Άρθρα
Επέτειος βομβαρδισμού της σερβικής τηλεόρασης 1999
Επέτειος βομβαρδισμού της σερβικής τηλεόρασης 1999
Δεκαεφτά χρόνια συμπληρώνονται, σήμερα, από το βομβαρδισμό του κτιρίου της Σερβικής Ραδιο- Τηλεόρασης (RTS), που είχε ως αποτέλεσμα των θάνατο 16 εργαζομένων. Στις 23 Απριλίου του 1999, στις 02:06 τα ξημερώματα,αεροσκάφη του ΝΑΤΟ έπληξαν το κτίριο της RTS, όπου στεγάζονταν το τμήμα μεταδόσεων (Master).
Το κτίριο κατέρρευσε και στα ερείπιά του βρήκαν τραγικό θάνατο 16 τεχνικοί, οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι για την κανονική ροή του προγράμματος., επίσης, η τότε διοίκηση της δημόσιας τηλεόρασης αλλά και πολιτικοί που συνειδητά θυσίασαν, τους εργαζόμενους στην τηλεόραση.
Ο τότε Γενικός διευθυντής της RTS, Ντράγκολιουμπ Μιλάνοβιτς, αργότερα καταδικάστηκε σε κάθειρξη 10 ετών διότι "ενώ έλαβε σαφείς προειδοποιήσεις για επικείμενο βομβαρδισμό του κτιρίου, δεν διέταξε την εκκένωση του".
Μουσείο Μπενάκη, ένα από τα πιο γνωστά μουσεία της Αθήνας
Μουσείο Μπενάκη
Το Μουσείο Μπενάκη είναι ένα από τα πιο γνωστά μουσεία της Αθήνας. Ιδρύθηκε το 1929 από τον Αντώνη Μπενάκη στην μνήμη του πατέρα του Εμμανουήλ Μπενάκη και στεγάζεται στην οικία της ιστορικής από την Αλεξάνδρεια οικογένειας Μπενάκη. Σημειώνεται ότι η προσφορά της οικογένειας Μπενάκη στη πολιτική, κοινωνική και την πολιτιστική ζωή της Αθήνας, αλλά και γενικότερα της Ελλάδας κρίνεται ανεκτίμητη.
Αρχικά ο Αντώνης Μπενάκης άρχισε να συγκροτεί τις διάφορες συλλογές του στην Αίγυπτο. Όταν ήλθε στην Ελλάδα το 1928, για μόνιμη εγκατάσταση, τις δώρησε στο ελληνικό κράτος. Οι συλλογές αυτές στεγάζονται σήμερα στο πατρικό του σπίτι, ένα από τα μεγαλύτερα και ωραιότερα νεοκλασικά κτίρια της Αθήνας το οποίο και ουσιαστικά απετέλεσε και το πρώτο ιδιωτικό μουσείο της Ελλάδας.
Η μεγάλη ανταπόκριση που έτυχε το μουσείο αυτό εκ μέρους κυρίως του αθηναϊκού κοινού οδήγησε σχετικά με ταχύ ρυθμό τον πολλαπλασιασμό των εκθεμάτων του. Χάρη και πολλών άλλων ευεργετών και δωρητών το Μουσείο Μπενάκη συνεχίζει ακόμα και σήμερα να εμπλουτίζεται με περιουσιακά στοιχεία που του δίνουν την δυνατότητα της πρωτοπόρου παρουσίας σε εκδηλώσεις του αντικειμένου του και γενικότερα της τέχνης.
Έτσι αφενός η ραγδαία αύξηση των συλλογών εκθεμάτων του μουσείου και αφετέρου η επαύξησης των διαφόρων δραστηριοτήτων του, που ακολούθησε, επέβαλε την επέκταση των κτιριακών εγκαταστάσεων και τη δημιουργία πολλών παραρτημάτων.
Στο ιστορικό αυτό Ίδρυμα, για 41 χρόνια, υπήρξε Διευθυντής, ο κύριος" Άγγελος Δεληβορριάς".
Το κυρίως μουσείο στεγάζεται στο νεοκλασικό κτίριο της οικογένειας Μπενάκη, που κτίστηκε το 1867-1868 στη διασταύρωση της οδού Κουμπάρη και της λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας, έναντι του Εθνικού κήπου. Το 1910 το κτίριο περιήλθε στον Εμμανουήλ Μπενάκη. Την περίοδο 1929- 1931 το κτίριο επεκτάθηκε προς τα δυτικά και διαμορφώθηκε κατάλληλα για να στεγάσει το νέο μουσείο. Για να μπορέσει όμως το μουσείο να λειτουργήσει σαν ολοκληρωμένο ίδρυμα και να στεγάσει τις συνεχώς εμπλουτιζόμενες συλλογές έργων τέχνης του, μια νέα πτέρυγα σχεδιάστηκε από τους Αλέκο και Στέφανο Καλλιγά και Το κεντρικό αυτό κτίριο Μουσείο άνοιξε επίσημα τις πύλες του στο κοινό το Καλοκαίρι του 2000.
