Άρθρα
Αλμπέρ Καμύ, ήταν Γάλλος φιλόσοφος, λογοτέχνης και συγγραφέας, ιδρυτής του Theatre du Travail, για το οποίο δούλεψε ως σκηνοθέτης, διασκευαστής και ηθοποιός
Αλμπέρ Καμύ
Ο Αλμπέρ Καμύ, ήταν Γάλλος φιλόσοφος, λογοτέχνης και συγγραφέας, ιδρυτής του Theatre du Travail (1935), για το οποίο δούλεψε ως σκηνοθέτης, διασκευαστής και ηθοποιός. (Albert Camus, 7 Νοεμβρίου 1913 – 4 Ιανουαρίου 1960)
Χρωστά σχεδόν εξίσου τη φήμη του στα μυθιστορήματά του "Ο Ξένος" και "Η Πανούκλα", στα θεατρικά του έργα "Καλιγούλας" και "Οι δίκαιοι" και τέλος στα φιλοσοφικά του δοκίμια "Ο Μύθος του Σίσυφου" και "Ο επαναστατημένος άνθρωπος".
Τιμήθηκε το 1957 με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Ο Αλμπέρ Καμύ γεννήθηκε στις 7 Νοεμβρίου 1913 στην Αλγερία από πατέρα Γάλλο χωρικό, μητέρα Ισπανίδα και μεγάλωσε μέσα στην ένδεια. Είχε έναν ακόμη μεγαλύτερο αδερφό. Ο πατέρας του, ο αλσατικής καταγωγής Λυσιέν, εργαζόταν για έναν έμπορο κρασιού σε ένα οινοπαραγωγικό κτήμα κοντά στο Μοντοβί (Mondovi) της Αλγερίας, όπου γεννήθηκε και ο Αλμπέρ.
Επιστρατεύθηκε όμως τον Σεπτέμβριο του 1914 και ο τραυματισμός του στη μάχη του Μάρνη τον οδήγησε στον θάνατο στις 17 Οκτωβρίου του 1914. Ο μικρός Αλμπέρ θα γνωρίσει τον πατέρα του μέσα από μία φωτογραφία και μία σημαντική οικογενειακή ιστορία: την περιγραφή της έντονης αποστροφής που έδειξε ο πατέρας του μπροστά στο θέαμα μίας εκτέλεσης. Μετά τον θάνατο του Λυσιέν η οικογένεια εγκαθίσταται στο Αλγέρι.
Ο Αλμπέρ κάνει τις σπουδές του έχοντας την υποστήριξη των καθηγητών του, μεταξύ των οποίων βρίσκουμε και τον Ζαν Γκρενιέ, που θα παρουσιάσει στον μαθητή του το έργο του Νίτσε). Ξεκινά να γράφει πολύ νέος και τα πρώτα του κείμενα φιλοξενούνται στο περιοδικό Sud το 1932.
Μετά το απολυτήριο λυκείου (bac) παίρνει πτυχίο ανωτάτων σπουδών στη φιλολογία (lettres), της Φιλοσοφικής Σχολής, αλλά η φυματίωση ( στα 1930 είχε την πρώτη του κρίση) τον εμποδίζει να περάσει τον διαγωνισμό πιστοποίησης που θα του επέτρεπε να ασχοληθεί με την εκπαίδευση (agrégation).
Για λόγους υγείας αποχωρεί από την οικογενειακή εστία. Μένει για λίγο σε έναν θείο του χασάπη το επάγγελμα και δημοκράτη, υπέρμαχου των ιδεών του Βολτέρου, κι έπειτα αποφασίζει να ζήσει μόνος. Για να τα βγάλει πέρα παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα και κάνει διάφορες δουλειές.
To 1935, ξεκινά το L' Envers et l' Endroit, που θα εκδοθεί δύο χρόνια αργότερα. Ιδρύει το Θέατρο της Εργασίας (le Théâtre du Travail) στο Αλγέρι, που αργότερα (1937) μετονομάζει σε «Θέατρο της Ομάδας». Στο μεσοδιάστημα, ο Καμί αποφασίζει να εγκαταλείψει το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα δύο χρόνια μετά την εγγραφή του σε αυτό. Εργάζεται στην εφημερίδα Front populaire (Λαϊκό μέτωπο), του Πασκάλ Πιά (Pascal Pia).
Η έρευνα που κάνει Μιζέρια της Καμπυλίας θα συναντήσει αντιδράσεις. Το 1940, η κυβέρνηση της Αλγερίας θα απαγορεύσει την εφημερίδα και θα φροντίσει να μη ξαναβρεί δουλειά ο Καμύ. Εγκαθίσταται στο Παρίσι και εργάζεται ως γραμματέας σύνταξης στην εφημερίδα Paris-Soir. Εκείνη την περίοδο θα δημοσιεύσει τον Ξένο (L' Étranger, 1942) και το δοκίμιο Ο μύθος του Σίσυφου (Le Mythe de Sisyphe, 1942) και θα αναπτύξει τις φιλοσοφικές του θέσεις. Σύμφωνα με τη δική του άποψη περί ταξινόμησης του έργου του, αυτά τα έργα υπάγονται στον «κύκλο του παραλόγου» – ο οποίος θα συμπληρωθεί αργότερα με τα θεατρικά έργα Η παρεξήγηση (Le Malentendu) και Καλιγούλας (Caligula, 1944).
