Άρθρα
Τα κάλαντα ένα ελληνικό έθιμο που διατηρείται αμείωτο μέχρι σήμερα
Τα κάλαντα ένα ελληνικό έθιμο
που διατηρείται αμείωτο μέχρι σήμερα
Τα κάλαντα
(αρχαίο έθιμο σχετικό με την αρχή του χρόνου), κάλαντρα στην κρητική διάλεκτο,
είναι τραγούδια που, με αφορμή το θρησκευτικό περιεχόμενο της εορτής,
ζητούν φιλοδωρήματα για τους τραγουδιστές, τους καλαντράδες.
Τα κάλαντα είναι ελληνικό έθιμο που διατηρείται αμείωτο ακόμα και σήμερα με τα παιδιά να γυρνούν από σπίτι σε σπίτι 2 μαζί ή και περισσότερα και να τραγουδούν τα κάλαντα συνοδεύοντας το τραγούδι τους με το τρίγωνο ή ακόμα και κιθάρες, ακορντεόν, λύρες, ή φυσαρμόνικες.
Τα παιδιά γυρνούν από σπίτι σε σπίτι, χτυπούν την πόρτα και ρωτούν: «Να τα πούμε;». Αν η απάντηση από τον νοικοκύρη ή την νοικοκυρά είναι θετική, τότε τραγουδούν τα κάλαντα για μερικά λεπτά τελειώνοντας με την ευχή «Και του Χρόνου. Χρόνια Πολλά». Ο νοικοκύρης τα ανταμοίβει με κάποιο χρηματικό ποσό, ενώ παλιότερα τους πρόσφερε μελομακάρονα ή κουραμπιέδες.
Η λέξη κάλαντα προέρχεται από τη λατινική «calenda», που σημαίνει αρχή του μήνα και διαμορφώθηκε από το ελληνικό ρήμα καλώ.
Πιστεύεται ότι η ιστορία τους προχωρεί πολύ βαθιά στο παρελθόν και συνδέεται με την Αρχαία Ελλάδα. Βρήκαν, μάλιστα, αρχαία γραπτά κομμάτια παρόμοια με τα σημερινά κάλαντα (Ειρεσιώνη στην αρχαιότητα).
Τα παιδιά της εποχής εκείνης κρατούσαν κλαδί ελιάς ή δάφνης, στολισμένο με καρπούς και άσπρο μαλλί (η λεγόμενη ειρεσιώνη, από το έριο = μαλλί), γύριζαν και τραγουδούσαν και τους έδιναν δώρα. Πάνω του κρεμούσαν κόκκινες και άσπρες κλωστές. Στις κλωστές έδεναν τις προσφορές των νοικοκύρηδων. Άλλοτε κρατούσαν ομοίωμα καραβιού που παρίστανε τον ερχομό του θεού Διόνυσου.
Μετά, πήρε το έθιμο αυτό και η Ρώμη. Στο Βυζάντιο κρατούσαν ραβδιά, ή φανάρια, ή ομοιώματα πλοιαρίων ή και κτιρίων, στολισμένα και τραγουδώντας, συνόδευαν το τραγούδι με κρούση τριγώνου ή τύμπανου.
Σήμερα ακούμε κάλαντα πολλά και ποικίλα, με πολλές παραλλαγές και αποχρώσεις, στα διάφορα διαμερίσματα της χώρας μας. Ομάδες παιδιών ή και ώριμων ανδρών περιφέρονται στα σπίτια, στους δρόμους, στα καταστήματα και τραγουδούν με ειδικό όργανο τραγούδια, που αφορούν τα Χριστούγεννα, τη γιορτή της Πρωτοχρονιάς, τη γιορτή του Μ. Βασιλείου και είναι διαφορετικά για κάθε γιορτή. Η ανταμοιβή για τους ύμνους και τις ευχές είναι κυρίως χρηματική και διάφορα κεράσματα.
Στη Μακεδονία υπάρχει το έθιμο της Πρωτοχρονιάς άτομα μεγάλης ηλικίας να γυρνούν μεταμφιεσμένα στα σπίτια. Η αμοιβή τους είναι: αλεύρι, τραχανάς, λουκάνικα και άλλα είδη τροφίμων. Αφού συγκεντρώσουν την ποσότητα που θέλουν, συγκεντρώνονται σ’ ένα σπίτι, μαγειρεύουν και γλεντούν. Πάλι μεταμφιεσμένοι και κρατώντας κουδούνια που δημιουργούν δυνατό θόρυβο περιφέρονται την παραμονή των Φώτων. Ο θόρυβος αποβλέπει να φοβίσει και να διώξει τους καλλικάντζαρους.
Στη Μύκονο τα παιδιά κρατούν στο χέρι τους φαναράκι που το ανάβουν σε εκκλησία του Αγίου Βασιλείου.
Στη Σίφνο για το κάθε παιδί γράφονται διαφορετικοί στίχοι από λαϊκούς ποιητές.
Στην Κέρκυρα, εκτός από τα παιδιά με τη φυσαρμόνικα, περιφέρονται στα σπίτια ολόκληρα λαϊκά συγκροτήματα με βιολιά και ακορντεόν και τοπικές μπάντες.
Τα τοπικά παραδοσιακά χριστουγεννιάτικα κάλαντα της Καστοριάς (Κόλιεντα) εξακολουθούν να τραγουδιούνται και σήμερα τα χαράματα της 23ης Δεκεμβρίου από τις παρέες μικρών και μεγάλων και από τα μέλη πολιτιστικών σωματείων.
Χαρά και συγκίνηση προσφέρουν οι στίχοι τους, γιατί απευθύνονται σ’ όλα τα μέλη της οικογένειας, από τον μεγαλύτερο έως τον πιο μικρό. Τα παλαιότερα χρόνια, οι νοικοκυραίοι έδιναν για δώρο στα παιδιά που τραγουδούσαν τα κάλαντα, καρύδια, μήλα και μπιλίτσκες (μικρά χοιρινά λουκάνικα) και σπανιότερα χρήματα.
