Άρθρα
Η ίδρυση της Κωνσταντινούπολης
11 Μαΐου 330 μ.Χ.
Σαν σήμερα πριν από 1686 χρόνια η πόλις του Βυζαντίου μετονομάσθηκε σε Κωνσταντινούπολη.
Η ίδρυση της Κωνσταντινούπολης
Το δεύτερο γεγονός της βασιλείας του Κωνσταντίνου που, ύστερα από την αναγνώριση του Χριστιανισμού, έχει πρωταρχική σημασία, είναι η ίδρυση μιας νέας πρωτεύουσας στις ευρωπαϊκές ακτές του Βοσπόρου και στη θέση του αρχαίου Βυζαντίου.
Πριν από τον Κωνσταντίνο οι αρχαίοι είχαν πολύ καλά εκτιμήσει τις στρατηγικές και εμπορικές δυνατότητες που είχε το Βυζάντιο, λόγω της θέσης του στα σύνορα Ασίας και Ευρώπης και λόγω του ελέγχου που ασκούσε στη Μαύρη Θάλασσα και τη Μεσόγειο. Επίσης ήταν πολύ κοντά στις κύριες εστίες των ένδοξων αρχαίων πολιτισμών.
Τα πρώτα 50 χρόνια του 7ου αιώνα π.Χ. οι Μεγαρείς είχαν ιδρύσει μια αποικία, τη Χαλκηδόνα, στις ασιατικές ακτές του Βοσπόρου, ακριβώς απέναντι από τη θέση όπου αργότερα έγινε η Κωνσταντινούπολη. Λίγα χρόνια μετά την ίδρυση της Χαλκηδόνας, μια άλλη ομάδα Μεγαρέων ίδρυσε μια αποικία στις ευρωπαϊκές ακτές του Βοσπόρου, το Βυζάντιο, που πήρε το όνομά αυτό από τον αρχηγό των αποίκων Βύζα. Τα ανώτερα, σε σχέση με τη Χαλκηδόνα, προσόντα του Βυζαντίου είχαν πολύ εκτιμηθεί από τους αρχαίους. Ο Έλληνας ιστορικός του 5ου αιώνα π.Χ. Ηρόδοτος (IV, 44), γράφει ότι ο στρατηγός των Περσών Μεγάβαζος, όταν έφτασε στο Βυζάντιο ονόμασε τους κατοίκους της Χαλκηδόνας τυφλούς, γιατί, έχοντας τη δυνατότητα εκλογής, διάλεξαν τη χειρότερη από τις δύο πόλεις, παραβλέποντας την υπεροχή της θέσης όπου χτίστηκε αργότερα το Βυζάντιο. Αργότερα η φιλολογική παράδοση - συμπεριλαμβανομένου του Στράβωνα (VII, 6, c. 320) και του Ρωμαίου ιστορικού Τάκιτου (Ann. ΧΙΙ, 63), αποδίδει τα λόγια του Μεγάβαζου, λίγο τροποποιημένα, στον Πύθιο Απόλλωνα, που είπε στους Μεγαρείς, όταν τον ρώτησαν που θα έπρεπε να χτίσουν την πόλη τους, να εγκατασταθούν απέναντι στην πόλη των τυφλών.
Το Βυζάντιο έπαιξε σπουδαίο ρόλο κατά τη διάρκεια των Ελληνοπερσικών πολέμων και την εποχή του Φιλίππου του Μακεδόνα. Ο Έλληνας ιστορικός του δεύτερου π.Χ. αιώνα Πολύβιος, ανέλυσε προσεκτικά την πολιτική και οικονομική θέση του Βυζαντίου. Αναγνωρίζοντας τη σημασία των εμπορικών σχέσεων της Ελλάδας με τις πόλεις της Μαύρης Θάλασσας, έγραφε, ότι δίχως την έγκριση των κατοίκων του Βυζαντίου ούτε ένα απλό εμπορικό πλοίο δεν μπορούσε να μπει στη Μαύρη Θάλασσα ή να βγει από αυτήν κι ότι με τον τρόπο αυτόν οι κάτοικοι του Βυζαντίου είχαν κάτω από τον έλεγχό τους όλα τα προϊόντα του Πόντου (Polybius, Historia, IV, 38,44).
Όταν η Ρώμη έπαψε να είναι δημοκρατία, οι αυτοκράτορες συχνά θέλησαν να μεταφέρουν την πρωτεύουσά τους από τη Δημοκρατική Ρώμη στην Ανατολή.
Σύμφωνα με όσα γράφει ο Ρωμαίος ιστορικός Σουετώνιος (Ι, 79), ο Ιούλιος Καίσαρ ήθελε να μεταφέρει τη Ρώμη στην Αλεξάνδρεια ή το Ίλιον (αρχαία Τροία). Τους πρώτους αιώνες μ.Χ. οι αυτοκράτορες συχνά άφηναν τη Ρώμη για μεγάλα χρονικά διαστήματα, στη διάρκεια των στρατιωτικών τους επιχειρήσεων ή των περιοδειών τους στην αυτοκρατορία. Στα τέλη του 2ου αιώνα, το Βυζάντιο δέχτηκε ένα δυνατό χτύπημα. Ο Σεπτίμιος Σεβήρος, πολεμώντας τον εχθρό του Νίγηρα, που είχε οχυρωθεί στο Βυζάντιο, υπέβαλε την πόλη σε μια τρομερή λεηλασία και την κατέστρεψε σχεδόν ολοκληρωτικά. Στο μεταξύ, η Ανατολή έλκυε συνεχώς τους αυτοκράτορες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Διοκλητιανός, που προτιμούσε να ζει στη Μ. Ασία, στη Νικομήδεια, την οποία στόλισε με πολλά νέα και ωραία κτίρια.
