Άρθρα
Κούλης Στολίγκας, Έλληνας ηθοποιός και ένας από τους πιο αγαπητούς ηθοποιούς του ελληνικού κινηματογράφου
Κούλης Στολίγκας
Ο Κούλης (Ιωάννης) Στολίγκας ήταν Έλληνας ηθοποιός του θεάτρου και κινηματογράφου, γεννήθηκε στη Δράμα το 1910 και πέθανε στις 24 Φεβρουαρίου 1984 στην Αθήνα.
Σπούδασε φωνητική μουσική στο ωδείο της γενέτειράς του.
Το θεατρικό του ντεμπούτο το έκανε το 1933 στην οπερέτα του Λέχαρ "Εύθυμη χήρα".
Συνεργάστηκε με οπερετικούς και επιθεωρησιακούς θιάσους στην Αθήνα και στην επαρχία έως το 1942.
Στα 1947 συγκρότησε δικό του θίασο οπερέττας και στα 1955 τον μετέτρεψε σε θίασο πρόζας.
Υπήρξε ένας από τους πιο αγαπητούς ηθοποιούς του ελληνικού κινηματογράφου, ιδιαίτερα σε ρόλους κονφερασιέ, με πηγαίο χιούμορ και ιδιαίτερο στύλ, παίζοντας σε ταινίες όπως "Η Χιονάτη και οι 7 νάνοι", "Ο εμίρης και ο κακομοίρης", "Έξω οι κλέφτες".
Τα τελευταία χρόνια ζούσε απομονωμένος από τα φώτα της δημοσιότητας μαζί με τις δύο αδερφές του και δεν είχε παιδιά. Κηδεύτηκε στον Κόκκινο Μύλο.
Γιώτα Λύδια, Ελληνίδα τραγουδίστρια, μια από τις μεγαλύτερες και σπουδαιότερες λαϊκές τραγουδίστριες
Γιώτα Λύδια
Η Γιώτα Λύδια, είναι Ελληνίδα τραγουδίστρια, μια από τις μεγαλύτερες και σπουδαιότερες λαϊκές τραγουδίστριες. (Παναγιώτα Μανταράκη, 24 Φεβρουαρίου 1934)
Γεννήθηκε το 1934 στη Νέα Ιωνία έχοντας καταγωγή από τη Μικρά Ασία, παντρεύτηκε στα 14 της τον μετέπειτα συνθέτη των μεγάλων επιτυχιών της Στράτο Ατταλίδη και στα 15 της γεννάει τον μοναχογιό της.
Μπήκε στην δισκογραφία το 1954 με την προτροπή του συζύγου της και του συνθέτη Γεράσιμου Κλουβάτου του οποίου τραγούδησε και τα δύο πρώτα τραγούδια της, ο μαέστρος Χρυσίνης τότε την βάφτισε Λύδια. Αμέσως αναγνωρίστηκε η αξία και το σπάνιο μέταλλο της φωνή της και όλοι οι συνθέτες θέλησαν να συνεργαστούν μαζί της. Τραγουδάει Τσιτσάνη, Παπαϊωαννου, Χιώτη (Ηλιοβασιλέματα κ.α), Καραπατάκη, Λαύκα, Μητσάκη, Μπακάλη, Δερβενιώτη, και βέβαια Απόστολο Καλδάρα με τον οποίο δίνουν το σπουδαίο και διαχρονικό τραγούδι Συ μου χάραξες πορεία.
Η ίδια χαρακτηρίζεται από το γεγονός οτι τραγουδάει με ευκολία όλα τα είδη του τραγουδιού πάντα με μεγάλη επιτυχία, σμυρναίικα, τσιφτετέλια, ζεϊμπέκικα, μικρασιάτικους αμανέδες, ελαφρό- μοντέρνο τραγούδι, νησιώτικα αλλά και δημοτικά τα οποία έχουν σημαντική θέση στο ρεπερτόριο της ερμηνεύτριας.
Από το 1954-1958 η Λύδια γίνεται αναγνωρίσιμη και αγαπημένη του κοινού μόνο μέσα από τους δίσκους 78 στροφών.
Δεκαετία'60
Πρωτοβγαίνει στο πάλκο δίπλα στον Στέλιο Καζαντζίδη αλλά και την Μαρινέλλα στο κέντρο '' Μαντουμπάλα'',οι εμφανίσεις της σε νυχτερινά κέντρα όλα αυτά τα χρόνια θα είναι εξαιρετικά μετρημένες. Οι δυο σπουδαίοι ερμηνευτές ένωσαν τις φωνές τους και σε δίσκους (Συννεφιασμένη Κυριακή, Καβουράκια, κ.α.). Το 1960 βρίσκει τη Γιώτα Λύδια να τραγουδάει μια μεγάλη σειρά τραγουδιών του Στράτου Ατταλίδη και του Κώστα Βίρβου, Γύρνα πάλι γύρνα, Ο ταυρομάχος, Η τσιγγάνα η Μαρίτσα, Έλα γύφτο μ'έλα, Πες μου γιατί, Σαν ζητιάνα σε κοιτώ, Αχ ας μπορούσα(στίχοι Γ.Κοινούση) και βέβαια το Γιατί θες να φύγεις που θα πας, ένα τραγούδι σταθμός που σημείωσε ένα αξεπέραστο μέχρι και τις μέρες μας δισκογραφικό ρεκόρ, πούλησε παραπάνω από 845.000 δίσκους.
Παράλληλα εμφανίζεται στου Τζίμη του χοντρού με τη συμμετοχή του Χρηστάκη και αργότερα στην Μαντουμπάλα με τον Σπύρο Ζαγοραίο και το Μανώλη Αγγελόπουλο με τον οποίο τους συνδέει μια άριστη επαγγελματική σχέση καθώς πρώτη φορά τραγούδησε σε δίσκο ο Αγγελόπουλος δίπλα στη Λύδια την περίφημη Μαγκάλα αλλά και έπειτα είπαν επιτυχημένα ντουέτα (Σαν θεό σ'αγαπώ, Μανταλένα, Αχ μουσταφά κ.α.)
