Άρθρα
Εργατική Πρωτομαγιά, ετήσια γιορτή με παγκόσμιο χαρακτήρα
Εργατική Πρωτομαγιά
Η Εργατική Πρωτομαγιά είναι μια ετήσια γιορτή, με παγκόσμιο χαρακτήρα των ανθρώπων της μισθωτής εργασίας. Με συγκεντρώσεις και πορείες, η εργατική τάξη βρίσκει την ευκαιρία να προβάλει τα κοινωνικά και οικονομικά της επιτεύγματα και να καθορίσει το διεκδικητικό της πλαίσιο για το μέλλον. Η Πρωτομαγιά είναι απεργία και όχι αργία, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα, αλλά και σε πολλές χώρες του κόσμου.
Η Πρωτομαγιά, ως εργατική γιορτή, καθιερώθηκε στις 20 Ιουλίου 1889, κατά τη διάρκεια του ιδρυτικού συνεδρίου της Δεύτερης Διεθνούς (Σοσιαλιστικής Διεθνούς) στο Παρίσι, σε ανάμνηση του ξεσηκωμού των εργατών του Σικάγου την 1η Μαΐου 1886, που διεκδικούσαν το οκτάωρο και καλύτερες συνθήκες εργασίας. Κατέληξε σε αιματοχυσία λίγες μέρες αργότερα, με την επέμβαση της αστυνομίας και των μπράβων της εργοδοσίας.
Τα γεγονότα του Σικάγου
Τα εργατικά συνδικάτα των ΗΠΑ αποφάσισαν την έναρξη απεργιακών κινητοποιήσεων την 1η Μαΐου 1886 για το οκτάωρο, ωθούμενα από τις επιτυχημένες διεκδικήσεις των καναδών συντρόφων τους. Την περίοδο εκείνη το κανονιστικό πλαίσιο εργασίας στις ΗΠΑ ήταν σχεδόν ανύπαρκτο και οι εργοδότες μπορούσαν να απασχολούν το προσωπικό τους κατά το δοκούν, ακόμη και τις Κυριακές.
Στην απεργία πήραν μέρος περίπου 350.000 εργάτες σε 1.200 εργοστάσια των ΗΠΑ. Την Πρωτομαγιά του 1886 έγινε στο Σικάγο η πιο μαχητική πορεία, με τη συμμετοχή 90.000 ανθρώπων. Στην κεφαλή της πορείας ήταν ο αναρχοσυνδικαλιστής Άλμπερτ Πάρσονς, η γυναίκα του Λούσι και τα επτά παιδιά τους.
Το πρώτο αίμα χύθηκε δύο ημέρες αργότερα έξω από το εργοστάσιο ΜακΚόρμικ στο Σικάγο. Απεργοσπάστες προσπάθησαν να διασπάσουν τον απεργιακό κλοιό και ακολούθησε συμπλοκή. Η Αστυνομία και οι μπράβοι της επιχείρησης επενέβησαν δυναμικά. Σκότωσαν τέσσερις απεργούς και τραυμάτισε πολλούς, προκαλώντας οργή στην εργατική τάξη της πόλης.
Την επομένη αποφασίστηκε συλλαλητήριο καταδίκης της αστυνομικής βίας στην Πλατεία Χεϊμάρκετ, με πρωτοστατούντες τους αναρχικούς. Η συγκέντρωση ήταν πολυπληθής και ειρηνική. Το κακό, όμως, δεν άργησε να γίνει. Οι αστυνομικές δυνάμεις πήραν εντολή να διαλύσουν δια της βίας τη συγκέντρωση και τότε από το πλήθος των απωθούμενων διαδηλωτών ρίφθηκε μια χειροβομβίδα προς το μέρος τους, η οποία εξερράγη, σκοτώνοντας έναν αστυνομικό και τραυματίζοντας δεκάδες. Η αστυνομία άνοιξε πυρ κατά βούληση κατά των συγκεντρωμένων, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν τουλάχιστον τέσσερις διαδηλωτές και να τραυματιστεί απροσδιόριστος αριθμός, ενώ έξι αστυνομικοί έχασαν τη ζωή τους από πυρά (φίλια ή των διαδηλωτών παραμένει ανεξακρίβωτο), ανεβάζοντας τον αριθμό τους σε επτά.