Όταν ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να κάνει μια νέα πρωτεύουσα, δε διάλεξε αμέσως το Βυζάντιο. Για λίγο σκέφτηκε τη Ναϊσσό (Νίσσα) όπου γεννήθηκε, τη Σαρδική (Σόφια) και τη Θεσσαλονίκη. Η προσοχή του στράφηκε κυρίως στην Τροία, την πόλη του Αινεία, ο οποίος όπως λέει η παράδοση, είχε έλθει στην Ιταλία για να θεμελιώσει τη ρωμαϊκή πολιτεία. Ο αυτοκράτορας πήγε προσωπικά στο μέρος αυτό και ρύθμισε τα όρια της μελλοντικής πόλης. Είχαν ήδη μάλιστα κατασκευαστεί οι πύλες όταν - όπως αναφέρει ο χριστιανός συγγραφέας του 5ου αιώνα, Σωζόμενος («Historia ecclesiastica», ΙΙ, 3) - κάποιο βράδυ, παρουσιάστηκε ο Θεός στον Κωνσταντίνο προτρέποντάς τον να διαλέξει μια άλλη τοποθεσία για την πρωτεύουσά του. Μετά από αυτό ο Κωνσταντίνος διάλεξε τελικά το Βυζάντιο. Έναν αιώνα αργότερα, όσοι ταξίδευαν στην Τροία μπορούσαν να διακρίνουν ακόμα τα ατελείωτα έργα του Κωνσταντίνου.
Το Βυζάντιο, που ακόμα δεν είχε τελείως αναλάβει από τις καταστροφές που προκάλεσε ο Σεπτίμιος Σεβήρος, ήταν την εποχή εκείνη ένα απλό χωριό. Το 324 μ.Χ. ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να κάνει μια νέα πρωτεύουσα και το 325 είχε αρχίσει η κατασκευή των βασικών κτιρίων. Οι χριστιανικοί θρύλοι αναφέρουν ότι καθώς ο αυτοκράτορας με ένα ακόντιο στο χέρι χάραζε τα σύνορα της πόλης, οι αυλικοί του, κάτω από τη δυνατή εντύπωση που τους προκαλούσε η έκταση της μελλοντικής πολιτείας, τον ρώτησαν: «Κύριέ μας, πόσο θα προχωρήσεις ακόμα;». Και εκείνος απάντησε: «Θα προχωρήσω μέχρις ότου σταματήσει αυτός που προχωρά μπροστά μου». Αυτό σημαίνει ότι κάποια Θεία δύναμη οδηγούσε τον Κωνσταντίνο.
Εργάτες και υλικά για την οικοδόμηση μαζεύτηκαν από παντού, ενώ πολλά ειδωλολατρικά μνημεία της Ρώμης, των Αθηνών, της Αλεξάνδρειας, της Εφέσου και της Αντιόχειας, χρησιμοποιήθηκαν για τη διακόσμηση της πόλης. 40.000 Γότθοι στρατιώτες, οι λεγόμενοι «foederati» έλαβαν μέρος στην κατασκευή των νέων κτιρίων. Πολλές εμπορικές και οικονομικές ευκολίες δόθηκαν στη νέα πρωτεύουσα, έτσι ώστε να ελκυστούν εκεί πολλοί άνθρωποι. Την άνοιξη του 330 μ.Χ. η εργασία είχε τόσο πολύ προχωρήσει, ώστε ο Κωνσταντίνος μπόρεσε να εγκαινιάσει επίσημα τη νέα πρωτεύουσα.
Τα εγκαίνια έγιναν στις 11 Μαΐου του 330, και οι σχετικές γιορτές κράτησαν 40 μέρες. Το χρόνο αυτόν η χριστιανική Κωνσταντινούπολη νίκησε το ειδωλολατρικό Βυζάντιο.
Αν και είναι δύσκολο να εκτιμήσουμε το μέγεθος που είχε η πόλη την εποχή του Κωνσταντίνου, το βέβαιο είναι πάντως ότι η έκτασή της ήταν μεγαλύτερη από το Βυζάντιο. Τον 4ο αιώνα, δεν υπάρχουν επίσης σχετικές πληροφορίες για τον πληθυσμό της Κωνσταντινούπολης. Υποτίθεται όμως ότι οι κάτοικοι θα ήταν περισσότεροι από 200.000. Για την άμυνα εναντίον των εχθρών, στην ξηρά, ο Κωνσταντίνος είχε κτίσει ένα τείχος που άρχιζε από τον Κεράτιο κόλπο για να τελειώσει στην Προποντίδα.
Αργότερα, το παλαιό Βυζάντιο έγινε η πρωτεύουσα μιας παγκόσμιας αυτοκρατορίας και ονομάστηκε «Πόλη του Κωνσταντίνου, Κωνσταντινούπολη», ή ακόμα πιο απλά «Πόλη». Η νέα πρωτεύουσα υιοθέτησε το σύστημα της Ρώμης και διαιρέθηκε σε 14 περιοχές, από τις οποίες οι δύο ήταν έξω από τα τείχη της πόλης.
Από τα μνημεία της εποχής του Κωνσταντίνου σχεδόν κανένα δεν έχει σωθεί μέχρι σήμερα. Οπωσδήποτε όμως η Εκκλησία της Αγίας Ειρήνης, που ξανακτίστηκε την εποχή του Ιουστινιανού και του Λέοντα Γ', έχει την προέλευσή της στην εποχή του Κωνσταντίνου και διατηρείται ακόμα. Η φημισμένη μικρή οφιοειδής στήλη των Δελφών (5ος αιώνας π.Χ.), που είχε ανεγερθεί σε ανάμνηση της μάχης των Πλαταιών και μεταφέρθηκε από τον Κωνσταντίνο στη νέα πρωτεύουσα - στον Ιππόδρομο - υπάρχει ακόμα, αν και είναι κάπως κατεστραμμένη.