Το 1943 προσλαμβάνεται ως εκδότης από τον εκδοτικό οίκο Gallimard και αναλαμβάνει τη διεύθυνση της εφημερίδας Combat(Μάχη), που συγκέντρωσε μερικές από τις σημαντικότερες υπογραφές Γάλλων αριστερών διανοουμένων, όταν ο Π. Πια κλήθηκε να προσφέρει από άλλες θέσεις στη Γαλλική Αντίσταση.
Το 1947, διαφωνώντας με τη συντακτική ομάδα της εφημερίδας, ο Καμί την εγκαταλείπει. Συνεχίζει το λογοτεχνικό έργο με την παραγωγή του «κύκλου της εξέγερσης», που περιλαμβάνει ένα από τα γνωστότερα μυθιστορήματά του, την Πανούκλα (1947), αλλά και άλλα έργα, λιγότερο δημοφιλή: L' État de siège (1948), Οι δίκαιοι (1949) και Ο επαναστατημένος άνθρωπος (L' Homme révolté) (1951).
«Όλα γίνονται από μια συνήθεια. Είμαστε γελοίοι αριθμοί μιας κοινωνίας που ενεργεί από συνήθεια, μισούμε ή αγαπάμε από συνήθεια και σκεπτόμαστε τα «μεγάλα προβλήματα» από συνήθεια».
Το 1952 έρχεται σε ρήξη με τον Ζαν Πωλ Σαρτρ με τη δημοσίευση στο περιοδικό Μοντέρνοι καιροί (Les Temps modernes) του άρθρου από τον Ανρί Ζανσόν (Henri Jeanson) που προσάπτει στην εξέγερση του Καμύ ότι είναι «εκ προθέσεως στατική». Το 1956, στο Αλγέρι, πρότεινε την «πολιτική ανακωχή» ενώ μαινόταν ο πόλεμος. Εκδίδει την Πτώση (La Chute), ένα απαισιόδοξο βιβλίο.
Το 1957 τιμάται με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του.
Ο Καμύ βρίσκει τον θάνατο στις 4 Ιανουαρίου 1960, πριν προλάβει να συμπληρώσει τα 47 του, σε αυτοκινητιστικό ατύχημα στο (Πτι) Βιλμπλεβέν της Υόν (Yonne), όταν ο οδηγός και συγγενής του στενού του φίλου Γκαλιμάρ παρεκκλίνει της πορείας του και ρίχνει το αυτοκίνητο μάρκας Facel-Vega σε ένα δέντρο.
Οι εφημερίδες της εποχής κάνουν λόγο για υπερβολική ταχύτητα (130 χλμ/ω), αδιαθεσία του οδηγού ή σκάσιμο του ελαστικού, αλλά ο συγγραφέας Ρενέ Ετιάμπλ διαβεβαιώνει ότι μετά από επίμονες μελέτες είχε στα χέρια του αποδείξεις ότι η Facel-Vega ήταν ένα κινητό φέρετρο - ωστόσο καμία εφημερίδα δεν δέχτηκε να τις δημοσιεύσει.
Ο Καμύ τάφηκε στο Λουρμαρέν (Lourmarin) της Βωκλύζ (Vaucluse), όπου είχε αγοράσει μία κατοικία.
Στο περιθώριο των κυρίαρχων φιλοσοφικών ρευμάτων ο Καμύ επέμεινε στον στοχασμό πάνω στην ανθρώπινη κατάσταση. Αρνούμενος να εκφράσει ομολογία πίστεως στον Θεό, στην ιστορία ή στη λογική, ήρθε σε αντίθεση με τον Χριστιανισμό, τον Μαρξισμό και τον Υπαρξισμό. Δεν σταμάτησε ποτέ την πάλη ενάντια στα ιδεολογήματα και τις αφαιρέσεις που αποστρέφονται την ανθρώπινη φύση.
Ο Αλμπέρ Καμύ παραδόθηκε στη διαρκή εναλλαγή για να αποφύγει τη «συνήθεια», ωστόσο διατήρησε μία και μοναδική ως την τελευταία ημέρα της ζωής του: να γράφει για τους ανθρώπους, για «τα παθήματα της ψυχής» και για το «παράπονο των εγκλείστων στον εαυτό τους» ανθρώπων. Το σύνολο του έργου του (αριθμεί 30 βιβλία) είχε ευρύτατη απήχηση και μεταφράστηκε στις περισσότερες χώρες.
