Άρθρα
Χρήστος Ευθυμίου, "o πιο διάσημος «βλάκας" του ελληνικού κινηματογράφου με μετάλλιο ανδρείας και σπουδές στη Νομική
Χρήστος Ευθυμίου
"o πιο διάσημος «βλάκας" του ελληνικού κινηματογράφου
με μετάλλιο ανδρείας και σπουδές στη Νομική
Ο Χρήστος Ευθυμίου ήταν Έλληνας κωμικός ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. (Κωσταλέξι της Φθιώτιδας (Λαμία) 3 Αυγούστου 1900 - 4 Μαΐου 1971)
Πρόκειται για τον πιο διάσημο και συνάμα γλυκό "βλάκα", που πέρασε από την ιστορία του κινηματογράφου. Ένας ρόλος που εκτόξευσε την καριέρα του, αλλά και του έδωσε μία ξεχωριστή θέση στην καρδιά του κοινού.
Ο κόσμος λάτρεψε τον κινηματογραφικό χαρακτήρα του αφελή, που με τόσο πειστικότητα υποδύθηκε στο πανί ο Χρήστος Ευθυμίου. Και ήταν τόσο μέσα στο πετσί του ρόλου, που θαρρείς ότι και στην πραγματική του ζωή ο ηθοποιός ήταν τόσο γλυκά… αφελής.
Ο πατέρας του διατηρούσε στο χωριό ένα καφεζυθοπωλείο, όμως, ήταν κι ερασιτέχνης ηθοποιός. Εκείνο, λοιπόν, το μικρό καφενεδάκι, τα βράδια μετατρεπόταν σε θέατρο, φιλοξενώντας διάφορους αθηναϊκούς θιάσους αλλά και ερασιτεχνικές παραστάσεις με ντόπιους συντελεστές. Και κάπως έτσι και με αυτές τις εικόνες μεγάλωσε ο ηθοποιός. Αλλά η Υποκριτική θα αργούσε να μπει στη ζωή του.
Όταν τελείωσε το Γυμνάσιο στη Λαμία, πήρε μέρος στη Μικρασιατική Εκστρατεία κάνοντας τη στρατιωτική του θητεία. Ήταν σε μάχιμη μονάδα του Ελληνικού στρατού και αποβιβάστηκε από τους πρώτους στη Σμύρνη, τον Μάιο του 1919. Μάλιστα, αργότερα, τα ανδραγαθήματα τιμήθηκαν με το μετάλλιο ανδρείας. Ένας λεοντόκαρδος, λοιπόν, άνδρας με καρδιά μικρού παιδιού.
Μετά τον στρατό, μπήκε στη Νομική Αθηνών, όμως, στα χρόνια της φοίτησης του, μπήκε στο μυαλό του και η Υποκριτική. Ήταν ένας ανομολόγητος έρωτας που πήρε σάρκα και οστά, όταν πέρασε θριαμβευτικά στη νεοϊδρυθείσα Επαγγελματική Σχολή Θεάτρου, του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών. Το ανυπέρβλητο ταλέντο του Χρήστου Ευθυμίου έγινε αντιληπτό από τους καθηγητές της Σχολής, οι οποίοι εντυπωσιάστηκαν τόσο από το παρουσιαστικό του, όσο και από τις γκριμάτσες του. Όπλα που αργότερα αποδείχτηκαν… άσος στο μανίκι του. Όσο για τη δικηγορία; Τελείωσε τη Σχολή, ενώ προηγουμένως για να βγάζει τα προς τα ζην, δούλεψε στο υπουργείο Δικαιοσύνης. Όμως, ήξερε ότι αυτή η σχέση είχε ημερομηνία λήξης. Τα μυαλά του 25χρονου, τότε Χρήστου τα είχε πάρει ήδη η Υποκριτική.
Η οικογένειά του ήταν πάντα στο πλευρό του. Οι εποχές, όμως, ήταν δύσκολες και τα χρόνια φτωχικά. Έτσι, για να μπορέσει να επιβιώσει, αναγκαζόταν να δουλεύει, όσο σπούδαζε. Εκτός από το υπουργείο Δικαιοσύνης, δούλεψε και ως υποβολέας σε θεατρικές σκηνές. Εκεί, λέγεται ότι συνέβη ένα περιστατικό, που τον πείσμωσε για την μετέπειτα καλλιτεχνική του πορεία.
Ο ηθοποιός φέρεται να είχε δυσανασχετήσει που οι καθηγητές του τού έδιναν μόνο κωμικούς ρόλους. Και μία μέρα έπιασε τον διευθυντή της Σχολής και του εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του.
Εκείνος, θυμωμένος με το νεαρό σπουδαστή, τον έπιασε από το γιακά, τον πήγε μπροστά από έναν καθρέφτη και φέρεται να του είπε: «Πιστεύεις στ’ αλήθεια ότι κάνεις εσύ για Οιδίποδας ή για Σέξπιρ; Κοίτα τη φάτσα σου και πες μου!».
Η αντίδραση του καθηγητή δεν στάθηκε ικανή να τον πάρει από κάτω και να γκρεμίσει το όνειρό του να παίξει στο θέατρο.
Ήταν ένα διακαής πόθος και το 1929 όταν πήρε το πτυχίο του, ήξερε πώς θα κυνηγήσει το όνειρό του.
Όπως και να είχε. Άλλωστε, αποφοίτησε από τη Σχολή ως ένα εξαιρετικό ταλέντο και αυτό ήταν ένα δυνατό «όπλο», για τη συνέχεια.