Συλλογές
Το μουσείο φιλοξενεί στους τρεις ορόφους αντιπροσωπευτικά έργα όλων των εποχών της Ελληνικής ιστορίας και τέχνης από την προϊστορική εποχή μέχρι τους σύγχρονους καιρούς. Η αρχική συλλογή του Αντώνη Μπενάκη που αποτελεί και τον πυρήνα της συλλογής του μουσείου περιελάμβανε έργα αρχαίας Βυζαντινής, μεταβυζαντινής, ισλαμικής και παραδοσιακής τέχνης. Στις συλλογές του μουσείου περιλαμβάνονται επίσης έργα Ασιατικής (Κινέζικης κυρίως) και Κοπτικής τέχνης. Ιδιαίτερα σημαντικά το τμήμα των Φωτογραφικών Αρχείων του Μουσείου Μπενάκη που ιδρύθηκε το 1973 με στόχο τη συγκέντρωση, διαφύλαξη, καταγραφή και ταξινόμηση φωτογραφιών από μνημεία και αντικείμενα παλαιοχριστιανικής, βυζαντινής και μεταβυζαντινής τέχνης αλλά γρήγορα επεκτάθηκε με αγορές ή δωρεές σε φωτογραφίες τέχνης. Ενδεικτικά, φιλοξενούνται έργα των γνωστών Ελλήνων φωτογράφων Nelly’s, Βούλας Παπαϊωάννου, Περικλή Παπαχατζηδάκη, Δημήτρη Χαρισιάδη, Νικόλαου Ρίζου, Νικόλαου Τομπάζη.
Κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του, διάφορα έργα τέχνης, συλλογές αλλά και κτίρια έχουν δωρηθεί στο μουσείο όπως η έπαυλη Κουλούρα στο Φάληρο που πρόκειται να φιλοξενήσει το Μουσείο παιγνιδιών.
Πρόσφατα το μουσείο άνοιξε νέα παραρτήματα το Κτίριο της Οδού Πειραιώς που στεγάζει μεταξύ άλλων τα αρχεία Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής, το νέο Μουσείο Ισλαμικής Τέχνης, την πινακοθήκη Νίκου Χατζηκυριάκου Γκίκα και την οικία της Πηνελόπης Δέλτα στην Κηφισιά που αποτελεί την έδρα του ιστορικού Αρχείου του Iδρύματος Μπενάκη.
Δραστηριότητες του μουσείου
Είναι ο παλαιότερος μουσειακός οργανισμός που λειτουργεί στην Ελλάδα ως Ίδρυμα Ιδιωτικού Δικαίου. Το μουσείο πραγματοποιεί πολλές περιοδικές εκθέσεις σε συνεργασία με Ελληνικά αλλά και ξένα μουσεία. Στους χώρους του, επίσης, λειτουργεί εργαστήριο αποκατάστασης και συντήρησης έργων τέχνης, κυλικείο και πωλητήριο. Εκτός από τις εκθέσεις, το μουσείο έχει προχωρήσει και σε σειρά εκδόσεων.
Η Α' Μαραθώνια Πορεία Ειρήνης, ένα ιστορικό ορόσημο
Η Α' Μαραθώνια Πορεία Ειρήνης, ένα ιστορικό ορόσημο
Σαν σήμερα, πριν από 54 χρόνια, γραφόταν μια λαμπρή σελίδα στην ιστορία του ελληνικού κινήματος ειρήνης με την πραγματοποίηση της πρώτης Μαραθώνιας Πορείας, της οποίας ηγήθηκε ο θαρραλέος αγωνιστής Γρηγόρης Λαμπράκης, αντιπρόεδρος της ΕΕΔΥΕ, βουλευτής της Αριστεράς στην Α' Πειραιά (συνεργαζόμενος με την ΕΔΑ), πολυβαλκανιονίκης και υφηγητής της Ιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Πηγή έμπνευσης για την Α' Μαραθώνια Πορεία Ειρήνης ήταν η πορεία από το Ολντερμάστον στο Λονδίνο (80 χιλιόμετρα) του βρετανικού κινήματος «Εκστρατεία για τον Πυρηνικό Αφοπλισμό» (CND), στην οποία το 1961 είχε πάρει μέρος ο συντάκτης του περιοδικού Γιάννης Θεοδωράκης «Δρόμοι της Ειρήνης» και το 1962 ο αρχισυντάκτης του ίδιου περιοδικού Μάρκος Δραγούμης.
Στο μεταξύ, είχε πάρει μεγάλη ανάπτυξη στην Ελλάδα το κίνημα της νεολαίας, με συνθήματα το 1-1-4 και το «15% για την Παιδεία», το οποίο πρωτοστατούσε και στον γενικότερο αγώνα για την ειρήνη και τη δημοκρατία.
Στην πορεία Ολντερμάστον - Λονδίνο (βλέπε φωτό) του 1963 (12-14 Απριλίου) είχε πάρει μέρος και ο ίδιος ο Λαμπράκης, μαζί με τους Μανώλη Γλέζο, Λεωνίδα Κύρκο, Σπύρο Λιναρδάτο και την Μπέτυ Αμπατιέλου, καθώς και με πολλούς Έλληνες και Κύπριους του Λονδίνου, μεταξύ των οποίων ο γνωστός Κύπριος ποιητής Τεύκρος Ανθίας, ο οποίος είχε έρθει να πορευτεί και από τον Μαραθώνα, συνοδεύοντας τον Λαμπράκη κατά την επιστροφή του από το Λονδίνο.
Ο Γρ. Λαμπράκης είχε φέρει από το Ολντερμάστον και το -πασίγνωστο πλέον- πανό που κρατούσε σ' όλη τη διάρκεια της τετραήμερης πορείας, με τη λέξη ΕΛΛΑΣ στη μία πλευρά και GREECE στην άλλη.
Με το πανό αυτό στα χέρια του, ο Γρ. Λαμπράκης κατέβηκε τα σκαλιά του Τύμβου του Μαραθώνα, ώρα 8 το πρωί της 21ης Απριλίου 1963, για να ξεκινήσει την πορεία του προς την Αθήνα.