Ο Κωνσταντίνος, με τη μεγαλοφυΐα του, εκτίμησε όλες τις οικονομικές, πολιτικές και εκπολιτιστικές δυνατότητες της πόλης. Πολιτικά η Κωνσταντινούπολη, ή όπως συχνά λεγόταν η «Νέα Ρώμη», είχε εξαιρετικές δυνατότητες αντίστασης κατά των εξωτερικών εχθρών, διότι, ενώ ήταν απρόσιτη από τη θάλασσα, από την ξηρά προστατευόταν με τείχη. Οικονομικά είχε κάτω από τον έλεγχό της όλο το εμπόριο της Μαύρης Θάλασσας με το Αιγαίο και τη Μεσόγειο, πράγμα που την έκανε εμπορικό μεσολαβητή ανάμεσα στην Ευρώπη και την Ασία. Τελικά, από εκπολιτιστική πλευρά, η Κωνσταντινούπολη είχε την εξαιρετική δυνατότητα να βρίσκεται κοντά στο πιο αξιόλογα κέντρα του ελληνικού πολιτισμού, τα οποία κάτω από την επίδραση του Χριστιανισμού συνετέλεσαν στη δημιουργία ενός νέου πολιτισμού: του χριστιανο-ελληνο-ρωμαϊκού ή «Βυζαντινού» πολιτισμού. Σχετικά με το ζήτημα αυτό, ο Θ. Ουσπένσκι γράφει τα εξής:
«Η εκλογή της θέσης για τη νέα πρωτεύουσα, η ίδρυση της Κωνσταντινούπολης και η δημιουργία μιας νέας διεθνούς, ιστορικής πόλης, αποτελούν ένα από τα μεγαλύτερα κατορθώματα της πολιτικής και διοικητικής μεγαλοφυΐας του Κωνσταντίνου. Δεν αποτελεί το διάταγμα της θρησκευτικής ανοχής το μεγαλύτερο καλό που έκανε ο Κωνσταντίνος στην ανθρωπότητα, γιατί οπωσδήποτε οι διάδοχοί του θα αναγκάζονταν να δώσουν στον Χριστιανισμό τη θέση εκείνη που του ανήκει, δίχως η αναβολή αυτή να βλάψει καθόλου τον Χριστιανισμό. Μεταφέροντας όμως τη διεθνή πρωτεύουσα στην Κωνσταντινούπολη, ο Κωνσταντίνος έσωσε τον αρχαίο πολιτισμό και δημιούργησε ένα αξιόλογο κέντρο για τη διάδοση του Χριστιανισμού.
Η Ελλάδα αναγνωρίζεται επίσημα ως ανεξάρτητο κράτος
Η Ελλάδα αναγνωρίζεται επίσημα ως ανεξάρτητο κράτος
Στις 7 Μαΐου 1832 υπογράφτηκε στο Λονδίνο συνθήκη μεταξύ των προστάτιδων Δυνάμεων Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας και Βαυαρίας. Η συνθήκη προέβλεπε την εκλογή του Όθωνα – του δευτερότοκου γιου του βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου – ως βασιλιά της Ελλάδας.
Με τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης (ή του Καλεντέρ Κιοσκ) τον Ιούλιο του 1832, η Οθωμανική Αυτοκρατορία αναγνώρισε την ανεξαρτησία του ελληνικού κράτους.
Ο Όθωνας και το Δάνειο
Το Δάνειο των 60 εκατομμυρίων δραχμών, το οποίο οι τρεις Προστάτιδες Δυνάμεις αρνήθηκαν στον Καποδίστρια, το προσέφεραν στον πρίγκιπα Λεοπόλδο, μετά την επιλογή του ως πρώτου βασιλιά του νεοσύστατου Βασιλείου της Ελλάδας.
Η παροχή του Δανείου εγκρίθηκε από το Συνέδριο του Λονδίνου το Φεβρουάριο του 1830 με τον όρο ότι αυτά τα χρήματα θα χρησιμοποιηθούν για να καλύψουν τα έξοδα της συντήρησης του στρατού, όπου κυρίαρχος θα είχε στην υπηρεσία του.
Ο Λεοπόλδος διαφώνησε με τους όρους χρήσης του δανείου και ζήτησε τη διερεύνηση προς τις γενικές ανάγκες του ελληνικού κράτους.
Η πρόταση του έγινε δεκτή και με το πρωτόκολλο της 7ης Μαΐου 1830 ορίστηκε ότι το δάνειο θα ήταν 60 εκατομμύρια. Τελικά ο Λεοπόλδος δεν έγινε ο πρώτος βασιλιάς της Ελλάδας.
Παραιτήθηκε στις 21 Μαΐου του 1830 διότι απορρίφθηκε η πρόταση του να συμπεριληφθεί και η Κρήτη στα όρια του νέου ελληνικού κράτους.
Το στέμμα δόθηκε (13 Φεβρουαρίου 1832) στον ανήλικο Βαυαρό Όθωνα. Μεταξύ των τριών Δυνάμεων και της Βαυαρίας υπογράφτηκε συνθήκη (7 Μαΐου 1832) με την οποία οριζόταν ότι το δάνειο θα παραχωρούνταν σε τρεις ισόποσες δόσεις, ανάλογα με τις ανάγκες της χώρας, και ότι η Ελλάδα όφειλε να πληρώνει τους τόκους και τα χρεολύσια από τα δικά της έσοδα.