Το 1929 έκανε τη πρώτη του θεατρική παρουσία με το θίασο Κυβέλης και μετά διετία προσκλήθηκε ως ιδρυτικό μέλος του Βασιλικού Θεάτρου, όπου και υπηρέτησε ως βασικό στέλεχος και ως ένας των πρωταγωνιστών του. Από τη θέση αυτή διέπρεψε ως κωμικός ιδίως σε έργα του Μολιέρου, του Σαίξπηρ, αλλά και σε χαρακτηριστικούς ελληνικούς λαογραφικούς ρόλους ελληνικών έργων.
Στη ζωή του, πολύ νωρίς μπήκε το τότε νεοσύστατο Βασιλικό Θέατρο (το σημερινό Εθνικό) και παρέμεινε στην κεντρική του σκηνή, ως ιδρυτικό μέλος μέχρι το 1955.
Μέσα σε αυτά τα χρόνια, πρωταγωνίστησε σε πλείστες θεατρικές παραστάσεις, όπου το κωμικό του ταλέντο ξεχείλιζε στη σκηνή. Μάλιστα, το 1952 δίπλα στο παράσημο ανδρείας από τη Μικρασιατική εκστρατεία για τα ανδραγαθήματά του, ήρθε να προστεθεί ένα ακόμη παράσημο, αυτό από το Γαλλικό κράτος για την εξαιρετική ερμηνεία του στον Μολιέρο.
Χαρακτηρίστηκε ως μία «κωμική διάνοια», την αξία της οποίας είχε την τύχη να γνωρίσει το ευρύ κοινό και μέσα από τον κινηματογράφο. Και ας μην πρωταγωνίστησε σε πολλές ταινίες.
Η αλήθεια είναι ότι πολλοί ηθοποιοί έχουν χαρακτηριστεί από έναν ρόλο που έχουν υποδυθεί και με αυτόν έχουν περάσει στη συνείδηση του κοινού. Και σίγουρα αυτό ισχύει και με την περίπτωση του Χρήστου Ευθυμίου.
Το 1959, ο Γιάννης Δαλιανίδης μετέφερε στη μεγάλη οθόνη το θεατρικό έργο του Δημήτρη Ψαθά, «Ένας βλάκας και μισός». Στο ρόλο του καλοκάγαθου, μα αφελή Θωμά Κατσαρού επιλέχθηκε ο Χρήστος Ευθυμίου, ο οποίος είχε ήδη δώσει το στίγμα του στο ρόλο του ανόητου φουκαρά.
Η ταινία γνώρισε τεράστια επιτυχία και το κοινό λάτρεψε τον αφελή αυτό χαρακτήρα, με τη χαρακτηριστική φωνή. Ο Χρήστος Ευθυμίου καθιερώθηκε στη συνείδηση όλων ως ο πιο «γλυκός βλάκας», που πέρασε ποτέ από το πανί. Και δεν έχουν άδικο.
Ένα χρόνο αργότερα, συμμετείχε σε ακόμη μία μεγάλη κινηματογραφική επιτυχία, του Ιάκωβου Καμπανέλλη στην ταινία «Η Χιονάτη και τα 7 γεροντοπαλίκαρα». Μία ταινία που ο κόσμος έκανε ουρές έξω από τις κινηματογραφικές αίθουσες και είχε ακόμη και εφτά προβολές μέσα στην ημέρα. Ο λόγος; Συμμετείχαν σε αυτήν, τα μεγαλύτερα αστέρια της εποχής. Από την Τζένη Καρέζη και τον Ανδρέα Μπάρκουλη, μέχρι τον Ορέστη Μακρή, τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο, τον Μίμη φωτόπουλο, τον Βασίλη Αυλωνίτη, το Νίκο Σταυρίδη, τη Δέσπω Διαμαντίδου, τον Αλέκο Λειβαδίτη και τον Χρήστο Ευθυμίου, στο ρόλο του γλυκού κι ευγενικού γιατρού.
Μάλιστα, λέγεται ότι την ταινία την είχε απορρίψει ο Φίνος, επειδή φοβήθηκε πώς με τόσα αστέρια μαζεμένα, δεν θα έλειπαν οι γκρίνιες και τα προβλήματα. Κάτι βέβαια, που δεν ίσχυσε ποτέ.
Αυτή ήταν και η τελευταία του ταινία, αφού ο ηθοποιός αποφάσισε να κλείσει το σύντομο, αλλά «χρυσό» κύκλο στον κινηματογράφο. Αφοσιώθηκε στο θέατρο, όπου πήρε ακόμη ένα παράσημο για το τεράστιο ταλέντο του και την προσφορά του στο θέατρο, από τον Βασιλιά Παύλο.
Επίσης χαρακτηριστική υπήρξε η επί μακρόν συμμετοχή του σε καθημερινές απογευματινές ραδιοφωνικές πεντάλεπτες "παρλάτες" με την ατάκα "Αχ τι τραβάω!"
Διακρίσεις
Το 1952 τιμήθηκε ιδιαίτερα από τη Γαλλική Κυβέρνηση για την εξαίρετη ερμηνεία του των έργων του Μολιέρου με το παράσημο των Ακαδημαϊκών Δαφνών. Μετά τον θάνατο του Βασίλη Λογοθετίδη το 1960 τέθηκε επικεφαλής του θιάσου του εκλιπόντος δημοφιλούς κωμικού. Δύο χρόνια αργότερα τιμήθηκε με σχετικό παράσημο από τον Βασιλέα Παύλο.
