Άρθρα
Άλωση της Θεσσαλονίκης το 904 από τους Σαρακηνούς πειρατές
Άλωση της Θεσσαλονίκης το 904 από τους Σαρακηνούς πειρατές
Η Άλωση της Θεσσαλονίκης το 904 από τους Σαρακηνούς πειρατές ήταν μία από τις χειρότερες καταστροφές που βρήκαν την Βυζαντινή Αυτοκρατορία στην διάρκεια του 10ου αιώνα. Ένας μουσουλμανικός στόλος, οδηγούμενος από τον αποστάτη Λέοντα τον Τριπολίτη, έχοντας ως αρχικό του στόχο την πρωτεύουσα, Κωνσταντινούπολη, απέπλευσε από την Συρία.
Οι Μουσουλμάνοι αποθαρρύνθηκαν από το να επιτεθούν στην Κωνσταντινούπολη, στρεφόμενοι, αντιθέτως, στην Θεσσαλονίκη, εκπλήσσοντας πλήρως τους Βυζαντινούς, των οποίων το ναυτικό ήταν ανίκανο να αντιδράσει εγκαίρως. Τα τείχη της πόλης, ειδικά εκείνα που βρίσκονταν κοντά στην θάλασσα, βρίσκονταν σε παραμελημένη κατάσταση, ενώ οι δύο διοικητές της πόλεις έδιναν αντικρουόμενες μεταξύ τους διαταγές.
Έπειτα από σύντομη πολιορκία, οι Σαρακηνοί κατάφεραν να εισβάλουν από τα τείχη της θάλασσας, κατέβαλαν την αντίσταση των Θεσσαλονικιών και, στις 29 Ιουλίου, κατέλαβαν την πόλη. Η άλωσή της συνεχίστηκε για διάστημα μίας εβδομάδας, προτού οι επιδρομείς αποχωρήσουν για τις βάσεις τους στον Λεβάντε, απελευθερώνοντας 4.000 Μουσουλμάνους φυλακισμένους, ενώ αιχμαλώτισαν 60 πλοία και συγκέντρωσαν σημαντικά λάφυρα και 22.000 αιχμαλώτους, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήσαν νεαρής ηλικίας.
Στην συγκεκριμένη περίπτωση, οι περισσότεροι εκ των αιχμαλώτων, συμπεριλαμβανομένου του Ιωάννη Καμινιάτη, ο οποίος περιέγραψε την άλωση της πόλης, εξαγοράσθηκαν από τους Βυζαντινούς και ανταλλάχθηκαν με Μουσουλμάνους αιχμαλώτους.
Μάχη του Κλειδίου, μεταξύ της Βυζαντινής και Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας
Μάχη του Κλειδίου
Η Μάχη του Κλειδίου (γνωστή και με το όνομα Μάχη της οροσειράς Μπέλλες) διεξήχθη στις 29 Ιουλίου 1014 μεταξύ της Βυζαντινής και της Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας. Η μάχη αποτέλεσε το αποκορύφωμα της 50χρόνης διαμάχης μεταξύ του Σαμουήλ της Βουλγαρίας και του Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου. Η μάχη τελείωσε με νίκη των Βυζαντινών.
Η μάχη διεξήχθη στην περιοχή μεταξύ των βουνών Κερκίνης (Μπέλλες) και Ογκραζντέν της οροσειράς του Δυτικού Ορβήλου, κοντά στο χωριό Κλειδίον (σήμερα στη Βουλγαρία) 41°23 41 N 23°01 45 E. Η αποφασιστική μάχη έγινε στις 29 Ιουλίου, με επίθεση των Βυζαντινών, υπό την ηγεσία του Νικηφόρου Ξιφία, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή των Βουλγάρων. Αυτή η μάχη αποτέλεσε μεγάλο πλήγμα για τους Βούλγαρους. Οι Βούλγαροι στρατιώτες αιχμαλωτίστηκαν και τυφλώθηκαν μετά από διαταγή του Βασιλείου Β', ο οποίος αργότερα πήρε το όνομα «Βουλγαροκτόνος». Ο Σαμουήλ επέζησε από τη μάχη, αλλά πέθανε 2 μήνες αργότερα, από καρδιακή ανεπάρκεια. Θεωρείται πώς πέθανε όταν είδε τους τυφλούς Βούλγαρους στρατιώτες.
Παρά τα αποτελέσματα της μάχης, η Πρώτη Βουλγαρική Αυτοκρατορία δεν καταστράφηκε, αλλά δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει τους Βυζαντινούς. Για αυτό, το 1018, η Βουλγαρική Αυτοκρατορία καταστράφηκε από τον Βασίλειο Β'.
Πρελούδιο
Οι συγκρούσεις Βυζαντίου-Βουλγαρίας ξεκίνησαν τον 7ο αιώνα μ.Χ., όταν οι Βούλγαροι, υπό την ηγεσία του Χαν Ασπαρούχ, κατέλαβαν, κοντά στον Δούναβη, μια επαρχία της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ως αποτέλεσμα, οι Βούλγαροι αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν μια σειρά πολέμων με το Βυζάντιο.
