε κρατικό ωδείο της χώρας, όπου συνδέθηκε με μια δυνατή φιλία με την Μαρία Καλογεροπούλου, που γίνεται μετέπειτα γνωστή ως Μαρία Κάλλας, φιλία που διατηρήθηκε μέχρι τον θάνατο της διάσημης υψιφώνου.
Το 1949 ξεκινά η μουσική της σταδιοδρομία στην Ελλάδα, η οποία όμως διακόπτεται από ένα σύντομο, όπως αρχικά θεωρούσε, ταξίδι στη Γαλλία, ως προσκεκλημένη της Μαργκερίτ Λονγκ, δεξιοτέχνιδας του πιάνου και μαθήτριας του Μωρίς Ραβέλ, για να συμμετάσχει στον ομώνυμο διαγωνισμό.
Αυτή η επαφή ήταν αρκετή για να διακρίνει η κυρία Λονγκ το ταλέντο της Βάσως Δεβετζή και να της προτείνει να διδάξει στη φημισμένη Σχολή της, αλλά και να συμμετέχει ως μέλος της κριτικής επιτροπής στη διοργάνωση μουσικών διαγωνισμών ταλέντων.
Στο Παρίσι αποκτά την εκτίμηση και συμπαράσταση από σημαντικές προσωπικότητες της μουσικής, όπως ο συνθέτης Ανρί Σωγκέ, ο κριτικός Ρενέ Ντυμενίλ, ο ομότεχνός της Ζακ Φεβριέ και ο Ζαν Ρουάρ, ο οποίος έμελε να γίνει ο σύντροφος στη ζωή της.
Στις 15 Μαρτίου 1950, εμφανίζεται στη γαλλική τηλεόραση στα πλαίσια αφιερώματος για την Εθνική Παλιγγενεσία, έπειτα από προσωπική σύσταση του Γάλλου Προέδρου Ρενέ Κοτύ.
Προς τα τέλη της δεκαετίας του '50, η Βάσω Δεβετζή πραγματοποιεί την πρώτη περιοδεία της στη Σοβιετική Ένωση, συμπράττοντας με τη φημισμένη Ορχήστρα Δωματίου της Μόσχας του Ρούντολφ Μπαρσάι. Εκεί γνωρίζεται με τον Νταβίντ Όιστραχ που ηχογραφεί μαζί της το 20ό κονσέρτο για πιάνο και ορχήστρα (Κ.466) του Μότσαρτ.
Η συνεργασία τους απετέλεσε και την έναρξη μια μακράς φιλίας. Τον Μάρτιο του 1963, λαμβάνει το Μέγα Βραβείο Δίσκου για τη εκτέλεση της έργου του Γάλλου συνθέτη Ανρί Σωγκέ. Τον Ιανουάριο του 1968, η Βάσω Δεβετζή ερμηνεύει με επιτυχία το 3ο κονσέρτο του Μπετόβεν στη Μόσχα, με τον Κίριλ Κοντράσιν στο πόντιουμ.
Την προσοχή προς την Ελληνίδα πιανίστρια τράβηξε ο Γιεβγκένι Μραβίνσκι, μεγάλη προσωπικότητα της Σοβιετικής Ένωσης στο χώρο της μουσικής και αρχηγός της Φιλαρμονικής του Λένινγκραντ. Παρά το γεγονός ότι ο γνωστός μουσικός αρνούνταν στη μέχρι τότε μουσική του καριέρα να συμπράξει με σολίστ για την εκτέλεση κονσέρτων, η Βάσω Δεβετζή συνεργάζεται μαζί του και συμμετέχει σε πολλές περιοδείες της φιλαρμονικής στη Σοβιετική Ένωση.
Κατά τη διάρκεια της πρώτης περιοδεία της στη Σοβιετική Ένωση, έρχεται σε επαφή και με μια άλλη σημαντική μορφή της ρωσικής μουσικής, τον βιολοντσελίστα Μστισλάβ Ροστροπόβιτς, με τον οποίο συνδέεται αργότερα με δυνατή φιλία με τον οποίο συνεργάζεται στη συνέχεια. Οι θέρμες συστάσεις των Νταβίντ Όιστραχ και Ροστροπόβιτς δημιούργησαν τις προϋποθέσεις ώστε η Βάσω Δεβετζή να ξεκινήσει τις πρώτες εμφανίσεις της στις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ αποκτά την υποστήριξη του ιμπρεσάριου και κινηματογραφικού παραγωγού Σολ Χιούροκ (Sol Hurok).
Στις 19 Αυγούστου 1975, σε ειδική εκδήλωση που διοργάνωσε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Τσάτσος προς τιμήν του Μστισλάβ Ροστροπόβιτς, έλαβε ανταμοιβή για την προσφορά της στην μουσική μαζί με το διάσημο βιολοντσελίστα και την Τζίνα Μπαχάουερ. Οι καλλιτέχνες όμως με τη σειρά τους προσέφεραν τα χρήματα για την αποκατάσταση των προσφύγων της Τουρκικής Εισβολής στην Κύπρο.