Για τη βομβιστική επίθεση, που προκάλεσε τον θάνατο του αστυνομικού, κατηγορήθηκαν οι αναρχοσυνδικαλιστές Άουγκουστ Σπις, Γκέοργκ Έγκελ, Άντολφ Φίσερ, Λούις Λινγκ, Μίκαελ Σβαμπ, Σάμουελ Φίλντεν, Όσκαρ Νίμπι και Άλμπερτ Πάρσονς, που ήταν από τους οργανωτές της διαδήλωσης. Όλοι, εκτός του Πάρσονς και του Φίλντεν, ήταν γερμανοί μετανάστες. Η δίκη των οκτώ ξεκίνησε στις 21 Ιουνίου 1886. Ο εισαγγελέας Τζούλιους Γκρίνελ ζήτησε τη θανατική ποινή και για τους οκτώ κατηγορουμένους, χωρίς να προσκομίσει κανένα στοιχείο που να τους συνδέει με τη βομβιστική επίθεση. Απλώς, είπε ότι οι κατηγορούμενοι ενθάρρυναν με τους λόγους τους τον άγνωστο βομβιστή να πραγματοποιήσει την αποτρόπαια πράξη του, γι' αυτό κρίνονται ένοχοι συνωμοσίας.
Από την πλευρά της, η υπεράσπιση έκανε λόγο για προβοκάτσια και συνέδεσε τη βομβιστική επίθεση με το διαβόητο πρακτορείο ντετέκτιβ «Πίνκερτον», που συχνά χρησιμοποιούσαν οι εργοδότες ως απεργοσπαστικό μηχανισμό. Οι ένορκοι εξέδωσαν την ετυμηγορία τους στις 20 Αυγούστου 1886 κι έκριναν ενόχους και τους οκτώ κατηγορούμενους. Οι Σπις, Έγκελ, Φίσερ, Λινγκ, Σβαμπ, Φίλντεν και Πάρσονς καταδικάστηκαν σε θάνατο, ενώ ο Νίμπι σε κάθειρξη 15 ετών. Μετά την εξάντληση και του τελευταίου ενδίκου μέσου, ο κυβερνήτης της Πολιτείας του Ιλινόις, Ρίτσαρντ Όγκλεσμπι, μετέτρεψε σε ισόβια τις θανατικές ποινές των Σβαμπ και Φίλντεν, ενώ ο Λιγκ αυτοκτόνησε στο κελί του. Έτσι, στις 11 Νοεμβρίου 1887 οι Σπις, Πάρσονς, Φίσερ και Έγκελ οδηγήθηκαν στην αγχόνη, τραγουδώντας τη «Μασσαλιώτιδα». Η δίκη των οκτώ θεωρείται από διαπρεπείς αμερικανούς νομικούς ως μία από τις σοβαρότερες υποθέσεις κακοδικίας στην ιστορία των ΗΠΑ.
Στις 26 Ιουνίου 1893 ο κυβερνήτης του Ιλινόις, Τζον Πίτερ Άλτγκελντ παραδέχθηκε ότι και οι οκτώ καταδικασθέντες ήταν αθώοι και κατηγόρησε τις αρχές του Σικάγου ότι άφησαν ανεξέλεγκτους τους ανθρώπους του «Πίνκερτον». Ως μια ύστατη πράξη δικαίωσης έδωσε χάρη στους φυλακισμένους Φίλντεν, Νίμπε και Σβαμπ. Αυτό ήταν και το πολιτικό του τέλος. Αργότερα, ο επικεφαλής της αστυνομίας του Σικάγου, που έδωσε την εντολή για τη διάλυση της συγκέντρωσης, καταδικάσθηκε για διαφθορά. Μέχρι σήμερα παραμένει ανεξακρίβωτο ποιος ήταν ο δράστης της βομβιστικής επίθεσης.
Η Εργατική Πρωτομαγιά στην Ελλάδα
Στη χώρα μας, ο πρώτος εορτασμός της Εργατικής Πρωτομαγιάς έγινε το 1893, στην Αθήνα, με πρωτοβουλία του Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου του Σταύρου Καλλέργη. Η 1η Μαΐου ήταν Σάββατο και εργάσιμη. Έτσι, επελέγη η Κυριακή 2 Μαΐου, για να έχει η γιορτή μαζικό χαρακτήρα.
Σύμφωνα με την εφημερίδα «Σοσιαλιστής», που εξέδιδε ο Καλλέργης, στις 5 το απόγευμα της Κυριακής συγκεντρώθηκαν στο Στάδιο πάνω από 2.000 σοσιαλιστές και εργαζόμενοι. Η «Εφημερίς» τους υπολόγισε μόνο σε 200 και σημείωνε σε άρθρο της: «Οι πλείστοι εξ αυτών ήσαν εργάται, ευπρεπώς κατά το πλείστον ενδεδυμένοι, με ερυθράς κονκάρδας επί της κομβιοδόχης, και πολύ ήσυχοι άνθρωποι. Αυτοί είναι οι πρώτοι σοσιαλισταί εν Ελλάδι, και συνήλθον χθες εις το πρώτον αυτών εν Αθήναις συλλαλητήριον».