Η ίδια ήταν κοντά και στο ξεκίνημα του Στράτου Διονυσίου στο τραγούδι Φύγε-φύγε. Ξεχωριστή στιγμή στην καριέρα της είναι η συνεργασία της με τον Μίκη Θεοδωράκη ερμήνευσε κομμάτια από το τραγούδι του νεκρού αδερφού όπως Κοιμήσου αγγελούδι μου, Μελαχροινή μου κοπελιά, Ο ουρανός είναι κλειστός, Προδομένη αγάπη και εμφανίζεται μαζί του στα θέατρα Κεντρικόν και Καλούτα μαζί με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση.
Το 1965 ξανασυνεργάζεται με τον Καζαντζίδη και την Μαρινέλλα στο Φαληρικόν,εκεί είναι που είπε ο Καζαντζίδης το οριστικό αντίο στις πίστες.
Το 1967-1968 η Γιώτα Λύδια γνωρίζει και πάλι μέρες δόξας, συνεργάζεται με τον Ακη Πάνου αφήνοντας κληρονομιά ένα από τα σπουδαιότερα τραγούδια μέχρι σήμερα το Η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα, ενώ το τραγούδι της σε μουσική και στίχους του Νίκου Δαλέζιου Να' χα εκατό καρδιές σπάει ακόμα μία φορά ρεκόρ πωλήσεων. Την ίδια εποχή τραγουδάει στην Φαντασία με τους Τσιτσάνη, Μενιδιάτη, Λαμπράκη, Σούκα, Ρεπάνη, Κατινάρη, Λιόση κ.α.
Εκεί γνωρίζει τον δεύτερο σύζυγό της με τον οποίο είναι μέχρι και σήμερα μαζί, ακόμη ηχογραφεί τραγούδια του Κατινάρη, Καραμπεσίνη, Κοινούση, Ρεπάνη, Δαλέζιου, Καρανικόλα, ενώ ερμηνεύει το συμφέρον του Μάρκου Βαμβακάρη σε ενορχήστρωση Σταύρου Ξαρχάκου.
Δεκαετίες '70-΄80 και '90
Στα τέλη του 60 και αρχές του 70 τα πράγματα στο τραγούδι αλλάζουν προς το χειρότερο για τους παλιούς ερμηνευτές έτσι η Λύδια αποσύρεται από τα μαγαζιά και αραιώνει την δισκογραφική της παρουσία, τότε όμως θα γνωρίσει την αποθέωση τραγουδώντας επί σειρά ετών στους ομογενείς της Αμερικής και της Αυστραλίας,δισκογραφικά βγάζει τους δίσκους Δύο φωτιές, Χίλια μαχαίρια, Γιώτα Λύδια με τη συμμετοχή του Τάκη Σούκα και το 1974 το Μία παρασκευή.
Η επιστροφή της στην δισκογραφική εταιρεία από όπου βγήκε οπού είχε μετονομαστεί σε minos έγινε το 1976 με το άλμπουμ Επιστροφή στις ρίζες ένας δίσκος με σμυρναίικα τραγούδια και αξεπέραστες ερμηνείες από την ανατολίτικη, λυγμική και γεμάτη γυρίσματα φωνή της, το 1977 κυκλοφορεί ακόμη έναν δίσκο στην εταιρεία το Μπορεί των Βασίλη Βασιλειάδη και Τάκη Μουσαφίρη ενώ εμφανίζεται στο κέντρο του Κώστα Καρουσάκη.
Αρχές του 80 η Λύδια απείχε συνειδητά από τα πράγματα με εξαίρεση τη συμμετοχή της στον δίσκο του Γιάννη Μαρκόπουλου Βαριά λαϊκά ώσπου το 1984 επανέρχεται στο τραγούδι με την προτροπή του Γιώργου Νταλάρα όπου εκείνη την περίοδο μεσουρανούσε, ηχογραφώντας έναν δίσκο οπού τραγουδούσαν μαζί και χωριστά παλιά λαϊκά τραγούδια.
Ο δίσκος είχε την ονομασία Καλημέρα κυρία Λύδια που διάλεξε ο Νταλάρας για να τιμήσει την μεγάλη τραγουδίστρια, ο δίσκος θεωρείται από τους καλύτερους της δεκαετίας του 80 και γνώρισε μεγάλη εμπορική επιτυχία με πωλήσεις άνω των 180.000 αντιτύπων,ακόμη εμφανίζεται στο παλαί ντε σπορ της Θεσσαλονίκης δίπλα στον Γιώργο Νταλάρα και την Χαρούλα Αλεξίου.
Το 1986 κυκλοφορεί ο τελευταίος δίσκος της στη minos με τίτλο Καθαρά και ξάστερα με δημιουργίες των δύο μεγάλων συνθετών της εποχής Τάκη Σούκα και Χρήστου Νικολόπουλου,εμφανίζεται με τον Σούκα και τον Κοντογιάννη στις Νταλίκες και αργότερα με τον Απόστολο Καλδάρα.
Στα χρόνια του 90 πραγματοποιεί δύο ακόμη σημαντικές εμφανίσεις με τον Αντώνη Βαρδή και την Χριστίνα Μαραγκόζη στο Ζουμ και στον Διογένη με την Πόλυ Πάνου, ηχογραφεί ακόμη δύο δίσκους,το 1997 κάνει την τελευταία της δισκογραφική εμφάνιση και παρουσία της στα κέντρα δίπλα στον Βαγγέλη Κονιτόπουλο.
Τελευταίες της εμφανίσεις στην τηλεόραση έγιναν στην Σεμίνα Διγενή και τον Σπύρο Παπαδόπουλο,το 2006 κυκλοφόρησε η βιογραφία της από τον Κώστα Μπαλαχούτη.
Ακόμη επηρέασε με την ερμηνεία της, πολλές μετέπειτα σημαντικές τραγουδίστριες (Γλυκερία, Βιτάλη κ.ά.).
Φιλοποίμην Φίνος ο "Πατριάρχης" του Ελληνικού Κινηματογράφου
Φιλοποίμην Φίνος ο "Πατριάρχης" του Ελληνικού Κινηματογράφου
Ο Φιλοποίμην Φίνος γεννήθηκε το 1908 στην Τιθορέα Λοκρίδος. Η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όταν ο ίδιος ήταν ακόμα σε νηπιακή ηλικία. Ο πατέρας του, αν και γιατρός, είχε γίνει ένας από τους πιο γνωστούς κινηματογραφικούς επιχειρηματίες. Είχε κινηματογραφικές αίθουσες στην Αθήνα και την επαρχία, με πιο γνωστή το Αλκαζάρ, το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο θερινό σινεμά της Αθήνας. Ένα μέρος που αποτελεί σημείο αναφοράς στην πορεία του Φιλοποίμενα, αφού εκεί δέχθηκε τα πρώτα ερεθίσματα της έβδομης τέχνης, εκεί άρχισε να οραματίζεται...