Φιλμογραφία
Έτος Τίτλος
1933 Δεσποινίς δικηγόρος
1944 Το δρομάκι του Παραδείσου
1954 Η άγνωστος
1955 Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας
1957 Ο γυναικάς
1959 Ένας βλάκας και μισός
1960 Η Χιονάτη και τα 7 γεροντοπαλίκαρα
Θέατρο
Έτος Τίτλος
1929 Δεσποινίς δικηγόρος
1932 Βαβυλωνία
1933 Ο αρχοντοχωριάτης
1936 Δον Κιχώτης & Ο επιθεωρητής
1940 Η νυχτερίδα
1946 Φον Δημητράκης
1950 Ο φαταούλας
1961 Φύλαγε τα ρούχα σου & Η νύχτα είναι του Λεωνίδα
1962 Δεσποινίς ετών 39
1967 Ταρτούφος & Ο επιθεωρητής
Ραδιοφωνικές εκπομπές
Η νύχτα είναι του Λεωνίδα
Αχ τι τραβάω
Τζόζεφ Πούλιτζερ, ήταν Ουγγρικής καταγωγής Αμερικανός δημοσιογράφος και εκδότης εφημερίδων, τα Βραβεία Πούλιτζερ ήταν πρόνοια της διαθήκης του Πούλιτζερ
Τζόζεφ Πούλιτζερ
Ο Τζόζεφ Πούλιτζερ ήταν Ουγγρικής καταγωγής Αμερικανός δημοσιογράφος και εκδότης εφημερίδων. Η πιο γνωστή εφημερίδα που εξέδωσε ήταν η New York World. Τα Βραβεία Πούλιτζερ ήταν πρόνοια της διαθήκης του Πούλιτζερ. (Joseph Pulitzer) (10 Απριλίου 1847 – 29 Οκτωβρίου 1911)
Ο Πούλιτζερ (προφερόμενος σωστά ως ‘πουλ-ιτ-σερ’) μετανάστευσε στις ΗΠΑ το 1864, όπου υπηρέτησε στον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο με την πλευρά των Βορείων. Έπειτα εγκαταστάθηκε στο Σαιντ Λούις στο Μισούρι, όπου το 1868 άρχισε να δουλεύει για μια γερμανόφωνη καθημερινή εφημερίδα, την "Westliche Post".
Έγινε μέλος του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος και εκλέχτηκε στο Πολιτειακό Νομοθετικό Σώμα του Μισσούρι το 1869. Το 1878 ο Πούλιτζερ αγόρασε δυο καθημερινές εφημερίδες του Σαιν Λούις, την "St. Louis Post" και την "St. Louis Dispatch" και τις συγχώνευσε δημιουργώντας την "St. Louis Post-Dispatch", η οποία παραμένει μέχρι σήμερα η καθημερινή εφημερίδα του Σαιντ Λούις.
Όντας πλούσιος μέχρι το 1883, ο Πούλιτζερ αγόρασε για 346.000 δολάρια την Νεο-υορκέζικη εφημερίδα "New York World",μια εφημερίδα που έχανε ετησίως 40.000 δολάρια. Ο Πούλιτζερ άλλαξε την θεματολογία της εφημερίδας προσφέροντας καθημερινές ή περίεργες ιστορίες που ενδιέφεραν τους ανθρώπους, σκάνδαλα και κιτρινισμό.
Το 1885, την ίδια χρονιά που εξελέγη στο Αμερικανικό Σώμα Αντιπροσώπων, προσέλαβε τον Ρίτσαρντ Φ. Άουτκολτ για να σχεδιάσει καρτούν βασισμένα στις φτωχογειτονιές, και η κυκλοφορία άγγιξε τις 600.000 (από κυκλοφορία 15.000 φύλλων όταν αγόρασε την εφημερίδα) καθιστώντας την την μεγαλύτερη εφημερίδα στη χώρα. Το 1887 προσέλαβε την διάσημη μετέπειτα, δημοσιογράφο έρευνας Νέλι Μπλάι (Nellie Bly).
Ο εκδότης της αντιπάλου "New York Sun" επιτέθηκε στον Πούλιτζερ εντύπως, αποκαλώντας τον το 1890 ΄Ο Εβραίος που εγκατέλειψε τη θρησκεία του’ (Ο πατέρας του Πούλιτζερ ήταν Εβραίος, ενώ η μητέρα του Ρωμαιοκαθολική). Η κίνηση, που αποσκοπούσε να αποσπάσει το Εβραϊκό αναγνωστικό κοινό του Πούλιτζερ, προκάλεσε την άμεση επιδείνωση της ήδη εξασθενημένης υγείας του Πούλιτζερ και παραιτήθηκε από την έκδοση, αν και διατήρησε τον οικονομικό έλεγχο επί των εφημερίδων του.
Το 1895 ο Γουίλλιαμ Ράντολφ Χερστ αγόρασε τη New York Journal, πράγμα που οδήγησε σε έναν δημοσιογραφικό πόλεμο μεταξύ της World του Πούλιτζερ και της Journal του Χερστ. Ο ανταγωνισμός αυτός με τον Χερστ, ιδιαίτερα η κάλυψη πριν και κατα τη διάρκεια του Ισπανο-Αμερικανικού Πολέμου, συνέδεσε το όνομα του Πούλιτζερ με την κίτρινη δημοσιογραφία. Το 1896, η World εισήγαγε ένα έγχρωμο παράρτημα, καινοτομία για την εποχή.
Το 1909 η World αποκάλυψε μια οικονομική απάτη στην οποία ήταν αναμεμειγμένη η Αμερικανική κυβέρνηση. Ο Πούλιτζερ κατηγορήθηκε για δυσφήμηση εναντίον του Θίοντορ Ρούζβελτ και του Τζ. Π. Μόργκαν. Τα δικαστήρια απέρριψαν τις κατηγορίες, γεγονός που κατεγράφη ως νίκη για την ελευθερία του τύπου.