Οι συγκεντρωμένοι ενέκριναν ψήφισμα το οποίο είχε ως εξής:
«Συνελθόντες σήμερον την 2 Μαΐου, ημέραν Κυριακήν και ώραν 5 μ.μ. εν τω Αρχαίω Σταδίω, οι κάτωθι υπογεγραμμένοι μέλη του Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου» και υπό μισθόν πάσχοντες εψηφίσαμεν:
Α) Την Κυριακήν να κλείωσι τα καταστήματα, καθ' όλην την ημέραν, και οι πολίται ν' αναπαύωνται.
Β) Οι εργάται να εργάζωνται 8 ώρας την ημέραν.
Γ) Ν' απονέμηται σύνταξις εις τους εκ της εργασίας παθόντας και καταστάντας ανικάνους προς διατήρησιν εαυτών και της οικογενείας των.
Δ) Το συμβούλιον του «Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου» να επιδώση το ψήφισμα εις την Βουλήν.»
Το ψήφισμα επεδόθη, τελικά, στον Πρόεδρο της Βουλής την 1η Δεκεμβρίου 1893 από τον Σταύρο Καλλέργη. Ο πρωτοπόρος σοσιαλιστής ανήλθε στη συνέχεια στο δημοσιογραφικό θεωρείο και περίμενε με ανυπομονησία από τον Πρόεδρο της Βουλής να το εκφωνήσει. Αυτός κωλυσιεργούσε και «ησχολείτο εις την ανάγνωσιν ετέρων αναφορών προερχομένων εκ διαφόρων προσώπων και πραγματευομένων κατά το μάλλον και ήττον περί ανέμων και υδάτων», όπως έγραψε στον «Σοσιαλιστή».
Ο Καλλέργης διαμαρτυρήθηκε μεγαλοφώνως και με εντολή του Προέδρου συνελήφθη για διατάραξη της συνεδρίασης. Οι στρατιώτες της φρουράς, αφού τον κτύπησαν με τα κοντάκια των όπλων τους, τον μετέφεραν στο αστυνομικό τμήμα, όπου παρέμεινε επί διήμερο. Στις 9 Δεκεμβρίου 1983 δικάστηκε και καταδικάστηκε σε φυλάκιση 10 ημερών, τις οποίες εξέτισε στις φυλακές του Παλαιού Στρατώνα. Με τον περιπετειώδη αυτό τρόπο έληξε και τυπικά ο πρώτος εορτασμός της Εργατικής Πρωτομαγιάς στην Ελλάδα.
Σαν σήμερα, η εκλογή Χριστόδουλου για τη θέση Αρχιεπισκόπου
Σαν σήμερα 28 Απριλίου 1998
η εκλογή Χριστόδουλου για τη θέση Αρχιεπισκόπου
'Ηταν o θρησκευτικός ηγέτης, που μίλησε την γλώσσα της νεολαίας, προκειμένου να τους πλησιάσει. "'Ελάτε στην Εκκλησία όπως είστε, με το τζην, με το σκουλαρίκι..." είχε πει χαρακτηριστικά, εκπλήσσοντας τον λαό που τον αγάπησε για την αμεσότητά του και τον λόγο του. 'Οταν μάλιστα άκουσε τους νέους να λένε "τον Χριστόδουλο τον πάω", έδωσε την απάντησή του στην ίδια γλώσσα: «Κι εγώ σας πάω» - Ο πύρινος λόγος του παραμένει επίκαιρος ακόμα και στις μέρες μας.
Ο Μακαριστός Χριστόδουλος, εξελέγη στις 28/4/1998 από την ιεραρχία, με μεγάλη πλειοψηφία, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, στη θέση του Μακαριστού Σεραφείμ.
27 Απριλίου 1941 ημέρα Κυριακή, ημέρα όπου τα πρώτα Γερμανικά στρατεύματα μπαίνουν στην Αθήνα
27 Απριλίου 1941 ημέρα Κυριακή
Η ημέρα όπου τα πρώτα Γερμανικά στρατεύματα μπαίνουν στην Αθήνα
Επιτροπή των αρχών της πόλεως δηλώνει στον επικεφαλής Γερμανό Αξιωματικό Χέρμαν φον Σέφεν στο καφενείο «Παρθενών» που βρισκόταν στην συμβολή Κηφισίας και Αλεξάνδρας στους Αμπελοκήπους (το σήμερινο κτίριο στο νούμερο 6 της οδού Κηφισίας), ότι η Αθήνα είναι ανοχύρωτη πόλη.
Ένας εύζωνας πέφτει από την Ακρόπολη για να μην παραδοθεί στους Ναζί.
Ο πνευματικός κόσμος πενθεί. Ο Βασίλης Τσιτσάνης εμπνέεται την “Συννεφιασμένη Κυριακή”, η Πηνελόπη Δέλτα γίνεται τραγική αυτόχειρας παίρνοντας δηλητήριο, ενώ είχαν ήδη προηγηθεί άλλες δύο απόπειρες αυτοκτονίας στο παρελθόν. Θα κηδευτεί στο κήπο του σπιτιού της, κατόπιν δικού της αιτήματος σε ιδιόχειρο σημείωμα με μια μικρή τελετή που τελεί ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος. Στον τάφο της θα χαραχτεί μόνο μια λέξη… ΣIΩΠH.
