Άρθρα
“Παγκόσμιο Ταμείο Άγριας Φύσης” (World Wildlife Fund)
“Παγκόσμιο Ταμείο Άγριας Φύσης”
(World Wildlife Fund)
Ιδρύεται στην πόλη Morges της Ελβετίας ο διεθνής μη κυβερνητικός οργανισμός για την διατήρηση, έρευνα και αποκατάσταση του περιβάλλοντος “Παγκόσμιο Ταμείο Άγριας Φύσης” (World Wildlife Fund). Αποτέλεσε πρωτοβουλία των Julian Huxley και Max Nicholson, οι οποίοι είχαν τριανταετή εμπειρία στο να φέρνουν σε επαφή προοδευτικούς διανοούμενους με μεγάλες επιχειρήσεις δια μέσω της “δεξαμενής σκέψης Πολιτικού και Οικονομικού Σχεδιασμού” (Political and Economic Planning think tank).
Στο ιδρυτικό καταστατικό του, ο οργανισμός αναφέρει ως αρχική αποστολή του «την διατήρηση της παγκόσμιας χλωρίδας, πανίδας, των δασών, του τοπίου, του νερού, του εδάφους και άλλων φυσικών πόρων μέσω της διαχείρισης της γης, την έρευνα και τη δημοσιότητα, το συντονισμό των προσπαθειών, τη συνεργασία με κάθε ενδιαφερόμενο μέλος και με όλους τους άλλους κατάλληλους τρόπους».
Τα χρόνια που ακολούθησαν το WWF άνοιξε γραφεία από τα οποία κατηύθυνε τις παγκόσμιες δράσεις του. Καθώς περισσότεροι πόροι γίνονταν διαθέσιμοι, οι δράσεις του επεκτάθηκαν και σε άλλες περιοχές όπως η διατήρηση της βιολογικής ποικιλότητας, της βιώσιμης χρήσης των φυσικών πόρων, της μείωσης της μόλυνσης και της αλόγιστης κατανάλωσης.
Το 1986 ο οργανισμός άλλαξε την ονομασία του σε Παγκόσμιο Ταμείο για τη Φύση (World Wide Fund for Nature), διατηρώντας τα αρχικά WWF, ώστε να συμβολίζουν καλύτερα τον σκοπό των δράσεων του. Είναι ο μεγαλύτερος οργανισμός προστασίας και αποκατάστασης του περιβάλλοντος, με περισσότερα από 5 εκατομμύρια μέλη παγκοσμίως, με παρουσία σε περισσότερες από 90 χώρες και υποστηρίζοντας 100 προγράμματα διατήρησης και αποκατάστασης του περιβάλλοντος σε ολόκληρο τον κόσμο.
Αποτελεί επίσης φιλανθρωπία, με περίπου το 9% της χρηματοδότησης του να προέρχεται από εθελοντικές δωρεές από ιδιώτες και επιχειρήσεις. Το WWF έχει κατηγορηθεί από διάφορες πλευρές για μη αντικειμενική δράση λόγω των στενών σχέσεων που διατηρεί με επιχειρήσεις. Το επιχειρηματικό κέντρο του οργανισμού παρέχει ευκαιρίες προώθησης για επιχειρήσεις χρησιμοποιώντας το όνομα και το σήμα του WWF ως μέσο προώθησης.
Σήμερα το WWF συνεργάζεται με την Coca-Cola, τη Nokia, την Canon και άλλες επιχειρήσεις για την προώθηση περιβαλλοντικών προγραμμάτων.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 πάντως, ο Πρίγκιπας Bernard της Ολλανδίας και ο Πρίγκιπας Φίλιππος, μαζί με μερικούς συνεργάτες, δημιούργησαν το Ταμείο για τη Φύση 1001 (1001 Nature Trust), με σκοπό την κάλυψη των διοικητικών πτυχών του WWF.
Η αποστολή του WWF Ελλάς είναι να διατηρήσει την πλούσια βιοποικιλότητα της Ελλάδας ως αναπόσπαστο στοιχείο της Μεσογείου και να παρεμποδίσει – και μακροπρόθεσμα να αντιστρέψει – την υποβάθμιση του περιβάλλοντος, με στόχο την αρμονική συνύπαρξη ανθρώπου και φύσης.
Δεκαπενταύγουστος η Κοίμηση της Θεοτόκου
Δεκαπενταύγουστος
Το Πάσχα του Καλοκαιριού
Η γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου έχει ιδιαίτερη θέση στο εορτολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας και συνδέεται άμεσα με τη μοναδικότητα του προσώπου της Παναγίας στο έργο «της εν Χριστώ σωτηρίας» των ανθρώπων, αποτελώντας τη μεγαλύτερη από τις γιορτές που καθιέρωσε η Εκκλησία προς τιμήν της Μητέρας του Χριστού, τις ονομαζόμενες θεομητορικές εορτές.