Μπήκε εσωτερικός μαθητής στην Ιόνιο Σχολή, αλλά αποφοίτησε από το δημόσιο σχολείο «Αθηναϊκό Λύκειο Μεγαρέως» στο Παγκράτι. Από παιδί, είχε πολλές ανησυχίες και ποικίλα ενδιαφέροντα. Αγαπούσε την υποκριτική τέχνη και μάλιστα οργάνωσε με συνομήλικους εφήβους έναν ερασιτεχνικό και ψυχαγωγικό σύλλογο, τη «Νεολαία», με τον οποίο έδωσαν μερικές θεατρικές παραστάσεις στο θέατρο Κοτοπούλη. Παράλληλα, του άρεσε πολύ η λογοτεχνία και από τα μαθητικά του χρόνια ακόμα ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Ίσως αυτό να ήταν και το εφαλτήριο της απόφασής του να ακολουθήσει θεωρητικές σπουδές, σπουδάζοντας νομικά στην Αθήνα και ολοκληρώνοντας με ένα μεταπτυχιακό πολιτικών επιστημών στη Γερμανία.
Από παιδί ακόμα αισθανόταν δέος μπροστά στα μηχανήματα του Αλκαζάρ, τη μαγεία και την έκφραση που ανέδιδαν στην κινηματογραφική εικόνα. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του, εργαζόταν εκεί ως μηχανικός προβολής. Στην καμπίνα προβολής του Αλκαζάρ σφυρηλατήθηκε η παθιασμένη σχέση του με τον κινηματογράφο και την τεχνική του. Αν και οι σπουδές του αποτελούσαν μεγάλο εφόδιο για λαμπρή καριέρα, ωστόσο δεν στάθηκαν ικανές να του σιγάσουν αυτό το πάθος και τη λαχτάρα του να κατακτήσει και να εξελίξει την εμβρυακή τότε έβδομη τέχνη στην Ελλάδα. Η ακαταμάχητη επιθυμία του να κάνει κτήμα του οτιδήποτε σχετιζόταν με το τεχνικό μέρος του κινηματογράφου, τον οδήγησε στην επίμονη μελέτη φυσικής, οπτικής και μηχανικής, ώστε να διευρύνει τις γνώσεις του και να τις εφαρμόζει διαλύοντας και ξανασυνθέτοντας κάθε μηχάνημα που έπεφτε στα χέρια του. Κάπως έτσι του βγήκε και το προσωνύμιο «Ο Κατσαβιδάκιας», αφού πάντοτε κουβαλούσε το αγαπημένο του κατσαβίδι για να επιδιορθώσει κάποια μηχανή.
Το 1930, πριν ακόμα ολοκληρώσει τις σπουδές του, κατάφερε να δημιουργήσει και να εγκαταστήσει μηχάνημα ήχου στο Αλκαζάρ. Η επόμενη πρόκληση του Φίνου ήταν να κατασκευάσει ηχοληπτικό μηχάνημα, που θα έδινε τη δυνατότητα να δημιουργηθούν πρωτογενώς ομιλούσες ταινίες χωρίς ντουμπλαρισμένο ήχο. Αυτή η τεχνική φάνταζε αδύνατη ως και ουτοπική εκείνη την εποχή, αφού τα μέσα που διέθετε η χώρα μας ήταν από πενιχρά έως ανύπαρκτα. Με όπλο την πίστη του και κινητήριες δυνάμεις το πάθος και τις γνώσεις του, ο Φίνος κατόρθωσε με την πολύτιμη αρωγή του φίλου του ηλεκτρονικού Ιωάννη Σαλίβερου να κατασκευάσει το 1935 σύγχρονο ηχοληπτικό μηχάνημα. Οι δυο τους, μαζί με τον Νόβακ και τον Παρασκευά, ξεκίνησαν το γύρισμα της ταινίας «Νερωμένο Κρασί», η οποία όμως δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.
Ο Φίνος δεν το έβαλε κάτω. Πείσμωσε και έβαλε πλώρη για την πρώτη ομιλούσα ελληνική ταινία! Το 1938, ίδρυσε τα «Ελληνικά Κινηματογραφικά Στούντιο» στο Καλαμάκι, παρέα με τους Σκούρα, Προβελέγγιο, Χλοΐδη, και τους αδελφούς Δριμαρόπουλους και όλοι μαζί, ακούραστοι εργάτες, πέτυχαν τον πολυπόθητο στόχο τους. Τον Απρίλιο του 1940 βγήκε στους κινηματογράφους η ταινία «Το Τραγούδι Του Χωρισμού». Το σενάριο ήταν του Δημήτρη Μπόγρη, ενώ ο Φίνος, εκτός από υπεύθυνος για τα τεχνικά ζητήματα, ήταν και σκηνοθέτης της ταινίας, για πρώτη και τελευταία φορά. Αν και σήμερα η συγκεκριμένη ταινία έχει ιστορική αξία, τα αποτελέσματα τότε δεν ήταν τα προσδοκώμενα. Ωστόσο, αυτή η αποτυχία δεν ήταν ικανή να ανακόψει την πορεία του μεγάλου δημιουργού. Tο πάθος του για δημιουργία και το όραμά του για σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο θα χαλυβδωθούν ακόμη περισσότερο, έστω κι αν οι συνθήκες ήταν αντίξοες και τα εμπόδια φάνταζαν ανυπέρβλητα.