Ξεκίνησε, λοιπόν, τον Μαραθώνιό του ο Γρ. Λαμπράκης, διασπώντας τον πρωτοφανή αστυνομικό κλοιό. Μετά τη διασταύρωση της Ραφήνας απέκτησε και τρεις συνοδοιπόρους, απλούς αγωνιστές, τους Παντελή Γούτη, Ανδρέα Μαμμωνά και Μπάμπη Παπαδόπουλο. Εννοείται ότι τον συνόδευε διαρκώς ισχυρή αστυνομική δύναμη και πολλοί δημοσιογράφοι.
Απαγορευμένη πορεία
Η πορεία είχε απαγορευτεί από την τότε κυβέρνηση Καραμανλή, η οποία είχε συλλάβει και απελάσει και τους Βρετανούς αγωνιστές της ειρήνης που είχαν έρθει στην Αθήνα για να συμπαρασταθούν και να συμπορευτούν. Ανάμεσά τους και ο Πατ Ποτλ, γραμματέας του νομπελίστα φιλοσόφου και ηγέτη του διεθνούς αντιπυρηνικού κινήματος Μπέρτραντ Ράσσελ.
Αντιλαμβάνεται κανείς μέσα σε ποιο κλίμα οργανώνεται η πορεία του Μαραθώνα. Η αντικομμουνιστική υστερία είχε φτάσει στο κατακόρυφο, αλλά οι οργανωτές δεν είχαν πτοηθεί ούτε στιγμή, ιδιαίτερα οι νέοι που τότε στελέχωναν την Κίνηση Νέων «Μπέρτραντ Ράσσελ» για την Ειρήνη και τον Αφοπλισμό, που είχε πρόεδρο τον Μιχάλη Περιστεράκη γεν. γραμματέα τον Νίκο Κιάο.
Επέμεναν -λοιπόν- οι οργανωτές στην πραγματοποίηση της πορείας που στις συνθήκες εκείνης της εποχής ήταν μια μεγάλη πράξη πολιτικής ανυπακοής στην κυβερνητική απαγόρευση, στην αντικομμουνιστική υστερία και στην τρομοκρατία.
Απύραυλη Βαλκανική
Ταυτόχρονα, ήταν ένα ισχυρό μήνυμα υπέρ της ειρήνης στα Βαλκάνια, όπου τότε η Ελλάδα αποτελούσε σημαντικό πιόνι στη σκακιέρα του «ψυχρού πολέμου», καθώς το επίσημο δόγμα της εξωτερικής της πολιτικής ήταν ο «από Βορρά κίνδυνος». Γι' αυτό και ανάμεσα στα κύρια συνθήματα της Μαραθώνιας Πορείας ήταν η απομάκρυνση των αμερικανικών βάσεων από την Ελλάδα και η δημιουργία απύραυλης Βαλκανικής, αιτήματα που κυριάρχησαν και στη μεταδικτατορική περίοδο, μέχρι τη λήξη του ψυχρού πολέμου.
Βεβαίως, ανάμεσα στα κύρια αιτήματα της πορείας ήταν και η δημοκρατία, ο τερματισμός του ολέθριου ανταγωνισμού των εξοπλισμών, η υπεράσπιση της ανεξαρτησίας της Κύπρου και του δικαιώματος του λαού της στην αυτοδιάθεση.
Η πρώτη Μαραθώνια Πορεία Ειρήνης αποτέλεσε την αφορμή να εκδηλωθεί ένα ευρύ διεθνές κίνημα αλληλεγγύης με τους αγώνες του ελληνικού λαού για δημοκρατία, εθνική ανεξαρτησία και ειρήνη.
"Θα συλληφθεί και ο Ράσσελ"
Ο ίδιος (ο 90χρονος τότε) Μπέρτραντ Ράσσελ είχε δηλώσει ότι θα ερχόταν για να πορευτεί από τον Μαραθώνα, ώστε να διαμαρτυρηθεί εμπράκτως για την απαγόρευση της πορείας από την κυβέρνηση Καραμανλή. Και τι είχε απαντήσει ο τότε Σίμος Κεδίκογλου, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Αχ. Γεροκωστόπουλος στην ερώτηση τι θα έκανε η κυβέρνηση αν ερχόταν ο Ράσσελ. Είχε πει το αμίμητο «Θα συλληφθεί και ο Ράσσελ». Τελικά, ο Ράσσελ έστειλε τους αντιπροσώπους του (ανάμεσα τους και τον βουλευτή του Εργατικού Κόμματος Μάλκολμ Μακιμίλαν) και δεν ήρθε ο ίδιος. Έτσι, απέφυγε η τότε κυβέρνηση ακόμα έναν διασυρμό.
Τελικά, η πορεία είχε δύο κατευθύνσεις.
Άλλοι, με πρώτο τον Λαμπράκη, ξεκίνησαν από τον Τύμβο του Μαραθώνα. Άλλοι συγκεντρώθηκαν στους Αμπελόκηπους για να σπάσουν την απαγόρευση πορευόμενοι αντίστροφα, από την Αθήνα στον Μαραθώνα. Εκεί βρέθηκαν και οι Μ. Θεοδωράκης, Μιχ. Περιστεράκης, Μ. Αργυράκης, Αλέκος Αλεξανδράκης και Αλίκη Γεωργούλη, οι οποίοι και συνελήφθησαν. Εκεί και δύο από τους Βρετανούς αγωνιστές, οι Τσέιμπερς και Ποτλ, που δεν είχαν συλληφθεί και απελαθεί τις προηγούμενες μέρες. Έτσι μπόρεσαν να γράψουν για την πορεία στο διεθνή τύπο και να τροφοδοτήσουν με ειδήσεις τους ξένους ανταποκριτές για τα περιστατικά και τις συνθήκες πραγματοποίησής της. Ας σημειωθεί ότι η εφημερίδα του Βρετανικού κινήματος CND Peace News είχε τιτλοφορήσει ως εξής το σχετικό ρεπορτάζ: «Greece March Success», δηλαδή «Επιτυχία της ελληνικής πορείας».