Για τη διασφάλιση της εξυπηρέτησης του δανείου στο άρθρο 12 οριζόταν ότι πριν από κάθε άλλη υποχρέωση από τα δημόσια έσοδα θα προηγούνταν η εξόφληση των τόκων και των τοκοχρεολυσίων
Οι σπατάλες ατελείωτες για τον Όθωνα. Μόνο για τον έναν χρόνο παραμονής του κόστισε 4.748.000 δρχ. Υπήρξε όμως και συνέχεια.
Το συνολικό κόστος μέχρι τη μεταπολίτευση του 1843 έφτασε τα 19.000.000 δρχ. Το 1842 ο προϋπολογισμός έκλεισε με έλλειμμα 3.000.000 δρχ., γεγονός που αναγκαστικά οδηγούσε σε αναστολή πληρωμών. Οι Προστάτιδες Δυνάμεις αποφάσισαν να παρέμβουν.
Το Συνέδριο του Λονδίνου εξέτασε τα οικονομικά της Ελλάδας και επέβαλλε ετήσια μείωση των δαπανών του προϋπολογισμού κατά 3.742.000 δρχ., καθώς και παραχώρηση των εισπράξεων του Τελωνείου Σύρου, το οποίο ήταν από τα πλουσιότερα, για την εξυπηρέτηση του Δανείου.
Ο Όθωνας αποδέχτηκε το σχετικό πρωτόκολλο, αλλά δεν πρόλαβε να το εφαρμόσει.
Στις 3 Σεπτεμβρίου του 1843, η “συνταγματική επανάσταση” ανέστειλε την εξυπηρέτηση του δανείου. Ήταν η δεύτερη χρεοκοπία της Ελλάδας.
Με πληροφορίες από: el.wikibooks
Στυλιανός Κυριακίδης, ζωή σαν μύθος που είναι όμως πέρα για πέρα αληθινή
Στυλιανός Κυριακίδης
Εάν κάποιος δυσκολεύεται να πιστέψει στην δύναμη του μαραθωνίου αλλά και του ανθρώπου αρκεί μόνο να διαβάσει την ιστορία του Στέλιου Κυριακίδη. Ζωή σαν μύθος που είναι όμως πέρα για πέρα αληθινή.
Ο Στυλιανός Κυριακίδης ή Στέλιος Κυριακίδης (Στατός Πάφου 4 Μαΐου 1910 - Φιλοθέη Αττικής 10 Δεκεμβρίου 1987) ήταν Έλληνας αθλητής από την Κύπρο, δρομέας ημιαντοχής και αντοχής και μέλος της ελληνικής εθνικής ομάδας στίβου.
Υπήρξε Πανελληνιονίκης, Βαλκανιονίκης, νικητής στους Παγκύπριους αγώνες και έλαβε μέρος σε δύο Ολυμπιάδες (Βερολίνο 1936, Λονδίνο 1948). Αθλητικά ανήκε στο δυναμικό του Γυμναστικού Συλλόγου Ολύμπια Λεμεσού, ωστόσο έχει λάβει μέρος σε αγώνες και ως αθλητής του Παναθηναϊκού Αθλητικού Ομίλου.
Έμεινε γνωστός για την μεγάλη νίκη του στον Μαραθώνιο της Βοστώνης το 1946 που την εποχή εκείνη ήταν μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του ελληνικού αθλητισμού. Ήταν ο πρώτος αθλητής εκτός Αμερικής-Καναδά που νίκησε στον Μαραθώνιο της Βοστώνης και ο πρώτος που χρησιμοποίησε χρονομετρητή χειρός.
Tο 1946 –όπως γράφει πλέον η ιστορία του ελληνικού αθλητισμού– ο πρωταθλητής μεγάλων αποστάσεων στη δεκαετία του ’30 Στέλιος Kυριακίδης. Yποσιτισμένος και αδυνατισμένος από τον πόλεμο και την Κατοχή, παίρνει τη μεγάλη απόφαση να τρέξει στον Μαραθώνιο της Bοστώνης. Eίναι η πρώτη μεγάλη αθλητική διοργάνωση μετά το τέλος του B΄ Παγκοσμίου Πολέμου!
Μετά από έναν αγώνα 2:29:27 ωρών, στήθος με στήθος με τους πρωταθλητές κόσμου και ειδικά με τον γνωστό Αμερικάνο πρωταθλητή Τζόνι Κέλι, καταφέρνει να κερδίσει και να φορέσει το δάφνινο στεφάνι του νικητή! Ο χρόνος του Πανελλήνιο ρεκόρ, του χαρίζει για 22 χρόνια και 216 ημέρες μια θέση στο βιβλίο Γκίνες!
Οι εφημερίδες από τότε τον ονομάζουν «Σύγχρονο Φειδιππίδη». Ήταν τέτοια η δύναμη της ψυχής του για τη βοήθεια που θα προσέφερε στους συνανθρώπους του, που επιβλήθηκε στο αδύνατο σώμα του, ώστε να ξεπεράσει τον εαυτό του και να πετύχει το ακατόρθωτο!
Το ιστορικό της νίκης
Το 1946, ο 36χρονος Στέλιος Κυριακίδης αποφάσισε να συμμετάσχει στον περίφημο πεντηκοστό Διεθνή Μαραθώνιο της Βοστώνης (42.195 μ.), μετά από τιμητική πρόσκληση των διοργανωτών.