Το 986, η Βουλγαρία δέχθηκε επίθεση από τον βορρά από τον Πρίγκιπα του Κιέβου, Σφιατοσλάφ. Εν τω μεταξύ, λόγω των επιθέσεων του Συμεών στο Βυζάντιο, η Βουλγαρική Αυτοκρατορία έχασε πολλή δύναμη. Κατά τη διάρκεια αυτών των συγκρούσεων, οι επιδρομείς από το Κίεβο νικήθηκαν από τους Βυζαντινούς, οι οποίοι ήταν σε πόλεμο με τους Βούλγαρους, μια συνεχόμενη σύγκρουση μετά την πτώση της βουλγαρικής πρωτεύουσας, Πρεσλάβ, το 971. Αυτό είχε το αποτέλεσμα της παραίτησης του Μπορίς Β' από τους αυτοκρατορικούς του τίτλους, και την παραχώρηση της ανατολικής Βουλγαρίας στους Βυζαντινούς. Οι Βυζαντινοί κατέλαβαν την ανατολική Βουλγαρία, αλλά τα ανεξάρτητα εδάφη της δυτικής Βουλγαρίας παρέμειναν αυτόνομα και υπό την ηγεσία των Κομητόπουλων - Νταβίντ, Μωυσή, Αρόν και Σαμουήλ - αντιστάθηκαν εναντίον του Βυζαντίου.
Το 976, στον θρόνο του Βυζαντίου ανέβηκε ο Βασίλειος Β', και πρώτος στόχος του ήταν η κατάληψη της Βουλγαρίας. Αντίπαλοι του ήταν οι Δυτικοί Βούλγαροι, υπό την ηγεσία του Σαμουήλ. Η πρώτη εκστρατεία του Βασιλείου ήταν καταστροφική, ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας παραλίγο να πεθάνει όταν οι Βούλγαροι εκμηδένισαν τον βυζαντινό στρατό στις Πύλες του Τραϊανού, το 986.
Τα επόμενα δεκαπέντε χρόνια, όσο ο Βασίλειος ήταν απασχολημένος με τις επαναστάσεις εναντίον του και τις επιθέσεις των Φατιμίντ στην Ανατολία, ο Σαμουήλ ανακατέλαβε τα περισσότερα από τα πρώην βουλγαρικά εδάφη και μετέφερε τον πόλεμο στο Βυζάντιο. Ωστόσο, η επίθεση του στη Νότια Ελλάδα, χάρη στην οποία έφθασαν στην Κόρινθο, τελείωσε με μεγάλη ήττα των Βουλγάρων στη μάχη του Σπερχείου το 996. Η επόμενη φάση του πολέμου ξεκίνησε το 1000, όταν ο Βασίλειος ξεκίνησε μια σειρά από επιθέσεις στη Βουλγαρία. Κατέλαβε τη Μοισία, και το 1003, τα σώματα του κατέλαβαν το Βίντιν. Τον επόμενο χρόνο, ο Βασίλειος κατατρόπωσε τον Σαμούηλ στη μάχη στα Σκόπια. Το 1005, ο Βασίλειος επανέκτησε τον έλεγχο στη Θεσσαλία και σε μέρη της νότιας Μακεδονίας. Σε αυτά και τα επόμενα χρόνια, οι Βυζαντινοί εισέβαλαν αρκετές φορές στη Βουλγαρία, λεηλατώντας την ύπαιθρο. Παρά τις μερικές επιτυχίες, οι Βυζαντινοί δεν καταφέρει να νικήσουν αποφασιστικά. Η βουλγαρική αντεπίθεση, το 1009, στη μάχη της Κρέτας, παρόλο αυτά, η νίκη των Βυζαντινών δεν ήταν αποφασιστική, αλλά οι Βούλγαροι είχαν χάσει πολλές δυνάμεις. Σύμφωνα με τον Βυζαντινό ιστορικό, Ιωάννης Σκυλίτζης: «Ο Αυτοκράτορας Βασίλειος Β' συνέχιζε τις επιθέσεις στη Βουλγαρία, καταστρέφοντας τα πάντα στον δρόμο του. Ο Σαμουήλ ήταν ανίκανος να τον σταματήσει σε ανοιχτή μάχη, και έτσι, έχανε τη δύναμη του». Το αποκορύφωμα του πολέμου ήρθε το 1014, όταν ο Σαμουήλ, ως ηγέτης του στρατού, προσπάθησε να σταματήσει τον βυζαντινό στρατό πριν αυτός εισέλθει στη βουλγαρική ενδοχώρα.
Προετοιμασίες για τη μάχη
Ο Σαμουήλ ήξερε πώς οι Βυζαντινοί θα επιτίθονταν στη χώρα του από τις ορεινές περιοχές. Οι Βούλγαροι έχτισαν τάφρους κατά μήκος των συνόρων τους, ειδικά στο πέρασμα του Κλειδίου στον Στρυμόνα, καθώς αυτό οδηγούσε στην καρδιά της Βουλγαρίας. Ο Σαμουήλ οχύρωσε περισσότερο την οροσειρά Μπέλλες και το Κάστρο στον Στρυμόνα. Ο ποταμός του Στρυμόνα ήταν ιδανικό μέρος για επιθέσεις και χρησιμοποιήθηκε αρκετές φορές από τους Βυζαντινούς. Ωστόσο, ο Σαμουήλ επέλεξε τον Στρυμόνα για αμυντική τακτική - βρισκόταν στον δρόμο από τη Θεσσαλονίκη μέχρι τη Θράκη, στα ανατολικά, και μέχρι την Οχρίδα, στα δυτικά. Τα σύνορα αυτά φρουρούνταν από μεγάλες βουλγαρικές δυνάμεις.