Το Πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967
Το Πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967
Στρατιωτικό κίνημα, που εξερράγη τα ξημερώματα τις 21ης Απριλίου 1967, με επικεφαλής τον ταξίαρχο Στυλιανό Παττακό και τους συνταγματάρχες Γεώργιο Παπαδόπουλο και Νικόλαο Μακαρέζο. Κατέλυσε το δημοκρατικό πολίτευμα στην Ελλάδα και επέβαλλε μία στυγνή δικτατορία, που διήρκεσε επτά χρόνια.
Η χώρα την εποχή εκείνη βρισκόταν ουσιαστικά σε προεκλογική περίοδο. Οι εκλογές είχαν προκηρυχθεί για τις 28 Μαΐου και την εξουσία ασκούσε από τις 3 Απριλίου η ΕΡΕ, με πρωθυπουργό τον αρχηγό της Παναγιώτη Κανελλόπουλο, έχοντας τη συναίνεση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης Γεωργίου Παπανδρέου και του Βασιλιά Κωνσταντίνου. Γεγονός των ημερών ήταν η συναυλία των Rolling Stones στο γήπεδο του Παναθηναϊκού (17 Απριλίου), που όμως διαλύθηκε από την Αστυνομία, προς μεγάλη απογοήτευση των αθηναίων ροκάδων, που θα έβλεπαν ένα συγκρότημα - θρύλο στην ακμή της δημιουργικότητάς του.
Διάχυτη ήταν η πεποίθηση ότι τις επερχόμενες εκλογές θα κέρδιζε η Ένωση Κέντρου και θα επανερχόταν θριαμβευτικά στην εξουσία υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου. Πολλοί ήλπιζαν ότι θα ετίθετο ένα τέλος στη διετή πολιτική ανωμαλία, που έμεινε στην ελληνική ιστορία ως «Αποστασία» και σηματοδοτήθηκε με την παραίτηση του λαοπρόβλητου πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου (είχε λάβει το 52,2% στις εκλογές του 1964) στις 15 Ιουλίου 1965, μετά τη σύγκρουσή του με τον βασιλιά Κωνσταντίνο.
Στα δεξιότερα του πολιτικού φάσματος, ένα τμήμα της ΕΡΕ ζητούσε ένα «λοχία» για να σώσει τη χώρα από τον αναρχοκομμουνισμό. Για τη μετεμφυλιακή Δεξιά της προδικτατορικής περιόδου, κομμουνιστές ήταν εν ευρεία εννοια και οι κεντρώοι και οπωσδήποτε ο απρόβλεπτος Ανδρέας Παπανδρέου, που ήταν το ανερχόμενο αστέρι στην πολιτική σκηνή και εκινείτο αριστερότερα από το κόμμα του, την Ένωση Κέντρου.
Οι στρατηγοί, το Παλάτι, κάποιοι πολιτικοί της Δεξιάς και οι Αμερικανοί καλόβλεπαν μία μικρής διάρκειας συνταγματική εκτροπή, που θα επανέφερε την πολιτική κατάσταση στη σωστή ρότα, δηλαδή στην εναλλαγή στην εξουσία της Δεξιάς και ενός μετριοπαθούς Κέντρου. «Η Χούντα των Στρατηγών» έμεινε στα σχέδια, καθώς τους πρόλαβαν με το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου οι μικροί αξιωματικοί, με πρόσχημα τον κομμουνιστικό κίνδυνο. Τέτοια περίπτωση δεν διαφαινόταν στον ορίζοντα, καθώς η ΕΔΑ, που εκπροσωπούσε την κομμουνιστική Αριστερά (το ΚΚΕ ήταν εκτός νόμου), κινούνταν στο 11,80% των ψήφων στις εκλογές του 1964, σε σχέση με το 24,43% του 1958.
Πρέπει, όμως, να συνυπολογίσουμε ότι βρισκόμασταν 17 χρόνια από τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου και στην κορύφωση του Ψυχρού Πολέμου, όσον αφορά τον διεθνή περίγυρο. Ο στρατός ήταν πανίσχυρος, με παράδοση επεμβάσεων τον 20ο αιώνα, οι Αμερικανοί θεωρούσαν φέουδό τους την Ελλάδα, το δεξιό παρακράτος ήταν ισχυρό (Δολοφονία Λαμπράκη) και το Παλάτι ήταν ένας αυτόνομος πόλος εξουσίας, «που δεν βασίλευε, αλλά κυβερνούσε». Οι πολιτικοί που κυβέρνησαν αυτά τα 17 χρόνια (Πλαστήρας, Παπάγος, Καραμανλής και Παπανδρέου), ασχολήθηκαν κυρίως με την ανοικοδόμηση της χώρας και την οικονομική ανάπτυξη, παρά με το «βάθεμα και το πλάτεμα» των δημοκρατικών θεσμών και την εξάλειψη των μνημών του Εμφυλίου.
Το πραξικόπημα, «Επανάσταση» για τους θιασώτες του, εκδηλώθηκε τις πρώτες πρωινές ώρες της 21ης Απριλίου. Λίγες ώρες πριν, είχε ολοκληρωθεί η συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου και τα μέλη του αποχώρησαν για τα σπίτια τους, χωρίς να έχουν ιδέα για το τι θα επακολουθούσε. Ανάμεσά τους και ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας, Παναγιώτης Παπαληγούρας.