Αντίστοιχο έθιμο με τα κάλαντα σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, οι καλαντάρηδες την παραμονή των Χριστουγέννων αφορούν στην περιφορά των νεαρών που πρόκειται να πάνε φαντάροι.
Σκοπός των καλαντάρηδων είναι η συλλογή κάποιου χρηματικού ποσού, που θα έχουν στη διάθεσή τους όσο διαρκεί η θητεία τους, η οποία θεωρείται προθάλαμος της ωρίμανσής τους. Έτσι, το έθιμο συνδυάζει τον εορτασμό των Χριστουγέννων με το πέρασμα των νεαρών στην ενηλικίωση.
Η ιστορία της "Άγιας Νύχτας"
Η ιστορία της "Άγιας Νύχτας"
Η Άγια Νύχτα είναι ίσως το πιο γνωστό χριστουγεννιάτικο τραγούδι σ' όλο τον κόσμο. Μεγάλοι συνθέτες όπως ο Βέρντι, ο Βάγκνερ, ο Πουτσίνι και άλλοι, το αναγνώρισαν ως ένα βαθιά θρησκευτικό τραγούδι, με μια παράξενη δύναμη που φτάνει κατευθείαν στις καρδιές των ανθρώπων.
Κατά καιρούς, η πατρότητά του αποδόθηκε στον Μότσαρτ, στον Χάιντν ή στον Μπετόβεν.
Η αλήθεια είναι πως η Άγια Νύχτα δημιουργήθηκε από τους Γιόζεφ Μορ και Φραντς Γκρούμπερ, κι εψάλη για πρώτη φορά τα Χριστούγεννα του 1818 στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου στο μικρό χωριό Όμπερντορφ της Αυστρίας.
Ο Μορ είχε γράψει τους στίχους δύο χρόνια νωρίτερα.
Στις 24 Δεκεμβρίου του 1818 ζήτησε από τον Γκρούμπερ να συνθέσει μία μελωδία για να συνοδεύσει το τραγούδι με την κιθάρα του.
Σύμφωνα με την παράδοση, το εκκλησιαστικό όργανο του ναού δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στη χριστουγεννιάτικη λειτουργία, καθώς τα ποντίκια είχαν καταστρέψει κάποια εξαρτήματά του.
Η ιστορία αυτή ήταν γνωστή, ωστόσο επιβεβαιώθηκε πολύ αργότερα, το 1995, όταν ανακαλύφθηκε μία παρτιτούρα που ανήκε στον Μορ, με τον Γκρούμπερ να υπογράφει τη σύνθεση. Στίχοι και μουσικοί όμως φαίνεται να γράφτηκαν μαζί, το 1816.
Σύμφωνα με μία άλλη εκδοχή, η Άγια Νύχτα τραγουδήθηκε τα μεσάνυχτα εκείνων των Χριστουγέννων και μετά ξεχάστηκε.
Το 1825 ένα επισκευαστής εκκλησιαστικών οργάνων ανακάλυψε την παρτιτούρα και «ξαναζωντάνεψε» το τραγούδι.
Σήμερα, υπολογίζεται πως έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από 300 γλώσσες.
Οι ελληνικοί στίχοι
Άγια νύχτα,
σε προσμένουν,
με χαρά οι Χριστιανοί
και με πίστη ανυμνούμε
το Θεό δοξολογούμε
μ' ένα στόμα, μια φωνή.
Ναι με μια φωνή.
Η ψυχή μας φτερουγίζει,
πέρα στ' άγια τα βουνά
όπου ψάλλουν οι αγγέλοι
απ' τα ουράνια θεία μέλη
στον Σωτήρα «ωσαννά».
Ψάλλουν «ωσαννά».
Στης Βηθλεέμ ελάτε
όλοι στα βουνά τα ιερά
και μ' ευλάβεια μεγάλη
κει που άγιο φως προβάλλει
προσκυνήστε με χαρά.
Ναι με μια χαρά.
Οι αγγλικοί στίχοι
Silent night Holy night
All is calm all is bright
Round yon virgin Mother and Child
Holy infant so tender and mild
Sleep in heavenly peace
Sleep in heavenly peace.
Silent night, holy night,
Shepherds quake at the sight.
Glories stream from heaven afar,
Heav'nly hosts sing Alleluia;
Christ the Savior is born;
Christ the Savior is born.
Silent night, holy night,
Son of God, love's pure light.
Radiant beams from Thy holy face,
With the dawn of redeeming grace,
Jesus, Lord, at Thy birth;
Jesus, Lord, at Thy birth.
Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων
Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων
Η Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων (Σ.Σ.Ε.) είναι Ανώτατο Στρατιωτικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα (ΑΣΕΙ) του Ελληνικού Στρατού Ξηράς. Ιδρύθηκε στο Ναύπλιο την 21η Δεκεμβριου 1828 με διάταγμα του Ιωάννη Καποδίστρια, αποτελώντας σχολή αξιωματικών.
Για αρκετό καιρό (1894-1982) έδρευε σε εγκαταστάσεις βόρεια του Πεδίου του Άρεως στην Αθήνα, όπου σήμερα στεγάζεται το Πρωτοδικείο Αθηνών, εκτός του παλαιού Διοικητηρίου, στο οποίο σήμερα στεγάζεται η Σχολή Εθνικής Άμυνας. Το 1982 μετακινήθηκε στο σημερινό της στρατόπεδο στη Βάρη. Εκεί βρίσκονται στρατώνες, σύγχρονες κτηριακές εγκαταστάσεις, υπαίθριοι χώροι εκπαίδευσης και αθλητισμού, καθώς και το Μουσείο της Σχολής.
Η φοίτηση στη Σχολή Ευελπίδων (μια από τις αποκαλούμενες «παραγωγικές σχολές» στην ορολογία των Ενόπλων Δυνάμεων) διαρκεί τέσσερα χρόνια και οι Ευέλπιδες αποφοιτούν με το βαθμό του Ανθυπολοχαγού. Τα τελευταία χρόνια η εγγραφή στη Σχολή ημεδαπών μαθητών ακολουθεί το σύστημα των πανελληνίων εξετάσεων παράλληλα με τεστ και αθλητικές επιδόσεις. Στη Σ.Σ.Ε.