Το 1892 ο Πούλιτζερ προσέφερε στον πρόεδρο του Πανεπιστημίου Κολούμπια, Σεθ Λόου, χρήματα για τη δημιουργία της πρώτης παγκοσμίως σχολής δημοσιογραφίας. Το πανεπιστήμιο αρχικά απέρριψε τα χρήματα, προφανώς ανεπηρέαστοι από τον ανενδοίαστο χαρακτήρα του Πούλιτζερ.
Το 1902 ο νέος πρόεδρος του Κολούμπια, ο Νίκολας Μάρρεϋ Μπάτλερ, ήταν περισσότερο δεκτικός στο σχέδιο για μια σχολή και βραβεία, αλλά μόνο μετά το θάνατο του Πούλιτζερ το όνειρο αυτό πραγματοποιήθηκε.
Ο Πούλιτζερ άφησε στο πανεπιστήμιο 2 εκατομμύρια δολάρια στη διαθήκη του, γεγονός που οδήγησε στη δημιουργία το 1912 της Μεταπτυχιακής Σχολής Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου Κολούμπια, αλλά μέχρι τότε η πρώτη σχολή δημοσιογραφίας είχε ήδη δημιουργηθεί στο Πανεπιστήμιο του Μισούρι.
Η Μεταπτυχιακή Σχολή Δημοσιογραφίας του Κολούμπια παραμένει μία από τις πιο περίβλεπτες σχολές παγκοσμίως.
Πληροφορίες:el.wikipedia.org/wiki/Τζόζεφ_Πούλιτζερ
Ιγκόρ Στραβίνσκι, ήταν Ρώσος συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας, ήταν από τους σημαντικότερους μουσικούς συνθέτες του 20ού αιώνα
Ιγκόρ Στραβίνσκι
Ο Ιγκόρ Στραβίνσκι, (πλήρες όνομα Ίγκορ Φιόντοροβιτς Στραβίνσκι). Σπουδαίος Ρώσος συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας, ήταν από τους σημαντικότερους μουσικούς συνθέτες του 20ού αιώνα. (Λομονόσοφ Ρωσίας, 17 Ιουνίου 1882 - Νέα Υόρκη, 6 Απριλίου 1971)
Το πολύπλευρο έργο του και οι παραδοξότητες ορισμένων εκφραστικών επιλογών του, προκάλεσαν έντονες αντιπαραθέσεις στον κόσμο της λόγιας σύγχρονης μουσικής.
Ο Ιγκορ Στραβίνσκι γεννήθηκε το 1882 στο Οράνιενμπαουμ, κοντά στην Πετρούπολη. Ηταν ο τρίτος από του τέσσερις γιους των Αννα Κολοντόφσκι και Φιόντορ Ιγκνιάτιεβιτς Στραβίνσκι. Ο πατέρας του ήταν η κύρια μπάσα φωνή της Αυτοκρατορικής Οπερας της Αγίας Πετρούπολης.
Σε ηλικία 9 χρόνων έπαιζε πιάνο και στα 18 του μάθαινε μόνος του τη θεωρία της σύνθεσης.
Η μουσική μόρφωση του Στραβίνσκι ξεκίνησε στο πλευρό του μεγάλου ρώσου συνθέτη Νικολάι Ρίμσκι Κόρσακοφ. Κάτω από την επίβλεψή του ο νεαρός συνθέτης συνέθεσε τα πρώτα του ορχηστικά κομμάτια, μια συμφωνία και μια σουίτα.
Παράλληλα σπούδασε στο Νομική Σχολή του πανεπιστημίου της Πετρούπολης.
Στην αρχή της μουσικής του σταδιοδρομίας επηρεάστηκε από το έργο των Ρίμσκι – Κόρσακοφ, Μουσόργκσκι, Τσαϊκόφσκι και Ντεμπισί. Στις συνθέσεις του ενσωμάτωσε στοιχεία από τη λαϊκή μουσική της Ρωσίας. Εγραψε συμφωνική μουσική, αλλά και μουσική για μπαλέτο.
Ανάμεσα στις πρώτες συνθέσεις του Στραβίνσκι, γραμμένες κάτω από το βλέμμα του μοναδικού του δασκάλου, και τις συνθέσεις ενός ώριμου άνδρα μεσολάβησαν περίπου εκατό δημιουργίες: συμφωνίες, κοντσέρτα, κομμάτια δωματίου, τραγούδια, σονάτες πιάνου, όπερες και κυρίως μπαλέτα. Η επιρροή αυτών των δημιουργιών ήταν εμβριθής.
Το 1908 ο Στραβίνσκι ταχυδρόμησε στον δάσκαλό του την παρτιτούρα ενός καινούργιου ορχηστικού κομματιού, τα «Πυροτεχνήματα». Το πακέτο επιστράφηκε στον αποστολέα συνοδευόμενο από ένα σημείωμα. «Δεν παραδόθηκε λόγω θανάτου του αποδέκτη».
Η επίσημη εκπαίδευση του συνθέτη είχε λάβει τέλος.
Αμέσως μετά τον χαμό του δασκάλου του ο Ιγκορ Στραβίνσκι στράφηκε προς τη μουσική ψυχοσύνθεση των γάλλων ιμπρεσιονιστών Κλοντ Ντεμπυσί και Μορίς Ραβέλ, ενώ παράλληλα διατήρησε την εθνικιστική του αντίληψη. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα τα μουσικά κομμάτια «Πυροτεχνήματα», «Ο Φαύνος και η Βοσκοπούλα» και το μπαλέτο «Πουλί της Φωτιάς».