Οι πρώτες μαρτυρίες για τον εορτασμό της Κοίμησης της Θεοτόκου εμφανίζονται τον πέμπτο αιώνα μΧ, γύρω στην εποχή που συγκλήθηκε η Γ' Οικουμενική Σύνοδος της Εφέσου (451), που καθόρισε το θεομητορικό δόγμα και έγινε αιτία να αναπτυχθεί η τιμή στο πρόσωπο της Θεοτόκου.
Για πρώτη φορά φαίνεται να γιορτάστηκε στα Ιεροσόλυμα στις 13 Αυγούστου και λίγο αργότερα μετατέθηκε στις 15 του ίδιου μήνα. Είχε δε γενικότερα θεομητορικό χαρακτήρα, χωρίς ειδική αναφορά στο γεγονός της Κοιμήσεως και ονομάζονταν «ημέρα της Θεοτόκου Μαρίας». Κέντρο του πανηγυρισμού αναφέρεται στην αρχή ένα «Κάθισμα» (ναός), που βρίσκονταν έξω από τα Ιεροσόλυμα στον δρόμο προς την Βηθλεέμ. Η σύνδεση αυτής της γιορτής με την Κοίμηση της Θεοτόκου, έγινε στον ναό της Παναγίας, που βρισκόταν στη Γεσθημανή, το «ευκτήριο του Μαυρικίου», όπου υπήρχε και ο τάφος της.
Κατά την εκκλησιαστική παράδοση, της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου προηγείται νηστεία, η οποία καθιερώθηκε τον 7ο αιώνα. Αρχικά ήταν χωρισμένη σε δύο περιόδους: πριν από την εορτή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος και πριν από την εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Τον 10ο αιώνα, συνενώθηκαν σε μία νηστεία, που περιλαμβάνει 14 ημέρες και ξεκινά την 1η Αυγούστου. Κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης νηστείας, νηστεύεται το λάδι εκτός του Σαββάτου και της Κυριακής, ενώ στη γιορτή της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα καταλύεται (επιτρέπεται) το ψάρι. Ανήμερα της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου καταλύονται τα πάντα, εκτός και αν η εορτή πέσει σε Τετάρτη ή Παρασκευή, οπότε καταλύεται μόνο το ψάρι. Τις ημέρες της νηστείας του Δεκαπενταύγουστου ψάλλονται τις απογευματινές ώρες στις εκκλησίες (εκτός Κυριακής), εναλλάξ, ο «Μικρός και ο Μέγας Παρακλητικός Κανών εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον», οι λεγόμενες «Παρακλήσεις».
Η μητέρα του Ιησού Χριστού, όπως αναφέρεται στην εκκλησιαστική παράδοση, πληροφορήθηκε τον επικείμενο θάνατό της από έναν άγγελο τρεις ημέρες προτού αυτός συμβεί και άρχισε να προετοιμάζεται κατάλληλα. Επειδή κατά την ημέρα της Κοίμησής της δεν ήταν όλοι οι Απόστολοι στα Ιεροσόλυμα, μία νεφέλη τους άρπαξε και τους έφερε κοντά της. Μοναδικός απών ο απόστολος Θωμάς.
Η Κοίμηση της Θεοτόκου συνέβη στο σπίτι του Ευαγγελιστή Ιωάννη, όπου και διέμενε, μετά τη σταύρωση του Χριστού. Αφού της έκλεισαν τα μάτια, οι Απόστολοι μετέφεραν το νεκροκρέβατό της στον κήπο της Γεθσημανής, όπου την έθαψαν.
Όταν μετά από τρεις ημέρες ο απόστολος Θωμάς πήγε στον τάφο της, βρήκε μόνο τα εντάφια. Πάνω στον τάφο της Παναγίας χτίστηκε μεγαλοπρεπής ναός, που αποδίδεται στην Αγία Ελένη. Μετά την καταστροφή του, ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Μαρκιανός (450-457) με τη δεύτερη σύζυγό του Πουλχερία έχτισαν ένα νέο ναό, που υπάρχει μέχρι σήμερα.
Μεταξύ της Ορθόδοξης και της Καθολικής Εκκλησίας υπάρχει δογματική διαφορά σχετικά με την Κοίμηση της Θεοτόκου. Η Καθολική Εκκλησία πιστεύει στο δόγμα της ενσώματης ανάληψης της Θεοτόκου (Assumptio Beatae Mariae Virginis), που οριστικοποιήθηκε με την αποστολική εγκύκλιο του Πάπα Πίου IB' «Munificentissimus Deus» (1 Νοεμβρίου 1950). Αντίθετα, η Ορθόδοξη Εκκλησία κάνει λόγο πρώτα για Κοίμηση της Θεοτόκου, δηλαδή πραγματικό θάνατο (χωρισμό ψυχής και σώματος) και στη συνέχεια για μετάσταση της Θεοτόκου, δηλαδή ανάσταση (ένωση ψυχής και σώματος) και ανάληψή της κοντά στον Υιόν της.