Ο Σαμουήλ αποφάσισε να αντιμετωπίσει τον Βασίλειο Β' και τον στρατό του στο Κλείδιο, όχι μόνο λόγω των ηττών στα πεδία της μάχης, αλλά και λόγω των ανησυχιών σχετικά με την εποπτεία του μεταξύ της αριστοκρατίας, η οποία είχε αποδυναμωθεί από τις εκστρατείες του Βασιλείου. Το 1005, ο διοικητής του Δυρραχίου, λιμανιού της Αδριατικής, παρέδωσε την πόλη στον Βασίλειο Β'. Για να αντιμετωπίσει τη βυζαντινή απειλή, ο Σαμουήλ συγκέντρωσε 45.000 στρατιώτες. Ο Βασίλειος Β' επίσης συγκέντρωσε ένα μεγάλο αριθμό στρατιωτών, και όρισε διοικητή τον Νικηφόρο Ξιφία, ο οποίος είχε καταλάβει τις παλαιές βουλγαρικές πρωτεύουσες Πλίσκα και Πρεσλάβ, το 1001.
Η μάχη
Ο βυζαντινός στρατός έφθασε από την Κωνσταντινούπολη και περνώντας από την Κομοτηνή, τη Δράμα και τις Σέρρες έφθασε στο χωριό του Κλειδίου στον ποταμό Στρυμόνα. Εκεί, βρήκε ένα χοντρό ξύλινο τείχος με Βούλγαρους στρατιώτες. Οι Βυζαντινοί επιτέθηκαν αμέσως, αλλά υποχώρησαν με βαριές απώλειες.
Ο Σαμουήλ, για να απομακρύνει τον Βασίλειο από το πεδίο της μάχης, έστειλε μεγάλο στρατό στη Νεστορίτσα. Οι Βούλγαροι της Νεστορίτσας έφθασαν ως τη Θεσσαλονίκη, αλλά δέχθηκαν μεγάλη ήττα από τον στρατηγό Θεοφύλακτο Βοτανειάτη και από τον γιο του, Μιχαήλ. Ο Θεοφύλακτος αιχμαλώτισε πολλούς Βούλγαρους και βάδισε στα βόρεια για να συναντήσει τον Βασίλειο.
Η πρώτη απόπειρα του Βασιλείου για να συντρίψει τους υπερασπιστές του περάσματος ήταν ανεπιτυχής, καθώς ο αριθμός των αμυνόμενων ανέρχονταν στους 15.000-20.000 Βούλγαρους. Παρά τις δυσκολίες, ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας αρνήθηκε να σταματήσει την επίθεση. Διέταξε τον Νικηφόρο Ξιφία να μεταφέρει τα σώματα του στο Βελάσιο, για να περικυκλώσει τους Βούλγαρους, όσο ο υπόλοιπος βυζαντινός στρατός θα πολιορκούσε το τείχος. Ο Ξιφίας οδήγησε τα σώματα του σε ένα μονοπάτι, πίσω από τις θέσεις των Βουλγάρων. Στις 29 Ιουλίου, ο Ξιφίας επιτέθηκε στους Βούλγαρους, αφού τους περικύκλωσε. Οι Βούλγαροι στρατιώτες άφησαν το οχυρό και κατευθύνθηκαν να αντιμετωπίσουν τη νέα απειλή, δίνοντας στον Βασίλειο την ευκαιρία να καταστρέψει το τείχος.
Εξαιτίας της σύγχυσης που επικρατούσε στο πεδίο της μάχης, πολλά βουλγαρικά στρατεύματα καταστράφηκαν, ενώ τα υπόλοιπα απεγνωσμένα προσπαθούσαν να φύγουν στη Δύση. Ο Σαμουήλ και ο γιος του, Γκαβίλ (Γαβριήλ) Ραντομίρ, κατευθύνθηκαν στα ανατολικά από το οχυρό τους στη Στρώμνιτσα, αλλά καταστράφηκαν στις μάχες στο Μοκριέβο (νυν Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας). Πολλοί Βούλγαροι στρατιώτες σκοτώθηκαν και άλλοι αιχμαλωτίστηκαν. Ο Αυτοκράτορας Σαμούηλ σώθηκε χάρη στην ανδρεία του γιου του, και με ασφάλεια έφθασαν στο Πρίλεπ. Από το Πρίλεπ, ο Σαμουήλ έφθασε στην Πρέσπα ενώ ο γιος του κατευθύνθηκε στη Στρώμνιτσα για να συνεχίσει τη μάχη.