Η πρωτοτυπία του έργου «Πουλί της Φωτιάς», ως προς τα νέα μουσικά του στοιχεία που έδιναν έμφαση στους ανόμοιους και στακάτους ήχους, οδήγησε σε δύο νέες συνθέσεις για τα ρωσικά μπαλέτα Ντιάγκιλεφ, το μπαλέτο «Πετρούσκα» και το μπαλέτο «Ιεροτελεστία της Ανοιξης», τα οποία αποτέλεσαν ορόσημα της μουσικής του 20ού αιώνα.
Από το 1910 ζούσε στο Παρίσι, το 1914 μετακόμισε στην Ελβετία (1914-1920), ύστερα στη Γαλλία (1920-1939) και τέλος στις Ηνωμένες Πολιτείες από το 1939 ως τον θάνατό του.
Με το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου ο Στραβίνσκι συνέθεσε την «Ιστορία του Στρατιώτη» και το «Τανγκό». Μεταξύ των δύο μεγάλων πολέμων, ο Ιγκορ Στραβίνσκι υπήρξε ο πιο σημαντικός μοντέρνος συνθέτης, κυρίως στη Γαλλία και στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Το 1962 επέστρεψε στη Σοβιετική Ενωση και έδωσε συναυλίες με δικά του έργα.
Ο συνθέτης πέθανε σε ηλικία ογδόντα οκτώ χρόνων (1971), στο νεοαποκτηθέν διαμέρισμά του, στο νούμερο 920 της Πέμπτης Λεωφόρου της Νέας Υόρκης, από καρδιακή προσβολή.
Η κηδεία του έγινε στη Βενετία και όχι στη Νέα Υόρκη, στη «ρωσική γωνία» του νεκροταφείου του Σαν Μισέλ. Ο συνθέτης εξέφραζε πάντα μια συμπάθεια προς την ιταλική πόλη, όπου πρωτοπαρουσιάστηκαν μερικές από τις πιο σημαντικές του δημιουργίες.
Στην ίδια γωνία βρίσκεται θαμμένος και ο ρώσος ιμπρεσάριος του μπαλέτου Σεργκέι Ντιάγκιλεφ, ο οποίος στις 29 Μαΐου του 1913 επιμελήθηκε την αρχική παραγωγή της «Ιεροτελεστίας της Ανοιξης», δίνοντας με αυτόν τον τρόπο την ευκαιρία στον Στραβίνσκι να μεγαλουργήσει.
Οι τελευταίες ενασχολήσεις του Ιγκορ Στραβίνσκι ήταν η συγγραφή απομνημονευμάτων αλλά και η εμπορευματοποίηση των προσωπικών του μουσικών αρχείων. Η ολοκληρωμένη, διορθωμένη, χειρόγραφη παρτιτούρα του «Η τελετουργία» (7.600 σελίδες, 17.000 αρχεία και 7.600 συμπληρωματικές σελίδες συνολικά) τέθηκε προς πώληση με αρχική τιμή 3,5 εκατομμύρια δολάρια.
Πληροφορίες: el.wikipedia.org/wiki/Ιγκόρ_Στραβίνσκι & tvxs.gr
Άκης Πάνου, ήταν Έλληνας συνθέτης και στιχουργός, ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες τραγουδοποιούς
Άκης Πάνου
Ο Άκης Πάνου (Αθανάσιος-Δημήτριος), ήταν Έλληνας συνθέτης και στιχουργός, ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες τραγουδοποιούς. (15 Δεκεμβρίου 1933 - 7 Απριλίου 2000)
Γεννήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου του 1933 στην Καλλιθέα και ήταν ο τρίτος από τα έξι παιδιά της οικογένειας. Ο πατέρας του Στέφανος Πάνου εργαζόταν ως διαχειριστής της βασιλικής φρουράς και η μητέρα του, Ελευθερία Σακελλαριάδη, ασχολείτο με τα οικιακά. Μεγάλωσε σε γειτονιά με πολλούς πρόσφυγες και από μικρό παιδί έζησε μέσα στη μουσική, στους κεμετζέδες και στα τραγούδια των Ποντίων. Απέκτησε ακούσματα από τα ρεμπέτικα που ήταν διάχυτα παντού στην περιοχή αλλά και από τον αδελφό της μητέρας του, Περικλή Σακελλαριάδη που έπαιζε κλασική κιθάρα.
Μέσα στα δύσκολα χρόνια της κατοχής προσπαθεί να επιβιώσει πουλώντας τσιγάρα και κάνοντας διάφορες δουλειές ενώ παράλληλα μυείται από το μεγαλύτερο αδελφό του Ευάγγελο και τον φίλο του Λευτέρη Ευσταθιάδη στον κόσμο της μουσικής και των οργάνων.
Από εννέα ετών ξεκινάει να παίζει μαντολίνο και κιθάρα και την άνοιξη του 1947 γνωρίζεται με το Γιάννη Σταματίου (Σπόρος), μαζί του κάνει την πρώτη του επαγγελματική εμφάνιση στην ταβέρνα του Σιλιβάνη στο Κουκάκι με αμοιβή το όποιο φιλοδώρημα των πελατών και ένα πιάτο φαγητό.
Το 1948 ανεβαίνει ως ταλέντο στο Αλκαζάρ, στη Φρεγάδα του Λάσκου και παίζει κιθάρα μαζί με τον αδελφό του ενώ η αδελφή του τραγουδάει και αργότερα σμίγει με το φίλο του το Λευτέρη και μαζί παίζουν στα πάρτι και στους χορούς. Εκείνη την εποχή γνωρίζεται με το Νίκο Καρανικόλα τον Κώστα Σιμόπουλο και τον Ορφέα Κρεούζη και μαζί παίζουν σε διάφορα μέρη της Αθήνας και της επαρχίας.