Ο Ραδιοφωνικός σταθμός Αθηνών δια στόματος Κώστα Σταυρόπουλου ανακοινώνει:
«Έλληνες, ύστερα από λίγα λεπτά ο ραδιοφωνικός μας σταθμός δεν θα είναι ελληνικός… αδέρφια ψηλά τις καρδιές…»
Η προσωρινή Γερμανική Διοίκηση εγκαθίσταται για λίγο στο ξενοδοχείο» Μεγάλη Βρετανία» ενώ γερμανικό απόσπασμα ανεβαίνει στην Ακρόπολη, και υπό τον λοχαγό Γιάκομπι και τον υπολοχαγό Έλσνιτς , υψώνει την Γερμανική Σημαία με το αγκυλωτό σταυρό. Η θέα της σημαίας με στην σβάστικα από το παράθυρο της Αρχιεπισκοπής είναι αβάσταχτη κάνοντας τον αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο να γράψει στο ημερολόγιο του, «είμαι περίλυπος μέχρι θανάτου».
Ο τότε αρχιεπίσκοπος αρνείται πεισματικά να τελέσει δοξολογία στην μητρόπολη για την άφιξη των Γερμανών σε αίτημα του τότε Δημάρχου Αθηναίων και διώχνει κακήν κακώς τον απεσταλμένο του.
Όταν ο εύζωνας έπεσε από την Ακρόπολη για να μην κατεβάσει την Ελληνική Σημαία.
Ένας εύζωνας πέφτει από την Ακρόπολη για να μην παραδοθεί στους Ναζί.
Ξημερώνει Κυριακή του Θωμά, όμως η Αθήνα δεν δείχνει να ασχολείται με τις γιορτές. Η πόλη είναι έρημη και όλα τα σπίτια και τα μαγαζιά κλειστά. Γιατί; Οι Γερμανοί έχουν εισβάλλει στην Αττική και είναι καθ’ οδό για την πρωτεύουσα.
Οι Αθηναίοι πραγματικά δεν ξέρουν πώς να αντιδράσουν και οι περισσότεροι αυτοβούλως αποφασίζουν να μείνουν μέσα στα σπίτια τους όχι μόνο να γα μην κινδυνεύσουν από τους Γερμανούς, αλλά κυρίως για να δείξουν στους κατακτητές πως δεν είναι ευπρόσδεκτοι.
Είναι λίγο μετά τις 8 το πρωί και οι Ναζί κατευθύνονται προς την Ακρόπολη προκειμένου να υψώσουν στον Ιερό Βράχο την ναζιστική τους σημαία που θα υποδηλώνει πως αυτός ο τόπος είναι υπό την κυριαρχία του Γ’ Ράιχ και των «ανώτερων» φυλετικά Γερμανών. Πάνω στην Ακρόπολη διαδραματίστηκαν ορισμένα γεγονότα που αγγίζουν τα όρια του μύθου (με την αρχαία αλλά και με την σύγχρονη ερμηνεία του όρου).
Λέγεται λοιπόν πως οι Ναζί στην Ακρόπολη βρήκαν έναν εύζωνα ονόματι Κωνσταντίνο Κουκίδη (ή Κουκκίδη) να φυλάει τον Ιερό Βράχο. Τον διέταξαν λοιπόν να υποστείλει την ελληνική σημαία, να την παραδώσει στους Γερμανούς και να υψώσει την ναζιστική. Αυτός βουρκωμένος και βουβός, κατεβάζει την γαλανόλευκη, διπλώνεται με αυτήν και τραγουδώντας τον εθνικό ύμνο πέφτει από τα τείχη, προκειμένου να μην παραδοθεί ο ίδιος, αλλά και να μην βρεθεί «ταπεινωμένο» το εθνικό σύμβολο στα χέρια του κατακτητή.
Υπάρχουν μαρτυρίες ανθρώπων οι οποίοι υποστηρίζουν πως το νέο διαδόθηκε γρήγορα στην κατακτημένη Αθήνα και πως ήταν αληθινό.(άσχετα αν κάποιοι αργότερα έγραψαν ότι ήταν μύθος)
Ο τότε Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος, στα απομνημονεύματά του, αναφέρει ότι: «Ο Έλλην φρουρός τής Ελληνικής σημαίας επί τής Ακροπόλεως, μή θελήσας νά παραστή μάρτυς τού θλιβερού θεάματος τής αναρτήσεως τής εχθρικής σημαίας, ώρμησεν εκ τής Ακροπόλεως κρημνισθείς καί εφονεύθη. Εκάθησα στό γραφείον μου περίλυπος μέχρι θανάτου καί δακρύων…».