Ο Καμύ ήταν ο κατ' εξοχήν «ανθρώπινος» συγγραφέας, ο κατ' εξοχήν ανθιστάμενος στην κωμωδία της καθημερινότητας, ο πραγματικός αναλυτής των «μάταιων πράξεων», όπως γράφει ο ίδιος θέλοντας να χαρακτηρίσει την αγωνία του θανάτου.
Πληροφορίες: el.wikipedia.org/wiki/Αλμπέρ_Καμύ
Γεώργιος Δροσίνης, ήταν Έλληνας ποιητής, πεζογράφος και δημοσιογράφος, ένας από τους πρωτοπόρους της Νέας Αθηναϊκής Σχολής στην ποίηση και της ηθογραφίας στην πεζογραφία
Γεώργιος Δροσίνης
Ο Γεώργιος Δροσίνης ήταν Έλληνας ποιητής, πεζογράφος και δημοσιογράφος. Ήταν ένας από τους πρωτοπόρους της Νέας Αθηναϊκής Σχολής στην ποίηση και της ηθογραφίας στην πεζογραφία. (9 Δεκεμβρίου 1859 - 3 Ιανουαρίου 1951)
Η πρώτη ποιητική του συλλογή Ιστοί Αράχνης σηματοδότησε την εμφάνιση της Νέας Αθηναϊκής Σχολής ενώ το διήγημά του Χρυσούλα κέρδισε το πρώτο βραβείο στον πρώτο διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού «Η Εστία» το 1883.
Γεννήθηκε σε ένα αρχοντικό της Πλάκας στην Αθήνα από γονείς Μεσολογγίτες. Ήταν γιος του Χρήστου Δροσίνη, που εργαζόταν ως ανώτατος υπάλληλος στο Υπουργείο Οικονομικών και της Αμαλίας Πετροκόκκινου, της οποίας η οικογένεια είχε κατεβεί στην Αθήνα με τον Καποδίστρια. Η οικογένεια του Δροσίνη, εκτός από εύπορη ήταν και γνωστή για τη συνεισφορά της στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του 1821. Παππούς του ήταν ο Γιώργης Καραγιώργης, που σκοτώθηκε στην Έξοδο του Μεσολογγίου το 1826 ενώ ο προπάππος του ήταν ο Καπετάν-Αναστάσης Δροσίνης, γνωστός και ως ο Πρωτοκλέφτης των Αγράφων.
Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών και μεταγράφηκε στη φιλοσοφική σχολή μετά από σύσταση του Νικόλαου Πολίτη. Το 1885 συνέχισε τις σπουδές του στην Ιστορία της τέχνης στο εξωτερικό, στα Πανεπιστήμια της Λειψίας, της Δρέσδης και του Βερολίνου, στη Γερμανία, χωρίς όμως να πάρει κάποιο πτυχίο. Επίσης ανήκε στον κύκλο των προοδευτικών ποιητών(μαζί με τους Νίκο Καμπά και Κωστή Παλαμά)που επιδίωκαν να ανανεώσουν τον ποιητικό τους λόγο και να καθιερώσουν την δημοτική ως επίσημη γλώσσα της λογοτεχνίας
Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα ανέλαβε τη διεύθυνση του περιοδικού "Η Εστία", το οποίο μετέτρεψε σε καθημερινή εφημερίδα το 1894. Παράλληλα με την λογοτεχνική προσφορά του, συνεισέφερε σημαντικά σε πολλούς τομείς της πνευματικής και κοινωνικής ζωής της χώρας: ήταν γραμματέας του "Συλλόγου προς διάδοση ωφελίμων βιβλίων" που είχε ιδρύσει ο Δημήτριος Βικέλας από το 1899. Ιδρυτής του Ημερολογίου της Μεγάλης Ελλάδας το 1922, διευθυντής του Τμήματος Γραμμάτων και Καλών Τεχνών του Υπουργείου Παιδείας (1914-1920) και 1922-1923 και τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών από την ίδρυσή της το 1926.
Το 1918 αγόρασε μαζί με τον αδελφό του το σπίτι του θείου τους Διομήδη Κυριακού στην Κηφισιά και από το 1939 έμενε μόνιμα στο οίκημα αυτό που είχε μετονομασθεί σε έπαυλη Αμαρυλλίδα. Έζησε εκεί τα δύσκολα χρόνια του πολέμου και της κατοχής μέχρι το τέλος της ζωής του την 3 Ιανουαρίου 1951. Το σπίτι αυτό έχει αναπαλαιωθεί, είναι σήμερα ιδιοκτησία του Δήμου Κηφισιάς και στεγάζει τη Δημοτική Βιβλιοθήκη Κηφισιάς από το 1991 και το Μουσείο Δροσίνη από το 1997.
Στο μουσείο αυτό υπάρχει μέσα ολόκληρο το έργο του Δροσίνη και το οποίο περιλαμβάνει: Τις πρώτες εκδόσεις των βιβλίων του, Περιοδικά και λεξικά, προσωπικά αντικείμενα του ποιητή και πλούσιο λαογραφικό υλικό.