Το πρώτο της ταξίδι στο Παρίσι, ήταν καταλυτικό για την εξέλιξη της αναγνωρισιμότητάς της. Ενώ είχε φύγει αρχικά για 20 μέρες, τελικά απουσίασε από την Ελλάδα 40 χρόνια, αλλά επισκεπτόταν τακτικά και την Θεσσαλονίκη. Λόγω της καλλιτεχνικής πορείας σε διάφορες χώρες του κόσμου και την έφεσή της στις ξένες γλώσσες, μαθαίνει με ευκολία στην καριέρα της αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ρωσικά και ιταλικά.
Η σχέση της Βάσως Δεβετζή με την Ελληνίδα ντίβα του λυρικού τραγουδιού Μαρία Κάλλας, συνέπεσε με την καλλιτεχνική άνθηση της πρώτης και την φωνητική κάμψη της δεύτερης. Εν τούτοις, η θερμή φιλία που αναπτύχθηκε μεταξύ τους διατηρήθηκε αμείωτη μέχρι το θάνατο της Μαρίας Κάλλας στην οποία η Βάσω Δεβετζή συμπαρίσταται στα τελευταία δύσκολα χρόνια της ζωής της.
Όταν η ντίβα πεθαίνει το 1977, η Δεβετζή μεταφέρει από το Παρίσι την τέφρα της στην Ελλάδα και, παρουσία του τότε υπουργού πολιτισμού της Ελλάδος, την σκορπίζει στα νερά του Αιγαίου.
Μετά το θάνατο της Κάλλας, η πιανίστρια μειώνει τις εμφανίσεις της προκειμένου ν' αφιερωθεί στην μνήμη της αγαπημένης της φίλης. Έτσι το 1980 ιδρύει με τον εκδότη και φίλο και των δύο καλλιτέχνιδων, Χρήστο Λαμπράκη και με τη συμβολή βεβαίως και άλλων προσωπικοτήτων από την Ελλάδα, τη Γαλλία, την Ελβετία και τη Γερμανία, το διεθνές ίδρυμα "Μαρία Κάλλας", με έδρα την Ελβετία.
Ο κύριος σκοπός του ιδρύματος δεν ήταν άλλος από την προβολή του έργου της Μαρίας Κάλλας και την προστασία της μνήμης της.
Η Βάσω Δεβετζή απεβίωσε το 1987.
Πληροφορίες: el.wikipedia.org/wiki/Βάσω_Δεβετζή
Στήβεν Ράνσιμαν, ένας από τους γνωστότερους Άγγλους ιστορικούς, από τους επιφανέστερους βυζαντινολόγους του 20ού αιώνα
Στήβεν Ράνσιμαν
Ο σερ Τζέημς Κόχραν Στήβενσον Ράνσιμαν, γνωστότερος ως Στήβεν Ράνσιμαν, είναι ένας από τους γνωστότερους Άγγλους ιστορικούς. Ήταν ένας από τους επιφανέστερους βυζαντινολόγους του 20ού αιώνα. (James Cochran Stevenson Runciman, 7 Ιουλίου 1903 – 1 Νοεμβρίου 2000)
Γεννήθηκε στο Νορθάμπερλαντ. Ο παππούς του ήταν Λόρδος Ράνσιμαν και ο πατέρας του ο υποκόμης Ράνσιμαν του Ντόξφορντ, ο ίδιος όμως, ως δευτερότοκος γιος, δεν κληρονόμησε κανέναν από τους οικογενειακούς τίτλους.
Λέγεται ότι σε ηλικία 5 ετών μιλούσε και διάβαζε ελληνικά και λατινικά.
Κατά τη διάρκεια των σπουδών και των μελετών του έμαθε αρκετές από τις δυτικές γλώσσες, καθώς και Αραβικά, Περσικά, Τουρκικά, εβραϊκά, συριακά, αρμενικά και γεωργιανά για τη μελέτη των πηγών της μεσαιωνικής ιστορίας.
Το 1921, εισήλθε στο Trinity College του Κέμπριτζ, για σπουδές στην ιστορία.
Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του άρχισε να ταξιδεύει, εκμεταλλευόμενος την περιουσία που κληρονόμησε από τον παππού του.
Το διάστημα μεταξύ των ετών 1942 με 1945, υπήρξε καθηγητής βυζαντινής ιστορίας και τέχνης στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης.
Χάρη στην έρευνα που έκανε την περίοδο αυτή στην Τουρκία, δημοσίευσε το διάστημα 1951 με 1954 σε τρεις τόμους το μνημειώδες έργο του για την ιστορία των Σταυροφοριών.
Στα χρόνια που ακολούθησαν δημοσίευσε πληθώρα έργων για την ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατοριας και των γειτόνων του, σε όλο το εύρος από τη Συρία μέχρι τη Σικελία.
Στην προσωπική του ζωή ο Ράνσιμαν παρέμενε ένας παλιομοδίτης εκκεντρικός Άγγλος αριστοκράτης, που ασχολούνταν με ιδιαίτερο ενθουσιασμό με τον αποκρυφισμό.
Μνημειώδης είναι ο θαυμασμός που εξέφραζε για την Ορθοδοξία.