Όπως επίσης στο γεγονός αναφέρεται και η βρετανική εφημερίδα «Daily Mail» σε δημοσίευμα με τίτλο «A Greek carries his flag to the death» (Ένας Έλληνας φέρει την σημαία του έως τον θάνατο) στις 9 Ιουνίου 1941. Στο άρθρο δηλώνεται: «Ο Κώστας Κουκίδης, Έλληνας στρατιώτης ο οποίος φρουρούσε το εθνικό σύμβολο των Ελλήνων πάνω στην Ακρόπολη, τυλιγμένος με την Γαλανόλευκη, εφόρμησε στο κενό και αυτοκτόνησε (27/4/1941)».
Επίσης και ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Cambridge, Νίκολας Χάμοντ και αξιωματικός Ειδικών Επιχειρήσεων Καΐρου στην Ελλάδα κατά την Κατοχή, αναφέρει πως: «Την 27ην Απριλίου 1941, λίγο προτού χαράξει, όλα ήσαν κλειστά. Τότε έμαθα ότι οι Γερμανοί διέταξαν τον φρουρό τής Ακροπόλεως να κατεβάσει το ελληνικό σύμβολο.
Πράγματι, εκείνος την υπέστειλε. Τυλίχθηκε με αυτήν και αυτοκτόνησε, πέφτοντας από τον βράχο…».
Ημέρα Ελευθερίας της Νότιου Αφρικής
Ημέρα Ελευθερίας της Νότιου Αφρικής
Ημέρα Ελευθερίας της Νότιου Αφρικής αργία γιορτάζεται στις 27 Απριλίου. Γιορτάζει την ελευθερία και τιμά την πρώτη μετά-απαρτχάιντ εκλογές που διεξήχθησαν εκείνη την ημέρα το 1994. Οι εκλογές ήταν οι πρώτες μη-φυλετικές εθνικές εκλογές, όπου ο καθένας από την ηλικία ψήφου άνω του 18 από κάθε ομάδα φυλής, συμπεριλαμβανομένων των αλλοδαπών κατοίκων, αφέθηκε να ψηφίσω. Προηγουμένως, υπό το καθεστώς του απαρτχάιντ, οι μη λευκοί είχε περιορίζεται μόνο δικαιώματα ψήφου.
Από την πρώτη επέτειο των διακοπών, ο πρόεδρος Νέλσον Μαντέλα απευθύνεται Κοινοβούλιο:
Όπως αυγή μπαίνει σε αυτήν την ημέρα, η 27η Απριλίου, 1995, λίγοι από εμάς θα μπορούσε να καταστείλει την Welling του συναισθήματος, όπως μας θύμισε το τρομερό παρελθόν από την οποία ερχόμαστε ως έθνος? οι μεγάλες δυνατότητες που έχουμε τώρα? και το λαμπρό μέλλον που μας γνέφει. Και έτσι έχουμε συγκεντρώσει εδώ σήμερα, και σε άλλα μέρη της χώρας, για να σηματοδοτήσει μια ιστορική μέρα στη ζωή του έθνους μας. Όπου Νοτιοαφρικανοί είναι σε όλη την υδρόγειο, οι καρδιές μας κτύπησε ως ένα, όπως εμείς ανανεώσει την κοινή μας πίστη στη χώρα μας και τη δέσμευσή μας για το μέλλον της.
όρος «Απαρτχάιντ» στα αφρικάανς, τη γλώσσα των Μπόερς, σημαίνει διαχωρισμός. Αυτός ο όρος χρησιμοποιήθηκε στις εκλογές του 1948 στη Νότια Αφρική από το εθνικό κόμμα των Αφρικάνερς, των απογόνων δηλαδή των Ολλανδών Μπόερς, για να σηματοδοτήσει τη νέα εποχή που ξεκινούσε. Η νέα εποχή προέβλεπε την επίσημη εφαρμογή των φυλετικών διακρίσεων και του διαχωρισμού (γεωγραφικού, κοινωνικού, πολιτικού, πολιτισμικού) λευκών και μη κατοίκων για δεκαετίες.
Στην πράξη ο διαχωρισμός των πλουσίων λευκών και των φτωχών μαύρων, μιγάδων και ασιατών, εφαρμοζόταν επί αιώνες αλλά τώρα πλέον θα γινόταν επίσημη κρατική πολιτική και μέρος του κανονιστικού πλαισίου του δικαίου. Όταν μαύροι πολίτες περνούσαν σε περιοχές λευκών θα βρίσκονταν υπό την δικαιοδοσία των διωκτικών αρχών και υπό την κατηγορία των νόμων. Η διαφορά με το πριν ή με την εφαρμογή διαχωρισμών σε άλλα μέρη του κόσμου, για παράδειγμα στις νότιες πολιτείες της Αμερικής στη δεκαετία του ’50, είναι πως όταν ένας μαύρος εμφανιζόταν σε μια γειτονιά λευκών στο Μισισιπή, θα μπορούσε μεν να γίνει στόχος ρατσιστικών προσβολών ή συστάσεων από τις αρχές για την εμφάνισή του εκεί, όμως στη Νότια Αφρική, εάν ένας μαύρος πολίτης περνούσε σε γειτονιά λευκών χωρίς να διαθέτει κάποια άδεια (pass) διωκόταν ποινικά και φυλακιζόταν.