Η εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου γιορτάζεται με λιγότερο εμφατικό τρόπο στις λοιπές ορθόδοξες και καθολικές χώρες του κόσμου, στις περισσότερες από τις οποίες ο Δεκαπενταύγουστος είναι επίσημη αργία, όπως και στην Ελλάδα. Οι προτεσταντικές ομολογίες θεωρούν την Κοίμηση της Θεοτόκου δευτερεύουσα εορτή, επειδή δεν βασίζεται σε βιβλικές αναφορές.
Αναρίθμητοι ναοί και μονές έχουν χτιστεί προς τιμήν της Κοιμήσεώς της, θαυμάσιες τοιχογραφίες παριστάνουν σε κάθε ναό, πίσω από την κεντρική είσοδο, σε εκπληκτικές συνθέσεις την ιερή της κηδεία, ύμνοι εκλεκτοί έχουν διακοσμήσει την ακολουθία της και λόγοι λαμπροί και εγκώμια εκφωνήθηκαν από τους Πατέρες και νεότερους κληρικού άνδρες κατά την ημέρα της μνήμης της.
Στην Ελλάδα, η Κοίμηση της Θεοτόκου εορτάζεται με ιδιαίτερη λαμπρότητα, ονομάζεται δε και «Πάσχα του Καλοκαιριού». Σε πολλά νησιά του Αιγαίου (Τήνος, Πάρος, Πάτμος) στολίζουν και περιφέρουν επιτάφιο προς τιμήν της Παναγίας. Σε πόλεις και χωριά ανά την επικράτεια, σε εκκλησίες αφιερωμένες στην Κοίμηση της Θεοτόκου διοργανώνονται παραδοσιακά πανηγύρια, που καταλήγουν σε γενικευμένο γλέντι.
Από το όρος Μελά η Παναγία Σουμελά, βρέθηκε στο Βέρμιο Ημαθίας. Στην Τήνο η γιορτή της συνδέθηκε με τον τορπιλισμό της «Έλλης» και μαζί με την Κοίμησή της οι Έλληνες τιμούν την μνήμη αυτών που χάθηκαν.
Στη Λέρο η Καστροβασίλισσα, στην Αστυπάλαια η Πορταΐτισσα, στη Ρόδο η Κρεμαστή και στην Πάρο η Εκατονταπυλιανή, στη Λέσβο η Αγία Σιών της Αγιάσου και στη Νίσυρο η Σπηλιανή Κυρά. Στην Κρήτη η Καλυβιανή και η Μεγάλη Παναγιά της Νεάπολης, στην Ίμβρο η Παναγιά η Ιμβριώτισσα και στη Χαλκιδική η Μεγάλη Παναγιά. Στη Γουμένισσα το Θεομητορικό Μοναστήρι, στην Ήπειρο η Μολυβδοσκέπαστη, στην Κεφαλονιά η Οφιούσα, στην Άνδρο η Φανερωμένη, στην Κάρπαθο η Παναγιά της Ολύμπου και η Χοζοβιώτισσα στην Αμοργό.
Στη Σκιάθο η Βαγγελίστρα, στο Λεωνίδιο Κυνουρίας η Παναγιά της Έλωνας και η Επισκοπιώτισσα στη Μαντινεία.
Η Κοίμηση της Θεοτόκου δεν είναι ένα πένθιμο γεγονός για το ελληνικό λαό, επειδή η Παναγία «μετέστη προς την ζωήν».
Μάχη της Χαιρώνειας (338 προ Χριστού)
Μάχη της Χαιρώνειας
(338 π.Χ.)
Η μάχη της Χαιρώνειας διεξήχθη το 338 π.Χ. μεταξύ του μακεδονικού βασιλείου και των συνασπισμένων στρατευμάτων της Αθήνας, της Κορίνθου, της Κέρκυρας, της Λευκάδας, της Αχαΐας, των Μεγάρων, της Ακαρνανίας, της Εύβοιας και του Κοινού των Βοιωτών, ηγέτιδα του οποίου ήταν η Θήβα. Οι Μακεδόνες αναδείχτηκαν θριαμβευτές. Το πεδίο της μάχης βρίσκεται στον κάμπο της Βοιωτίας, πολύ κοντά στον αρχαίο οικισμό της Χαιρώνειας και το σημερινό ομώνυμο χωριό. Απέχει 13 χιλιόμετρα βόρεια από τη Λιβαδειά.