Το φθινόπωρο του 1940 νοικιάζει ένα παλιό τριώροφο κτήριο στο κέντρο της Αθήνας, στην οδό Στουρνάρα. Στον τρίτο όροφο στήνει, με την αγαπημένη του Τζέλλα, το σπιτικό τους. Το υπόλοιπο κτήριο μετατρέπεται σε κινηματογραφικό στούντιο για να στεγάσει την κινηματογραφική επιχείρηση που σκόπευε να ιδρύσει. Πριν, όμως, προλάβει να θέσει σε λειτουργία τα νέα του σχέδια, αρχίζει να ξεδιπλώνεται μία στρατιωτική και συνάμα φονική μηχανή: αυτή του Άξονα του τρίτου Ράιχ. Την 28η Οκτωβρίου, οι Ιταλοί κηρύσσουν τον πόλεμο στη χώρα μας. Ο Φίνος μαζί με παλιούς συνεργάτες παρουσιάζονται στη Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού, προσφέροντας τους εαυτούς τους στην υπηρεσία της πατρίδας, συγκροτώντας συνεργείο λήψεων επικαίρων στο Αλβανικό Μέτωπο. Μέσα από αφάνταστες δυσκολίες, άσχημες καιρικές συνθήκες και φτωχό κινηματογραφικό εξοπλισμό, μετακινούνται από πόλη σε πόλη και από βουνό σε βουνό, γυρίζοντας ανελλιπώς τις σκηνές του Αλβανικού Έπους, εκτεθειμένοι διαρκώς σε κίνδυνο για τη ζωή τους. Ο απαράμιλλος ηρωισμός των Ελλήνων στρατιωτών και οι αλλεπάλληλες νίκες κατά των Ιταλών ενθουσιάζουν τους νεαρούς οπερατέρ και τους βοηθούν να αναχαιτίζουν κάθε δυσκολία και κάθε εμπόδιο. Οι ταινίες που γυρίζουν για τα «Επίκαιρα», απαθανατίζοντας τα κατορθώματα του στρατού μας, συναρπάζουν και εμψυχώνουν τον κόσμο. Όμως, στις 6 Απριλίου του 1941, και ενώ οι Ιταλοί έχουν υποστεί τεράστια ταπείνωση και εξευτελισμό, παίρνουν τη σκυτάλη οι Γερμανοί μπαίνοντας στη Μακεδονία. Στις 27 Απριλίου καταλαμβάνουν την Αθήνα, υψώνοντας τη σημαία με τη σβάστικα στην Ακρόπολη και σε όλα τα δημόσια κτήρια της πόλης...
Οι Γερμανοί σταμάτησαν αμέσως όλους τους οπερατέρ των «Επικαίρων», επέταξαν τα κινηματογραφικά μηχανήματα του Φίνου και έψαχναν μανιωδώς να βρουν όλα τα νεγκατίφ των σκηνών του Αλβανικού μετώπου για να τα καταστρέψουν. Μπροστά σε αυτήν τη μανία των Γερμανών δεν γλίτωσαν ούτε τα στούντιο στο Καλαμάκι, τα οποία καταστράφηκαν ολοσχερώς. Ωστόσο, χάρη στη διορατικότητα του Φίνου, ο οποίος προέβλεψε τη θέληση των Γερμανών να βρουν τα νεγκατίφ, κατάφερε με τη βοήθεια ενός φίλου να σώσει και να κρύψει αρκετές κόπιες σε ασφαλές μέρος. Έτσι διασώθηκαν πολλά αρχεία με σκηνές από το Αλβανικό μέτωπο, τα οποία αποτελούν μέχρι σήμερα μοναδικά ιστορικά ντοκουμέντα.
Το καλοκαίρι του 1941, βρίσκει τον Φίνο στην Αθήνα εξουθενωμένο σωματικά και ψυχικά. Μέσα στις πιο αντίξοες συνθήκες, με την Ελλάδα να ασφυκτιά υπό τη Γερμανική κατοχή, προσπαθεί να βρει το κουράγιο να ανασυνταχτεί. Το χειμώνα του ίδιου έτους κινηματογράφησε, μαζί με τον φίλο του Δημήτρη Ιωαννόπουλο, την απογραφή του πληθυσμού για τις ανάγκες μίας ταινίας μικρού μήκους που εμπνεύστηκε ο ίδιος, στην οποία θα προβάλλονταν οι διαδικασίες του σύγχρονου τρόπου απογραφής. Η ταινία εμφάνιζε σημαντικές βελτιώσεις για τα ελληνικά δεδομένα, τόσο σε εικόνα όσο και σε ήχο, αναπτερώνοντας το ηθικό του Φίνου, αφού μέσα σε τόσο δυσμενείς συνθήκες, κατάφερε να εξελίξει την ποιότητα της κινηματογράφησης.
Η Ελλάδα βίωνε τη δυσκολότερη περίοδο της σύγχρονης ιστορίας της. Οι συνέπειες της κατοχής από τους Γερμανούς ήταν τραγικές. Η πείνα θέριζε όλη τη χώρα, άνθρωποι πέθαιναν από ασιτία, το ηθικό του λαού είχε καταρρακωθεί και οι Ναζί κατακτητές επιδείκνυαν υπέρμετρη σκληρότητα. Ο Φίνος είχε όραμα να κάνει σύγχρονο κινηματογράφο στην Ελλάδα. Οι συνθήκες βέβαια ήταν τόσο αρνητικές, που για να σκεφτείς και μόνο να γυρίσεις ταινία χρειαζόταν να έχεις - εκτός από όραμα, θάρρος, τόλμη - και μπόλικη δόση θράσους. Διότι ακόμα κι αν είχες πίστη στις ικανότητες και την αντοχή σου, αψηφώντας όλες τις αντιξοότητες, πώς θα έπειθες κάποιον να επενδύσει χρήματα σε ένα εγχείρημα που έμοιαζε με τρέλα; Κι όμως ο Φίνος μαζί με τον Ιωαννόπουλο, σκέφτηκαν να γυρίσουν μια ταινία μεγάλου μήκους, βασισμένη σε ένα σενάριο που είχε γράψει ο ίδιος ο Ιωανόπουλος. Σκοπός τους, δεν ήταν απλά να γυρίσουν την ταινία, αλλά να καταθέσουν όλο τους το μεράκι, το πάθος και τις τεχνικές γνώσεις του Φίνου, αποφεύγοντας συνάμα όλα τα λάθη της πρώτης εμπειρίας τους. Όσο για τη χρηματοδότηση της ταινίας; Ο Γιώργος Καβουκίδης, φίλος του Φίνου, τους εμπιστεύτηκε! Όπως ο ίδιος είχε πει "Ο Φίνος είναι μια διάνοια και ένα δαιμόνιο μυαλό και τον θαυμάζω για όλες τις ευρεσιτεχνίες και τα τεχνολογικά του κατορθώματά". Παράλληλα, ήξερε ότι ο Φίνος ήταν αξιόπιστος και έντιμος. Έτσι, μπήκε συμπαραγωγός με 50% ποσοστό, με τον Φίνο να συμμετέχει με το υπόλοιπο 50%, διαθέτοντας ό,τι είχε και δεν είχε από χρήματα πουλώντας κάποια χωράφια του πατέρα του.
