Άρθρα
Τα Νοεμβριανά (1916)
Τα Νοεμβριανά (1916)
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο Βασιλιάς ΚωνσταντίνοςΟ Ελευθέριος Βενιζέλος και ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος
Ο Νοέμβριος του 1916 βρίσκει την Ελλάδα με δύο αντίπαλες κυβερνήσεις, μία στη Θεσσαλονίκη υπό τον Ελευθέριο Βενιζέλο και μία στην Αθήνα υπό την επιρροή του βασιλιά Κωνσταντίνου. Ο εθνικός διχασμός είναι προ των πυλών...
Στις 3 Νοεμβρίου, οι αγγλογάλλοι, που είναι στο πλευρό του Βενιζέλου, αξιώνουν την παράδοση τεράστιων ποσοτήτων πολεμικού υλικού από την κυβέρνηση των Αθηνών. Το αίτημά τους θα απορριφθεί τέσσερις ημέρες αργότερα.
Η αντίδραση του γάλλου ναυάρχου Φουρνιέ θα έρθει στις 18 Νοεμβρίου. Συμμαχικά αγήματα αποβιβάζονται στο Φάληρο και συγκρούονται με τον ελληνικό στρατό. Λίγο αργότερα, η πόλη πλήττεται από τα μαζικά πυρά του συμμαχικού στόλου. Ο βομβαρδισμός θα σταματήσει αργά το βράδυ, έπειτα από συμφωνία του Κωνσταντίνου με τους πρεσβευτές της Αντάντ. Οι απώλειες σε νεκρούς και τραυματίες είναι μεγάλες και για τις δύο πλευρές.
Οι συμμαχικές δυνάμεις αποσύρονται, δίνοντας τη θέση τους στην αναρχία. Οι υποστηρικτές του βασιλιά εξαπολύουν άγριες επιθέσεις κατά «βενιζελικών» στόχων. Λεηλατούν σπίτια και καταστήματα, κακοποιούν πολίτες και επώνυμους υποστηρικτές του Βενιζέλου, καταστρέφουν εγκαταστάσεις εφημερίδων. «Τακτοποιούμε τα του οίκου μας» φέρεται να δήλωσε ο πρωθυπουργός Σπυρίδων Λάμπρος.
Ως απάντηση, η «Τριανδρία» και η προσωρινή κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης θα κηρύξουν, με ειδικό διάγγελμα στις 25 Νοεμβρίου, έκπτωτο το Βασιλιά Κωνσταντίνο. Παράλληλα, οι δυνάμεις της Αντάντ θα επιβάλουν γενικό αποκλεισμό για τις «αθλιότητες του καθεστώτος των Αθηνών», επιτείνοντας την ήδη κακή κατάσταση της αγοράς και φανατίζοντας ακόμη περισσότερο τον πληθυσμό, που αδυνατεί να εξασφαλίσει πλέον τα τρόφιμα της ημέρας.
Η Μάχη της Αράχωβας 1826
Η Μάχη της Αράχωβας 1826
Η κοσμοπολίτικη Αράχωβα του σήμερα αποτέλεσε το δραματικό σκηνικό μίας από τις σφοδρότερες πολεμικές αναμετρήσεις της Επανάστασης, τη Μάχη της Αράχωβας που έλαβε χώρα στις 18-24 Νοεμβρίου 1826.
Μετά την τραγωδία στο Μεσολόγγι, όλοι πίστευαν πως η Επανάσταση είχε σβήσει. Κανείς δεν φανταζόταν πως ο στρατηγός Καραϊσκάκης και τα παλικάρια του θα αναζωπύρωναν τις ελπίδες των Ελλήνων για λευτεριά με τη συντριπτική τους νίκη εναντίον των Τούρκων στη Μάχη της Αράχωβας.
ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΠΡΙΝ ΤΗ ΜΑΧΗ
Η πτώση του ηρωικού Μεσολογγίου στις 10-11 Απριλίου 1826 αποτέλεσε ομολογουμένως σφοδρό πλήγμα για το ηθικό των Ελλήνων. Σε αυτή την ύστατη ώρα, όταν οι Τούρκοι προσπαθούσαν να εδραιώσουν την κυριαρχία τους στη Ρούμελη, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης πρότεινε στην ελληνική κυβέρνηση να αναλάβει ο ίδιος την εκστρατεία για να ανακόψει την πορεία του εχθρού.
Έτσι, με τη σύμφωνη γνώμη της ελληνικής κυβέρνησης, ο μεγάλος στρατηγός ξεκίνησε μαζί με το στρατό του από την Αθήνα στις 25 Οκτωβρίου 1826. Η πρώτη αναμέτρηση με τον αντίπαλο έγινε στη Δόμβραινα, χωρίς θετική έκβαση, αφού τα τούρκικα οχυρά αντιστάθηκαν. Ωστόσο, οι επαναστάτες συνέχισαν την πορεία τους και στρατοπέδευσαν τελικά στο Δίστομο στις 17 Νοεμβρίου. Την ίδια μέρα δύο ισχυροί αξιωματούχοι του Κιουταχή, ο Μουσταφαμπέης και ο Κεχαγιαμπέης, βρίσκονταν στη Δαύλεια και ετοιμάζονταν να επιτεθούν στα Σάλωνα (εκεί όπου βρίσκεται η σημερινή Άμφισσα) για να απελευθερώσουν τους αποκλεισμένους στο κάστρο Τούρκους. Τα νέα όμως έφτασαν στον Καραϊσκάκη από ένα μοναχό της περιοχής, τον Παφνούτιο Χαρίτο. Ο Έλληνας οπλαρχηγός, ευρηματικός όπως ήταν, οργάνωσε τους πολεμιστές του με στόχο να περικυκλώσει τον εχθρό και να σώσει την Αράχωβα. Για τον ίδιο σκοπό κάλεσε στο πλευρό του εφεδρείες από τις κοντινές περιοχές. Μέσα στο χωριό στάλθηκαν ο Γαρδικιώτης Γρίβας και ο Γεώργιος Βάγιας με 500 άνδρες. Αυτοί με την αμέριστη βοήθεια τον Αραχωβιτών, κατόρθωσαν να οχυρώσουν την περιοχή γύρω από την παλιά εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Αντίθετα, ο Καραϊσκάκης ακολούθησε την τουρκική στρατιά για να τους αιφνιδιάσει.