Άλλα γεγονότα
Μετά τη νίκη στη μάχη του Κλειδίου, ο Βασίλειος Β' κατευθύνθηκε στη Στρώμνιτσα, οχυρό-κλειδί στην κοιλάδα του Βαρδάρη. Στον δρόμο τους για την πόλη, οι Βυζαντινοί κατέλαβαν το οχυρό του Ματσούκιον. Ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας έστειλε ένα στρατό, υπό την ηγεσία του Βοτανειάτη, για να περικυκλώσει τη Στρώμνιτσα και να καταστρέψει τα τείχη της πόλης, καθώς επίσης και να καθαρίσει τον δρόμο προς τη Θεσσαλονίκη. Με τα υπόλοιπα σώματα του, ο Βασίλειος έμεινε για να καταστρέψει τελείως την πόλη. Στην αρχή οι Βούλγαροι άφησαν τον Βοτενειάτη να καταστρέψει τις οχυρώσεις τους, αλλά περικύκλωσαν αυτόν και τον στρατό του και τον έσφαξαν. Στη μάχη, ο Γκαβρίλ Ραντομίρ σκότωσε τον Βοτανειάτη με το δόρυ του. Ως αποτέλεσμα, ο Βασίλειος Β' αναγκάστηκε να σταματήσει την πολιορκία της Στρώμνιτσας και υποχώρησε. Στην επιστροφή, ο Βασίλειος έπεισε τον κουβικουλάριο Σέργιο να παραδώσει το οχυρό του Μελένικου, το οποίο αποτελούσε τον κεντρικό δρόμο προς τη Σόφια, από τα νότια.
Οι αιχμάλωτοι
Ο Σκυλίτζης θεωρεί πώς ο Βασίλειος αιχμαλώτισε 15.000 στρατιώτες (14.000 σύμφωνα με τον Κεκαυμένο). Σύγχρονοι ιστορικοί, όπως ο Βασίλ Ζλατάρσκι, ισχυρίζονται πώς αυτοί οι αριθμοί είναι απίθανοι και υπερβολικοί. Τον 14ο αιώνα, το έργο του Κωνσταντίνου Μανασσή, Χρονικόν, μεταφράστηκε στα βουλγάρικα. Ο Μανασσής καταγράφει πώς στη μάχη αιχμαλωτίστηκαν 8.000 στρατιώτες. Ο Βασίλειος χώρισε τους αιχμαλώτους σε ομάδες των 100 ανδρών, τυφλώνοντας τους 99 αιχμαλώτους σε κάθε ομάδα και αφήνοντας τον τελευταίο με ένα μάτι, για να οδηγεί τους υπολοίπους στην πατρίδα τους] - αυτό το έκανε για να εκδικηθεί τον θάνατο του Βοτανειάτη, ο οποίος ήταν ο αγαπημένος του στρατηγός. Άλλη αιτία για αυτή την πράξη, ήταν ότι στα μάτια των Βυζαντινών, οι Βούλγαροι ήταν επαναστάτες κατά της εξουσίας τους, και πώς η τύφλωση ήταν η πιθανή τιμωρία για τους αντάρτες. Για αυτή την πράξη, ο Βασίλειος έλαβε το επίθετο «Βουλγαροκτόνος». Στις 6 Οκτωβρίου 1014, ο Σαμουήλ πέθανε από καρδιακή ανεπάρκεια, όταν είδε τους τυφλούς του στρατιώτες.
Μετά τη μάχη
Ο θάνατος του Βοτανειάτη και τα μετέπειτα τέσσερα χρόνια του πολέμου έδειξαν πώς η βυζαντινή επιτυχία δεν ήταν πλήρης. Μερικοί σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν πώς η ήττα των Βουλγάρων δεν ήταν πλήρης, όπως περιέγραψαν ο Σκυλίτζης και ο Κεκαυμένος. Άλλοι ιστορικοί δίνουν έμφαση στον θάνατο του Σαμουήλ και θεωρούν αυτό το γεγονός ως μεγάλο πλήγμα για τη Βουλγαρία. Ο Γκαβρίλ Ραντομίρ και ο Ιβάν Βλαντισλάφ στάθηκαν ανίκανοι να αντιμετωπίσουν τους Βυζαντινούς, και τελικά η Βουλγαρία καταλήφθηκε το 1018. Αυτό τον χρόνο, ο Τσάρος Ιβάν Βλαντισλάφ σκοτώθηκε στη μάχη στο Δυρράχιο και η Βουλγαρία έγινε επαρχία του Βυζαντίου, μέχρι το 1185, όποτε διεξήχθη η επιτυχής εξέγερση των αδερφών Άσεν.
Στη μάχη του Κλειδίου, ο βουλγαρικός στρατός υπέστη βαριές απώλειες, και αυτό ήταν αποφασιστικός παράγοντας για την τελική νίκη του Βυζαντίου στον πόλεμο. Οι περισσότεροι από τους διοικητές αποφάσισαν να παραδοθούν εθελοντικά στον Βασίλειο Β'.
Η μάχη είχε αντίκτυπο στους Σέρβους και στους Κροάτες, οι οποίο αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν τη δύναμη του Βυζαντινού Αυτοκράτορα, μετά το 1018. Τα σύνορα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας αποκαστάθηκαν στον Δούναβη, δίνοντας στο Βυζάντιο τον έλεγχο της βαλκανικής χερσονήσου από τον Δούναβη στην Πελοπόννησο και από την Αδριατική μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα.
Μνημεία
Σε ανάμνηση της μάχης ανεγέρθηκε το Μνημείο Βασιλείου Β' του Μακεδόνος (Μνημείο Μάχης του Κλειδίου), το οποίο βρίσκεται στο 14ο χλμ Σιδηροκάστρου-Προμαχώνα. Στην κορυφή του μνημείου είναι τοποθετημένο το σύμβολο Βυζαντίου, ο δικέφαλος αετός, ενώ στη μαρμάρινη στήλη είναι χαραγμένο το επίγραμμα:
ΒΑΣΙΛΕΙΩ ΤΩ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙ ΜΝΗΜΟΝΕΣ ΔΕΙΝΩΝ ΑΕΘΛΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΗΣ ΤΟΔΕ ΛΑΪΝΟΝ ΕΠΙΓΟΝΟΙ ΣΤΗΣΑΝ ΔΟΞΗΣ ΑΪΔΙΟΝ
Αλλά και στη Βουλγαρία έχει δημιουργηθεί μεγάλο μνημείο αφιερωμένο στον Σαμουήλ και στα θύματα της μάχης.