Στον 1ο όροφο βρίσκεται ή δανειστική βιβλιοθήκη και το τμήμα των ηλεκτρονικών υπολογιστών με ελεύθερη πρόσβαση στο Ίντερνετ.
Η αριστερή αίθουσα του 2ου ορόφου περιλαμβάνει: Συλλογές βιβλίων παλιά αναγνωστικά, οικογενειακές φωτογραφίες και τις πρώτες εκδόσεις του Ιστορικού λεξικού της Νέας Ελληνικής της Ακαδημίας των Αθηνών, το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών που απονεμήθηκε στον Δροσίνη, την ιδιόγραφη διαθήκη του και διάφορα άλλα προσωπικά αντικείμενά του.
Η δεξιά αίθουσα του 2ου ορόφου περιλαμβάνει: Ολόκληρο το λογοτεχνικό έργο του καθώς φυλάσσονται μεταφρασμένα παραμύθια, παρτιτούρες με μελοποιημένα ποιήματα, παλιοί τόμοι των εικονογραφημένων περιοδικών Εστία, της Διάπλασης Των Παίδων, Σχολικά Βοηθήματα, την λαογραφική βιβλιοθήκη, Το Ημερολόγιο Της Μεγάλης Ελλάδας, Χειρόγραφα, Επιστολές, Σχετικά άρθρα από ελληνικές και ξένες εφημερίδες, Προσωπικά του είδη και το Παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής που του απονεμήθηκε για την πνευματική του προσφορά.
Ο 3ος όροφος είναι ειδικά διαμορφωμένος για τις επισκέψεις μαθητών. Περιλαμβάνει αφιερώματα του ίδιου του λογοτέχνη και των ηρώων των ποιημάτων του όπως της Αμαρρυλίδος, της Αμυγδαλιάς και του Μπάρμπα-Δήμου, ένα παλιό γραμμόφωνο με δίσκους, λαογραφικό υλικό και αφίσες από πίνακες γνωστών ζωγράφων και οι οποίες τυπώθηκαν στην Λειψία για λογαριασμό του περιοδικού της Εστίας.
Στο μουσείο οργανώνονται εκπαιδευτικές ξεναγήσεις σε ομάδες επισκεπτών και σε μαθητές σχολείων.
Κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 ο Γεώργιος Δροσίνης μαζί με άλλους Έλληνες λογίους προσυπέγραψε την Έκκληση των Ελλήνων Διανοουμένων προς τους διανοούμενους ολόκληρου του κόσμου με την οποία αφενός μεν καυτηριαζόταν η κακόβουλη ιταλική επίθεση, αφετέρου δε, διέγειρε την παγκόσμια κοινή γνώμη σε επανάσταση συνειδήσεων για κοινό νέο πνευματικό Μαραθώνα.
Τιμήθηκε με το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών της «Ακαδημίας Αθηνών», ενώ το 1947 προτάθηκε από το Ελληνικό Κράτος για το βραβείο Νόμπελ, σε αναγνώριση της αξίας του έργου του, το οποίο τελικά απονεμήθηκε στο Γάλλο λογοτέχνη Αντρέ Ζιντ (André Gide).
Έργο
Ο Γ. Δροσίνης ασχολήθηκε εξίσου με την πεζογραφία και την ποίηση, αλλά σημαντικότερο θεωρείται το ποιητικό του έργο. Άρχισε να δημοσιεύει τα πρώτα ποιήματά του το 1878 στην εφημερίδα "Ραμπαγάς", με το ψευδώνυμο "Αράχνη". Ανήκε στον κύκλο των προοδευτικών ποιητών (μαζί με τους Νίκο Καμπά και Κωστή Παλαμά), που επεδίωκαν να ανανεώσουν τον ποιητικό λόγο, να τον απαλλάξουν από τον στόμφο και την απαισιοδοξία της Α' Αθηναϊκής Σχολής και να καθιερώσουν την δημοτική ως επίσημη γλώσσα της λογοτεχνίας. Η χρονολογία έκδοσης της πρώτης του ποιητικής συλλογής, το 1880, είναι το ορόσημο της εμφάνισης της Νέας Αθηναϊκής Σχολής. Ο Δροσίνης συνέχισε να υπηρετεί την ποίηση ως το τέλος της ζωής του, χωρίς όμως η ποιητική του τέχνη να παρουσιάσει κάποια εξέλιξη.
Τα πεζογραφικά έργα του Δροσίνη εντάσσονται στον χώρο της ηθογραφίας: απεικονίζουν σκηνές από την αγροτική ζωή, ήθη, έθιμα και παραδόσεις του λαού της υπαίθρου. Ο συγγραφέας εξ άλλου ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για τη Λαογραφία (ήταν ιδρυτικό μέλος της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας) και είχε ασχοληθεί με τη συλλογή τραγουδιών, εθίμων και παραδόσεων. Το κύριο γνώρισμά των μυθιστορημάτων και των διηγημάτων του είναι ο ειδυλλιακός χαρακτήρας. Παρ' όλο που στην ποίηση ήταν ένας από τους πρωτοπόρους του δημοτικισμού, οι γλωσσικές του επιλογές στην πεζογραφία ήταν συντηρητικότερες, κάτι που αποτελεί μια από τις βασικές αδυναμίες του πεζογραφικού του έργου.