Λεωφορείο μόνο για μαύρους πολίτες στο Γιοχάνεσμπουργκ το 1965. Σύμφωνα με τους νόμους του Άπαρτχαιντ, λευκοί και μαύροι επιβιβάζονταν σε ξεχωριστά μέσα μαζικής μεταφοράς.
Ο πλούτος της χώρας, η γη της, οι φυσικοί της πόροι και η εκμετάλλευσή τους, θα βρίσκονταν στα χέρια μιας ελάχιστης λευκής μειοψηφίας ενώ οι μαύροι θα ζούσαν σε πλήρη ένδεια και φτώχεια σε συγκεκριμένες περιοχές, πολύ συχνά σε γκέτο. Ουσιαστικά οι λευκοί της Νότιας Αφρικής, ένα μικρό ποσοστό του πληθυσμού, επισημοποίησαν την κυριαρχία τους επί των μαύρων κατοίκων, που αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία. Αυτή ήταν η προωθημένη εφαρμογή των χειρότερων μορφών αποικιοκρατίας στην πολύπαθη μαύρη ήπειρο.
Δηλαδή με τη σφραγίδα του κράτους, τους νόμους του, το δικαστικό του σύστημα και τους εκπροσώπους του (δημόσιοι λειτουργοί, σώματα ασφαλείας κλπ.), πραγματοποιείτο επίσημος διαχωρισμός των ανθρώπων με βάση το χρώμα του δέρματός τους και τα χαρακτηριστικά τους, όπως τα αντιλαμβάνονταν με φυλετικούς όρους οι λευκοί επικυρίαρχοι.
Αυτή η πρωτοφανής παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με την επίσημη υπογραφή ενός κράτους, πραγματοποιούνταν ελάχιστα χρόνια μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο που είχε προκαλέσει τόσα δεινά στην ανθρωπότητα αλλά και είχε σηματοδοτηθεί από το Ολοκαύτωμα των Εβραίων, ένα οργανωμένο βιομηχανοποιημένο μαζικό έγκλημα με τη σφραγίδα του κράτους και πάλι.
Η χρήση του όρου «απαρτχάιντ
Ο επίσημος διαχωρισμός λευκών και μη κατοίκων της Νότιας Αφρικής. Οι περιοχές, τα λεγόμενα Μπαντουστάν, που ζούσαν μη λευκοί κάτοικοι ήταν οι πλέον φτωχές και με ελάχιστους φυσικούς πόρους.
Οι διακρίσεις εις βάρος των μαύρων στη Νότια Αφρική δεν ήταν κάτι το νέο. Οι λευκοί αποικιοκράτες εφάρμοζαν τέτοιες πολιτικές σχεδόν 3 αιώνες. Οι απόγονοι των Ολλανδών εποίκων, οι Μπόερς, θα έχουν αρχικά τον έλεγχο των περιοχών που αργότερα θα αποτελέσουν το κράτος της Νότιας Αφρικής. Σ’ εκείνα τα χρόνια δεκάδες χιλιάδες μαύροι μεταφέρονταν ως σκλάβοι από διάφορα σημεία της Αφρικής για να δουλέψουν για τους λευκούς αφέντες τους. Η άφιξη των Βρετανών και η εφαρμογή της πράξης κατάργησης για το δουλεμπόριο (Slave Trade Act) το 1807 όπως και η πράξη κατάργησης της δουλείας (Slavery Abolition Act) το 1833, δεν άλλαξαν κάτι για τους μαύρους της νότιας Αφρικής ή για τους χιλιάδες εργάτες από την Ινδία και γενικότερα την Ασία που αφίχθησαν τις επόμενες δεκαετίες. Με μια σειρά τοπικών νόμων και περιορισμών, το καθεστώς ελευθερίας των μη λευκών ελάχιστα απείχε από τη σκλαβιά. Ουσιαστικά οι διακρίσεις παρέμεναν ισχυρές, οι απαγορεύσεις συνεχείς και ο περιορισμός των «κατώτερων» ανθρώπων μόνιμος. Αυτό που άλλαξε ήταν στον πυρήνα της εξουσίας. Μπόερς και Βρετανοί θα συγκρουστούν για τον έλεγχο των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας και οι πρώτοι θα βιώσουν σκληρά κατασταλτικά μέτρα που θα οδηγήσουν σε λιμό και χιλιάδες νεκρούς.