Τα γεγονότα ότι λόγω της Κατοχής ήταν αδύναμος και υποσιτισμένος, ότι είχε πέντε χρόνια να αγωνιστεί σε Μαραθώνιο και η έλλειψη προπόνησης, προκαλούσαν την σύζυγό του: «Είσαι τρελός; Έτσι κοκαλιάρης όπως είσαι θα πεθάνεις!».
Έτσι ξεκίνησε τις προπονήσεις ακόμη και μέσα στο χιόνι, ενώ κάποια στιγμή λιποθύμησε από την εξάντληση. Όμως, ο Σ.Ε.Γ.Α.Σ. αδυνατούσε να στείλει βεβαίωση-πιστοποίηση ερασιτέχνη αθλητή. ούτε βίζα μπορούσε να βγάλει καθώς ήταν προνόμιο μόνο Αμερικανών υπηκόων, αλλά με την βοήθεια του πρόξενου, τον οποίο γνώριζε, την απέκτησε.
Παρόλα αυτά το ταξίδι με το πλοίο θα του στερούσε απαραίτητες προπονήσεις ή ακόμη και την συμμετοχή του στον αγώνα, ενώ το αεροπορικό εισιτήριο για Παρίσι κόστιζε 575 δολάρια με τον ίδιο να δηλώνει: «Όταν άκουσα το ποσόν τρελάθηκα. Εκείνη την ημέρα θα πήγα 30 φορές πάνω κάτω την οδό Σταδίου».
Μετά από αντιρρήσεις της συζύγου του, πούλησε την ηλεκτρική κουζίνα και το ραδιόφωνό τους, ενώ κατάφερε να λάβει και από την Δ.Ε.Η., όπου δούλευε, επιταγή 1.000 δολαρίων (από την ταραχή του ξέχασε να ευχαριστήσει). Όταν η τράπεζα αρνήθηκε να του δώσει συνάλλαγμα είπε αγανακτισμένος στον διευθυντή: «Τρέχω για την Ελλάδα από το 1933. αγωνίζομαι για τη γαλανόλευκη. δεν είμαι κανένας τυχοδιώκτης».
Τελικά, στις 4 Απριλίου 1946 επιβιβάστηκε για πρώτη φορά σε αεροπλάνο, πετώντας για Αμερική.
Στην Αμερική, οι γιατροί πίστευαν πως θα πέθαινε από εξάντληση κατά την διαδρομή, καθώς ήταν εξαιρετικά αδύναμος και καχεκτικός. αλλά οι αντιρρήσεις τους ξεπεράστηκαν από την αθλητική ομοσπονδία. Προπολεμικά ο Κυριακίδης είχε συμμετάσχει στον Μαραθώνιο της Βοστώνης του 1930, εγκαταλείποντας λόγω των καινούργιων αθλητικών υποδημάτων που του είχαν χαρίσει Έλληνες ομογενείς και τα οποία τον πλήγωσαν.
Κατά την παραμονή του στην Αμερική υποσχέθηκε πως δεν θα εγκατέλειπε ξανά λέγοντας: «Ήρθα να τρέξω για επτά εκατομμύρια πεινασμένους Έλληνες.».
Ο μάγειρας του ξενοδοχείου όπου διέμενε ήταν Έλληνας ομογενής και τον βοήθησε να πάρει πέντε κιλά μέσα σε λίγες ημέρες. Την ημέρα του αγώνα, όμως, οι γιατροί είχαν και πάλι τις ενστάσεις τους, σχετικά με την υγεία του Κυριακίδη.
Έτσι υπέγραψε υπεύθυνη δήλωση, σύμφωνα με την οποία ήταν ενήμερος για τους κινδύνους, αναλαμβάνοντας όλη την ευθύνη (κάποιες εφημερίδες τον αποκαλούσαν «ο κοκκαλιάρης 'Ελληνας»).
Κατά τις 12:00, στις 20 Απριλίου 1946, δόθηκε η εκκίνηση του Μαραθωνίου της Βοστώνης. Οι κύριοι διεκδικητές της νίκης ήταν ο Αμερικανός Τζόνυ Κέλυ (2 νίκες, 7 δεύτερες θέσεις, 61 συμμετοχές) και ο Καναδός Ζεράρντ Κοτέ (4 νίκες). Πριν τον αγώνα κάποιος έδωσε στον Κυριακίδη ένα διπλωμένο χαρτάκι να το διαβάσει λίγο πριν την έναρξη. Από την μια πλευρά έγραφε «Ή ταν ή επί τας» και από την άλλη «Νενικήκαμεν». Είχε ζητήσει από την επιτροπή να αγωνιστεί με τον αριθμό 7 (τυχερός αριθμός στην Αρχαία Ελλάδα) και έτσι του δόθηκε το 77 (δυο φορές τυχερός). Ακολουθώντας την τακτική που ακολουθούσε πάντα, δεν σπατάλησε δυνάμεις από την αρχή αλλά επιτάχυνε από το μέσον της διαδρομής (είχε βάλει σαν «σημάδια» διάφορα κτήρια, τοποθεσίες και τα παντελονάκια των συναγωνιστών του). Επίσης κοιτούσε μόνο μπροστά αναφέροντας: «όταν ένας μαραθωνοδρόμος κοιτάζει πίσω του, δίνει φτερά στον αντίπαλο». Στα τελευταία χιλιόμετρα προπορευόταν μαζί με τον Τζόνυ Κέλυ. Τόσο ομογενείς όσο και Αμερικανοί τον ενθάρρυναν, ενώ ένας ομογενής θέλοντας να τον βοηθήσει, του προσέφερε ένα πορτοκάλι χτυπώντας τον ενθαρρυντικά στην πλάτη και μπερδεύτηκε στα πόδια του, κάνοντάς τον να χάσει ρυθμό και έδαφος. Κάποιος άλλος Έλληνας του φώναξε: «Καλά πας, Στέλιο! Έστω δεύτερος». Παρακάτω, ένας Αμερικανός δημοσιογράφος που παρακολουθούσε τον αγώνα με αυτοκίνητο, τον πληροφόρησε: «ο Κέλυ «έσπασε», είναι ώρα να φύγεις». Τότε συνέβη κάτι, που ο Κυριακίδης θυμόταν με συγκίνηση: «…ένας ηλικιωμένος Έλληνας να τραβάει τα μαλλιά του και να λέει: Για την Ελλάδα Στέλιο μου! Για τα παιδιά σου!». Τότε ο Στέλιος Κυριακίδης έδωσε όλα τα σωματικά του αποθέματα κατακτώντας την νίκη, φωνάζοντας στον τερματισμό: «For Greece!» (Για την Ελλάδα).