Εργογραφία
Ποίηση
Ιστοί Αράχνης, 1880
Σταλακτίται, 1881
Ειδύλλια, 1884
Αμάραντα, 1890
Γαλήνη (1891-1902), 1902
Φωτερά Σκοτάδια (1903-1914), 1915
Κλειστά βλέφαρα (1914-1917), 1918
Πύρινη Ρομφαία-Αλκυονίδες (1912-1921), 1921
Το μοιρολόι της όμορφης, 1927
Θα βραδιάζη (1915-1922), 1930
Είπε: (1912-1932), 1932
Φευγάτα Χελιδόνια (1911-1935), 1936
Σπίθες στη στάχτη, 1940
Λαμπες, 1947
Μυθιστορήματα
Αμαρυλλίς, 1886
Το βοτάνι της ζωής, 1901
Το βοτάνι της αγάπης, 1901
Έρση (μυθιστόρημα), 1922
Ειρήνη (μυθιστόρημα), 1945
Συλλογές διηγημάτων
Αγροτικαί επιστολαί, 1882
Διηγήματα και αναμνήσεις, 1886
Διηγήματα των αγρών και της πόλεως, 1904
Το ανθισμένο ξύλο-Τρεις εικόνες (διηγήματα), 1948
Παραμύθια
Παιδικά παραμύθια, 1889
Ελληνική Χαλιμά. Τα ωραιότερα παραμύθια του ελληνικού λαού, 1921 και 1926
Άλλα έργα
Σκόρπια φύλλα της ζωής μου (αναμνήσεις)
Παράδοξος γάμος (κωμωδία μονόπρακτη), 1878
Το μήλον (κωμωδία), 1884
Τρεις ημέραι εν Τήνω 1888
Αι μέλισσαι 1890
Αι όρνιθες 1895
Το ψάρευμα 1908
Συλλογαί φυσικής ιστορίας 1912
Οι τυφλοί 1924
Η σκοπευτική άσκησις του έθνους 1938
Ο κυνηγός 1948
Ημερολόγιο της πολιορκίας του Μεσολογγίου 1958
Γεώργιος Νάζος 1966
Επιστολαί του Νικολάου Γύζη 1969
Ο Μπαρμπα-Δήμος 1974
Θαλασσινα τραγουδια[4] [5]1884
Ιστορικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, εκδόσεις δωρική 1972
Πληροφορίες: el.wikipedia.org/wiki/Γεώργιος_Δροσίνης
Σάμιουελ Μπέκετ, ήταν Ιρλανδός λογοτέχνης, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας, έχει τιμηθεί με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας
Σάμιουελ Μπέκετ
Ο Σάμιουελ Μπέκετ, ήταν Ιρλανδός λογοτέχνης, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. (Samuel Barclay Beckett - 13 Απριλίου 1906 – 22 Δεκεμβρίου 1989)
Το έργο του είναι βασικά μινιμαλιστικό, και σύμφωνα με ορισμένους ερμηνευτές, βαθιά απαισιόδοξο για την ανθρώπινη φύση. Η απαισιοδοξία αυτή αντανακλάται από την εκτενή και περίεργη αίσθηση του χιούμορ στο έργο του, καθώς και από το γεγονός ότι η περιγραφή των εμποδίων στην ανθρώπινη ζωή εξυπηρετεί την επιθυμία του Μπέκετ να δείξει ότι το "ταξίδι" είναι που αξίζει, παρά τις δυσκολίες του.
Το 1969, τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, ενώ το 1984 εκλέχθηκε επικεφαλής της Aosdána, ένωσης ανθρώπων των Καλών Τεχνών της Ιρλανδίας.
Η οικογένεια Beckett (αρχικά Becquet) φημολογείτο ότι είχαν καταγωγή από Ουγενότους που μετακινήθηκαν από τη Γαλλία στην Ιρλανδία μετά την ανάκληση του Διατάγματος της Ναντς το 1685. Ο πατέρας του Beckett ήταν επιμετρητής ποσοτήτων και η μητέρα του νοσοκόμα.
Ο Μπέκετ σπούδασε γαλλικά, ιταλικά και αγγλικά στο Trinity College στο Δουβλίνο από το 1923 έως το 1927. Αφού πήρε το πτυχίο του, δίδαξε για μικρό χρονικό διάστημα στο Campbell College του Μπέλφαστ κι έπειτα διορίστηκε ως καθηγητής αγγλικών στην Ecole Normale Supérieure στο Παρίσι, όπου και γνωρίστηκε με το γνωστό Ιρλανδό συγγραφέα Τζέιμς Τζόις. Η γνωριμία αυτή επηρέασε έκδηλα τον νεαρό Μπέκετ, ο οποίος βοηθούσε τον Τζόις στο έργο του, όπως στην έρευνα για το βιβλίο του γνωστό με τον τίτλο Finnegans Wake.