Το μεσημέρι της 18ης Νοεμβρίου οι Τούρκοι ξεκίνησαν την εισβολή στην Αράχωβα. Η σύγκρουση διήρκεσε όλη την ημέρα. Ενώ τα ανατολικά αραχωβίτικα σπίτια είχαν ήδη καταληφθεί, ο Καραϊσκάκης με το στράτευμά του χτυπούσε την οπισθοφυλακή των Τούρκων. Ο Μουσταμπέης φοβούμενος ότι θα αποκλειστεί μέσα στο χωριό, κατεύθυνε τις δυνάμεις του στο ύψωμα απέναντι από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Ο ναός έγινε στρατηγείο των Ελλήνων, οι οποίοι προσεύχονταν με μεγάλη πίστη στον Τροπαιοφόρο Άγιο για σωτηρία και νίκη. Έχτισαν πολεμίστρες στον περίβολο της εκκλησίας απέναντι από τη θέση του κατακτητή και ταυτόχρονα οι οπλαρχηγοί κατέλαβαν στρατηγικές θέσεις γύρω από το αντίπαλο οχυρό.
Σαν έφθασε η νύχτα το κρύο ήταν αφόρητο. Τα πρόχειρα στρατόπεδα των εχθρών ήταν εκτεθειμένα στον παγωμένο αέρα και, σύντομα, στη βροχή. Τα αραχωβίτικα σπίτια προσέφεραν ζεστασιά στους μαχόμενους Έλληνες και τους βοηθούσαν να συνεχίσουν. Τις επόμενες μέρες οι ελληνικές δυνάμεις ενισχύθηκαν με άνδρες που κατέφθασαν από τις γύρω περιοχές, ενώ αυτές των αντιπάλων ανέρχονταν μόλις στους 2.200 οπλίτες. Η έλλειψη εφοδίων και η σφοδρή κακοκαιρία οδήγησαν τον Μουσταμπέη και τον Κεχαγιαμπέη να ζητήσουν ανακωχή στις 21 Νοεμβρίου. Συμφωνία, όμως, δεν επιτεύχθηκε, καθώς δεν δέχθηκαν να παραδώσουν τη Λιβαδειά και τα Σάλωνα. Αλλά, δεν υπήρχε τρόπος διαφυγής για τα τούρκικα στρατεύματα.
Σε μια αιματηρή αναμέτρηση στις 23 Νοεμβρίου, ο Μουσταμπέης τραυματίστηκε θανάσιμα και όλα έδειχναν πως η νίκη ήταν κοντά για τους Έλληνες. Στις 24 Νοεμβρίου το χιόνι και ο παγωμένος Κατεβατός από τον Παρνασσό δυσχέραναν ακόμη περισσότερο την κατάσταση για τους αντίπαλους του Καραϊσκάκη. Ούτε η δεύτερη προσπάθεια για ανακωχή απέφερε καρπούς, με αποτέλεσμα οι Τούρκοι να αποτολμήσουν μια παρακινδυνευμένη έξοδο, η οποία απέβη μοιραία. Μόλις 200-300 από αυτούς γλίτωσαν από την καταδίωξη του Καραϊσκάκη, οι οποίοι τελικά «έσβησαν» από τα κρυοπαγήματα.
Οι απώλειες των Ελλήνων ήταν πολύ μικρότερες, μόλις 24 νεκροί και 60 τραυματίες. Την επομένη 300 τουρκικά κεφάλια, μεταξύ τους και αυτά του Μουσταμπέη και Κεχαγιαμπέη, στήθηκαν ως τρόπαιο στην θέση Πλόβαρμα. Η φρικτή αυτή και βάρβαρη πρακτική θεωρήθηκε αναγκαία, σε αυτή την περίπτωση, για να τονωθεί το πεσμένο ηθικό των επαναστατημένων και παρουσιάστηκε ως απόδοση δικαιοσύνης για τη σφαγή του Μεσολογγίου. Ο Καραϊσκάκης χρέωσε την τρανή νίκη του όχι μόνο στο θάρρος των παλικαριών του αλλά και στη βοήθεια του Αϊ-Γιώργη.
Η Ναυμαχία της Σαλαμίνας
Η Ναυμαχία της Σαλαμίνας
Ονομαστή ναυμαχία της αρχαιότητας, που διεξήχθη στις 22 Σεπτεμβρίου του 480 π.Χ. στο στενό της Σαλαμίνας, κατά την οποία οι Έλληνες, με μικρές δυνάμεις, αλλά με άριστη τακτική, κατατρόπωσαν τον πανίσχυρο στόλο των Περσών.
Μετά την πτώση των Θερμοπυλών, οι Πέρσες του Ξέρξη προχώρησαν προς την Αθήνα, την οποία κατέλαβαν εύκολα, γιατί οι Αθηναίοι την είχαν εγκαταλείψει. Είχαν πάρει χρησμό από το μαντείο των Δελφών, πως μόνο «τα ξύλινα τείχη» θα τους έσωζαν και τέτοια θεώρησαν τα καράβια τους, στα οποία και κατέφυγαν. Μερικοί μόνο γέροντες, μη θέλοντας να ακούσουν τον Θεμιστοκλή ότι τα «ξύλινα τείχη» ήταν τα καράβια, έμειναν στην Αθήνα, κλείστηκαν στην Ακρόπολη κι έφτιαξαν γύρω πραγματικά ξύλινα τείχη. Όπως ήταν επόμενο, όταν έφθασαν οι Πέρσες, τούς σκότωσαν κι έκαψαν την Αθήνα. Σχεδόν με την είσοδο των Περσών στην Αθήνα, αγκυροβόλησε στον όρμο του Φαλήρου και ο περσικός στόλος, έχοντας παραπλεύσει την Εύβοια και το Σούνιο.