Η συγκεκριμένη σύγκρουση υπήρξε καθοριστική για τη διαμόρφωση της πολιτικής κατάστασης στην Ελλάδα του ύστερου 4ου αιώνα π.Χ. Ο Φίλιππος Β', μονάρχης της Μακεδονίας, κατόρθωσε μετά από πολλά έτη αιματηρών εκστρατειών και έντονων διπλωματικών διαβουλεύσεων να καθυποτάξει και τους τελευταίους πυλώνες αντίστασης στα σχέδια του για επικράτηση στον ελλαδικό χώρο. Η μάχη της Χαιρώνειας σηματοδοτεί ουσιαστικά την αφετηρία της μακεδονικής κυριαρχίας στα πολιτικά πράγματα της Ελλάδας για σχεδόν έναν αιώνα.
Επίσης, παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον και από στρατιωτική άποψη, αναδεικνύοντας ολοφάνερα την υπεροχή της μακεδονικής φάλαγγας έναντι των προγενέστερων αντίστοιχων τύπων των πόλεων-κρατών.
Πριν τη Χαιρώνεια
Ο Φίλιππος είχε ήδη επιτύχει να διευρύνει σημαντικότατα τη σφαίρα επιρροής του στο χώρο των νότιων Βαλκανίων. Κατά τη διάρκεια της ηγεμονίας του κατάφερε να τιθασεύσει τους σκληροτράχηλους λαούς που συνόρευαν με τη Μακεδονία. Στον ελλαδικό χώρο πέτυχε με περίτεχνους διπλωματικούς χειρισμούς να εγκαταστήσει παρατάξεις φιλικά προσκείμενες προς το πρόσωπό του, αποκτώντας με αυτό τον τρόπο το δικαίωμα να επεμβαίνει και να αναμειγνύεται στα πολιτικά τεκταινόμενα των υπόλοιπων Ελλήνων. Επίσης, είχε προσεταιριστεί την άρχουσα τάξη της Θεσσαλίας, ενώ με το πέρας του Γ' Ιερού Πολέμου (355-352 π.Χ.) εξασφάλισε τη συμμετοχή της Μακεδονίας στο Αμφικτυονικό Συνέδριο των Δελφών.
Παρόλα αυτά όμως, η άλλοτε κραταιά δύναμη Αθήνα εξακολουθούσε να αψηφά την ολοένα αυξανόμενη ισχύ της Μακεδονίας και έθετε εμπόδια για περαιτέρω επέκτασή της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η συνδρομή σε πλοία που παρείχε η Αθήνα στο Βυζάντιο τον καιρό που πολιορκούταν στενά από τις δυνάμεις του Φιλίππου (340 π.Χ.). Δύο χρόνια αργότερα, ο ισχυρός άνδρας της Μακεδονίας αποφάσισε να βάλει τέλος στην αμφισβήτηση που υφίστατο από τους περήφανους Αθηναίους.
Ο μακεδονικός στρατός συγκεντρώθηκε και το φθινόπωρο του 339 π.Χ. κατέλαβε αιφνιδιαστικά την πρωτεύουσα πόλη Ελάτεια της Φωκίδας (στο νομό Φθιώτιδας σήμερα). Τα νέα, «Ελάτεια κατείληπται», διαδόθηκαν τάχιστα στην πόλη της Αθήνας και ένα αίσθημα πανικού κυρίεψε το δήμο. Η σωφροσύνη και η ψυχραιμία δεν άργησαν να πρυτανεύσουν στην κοινή γνώμη και οι πολίτες της Αθήνας, έχοντας επίγνωση του ένδοξου παρελθόντος τους, έστειλαν πρέσβη στη Θήβα τον χαρισματικό ρήτορα Δημοσθένη με αίτημα να αντιμετωπίσουν μαζί τη μακεδονική εισβολή. Οι Βοιωτοί, παρόλο που είχαν συνάψει σύμφωνο συμμαχίας με το Φίλιππο, δεν άργησαν να μεταστρέψουν τη στάση τους. Ο Φίλιππος αποπειράθηκε ανεπιτυχώς να τους μεταπείσει, αποστέλλοντας τον ονομαστό πρέσβη του Πύθωνα το Βυζάντιο. Αθήνα και Κοινό των Βοιωτών συμφώνησαν να ξεκινήσουν άμεσα πολεμικές προπαρασκευές. Οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές δεν άργησαν να παρευρεθούν στην πεδιάδα της Χαιρώνειας, όπου έλαβε χώρα η συμπλοκή.
Η μάχη
Και οι δύο αντίπαλες παρατάξεις διέπονταν από ακμαίο φρόνημα. Ο Φίλιππος είχε καταφέρει να εμφυσήσει υψηλή αυτοπεποίθηση και ηθικό στο στράτευμά του, αισθήματα που οπωσδήποτε ενισχύονταν σημαντικά από τις πρόσφατες, πολλαπλές νίκες του. Οι Αθηναίοι και οι Βοιωτοί δεν υστερούσαν καθόλου σε ανδρεία και γενναιότητα ενώ παράλληλα καλούνταν να υπερασπιστούν τις πατρίδες τους.