Ο χρόνος του 2:29:27 αποτέλεσε τον καλύτερο στην Ευρώπη και για 22 χρόνια τον καλύτερο στην Ελλάδα.
Οι Αμερικανοί τον αποκάλεσαν «ο απόγονος του Φειδιππίδη» και σε ερώτηση που του τέθηκε: «Τι θα ήθελες να κάνουμε για σένα;», -ενώ του προσφέρθηκαν χρήματα για να γίνει επαγγελματίας αθλητής και είχε προτάσεις από το Χόλιγουντ για να γίνει ηθοποιός- απάντησε: «Για μένα τίποτα. Μόνο για την Ελλάδα…», επιμένοντας: «Σας παρακαλώ, μην ξεχάσετε τη χώρα μου». Ο Τζόνυ Κέλυ (ήταν ο επικρατέστερος για τη νίκη) όταν ρωτήθηκε γιατί δεν κατάφερε να κερδίσει τον αγώνα, απάντησε: «Πως θα μπορούσα να κερδίσω ποτέ έναν τέτοιον αθλητή; Εγώ έτρεχα για τον εαυτό μου κι αυτός για μια ολόκληρη πατρίδα». Αργότερα, ο Κυριακίδης τηλεγράφησε στην Δ.Ε.Η.: «Ενίκησα με δεύτερον τον Κέλυ και τρίτον τον Κοτέ. Αγών σκληρός. Ευτυχής διότι ενίκησα». Την επομένη του αγώνα στην εφημερίδα της Βοστώνης (Boston Sunday Post), στο άρθρο «Η νίκη ανήκει σε δύο έθνη», ο δημοσιογράφος είχε γράψει: «Έχω ξαναδεί πολλούς αθλητές να κλαίνε είτε από χαρά για το θρίαμβό τους είτε από λύπη για την ήττα τους. Αυτός ο Αθηναίος με τα ευγενή αισθήματα δάκρυσε αληθινά, με δάκρυα που έβγαιναν μέσα από τη δυνατή ελληνική καρδιά του. Μια καρδιά που δεν τον πρόδωσε στα 26 μίλια που διήνυσε, αλλά που κόντεψε να σπάσει όταν έφτασε στο τέρμα, τόσο από περηφάνια για τη νίκη του όσο και από θλίψη για τις κακουχίες που περνούσε η πατρίδα του».
Το «Πακέτο Κυριακίδη» Ο Στέλιος Κυριακίδης, μετά τον αγώνα έμεινε για περίπου ένα μήνα στην Αμερική, αποσκοπώντας στην συγκέντρωση βοήθειας για την Ελλάδα, καθώς η νίκη του είχε προκαλέσει την συμπάθεια σε Αμερικανούς και κυρίως σε Έλληνες ομογενείς. Τελικά το ποσό που κατάφερε να συγκεντρώσει έφθασε τα 250.000 δολάρια, ενώ η οικογένεια Λιβανού έστειλε δύο πλοία με είδη πρώτης ανάγκης (τρόφιμα, ρούχα και φάρμακα). Η βοήθεια αυτή ονομάστηκε «Πακέτο Κυριακίδη».
Τον Μάιο του 1947, ως απόρροια της δημοσιότητας που είχε δοθεί στην κατάσταση της Ελλάδας, λόγω του Μαραθωνίου της Βοστώνης, τέθηκε σε εφαρμογή εσπευσμένη οικονομική βοήθεια από την Αμερική (400.000 δολάρια), πριν το Σχέδιο Μάρσαλ.
Στις 23 Μαΐου 1946, ο Κυριακίδης επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου περίπου ένα εκατομμύριο Έλληνες τον υποδέχθηκαν με τιμές ήρωα. Έπειτα, πραγματοποιήθηκε επίσημη τελετή στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, όπου ο λόγος του δακρυσμένου Κυριακίδη (δήλωνε: «Είμαι υπερήφανος που είμαι Έλλην») συγκίνησε το πλήθος. Η επιστροφή στο σπίτι του στην Φιλοθέη κράτησε 8 ώρες. Για πρώτη φορά μετά την Κατοχή, φωταγωγήθηκε η Ακρόπολη προς τιμήν του.
Όταν στην Βοστώνη το 1946 του πρόσφεραν τιμητικά, ως Έλληνα μαραθωνοδρόμο, τον αριθμό Νο 1 για να φορέσει στην φανέλα του, αυτός ζήτησε για τύχη τον αριθμό 77. Πέθανε σε ηλικία 77 ετών.