Οι Αθηναίοι, αφού μετέφεραν τα γυναικόπαιδα για περισσότερη ασφάλεια στην Αίγινα, μπήκαν στα καράβια τους και προετοιμάστηκαν για την αναμέτρηση με τους Πέρσες. Το πολεμικό συμβούλιο των Ελλήνων, που έγινε στη Σαλαμίνα, υπήρξε θυελλώδες. Ο Σπαρτιάτης Ευρυβιάδης πρότεινε να δοθεί η ναυμαχία στον Ισθμό της Κορίνθου, με κυριότερο επιχείρημα ότι σε περίπτωση αποτυχίας θα μπορούσαν να καταφύγουν στο εσωτερικό της Πελοποννήσου και να συνεχίσουν από εκεί τον αγώνα. Μαζί του συντάχθηκαν και οι Κορίνθιοι. Ο Αθηναίος Θεμιστοκλής επέμενε να γίνει η ναυμαχία στη Σαλαμίνα και μαζί του συντάχθηκαν οι Μεγαρείς και οι Αιγινήτες. Πίστευε ότι εάν οι μικρές ελληνικές δυνάμεις αγωνίζονταν σε ανοιχτή θάλασσα με τον τεράστιο σε όγκο περσικό στόλο δεν είχαν καμία ελπίδα νίκης, ενώ αντίθετα ήταν ιδανικό μέρος για τη ναυμαχία το στενό της Σαλαμίνας, όπου τα πολυάριθμα περσικά πλοία δεν θα μπορούσαν να αναπτυχθούν.
Κατά τη διάρκεια του συμβουλίου, η ένταση ξεπέρασε τα όρια και μεταξύ των αρχηγών των Ελλήνων ανταλλάχτηκαν βαριές εκφράσεις. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο Κορίνθιος στρατηγός Αδείμαντος ειρωνεύτηκε τον Θεμιστοκλή, λέγοντάς του ότι δεν έχει πια πατρίδα, γιατί την Αθήνα την είχαν κυριεύσει οι Πέρσες. Ο Θεμιστοκλής, όμως, του απάντησε περήφανα: «εστίν ημίν πατρίς αι διακόσιαι νήες πεπληρωμέναι», γιατί από τα τριακόσια ελληνικά πλοία, τα διακόσια ήταν αθηναϊκά. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, σε μια στιγμή έντασης, ο Σπαρτιάτης Ευρυβιάδης σήκωσε τη ράβδο του για να χτυπήσει τον Θεμιστοκλή. Εκείνος, τότε, ατάραχος τον αποστόμωσε με το περίφημο: «Πάταξον μεν, άκουσον δε». Μάλιστα, είπε στον Σπαρτιάτη ότι αν δεν συμφωνήσουν, τότε οι Αθηναίοι θα φύγουν με τα πλοία τους για να ιδρύσουν νέα πόλη στην Κάτω Ιταλία. Ο Ευρυβιάδης υποχώρησε.
Ο Ευρυβιάδης μπορεί να ήταν τυπικά ο αρχηγός των ελληνικών δυνάμεων, αλλά ο Θεμιστοκλής ήταν ο ιθύνων νους της επιχείρησης. Για να επιταχύνει τη ναυμαχία μεταχειρίσθηκε το εξής τέχνασμα: Έστειλε κρυφά στους Πέρσες τον παιδαγωγό του Σίκινο να τους πει ότι δήθεν οι Έλληνες ετοιμάζονται να φύγουν από τη Σαλαμίνα κι αν θέλουν να τους νικήσουν να τρέξουν να τους προλάβουν. Ό Ξέρξης έπεσε στην παγίδα και διέταξε να κυκλώσουν τον ελληνικό στόλο και να αποκλείσουν τη δίοδο υποχώρησής του προς τον Ισθμό της Κορίνθου. Κατά την κρίσιμη αυτή στιγμή, ο πολιτικός αντίπαλος του Θεμιστοκλή κι εξόριστος στην Αίγινα Αριστείδης πέρασε τις γραμμές των Περσών με κίνδυνο τής ζωής του κι έφθασε στο πλοίο του Θεμιστοκλή. Αφού του αποκάλυψε τις κινήσεις του περσικού στόλου, του ανακοίνωσε ότι τώρα που ή πατρίδα τους βρίσκεται σε κίνδυνο ξεχνάει κάθε έχθρα που είχε μαζί του και δέχεται να πολεμήσει ως απλός στρατιώτης κάτω από τις διαταγές του.
Η Ναυμαχία
Τη νύχτα ο περσικός στόλος απέπλευσε και κατέλαβε την Ψυτάλλεια, ένα νησάκι απέναντι από τη Σαλαμίνα, ώστε σε περίπτωση ναυμαχίας, να προστατεύσει τους Μήδους ναυαγούς και να εξοντώσει τους αντιπάλους. Ο Αριστείδης που είχε ταξιδέψει επίσης νύχτα από την Αίγινα, πληροφόρησε τους Έλληνες για τις κινήσεις των Περσών.
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο ελληνικός στόλος υπολογίζεται σε 366 τριήρεις. Οι Αθηναίοι είχαν 200, οι Κορίνθιοι 40, οι Αιγινήτες 30, οι Μεγαρείς 20, οι Λακεδαιμόνιοι 16, οι Σικυώνοι 15, οι Επιδαύριοι 10, οι Αμβρακιώτες 7, οι Ερετριείς 7, οι Τροιζήνιοι 5, οι Νάξιοι 4, οι Ερμίονες 3, οι Λευκάδιοι 3, οι Κείοι 2, οι Στυρείς 2, οι Κυθνίοι 1 και οι Κροτωνιάτες επίσης 1. Απέναντί τους, οι Πέρσες παρέταξαν 670 πλοία, από τα 1.207 που είχαν στην αρχή της εκστρατείας κατά της Ελλάδας, καθώς είχαν υποστεί απώλειες.
Ο Ξέρξης, βέβαιος για τη νίκη του, καθόταν σε χρυσό θρόνο πάνω στο όρος Αιγάλεω, για να απολαύσει το πολεμικό θέαμα.