Η τριάδα των Παπαδόπουλου, Παττακού και Μακαρέζου, μπορεί να ήταν άσοι στη συνωμοσία, αλλά εκμεταλλεύτηκαν τον βαθύ ύπνο των δημοκρατικών κυβερνήσεων και φρόντισαν να τοποθετήσουν στις πιο νευραλγικές θέσεις του στρατεύματος ανθρώπους μυημένους στα σχέδιά τους. Τους βοήθησε, επίσης, το γεγονός ότι μέσα στην Αθήνα υπήρχαν μεγάλες μάχιμες μονάδες, όπως το Κέντρο Εκπαιδεύσεως Τεθωρακισμένων, που βρισκόταν στη σημερινή Πολυτεχνειούπολη, με διοικητή τον ταξίαρχο Παττακό.
21 Απριλίου 1967: Τα τανκς της χούντας στους δρόμους της ΑθήναςΑπό εκεί βγήκαν τα πρώτα τανκς στις 2 τα ξημερώματα, για να καταλάβουν όλα τα στρατηγικά σημεία της πρωτεύουσας (Βουλή, Υπουργεία, ΕΙΡ, ΟΤΕ, Ανάκτορα). Την ίδια ώρα, ο συνταγματάρχης Ιωάννης Λαδάς εξαπέλυε πιστές στο κίνημα δυνάμεις για να συλλάβουν το σύνολο της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας. Οι πραξικοπηματίες έβαλαν σε εφαρμογή το ΝΑΤΟικό σχέδιο «Προμηθεύς», για την αντιμετώπιση του κομμουνιστικού κινδύνου, με αποτέλεσμα να κινηθούν όλες οι στρατιωτικές μονάδες της Αττικής. Μεγάλη ήταν η συμβολή του διοικητή της Σχολής Ευελπίδων, Δημήτρη Ιωαννίδη, ο οποίος κινητοποίησε το τάγμα της σχολής και τη Στρατιωτική Αστυνομία (ΕΣΑ).
Μία από τις πρώτες ενέργειες των συνωμοτών ήταν να συλλάβουν τον αρχηγό του ΓΕΣ αντιστράτηγο Σπαντιδάκη και να τον αντικαταστήσουν με τον ομοιόβαθμό του Οδυσσέα Αγγελή, που ήταν μυημένος στο κίνημα. Ο νέος αρχηγός του Στρατού έδωσε εντολή σε όλους του μεγάλους στρατιωτικούς σχηματισμούς να εφαρμόσουν το σχέδιο «Προμηθεύς» κι έτσι να εξασφαλισθεί η υπακοή του στρατεύματος σε όλη τη χώρα.
Η μοναδική ενέργεια για να αντιμετωπιστεί εγκαίρως το πραξικόπημα έγινε από την πλευρά του Υπουργού Δημόσιας Τάξης, Γεωργίου Ράλλη, ο οποίος προσπάθησε να επικοινωνήσει με τον ταξίαρχο Ορέστη Βιδάλη για να κινητοποιήσει το Γ' Σώμα Στρατού στη Θεσσαλονίκη. Δεν πρόλαβε, αφού το σχέδιο «Προμηθεύς» είχε ήδη τεθεί σε εφαρμογή, με αποτέλεσμα ο ταξίαρχος Βιδάλης να μην λάβει ποτέ το σήμα του Γεωργίου Ράλλη.
Ο αιφνιδιασμός ήταν πλήρης και στις 3:30 τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου το στρατιωτικό κίνημα είχε επικρατήσει και μάλιστα αναίμακτα. Νωρίς το πρωί, το ραδιόφωνο ΕΙΡ έπαιζε εμβατήρια και δημοτικά άσματα και οι αγουροξυπνημένοι Έλληνες άκουγαν τα πρώτα «Αποφασίζομεν και Διατάζομεν» των δικτατόρων, που ήταν η απαγόρευση των συγκεντρώσεων άνω των τριών ατόμων. Με συντακτική πράξη κατά τη διάρκεια της ημέρας ανεστάλησαν οι διατάξεις του Συντάγματος και ματαιώθηκαν οι εκλογές της 28ης Μαΐου 1967.
Αιφνιδιασμένοι από τις εξελίξεις φαίνεται να ήταν και οι Αμερικανοί, που δεν περίμεναν την κίνηση του Παπαδόπουλου. Τον πρεσβευτή των ΗΠΑ στην Αθήνα Φίλιπ Τάλμποτ ξύπνησε ο ανιψιός του πρωθυπουργού Κανελλόπουλου, Διονύσης Λιβανός, και του ανακοίνωσε την είδηση. Όταν μετά από λίγες μέρες ο Τάλμποτ είπε στο σταθμάρχη της CIA στην Αθήνα, Τζακ Μέρι, ότι το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου ήταν ο βιασμός της Ελληνικής Δημοκρατίας, αυτός του απάντησε κυνικά: «Μα, πως είναι δυνατόν να βιάσεις μία πόρνη;..»
H ορκομωσια της κυβέρνησης Κωνσταντίνου ΚόλλιαΜόνο δύο πρωινές εφημερίδες πρόλαβαν να περιλάβουν στην ύλη τους την εκδήλωση του πραξικοπήματος. Η «Καθημερινή» στην πρώτη της σελίδα είχε ένα μονόστηλο με τίτλο «Την 2αν πρωινήν εξερράγη στρατιωτικόν κίνημα. Συνελήφθησαν πολιτικοί άνδρες», ενώ η «Αυγή» πάνω από τον τίτλο της έγραφε: «Συνελήφθησαν από στρατιωτικούς οι Μ. Γλέζος, Λ. Κύρκος, Α. Παπανδρέου. Ασυνήθιστες κινήσεις στρατιωτικών και αστυνομικών δυνάμεων».