Το 1929, ο Μπέκετ δημοσίευσε το πρώτο του έργο, ένα κριτικό δοκίμιο με τίτλο Dante...Bruno. Vico..Joyce. Τον επόμενο χρόνο, κέρδισε ένα μικρό λογοτεχνικό έπαθλο με το ποίημα "Whoroscope", εμπνευσμένο από μια βιογραφία του Ρενέ Ντεκάρτ που έτυχε να διαβάζει εκείνη την περίοδο.
To 1930, o Μπέκετ επέστρεψε ως λέκτορας στο Trinity College, ωστόσο σύντομα απογοητεύτηκε από το ακαδημαϊκό του λειτούργημα. Την απέχθειά του αυτή την εξέφρασε με ένα τέχνασμα που έκανε στην Modern Language Society του Δουβλίνου, διαβάζοντας στα γαλλικά ένα σοβαρό επιστημονικό άρθρο του συγγραφέα Jean du Chas, ιδρυτή του κινήματος του Συγκεντρωτισμού. Τόσο ο συγγραφέας όσο και το κίνημά του ήταν δημιουργήματα της φαντασίας του Μπέκετ, που με αυτό τον τρόπο ήθελε να κοροϊδέψει τους σχολαστικούς.
Ο Μπέκετ παραιτήθηκε από τη θέση αυτή το 1931 και ξεκίνησε να ταξιδεύει στην Ευρώπη. Στο Λονδίνο, εξέδωσε μια κριτική μελέτη για το Γάλλο συγγραφέα Μαρσέλ Προυστ.
Ένα χρόνο αργότερα, έγραψε το πρώτο του βιβλίο με τίτλο Dream of Fair to Middling Women, το οποίο εγκατέλειψε μετά τις απορρίψεις αρκετών εκδοτών (εκδόθηκε τελικά το 1993). Μετά από άλλα ταξίδια, όπως στη Γερμανία, όπου δήλωσε απέχθεια για τη δράση των Ναζί, βρέθηκε στο Παρίσι.
Εκεί, τον Ιανουάριο του 1938, έγινε απόπειρα δολοφονίας εναντίον του, καθώς αρνιόταν τις ανήθικες προτάσεις ενός περιβόητου μαστροπού της πόλης. Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του στο νοσοκομείο, γνώρισε την Suzanne Deschevaux-Dumesnil, με την οποία θα διατηρούσε μια μακροχρόνια σχέση που θα κρατούσε σχεδόν 50 χρόνια.
Β' Παγκόσμιος Πόλεμος
Κατά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ο Μπέκετ συμμετείχε στη Γαλλική Αντίσταση, δουλεύοντας ως αγγελιαφόρος, και τα επόμενα δυο χρόνια αρκετές φορές διακινδύνευσε να συλληφθεί από τη Γκεστάπο.
Τον Αύγουστο του 1942, η μονάδα του προδόθηκε: αυτός κι η Σουζάν κατέφυγαν νότια, στο μικρό χωριό Ρουσιγιόν, όπου και συνέχισαν να βοηθούν στην Αντίσταση, κρύβοντας πολεμικό εξοπλισμό στην κατοικία τους και βοηθώντας εμμέσως ένα σαμποτάζ των Μακί εναντίον του γερμανικού στρατού.
Ο Μπέκετ τιμήθηκε με το Μετάλλιο Αντίστασης και το Σταυρό του πολέμου από τη γαλλική κυβέρνηση για τη δράση του κατά της γερμανικής κατοχής, ωστόσο μέχρι το τέλος της ζωής του αναφερόταν με μετριοφροσύνη στο έργο του αυτό.
Θεατρικά έργα και δημοσιότητα
Το 1945, ο Μπέκετ επέστρεψε στο Δουβλίνο, όπου και είχε μια "αποκάλυψη" για τη μελλοντική λογοτεχνική του πορεία, γεγονός που αργότερα παρουσιάστηκε στο έργο του 1958 Krapp's Last Tape, όπου πολλοί σχολιαστές ταύτισαν τον Μπέκετ με τον Krapp, ο οποίος σε όλο το έργο ακούει μια κασέτα που ηχογράφησε παλαιότερα και σε ένα σημείο αναφέρει: ...σαφές τελικά σε εμένα πως το σκοτάδι που πάντα πάλευα να κατανικήσω είναι στην πραγματικότητα ο καλύτερός μου σύμμαχος...