Πρώτοι όρμησαν οι Έλληνες, ψάλλοντες τον παιάνα: «Ω παίδες Ελλήνων ίτε, ελευθερούτε, πατρίδα, ελευθερούτε δε παίδας, γυναίκας, θεών τε πατρώων έδη, θήκας τε προγόνων•νυν υπέρ πάντων αγών».
Άρχισε, τότε, ένας αγώνας άγριος, σκληρός και φοβερός. Τα πολεμικά τραγούδια των Ελλήνων, οι σάλπιγγες, οι πολεμικές κραυγές, οι κρότοι από τα τρομερά έμβολα, οι φωτιές που πετούσαν οι Έλληνες στα περσικά καράβια, οι καπνοί, αλλά προπάντων η ναυτική τέχνη, η παλικαριά και η γενναιότητα των Αθηναίων και των Αιγινητών κατατρόμαξαν τους Πέρσες και τους συμμάχους τους Φοίνικες. Μέχρι το μεσημέρι, η νίκη άρχισε να γέρνει προς τη μεριά των Ελλήνων.
Η μάχη συνεχίστηκε όλη την ημέρα, ώσπου το βράδυ η θάλασσα ήταν γεμάτη από ξύλα και περσικά κορμιά. Οι Πέρσες είχαν νικηθεί. Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης αναφέρει ότι οι Πέρσες έχασαν 200 πλοία και οι Έλληνες 40. Κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας, ο Αριστείδης σε μια παράλληλη επιχείρηση αποβιβάστηκε στην Ψυττάλεια με ομάδα επίλεκτων Αθηναίων οπλιτών και εξόντωσε την περσική φρουρά, που είχε αναπτυχθεί στη νησίδα του Σαρωνικού.
Ο Ξέρξης, ντροπιασμένος από την ήττα, κατέφυγε με τα υπολείμματα του στόλου του στον Ελλήσποντο. Στην Ελλάδα παρέμεινε ο στρατηγός του Μαρδόνιος με 300.000 άνδρες για τη συνέχιση του αγώνα. Οι Πέρσες δεν είχαν πει ακόμα την τελευταία τους λέξη.
Η περίλαμπρη νίκη των Ελλήνων οφείλεται εν πολλοίς στο στρατηγικό δαιμόνιο του Θεμιστοκλή και στην ανώτερη ναυτική τέχνη των Ελλήνων. Στον Αθηναίο πολιτικό και στρατηγό αποδόθηκαν εξαιρετικές τιμές. Όταν κάποτε προσήλθε στους Ολυμπιακούς Αγώνες ως θεατής, όλοι οι παρευρισκόμενοι τον αποθέωσαν ως σωτήρα της Ελλάδας.
Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης
Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης
Από τις αρχές Οκτωβρίου του 1912 η Ελλάδα βρισκόταν σε πόλεμο με την παραπαίουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία, έχοντας ως συμμάχους τη Βουλγαρία και τη Σερβία (Α' Βαλκανικός Πόλεμος). Θέατρο των επιχειρήσεων, η περιοχή της Μακεδονίας.
Ο ελληνικός στρατός βάδιζε από νίκη σε νίκη στη Δυτική Μακεδονία. Όμως, από την αρχή των εχθροπραξιών σοβούσε σοβαρή διαφωνία μεταξύ του αρχιστράτηγου Κωνσταντίνου και του πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου. Ο διάδοχος επιθυμούσε πρώτα την κατάληψη του Μοναστηρίου προς Βορρά, ενώ ο Βενιζέλος, βλέποντας την πιθανότητα να καταληφθεί η Θεσσαλονίκη από το βουλγαρικό στρατό, πίεζε τον Κωνσταντίνο να κατευθυνθεί προς τη φυσική πρωτεύουσα της Μακεδονίας, μια περιοχή με στρατηγική σημασία, η απελευθέρωση της οποίας αποτελούσε διακαή πόθο του ελληνισμού. «Καθιστώ υμάς υπευθύνους διά πάσαν αναβολήν έστω και στιγμής» του τηλεγραφεί επιτακτικά.
Τελικά, ο Κωνσταντίνος πείθεται με τη μεσολάβηση του πατέρα του βασιλιά Γεωργίου Α' και στις 25 Οκτωβρίου η εμπροσθοφυλακή του ελληνικού στρατού φθάνει προ των πυλών της Θεσσαλονίκης. Είχε προηγηθεί η καθοριστική νίκη στη Μάχη των Γιαννιτσών (19 - 20 Οκτωβρίου), που είχε κάνει ευκολότερη την προέλαση του ελληνικού στρατού. Ο Χασάν Ταξίν Πασάς που υπερασπιζόταν τη Θεσσαλονίκη δεν είχε άλλη δυνατότητα, παρά να ζητήσει μια έντιμη συμφωνία για την παράδοση της πόλης.
Στις 25 Οκτωβρίου οι απεσταλμένοι του ζήτησαν από τον Κωνσταντίνο να επιτραπεί στον Ταξίν να αποσυρθεί με το στρατό και τον οπλισμό του στο Καραμπουρνού και να παραμείνει εκεί μέχρι το τέλος του πολέμου. Ο Κωνσταντίνος, φυσικά, απέρριψε τον όρο του και του πρότεινε την παράδοση του στρατού του και τη μεταφορά του στη Μικρά Ασία με δαπάνες της ελληνικής κυβέρνησης.
Ο Ταξίν Πασάς υπογράφει τα πρωτόκολλα παράδοσης της Θεσσαλονίκης.Ο Οθωμανός αξιωματούχος δέχθηκε, τελικά, τους όρους του Κωνσταντίνου και στις 11 το βράδυ της 26ης Οκτωβρίου, ανήμερα της εορτής του Αγίου Δημητρίου, οι πληρεξούσιοι αξιωματικοί Ιωάννης Μεταξάς (ο κατοπινός δικτάτωρ και ο άνθρωπος του «ΟΧΙ») και Βίκτωρ Δούσμανης μεταβαίνουν στο Διοικητήριο της Θεσσαλονίκης και υπογράφουν τα σχετικά πρωτόκολλα παράδοσης της πόλης στον ελληνικό στρατό.