Ίδρυση - Ιστορία
Το 1828 ο Ιωάννης Καποδίστριας θέλοντας να πλαισιώσει το Τακτικό Σώμα Στρατού με ικανά στελέχη, προχωρησε με διάταγμα στην ίδρυση στρατιωτικής σχολής την οποία και ονόμασε Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Ως πρότυπο έθεσε τη Γαλλική Πολυτεχνική Σχολή (École Polytechnique), δημιούργημα του Ναπολέοντα. Ανέθεσε την εποπτεία της συγκρότησης και οργάνωσης στον Βαυαρό Συνταγματάρχη Καρλ Βίλχελμ φον Χάιντεκ (Karl Wilhelm von Heideck, 1788–1861), ο οποίος ήταν εκείνη την εποχή διευθυντής του Τακτικού Στρατού. Ο ίδιος ο Καποδίστριας ονόμασε τους πέντε πρώτους μαθητές «Ευέλπιδες».
Την 211η Δεκεμβριου 1828 η Σχολή ιδρύεται στο Ναύπλιο με προσωρινό τίτλο «Λόχος των προγυμναστών», ενώ η διεύθυνσή της ανατίθεται στον Ιταλό υπολοχαγό Ρωμύλο ντε Σαντέλι, ο οποίος όμως αποδείχθηκε ανεπαρκής για ένα τέτοιο εγχείρημα. Έτσι, την ίδια χρονιά ο Καποδίστριας τον αντικαθιστά με τον Γάλλο λοχαγό του Πυροβολικού Ανρί Πωζιέ. Οι πρώτοι οκτώ Ανθυπολοχαγοί Πυροβολικού αποφοίτησαν το 1831, στους οποίους φόρεσε τις επωμίδες ο ίδιος ο Καποδίστριας. Το 1831 ο Καποδίστριας διορίζει στην θέση του διευθυντή της Σχολής τον Ρώσο Αντισυνταγματάρχη Πυροβολικού Νικόλαο Ραϊκόφ.
Στόχος της κυβέρνησης ήταν η σχολή να εκπαιδεύσει δημόσιους μηχανικούς οι οποίοι θα αναλάμβαναν κρατικά τεχνικά έργα και στην συνέχεια έργα για την οχύρωση της χώρας. Η διάρκεια της εκπαίδευσης καθορίστηκε στα 3 έτη. Το 1834 τα έτη σπουδών αυξήθηκαν στα 8 και προστέθηκαν περισσότερα μαθήματα, εισάγονται δε μαθητές ηλικίας από 12 ετών.
Την ίδια χρονιά η σχολή μεταφέρεται στην Αίγινα, στο κτίριο του Καποδιστριακού Ορφανοτροφείου, ενώ το 1837 στον Πειραιά, ακριβώς απέναντι από το Παλαιό Ταχυδρομείο, (σημερινό πολιτιστικό κέντρο) στο κτήριο που υφίσταται μέχρι σήμερα. Το 1840 αναλαμβάνει την διεύθυνση της σχολής ο Αντισυνταγματάρχης Σπύρος Μήλιος, ο πρώτος Έλληνας διευθυντής. Αμέσως εφαρμόζει νέο Κανονισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας, αυξάνει σε 6 τα έτη φοίτησης και καθιερώνει γραπτές εισαγωγικές εξετάσεις.
Στις 11 Απριλίου του 1846 εκδηλώνεται ένοπλη στάση των Ευέλπιδων καταλαμβάνοντας τη Σχολή τους στον Πειραιά. Συνέπεια αυτης ήταν το προσωρινό κλείσιμο της Σχολής και η αποβολή των Ευέλπιδων, μεταξύ των οποίων ήταν και ο γιος του τότε υπουργού Στρατιωτικών. Αιτία της στάσης ήταν η ποιότητα του συσσιτίου και η εσωτερική αυστηρότητα. Τελικά η Σχολή άνοιξε στις 7 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους με νέο αυστηρότερο κανονισμό.
Το 1854 η Σχολή μεταφέρεται στην Αθήνα και στεγάζεται προσωρινά στο Μέγαρο της Δουκίσσης της Πλακεντίας (σημερινό Βυζαντινό Μουσείο) μέχρι το 1857. Το 1866 η διδασκαλία κατανέμεται σε πέντε έτη. Το 1867 διακόπηκε η λειτουργία της Σχολής και το 1870 επαναλειτουργεί με 7 χρόνια σπουδών. Το 1870 - 1882 δίνεται η δυνατότητα σε ιδιώτες να παρακολουθούν τις σπουδές και να αποφοιτούν με το δίπλωμα «Γεωμέτρου» (Πολιτικού Μηχανικού). Το 1882 η εκπαίδευση μειώθηκε στα 5 έτη και συμπεριλάμβανε δύο περιόδους, των φυσικομαθηματικών επιστημών και των στρατιωτικών επιστημών.
Το 1881-1885 διοικητής ανέλαβε ο Αντισυνταγματάρχης Πυροβολικού Πάνος Κολοκοτρώνης, υιός του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Η διοίκηση του αποτέλεσε σταθμό για την σχολή και γι' αυτό χαρακτηρίσθηκε και ως αναμορφωτής της. Το 1894 η σχολή εγκαταστάθηκε στην Αθήνα στην περιοχή του Πεδίου του Άρεως σε συγκρότημα κτιρίων, που κτίσθηκαν με δωρεά του Εθνικού Ευεργέτη Γεωργίου Αβέρωφ, ο οποίος είχε εντυπωσιαστεί από την πορεία της σχολής, αφού προηγουμένως είχε ξαναμεταφερθεί στον Πειραιά. Το 1898 διοικητής αναλαμβάνει ο Αντισυνταγματάρχης Πυροβολικού Νικόλαος Ζορμπάς.