Για μια περίπου δεκαετία ο Άκης Πάνου αρχίζει την περιπλάνηση του με όλους τους καλλιτέχνες της εποχής σε διάφορα κέντρα, ενδεικτικά αναφέρουμε τους Γιώργο Τσιμπίδη, Αντώνη Μουστάκα, Γιώργο Χατζηδάκη, Βαγγέλη Νταράλα, Σεβάς Χανούμ, Σταύρο Τζουανάκο, Κώστα Παπαδόπουλο, Βούλα Γκίκα και πολλούς άλλους.
Το 1957-58 παίζει στο κέντρο «Απόψε φίλα με» του Χρήστου Κολοκοτρώνη όπου τα ονόματα του μαγαζιού είναι η Σωτηρία Μπέλλου, ο Καραπατάκης και ο Μανώλης Αγγελόπουλος.
Το τελευταίο κέντρο που εμφανίζεται είναι «ο Θείος» το 1958.
Έργο-Συνεργασίες
Ο Άκης Πάνου μπήκε στην δισκογραφία το 1958 με τα τραγούδια: «Το παιδί μου απόψε πίνει» με την Καίτη Γκρέυ και «Μια βραδιά καταραμένη» με τη Δούκισσα, σε στίχους Χρήστου Κολοκοτρώνη. Ακολουθούν αρκετές επιτυχίες μεταξύ των οποίων το «Ξημέρωσε καλή μου» (1964) και «Καρδιά μου μην παραπονιέσαι» (1964).
Το 1967 ο δημιουργός λογοκρίνεται για τους στίχους του «Θα κλείσω τα μάτια» τραγούδι που θα κυκλοφορήσει αργότερα με διαφορετικούς στίχους. Παρόλα αυτά είναι μια πολύ παραγωγική χρονιά γράφοντας μεταξύ άλλων το «Η πιο μεγάλη ώρα», «Μοίρα μου γιατί μ’αφήνεις», «Ρολόι κομπολόι», «Είδα τα μάτια σου κλαμμένα» κ.α.
Η περίοδος 1968-69 είναι γεμάτη επιτυχίες όπως το «Δε θέλω τη συμπόνια κανενός», «Όταν σημάνει η ώρα», «Γιατί καλέ γειτόνισσα», «Και τι δεν κάνω», «Πήρα απ’το χέρι σου νερό», «Του κόσμου το περίγελο», «Ούτε αχ δεν θα πω» κ.α.
Ο μουσικοσυνθέτης συνεχίζει με σπουδαία τραγούδια όπως το «Δεν κλαίω για τώρα» (1970), «Δώσ’μου να πιώ» (1970), «Κοίτα με στα μάτια» (1971), «Πυρετός» (1971), «Να είχα το κουράγιο» (1971), «Εγώ καλά σου τα’λεγα» (1971), «Πρέπει» (1972), « Ήταν ψεύτικα» (1972), «Στο σταθμό του Μονάχου» (1972), «Τα όνειρα χτίζονται» (1973), «Το θολωμένο μου μυαλό» (1973), «Άντε να περάσει η μέρα» (1973), «Οι μισοί καλοί» (1973), «Μίσος» (1974), «Η ζωή μου όλη» (1974), «Και τότε» (1974) κ.α.
Το 1977 κυκλοφορεί ο προσωπικός του δίσκος «Παρών» με ερμηνευτή το Μανώλη Μητσιά και από αυτή τη συνεργασία ξεχωρίζει «Ο Τρελλός».
Την επόμενη χρονιά (1978) ξεχωρίζει το τραγούδι «Μολόγατα» από τον δίσκο «Σεισμός» με ερμηνευτή το Μιχάλη Μενιδιάτη.
Το 1982 ηχογραφεί τον δίσκο «Θέλω να τα πω» με ερμηνευτή τον Γιώργο Νταλάρα. Είναι η περίοδος που ο Άκης Πάνου συμμετέχει στη συντακτική ομάδα του περιοδικού «Ντέφι» μαχόμενος για τα πιστεύω του. Αργότερα αποχωρεί.
Το 1985 ο Άκης Πάνου θα κάνει κάτι μοναδικό για τα παγκόσμια δεδομένα. Θα κυκλοφορήσει ένα δισκάκι 45 στροφών με τον τίτλο "ΑΚΗΣ ΠΑΝΟΥ 100% ΠΡΟΒΑ" και θα συμπεριλάβει σε αυτό δυο τραγούδια του, το «Πες μου Παππού» και το «Πριν, τώρα, πάντα» τα οποία ηχογράφησε και ερμήνευσε μόνος του, παίζοντας τη μουσική με όργανα που κατασκεύασε ο ίδιος,(ο μεγάλος δημιουργός Μανώλης Ρασούλης έλεγε ότι πρέπει να μοιράζεται στους τουρίστες δωρεάν ως δείγμα πολιτισμού).
Το 1989 μετά από την παρότρυνση φίλων του αποφασίζει να επιστρέψει στο πάλκο σε κοινές εμφανίσεις με το Μανώλη Ρασούλη στο κέντρο «Επειγόντως» του Βασίλη Σαλούστρου στην Κυψέλη. Έπειτα ξεκινάει εμφανίσεις σε διάφορα κέντρα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης αλλά και μια σειρά συναυλιών. Σε αυτές τις εμφανίσεις ιδιαίτερη εντύπωση κάνει ο τρόπος στησίματος της ορχήστρας, χωρίς καθόλου χώρο στην πίστα και βάζοντας καθήμενους τους μουσικούς μπροστά και τους τραγουδιστές πίσω.