Σύμφωνα με το πρωτόκολλο, παραδίνονταν ως αιχμάλωτοι 25.000 τούρκοι στρατιώτες και 1.000 αξιωματικοί. Στην κατοχή του ελληνικού στρατού περιέρχονταν όλος ο βαρύς και ελαφρύς οπλισμός του σχηματισμού (70 πυροβόλα, 30 πολυβόλα, 70.000 τυφέκια και πυρομαχικά). Το πρωί της 27ης Οκτωβρίου εισήλθαν στη Θεσσαλονίκη δύο τάγματα ευζώνων και ύψωσαν την ελληνική σημαία στο Διοικητήριο, ενώ οι υπόλοιπες ελληνικές δυνάμεις άρχισαν να λαμβάνουν θέσεις στα υψώματα γύρω από την πόλη.
Στις 11 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1912 ο Κωνσταντίνος εισήλθε με το επιτελείο του στη Θεσσαλονίκη και το μεσημέρι έγινε πανηγυρική δοξολογία στο ναό του Αγίου Μηνά. Την ίδια μέρα, κατέφθασαν έξω από τη Θεσσαλονίκη και οι Βούλγαροι, όμως για τους γείτονες ήταν ήδη αργά. Ο επικεφαλής της μεραρχίας τους στρατηγός Τεοντορόφ ζήτησε να εισέλθει στην πόλη για να στρατοπεδεύσει. Εισέπραξε την αρνητική απάντηση του Κωνσταντίνου και ύστερα από διαπραγματεύσεις, επιτράπηκε να μπουν στην πόλη για ολιγοήμερη ανάπαυση δύο τάγματα με επικεφαλής τους βούλγαρους πρίγκιπες Βόρι και Κύριλλο. Επικράτησε, όμως, σύγχυση και τελικά εισήλθε στη Θεσσαλονίκη ένα ολόκληρο βουλγαρικό σύνταγμα, γεγονός που εκνεύρισε τον Βενιζέλο. Οι Βούλγαροι δήλωναν εμφαντικά παρόντες στις εξελίξεις στη Μακεδονία. Ο σπόρος του Β' Βαλκανικού Πολέμου είχε ριχτεί.
Στις 29 Οκτωβρίου ήταν η σειρά του βασιλιά Γεωργίου Α' να εισέλθει στην πόλη και να επισημοποιήσει την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης. Έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τους έλληνες κατοίκους της, με απάθεια ανάμικτη με φόβο του από το μουσουλμανικό στοιχείο, ενώ οι Εβραίοι που ήταν η πολυπληθέστερη πληθυσμιακή ομάδα της πόλης δεν έκρυψαν την απογοήτευσή τους, καθώς προωθούσαν σχέδιο διεθνοποίησης της Θεσσαλονίκης.
Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα από τον Γιώργο Ρουπακιά στο Κερατσίνι
Η Δολοφονία του Παύλου Φύσσα
Ο Παύλος Φύσσας ήταν ράπερ με δράση αντιφασιστική που δολοφονήθηκε στο Κερατσίνι στις 18 Σεπτεμβρίου 2013 από τον Γιώργο Ρουπακιά, μέλους της Χρυσής Αυγής. Η δολοφονία αποδόθηκε σε πολιτικά κίνητρα, οι ανακρίσεις ενέπλεξαν και άλλα μέλη της Χρυσής Αυγής και ήταν η αφορμή για περαιτέρω έρευνες για ποινικά αδικήματα και την ύπαρξη εγκληματικής οργάνωσης στην οποία εμπλέκονται μέλη και ηγετικά στελέχη του κόμματος. Στην εξέλιξη των ερευνών, μεταξύ των προφυλακισμένων για τη σύσταση εγκληματικής οργάνωσης συμπεριλήφθησαν και βουλευτές της Χρυσής Αυγής.
Παύλος Φύσσας
Το θύμα της δολοφονίας, ο Παύλος Φύσσας (καλλιτεχνικό όνομα Killah P), γεννήθηκε στις 10 Απριλίου 1979 και ήταν καλλιτέχνης της ραπ.
Ο πατέρας του δούλευε στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη του Περάματος. Ο Φύσσας μετά το σχολείο είχε δουλέψει και αυτός σε παρόμοιες εργασίες από το 1998 μέχρι το 2003 και ανήκε στο Συνδικάτο του Μετάλλου, ενώ στη συνέχεια είχε ασχοληθεί πιο ενεργά με τη μουσική. Από την ηλικία των 18 ετών είχε γνωριστεί με μέλη της Freestyle Productions, εταιρείας παραγωγής low bap μουσικής με έδρα το Πέραμα. Το καλλιτεχνικό του όνομα Killah P σήμαινε σύμφωνα με τον ίδιο «Killah Past - Δολοφόνος του παρελθόντος» και το πήρε όταν έφυγε από την Freestyle Productions. Είχε συμμετάσχει σε δισκογραφικές συλλογές και είχε κάνει αρκετές ζωντανές εμφανίσεις στην Αθήνα και την περιφέρεια. Συνεργάστηκε με γνωστούς hip-hop καλλιτέχνες όπως ο Δημήτρης Μεντζέλος από τα Ημισκούμπρια, μαζί με τον οποίο δημιούργησε βίντεο με τίτλο «Κρίση», και τον Λόγο Απειλή. Το Φεβρουάριο του 2012 είχε εμφανιστεί σε τηλεοπτική εκπομπή σχετικά με παρουσίαση μουσικής εκδήλωσης.
Μέσω της μουσικής του μιλούσε για πρόσφυγες, μετανάστες, για τη βία του κατεστημένου, για τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου και του Κάρλο Τζουλιάνι, διαδηλωτή στη Γένοβα το 2001. Δεν ανήκε σε καμία παράταξη, αλλά είχε αναπτύξει αντιφασιστική δράση. Ο πατέρας του Παύλου Φύσσα εμφανιζόμενος σε τηλεοπτικό σταθμό, δήλωσε θυμωμένος πως ο γιος του δεν ανήκε ποτέ πουθενά πολιτικά, καταγγέλλοντας την πολιτική του εκμετάλλευση.