Αυτή τη φορά, οι κόποι των συντελεστών δικαιώθηκαν. Τα γυρίσματα της ταινίας «Η Φωνή της Καρδιάς» διήρκησαν περίπου ένα χρόνο και χρειαστήκαν πολλές θυσίες, θαυμαστή επιμονή και απαράμιλλη αντοχή από όλους τους συντελεστές της για να ολοκληρωθεί. Ο Φίνος, εκτός των άλλων, φρόντιζε και για τη σίτιση όλων όσων συμμετείχαν στα γυρίσματα. Πρωταγωνιστής της ταινίας ήταν ο πιο καταξιωμένος ηθοποιός του θεάτρου στην Ελλάδα μέχρι σήμερα: ο Aιμίλιος Βεάκης. Μέχρι τότε, ο μεγάλος ηθοποιός είχε παίξει μόνο σε μια βουβή ταινία, την «Αστέρω». Οι υπόλοιποι ηθοποιοί είχαν ήδη δώσει τα διαπιστευτήρια τους, με κάποιους ήδη καταξιωμένους, όπως ο Αλέκος Λειβαδίτης και ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, και κάποιους άλλους που είχαν δείξει το ταλέντο τους και υπόσχονταν λαμπρή καριέρα, όπως ο Δημήτρης Χορν και η Καίτη Πάνου. Αυτή ήταν η πρώτη επίσημη ταινία της Φίνος Φιλμ και η επιτυχία της ήταν μεγαλειώδης. Όπως ο ίδιος ο Φίνος είχε τονίσει: «Η ταινία ήταν ένας εθνικός θρίαμβος». Και τα γεγονότα βεβαιώνουν αυτόν τον ισχυρισμό. Δεν ήταν μόνο ότι οι Έλληνες είδαν επιτέλους μία άρτια ομιλούσα ταινία και άψογη τεχνικά σε εικόνα και ήχο, αλλά αυτή η κατάκτηση ήρθε στην καρδιά της κατοχής, όπου η καταχνιά, η πείνα και ο θάνατος είχαν απλώσει το δίχτυ τους παντού. Η πρεμιέρα - στις 29 Μαρτίου 1943 - έμοιαζε με αντιστασιακό γεγονός, με την αίθουσα του κινηματογράφου REX στην οδό Πανεπιστημίου να γεμίζει ασφυκτικά. Μετά το τέλος της, οι θεατές ενθουσιασμένοι έκαναν λαμπαδηδρομία από τον κινηματογράφο μέχρι και τις στήλες του Ολυμπίου Διός. Οι Γερμανοί, ανήσυχοι στην αρχή, πλησίαζαν το πλήθος με τα αυτόματα στο χέρι, τα οποία κατέβασαν όταν επιβεβαίωσαν ότι πρόκειται για μία εκδήλωση ενθουσιασμού. Η ταινία έκανε εισπρακτικό πάταγο, κόβοντας 102.237 εισιτήρια στις δύο κινηματογραφικές αίθουσες που προβλήθηκε, ενώ οι κριτικές ήταν διθυραμβικές. Η «Φωνή της Καρδιάς» αποτελεί την αφετηρία του σύγχρονου Ελληνικού Κινηματογράφου. Η τεράστια επιτυχία της ώθησε τον Φίνο να συνεχίσει και να ξεκινήσει τη συναρπαστική του πορεία, με το σήμα της FF να περάσει στη συνείδηση επτά γενεών Ελλήνων ως το απόλυτο σύμβολο της «Χρυσής εποχής του Ελληνικού Κινηματογράφου».
Στις αρχές του 1944, οι Γερμανοί συλλαμβάνουν τον Φίνο και τον πατέρα του, ο οποίος τροφοδοτούσε αντιστασιακά τμήματα με σιτάρι και κριθάρι από τα κτήματά του στην Κωπαϊδα. Το στρατοδικείο καταδίκασε και τους δύο σε θάνατο. Χάρη όμως στην επιμονή του πατέρα του να πείσει τους Γερμανούς πως ο γιος του δεν είχε καμία ανάμειξη, ο Φιλοποίμην αποφυλακίζεται από τις φυλακές Αβέρωφ, με τον όρο «εθελούσιας δωρεάς των περιουσιακών του στοιχείων στις δυνάμεις της κατοχής». Λίγο αργότερα, τον Ιούλιο του 1944, ο πατέρας του Φίνου εκτελείται από τους Γερμανούς...
Από εκείνη την ημέρα και μετά, η ζωή του Φίνου είναι απόλυτα συνυφασμένη με την εταιρεία του. Κατά τη διάρκεια αυτών των 33 χρόνων, ο Φίνος αφοσιώνεται πλήρως στη δουλειά του. Δεν είχε κοινωνική ζωή και δεν τον ενδιέφεραν οι κοσμικές εμφανίσεις και οι δημόσιες σχέσεις. Οι διασκεδάσεις και τα γλέντια ήταν μετρημένα. Δεν ζήτησε ποτέ βοήθεια από το κράτος, παρά το γεγονός ότι τον συνέδεε μακρά φιλία με τον επί χρόνια πρωθυπουργό εκείνης της περιόδου, Κωνσταντίνο Καραμανλή. Όσα χρήματα κέρδιζε από τις ταινίες του, τα επένδυε στις επόμενες. Για αυτό, άλλωστε, δεν είχε κάνει περιουσία παρά μόνο ένα διαμέρισμα στο όνομα της πολυαγαπημένης του συντρόφου, Τζέλλας Βανάκου. Με την Τζέλλα παντρεύτηκε το 1947 στο σπίτι της μητέρας του (!) - επιτρεπόταν τότε - μουτζουρωμένος και αλαφιασμένος από τη δουλειά. Ήταν ζευγάρι από λίγο πριν τον πόλεμο, ενώ κουμπάρος τους ήταν ο φίλος του Φίνου και αγαπημένος του συνεργάτης, Αλέκος Σακελάριος. Η Τζέλλα ήταν το απόλυτο στήριγμα του Φιλοποίμενα, παρά το γεγονός ότι στερήθηκε ανέσεις, πολυτέλειες και ψυχαγωγία. Η ίδια είχε πει «Όλη του τη ζωή την είχε δώσει και την είχε αφιερώσει στον κινηματογράφο και μόνο. Το σπίτι, η διασκέδαση, η ψυχαγωγία ήταν δεύτερο πλάνο για μας».