Το 1911 και μέσα σε κλίμα αναδιοργάνωσης του στρατού με αφορμή τη επικείμενη αναμέτρηση της Ελλάδας με την Τουρκία, ήρθε Γαλλική στρατιωτική αποστολή με επικεφαλής τον στρατηγό Εϊντου ώστε να βοηθήσει στην οργάνωση της σχολής. Το 1912 διοικητής αναλαμβάνει ο Γάλλος Συνταγματάρχης Λ. Ζενέν (L. Genin). Για δεύτερη φορά χρησιμοποιείται ως πρότυπο τη Γαλλική Στρατιωτική Ακαδημία του Σεν Συρ (École de Saint Cyr). Συνέπεια αυτών ήταν να αποφασισθεί η εκπαίδευση των Ευελπίδων να γίνει συντομότερη δηλαδή λιγότερο θεωρητική και περισσότερο πρακτική ενώ έγινε και η συγχώνευση των σχολών Ευελπίδων και Υπαξιωματικών.
Στους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-1913 η σχολή διέκοψε τη λειτουργία της για έξι μήνες λόγω επιστράτευσης και συμμετοχής των Ευελπίδων σε αυτόν.[5] Το 1914 καθιερώνεται η λειτουργία «Προπαρασκευαστικού Λόχου Υποψηφίων Ευελπίδων» με διάστημα φοίτησης τους 10 μήνες, λειτούργησε στην Κέρκυρα για ένα έτος και στην συνέχεια μεταφέρθηκε στην Αθήνα στα κτίρια της ΣΣΕ οπού παρέμεινε για 6 έτη και μετά διαλύθηκε. Το 1915 τα δίδακτρα της σχολής καταργούνται και τα έξοδα λειτουργίας αναλαμβάνει το Δημόσιο. Με αυτήν την απόφαση σηματοδοτείται πλέον η εισαγωγή στην σχολή φοιτητών από διάφορα κοινωνικά στρώματα.
Κατά την Μικρασιατική εκστρατεία 1919-1922 όλοι οι Ευέλπιδες θα συμμετάσχουν στις στρατιωτικές επιχειρήσεις. Το 1920 η διάρκεια φοίτησης στη Σχολή γίνεται τριετής. Το 1924 η φοίτηση στη Σχολή Ευελπίδων αυξήθηκε στα 4 έτη και περιλάμβανε ακαδημαϊκά και στρατιωτικά μαθήματα πεδίου ενώ επαναδημιουργήθηκε η σχολή Υπαξιωματικών. Παράλληλα επανακαθιερώνεται η οικονομική εισφορά εκτός ορισμένων απαλλαγών. Το 1926 καθιερώνεται στην σχολή η δοκιμασία σε αθλήματα του στίβου.
Το 1928 εορτάζονται με επισημότητα τα 100 χρόνια από την ίδρυση της Σχολής. Το χρονικό διάστημα 1934 - 1940 η διάρκεια της φοίτησης είναι 3 έτη και υπάρχει ιδιαίτερη προπαρασκευή των φοιτητών αφού λόγω της διεθνούς κατάστασης διαφαινόταν ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος. Αυτή η προετοιμασία θα έχει ως αποτέλεσμα τα ηρωικά κατορθώματα στο μέτωπο και τιμώντας τον τίτλο τον οποίο τους απέδωσε ο Καποδίστριας ως «την καλή ελπίδα του έθνους». Το 1940 με την κήρυξη του Ελληνο-Ιταλικού Πολέμου, οι Ευέλπιδες είναι πανέτοιμοι και τοποθετούνται άμεσα στα πεδία μαχών ή σε οργανικές θέσεις. Στη σχολή παρέμειναν μόνο οι Ευέλπιδες Ι τάξης μαζί με τους εκπαιδευτές.
Στις 28 Μαϊου 1941 η σχολή αναστέλλει την λειτουργία της λόγω της εισβολής των Γερμανικών δυνάμεων και της συνθηκολόγησης του Τσολάκογλου με τους Γερμανούς, τους ηττημένους Ιταλούς και τους περί αυτών Αλβανούς και Βούλγαρους.
Στις 19 Οκτωβρίου 1944 η σχολή επαναλειτούργησε αμέσως μετά την απελευθέρωση με μαθητές τους Ευέλπιδες 1ης και 2ας τάξης που φοιτούσαν πριν από τον πόλεμο, διακόπτει ξανά λόγω του εμφυλίου και λειτουργεί εκ νέου τον Αύγουστο του 1945 με την εισαγωγή της πρώτης μεταπολεμικής σειράς Ευελπίδων ύστερα από διαγωνισμό. Ο χρόνος φοίτησης περιορίστηκε λόγω της ανάγκης που είχε ο Ελληνικός Στρατός σε στελέχη 2 έτη για ιδιώτες και 6 μήνες για εθελοντές Ανθυπασπιστές και Υπαξιωματικούς. Το 1947 μετατρέπεται η σχολή, από Τάγμα Ευελπίδων σε Σύνταγμα Ευελπίδων, κατόπιν αποφάσεως εισαγωγής περισσότερων φοιτητών.
Το 1949, η φοίτηση στη Σχολή αυξήθηκε στα τρία χρόνια. Το 1961 η εκπαίδευση θεωρήθηκε ισότιμη με τα υπόλοιπα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα και φοίτηση στη Σχολή έγινε τέσσερα χρόνια. Από εκείνη την χρονιά έχουμε και Ευέλπιδες από άλλα Κράτη.
Στις 21 Απριλίου του 1967 οι Ευέλπιδες υπό τον Δ. Ιωαννίδη συμμετέχουν στο Πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, αναπτυσσόμενοι από λόφο Στρέφη και φυλακές Αβέρωφ μέχρι λεωφόρο Πατησίων αποκόπτοντας τους δρόμους προς το κέντρο της Αθήνας. Το 1975 η σχολή δέχεται Ευέλπιδες από την Κυπριακή Δημοκρατία.
Το 1978 στις 21 Δεκεμβρίου η σχολή συμπλήρωσε 150 χρόνια παρουσίας η οποία εορτάσθηκε με μεγάλη λαμπρότητα.
Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1982 η σχολή μεταστεγάσθηκε στο νέο σύγχρονο σημερινό της στρατόπεδο, που βρίσκεται νοτιοανατολικά των Αθηνών, στη Βάρη Αττικής σε έκταση 4.310 στρεμμάτων.
Το 1983 γίνεται η εισαγωγή φοιτητών με το σύστημα των Πανελλήνιων Εξετάσεων. Το 1991 μια σημαντική αλλαγή γίνεται, για πρώτη φορά στην ιστορία της η σχολή θα δεχτεί τις πρώτες γυναίκες Ευέλπιδες. Σήμερα η σχολή είναι ισότιμη με τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της χώρας.
Το έθιμο του Χριστουγεννιάτικου δέντρου
Το έθιμο του Χριστουγεννιάτικου δέντρου
Το χριστουγεννιάτικο δέντρο είναι ένα έθιμο ιδιαίτερα διαδεδομένο σε ολόκληρο τον πλανήτη. Κάθε χρόνο, κάθε σπίτι στήνει το δικό του δέντρο, ένα φυσικό ή τεχνητό έλατο, και το στολίζει με λαμπιόνια και πολύχρωμα στολίδια. Πότε, πώς και γιατί χρησιμοποιήθηκε σαν σύμβολο το χριστουγεννιάτικο δέντρο, που στολίζουμε κάθε χρόνο; Από πού προέρχεται το έθιμο; Πότε ήρθε στην Ελλάδα; Τι συμβολίζει το αστέρι στην κορυφή και τι η φάτνη στη ρίζα του; Γιατί σε κάποια μέρη στολίζουν «ένα καραβάκι»; Τι είναι το «χριστόξυλο»;
Οι πρόγονοι του Χριστουγεννιάτικου δέντρου μπορούν να αναζητηθούν στα ειδωλολατρικά έθιμα της λατρείας των δέντρων. Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές η παράδοση να στολίζονται δέντρα ή κομμάτια δέντρων υπήρχε σε όλες τις θρησκείες από την αρχαιότητα. Τα δέντρα μεταφέρονταν μέσα στα σπίτια και οι άνθρωποι τα στόλιζαν, για να εξασφαλίσουν καλή σοδειά τον επόμενο χρόνο. Πολύ πριν από την έλευση του Χριστιανισμού φυτά και δέντρα, που παρέμεναν πράσινα όλο το χρόνο, είχαν ιδιαίτερη σημασία για τους ανθρώπους μέσα στο χειμώνα. Οι αρχαίοι λαοί κρεμούσαν αειθαλή κλαδιά πάνω από τις πόρτες και τα παράθυρά τους, γιατί πίστευαν ότι κάτι τέτοιο κρατάει μακριά μάγισσες, φαντάσματα, κακά πνεύματα και ασθένειες.
Πολλοί αρχαίοι πίστευαν ότι ο ήλιος ήταν ένας θεός και ότι ο χειμώνας ερχόταν κάθε χρόνο, επειδή ο θεός ήλιος είχε αρρωστήσει και ήταν αδύναμος. Γι αυτό και γιόρταζαν το ηλιοστάσιο, επειδή αυτό σήμαινε ότι επιτέλους ο θεός ήλιος θα γινόταν καλά. Το χειμερινό ηλιοστάσιο, η μικρότερη ημέρα και η μεγαλύτερη νύχτα του έτους, πέφτει στις 21 προς 22 Δεκεμβρίου. Τα αειθαλή κλαδιά υπενθύμιζαν στους ανθρώπους όλα τα πράσινα φυτά που φυτρώνουν πάλι, όταν ο ήλιος γίνεται ξανά δυνατός την άνοιξη και το καλοκαίρι.
Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι λάτρευαν το θεό Ρα και τον παρίσταναν με κεφάλι γερακιού και ένα φλεγόμενο δίσκο στο στέμμα του. Στο ηλιοστάσιο οι Αιγύπτιοι γέμιζαν τα σπίτια τους με κλαδιά φοίνικα, που συμβόλιζαν γι’ αυτούς το θρίαμβο της ζωής επί του θανάτου. Στη Βόρεια Ευρώπη οι μυστηριώδεις Δρυίδες, ιερείς των αρχαίων Κελτών, διακοσμούσαν τους ναούς τους με αειθαλή κλαδιά ως σύμβολα της αιώνιας ζωής. Και οι άγριοι Βίκινγκ στη Σκανδιναβία πίστευαν ότι τα αειθαλή φυτά ήταν τα αγαπημένα του θεού του ήλιου.
Οι αρχαίοι Ρωμαίοι γιόρταζαν το ηλιοστάσιο με τα Σατουρνάλια, μία γιορτή προς τιμήν του Κρόνου (Saturn), θεού της γεωργίας και του τρύγου, και γνώριζαν ότι το ηλιοστάσιο σήμαινε πως σύντομα τα αγροκτήματα και τα περιβόλια θα γίνονταν πράσινα και γόνιμα. Για να γιορτάσουν μάλιστα το γεγονός, διακοσμούσαν τα σπίτια και τους ναούς τους με αειθαλή κλαδιά.
Τον 4ο αιώνα μ.Χ. η 25η Δεκεμβρίου καθιερώθηκε ως η μέρα της Γέννησης του Χριστού και ταυτόχρονα ως πρώτη μέρα του χρόνου. Υπάρχουν μαρτυρίες ότι τα Χριστούγεννα γιορτάζονταν στη Ρώμη στις 25 Δεκεμβρίου από το 336. Στα Σατουρνάλια οι Ρωμαίοι στόλιζαν διαφόρων ειδών δέντρα με κεριά και άλλα στολίδια (πιθανότητα καρύδια, φαγώσιμα κ.λ.π.).