Ο Μπέκετ είναι περισσότερο γνωστός για το έργο του Περιμένοντας τον Γκοντό, το οποίο γράφτηκε αρχικά στα γαλλικά, όπως και τα περισσότερα έργα του Μπέκετ μετά το 1947. Το έργο δημοσιεύτηκε το 1952 και παρουσιάστηκε στο θέατρο για πρώτη φορά το 1953. Στο Παρίσι, έκανε δημοφιλή και αμφιλεγόμενη επιτυχία, ενώ στο Λονδίνο το 1955 αρχικά το υποδέχτηκαν με αρνητικές κριτικές, ενώ παίχτηκε με επιτυχία και στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η επιτυχία αυτή άνοιξε στον Μπέκετ το δρόμο για μια σταδιοδρομία στο θέατρο με επιτυχημένα έργα όπως: Endgame, Krapp's Last Tape, Happy Days και Play.
Βραβείο Νόμπελ
Το 1961, σε μια μυστική τελετή στην Αγγλία, ο Μπέκετ παντρεύτηκε τη Σουζάν, κυρίως για λόγους που σχετίζονταν με το γαλλικό κληρονομικό δίκαιο. Οι συνεχείς επιτυχίες των θεατρικών του έργων του άνοιξαν την καριέρα και του θεατρικού σκηνοθέτη. Το 1969, κατά τη διάρκεια των διακοπών του στην Τύνιδα με τη Σουζάν, ο Μπέκετ έμαθε ότι κέρδισε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Η Σουζάν πέθανε στις 17 Ιουλίου 1989, ενώ ο Μπέκετ πέθανε στις 22 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου. Έπασχε από εμφύσημα και πιθανότατα από τη νόσο του Πάρκινσον.
Μήτση Κωνσταντάρα, ήταν Ελληνίδα ηθοποιός, ήταν αδερφή του ηθοποιού Λάμπρου Κωνσταντάρα, έπαιξε και διακρίθηκε σε δεύτερους ρόλους
Μήτση Κωνσταντάρα
Η Μήτση Κωνσταντάρα, το μικρότερο παιδί της οικογένειας Κωνσταντάρα, ήταν Ελληνίδα ηθοποιός. Έπαιξε και διακρίθηκε σε δεύτερους ρόλους. (1919 ή 1922 - 22 Δεκεμβρίου 1985)
Ήταν αδερφή του ηθοποιού Λάμπρου Κωνσταντάρα. Την ίδια σχεδόν περίοδο με τη γέννησή της έμεινε ορφανή από πατέρα, γι'αυτό αγαπήθηκε ιδιαίτερα από όλη την οικογένεια. Τα δυο μεγαλύτερα αδέρφια της, και ιδιαίτερα ο Λάμπρος, την αντιμετώπιζαν πάντα σαν μικρό παιδί.
Ακόμα και σε μεγάλη ηλικία οι πολύ κοντινοί της άνθρωποι την αποκαλούσαν χαϊδευτικά Μίτσα.
Σπούδασε στην δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου από όπου αποφοίτησε με άριστα και το 1945 πρωτοεμφανίστηκε στην Πρώτη Κρατική Σκηνή με το έργο Αρλεζιάννα. Εκείνη την εποχή υπήρχε ένα είδος θεάτρου, τα ονομαστά Μπουλούκια, τα οποία η ίδια υπηρέτησε με μεγάλη επιτυχία, κάτι όμως που την έκανε το μαύρο πρόβατο της οικογένειας για το δρόμο που ακολούθησε.
Το 1948, συμμετείχε στο θίασο Δημητρίου-Σκορδούλη-Κάσση, που κάνει περιοδεία στην Κωνσταντινούπολη για περίπου ένα χρόνο. Για κάποιο διάστημα εγκατέλειψε το θέατρο για οικογενειακούς λόγους. Εκείνη την περίοδο έμενε στο σπίτι του αδερφού της.
Το 1961 επανέρχεται στο θέατρο αρχικά μόνη της στο θίασο της Μαίρης Αλκαίου και του Βασίλη Διαμαντοπούλου, στο έργο "Ένα Δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν" και ακολουθεί το έργο "Πέντε στρέμματα Παράδεισος" κ.α.
Από το 1964 και μετά, άρχισε να παίζει με τον αδερφό της Λάμπρο, σε θέατρο και σινεμά, σε παραστάσεις όπως "Μια Κυρία Ατυχήσασσα" (που στο σινεμά μεταφέρθηκε με τον τίτλο "Ο στρίγγλος που έγινε αρνάκι"), "Τι 30, τι 40, τι 50", "Υπάρχει και φιλότιμο" κ.α. Τα πιο πολλά από αυτά τα έργα πήγαν και στον κινηματογράφο με άλλο τίτλο. Η Μήτση κοντά στον Λάμπρο ξέφυγε από την ανωνυμία και μαζί γυρίσανε περίπου 30 ταινίες.