Στις 7 το πρωί, η ηγεσία των πραξικοπηματιών επισκέφθηκε στα Ανάκτορα του Τατοΐου τον Κωνσταντίνο και του ζήτησε να ορκίσει την κυβέρνησή τους. Η περιοχή ήταν περικυκλωμένη από τανκς για να μην υπάρξει περίπτωση δυναμικής αντίδρασης από τον άνακτα. Ο βασιλιάς, παρά την προτροπή του συλληφθέντα πρωθυπουργού Παναγιώτη Κανελλόπουλου να αντισταθεί, συμβιβάστηκε μαζί τους «για να μην χυθεί αίμα ελληνικό» και αργά το απόγευμα όρκισε την κυβέρνηση, με πρωθυπουργό τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνο Κόλλια. Επρόκειτο βέβαια για πρωθυπουργό - μαριονέτα, αφού τα νήματα κινούσε ο ισχυρός άνδρας του κινήματος, συνταγματάρχης Γεώργιος Παπαδόπουλος. Ο συλληφθείς και αποπεμφθείς αρχηγός του ΓΕΣ Γρηγόριος Σπαντιδάκης, άνθρωπος του βασιλιά, όπως και ο Κόλλιας, προσχώρησε στους κινηματίες και ανέλαβε Υπουργός Εθνικής Άμυνας.
Την ίδια μέρα άρχισαν και οι συλλήψεις απλών πολιτών, ενώ είχαμε και τα πρώτα θύματα. Τα όργανα της Χούντας δολοφονούν στον Ιππόδρομο, που είχε μετατραπεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, το στέλεχος της ΕΔΑ Παναγιώτη Ελή, ενώ ένας στρατιώτης πυροβολεί τη νεαρή Αθηναία Μαρία Καλαυρά, γιατί δεν υπάκουσε στις διαταγές του. Δέκα ημέρες αργότερα, η Χούντα ανακοίνωσε ότι οι συλληφθέντες ανέρχονταν σε 6509 άτομα, στη συντριπτική τους πλειονότητα αριστερών πεποιθήσεων.
Η Ελλάδα από την 21η Απριλίου 1967 μπήκε στο «γύψο», κατά την έκφραση του Παπαδόπουλου, για 7 χρόνια, 3 μήνες και 3 μέρες. Η Δικτατορία κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος στις 23 Ιουλίου 1974, μετά το εγκληματικό πραξικόπημα στην Κύπρο και την τουρκική εισβολή στη Μεγαλόνησο. Η κατάργηση των στοιχειωδών ελευθεριών, οι φυλακές, οι εξορίες και τα βασανιστήρια, οι δολοφονίες των αντιπάλων του καθεστώτος, ο πνευματικός και πολιτιστικός μεσαίωνας, αλλά και η Κυπριακή τραγωδία, καταγράφουν τη Χούντα των Συνταγματαρχών ως μία από τις μελανότερες στιγμές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας.
Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897
Ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897
Πολεμική αναμέτρηση μεταξύ του Βασιλείου της Ελλάδας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με αφορμή το Κρητικό Ζήτημα. Η πρώτη τουφεκιά έπεσε στις 6 Απριλίου 1897 και οι πολεμικές συγκρούσεις τερματίστηκαν στις 8 Μαΐου του ίδιου χρόνου με ήττα της Ελλάδας.
Στις αρχές του 1896 την Ελλάδα κυβερνούσε ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης, πολιτικός με δημαγωγικές τάσεις. Εκτός από τα μεγάλα και δυσεπίλυτα οικονομικά προβλήματα, είχε να αντιμετωπίσει και την κατάσταση στην Κρήτη, που βρισκόταν τότε υπό οθωμανικό ζυγό. Η διακυβέρνηση της μεγαλονήσου από τον ελληνικής καταγωγής Καραθεοδωρή Πασά είχε στεφθεί από αποτυχία. Τα φιλελεύθερο και φιλοδίκαιο πνεύμα του εξόργισε τους Τουρκοκρητικούς, οι οποίοι αποφάσισαν να καταστήσουν αδύνατη την περαιτέρω παραμονή του στο νησί. Ταραχές εξερράγησαν και δολοφονίες χριστιανών προκρίτων σημειώθηκαν, όχι κάτι ασυνήθιστο στη μακραίωνα διαβίωση μουσουλμάνων και χριστιανών στην Κρήτη.
Τον Καραθεοδωρή Πασά διαδέχθηκε ο τουρκαλβανός Τουρχάν Πασάς, ο οποίος ούτε και αυτός έγινε αποδεκτός από τους ομοδόξους του. Με προτροπή των μεγάλων δυνάμεων, τη διοίκηση της Κρήτης ανέλαβε ο χριστιανός Γεώργιος Βέροβιτς, πρώην διοικητής της Σάμου. Η κατάσταση, όμως, παρέμεινε έκρυθμη και το αίμα έρεε άφθονο. Οι χριστιανοί Έλληνες, που αποτελούσαν το 80% των κατοίκων της Κρήτης, είχαν ξεσηκωθεί και ζητούσαν αυτονομία για το νησί τους.
Η Αγγλία, η Γαλλία, η Ρωσία, η Αυστρία και η Ιταλία έστειλαν από ένα πλοίο στην Κρήτη για την προστασία των υπηκόων τους. Το ίδιο ήθελε να πράξει και η Ελλάδα, αλλά εμποδίστηκε από τις πρεσβευτές των Μεγάλων Δυνάμεων στην Αθήνα. Πάντως, βοήθεια έφθανε από την Ελλάδα στην Κρήτη, χάρη στην ιδιωτική πρωτοβουλία και συγκεκριμένα την Εθνική Εταιρεία, μια μεγαλοϊδεατική οργάνωση, με βαθιές ρίζες στην ελίτ της αθηναϊκής κοινωνίας και της ελληνικής διασποράς.