Στέλιος Kυριακίδης, ο νικητής του Mαραθωνίου της Bοστώνης 1946 γίνεται βιβλίο για παιδιά
"O άνθρωπος που έτρεξε για έναν ολόκληρο λαό"
The Greeks
Στέλιος Κυριακίδης
Πύργος του Άιφελ, στις 6 Μαΐου ανοίγει για το κοινό
6 Μαΐου ανοίγει για το κοινό ο Πύργος του Άιφελ
Ανοίγει για το κοινό ο Πύργος του Άιφελ στο Παρίσι. Κατασκευάστηκε μεταξύ των ετών 1887 και 1889 ως είσοδος για την διεθνή έκθεση Universell αλλά και για την εκατονταετή επέτειο της Γαλλικής Επανάστασης.
Συνολικά 300 εργάτες ένωσαν 18.038 κομμάτια σφυρήλατου σιδήρου παρασκευασμένου σε φούρνους puddling με 2,5 εκατομμύρια πριτσίνια, με μια στατική μελέτη του Maurice Koechlin. Ο Άιφελ βοήθησε τους μηχανικούς Émile Nouguier και Maurice Koechlin και τον αρχιτέκτονα Stephen Sauvestre.
Ο κίνδυνος ατυχήματος ήταν μεγάλος καθώς, σε αντίθεση με σύγχρονους ουρανοξύστες, ο πύργος ήταν σε ανοιχτό πλαίσιο, χωρίς κανέναν ενδιάμεσο όροφο εκτός από δύο πλατφόρμες. Ωστόσο επειδή ο Άιφελ είχε λάβει προληπτικά μέτρα ασφαλείας, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης των κινητών ικριωμάτων, προστατευτικών κιγκλιδωμάτων και διαχωριστικών πλεγμάτων, μόνο ένας άνθρωπος πέθανε. Ο πύργος εγκαινιάστηκε στις 31 Μαρτίου 1889 και άνοιξε για το κοινό στις 6 Μαΐου 1889.
Ο πύργος επικρίθηκε πολύ από το κοινό όταν κατασκευάστηκε, καθώς πολλοί είχαν την άποψη πως ήταν αντιαισθητικός. Οι καθημερινές εφημερίδες γέμισαν με οργισμένες επιστολές από την καλλιτεχνική κοινότητα του Παρισιού.
Ο μυθιστοριογράφος Γκυ ντε Μωπασσάν λέγεται ότι έτρωγε το μεσημεριανό του γεύμα στο εστιατόριο του Πύργου κάθε μέρα. Όταν τον ρώτησαν γιατί, απάντησε ότι ήταν το μοναδικό μέρος στο Παρίσι, από όπου κάποιος δεν μπορούσε να δει τον πύργο. Σήμερα, ο Πύργος ευρέως θεωρείται ότι είναι ένα εντυπωσιακό κομμάτι της διαρθρωτικής τέχνης.
Ένα από τα μεγάλα κλισέ των Χολιγουντιανών ταινιών είναι ότι η θέα από κάθε παριζιάνικο παράθυρο περιλαμβάνει τον πύργο.
Ο Άιφελ είχε πάρει άδεια για να σταθεί ο πύργος επί 20 έτη· προοριζόταν για να διαλυθεί το 1909, όταν η ιδιοκτησία του θα είχε επανέλθει στον Δήμο Παρισιού.
Η πόλη είχε προγραμματίσει να τoν γκρεμίσει (μέρος των αρχικών κανόνων του διαγωνισμού για ένα πύργο ήταν πως μπορούσε εύκολα να κατεδαφιστεί) αλλά επειδή ο πύργος αποδείχτηκε χρήσιμος για σκοπούς επικοινωνίας, επετράπη η παραμονή του και μετά τη λήξη της άδειας.
Η μεταλλική κατασκευή του Πύργου του Άιφελ ζυγίζει 7.300 τόνους, ενώ η όλη δομή, συμπεριλαμβανομένων των μη μεταλλικών στοιχείων, ζυγίζει περίπου 10.100 τόνους.
Η αιματοβαμμένη Πρωτομαγιά του 1944 στην Καισαριανή
Όταν οι Γερμανοί εκτελούσαν 200 Έλληνες στην Καισαριανή
Η αιματοβαμμένη Πρωτομαγιά του 1944
Η Πρωτομαγιά του 1944 έμελλε να είναι η πιο αιματοβαμμένη της ελληνικής ιστορίας. Οι περισσότεροι από τους 200 που εκτελέστηκαν την 1η Μαΐου 1944, από τους ναζί, κρατούνταν ήδη από τη δικτατορία Μεταξά στην Ακροναυπλία ως εξόριστοι.
Μερικοί ήρθαν στο σκοπευτήριο της Καισαριανής και τέθηκαν ενώπιον των εκτελεστών από την Ανάφη και τον Αϊ-Στράτη. Κάποιοι άλλοι είχαν πάει σε άλλα ξερονήσια των Κυκλάδων, μα τελικά κατέληξαν εκεί.
Όλοι μεταφέρθηκαν στην Αττική για να «πεθάνουν για τη λευτεριά, παρά να ζουν σκλάβοι», όπως χαρακτηριστικά είχε πει ένας εκ των 200, ο Νίκος Μαριακάκης, Χανιώτης γεωπόνος.
Η εκτέλεση των 200 έγινε ως αντίποινα στο θάνατο ενός Γερμανού στρατηγού και τριών συνοδών του αξιωματικών στους Μολάους της Λακωνίας, στις 27 Απριλίου του 1944.