Διώρυγα Κορίνθου, εγκαινιάζεται σαν σήμερα το 1893
Σαν σήμερα 25 Ιουλίου, το 1893 εγκαινιάζεται η Διώρυγα της Κορίνθου
Στα αρχαία χρόνια η μεταφορά από τη μία ακτή στην άλλη πραγματοποιούνταν με τον Δίολκο, έργο του τυράννου Περίανδρου προκειμένου να αποφεύγεται ο περίπλους της Πελοποννήσου. Ο Δίολκος ήταν μακρύς πλακόστρωτος διάδρομος 6 χιλιομέτρων που πάνω του τοποθετούνταν ξύλα πάνω στα οποία γλιστρούσαν τα πλοία αλειμμένα με λίπος. Το 602 π.Χ ο Περίανδρος επιχείρησε να κατασκευάσει διώρυγα στον Ισθμό της Κορίνθου χωρίς να τα καταφέρει.
Στα ρωμαϊκά χρόνια ο Ιούλιος Καίσαρ το 44 π.Χ. και ο Καλιγούλας το 37 π.Χ. έκαναν σχέδια για τη διάνοιξη διώρυγας που όμως δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ για πολιτικούς και στρατιωτικούς λόγους. Το 66 μ.Χ ο Νέρων βασίστηκε στα σχέδια αυτά για να ξεκινήσει το 67μ.Χ. εργασίες και από τις δυο άκρες (Κορινθιακό – Σαρωνικό) προκειμένου να κατασκευάσει τη διώρυγα. Χρησιμοποιήθηκαν χιλιάδες εργάτες, ο θάνατος όμως του Νέρωνα δεν επέτρεψε την ολοκλήρωση του έργου.
Με τη διάνοιξη της διώρυγας ασχολήθηκαν επίσης ο Ηρώδης ο Αττικός καθώς και οι Ενετοί χωρίς όμως να πετύχουν την κατασκευή.
Στα νεώτερα χρόνια η διάνοιξη της διώρυγας ξεκίνησε το 1882 με μελέτη του Ούγγρου αρχιμηχανικού B. Gerfer της διώρυγας Φραγκίσκου στην Ουγγαρία, και έλεγχο του Daujats, αρχιμηχανικού της διώρυγας του Σουέζ.
Το έργο διακόπηκε το 1890 καθώς η εταιρεία εξάντλησε όλα τα κεφάλαιά της.
Το έργο συνέχισε και ολοκλήρωσε η Ελληνική εταιρεία “Εταιρεία της Διώρυγας της Κορίνθου” υπό τον Α. Συγγρό η οποία ανέθεσε τις εργασίες στην εργοληπτική εταιρεία του Α. Μάτσα. Στο έργο συμμετείχε και ο Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης που υπήρξε πρωθυπουργός της Ελλάδας. Στις 25 Ιουλίου του 1893 ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ εγκαινίασε την διώρυγα της Κορίνθου.
Ο «άθλος» ολοκληρώθηκε μετά από 11 χρόνια με την εργασία 2.500 εργατών και τη χρήση των τελειότερων μηχανημάτων της εποχής. Σήμερα η διώρυγα της Κορίνθου που έχει μήκος 6.346 μ, πλάτος πυθμένα 21μ και βάθος 7,50 έως 8 μέτρα εξυπηρετεί 12.000 πλοία όλων των εθνικοτήτων ετησίως.
Η Διώρυγα της Κορίνθου είναι διώρυγα η οποία ενώνει τον Σαρωνικό με τον Κορινθιακό κόλπο, στη θέση του Ισθμού της Κορίνθου, λίγο ανατολικότερα από την πόλη της Κορίνθου.
Κατασκευάστηκε μεταξύ των ετών 1880-1893, έργο του Έλληνα μηχανικού Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη. Η κατασκευή της είναι αποτέλεσμα της αναπτυξιακής πολιτικής του πρωθυπουργού Χαρίλαου Τρικούπη, ο οποίος με την κατασκευή μεγάλων έργων υποδομής στόχευε στη δημιουργία ενός σύγχρονου και οικονομικά ανεπτυγμένου κράτους.
Στα αρχαία χρόνια μεταξύ του τείχους του Ισθμού και του περιβόλου του υπήρχε η δίολκος, οδός μέσω της οποίας μεταφέρονταν εμπορεύματα και μικρά πλοία για να αποφευχθεί ο περίπλους της Πελοποννήσου.
Η ιδέα της διώρυγας υπήρχε ήδη από την εποχή του Περίανδρου, το 602 π.Χ. Ο πρώτος που προσπάθησε την υλοποίησή του ήταν ο Νέρων, το 66 μ.Χ., σε σχέδια του Ιούλιου Καίσαρα και του Καλιγούλα. Μετά το θάνατο του Νέρωνα, συνέχισε την προσπάθεια ο Ηρώδης ο Αττικός, ο οποίος όμως την εγκατέλειψε.