Η διάταξη των δυνάμεων
Ο Φίλιππος τοποθέτησε τους επιφανείς Εταίρους στο αριστερό κέρας της παράταξης, αναθέτοντας την διοίκησή του στο δεκαοκταετή τότε γιο του Αλέξανδρο. Ο διάδοχος του θρόνου, παρά το μικρό της ηλικίας του, είχε προηγούμενη πολεμική εμπειρία εναντίον του θρακικού φύλου των Μαίδων, το οποίο και συνέτριψε ενώ ο Φίλιππος πολιορκούσε την Πέρινθο και το Βυζάντιο (340 π.Χ.). Αν και δεν έχουν διασωθεί λεπτομερείς περιγραφές για τη διάταξη των δυνάμεων των δύο αντιπάλων, οι τάξεις της μακεδονικής φάλαγγας έλαβαν θέση μάλλον στο κέντρο της παράταξης, συνεπικουρούμενες από μονάδες ελαφρύτερου πεζικού και ψιλών. Ο βασιλιάς κατέλαβε τη δεξιά πτέρυγα, όπως όριζαν τα μακεδονικά στρατιωτικά ήθη, ηγούμενος των Υπασπιστών, επίλεκτου τμήματος του πεζικού.
Στο αντίπαλο στρατόπεδο, οι Αθηναίοι παρέταξαν τα τμήματα της φάλαγγάς τους κατά φυλή, όπως συνήθιζαν, στην αριστερή πτέρυγα και το κέντρο, μαζί με τους οπλίτες των υπόλοιπων συμμάχων. Οι στρατηγοί Χάρης και Λυσικλής είχαν το γενικό πρόσταγμα των αθηναϊκού στρατού ενώ είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο γνωστός Δημοσθένης εντάχθηκε στις τάξεις των οπλιτών. Διοικητής του Κοινού των Βοιωτών ήταν ο Θηβαίος στρατηγός Θεαγένης, ο οποίος τοποθέτησε τα στρατεύματα του στο δεξιό άκρο του κέντρου και το δεξιό κέρας όλου του σχηματισμού, αντίκρυ από τις δυνάμεις του Αλέξανδρου. Από τη μάχη δεν απουσίαζε φυσικά ο περίφημος Ιερός Λόχος, μονάδα που αποτελούταν από 300 επίλεκτους και άριστα εκπαιδευμένους άνδρες της θηβαϊκής κοινωνίας.
Συνολικά, η δύναμη του μακεδονικού στρατού ανερχόταν σε τουλάχιστον 2.000 ιππείς και πάνω από 30.000 πεζούς. Οι συνδυασμένες δυνάμεις των συμμάχων, υστερούσαν αριθμητικά ελάχιστα απέναντι στους Μακεδόνες σύμφωνα με την εκδοχή του ιστορικού Διόδωρου Σικελιώτη, ενώ ο Ιουστίνος ισχυρίζεται ότι οι σύμμαχοι υπερτερούσαν σε αριθμό.
Διεξαγωγή
Επακολούθησε η μάχη, που χαρακτηρίστηκε από ιδιαίτερη σκληρότητα και ανδρεία. Ύστερα από την πάροδο αρκετού χρόνου στην πεδιάδα της Χαιρώνειας, η νίκη άρχισε να γέρνει προς το μακεδονικό στρατόπεδο χάρη στη σπουδαία τακτική που εφάρμοσε ο αρχηγός του.
Ο βασιλιάς Φίλιππος οπισθοχωρούσε εκτελώντας παραπλανητικούς ελιγμούς που καταπόνησαν και παρέσυραν τους Αθηναίους αντιπάλους του. Οι φάλαγγες οπλιτών που είχαν τοποθετηθεί στο κέντρο αμφότερων των πλευρών συνεπλάκησαν. Πολλοί άνδρες έπεφταν νεκροί και τραυματίες, πράγμα που καθιστούσε αμφίρροπο τον αγώνα μεταξύ τους. Στο μεταξύ, αρκετοί Βοιωτοί και άλλοι συμμαχικοί οπλίτες έσπευσαν να συμβάλλουν στην καταδίωξη του αντίπαλου δεξιού άκρου.
Άμεσο αποτέλεσμα της κίνησης αυτής ήταν να δημιουργηθεί ένα ακάλυπτο κενό στη συμμαχική διάταξη, που εξέθετε επικίνδυνα του μαχητές του Ιερού Λόχου. Καθοριστική για την έκβαση της μάχης θεωρείται η συμβολή του ίδιου του Αλέξανδρου ο οποίος σε τούτη την κρίσιμη χρονική στιγμή, περιστοιχιζόμενος από ρωμαλέους μαχητές, επιχείρησε μία παράτολμη ενέργεια ενδεικτική της ηγετικής φύσης και των προσόντων του. Ο νεαρός Μακεδόνας επιτέθηκε ορμητικά με το απόσπασμά του εναντίον του αποκομμένου Ιερού Λόχου και κατάφερε να φονεύσει πολλούς. Επίσης, τράπηκαν σε φυγή αρκετοί άλλοι εχθροί που αντιλήφθηκαν τον περίτεχνο ελιγμό πλαγιοκόπησής τους.