Η αρχή του εθίμου του χριστουγεννιάτικου δέντρου τοποθετείται στις αρχές του 8ου αι. μ.Χ. και έχει τις ρίζες του στη Γερμανία, σε προχριστιανικούς πολιτισμούς. Την περίοδο αυτή ο Άγιος Βονιφάτιος εξαπλώνει το χριστιανισμό στη Φραγκική αυτοκρατορία και στην προσπάθειά του να εκχριστιανίσει τις γερμανικές φυλές εισάγει την έννοια της Αγίας Τριάδας. Σύμφωνα με την αγγλική παράδοση ο Άγγλος ιερομόναχος παρευρίσκονταν σε μια τελετή παγανιστών, οι οποίοι σύμφωνα με την παράδοση επρόκειτο να θυσιάσουν ένα παιδί κάτω από μια βελανιδιά. Ο ιερομόναχος θέλοντας να σώσει το παιδί και να σταματήσει την τελετή έδωσε μια γροθιά στη βελανιδιά. Αμέσως ξεπήδησαν φλόγες και τύλιξαν το δέντρο. Το δέντρο αυτό ήταν το δέντρο της ζωής και αναπαριστούσε τη ζωή του Χριστού. Έτσι αντικαθιστά τη βελανιδιά, που λάτρευαν οι αρχαίες Γερμανικές φυλές, με το έλατο, που έγινε χριστιανικό και χριστουγεννιάτικο σύμβολο, λόγω του κωνοειδούς, τριγωνικού σχήματός του. Το έλατο έγινε εύκολα αποδεκτό από τους χριστιανούς σαν σύμβολο χριστιανικό και ειδικότερα σαν σύμβολο των Χριστουγέννων.
Στους Γερμανούς αποδίδεται και η έναρξη της παράδοσης του χριστουγεννιάτικου δέντρου, όπως το γνωρίζουμε σήμερα. Ο μύθος λέει ότι στις αρχές του 16ου αιώνα στη Γερμανία συνδύασαν δύο έθιμα. Το πρώτο ήταν το δέντρο του Παραδείσου, ένα έλατο διακοσμημένο με μήλα, που συμβόλιζε το Δέντρο της Γνώσης στον Κήπο της Εδέμ. Το δεύτερο έθιμο ήταν το Φως των Χριστουγέννων, ένα μικρό πλαίσιο σε σχήμα πυραμίδας διακοσμημένο με γυάλινες σφαίρες, χρυσόχαρτο και ένα κερί στην κορυφή, που ήταν το σύμβολο της γέννησης του Χριστού.
Οι ευσεβείς χριστιανοί έβαλαν διακοσμημένα δέντρα στα σπίτια τους αλλάζοντας τα μήλα με χρυσές σφαίρες από χαρτί και με το Φως τοποθετημένο στην κορυφή του δέντρου δημιούργησαν το δέντρο που γνωρίζουμε σήμερα. Όταν τα δέντρα ήταν λιγοστά, έφτιαχναν πυραμίδες από ξύλο και τις διακοσμούσαν με κλαδιά και κεριά.
Φυσικά στο πέρασμα των αιώνων το νόημα του χριστουγεννιάτικου δέντρου πήρε αναρίθμητες μορφές. Αρχικά το δέντρο-σύμβολο άρχισε να γεμίζει με διάφορα χρήσιμα είδη καθημερινής χρήσης, για να συμβολίσει την ευτυχία, που κρύβει για τον άνθρωπο η γέννηση του Χριστού. Σύμφωνα με ερευνητές τα πρώτα στολίδια ήταν συσκευασμένα φαγητά, είδη ρουχισμού ή άλλα χρήσιμα είδη, που στο πέρασμα των χρόνων και με την άνοδο του βιοτικού επιπέδου εξελίχθηκαν μόνο σε διακοσμητικά αντικείμενα.
Στην κορυφή του συνήθως τοποθετείται ένα αστέρι, που συμβολίζει το αστέρι της Βηθλεέμ ή ένας άγγελος, που συμβολίζει τις στρατιές των αγγέλων. Στο κάτω μέρος του δένδρου τοποθετείται μία φάτνη, που αναπαριστά το στάβλο, όπου γεννήθηκε ο Θεάνθρωπος. Στη διάρκεια του 17ου αι. συναντάμε τα δένδρα μπροστά στα σπίτια, διακοσμημένα με φαγώσιμα, ρούχα και άλλα είδη, που συμβολίζουν τα θεία δώρα. Αργότερα το δένδρο πήρε και τη θέση της “Δωροθήκης”, του χώρου δηλαδή όπου τοποθετούσαν οι συγγενείς και φίλοι τα δώρα τους ο ένας για τον άλλο.
Τα πολυάριθμα λαμπιόνια, που στις μέρες μας κοσμούν το χριστουγεννιάτικο δέντρο, αντικατέστησαν τα αναμμένα κεριά που παλαιότερα τοποθετούνταν. Ο Μαρτίνος Λούθηρος, Προτεστάντης μεταρρυθμιστής του 16ου αιώνα, ήταν ο πρώτος που έβαλε αναμμένα κεριά στο δέντρο. Περπατώντας προς το σπίτι του ένα χειμωνιάτικο βράδυ θαύμασε τη λάμψη των άστρων μέσα από τα δέντρα. Για να αναπαραστήσει το σκηνικό και για την οικογένειά του, έστησε ένα δέντρο στο κεντρικό δωμάτιο του σπιτιού του και κρέμασε πάνω στα κλαδιά του αναμμένα κεριά.
Το έθιμο του φωτισμού του δένδρου με κεριά γινόταν αιτία για πολλά ατυχήματα. Έτσι, μέχρι να εφευρεθούν τα ηλεκτρικά φωτάκια, οι προνοητικοί είχαν και έναν κουβά νερό κάτω από το δέντρο για τον κίνδυνο πυρκαγιάς. Το 1882 το πρώτο ηλεκτρικά φωτισμένο Χριστουγεννιάτικο δέντρο του κόσμου στολίσθηκε στη Νέα Υόρκη, στην κατοικία του Έντουαρτ Τζόνσον, συναδέλφου του εφευρέτη του ηλεκτρικού λαμπτήρα Τόμας Έντισον.