Οι εργασίες για τη διώρυγα άρχισαν το 1880, από την Διεθνή Εταιρεία της Θαλασσίου Διώρυγος της Κορίνθου. Λόγω έλλειψης κεφαλαίων το έργο ολοκληρώθηκε από εταιρεία του Ανδρέα Συγγρού το 1893.
Η διώρυγα έχει μήκος 6.346 m, πλάτος στην επιφάνεια της θάλασσας 24,6 m, στο βυθό της 21,3 m, ενώ το βάθος της κυμαίνεται από 7,50 έως 8 m.
Στη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, κατά την αποχώρησή τους οι Γερμανοί το πρώτο δεκαήμερο του Οκτωβρίου 1944, ανατίναξαν τη σιδηροδρομική και την οδική γέφυρα, έριξαν βαγόνια τρένου σε ένα σημείο της διώρυγας για να τη φράξουν και πυροδότησαν εκρήξεις στο βυθό του προλιμένα. Το 1947 η Σχολή Μηχανικού του Στρατού ανέλαβε την ανακατασκευή της οδικής γέφυρας.
Η διώρυγα έχει μήκος 6.346 m, πλάτος στην επιφάνεια της θάλασσας 24,6 m, στο βυθό της 21,3 m, ενώ το βάθος της κυμαίνεται από 7,50 έως 8 m. Κάθε χρόνο περνούν τη διώρυγα 12.000 πλοία.
Παγκόσμια Ημέρα Ηπατίτιδας 28 Ιουλίου
Παγκόσμια ημέρα Ηπατίτιδας
Ιογενείς Ηπατίτιδες - Πρόληψη - Θεραπεία
Η Ηπατίτιδα είναι μια δυνητικά θανατηφόρα ασθένεια που επηρεάζει 1 στους 12 ανθρώπους σε όλο τον κόσμο. Από κοινού, οι δύο ιοί (Β & C) είναι υπεύθυνοι για το θάνατο περίπου ενός εκατομμυρίου ανθρώπων ετησίως, όμως και οι δύο, σήμερα, μπορεί να προληφθούν και να θεραπευτούν.
Η Παγκόσμια Ημέρα κατά των Ιογενών Ηπατιτίδων, είναι ένα ετήσιο παγκόσμιο γεγονός, που έχει σαν στόχο την ευαισθητοποίηση του κοινού αλλά και των αρχών ώστε να υπάρξει πραγματική αλλαγή στρατηγικής στην πρόληψη, αλλά εξίσου σημαντικό στην εύκολη πρόσβαση των ασθενών σε εξετάσεις και θεραπεία.
Δελτίο Τύπου ΚΕΕΛΠΝΟ για την Παγκόσμια Ημέρα
Ηπατίτιδα Β
Η ηπατίτιδα Β προκαλείται από τον ιό της ηπατίτιδας Β.
Σε όλο τον κόσμο, περισσότερα από 2 δισεκατομμύρια άτομα έχουν μολυνθεί, από τα οποία περίπου 350 εκατομμύρια άτομα είναι χρόνιοι φορείς.
Η Ελλάδα ανήκει στις περιοχές με ενδιάμεση ενδημικότητα, αλλά ο επιπολασμός των φορέων ηπατίτιδας Β παρουσιάζει πτωτική τάση τα τελευταία χρόνια. Εντούτοις, η μετακίνηση πληθυσμών στην Ελλάδα από περιοχές υψηλής ή ενδιάμεσης ενδημικότητας αυξάνει τον επιπολασμό της ηπατίτιδας στο σύνολο του πληθυσμού και στον τόπο μας.
Από το 1982 υπάρχει ασφαλές κι αποτελεσματικό εμβόλιο έναντι του ιού της ηπατίτιδας Β, που είναι το πρώτο προληπτικό εμβόλιο κατά του καρκίνου του ήπατος.
Η μετάδοση της ηπατίτιδας Β γίνεται από μολυσμένα με αίμα αντικείμενα (π.χ. σύριγγες, ξυραφάκια, βελόνες), από σεξουαλική επαφή ή από τη μητέρα στο παιδί.
Για τη χρόνια ηπατίτιδα Β, υπάρχουν σήμερα φάρμακα τα οποία δρουν ενισχύοντας την άμυνα του οργανισμού, μειώνοντας τον πολλαπλασιασμό του ιού και επιβραδύνοντας την ηπατική νόσο, ενώ σε σπάνιες περιπτώσεις μπορούν ακόμα και να εκριζώσουν τον ιό. Η χορήγησή τους γίνεται μόνο από εξειδικευμένους γιατρούς και πάντα κάτω από ιατρική παρακολούθηση.
Ο εμβολιασμός έναντι της ηπατίτιδας Β είναι ο μόνος αποτελεσματικός τρόπος για την πρόληψη της νόσου και των επιπλοκών της.
Περισσότερα εδώ
Ηπατίτιδα C
Στην Ελλάδα, στο γενικό πληθυσμό, το ποσοστό της HCV λοίμωξης υπολογίζεται σε 1.9%, δηλαδή περίπου 200.000 άτομα έχουν μολυνθεί από τον ιό.
Ο ιός της ηπατίτιδας C μεταδίδεται από μολυσμένα με αίμα αντικείμενα (π.χ. σύριγγες, ξυραφάκια, βελόνες) και σπάνια από σεξουαλική επαφή ή από τη μητέρα στο παιδί της.