Το 1997 ηχογραφεί τον τελευταίο του δίσκο με τίτλο «CASINO» ο οποίος περιέχει το ομώνυμο τραγούδι και 14 επανεκτελέσεις. Κυκλοφόρησε περίπου 200 τραγούδια γράφοντας μόνος του στίχο και μουσική και συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες του ελληνικού πενταγράμμου, ενδεικτικά αναφέρουμε τους Πρ. Τσαουσάκη, Γιώτα Λύδια, Πάνο Γαβαλά, Γρηγόρη Μπιθικώτση, Μιχάλη Μενιδιάτη, Χαρούλα Λαμπράκη, Στράτο Διονυσίου, Βίκυ Μοσχολιού, Στέλιο Καζαντζίδη, Γιώργο Χατζηαντωνίου, Βούλα Γκίκα, Μαρινέλλα, Γιώργο Μαρίνο, Δημήτρη Μητροπάνο, Πόλυ Πάνου, Τόλη Βοσκόπουλο κ.α.
Έχουν κυκλοφορήσει δυο βιβλία με στίχους του, το πρώτο το 1980 με τίτλο «Ο ΚΟΣΜΟΣ Ο ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ» και το δεύτερο το 1990 με τίτλο «ΑΚΗΣ ΠΑΝΟΥ-ΣΤΙΧΟΙ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ» επιμελημένο από το Γιώργο Χρονά. Επίσης κυκλοφορούν 36 τραγούδια του σε παρτιτούρες και 20 σε ταμπλατούρες από τις εκδόσεις «Φίλιππος Νάκας».
Προσωπική ζωή
Ο Άκης Πάνου παντρεύτηκε δύο φορές, το 1954 με τη Δήμητρα και το 1993 με την Άννα με την οποία απέκτησαν τέσσερα παιδιά, την Ελευθερία (1978), το Στέφανο (1982) και τους δίδυμους Αθανάσιο-Δημήτριο και Ευάγγελο (1984).
Το 1986 αποφασίζει να εγκατασταθεί με την οικογένεια του στην Ξάνθη διατηρώντας όμως τους επαγγελματικούς του δεσμούς με την Αθήνα.
Τον Αύγουστο του 1997 ο Άκης Πάνου μετά από αψιμαχία σκοτώνει το φίλο της κόρης του Ελευθερίας και οδηγείται σε δίκη και φυλάκιση χωρίς να του αναγνωριστεί ο πρότερος έντιμος βίος και η πολιτισμική προσφορά του.
Από τις φυλακές της Κομοτηνής θα μεταφερθεί στις φυλακές Κορυδαλλού και αμέσως μετά στο Τζάνειο νοσοκομείο όπου θα διαγνωστεί ότι πάσχει από καρκίνο.
Το χειμώνα του 1999 θα υποβληθεί σε χειρουργική επέμβασή και θα αφεθεί ελεύθερος λόγω της ανήκεστου βλάβης της υγείας του.
Έφυγε από τη ζωή στις 7 Απριλίου του 2000 στο Ευγενίδειο Θεραπευτήριο αφήνοντας πίσω του βαριά κληρονομιά. Στις 10 Απριλίου του 2000 κηδεύτηκε στο Κοιμητήριο Καλλιθέας.
Στέφανος Στρατηγός, ήταν Έλληνας ηθοποιός του θεάτρου του κινηματογράφου και της τηλεόρασης
Στέφανος Στρατηγός
Ο Στέφανος Στρατηγός ήταν Έλληνας ηθοποιός του θεάτρου του κινηματογράφου και της τηλεόρασης. (1923 - 6 Απριλίου 2006)
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1923 και ήταν γιος των ηθοποιών Βασιλείου και Αμαλίας Στρατηγού. Αδελφές του ήταν οι επίσης ηθοποιοί Αλέκα και Στέλλα Στρατηγού. Είχε και άλλη μια αδελφή, τη Ρένα Στρατηγού, η οποία εγκατέλειψε νωρίς το θέατρο και τον κινηματογράφο. Αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή του τότε Βασιλικού Θεάτρου.
Ξεκίνησε παίζοντας στον θίασο του πατέρα του, σε επιθεωρήσεις, κωμωδίες, οπερέτες και δράματα. Μετά τα θεατρικά μπουλούκια, έπαιξε στο θίασο του Βασίλη Λογοθετίδη.
Πήρε μέρος στα έργα: «Ένας απρόσκλητος μουσαφίρης» (με το οποίο έκανε το ντεμπούτο του στη σκηνή), «Tρωικός πόλεμος», «H Pένα εξώκειλε», «Σάντα Tσικίτα», «Kύριος του Mαξίμ» κ.ά. Επίσης συνεργάστηκε και με άλλους θιάσους, όπως με του Βασίλη Αργυρόπουλου, της Χρυσούλας Δόξα, με Χορν-Λαμπέτη το 1956-1957 στα έργα «Bροχοποιός», «Aριστοκρατικός δρόμος», το θίασο Hλιόπουλου, με τον οποίο συνεργάστηκε από το 1960 ως το 1962 σε έργα των Α. Σακελλάριου, Χ. Γιαννακόπουλου, Δημ. Ψαθά, στα έργα: «Eξοχικόν κέντρον Ο Έρως», «Δεσποινίς Bαγόνι» κ.ά, στο θίασο Bέμπο (στο «Στουρνάρα 288», «Άνθρωποι και παλιάνθρωποι»), Xατζίσκου, Σαμαρτζή.
Με τους Χορν-Λαμπέτη το 1959 θα παίξει στο έργο «Η κυρία με τις καμέλιες», όπου θα έχει το ρόλο του Βαρβίλ. Το 1963 έφτιαξε δικό του θίασο με την πρώτη σύζυγό του, Γκέλυ Μαυροπούλου. Ανέβασε τα έργα «Κόκκινα φανάρια» του Αλ. Γαλανού, «Xρυσή μου Pουθ» του Νόρμαν Κράσνα, «Ανυπόμονη καρδιά» του Τζ. Πάτρικ, «Διαζύγιο αλά ρωσικά», «Το υπόγειο της Λέλας» κ.ά. Σε κάποια απ’ αυτά θα κάνει και τη σκηνοθεσία.