ΓΙΑ ΤΟ ΔΟΛΟΦΟΝΟ Γιώργο Ρουπακιά
Ο άμεσος αυτουργός της δολοφονίας, ο 45χρονος Γιώργος Ρουπακιάς, γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε με τη γιαγιά του και την ετεροθαλή αδερφή του, μακριά από του γονείς του που ήταν μετανάστες στη Γερμανία. Ο ίδιος δεν σπούδασε και δεν απέκτησε ιδιαίτερη κατάρτιση. Με τη σύζυγό του Μαργαρίτα είχαν μία κόρη και έναν γιο, που το 2013 ήταν πάνω από 15 ετών. Ο Ρουπακιάς απασχολούνταν σε μαγαζί φίλου του στην Ιχθυόσκαλα Κερατσινίου σε βαριές δουλειές, κυρίως μεταφορικές. Λίγο καιρό πριν τη δολοφονία εργαζόταν σε εταιρία υγρών καυσίμων, από όπου είχε απολυθεί.
Ο ίδιος στην απολογία του για τη δολοφονία ισχυρίστηκε ότι είχε χαλαρή σχέση με τη Χρυσή Αυγή, η πρώτη του επαφή με την οργάνωση έγινε από τις αρχές Οκτωβρίου του 2012, δεν είχε εγγραφεί ποτέ επίσημα ως μέλος της και δεν είχε αντιληφθεί κάτι σχετικό με την ναζιστική ιδεολογία. Επίσης ισχυρίστηκε ότι ήταν οργανωμένος στην ΚΝΕ από τα 13 ως τα 17 του χρόνια. Η Χρυσή Αυγή αρνήθηκε ότι έχει οποιαδήποτε σχέση με τον Ρουπακιά.
Από έρευνες όμως φέρεται να είχε στενή σχέση με ηγετικά στελέχη της Χρυσής Αυγής, και συμμετείχε σε πολλές δραστηριότητές της. Καταθέσεις στους ανακριτές εντάσσουν τον Ρουπακιά στην ηγετική ομάδα της τοπικής οργάνωσης Χρυσής Αυγής Νίκαιας. Σε κατάλογο των «πυρηναρχών» και των υπεύθυνων των οικονομικών των τοπικών οργανώσεων της ΧΑ που βρέθηκε τον Οκτώβριο του 2013 μετά από έρευνα του ΣΔΟΕ στο σπίτι της λογίστριας της Χρυσής Αυγής ο Ρουπακιάς αναφερόταν ως αναπληρωτής οικονομικός υπεύθυνος της οργάνωσης της Νίκαιας δίπλα στο Γιώργο Πατέλη, επικεφαλής των «ταγμάτων εφόδου» στην περιοχή, ενώ σε τηλεφωνική του συνομιλία δυο μέρες μετά τη δολοφονία ένα στέλεχος της ΧΑ ανέφερε ότι εκείνος είχε βάλει το Ρουπακιά «στις ομάδες ασφαλείας». Ο ίδιος σε άλλη συνομιλία του ανέφερε ότι ο Ρουπακιάς λάμβανε μισθό 600 ευρώ από τη Χρυσή Αυγή. Τον Ιούνιο του 2013 ο Ρουπακιάς επισκέφθηκε μαζί με πενήντα περίπου χρυσαυγίτες από τη Νίκαια την Τ.Ο. της Χ.Α. στη Σπάρτη, όπου εκφώνησε ομιλία ως εκπρόσωπος της Τ.Ο. Νίκαιας. Σε βίντεο από μία νυχτερινή τελετή ορκωμοσίας νέων μελών της ΧΑ τον Αύγουστο του 2013 κοντά στον ποταμό Νέδα, η οποία είχε οργανωθεί με εντολή του Γιάννη Λαγού, ο Ρουπακιάς ήταν ένας από τα τέσσερα στελέχη του πυρήνα της ΧΑ Νίκαιας ενώπιον των οποίων ορκίζονταν και χαιρετούσαν ναζιστικά τα δόκιμα μέλη της ΧΑ.
Η δολοφονία
Στις 17 Σεπτεμβρίου 2013, ο Παύλος Φύσσας βγήκε συνοδευόμενος από τη σύντροφό του σε μια καφετέρια και μαζί με άλλα 8-10 άτομα παρακολουθούσαν αγώνα ποδοσφαίρου. Στην ίδια καφετέρια βρίσκονταν επίσης μια παρέα ακόμα δυο-τριών ατόμων. Σύμφωνα με την προανάκριση, υπήρξε ένταση ανάμεσα στις δύο παρέες. Στη συνέχεια, η δεύτερη παρέα άρχισε να καλεί ενισχύσεις.
Μέλος της δεύτερης παρέας ο Ιωάννης Άγγος, υπεύθυνος ασφάλειας της Τοπικής Οργάνωσης Νίκαιας της Χρυσής Αυγής που, σύμφωνα με την απολογία του στις ανακρίτριες, κάλεσε τον ιεραρχικά ανώτερό του, υπεύθυνο πολιτικής δράσης της ΤΟ, Καζαντζόγλου και τον πληροφόρησε για την παρουσία του Φύσσα και της παρέας του στην καφετέρια. Σύμφωνα με τον πυρηνάρχη Νίκαιας της ΧΑ, Γιώργο Πατέλη, ο Καζαντζόγλου του τηλεφώνησε λίγα λεπτά αργότερα. Γύρω στις 23:30 ο Πατέλης έστειλε μέσω υπολογιστή σε κινητά τηλέφωνα μελών της ΧΑ από τη Νίκαια το γραπτό μήνυμα: «Ολοι τώρα τοπική. Οσοι είσαστε κοντά. Δεν θα περιμένουμε μακρινούς. Τώρα».