Όσο και αν ο Φίνος αφιέρωσε τη ζωή του αποκλειστικά στην 7η τέχνη, κάποιοι του καταλόγισαν πως δεν έκανε πολλές ταινίες "τέχνης". Όπως δήλωσε σε συνέντευξή του, στόχος του ήταν να δημιουργήσει καλό, εμπορικό κινηματογράφο - κάτι που πέτυχε απόλυτα. Επιπλέον, είχε την ατυχία να χάσει πολλά χρήματα όσες φορές επένδυσε σε πιο "καλλιτεχνικές" παραγωγές τις οποίες είχε πιστέψει. Ωστόσο, πάντα βοηθούσε και στήριζε δημιουργούς, οι οποίοι είχαν βαθύτερες καλλιτεχνικές αναζητήσεις. Όπως έχει πει ο Νίκος Κούνδουρος: "Ο Φίνος συντηρούσε για μας, τις μηχανές και την υποδομή ολόκληρη. Και όταν λέω «μας» εννοώ έναν περιορισμένο κόσμο που κάναμε ένα άλλο είδος κινηματογράφου".
Ο Φιλοποίμην Φίνος είναι μια από τις σημαντικότερες μορφές της σύγχρονης πολιτιστικής ιστορίας του τόπου μας. Το έργο του αποτελεί παγκόσμιο πρότυπο «μαζικής κουλτούρας», χωρίς αυτό να σημαίνει χαμηλή καλλιτεχνική στάθμη. Η μεγαλύτερη απόδειξη είναι η αέναη αγάπη του κόσμου ανεξαρτήτως ηλικίας, που ψυχαγωγείται βλέποντας ακούραστα ξανά και ξανά αυτές τις ταινίες. Όπως, άλλωστε, έχει πει και ο ίδιος "Στο τέλος μιλάει το πανί".
Πληροφορίες: finosfilm.com
Νίκος Κούνδουρος, ήταν ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες σκηνοθέτες
Νίκος Κούνδουρος
Ο Νίκος Κούνδουρος ήταν ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες σκηνοθέτες. (15 Δεκεμβρίου 1926 - 22 Φεβρουαρίου 2017)
Γεννήθηκε στην Αθήνα, αλλά οι γονείς του δεν ανέχονταν να πολιτογραφηθεί σαν Αθηναίος. Τον μετέφεραν στην Κρήτη, τυλιγμένο σε μία πάνα, ώστε να γραφτεί στα δημοτολόγια του Αγίου Νικολάου της Κρήτης στις 15 Δεκεμβρίου του 1926.
Ήταν γιος του δικηγόρου και πολιτικού Ιωσήφ Κούνδουρου. Σπούδασε ζωγραφική και γλυπτική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας από την οποία και αποφοίτησε το 1948.
Κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε ενταχθεί στις τάξεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, και πολέμησε στα Δεκεμβριανά στον λόχο σπουδαστών "Λόρδος Βύρων". Μετά τον πόλεμο εξορίστηκε στη Μακρονήσο, λόγω των αριστερών φρονημάτων του.
Στα 28 του χρόνια αποφάσισε να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο.
Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως σκηνοθέτης με τη Μαγική Πόλη (1954), όπου συνδύασε τις επιρροές του από το νεορεαλισμό με την εικαστική του ματιά.
Με το σύνθετο και πρωτοποριακό έργο Ο Δράκος (1956), ο Νίκος Κούνδουρος καθιερώνεται. Ακολούθησαν Οι παράνομοι (1958), Το ποτάμι (1959), Μικρές Αφροδίτες (1963), Το πρόσωπο της Μέδουσας (1967), Τα τραγούδια της φωτιάς (1974), 1922 (1978) κ.ά.
Κατά τα ξημερώματα της 21 Οκτωβρίου του 2010, έπεσε θύμα ληστείας στο σπίτι του στο Μετς, από 3 μασκοφόρους τους οποίους η αστυνομία δεν κατάφερε να εντοπίσει, ενώ ο ίδιος μεταφέρθηκε στην εντατική μονάδα του νοσοκομείου «Γεώργιος Γεννηματάς». Υπήρξε θύμα ανάλογης ενέργειας και 2 μήνες νωρίτερα.
Διακρίσεις
Ο Ν. Κούνδουρος έχει επίσης αντιπροσωπεύσει τον ελληνικό κινηματογράφο πολλές φορές στο εξωτερικό όπως στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας το 1956, στο Φεστιβάλ Βερολίνου το 1958, 1963 και 1967. Έχει επίσης τιμηθεί με το Πρώτο Βραβείο σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και Βερολίνου το 1963 για την ταινία Μικρές Αφροδίτες.
Τιμήθηκε με το βραβείο σκηνοθεσίας του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης για την ταινία του Το ποτάμι το 1959 και την ταινία του 1922 το 1978.
Ειδικότερα, η ταινία 1922 απέσπασε εννέα βραβεία στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης του 1978 (α’ καλύτερης ταινίας μεγάλου μήκους, σκηνοθεσίας, φωτογραφίας, α’ γυναικείου ρόλου, β’ ανδρικού ρόλου, σκηνογραφίας, τιμητική διάκριση ερμηνείας, τιμητική διάκριση για το μακιγιάζ και ΕΚΚ σεναρίου) ενώ το 1982 η ίδια ταινία απέσπασε τα βραβεία καλύτερης ταινίας και σκηνοθεσίας στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Κέιπ Τάουν.
Για την ταινία Μικρές Αφροδίτες τιμήθηκε και με το Βραβείο της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου του 1982.
Η δε ταινία του Ο Δράκος χαρακτηρίστηκε ως η καλύτερη ελληνική ταινία στη δεκαετία του 1950-1960. Τόσο η ελληνική όσο και η γαλλική και αγγλική τηλεόραση έχουν προβάλει κατ' επανάληψη ταινίες του Κούνδουρου.
Σημειώνεται επίσης πως αντίγραφα (κόπιες) πολλών ταινιών του βρίσκονται στο Ευρωπαϊκό Μουσείο Κινηματογράφου, στη Γαλλική Ταινιοθήκη καθώς και στο Μητροπολιτικό Μουσείο Νέας Υόρκης.