Τη δεκαετία του '70 συνεργάστηκε με το Εθνικό Θέατρο στα έργα "Αλκιβιάδης" του Ν. Τουτουντζάκη, "Δικαίωση" του Νίκου Ζακοπούλουκαι πολλά άλλα έργα. Έκανε όμως και αυτόνομη καριέρα και στην τηλεόραση τη δεκαετία του '70 σε σειρές όπως: "Λούνα Παρκ", "Εκείνες Και Εγώ","Μεθοριακός Σταθμός", Παλιατζής κ.α.
Όταν το 1985 πέθανε ο Λάμπρος, η Μήτση έπεσε σε κατάθλιψη.
Πέθανε πιθανόν από ανακοπή καρδιάς στον ύπνο της, έξι μήνες μετά. Κηδεύτηκε στον οικογενειακό τάφο στο Α΄ Νεκροταφείο.
Αν και είχε κάνει ένα γάμο, δεν είχε παιδιά αλλά είχε δυο ανίψια που αγαπούσε πολύ, τον γιο του Λάμπρου Δημήτρη Κωνσταντάρα και την Σίση, κόρη της αδερφής της Σάσας.
Χαρακτηριστική σκηνή - ατάκα
Στην ταινία "ο Στρίγγλος που έγινε αρνάκι" Παραδουλεύτρα :"Άτιμη κοινωνία που άλλους τους ανεβάζεις και άλλους τους ρίχνεις στα ξένα χέρια" Πετρόχειλος : "Τα ξένα χέρια, τα ξένα χέρια είναι καλά. Έτσι που το πας σε λίγο θα πέσεις σε ξένα πόδια" ......... Παραδουλεύτρα : "Κύριε Πετροχείλο, κάποτε ήμουνα πουλί και μ' αγαπούσανε πολύ" Πετρόχειλος : "Τι πουλί να ήσουν τρομάρα σου το πολύ πολύ να ήσουν καρακάξα".
Τζο Κόκερ, ήταν Άγγλος μουσικός και τραγουδιστής
Τζο Κόκερ
Ο Τζον Ρόμπερτ "Τζο" Κόκερ ήταν Άγγλος μουσικός και τραγουδιστής. (John Robert "Joe" Cocker, OBE, 20 Μαΐου 1944 – 22 Δεκεμβρίου 2014)
Είναι γνωστός για το χαρακτηριστικό γρέζι της φωνής του, τις σπασμωδικές κινήσεις του σώματός του ενώ ερμήνευε και τις ποικίλες επιτυχημένες και καθοριστικές διασκευές δημοφιλών τραγουδιών.
Η διασκευή του Κόκερ στο τραγούδι των Beatles "With a Little Help from My Friends" έφτασε στο νούμερο ένα των βρετανικών τσαρτς το 1968.
Ερμήνευσε το τραγούδι ζωντανά στο Γουντστοκ το 1969 και στους Εορτασμούς για το Χρυσό Ιωβηλαίο της Βασίλισσας Ελισάβετ Β' το 2002.
Η δική του βερσιόν αποτέλεσε και το κομμάτι των τίτλων της τηλεοπτικής σειράς «The Wonder Years» (1988–1993).
Η διασκευή που πραγματοποίησε το 1974 στο τραγούδι «You Are So Beautiful» έφτασε στο νούμερο πέντε των αμερικανικών τσαρτς.
Στον Κόκερ απονεμήθηκαν πολυάριθμα βραβεία, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται ένα Γκράμι το 1983 για το «Up Where We Belong», ντουέτο με τη Τζένιφερ Ουάρνς που έφτασε στην κορυφή των αμερικανικών τσαρτς.
Το 1993 υπήρξε υποψήφιος στα Brit Awards για το βραβείο του καλύτερου άρρενα καλλιτέχνη της χρονιάς.
Το 2007 παρέλαβε στη γενέτειρά του χάλκινη τιμητική πλακέτα, ενώ το 2008 εντάχθη στο Τάγμα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας σε επίσημη τελετή στα Ανάκτορα του Μπάκιγχαμ για την προσφορά του στη μουσική.
Ο Κόκερ βρίσκεται στο νούμερο 97 της λίστας με τους 100 σημαντικότερους τραγουδιστές που έχει δημοσιεύσει το περιοδικό Rolling Stone.
Περισσότερα Άρθρα...
- Τζάκομο Πουτσίνι, ήταν Ιταλός συνθέτης όπερας, ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του ιταλικού βερισμού
- Διοκλητιανός, ρωμαίος αυτοκράτορας, που διακρίθηκε για την εξαίρετη νοημοσύνη του
- Ελένη Παπαδάκη, υπήρξε μεγάλη Ελληνίδα ηθοποιός που διέπρεψε σε ποικίλους ρόλους, εκτελέστηκε από μέλη του ΕΑΜ ("Εθνική Πολιτοφυλακή") κατά τη διάρκεια των γεγονότων που έμειναν γνωστά ως Δεκεμβριανά
- Αντώνης Οικονόμου, ήταν Έλληνας πλοίαρχος και αγωνιστής του 1821 που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εξέγερση των Υδραίων παραμερίζοντας τους πρόκριτους και προύχοντες του νησιού