Μετά την επίθεση των ανταρτών κατά του στρατηγού Κρεντς στους Μολάους, η εφημερίδα Καθημερινή στις 30 Απριλίου 1944, δημοσίευσε την παρακάτω ανακοίνωση: «Την 27ην Απριλίου 1944 κομμουνιστικαί συμμορίαι παρά τους Μολάους κατόπιν μιας εξ ενέδρας επιθέσεως εδολοφόνησαν ανάνδρως έναν Γερμανόν Στρατηγόν και τρεις συνοδούς του. Πολλοί Γερμανοί στρατιώται ετραυματίστησαν. Ως αντίποινα διατάχτηκε: 1. Ο τυφεκισμός 200 Κομμουνιστών την 1.5.1944. 2. Ο τυφεκισμός όλων των ανδρών τους οποίους θα συναντήσουν τα γερμανικά στρατεύματα επί της οδού Μολάοι προς Σπάρτην έξωθεν των χωρίων. Υπό την εντύπωσιν κακουργήματος τούτου Έλληνες εθελονταί εφόνευσαν αυτοβούλως 100 άλλους κομμουνιστάς. Ο Στρατιωτικός Διοικητής Ελλάδος».
Το πρωί της 1ης Μαΐου 1944, στο Χαϊδάρι, μετά το προσκλητήριο, άρχισε η εκφώνηση του καταλόγου των μελλοθανάτων, που συντάχτηκε σε ειδικό γραφείο της οδού Μέρλιν, όπου συστεγάζονταν τα Ες-Ες με την Ειδική Ασφάλεια.
Με τον αριθμό 71, εκφωνήθηκε το όνομα Ναπολέων Σουκατζίδης.
Ο Σουκατζίδης κλήθηκε, επειδή γνώριζε τη γερμανική γλώσσα και εκτελούσε χρέη διερμηνέα. Τότε επεμβαίνει ο διοικητής του στρατοπέδου Καρλ Φίσερ. «Όχι εσύ! Όχι εσύ Ναπολέων!», λέει.
Η απάντησή του Σουκατζίδη θα μείνει σύμβολο αυτοθυσίας:
«Δέχομαι, κύριε διοικητά, τη ζωή, με τον όρο πως δεν πρόκειται να την πάρω από άλλο κρατούμενο. Μόνο όταν η θέση μου μείνει κενή!». Το ίδιο συνέβη και με τον στρατοπεδάρχη του Χαϊδαρίου, Αντώνη Βαρθολομαίο.
Δέκα φορτηγά χρειάστηκαν για να μεταφέρουν τους 200 από το Χαϊδάρι, όπου κρατούνταν, στην Καισαριανή. Ο δρόμος γέμισε σημειώματα, στη μάνα, στον πατέρα, στα αδέλφια, στους αγαπημένους, στους συναγωνιστές, παρακαταθήκη για αυτούς που έμεναν πίσω να συνεχίσουν την πάλη για την ελευθερία.
Στο Σκοπευτήριο τους χώρισαν σε εικοσάδες. Στην τελευταία εικοσάδα έβαλαν τον Σουκατζίδη, για να μπορέσουν να τον χρησιμοποιήσουν ως διερμηνέα. Η πρώτη εικοσάδα πήρε θέση απέναντι από τις κάννες των όπλων. Ο επικεφαλής των Γερμανών γύρισε προς τον Σουκατζίδη:
- Ρώτησέ τους αν έχουν τίποτα να πουν.
Ο Σουκατζίδης μεταφράζει. Και τότε με μια φωνή οι μελλοθάνατοι απαντούν:- Ζήτω η Ελλάδα. Ζήτω η λευτεριά!
Λίγο αργότερα, οι πυροβολισμοί κατά ριπάς έσπαγαν βίαια τη μιλημένη σιωπή. Διότι όλοι γνώριζαν τι επρόκειτο να συμβεί.
Οι εκτελέσεις γίνονταν ανά είκοσι άτομα. Άνθρωποι που έζησαν από κοντά εκείνες τις στιγμές, θυμούνται ότι «το χώμα δεν προλάβαινε να ρουφήξει το αίμα». Κι η ελπίδα ζώσα... Πλήθος κόσμου έτρεχε να δει εάν βρισκόταν κάποιος δικός τους στα φορτηγά που επέστρεφαν γεμάτα πτώματα. Κάποιος που θα την είχε γλιτώσει... Μα πώς;
Είχε περάσει 10:00 και οι εκτελέσεις είχαν ολοκληρωθεί. Τα πτώματα μεταφέρθηκαν στο Γ' νεκροταφείο.
Η αναγνώριση των 200 έγινε όταν συμπληρώθηκε χρόνος για την εκταφή τους. Αναγνωρίστηκαν οι περισσότεροι.
Την ημέρα εκείνη γράφτηκε μία από τις πλέον αιματοβαμμένες σελίδες της αντίστασης κατά του κατακτητή στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι μετά τη συνθηκολόγηση της Ελλάδας τον Απρίλιο του 1941, άλλοι 200 στα στρατόπεδα Κατούνας, Βόνιτσας, Λαζαρέτο και Κέρκυρας.
Οι 200 της Καισαριανής προέρχονταν από τους 300 που είχαν μεταφερθεί από Γερμανούς και Ιταλούς στο στρατόπεδο Λάρισας- Τρικάλων. Εκεί εκτελέστηκαν 54 άτομα, για αντίποινα στο Κούρνοβο στις 6 Ιουνίου του 1943.
Με την συνθηκολόγηση των Ιταλών στις 8 Σεπτέμβρη 1943, οι Γερμανοί μετέφεραν τους υπόλοιπους Ακροναυπλιώτες της Λάρισας στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου για να μείνουν τελικά 200 οι οποίοι εκτελέστηκαν την αποφράδα 1η Μαΐου 1944.