Ο Νίκος Κούνδουρος μιλούσε επίσης αγγλικά και ήταν μόνιμος κάτοικος Αθηνών.
Ο Νίκος Κούνδουρος έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 90 ετών, την Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2017. Το τελευταίο διάστημα νοσηλευόταν στο νοσοκομείο με αναπνευστικά προβλήματα.
Φιλμογραφία
Σινεμά
Μαγική πόλις (1954)
Ο δράκος (1956)
Οι παράνομοι (1958)
Το ποτάμι (1960)
Μικρές Αφροδίτες (1963)
Vortex ή Το πρόσωπο της Μέδουσας (1967)
Τραγούδια της φωτιάς (1975)
1922 (1978)
Μπορντέλο (1984)
Μπάυρον: Μπαλλάντα για ένα δαίμονα (1992)
Οι φωτογράφοι (1998)
Το Πλοίο, English: The Ship, (2011), by Showtime Productions (www.showtimeproductions.gr)
Τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ
Ιφιγένεια εν Ταύροις (1991)
Αντιγόνη (1994)
Ελληνιστί Κύπρος
Βιβλία
Γράμματα από την Κριμαία, Άγρα, 2016
Μνήμη απειθάρχητη, Άγρα, 2016
Η απολογία του Θεόφιλου Τσάφου, Αιγόκερως, 2011
Ονειρεύτηκα πως πέθανα, Ίκαρος, 2010
Ο Νίκος Κούνδουρος θυμάται…, Bond-us music [κείμενα, αφήγηση], 2009
Ονειρεύτηκα πως πέθανα, Ίκαρος, 2009
Stop carré, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1998
Περιπλάνηση, Εξάντας, 1993
Ξαβιέρα Χολάντερ, γραμματέας της Ολλανδικής Πρεσβείας που έγινε πόρνη, μαντάμ, διάσημη συγγραφέας και αρθρογράφος του Penthouse για 30 χρόνια
Ξαβιέρα Χολάντερ
Η γραμματέας της Ολλανδικής Πρεσβείας που έγινε πόρνη, μαντάμ,
διάσημη συγγραφέας και αρθρογράφος του Penthouse για 30 χρόνια.
Για 30 χρόνια οι αναγνώστες του Penthouse διάβαζαν μανιωδώς τη στήλη της Ξαβιέρα Χολάντερ. Δεν ήταν επαγγελματίας αρθρογράφος, ούτε επιστημονικός συνεργάτης του περιοδικού. Ήταν πόρνη και μαντάμ που έστελνε όμορφα κορίτσια στους υψηλούς πελάτες της, όπως τον Άλφρεντ Χίτσκοκ ή σε διάσημους ηθοποιούς, τραγουδιστές, πολιτικούς και επιχειρηματίες. Ήξερε καλά την τέχνη του σεξ και μέσα από τα κείμενά της, προσπαθούσε να τη διδάξει και σε άλλους....
Η καλύτερη γραμματέας της Ολλανδίας Η Ξαβιέρα Χολάντερ γεννήθηκε το 1943 στις Ολλανδικές Ανατολικές Ινδίες, σημερινή Ινδονησία. Μέχρι δύο χρονών έζησε με τη μητέρα της σε γιαπωνέζικο στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο η οικογένειά της επέστρεψε στην Ολλανδία, όπου η μικρή Ξαβιέρα τελείωσε το σχολείο. Παρακολούθησε μαθήματα γραμματειακής υποστήριξης και ανακηρύχθηκε «Η Καλύτερη Γραμματέας της Ολλανδίας», σε σχετικό διαγωνισμό. Έφυγε για τη Νότια Αφρική όπου εργάστηκε στις πρεσβείες της Ολλανδίας και του Βελγίου.
Όταν το 1968, ο αρραβώνας της με έναν αμερικανό οικονομολόγο διαλύθηκε, αποφάσισε να κάνει το μεγάλο βήμα και να ζήσει στην Νέα Υόρκη. Η ιπτάμενη Ολλανδέζα Στις ΗΠΑ συνέχισε να εργάζεται ως γραμματέας της ολλανδικής πρεσβείας, όπου έγινε γνωστή σαν η «Ιπτάμενη Ολλανδέζα» που πετούσε από κρεβάτι σε κρεβάτι.
Παράλληλα έψαχνε τρόπους για να ενισχύσει το εισόδημά της. Μια φίλη της πρότεινε να κάνει σεξ έναντι πληρωμής, αφού της άρεσε τόσο, λέγοντάς της: «έχεις πάνω σου ένα χρυσωρυχείο και το αφήνεις να χαραμίζεται». Η ιδέα της άρεσε και για να χαρίσει απολαυστικές νύχτες στους άνδρες, χρέωνε πλέον με χίλια δολάρια.
Η πανέμορφη Ξαβιέρα παραιτήθηκε από την πρεσβεία και επένδυσε ό,τι χρήματα είχε για να ανοίξει τον οίκο ανοχής Vertical Whorehouse στην 73η οδό, πληρώνοντας 10 χιλιάδες δολάρια σε μια παλιά μαντάμ για να αγοράσει την τηλεφωνική ατζέντα με τους πελάτες της. «Την περίοδο που δούλεψα ως μαντάμ γνώρισα πολλούς και γοητευτικούς άνδρες, όπως ο Φρανκ Σινάτρα και ο Χένρι Φόντα.
Εκεί συνειδητοποιείς ότι ένας άνδρας γυμνός, όποιος και να είναι, είναι ένας άνδρας γυμνός. Και τότε καταλαβαίνεις πόσο ευάλωτος είναι. Είχα πελάτες την κρεμ ντε λα κρεμ», έλεγε σε συνέντευξή της, χωρίς να αποκαλύπτει άλλα ονόματα διασήμων που είχαν περάσει από το κρεβάτι της.