Η Αστυνομία ανέφερε ότι στις 23:57:42 δέχθηκε κλήση ότι μια ομάδα 50 ατόμων με ρόπαλα είχε συγκεντρωθεί στη συμβολή των οδών Ιφιγένειας και της λεωφόρου Παναγή Τσαλδάρη στο Κερατσίνι και κατευθυνόταν σε κατάστημα-καφετέρια με την επωνυμία Κοράλι. Στις 23:59:19 ανατέθηκε σε μια ομάδα 8 αστυνομικών της ομάδας ΔΙΑΣ να μεταβούν στο σημείο. Οι αστυνόμοι μετέβησαν στην καφετέρια, έξω από την οποία βρισκόταν πλήθος 30 ατόμων, κάποια από τα οποία στη συνέχεια άρχισαν να τρέχουν προς την οδό Παναγή Τσαλδάρη, όπου είχαν συγκεντρωθεί περίπου 60 άτομα. Εκεί οι αστυνόμοι είδαν τον Φύσσα αιμόφυρτο, με τραύματα από μαχαίρι στο στήθος και όσο είχε ακόμη τις αισθήσεις του υπέδειξε τον Ρουπακιά ως το δράστη της επίθεσης, τον οποίο και συνέλαβαν. Το μαχαίρι το είχε πετάξει κοντά στο αυτοκίνητό του. Όπως προέκυψε από την προανάκριση, ο δράστης δεν βρισκόταν αρχικά στο κατάστημα. Στο κινητό τηλέφωνο του Καζαντζόγλου που βρέθηκε στο αυτοκίνητο του Ρουπακιά και κατασχέθηκε υπήρχε το μήνυμα του Πατέλη.
Ο Φύσσας μεταφέρθηκε στο Γενικό Κρατικό Νίκαιας, όπου και διαπιστώθηκε ο θάνατός του. Ο Ρουπακιάς μετά την δολοφονία του Φύσσα επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον Γιώργο Πατέλλη, αρχηγό της ΤΟ Νικαίας ο οποίος στην συνέχεια επικοινώνησε με τον βουλευτή της Χρυσής Αυγής Γιάννη Λαγό. Μετά την δολοφονία, ο επίσης βουλευτής της Χρυσής Αυγής Χρήστος Παππάς φέρεται να είναι εκείνος που έδωσε εντολή να κινητοποιηθούν τάγματα εφόδου της Χρυσής Αυγής στην περιοχή. Με βάση αρχεία των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, μετά την δολοφονία υπήρξε συχνή τηλεφωνική επικοινωνία και με τον αρχηγό του κόμματος Νίκο Μιχαλολιάκο. Ο ίδιος δήλωσε στην απολογία του ότι κοιμόταν. Όλοι οι παραπάνω προφυλακίστηκαν με κατηγορίες είτε σε σχέση με την δολοφονία είτε για σύσταση εγκληματικής συμμορίας, ωστόσο αφέθηκαν ελεύθεροι με όρους μετά την παρέλευση 18μήνου. Ένας φίλος του Μιχαλολιάκου, που το βράδυ της επίθεσης σε αφισοκολλητές του ΠΑΜΕ στο Πέραμα στις 12 Σεπτεμβρίου του είχε στείλει ένα γραπτό μήνυμα όπου αναφερόταν «Αδερφέ μου, ν' αγιάσουν τα χεράκια τους..!! Freikorps!», του έστειλε στις 00:39 της νύχτας της δολοφονίας Φύσσα το μήνυμα «Γουστάρω, γουστάρω, γουστάρω ΧΑ ελληνικό Σεπτέμβριο!!!».
Εκτός των παραπάνω, προφυλακισμένοι για την υπόθεση της δολοφονίας είναι επίσης ο 32χρονος Γ. Καζαντζόγλου ο οποίος φέρεται ότι βρισκόταν στο αυτοκίνητο του Γιώργου Ρουπακιά το βράδυ που σκότωσε τον Παύλο Φύσσα και σε βάρος του είχε εκδοθεί ένταλμα σύλληψης με την κατηγορία της άμεσης συνέργειας στη δολοφονία, και ο 36χρονος Αθανάσιος Τζόρβας.
Αντιδράσεις- Πολιτικοί φορείς
Τη δολοφονία καταδίκασαν όλα τα κόμματα της Βουλής. Το Ελληνικό Κοινοβούλιο κράτησε ενός λεπτού σιγή στη μνήμη του νεκρού. Τα ελληνικά κόμματα με ανακοινώσεις τους καταδίκασαν του υπαίτιους της δολοφονίας, την οποία απέδωσαν στη Χρυσή Αυγή. Μετά τη δολοφονία του η ΑΝΤΑΡΣΥΑ εξέδωσε ανακοίνωση για το θάνατό του, αποκαλώντας τον δολοφόνο του φασίστα και κατηγορώντας τη Χρυσή Αυγή για το συμβάν, ενώ το μέλος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ Πέτρος Κωνσταντίνου μιλώντας σε ραδιοφωνικό σταθμό δήλωσε πως η επίθεση έγινε παρουσία αστυνομικών της ομάδας ΔΙΑΣ και κάλεσε σε «δυναμικές αντιδράσεις» για να τεθεί τέρμα στην «πλήρη ασυλία της Χρυσής Αυγής». Η Χρυσή Αυγή εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία «καταδίκαζε απερίφραστα το έγκλημα στο Κερατσίνι» και διέψευδε «κατηγορηματικά τους άθλιους συκοφάντες που την εμπλέκουν καθ' οιονδήποτε τρόπο σε αυτό» και προανήγγειλε ότι «θα κληθούν να λογοδοτήσουν» στη Δικαιοσύνη.