Διατηρούσε επίσης στενές σχέσεις με τις κυριότερες αριστοκρατικές οικογένειες της Ευρώπης.
Λίγο καιρό πριν πεθάνει ασπάστηκε την Ορθοδοξία, βαπτιζόμενος στο Άγιο Όρος.
Πέθανε στο Ράντγουεϊ του Γουόργουικσαϊρ το 2000.
Ντάνιελ Νέιθανς, ήταν Αμερικανός μικροβιολόγος, που βραβεύθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Φυσιολογίας και Ιατρικής το 1978 για την ανακάλυψη των περιοριστικών ενζύμων
Ντάνιελ Νέιθανς
Ο Ντάνιελ Νέιθανς ήταν Αμερικανός μικροβιολόγος, που βραβεύθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Φυσιολογίας και Ιατρικής το 1978 για την ανακάλυψη των περιοριστικών ενζύμων. (Daniel Nathans, 30 Οκτωβρίου 1928 – 16 Νοεμβρίου 1999)
Ο Νέιθανς γεννήθηκε στο Γουίλμινγκτον του Ντέλαγουερ και ήταν το τελευταίο από τα εννέα τέκνα που απέκτησαν οι Ρωσοεβραίοι μετανάστες Σάρα (το γένος Λέβιταν) και Σάμιουελ Νέιθανς.
Κατά τη μεγάλη οικονομική ύφεση ο πατέρας του έχασε τη μικρή επιχείρησή του και έμεινε άνεργος για μακρό χρονικό διάστημα. Ο Ντάνιελ πήγε σε δημόσια σχολεία και μετά σπούδασε χημεία, φιλοσοφία και φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Ντέλαγουερ, από όπου απεφοίτησε το 1950.
Στη συνέχεια πήρε πτυχίο ιατρικής από το Πανεπιστήμιο Ουάσινγκτον στο Σαιντ Λούις το 1954 και κατόπιν πήγε στο Ιατρικό Κέντρο Columbia-Presbyterian στη Νέα Υόρκη (το πανεπιστημιακό νοσοκομείο του Πανεπιστημίου Κολούμπια) για απόκτηση ειδικότητας (internship) στην ιατρική με τον ικανότατο επιστήμονα Ρόμπερτ Λεμπ.
Ο Νέιθανς εργάσθηκε στο εργαστήριο του Φριτς Λίπμαν στο Ινστιτούτο Ροκφέλερ από το 1959 μέχρι το 1962, και στη συνέχεια στο Τμήμα Μικροβιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς μέχρι το τέλος της σταδιοδρομίας του.
Μαζί με τους Βέρνερ Άρμπερ και Χάμιλτον Σμιθ, ο Νέιθανς ανεκάλυψε και ερεύνησε τα περιοριστικά ένζυμα (ενδονουκλεάσες). Οι τρεις επιστήμονες μοιράσθηκαν για τις έρευνές τους αυτές το Βραβείο Νόμπελ Φυσιολογίας και Ιατρικής το 1978. Ο Νέιθανς τιμήθηκε επίσης με το Εθνικό Μετάλλιο Επιστήμης το 1993.
Ο Νέιθανς διετέλεσε πρόεδρος του Πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς από το 1995 μέχρι το 1996. Μετά τον θάνατό του, η Ιατρική Σχολή του ιδρύματος ανακοίνωσε τη δημιουργία του Ινστιτούτου Γενετικής Ιατρικής «McKusick-Nathans», ονομασμένο προς τιμή του και προς τιμή του Βίκτορ Μακούζικ, ενώ το 2005 το ένα από τα 4 κολέγια της Ιατρικής Σχολής ονομάσθηκε προς τιμή του Νέιθανς.
Ο Ντάνιελ Νέιθανς απεβίωσε στη Βαλτιμόρη σε ηλικία 71 ετών.
Είχε νυμφευθεί στις 4 Μαρτίου 1956 την Τζοάν Γκόμπεργκ (Joanne Gomberg), με την οποία απέκτησαν τρεις γιους: τον Ελί, τον Τζέρεμυ και τον Μπεν.
Πληροφορίες: el.wikipedia.org/wiki/Ντάνιελ_Νέιθανς
Περισσότερα Άρθρα...
- Γιώργος Θεοτοκάς, ήταν Έλληνας λογοτέχνης και δικηγόρος, αποτέλεσε έναν από τους εκπροσώπους και τους κορυφαίους διανοητές της γενιάς του ’30, ίσως και το πιο πολύπτυχο μέλος της
- Αλίκη Διπλαράκου, Λαίδη Ράσσελ ήταν Μις Ελλάς και η πρώτη Ελληνίδα Μις Ευρώπη
- Νίκος Φώσκολος, ήταν σύγχρονος Έλληνας συγγραφέας, μυθιστοριογράφος, σεναριογράφος και κριτικός του ραδιοφώνου και του θεάτρου, σκηνοθέτης του κινηματογράφου και της τηλεόρασης
- Ανδρέας Μιχαλιτσιάνος, ήταν Ελληνοαμερικανός αστρονόμος, ερευνητής στο Κέντρο Διαστημικής Πτήσεως Goddard της NASA