Η ενέργεια αυτή προκάλεσε την αντίδραση του Σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ, ενώ από την πλευρά τους οι Μεγάλες Δυνάμεις προσπαθούσαν να τον πείσουν να δώσει μεγαλύτερα προνόμια στην Κρήτη. Ο Σουλτάνος δέχθηκε ο διοικητής της Κρήτης να είναι πάντοτε χριστιανός και να διορίζεται με τη σύμφωνη γνώμη των μεγάλων Δυνάμεων, αλλά την ίδια ώρα ενθάρρυνε τους Τουρκοκρητικούς να γίνονται καθημερινά προκλητικότεροι.
Αναχώρηση ελληνικών στρατευμάτων για την ΚρήτηΣτις 24 Ιανουαρίου 1897 οι μουσουλμάνοι προέβησαν σε σφαγές χριστιανών στα Χανιά. Ο Δηληγιάννης, ευρισκόμενος σε δύσκολη θέση και υπό την πίεση των λαϊκών αντιδράσεων, αναγκάσθηκε να στείλει στρατιωτικές δυνάμεις στην Κρήτη, γνωρίζοντας ότι αυτό θα αποτελούσε αιτία πολέμου για την Υψηλή Πύλη. Στολίσκος πολεμικών πλοίων κατευθύνθηκε στο νησί υπό τον βασιλόπαιδα Γεώργιο, ενώ ο συνταγματάρχης Τιμολέων Βάσσος με χίλιους άνδρες αποβιβάσθηκε στον όρμο του Κολυμπαρίου (δυτικά των Χανίων), με εντολή να καταλάβει την Κρήτη εν ονόματι του Βασιλιά Γεωργίου Α'.
Στις 7 Φεβρουαρίου είχε την πρώτη του επιτυχία, όταν κατανίκησε τετραπλάσια δύναμη τουρκοκρητών και οθωμανικών δυνάμεων. Στρατιωτικά αγήματα είχαν αποβιβάσει στο νησί και οι Μεγάλες Δυνάμεις, που απαγόρευσαν κάθε περαιτέρω επιθετική ενέργεια στον Βάσσο και τους άνδρες του. Με την παρουσία ελληνικών δυνάμεων στην Κρήτη, ο Σουλτάνος δεν είχε άλλη δυνατότητα, παρά να κηρύξει τον πόλεμο κατά της Ελλάδας. Το έπραξε στις 5 Απριλίου 1897.
Την εποχή εκείνη, η ελληνοτουρκική μεθόριος διέτρεχε τη γραμμή από την Άρτα έως τις νοτιοανατολικές προσβάσεις του Ολύμπου. Οι Οθωμανοί συγκέντρωσαν στρατιωτική δύναμη, αποτελούμενη από 121.500 άνδρες και 1.300 ιππείς, με αρχηγό τον Ετέμ Πασά και γερμανούς συμβούλους. Οι ελληνικές δυνάμεις παρέταξαν 54.000 άνδρες και 500 ιππείς, με επικεφαλής τον διάδοχο Κωνσταντίνο.
Η πρώτη εβδομάδα των πολεμικών επιχειρήσεων (6-11 Απριλίου) αναλώθηκε σε μάχη χαρακωμάτων κατά μήκος των Θεσσαλικών συνόρων. Στις 11 Απριλίου, ο Ετέμ Πασάς και οι άνδρες του εισήλθαν στο ελληνικό έδαφος από τα στενά της Μελούνας και διέσπασαν γρήγορα τις ελληνικές δυνάμεις στον Τύρναβο (12 Απριλίου). Οι έλληνες στρατιώτες υποχώρησαν άτακτα και συμπτύχθηκαν στα Φάρσαλα, όπου αντέταξαν νέα γραμμή άμυνας. Η Λάρισα αφέθηκε στην τύχη της και καταλήφθηκε από τους Τούρκους στις 13 Απριλίου, αφού προηγουμένως είχε εκκενωθεί από τους κατοίκους της. Την ίδια μέρα, τουρκική δύναμη κατευθύνθηκε στο Βελεστίνο, όπου αντιμετωπίστηκε από τον Συνταγματάρχη Σμολένσκη και την ταξιαρχία του.
Με πεσμένο το ηθικό, οι Έλληνες υπέστησαν και νέα ήττα στα Φάρσαλα, στις 24 Απριλίου, υποχωρώντας αυτή τη φορά με τάξη. Ο Σμολένσκης διατάχθηκε να εγκαταλείψει το Βελεστίνο και να μεταβεί με τις δυνάμεις του στον Δομοκό, όπου ο Έλληνες προετοίμαζαν νέα γραμμή άμυνας. Μάταια, όμως, αφού ο υπέρτερος τουρκικός στρατός πέτυχε μια ακόμη νίκη στις 5 Μαΐου, έχοντας πλέον ανοιχτό το δρόμο για την Αθήνα. Σε μια ύστατη προσπάθεια, ο Σμολένσκης, που αποδείχθηκε ο πιο αξιόπιστος στρατιωτικός, διατάχθηκε από τον Κωνσταντίνο να κρατήσει το πέρασμα στις Θερμοπύλες. Δεν χρειάστηκε, γιατί επενέβησαν οι Μεγάλες Δυνάμεις.