Το 1965 κάνει μεγάλη περιοδεία στη Βόρεια Ελλάδα. Ο θίασός του συνεργάζεται με τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο και στεγάζεται στο θέατρο «Αλάμπρα». Ανεβάζει το έργο του Γεράσιμου Σταύρου «Πως να γίνετε πλούσιοι» με τους Παπαγιαννόπουλο, Μαυροπούλου, Μοσχίδη, Μαρίκα Κρεβατά, Χρήστο Νέγκα, Ρία Δελούτση, Νίκο Τσούκα κ.ά. Το έργο δεν πήγε και πολύ καλά, κατέβηκε σε δύο μήνες και στη συνέχεια ανέβασε έργο του Νίκου Τσιφόρου.
Θα πραγματοποιήσει και περιοδεία στο εξωτερικό και θα συνεργαστεί και σαν συν-θιασάρχης με τον Νίκο Ξανθόπουλο, την Ελένη Ανουσάκη, τη Βίλμα Κύρου, το Γιώργο Κωνσταντίνου και την Καίτη Παπανίκα, το Γιώργο Φούντα, το Γιάννη Γκιωνάκη, το Θανάση Βέγγο, τη Μάρθα Βούρτση, το Βασίλη Διαμαντόπουλο και τον Πέτρο Φυσσούν κυρίως σε έργα Νεοελλήνων συγγραφέων. Θα πραγματοποιήσει και περιοδεία στην Αμερική το 1984 μαζί με το Γιάννη Ευαγγελίδη και τη Σπεράντζα Βρανά με το έργο του Γιάννη Δαλιανίδη «Εγώ ψηφίζω αγάπη». Την τελευταία του εμφάνιση στο θέατρο θα την πραγματοποιήσει στα μέσα της δεκαετίας του ’80.
Έπαιξε σε περισσότερες από 85 ταινίες. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στον κινηματογράφο στην ταινία «Κορίτσι της ταβέρνας» του Γ. Τριανταφύλλη, κατόπιν στην ταινία «Μπροστά στον Θεό», όπου η σκηνοθεσία ήταν δική του. Επίσης συμμετείχε στο «Φυντανάκι» από το ομώνυμο θεατρικό έργο του Παντελή Χορν, στο «Κορίτσι με τα μαύρα» του Μιχάλη Κακογιάννη, «Στα σύνορα της προδοσίας» του Ντίμη Δαδήρα, στο «Η Οδύσσεια ενός ξεριζωμένου» του Απόστολου Τεγόπουλου, στον «Άγιο Νεκτάριο» του Γρηγόρη Γρηγορίου, στη «Μάχη της Κρήτης» του Βασίλη Γεωργιάδη, στον «Παπαφλέσσα» του Ερρίκου Ανδρέου, στον «Άνθρωπο με το γαρύφαλλο» του Ν. Τζήμα, στην «Αναμέτρηση» του Καρυπίδη (1982), όπως και στο «Έγκλημα στο Κολωνάκι», στο «Δεσποινίς ετών 39», στη «Σάντα Τσικίτα», στον «Ατσίδα», στο «Για μια χούφτα τουρίστριες» κλπ. Με το Νίκο Ξανθόπουλο έπαιξε στις εξής ταινίες : Είναι Μεγάλος ο Καημός - Απόκληροι της Κοινωνίας - Ο Κατατρεγμένος - Άδικη Κατάρα - Τα Ψίχουλα του Κόσμου - Ταπεινός και Καταφρονεμένος - Για την Τιμή και τον Έρωτα - Η Οδύσσεια ενός Ξεριζωμένου - Σφραγίδα του Θεού - Ο Αετός των Σκλαβωμένων.
Έπαιξε και στην τηλεόραση («Αστυνομικές ιστορίες», «Ανατολικός άνεμος»). Ήταν ένας από τους δημοφιλέστερους καρατερίστες του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου, κυρίως σε ρόλους σκληρού και αδίστακτου. Στην ιδιωτική του ζωή ήταν ήρεμος και πράος άνθρωπος αγαπητός απ’ όλους και με ξεχωριστό ήθος. Ήταν μοναχικός άνθρωπος και του άρεσε το διάβασμα.
Το τέλος
Πέθανε την Πέμπτη 6 Απριλίου 2006 στις 08:30 το πρωί στο νοσοκομείο «Ερυθρός Σταυρός» από λοίμωξη του αναπνευστικού συστήματος σε ηλικία 83 χρονών. Κηδεύτηκε το Σάββατο 8 Απριλίου στο Περιστέρι.
Πληροφορίες: el.wikipedia.org/wiki/Στέφανος_Στρατηγός
Περισσότερα Άρθρα...
- Νικολής Αποστόλης, ήταν Έλληνας αγωνιστής και αρχηγός του στόλου των Ψαριανών κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821
- Δημήτριος Αιγινήτης, ήταν σύγχρονος Έλληνας αστρονόμος, τιμήθηκε από Βασιλείς και Προέδρους Δημοκρατίας καθώς επίσης και με τον τίτλο του Ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής της Γαλλίας
- Πάνος Γλυκοφρύδης, εμβληματική φυσιογνωμία του Ελληνικού Κινηματογράφου, θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς
- Δημήτρης Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας, ήταν ένας από τους πιο σπουδαίους Έλληνες ρεμπέτες ερμηνευτές, οργανοπαίκτες και συνθέτες