Το 1970 ήταν πασίγνωστη στην υψηλή κοινωνία της Νέας Υόρκης και το όνειρο πολλών ανδρών ήταν να ζήσουν μια νύχτα μαζί της. Είχε καταφέρει να λειτουργεί τον οίκο, χωρίς να πληρώνει προστασία σε παράνομα κυκλώματα και προστάτες. Την επόμενη χρονιά όμως συνελήφθη για πορνεία, μετά από σκάνδαλο που ξέσπασε και οι αρχές την απέλασαν από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η Ξαβιέρα όμως δεν πτοήθηκε. Η συγγραφέας Το 1971 έγραψε τα απομνημονεύματά της υπό τον τίτλο «Η χαρούμενη Πόρνη, η ιστορία μου». Το βιβλίο έγινε αμέσως best seller, καθώς πούλησε 16 εκατομμύρια αντίτυπα και έγινε ταινία με πρωταγωνίστρια την Λιν Ρεντγκρέιβ. Στις σελίδες του βιβλίου της για πρώτη φορά οι αναγνώστες διάβαζαν με γλαφυρό τρόπο και λεπτομέρειες για ένα θέμα ταμπού όπως οι σεξουαλικές σχέσεις.
«Όσοι δεν άντεχαν τα σεξουαλικά ή σεξιστικά στεγανά βρήκαν στο βιβλίο μου σημεία με οποία συμφώνησαν ή ταυτίστηκαν. Έτσι δεν είχαμε μόνο την ευτυχισμένη πόρνη αλλά εμφανίστηκε ο χαρούμενος ομοφυλόφιλος, ο ευτυχισμένος κομμωτής, η χαρούμενη νοικοκυρά και άλλοι.
Κατά κάποιο τρόπο αναθεωρήθηκαν οι απόψεις περί συζυγικού σεξ και βοήθησαν στην απελευθέρωση των γυναικών», θυμόταν η Χολάντερ....
Από τότε έγραψε άλλα 17 βιβλία σχετικά με το σεξ, πραγματοποιώντας την παιδική της επιθυμία να γίνει συγγραφέας. «Διέκοψα τη συγγραφή για 7 χρόνια όταν γνώρισα την αγάπη της ζωής μου, ο οποίος με έπεισε ότι μια πουτάνα δεν μπορεί να γράφει βιβλία. Τελικά όμως συνέχισα να γράφω», έλεγε χαρακτηριστικά.
Το 1972 συμφώνησε με το περιοδικό Penthouse να γράφει μια μηνιαία στήλη με την ονομασία «Call me Madam», η οποία έκανε θραύση με τις σεξουαλικές συμβουλές που έδινε σε άνδρες και γυναίκες. Από τότε η επικοινωνία της με τον κόσμο δεν σταμάτησε ποτέ. Ακόμη και σήμερα που διανύει το εβδομηκοστό πρώτο έτος της ηλικίας της δέχεται διαρκώς μέιλ και μηνύματα στη σελίδα της στο facebook.
Η ιέρεια «Έχω δημιουργήσει τη δική μου θρησκεία. Έχω τόσους οπαδούς σε όλον τον κόσμο που πολλές φορές σκέφτηκα να κάνω το δικό μου δόγμα. Ιέρεια εγώ και οι πιστοί μου να φοράνε μοβ καφτάνια που είναι και το αγαπημένο μου χρώμα», υποστηρίζει η διάσημη μαντάμ....
Μιλά έξι γλώσσες και έκανε αμέτρητες τηλεοπτικές εμφανίσεις σε μεγάλα κανάλια στο Λονδίνο, το Παρίσι, το Βέλγιο και την Ολλανδία, έδινε διαλέξεις σχετικά με το σεξ σε πανεπιστήμια και συνέδρια. Μεταξύ των θεμάτων που ανέπτυσσε στο ακροατήριο ήταν: «Η κατανόηση των ανθρώπινων σεξουαλικών σχέσεων», «Οι γυναίκες στην εξουσία», «Ο ερωτισμός και ο σαδομαζοχισμός», και άλλα θέματα σχετικά με το σεξ και τις παραμέτρους του.
Πάντα άρχιζε τις ομιλίες της με τη φράση: «Η απόλαυσή μου είναι η δουλειά μου». Παράλληλα, προσπάθησε να κάνει καριέρα στο τραγούδι με δύο δίσκους που κυκλοφόρησε, χωρίς όμως να σημειώσουν επιτυχία.
Έφτιαξε στο Άμστερνταμ ένα καλλιτεχνικό χώρο όπου παρουσιάζονταν θεατρικές παραστάσεις και μοίραζε τη ζωή της στα πολυτελή σπίτια που είχε αγοράσει στην ισπανική Μαρμπέλα, τον Καναδά και το Άμστερνταμ.
Σήμερα δραστηριοποιείται στο ξενοδοχείο της ,«Χαρούμενο Σπίτι», όπου οποιοσδήποτε μπορεί να πάει να ξεκουραστεί και να γίνει καλύτερος εραστής ή καλύτερη ερωμένη, υπό την καθοδήγηση της Χολάντερ. Βασικός συνεργάτης της είναι ο σύζυγός της Φίλιπ με τον οποίο ζει, μετά τις λεσβιακές περιπέτειες που είχε τη δεκαετία του ’90.
Ο γάμος της όμως δεν ήταν η έναρξη της μονογαμίας στη ζωή της, καθώς όπως έλεγε σε παλαιότερη συνέντευξή της: «Η μονογαμία για μένα είναι η πιο βρώμικη λέξη. Ο άνθρωπος από τη φύση του είναι πολυγαμικό ον και όσες φορές προσπαθεί για το αντίθετο το κάνει για ηθικούς λόγους, στερώντας από τον εαυτό του την επιθυμία της ηδονής»....
Πηγή: mixanitouxronou.gr
Περισσότερα Άρθρα...
- Μιχάλης Γενίτσαρης, ήταν Έλληνας ρεμπέτης τραγουδιστής και μουσικός που έγραψε περί τα 700 τραγούδια που ερμήνευσαν μεγάλοι λαϊκοί τραγουδιστές
- Ντέμης Ρούσσος, ήταν Έλληνας τραγουδιστής και μουσικός γνώρισε πολλές επιτυχίες κατά τη διάρκεια της προσωπικής του καριέρας, ιδίως τη δεκαετία του '70, πούλησε παγκοσμίως πανω από 70 εκατομμύρια δίσκους
- Τέλλυ Σαβάλας, ήταν Ελληνοαμερικανός ηθοποιός του κινηματογράφου και της τηλεόρασης
- Γκριγκόρι Ρασπούτιν, ήταν Ρώσος μυστικιστής, ο οποίος άσκησε τεράστια επίδραση στο τελευταίο ρωσικό αυτοκρατορικό ζεύγος, του τσάρου Νικολάου Β' και της Τσαρίνας Αλεξάνδρας