Στην Ελλάδα πρόδρομος του χριστουγεννιάτικου δέντρου ήταν το παραδοσιακό Χριστόξυλο ή Δωδεκαμερίτης. Χριστόξυλο ονομάζεται το πρώτο ξύλο που θα καεί στο τζάκι την παραμονή των Χριστουγέννων. Κάθε Χριστούγεννα ο πατέρας ή ο παππούς κάθε οικογένειας ψάχνει στα δάση ή στα χωράφια ένα μεγάλο γερό κούτσουρο από πεύκο ή ελιά κυρίως, που θα μπει στο τζάκι, αφού καθαριστεί επιμελώς το τζάκι και η καμινάδα του. Σε κάποιες περιοχές το χριστόξυλο προέρχεται από δέντρο με αγκάθια, όπως η αγριαχλαδιά (γκορτσιά).
Τα αγκαθωτά δέντρα, κατά τη λαϊκή αντίληψη, απομακρύνουν τα δαιμονικά όντα, όπως τους καλικάντζαρους. Το βράδυ της παραμονής, λοιπόν, άναβαν το χριστόξυλο με την οικογένεια μαζεμένη γύρω από το τζάκι. Από εκείνη τη στιγμή μέχρι τα Άγια Θεοφάνια η φωτιά δεν πρέπει να σβήσει, γιατί συμβολίζει τη φωτιά που ζέσταινε το νεογέννητο Χριστό. Έτσι κρατούσαν μακριά από το σπίτι – όπως πίστευαν- τους καλικάντζαρους, ενώ τη στάχτη που μάζευαν έως τα Φώτα τη σκόρπιζαν γύρω από το σπίτι, στα χωράφια και τους στάβλους, γιατί πίστευαν ότι διώχνει το κακό!
Υπάρχει όμως σε πολλά μέρη και μια παραλλαγή του χριστόξυλου, που λέγεται το πάντρεμα της φωτιάς, επειδή αποτελείται από δύο ή τρία ξύλα και όχι ένα. Τα κούτσουρα αυτά έχουν και τους συμβολισμούς τους. Το πρώτο κούτσουρο συμβολίζει το νοικοκύρη, γι αυτό πρέπει να είναι από δέντρο με αρσενικό όνομα π.χ. ο πλάτανος. Το δεύτερο συμβολίζει τη νοικοκυρά του σπιτιού και το ξύλο προέρχεται από δέντρο θηλυκού ονόματος π.χ. η κερασιά. Στις περιοχές που χρησιμοποιούν και τρίτο ξύλο είναι για τον κουμπάρο και είναι από δέντρο διαφορετικό από τα δυο πρώτα. Αυτά τα ξύλα πίστευαν ότι διώχνουν το κακό και τους καλικάντζαρους, γι αυτό η στάχτη τους σκορπιζόταν επίσης γύρω από το σπίτι και στα χωράφια. Η διαδικασία είναι η ίδια με το χριστόξυλο. Από την παραμονή των Χριστουγέννων έως τα Θεοφάνια έπρεπε να είναι αναμμένη η φωτιά. Τοποθετούσαν τα ξύλα σταυρωτά και πάνω στη φωτιά έριχναν κρασί και λάδι, ενώ σε κάποια μέρη έριχναν φυτά που κάνουν θόρυβο όταν καίγονται, για να διώχνουν τα κακά πνεύματα.
Στη νεότερη Ελλάδα το χριστουγεννιάτικο δέντρο εισήγαγαν οι Βαυαροί. Το 1833 στολίστηκε το πρώτο δέντρο στο Ναύπλιο, για να κοσμήσει το παλάτι του Όθωνα και τον επόμενο χρόνο στην Αθήνα, όπου οι κάτοικοι έκαναν ουρές για να το θαυμάσουν. Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου τα χριστουγεννιάτικα δέντρα στόλιζαν όλα τα σπίτια της χώρας.
Το δέντρο αντικατέστησε το παραδοσιακό καραβάκι, που ταιριάζει περισσότερο στο νησιωτικό χαρακτήρα του λαού μας και σε κάποια νησιά της χώρας διατηρείται ακόμα. Στη Λέσβο το χριστουγεννιάτικο δέντρο δεν είναι από έλατο, αλλά από κλαδί ελιάς, το οποίο το στολίζουν με χρυσωμένα πορτοκάλια, καρύδια και διάφορα παιχνίδια. Πολλές φορές όμως αντί για κλαδί ελιάς στολίζουν ξύλινα καραβάκια. Στη Χίο την παραμονή της Πρωτοχρονιάς υπάρχει ένα έθιμο, τα αγιοβασιλιάτικα καραβάκια. Όποιες ενορίες επιθυμούν κατασκευάζουν, με βάση μια μακέτα, πολεμικά ή εμπορικά πλοία σε σμίκρυνση. Αυτά συναγωνίζονται μεταξύ τους ως προς την ποιότητα κατασκευής και την ομοιότητα με τα πραγματικά πλοία, ενώ οι ομάδες, που αποτελούν το πλήρωμα κάθε πλοίου, τραγουδούν κάλαντα.
Το έθιμο του Χριστουγεννιάτικου δέντρου είναι συνυφασμένο με την νέο-ελληνική παράδοση, αλλά και με το κλίμα των εορτών των Χριστουγέννων παγκοσμίως. Η χρήση του έχει ενταθεί τα τελευταία χρόνια, ως μέσο για να στολίσουμε το σπίτι μας ή το χώρο εργασίας, αλλά δεν πρόκειται για ένα «ξενόφερτο έθιμο». Αποτελεί ένα έθιμο για πολλούς χριστιανικούς λαούς σε όλο τον κόσμο, αλλά υπάρχουν αναφορές που το συνδέουν με τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους ως προσπάθεια τόνωσης ενός νέου συμβόλου και ως απάντηση σε πολλά ειδωλολατρικά πρότυπα. Ειδικά στις χώρες της Ανατολικής Μεσογείου ένα δέντρο αειθαλές και καταπράσινο πάντα συνδέεται με την καλοτυχία. Παράλληλα με τη δημιουργία παραμυθιών και άλλων εκδόσεων ενισχύθηκε η παρουσία του δέντρου. Σήμερα, περισσότερα από 72 εκατομμύρια δέντρα στολίζονται κάθε Χριστούγεννα σε όλο το χριστιανικό κόσμο και από αυτά 35 εκατομμύρια είναι αληθινά δέντρα, ενώ 37 εκατομμύρια είναι ψεύτικα.