Δεν υπάρχει εμβόλιο ή άλλο μέσο προφύλαξης.
Η χρήση συνδυασμού αντιικών φαρμάκων έχει βελτιώσει σημαντικά τη θεραπεία της ηπατίτιδας C.
Πρόσφατα, εγκρίθηκε στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη η κυκλοφορία νέας γενιάς φαρμάκων, τα οποία αναμένεται να αλλάξουν ριζικά το τοπίο στη θεραπεία των ασθενών με χρόνια HCV λοίμωξη.
Περισσότερα εδώ
Ηπατίτιδα Α
Η ηπατίτιδα Α είναι μια οξεία, συνήθως αυτοπεριοριζόμενη σε χρονικό διάστημα μερικών εβδομάδων νόσος, η οποία ποτέ δεν οδηγεί σε χρόνια ηπατίτιδα.
Ο ιός της ηπατίτιδας Α έχει παγκόσμια κατανομή. Ετησίως εμφανίζονται περίπου 1,5 εκατ. νέες περιπτώσεις ηπατίτιδας Α σε όλο τον κόσμο και η μετάδοση του ιού ευνοείται από τις κακές συνθήκες διαβίωσης.
Η βελτίωση του κοινωνικοοικονομικού επιπέδου του πληθυσμού και των συνθηκών ύδρευσης και αποχέτευσης στη χώρα μας, είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση των κρουσμάτων και τα νέα περιστατικά πλέον να αφορούν ταξιδιώτες σε αναπτυσσόμενες χώρες ή άτομα που ήρθαν σε επαφή με ασθενείς.
Ο ακρογωνιαίος λίθος στην πρόληψη της ηπατίτιδας Α είναι η τήρηση των κανόνων υγιεινής, ενώ υπάρχει αποτελεσματικό και ασφαλές εμβόλιο, που έχει συμπεριληφθεί στο Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμού.
Περισσότερα εδώ
Χρήσιμες συμβουλές πρόληψης
• Τηρείτε κανόνες ατομικής υγιεινής (πλύσιμο χεριών)
• Μάθετε με μια απλή εξέταση αίματος αν έχετε μολυνθεί από ιογενή ηπατίτιδα
• Εμβολιαστείτε έναντι της ηπατίτιδας Α και Β εφόσον ανήκετε σε ομάδα υψηλού κινδύνου ή πρόκειται να ταξιδέψετε σε χώρα με υψηλή ενδημικότητα
• Χρησιμοποιείτε προφυλακτικό κατά τη σεξουαλική επαφή εφόσον δεν γνωρίζετε το ιολογικό προφίλ του συντρόφου σας
• Μη μοιράζεστε προσωπικά αντικείμενα (σύριγγες, βελόνες, ψαλίδια, νυχοκόπτες, οδοντόβουρτσα, ξυραφάκια κ.λπ.)
• Βεβαιωθείτε ότι χρησιμοποιούνται αποστειρωμένα ή μιας χρήσης εργαλεία κατά την περιποίηση νυχιών, βελονισμό, τατουάζ, piercing κ.λπ.
Μικρασιατική Καταστροφή, η Συνθήκη της Λωζάννης, ο ξεριζωμός στο όνομα της ειρήνης
24 Ιουλίου 1923
Η Μικρασιατική Καταστροφή,
ο ξεριζωμός στο όνομα της ειρήνης
Η Συνθήκη της Λωζάννης (24 Ιουλίου 1923) επισφράγισε με οδυνηρό τρόπο τη Μικρασιατική Καταστροφή και, ταυτόχρονα, το τέλος της ελληνικής πολεμικής περιπέτειας που είχε ξεκινήσει με τους Βαλκανικούς Πολέμους το 1912.
Η Ανατολική Θράκη, η Ιμβρος, η Τένεδος και η ζώνη της Σμύρνης παραχωρήθηκαν στην Τουρκία, ενώ αποφασίστηκε η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Από την ανταλλαγή εξαιρέθηκαν οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης, οι ελληνορθόδοξοι της Κωνσταντινούπολης, της Ιμβρου και της Τενέδου, και οι μουσουλμάνοι «αλβανικής καταγωγής» που ήταν εγκατεστημένοι κυρίως στην Ηπειρο (Τσαμουριά) καθώς και οι ελληνορθόδοξοι Αραβες της Κιλικίας.
Στην ουσία, η ανταλλαγή των πληθυσμών βάσει της Συνθήκης της Λωζάννης σηματοδότησε την οριστική μετάβαση από την πολυεθνοτική και πολυθρησκευτική Αυτοκρατορία στα ομοιογενή εθνικά κράτη. Υπ' αυτή την έννοια, οι εξελίξεις στην ελληνοτουρκική διαμάχη δεν απέχουν από τα αποτελέσματα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η Συνθήκη των Βερσαλλιών και οι συναφείς συνθήκες που υπογράφτηκαν το 1919-1920, κλείνοντας τον εξοντωτικό Μεγάλο Πόλεμο, είχαν ως βασικό χαρακτηριστικό ακριβώς τη διάλυση των αυτοκρατοριών και τη δημιουργία στη θέση τους των σύγχρονων ευρωπαϊκών εθνών-κρατών στην Κεντρική και στην Ανατολική Ευρώπη.