Οι Μπόερς αρκετά νωρίς είχαν περιορίσει τις σχέσεις τους με τις μητροπόλεις τους και είχαν διακηρύξει την αφρικανικότητά τους, εξελίσσοντας και την αντίστοιχη διάλεκτο, τα αφρικάανς που είχαν τη βάση τους στα ολλανδικά, ιδιότητες που τους επέτρεψαν να αναπτύξουν μια διακριτή ταυτότητα και να δημιουργήσουν συνθήκες για τη μόνιμη επικράτησή τους. Θεωρώντας εαυτούς βαλλόμενους από παντού, ειδικά μετά τη σύγκρουσή τους με τους Βρετανούς, εξέλιξαν τη θεώρησή τους για τους φυλετικούς διαχωρισμούς που ήταν απαραίτητοι ώστε να διατηρήσουν την «καθαρότητά» τους. Φυσικά η κύρια επιδίωξη ήταν η διατήρηση και επαύξηση της οικονομικής τους δύναμης. Όλα από εκεί ξεκινούν κι εκεί καταλήγουν.
Τα πρώτα βήματα ενός ηγέτη. Ο Μαχάτμα Γκάντι ηγείται διαδήλωσης Ινδών στο Νατάλ της Νότιας Αφρικής το 1913. Οι Ινδοί, είχαν τα ίδια δικαιώματα με τους μαύρους στη Νότια Αφρική, ουσιαστικά κανένα. Ο Γκάντι ξεκίνησε από τη Νότια Αφρική την πολιτική του διαδρομή.
Πηγή:
Το 1910 ο αφρικάνερ Λούις Μπότα γίνεται πρωθυπουργός της πρώτης κυβέρνησης της Ένωσης της Νότιας Αφρικής, προδρόμου του κράτους της Νότιας Αφρικής. Η πολιτική του απέβλεπε στη συμφιλίωση των λευκών κατοίκων (Μπόερς, Βρετανών εποίκων κλπ.) και στη μεγαλύτερη καταπίεση και περιορισμό των μαύρων και των μιγάδων. Περιορισμοί στην κίνηση στα αστικά κέντρα, ελάχιστη επαφή λευκών και μαύρων, διαρπαγή της γης, περιορισμοί σε χωριστά εδάφη και καταυλισμούς. Η πολιτική του Μπότα απετέλεσε τη βάση του επίσημου απαρτχάιντ. O κόσμος στη Νότια Αφρική χωριζόταν στους λευκούς και τους «άλλους».
Το 1948, λίγα μόλις χρόνια μετά το έγκλημα στην Ευρώπη εναντίον ενός ολόκληρου λαού, του εβραϊκού, η κυβέρνηση της Νότιας Αφρικής θεσμοθετεί νέο κανονιστικό πλαίσιο και ρατσιστικούς νόμους διαχωρισμού των κατοίκων της χώρας και εφαρμόζει επίσημα πλέον την πολιτική που θα ονομαστεί απαρτχάιντ. Μ’ ένα μείγμα εθνικισμού, θρησκευτικού παροξυσμού και φόβου απέναντι στη μαύρη και την κόκκινη (κομμουνιστική) απειλή, οι λευκοί ηγέτες της Νότιας Αφρικής θα παρασύρουν τη χώρα τους σ’ ένα πολιτικό και κοινωνικό μεσαίωνα για να διατηρήσουν την κυριαρχία τους και τη διαφύλαξη των οικονομικών τους συμφερόντων. Την ίδια εποχή ένα μεγάλο αντιαποικιακό κίνημα σαρώνει την Αφρική και οδηγεί σε μακροχρόνιους πολέμους με εκατοντάδες χιλιάδες θύματα. Η χειραφέτηση των αφρικανικών λαών περνούσε μέσα από ποταμούς αίματος.
Στην ανάγκη προστασίας του καθεστώτος η ελίτ της Νότιας Αφρικής θα λειτουργήσει με ακόμη πιο σκληρούς όρους παρά την κατακραυγή της διεθνούς κοινότητας. Το εμπάργκο που θα επιβληθεί στο κράτος της Νότιας Αφρικής θα παρακάμπτεται με διάφορους τρόπους, ενώ η Μεγάλη Βρετανία θα φανεί εξαιρετικά απρόθυμη να προχωρήσει σε κυρώσεις εναντίον των κρατούντων στη Νότια Αφρική. Μόλις τη δεκαετία του ’80 και κάτω από τις συνεχείς διαδηλώσεις στη χώρα και του διεθνούς κινήματος εναντίον του καθεστώτος, το τελευταίο θ’ αρχίσει να κλονίζεται. Το απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική ήταν μελανό στίγμα, ένα δυστυχώς από τα πολλά, στη σύγχρονη ιστορία του κόσμου.