Οι άριστα εκπαιδευμένοι Μακεδόνες Υπασπιστές είχαν επιτύχει να συμπτυχθούν πειθαρχημένα ώσπου ξαφνικά ο βασιλιάς τους διέταξε να πραγματοποιήσουν μεταβολή και να στραφούν εναντίον του εχθρού. Η ήδη χαλαρή συνοχή των συμμαχικών δυνάμεων δέχθηκε ένα αποφασιστικό χτύπημα και άρχισε να διαλύεται. Οι άνδρες του συμμαχικού στρατού άρχισαν να εγκαταλείπουν τις θέσεις τους και να υποχωρούν άτακτα. Η νίκη έστεψε για μία ακόμη φορά τα μακεδονικά όπλα. Παρόλα αυτά, ο Φίλιππος δεν επέτρεψε στο ιππικό του να καταδιώξει τους ηττημένους, αποτρέποντας έτσι τη γενικευμένη σφαγή.
Οι απώλειες
Η συμπλοκή ήταν αναμφίβολα πολύνεκρη. Σκοτώθηκαν περισσότεροι από 1.000 Αθηναίοι ενώ παραδόθηκαν τουλάχιστον 2.000. Δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία για τις απώλειες των Βοιωτών, αλλά οι νεκροί, οι τραυματίες και οι αιχμάλωτοι πιθανότατα ανέρχονται σε χιλιάδες. Ο διοικητής τους, στρατηγός Θεαγένης, έπεσε ηρωικά.
Ο αρχαίος ιστορικός Πολύαινος αναφέρει επίσης ότι, από τους άλλους συμμάχους, οι Αχαιοί έχασαν αρκετούς άνδρες λόγω των τρομερών επελάσεων του αντίπαλου ιππικού εναντίον τους.
Οι απώλειες των Μακεδόνων δεν είναι γνωστές αλλά με κριτήριο τη σφοδρότητα της σύγκρουσης πρέπει να υπήρχαν αρκετοί νεκροί και πολλοί περισσότεροι τραυματίες στις τάξεις τους.
Αρχαιολογικές ανασκαφές κοντά στο πεδίο της μάχης, στην περιοχή κάτω από το Λιοντάρι της Χαιρώνειας, αποκάλυψαν 254 σκελετούς ανδρών, πιθανά τους νεκρούς του Ιερού Λόχου. Από αυτούς, δύο είχαν αποτεφρωθεί και οι υπόλοιποι απλά ενταφιαστεί.
Παραλειπόμενα και συνέπειες
Ο ρήτορας Δημοσθένης κατόρθωσε να διαφύγει και συνέχισε να κηρύττει με θέρμη και ζήλο τις αντιμακεδονικές του θέσεις. Η τύχη του στρατηγού Λυσικλή ήταν τραγική, αφού λοιδωρήθηκε έντονα και καταδικάστηκε σε θάνατο. Παρόλα αυτά, ο Χάρης κατόρθωσε να απαλλαγεί από τις κατηγορίες που τον βάραιναν.
Ο θριαμβευτής Φίλιππος έστησε τρόπαιο για ανάμνηση της σπουδαίας νίκης και παρέδωσε τους νεκρούς για ταφή. Το αποτέλεσμα της μάχης ανέδειξε το μακεδονικό βασίλειο ως πρωτεύουσα δύναμη και επισφράγισε τις πολυετείς προσπάθειες του Φιλίππου για ένωση του ελληνικού κόσμου.
Γεγονός είναι βέβαια πως οι πόλεις της Αθήνας και της Θήβας εξεγέρθηκαν εναντίον του μακεδονικού ζυγού τρία χρόνια μετά την καταστροφή της Χαιρώνειας, όταν ο Μέγας Αλέξανδρος ανέβηκε στο θρόνο της χώρας του. Η συγκεκριμένη ενέργεια όμως είχε ολέθριες συνέπειες για την παλαιά υπερδύναμη Θήβα, αφού η πόλη ισοπεδώθηκε ολοκληρωτικά από το νεαρό βασιλιά. Οι Αθηναίοι τρομοκρατήθηκαν από την αμείλικτη πράξη του Αλέξανδρου και αναθεώρησαν την απόφαση τους, συμβιβαζόμενοι και αναγνωρίζοντάς τον ως απόλυτο κυρίαρχο.
Γκουανταλκανάλ η πρώτη νίκη των Αμερικανών κατά των Ιαπώνων
Γκουανταλκανάλ
η πρώτη νίκη των Αμερικανών κατά των Ιαπώνων
Μετά την επιδρομή στο Περλ Χάρμπορ (7.12.1941), οι Ιάπωνες εξαπέλυσαν σφοδρές επιθέσεις στον Ειρηνικό ωκεανό και κατάφεραν να ελέγξουν ένα τεράστιο κομμάτι του, σε μεγάλη ακτίνα από τη χώρα τους.