Με τις εκατόμβες του Α' Παγκοσμίου Πολέμου εξάλλου και την οριστική αναδιάταξη των συσχετισμών δυνάμεων στο επίπεδο της ευρωπαϊκής πολιτικής, είχε πλέον λυθεί οριστικά και το Ανατολικό Ζήτημα.
Η συγκυρία του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, όπου Ελλάδα και Οθωμανική Αυτοκρατορία βρέθηκαν σε αντίπαλα στρατόπεδα, έφερε τον ελληνικό στρατό στην άλλη όχθη του Αιγαίου αλλά ενεργοποίησε ταυτόχρονα ένα ισχυρό τουρκικό εθνικιστικό κίνημα.
Η Μικρασιατική Καταστροφή σήμανε τόσο τον θάνατο της Μεγάλης Ιδέας για την Ελλάδα όσο και τη γέννηση της σύγχρονης Τουρκίας πάνω στις στάχτες της Αυτοκρατορίας.
Και για τις δύο χώρες, υπήρξε καθοριστική για τη διαμόρφωση του εθνικού κράτους, τον ορισμό των συνόρων και του εθνικού εδάφους και την, κατά το δυνατόν, εθνική ομογενοποίηση του πληθυσμού.
Η πρωτοφανής για τα διεθνή δεδομένα απόφαση της υποχρεωτικής ανταλλαγής των πληθυσμών υπαγορεύθηκε από την αρχή της ομοιογένειας που πρέσβευε το δόγμα του εθνικισμού και στο όνομα της οποίας άλλωστε είχαν γίνει διωγμοί και εθνοκαθάρσεις (και όχι μόνο στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης). Είχε ήδη προηγηθεί, με τη Συνθήκη του Νεϊγύ (1919), η εθελούσια ανταλλαγή ελληνικών και βουλγαρικών πληθυσμών.
Σε ό,τι αφορούσε την ελληνοτουρκική διαμάχη, φαινόταν πως η λύση της ανταλλαγής θα μπορούσε να εξασφαλίσει την ειρήνη στην περιοχή και την ασφάλεια στους πληθυσμούς. Σύμφωνα με τα στατιστικά δεδομένα, ανταλλάχθηκαν περίπου 1.220.000 χριστιανοί και 525.000 μουσουλμάνοι πρόσφυγες.
Παρ' όλα ταύτα, οι εξαιρέσεις της Συνθήκης δημιούργησαν μειονότητες μέσα στα αντίστοιχα εθνικά κράτη, των οποίων η τύχη παρακολουθούσε (και παρακολουθεί) τη διακύμανση των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Η ριζική λύση της Ανταλλαγής λοιπόν, παρ' όλο που προκρίθηκε με στόχο να επιλύσει ένα μακροχρόνιο ζήτημα και να προλάβει νέες εθνικές συγκρούσεις, δημιούργησε ταυτόχρονα δύο νέα ζητήματα: το μειονοτικό και το προσφυγικό.
Η επαχθέστερη κληρονομιά της Συνθήκης της Λωζάννης υπήρξε πράγματι η ανάγκη εγκατάστασης και ενσωμάτωσης των ανταλλαχθέντων προσφύγων στο ελληνικό κράτος. Επρόκειτο για μια τεράστια επιχείρηση, για την οποία ιδρύθηκαν ειδικοί θεσμοί και ζητήθηκε διεθνής στήριξη.
Η άφιξη των προσφύγων αναδιαμόρφωσε τις κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις στην Ελλάδα, ενώ η εγκατάστασή τους προσέκρουσε συχνά στην εχθρότητα των ντόπιων πληθυσμών.
Παρ' όλο που η Ανταλλαγή έγινε με στόχο την εθνική ομοιογένεια, ούτε οι πρόσφυγες αποτελούσαν ομοιογενή ομάδα ούτε οι Ελλαδίτες τούς υποδέχθηκαν ως ομοεθνείς. Η εγκατάστασή τους κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα βάθυνε τον διχασμό ανάμεσα στην Παλαιά και στη Νέα Ελλάδα, ενώ η αφομοίωσή τους υπήρξε δύσκολη και μακροχρόνια.
Ωστόσο, το έργο της αποκατάστασης εκτιμήθηκε ως «επίτευγμα» του ελληνικού κράτους, μέσα στις δύσκολες συνθήκες του Μεσοπολέμου.
Η Συνθήκη της Λωζάννης μπορεί να θεωρηθεί η συνθήκη με την οποία οριστικοποιήθηκαν τα σύνορα του ελληνικού έθνους-κράτους ύστερα από έναν αιώνα αλυτρωτικής πολιτικής. Με την εξαίρεση της προσάρτησης των Δωδεκανήσων, τα σύνορα του 1923 έμειναν ίδια έως σήμερα.
Η οριστικοποίηση όμως των συνόρων, που στην πραγματικότητα σήμαινε τον διπλασιασμό του εθνικού εδάφους, δεν βιώθηκε ως επιτυχία αλλά ως καταστροφή - όπως και ήταν.
Η Ελλάδα, λόγω της μικρασιατικής εκστρατείας, είχε υποστεί τεράστιες απώλειες σε όλα τα επίπεδα, για να καταλήξει, με εξαίρεση τη Δυτική Θράκη, στα ίδια σύνορα που είχε επιτύχει με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου.
Χριστίνα Κουλούρη καθηγήτρια Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
vima.gr