Ο Χορός του Ζαλόγγου
Ο Χορός του Ζαλόγγου
Μία ομάδα από Σουλιώτισσες (ποικίλλει ο αριθμός τους, από 22 έως 57), για να μη συλληφθούν ζωντανές από τους Τουρκαλβανούς που τις πολιορκούσαν στο Ζάλογγο, στήνουν κυκλικό χορό και στη συνέχεια ρίχνονται στον γκρεμό με τα παιδιά τους. Πραγματικό γεγονός ή εθνικός μύθος;
Στα τέλη του 1803 ο Αλή Πασάς θέλησε να τελειώσει μία και καλή με τους Σουλιώτες, τους ανυπότακτους ορεσίβιους Θεσπρωτούς, που τόσα προβλήματα δημιουργούσαν στο Σουλτάνο και στη δική του εξουσία στην Ήπειρο. Τους πολιόρκησε στενά και τους εξανάγκασε να συνθηκολογήσουν στις 12 Δεκεμβρίου 1803. Ο βασικός όρος της συμφωνίας, που δεν τηρήθηκε, ήταν να εκκενώσουν τα χωριά τους συν γυναιξί και τέκνοις. Στις 16 Δεκεμβρίου οι Σουλιώτες χωρίστηκαν σε τρεις φάλαγγες και άφησαν πίσω τους την πατρογονική γη.
Δύο ημέρες αργότερα, η τρίτη φάλαγγα, που κατευθυνόταν νότια, δέχθηκε επίθεση στο Ζάλογγο από πολυάριθμο σώμα Τουρκαλβανών με αρχηγούς τους Μπεκίρ Τζογαδούρο, Άγο Μουχουρδάρη και Μέτζο Μπόνο. Κατά τη διάρκεια της σφοδρής σύγκρουσης που ακολούθησε, μία ομάδα Σουλιωτών εγκλωβίστηκε από τον εχθρό. Ανάμεσά τους και περίπου 60 γυναίκες, πολλές από αυτές σε κατάσταση εγκυμοσύνης. Προκειμένου να μην πέσουν στα χέρια των διωκτών τους, έριξαν τα παιδιά τους από την απόκρημνη κορυφή του Ζαλόγγου και στη συνέχεια, πιασμένες χέρι - χέρι, έπεσαν και ίδιες χορεύοντας. Το Ζάλογγο με τα χρόνια μεταβλήθηκε σε σύμβολο ηρωισμού και αυτοθυσίας.
Η μοναδική συγκεκριμένη μαρτυρία για το Χορό του Ζαλόγγου προέρχεται από τον αξιωματικό του Αλή πασά, Σουλεϊμάν αγά, αυτόπτη μάρτυρα του περιστατικού. Το αφηγήθηκε στον εξισλαμισμένο γάλλο μισθοφόρο Ιμπραήμ Μανσούρ Εφέντι, ο οποίος τη συμπεριέλαβε σε βιβλίο του που κυκλοφόρησε στο Παρίσι το 1828 με τις αναμνήσεις του από την Αυλή του Αλή Πασά. Σύμφωνα με τη μαρτυρία αυτή, οι γυναίκες «πιάστηκαν από τα χέρια κι άρχισαν ένα χορό, που τα βήματά του τα κινούσε ένας ασυνήθιστος ηρωισμός και οι αγωνία τού θανάτου τόνιζε το ρυθμό του... Στο τέλος των επωδών, οι γυναίκες βγάζουν μία διαπεραστική και μακρόσυρτη κραυγή, που ο αντίλαλός της σβήνει στο βάθος ενός τρομακτικού γκρεμού, όπου ρίχνονται μαζί με όλα τα παιδιά τους».
Ο Πρώσος διπλωμάτης και περιηγητής Γιάκοπ Μπαρτόλντι (1779 - 1825) είναι ο πρώτος που κατέγραψε το γεγονός μεταξύ 1803 και 1804, ευρισκόμενος στα Ιωάννινα, χωρίς να αναφέρεται στο χορό. Ο αγωνιστής του ‘21 και απομνημονευματογράφος Χριστόφορος Περραιβός (1773 - 1863) είναι ο πρώτος έλληνας συγγραφέας, που αναφέρεται στο Χορό του Ζαλόγγου στη δεύτερη έκδοση της «Ιστορίας του Σουλίου και της Πάργας» (1815). Στην έκδοση, όμως, του 1857 δεν κάνει αναφορά σε χορό.
Το 1888 ο Συριανός λόγιος και ιστορικός Περικλής Ζερλέντης (1852-1925) διατύπωσε επιφυλάξεις και αμφιβολίες για το χορό του Ζαλόγγου, ύστερα από επιτόπιο έρευνα, χωρίς να αμφισβητεί το γεγονός της αυτοθυσίας των Σουλιωτισσών. Χρόνια αργότερα, ο φιλόλογος Αλέξης Πολίτης, καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης, υποστήριξε σε άρθρο του στο περιοδικό «Ο Πολίτης» (2005), ότι τραγούδι, που συνόδευε το χορό, το πασίγνωστο «Έχε γεια καημένε κόσμε» αναφέρεται για πρώτη φορά μόλις το 1908.
Το έτος αυτό ο συγγραφέας της «Γκόλφως» Σπυρίδων Περεσιάδης παρουσίασε για πρώτη φορά το θεατρικό έργο «Ο Χορός του Ζαλόγγου», που διαδόθηκε ευρύτατα στον ελλαδικό χώρο, μέσα από παραστάσεις «μπουλουκιών» και ερασιτεχνικών τοπικών θιάσων και ίσως εκεί να οφείλεται η διάπλαση του «Χορού του Ζαλόγγου» ως ιστορικού γεγονότος.