Το καλοκαίρι βρήκε του Αμερικανούς και τους Ιάπωνες να δίνουν αιματηρές μάχες στη Νέα Γουινέα.
Οι Ιάπωνες είχαν ανίκητο σύμμαχό τους την αεροπορία που κυριολεκτικά θέριζε τους συμμάχους. Τα ιαπωνικά αεροπλάνα απογειώνονταν από το αεροδρόμιο Χέντερσον που υπήρχε στο νησί Γκουανταλκανάλ, ένα από τα μεγαλύτερα του συμπλέγματος που ονομάζεται Νησιά του Σολομώντα. Τον Ιούλιο του 1942, έμπαινε επιτακτική η ανάγκη να εξουδετερωθεί το αεροδρόμιο.
Πρωί, 7 Αυγούστου 1942, ο αμερικανικός στόλος φάνηκε στα ανοιχτά της Γκουανταλκανάλ κι άρχισε να βομβαρδίζει τις ακτές της. Τα αποβατικά ξεκίνησαν λίγο αργότερα. Σχεδόν αφύλαχτο το νησί. Οι Ιάπωνες δεν περίμεναν επίθεση τόσο μακριά από τα μέτωπα.
Οι Αμερικανοί το κυρίευσαν και πήραν το αεροδρόμιο, δίχως να συναντήσουν σοβαρή αντίσταση. Μόνο μια γιαπωνέζικη φρουρά εξακολουθούσε να μάχεται. Μερικές μέρες αργότερα, φάνηκαν ξαφνικά τα γιαπωνέζικα αεροπλάνα. Βύθισαν τέσσερα βαριά καταδρομικά, προκάλεσαν ζημιές σε άλλα τρία κι ένα αντιτορπιλικό κι έριξαν πολλά αμερικανικά αεροπλάνα.
Ο ανεφοδιασμός των Αμερικανών κόπηκε. Στις 23, λίγο έλειψε να βρεθούν στη θάλασσα, καθώς ξέσπασε αντεπίθεση της ενισχυμένης ιαπωνικής φρουράς, ενώ ταυτόχρονα μια μοίρα του στόλου της Ιαπωνίας τους βομβάρδιζε.
Τα αμερικανικά πλοία ήταν δύσκολο να πλησιάσουν. Ο ανεφοδιασμός ξανάρχισε με ρίψεις από τον αέρα. Στο τέλος του Αυγούστου, οι Αμερικανοί κρατούσαν μια στενή λουρίδα γης με πλάτος τέσσερα και μήκος επτά μίλια. Το μέτωπο σταθεροποιήθηκε στο νησί. Οι σύμμαχοι είχαν οριστικά εξουδετερώσει το αεροδρόμιο.
Οι μάχες αναζωπυρώθηκαν στις 111 Οκτωβρίου αλλά οι Αμερικανοί κράτησαν. Στις 30 του μήνα, οι Ιάπωνες είχαν ηττηθεί.
historyreport.gr
Η δίκη της χούντας πριν από 47 ακριβώς χρόνια
Η δίκη της χούντας
Σαν σήμερα πριν 47 χρόνια, στις 28 Ιουλίου 1975 ξεκίνησε η δίκη των πρωταιτίων της Xούντας από το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών στις Δικαστικές Φυλακές Κορυδαλλού, η οποία διήρκεσε ένα μήνα περίπου, μέχρι τις 29 Αυγούστου του ιδίου έτους.
Οι κατηγορίες που βάραιναν 24 απόστρατους αξιωματικούς του στρατού ξηράς και της αεροπορίας αφορούσαν τα αδικήματα της εσχάτης προδοσίας και της στάσης. Οι 20 από αυτούς κάθισαν στο εδώλιο του κατηγορουμένου, τρεις φυγοδικούσαν ενώ ένας, ο Θεόδωρος Θεοφιλογιαννάκος, δικαζόταν την ίδια περίοδο στο στρατοδικείο με κατηγορίες βασανισμών και η υπόθεσή του διαχωρίστηκε.
Πρώτος μάρτυρας, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος ο οποίος κατά την εκδήλωση του πραξικοπήματος (21/4/1967) ήταν πρωθυπουργός της χώρας.
Στο εδώλιο του κατηγορουμένου προσήχθησαν μόνο οι υπαίτιοι του πραξικοπήματος, διότι το αδίκημα χαρακτηρίστηκε στιγμιαίο και όχι συνεχές- εξαιρώντας έτσι από τη δίκη την πλειονότητα των στελεχών της δικτατορίας.