Στις 19 Σεπτεμβρίου ο πρωθυπουργός της Ελλάδας, Αντώνης Σαμαράς απηύθυνε έκκληση σε τηλεοπτικό διάγγελμά του για ηρεμία και εμφανίστηκε αποφασισμένος να εμποδίσει «τους επιγόνους των ναζί να δηλητηριάζουν την κοινωνική μας ζωή, να εγκληματούν, να τρομοκρατούν και να υποσκάπτουν τα θεμέλια της χώρας που γέννησε τη Δημοκρατία». Την ίδια μέρα αναρτήθηκε στο κανάλι της ΧΑ στο youtube ένα μήνυμα του Μιχαλολιάκου στο οποίο έλεγε ότι λάμβανε χώρα ένα παράνομο «κυνήγι μαγισσών» εναντίον της Χρυσής Αυγής, η οποία θα συνέχιζε να αντιστέκεται «απέναντι στη λάσπη και τη σκευωρία».
Τη δολοφονία καταδίκασε και το κυπριακό Κοινοβούλιο, που αποφάσισε να στείλει επιστολή συμπαράστασης στην οικογένεια του Φύσσα.
Διαδηλώσεις και συλλαλητήρια
Την επομένη της δολοφονίας διοργανώθηκαν μεγάλες διαδηλώσεις συμπαράστασης σε μεγάλες πόλεις της Ελλάδας, ενώ επεισόδια έλαβαν χώρα στη Θεσσαλονίκη, το Ηράκλειο, τα Χανιά τη Πάτρα, την Ξάνθη και την Καλαμάτα, ιδίως όταν οι διαδηλωτές επιχείρησαν να πλησιάσουν στα γραφεία της Χρυσής Αυγής. Μεγάλο συλλαλητήριο-πορεία με χιλιάδες συμμετέχοντες οργανώθηκε στο Κερατσίνι και τη Νίκαια, η οποία ξεκίνησε από τη συμβολή των οδών Παναγή Τσαλδάρη και Γρηγορίου Λαμπράκη, αλλά υπήρξαν συγκρούσεις ανάμεσα στα ΜΑΤ και κουκουλοφόρους και 130 προσήχθησαν στην ΓΑΔΑ και 34 συνελήφθησαν. Επεισόδια έγιναν και έξω από την ΓΑΔΑ τα ξημερώματα της Πέμπτης σε προσπάθεια συμπαράστασης σε όσους προσήχθησαν. Πριν αρχίσει η πορεία και ενώ είχε μαζευτεί κόσμος, ο Πάνος Καμμένος εμποδίστηκε να κατέβει από το αυτοκίνητό του, ενώ αναφέρεται ότι προπηλακίστηκε. Η αντιφασιστική διαδήλωση στο Κερατσίνι δέχτηκε επίθεση με πέτρες από μια ομάδα ατόμων ανάμεσα στα οποία συμπεριλαμβανόταν ένα άτομο που εμφανίζεται σε φωτογραφίες δράσεων της ΧΑ δίπλα στο Ρουπακιά. Η ομάδα αυτή δρούσε με την ανοχή και την κάλυψη μιας διμοιρίας ΥΑΤ, ο επικεφαλής της οποίας κατόπιν απομακρύνθηκε με απόφαση του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη.
Ο Παύλος Φύσσας κηδεύτηκε στις 19 Σεπτεμβρίου 2013 στο νεκροταφείο Σχιστού. Όταν βγήκε το φέρετρο από την εκκλησία ακούστηκαν τα συνθήματα «Το αίμα κυλάει, εκδίκηση ζητάει», «Θάνατος στον φασισμό», ενώ την ώρα της ταφής οι παρευρισκόμενοι τραγουδούσαν στίχους των τραγουδιών του Παύλου Φύσσα.
Διαδηλώσεις εκτός της Ελλάδας έλαβαν χώρα και στο Παρίσι, την Βαρκελώνη, την Βαλένθια και άλλες ευρωπαϊκές πόλεις. Οργανώθηκαν από Έλληνες μετανάστες και φοιτητικές και αριστερές οργανώσεις.
Έναν χρόνο μετά τη δολοφονία, πραγματοποιήθηκαν συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας στο Κερατσίνι, όπου δολοφονήθηκε ο Φύσσας, και έγιναν τα αποκαλυπτήρια ενός μνημείου προς τιμήν του στο σημείο της δολοφονίας.
Ποινική δίωξη
Το Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2013 ο Ρουπακιάς κρίθηκε προφυλακιστέος και κρατούνταν στη ΓΑΔΑ, ενώ λίγες μέρες αργότερα μεταφέρθηκε στις φυλακές Μαλανδρίνου. Κανένας δικηγόρος του Δικηγορικού Συλλόγου του Πειραιά δεν ανέλαβε τον Ρουπακιά. Με αφορμή την δολοφονία του Φύσσα έγινε εισαγγελική έρευνα και στοιχειοθετήθηκε η κατηγορία σύστασης εγκληματικής οργάνωσης από την Χρυσή Αυγή. Το Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2013 ξεκίνησαν από την αντιτρομοκρατική υπηρεσία συλλήψεις της ηγεσίας της Χρυσής Αυγής, του προέδρου του κόμματος Ν. Μιχαλολιάκου, των βουλευτών Η. Κασιδιάρη, Γ. Λαγού και άλλοι στελεχών του κόμματος, οι οποίοι κατηγορούνται για σύσταση εγκληματικής οργάνωση. Οι βουλευτές της Χρυσής Αυγής Ηλίας Κασιδιάρης, Ηλίας Παναγιώταρος και Νίκος Μίχος αφέθησαν ομόφωνα ελεύθεροι μετά από μέρες. Το δημοτικό συμβούλιο Κερατσινίου, υιοθετώντας αίτημα πολιτών και συλλογικοτήτων, αποφάσισε να μετονομαστεί η Παναγή Τσαλδάρη σε οδό Παύλου Φύσσα.
Η δικαστική διαδικασία έχει ξεκινήσει από τον Απρίλιο του 2015. Τον Ιανουάριο του 2016, και αφού είχαν ήδη γίνει 43 συνεδριάσεις, η δίκη πρακτικά διακόπηκε λόγω της αποχής των δικηγόρων, ενώ συνεχίστηκε μετά από 4,5 μήνες απραγίας στις 25 Μαΐου 2016, καθώς οι συνήγοροι έλαβαν κατάλληλες άδειες από τους δικηγορικούς συλλόγους.