ΤΣΕΡΝΟΜΠΙΛ, ένα από τα μεγαλύτερα πυρηνικά ατυχήματα στον κόσμο
ΤΣΕΡΝΟΜΠΙΛ
Ήταν ξημερώματα της 26ης Απριλίου 1986 όταν οι εργαζόμενοι στον πυρηνικό σταθμό «Βλαντιμίρ Ίλιτς Λένιν», στο Τσέρνομπιλ της Ουκρανίας, άρχισαν τις προγραμματισμένες εργασίες για ένα πείραμα, που σκοπό είχε να ελέγξει τα συστήματα ασφαλείας, αλλά οδήγησε στο μεγαλύτερο πυρηνικό ατύχημα.
Στο πλαίσιο του πειράματος αυτού, οι τεχνικοί έκλεισαν τα αυτόματα συστήματα ρύθμισης της ισχύος της τέταρτης μονάδας του σταθμού, καθώς και τα συστήματα ασφαλείας, αφήνοντας ωστόσο τον αντιδραστήρα να λειτουργεί με το 7% της ισχύος του. Στη 1:23 το πρωί, η αλυσιδωτή αντίδραση στον τέταρτο αντιδραστήρα προκάλεσε διαδοχικές εκρήξεις, οι οποίες τίναξαν στον αέρα το ατσάλινο κάλυμμα του αντιδραστήρα, βάρους χιλίων τόνων. Τεράστιες ποσότητες ραδιενεργού υλικού σκορπίστηκε στον αέρα, μέσω του οποίου μεταφέρθηκε στις γύρω περιοχές με ταχείς ρυθμούς.
Στις 28 Απριλίου, σουηδικοί σταθμοί παρατήρησης άρχισαν να καταγράφουν υψηλά επίπεδα ραδιενέργειας και απαίτησαν μια εξήγηση. Παρότι η σοβιετική κυβέρνηση αποπειράθηκε αρχικώς να συγκαλύψει το γεγονός, αναγκάστηκε να παραδεχθεί ότι υπήρξε ένα «μικρό ατύχημα».
Επί δέκα ημέρες, τα φλεγόμενα πυρηνικά καύσιμα απελευθέρωναν στην ατμόσφαιρα εκατομμύρια ραδιενεργά στοιχεία, σε ποσότητα που αντιστοιχεί σε 200 βόμβες σαν αυτή της Χιροσίμας. Ραδιενεργός σκόνη απλώθηκε πάνω από την Ευρώπη και μέχρι το Βόρειο Πόλο. Χρειάστηκαν 7.000 τόνοι μετάλλου και 400.000 κυβικά μέτρα σιδηροπαγούς σκυροδέματος, προκειμένου να θαφτούν οι εκατοντάδες τόνοι πυρηνικών καυσίμων και ραδιενεργών συντριμμιών μέσα σε μια σαρκοφάγο.
Επισήμως, 31 άνθρωποι πέθαναν λίγο μετά την έκρηξη. Όμως, από το 1986 έως σήμερα έχουν χάσει τη ζωή τους περισσότεροι από 25.000 στρατιώτες και πολίτες από την Ουκρανία, τη Ρωσία, τη Λευκορωσία και άλλες Δημοκρατίες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, οι οποίοι εστάλησαν στις εργασίες αποκατάστασης του σταθμού. Σύμφωνα με τον ΟΗΕ, περίπου 8,4 εκατομμύρια άνθρωποι στις τρεις αυτές χώρες έχουν εκτεθεί στη ραδιενέργεια, από την οποία έχει μολυνθεί έκταση 150.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων, ίση με τη μισή έκταση της Ιταλίας. Τετρακόσιες χιλιάδες άνθρωποι εγκατέλειψαν τις εστίες τους, αλλά περίπου 6 εκατομμύρια εξακολουθούν να ζουν σε μολυσμένες ζώνες.
Οι ακριβείς λόγοι που οδήγησαν σ' αυτή την τραγωδία παραμένουν άγνωστοι. Διαφαίνεται, όμως, ότι σημαντικό ρόλο έπαιξε μία σειρά αλυσιδωτών παραγόντων, όπως τα ανεπαρκή συστήματα ασφαλείας και προστασίας του αντιδραστήρα, καθώς και οι λανθασμένοι χειρισμοί (ίσως και χωρίς σχετική εξουσιοδότηση) των ελλιπώς καταρτισμένων εργαζομένων.
Το μοιραίο εργοστάσιο του Τσερνομπίλ έκλεισε οριστικά το Δεκέμβριο του 2000, ύστερα από διεθνείς πιέσεις που δέχθηκε η κυβέρνηση της Ουκρανίας και υπό το φόβο νέων πιθανών εκρήξεων στους πεπαλαιωμένους αντιδραστήρες του.