Για αρκετούς μήνες μετά την πτώση της χούντας οι πρωταίτιοι κυκλοφορούσαν ελεύθεροι, ή ήταν κατ’ οίκον περιορισμένοι, όπως ο Γεώργιος Παπαδόπουλος. Η εξήγηση αυτού του γεγονότος ήταν η εξής: Η κυβέρνηση της «Εθνικής Ενότητας» τουΚωνσταντίνου Καραμανλή -που είχε αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρα από τις 24 Ιουλίου του 1974– εξέδωσε άμεσα ένα νομοθετικό διάταγμα, βάσει του οποίου χορηγήθηκε μια μάλλον ασαφής «αμνηστία» για όλα τα πολιτικά εγκλήματα του διαστήματος 21 Απριλίου1967 – 23 Ιουλίου 1974, με προφανή στόχο να καταστεί δυνατή η απελευθέρωση και η επιστροφή από τους τόπους εξορίας, των φυλακισμένων και εκτοπισμένων αντιπάλων του δικτατορικού καθεστώτος, όπως και έγινε. Ωστόσο, η διαταγή αυτή δεν εξαιρούσε τους πραξικοπηματίες, με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να παραμένουν ελεύθεροι. Με τη Γ΄Συντακτική της Πράξη, η Βουλή των Ελλήνων επιχείρησε να ερμηνεύσει το διάταγμα, με συνέπεια τα εγκλήματα των χουντικών να εξαιρεθούν από την αμνήστευση. Έτσι τελικά, άνοιξε ο δρόμος για οποιονδήποτε πολίτη το επιθυμούσε, να καταθέσει μηνύσεις εναντίον των πραξικοπηματιών για Εσχάτη προδοσία.
Την αρχή έκανε μια ομάδα νεαρών δικηγόρων της Αθήνας μεταξύ των οποίων και ο Αλέξανδρος Λυκουρέζος έτσι ώστε κινήθηκε η διαδικασία της ποινικής δίωξης, γεγονός που οδήγησε στη σύλληψή τους. Στις 23 Αυγούστου του 1975, ο πρόεδρος του 5μελούς Εφετείου Αθηνών Γιάννης Ντεγιάννης εκφώνησε την υπ’ αριθμ. 477 απόφαση του δικαστηρίου το οποίο επέβαλε τις ακόλουθες ποινές:
Γεώργιος Παπαδόπουλος: Στρατιωτική καθαίρεση και θάνατος.
Στυλιανός Παττακός: Στρατιωτική καθαίρεση και θάνατος.
Νικόλαος Μακαρέζος: Στρατιωτική καθαίρεση και θάνατος.
Γρηγόριος Σπαντιδάκης : Στρατιωτική καθαίρεση και ισόβια.
Γεώργιος Ζωιτάκης: Στρατιωτική καθαίρεση και ισόβια.
Οδυσσέας Αγγελής: Στρατιωτική καθαίρεση και 20ετής κάθειρξη.
Ιωάννης Λαδάς: Στρατιωτική καθαίρεση και 20ετής κάθειρξη.
Δημήτριος Ιωαννίδης: Στρατιωτική καθαίρεση και ισόβια.
Νικόλαος Ντερτιλής: Στρατιωτική καθαίρεση και ισόβια.
Μιχαήλ Μπαλόπουλος: Στρατιωτική καθαίρεση και ισόβια.
Μιχαήλ Ρουφογάλης: Στρατιωτική καθαίρεση και ισόβια.
Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος: Στρατιωτική καθαίρεση και ισόβια.
Κωνσταντίνος Ασλανίδης: Ερήμην σε ισόβια.
Αντώνιος Λέκκας: Ισόβια.
Γεώργιος Κωνσταντόπουλος: Ισόβια.
Δημήτριος Σταματελόπουλος: Ισόβια.
Στέφανος Καραμπέρης: Ισόβια.
Ευάγγελος Τσάκας: Ισόβια.
Νικόλαος Γκαντώνας: Ισόβια.
Θεόδωρος Θεοφιλογιαννάκος: Ισόβια. (Ο Θεοφιλογιαννάκος παραπέμφθηκε και στη Δίκη των βασανιστών).
Ερήμην σε ισόβια καταδικάσθηκαν επίσης οι Ιωάννης Παλαιολόγος και Πέτρος Κωτσέλης.
Από τους υπόλοιπους καταδικασθέντες, σε έξι επιβλήθηκαν ποινές από 20ετούς καθείρξεως μέχρι 5ετούς φυλακίσεως, ενώ οι Αλέξανδρος Χατζηπέτρος, Κωνσταντίνος Καρύδας και έξι ακόμη κηρύχθηκαν αθώοι.
Σημειώνεται ότι ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, με απόφασή του, μετέτρεψε τις θανατικές ποινές σε ισόβια.
Δείτε στην διεύθυνση της ΕΡΤ το ψηφιακό ντοκουμέντο από τα αρχεία της για την πρώτη ημέρα της πολύκροτης δίκης.