Μάχη στο ΒελεστίνοΟ τσάρος Νικόλαος Β', συγγενής εκ μητρός του έλληνα βασιλιά Γεωργίου Α', έπεισε τον Σουλτάνο να διατάξει κατάπαυση του πυρός. Το σχετικό πρωτόκολλο υπογράφτηκε στο χωριό Ταράτσα της Λαμίας στις 8 Μαΐου 1897, με τους Οθωμανούς να έχουν ανακαταλάβει όλη τη Θεσσαλία. Στο μέτωπο της Ηπείρου η ανακωχή έγινε μία μέρα νωρίτερα (7 Μαΐου 1897). Τα πράγματα εκεί είχαν εξελιχθεί καλύτερα για τον Ελληνικό Στρατό. Οι δυνάμεις του συνταγματάρχη Μάνου όχι μόνο κράτησαν στη γραμμή Άρτας - Πέτα, αλλά προήλασαν και μέσα στο τουρκικό έδαφος. Οι απώλειες για την ελληνική πλευρά ήταν 672 νεκροί, 2.383 τραυματίες και 252 αιχμάλωτοι και για την τουρκική 1.111 νεκροί, 3.238 τραυματίες και 15 αιχμάλωτοι.
Οι βασικότερες αιτίες για την εθνική ντροπή του 1897 ήταν η έλλειψη διορατικότητας από την πολιτική τάξη και το απαράσκευο του ελληνικού στρατού. Η κυβέρνηση Δηλιγιάννη, για να αντιμετωπίσει το οικονομικό πρόβλημα της χώρας, είχε περικόψει τις στρατιωτικές δαπάνες, ενώ ο κομματισμός βασίλευε στο στρατό, με την προαγωγή στις ανώτερες θέσεις ανίκανων αξιωματικών.
Ο στρατηγός και μετέπειτα δικτάτωρ Θεόδωρος Πάγκαλος χαρακτηρίζει στα Απομνημονεύματά του «ένοπλο συρφετό» το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα και αναφέρει σχετικά: «Η κατάστασις του στρατού μας ήτο οικτρά… Τα στελέχη του πεζικού, εκτός ολίγων, ήσαν τελείως αμαθή και ανίκανα. Η μεγίστη πλειοψηφία των ανωτέρων αξιωματικών απετελείτο από αγαθούς τύπους, των οποίων η στρατιωτική μόρφωσις περιωρίζετο εις την τακτικήν της καταδιώξεως, ληστών, φυγοδίκων και ζωοκλεπτών… Αυτός ήτο στρατός, διά του οποίου η ανεκδιήγητος εκείνη κυβέρνησις ενόμιζεν ότι θα νικήση την Τουρκική Αυτοκρατορία…».
Το οριστικό τέλος του ελληνοτουρκικού πολέμου γράφτηκε στις 22 Νοεμβρίου 1897 στην Κωνσταντινούπολη, με καταρρακωμένο το γόητρο της χώρας και την υπερηφάνεια των Ελλήνων. Ο Θεόδωρος Δηληγιάννης είχε παραιτηθεί υπό το βάρος της ήττας και τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης υπέγραψε ο Αλέξανδρος Ζαΐμης. Με τη συμφωνία, που επεξεργάστηκαν οι Μεγάλες Δυνάμεις, οι εδαφικές απώλειες για την Ελλάδα ήταν μικρές, αφού επανέκτησε τη Θεσσαλία, την οποία είχε χάσει στο πεδίο της μάχης.
Όμως, η Ελλάδα των τόσων οικονομικών προβλημάτων και του τρικούπειου «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν!» υποχρεώθηκε να καταβάλει μια υπέρογκη αποζημίωση στην Τουρκία (4.000.000 τουρκικές λίρες), ως πολεμική επανόρθωση. Αναγκάσθηκε να λάβει ένα ακόμη δάνειο και προκειμένου να ξεπληρώσει το δυσβάστακτο χρέος της τέθηκε υπό Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο. Αυτό είχε ως συνέπεια να εκχωρήσει πηγές των δημοσίων εσόδων στους πιστωτές της και να δημιουργηθούν έτσι τα περίφημα μονοπώλια στο τσιγαρόχαρτο, το αλάτι, το πετρέλαιο, τον καπνό, τα σπίρτα και τα τραπουλόχαρτα, που θα διατηρηθούν μέχρι την είσοδο της χώρας μας στην ΕΟΚ το 1981.
Το θετικό για τις εθνικές διεκδικήσεις ήταν η αποχώρηση των Οθωμανών από την Κρήτη, η οποία απέκτησε την αυτονομία της (1898), πρώτο στάδιο για την ενσωμάτωσή της στην Ελλάδα (1913). Η εθνική οργή θα απαλυνθεί με τον καιρό, η φτωχή Ελλάδα γρήγορα θα σηκώσει κεφάλι και 15 χρόνια αργότερα θα γραφτεί το έπος των Βαλκανικών Πολέμων του 1912-1913.
Περισσότερα Άρθρα...
- Μάνος Χατζιδάκης, βραβείο όσκαρ το 1961, για τη μουσική του θρυλικού τραγουδιού "Τα παιδιά του Πειραιά" που ακούγεται στο "Ποτέ την Κυριακή" του Ζυλ Ντασσέν
- Μεγάλο Σάββατο, ο Θεάνθρωπος Χριστός ολοκληρώνει το έργο της Θείας Οικονομίας, που είναι η ανάσταση όλης της Δημιουργίας και όλων των ανθρώπων
- Μεγάλη Παρασκευή και διάφορες συνήθειες ανά περιοχή στην Ελλάδα
- Τιτανικός, το "αβύθιστο" πλοίο που χάθηκε στο παρθενικό του ταξίδι