Άρθρα
Τα Επτάνησα εντάσσονται επισήμως στην Ελλάδα
Τα Επτάνησα εντάσσονται επισήμως στην Ελλάδα
Στις 21 Μαΐου του 1864 τα Επτάνησα εντάσσονται επισήμως στην Ελλάδα και στο Κάστρο της Κέρκυρας υψώνεται η Ελληνική σημαία.
Λίγο καιρό πριν την ίδρυση της Επτανήσου (ή Ιονίου) Πολιτείας, με την συμμετοχή των νησιών του Ιονίου με πρωτεύουσα την Κέρκυρα, και συγκεκριμένα το 1797 οι Ενετοί αποχωρούν από το νησί και αυτό περνά στα χέρια των Ριζοσπαστών Γάλλων όπου καίνε δημοσίως το “Libro D’oro”.
Δύο μόλις χρόνια αργότερα τα Επτάνησα περνούν στα χέρια των Ρωσοτούρκων οι οποίοι με τη σειρά τους μένουν μόνο για ένα χρόνο.
Το 1800 η Ρωσία και η Τουρκία υπέγραψαν τη… συνθήκη σύμφωνα με την οποία αναγνώριζαν τα νησιά του Ιονίου ως αυτόνομο κράτος.
Τότε στα 1800 ιδρύεται η Ιόνιος Πολιτεία. Η Κέρκυρα μαζί με τα υπόλοιπα νησιά του Ιονίου σχηματίζει αυτόνομη πολιτεία με δική της σημαία και βουλή (Ιόνιος Βουλή).
Ήταν η πρώτη φορά που ο ελληνικός λαός κέρδισε το δικαίωμα να κυβερνάται από μόνος του, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453. Στα 7 χρόνια που διήρκησε η οικονομική και η κοινωνική ζωή των Κερκυραίων βελτιώθηκε εντυπωσιακά. Τότε ιδρύθηκε και η πρώτη Ιόνιος Ακαδημία.
Όμως με το ξέσπασμα του ρωσοτουρκικού πολέμου η Ιόνιος Πολιτεία τάσεται με το πλευρό των Ρώσων οι οποίοι τελικά θα ηττηθούν, έτσι τα Επτάνησα πέρασαν και πάλι στην κατοχή των Γάλλων για οχτώ χρόνια, στην διάρκεια των οποίων χτίστηκε και το Λιστόν σε πιστή αντιγραφή της οδού Ριβολί του Παρισιού.
Στα 1815 με την ίδρυση του Ενωμένου Κράτους των Ιονίων Νήσων η Κέρκυρα παραμένει για 49 χρόνια υπό Αγγλική προστασία. Στα χρόνια αυτά η ανάπτυξη δε σταματάει. Οι Άγγλοι έκτισαν το ναό του Αγίου Γεωργίου και τους στρατώνες στο Παλαιό Φρούριο καθώς και το κτίριο του Προνοητή (που σήμερα δεν σώζεται) Επίσης στην Παλιά πόλη την Έπαυλη του Προνοητή.
Όλα αυτά τα χρόνια γίνονται πολλές προσπάθειες από τους Επτανήσιους για ανεξαρτητοποίηση των νησιών και ένωση τους με την υπόλοιπη (απελευθερωμένη από το 1827) Ελλάδα. Τελικά το 1863 υπογράφτηκε στο Λονδίνο συνθήκη των μεγάλων δυνάμεων σύμφωνα με την οποία η Αγγλία παραιτείται από την προστασία των Ιόνιων νήσων.
Στις 21 Μαΐου του 1864 τα Επτάνησα εντάσσονται επισήμως στην Ελλάδα και στο Κάστρο της Κέρκυρας υψώνεται η Ελληνική σημαία. Το τότε ελληνικό κράτος με την μηδαμινή εμπειρία και υποδομή προσπαθεί να πάρει όσο το δυνατόν περισσότερα από τα Ιόνια νησιά με την πλούσια παράδοση, ιστορία, εμπειρία και πολιτισμό. Η απόφαση όμως να καταργηθεί η Ιόνιος Ακαδημία προκάλεσε ερωτηματικά. Χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο του ιστορικού Μ. Λυκίσσα με τίτλο “Ιστορία Ιονίου Ακαδημίας.
Η Ιόνιος Ακαδημία παρά τις δυσκολίες στην πραγμάτωση των σκοπών της (θάνατος του Γκίλφορντ, εχθρότητα του Μαίντλαντ, δολοφονία του Καποδίστρια, πολεμικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα κ.α.) δεν σταμάτησε επί 40 και πλέον χρόνια την βοήθεια της στην ανάπτυξη του λαού μας και του Ελληνικού κράτους στα πρώτα του χρόνια.
Η κατάργηση της Ακαδημίας απετέλεσε διεθνή πρωτοτυπία στο πεδίο της οπισθοδρόμησης και εθνικής ντροπής. Την ίδια εποχή ενώθηκαν Ιταλικά και Γερμανικά κράτη αλλά κανενός δεν καταργήθηκε το πανεπιστήμιο. Μόνο η Ελλάδα έδειξε ηροστράτειο μανία κατά της Ιονίου Ακαδημίας, αφού φρόντισε πρώτα να προσελκύσει με δόλο τους φοιτητές στην Αθήνα εγγράφοντας τους χωρίς εξετάσεις και διορίζοντας τους κατά προτίμηση στις δημόσιες θέσεις. Το θεωρούσε φυσικό. Κι έμεινε η Ιόνιος Ακαδημία με 60-70 φοιτητές.
Η ευημερία ενός λαού είναι συνάρτηση της προβλεπτικότητας των ηγετών του. Το Ελληνικό κράτος όμως τότε εμαστίζετο από πενία, ληστεία, ευνοϊοκρατία και φρόντισε να εξασφαλίσει από το προοδευτικό Ιόνιο κράτος οικονομικά οφέλη. Ο νόμος που καταργούσε την Ιόνιο Ακαδημία καθώς και τις άλλες σχολές της Επτανήσου, χτυπούσε την αχίλλειο πτέρνα της Εθνικής μας υποστάσεως. Έσβηνε ελληνικά φώτα που τα σεβάστηκαν οι ξένοι και ονομάστηκε περίτεχνε Νόμος “περί διοργανώσεως της εκπαιδεύσεως κατά την Επτάνησο”. Είναι ο νόμος ΡΗ του 1865 (ένα χρόνο μετά την ένωση) που πρέπει να τον ξέρουν και να τον θυμούνται οι νεώτεροι Έλληνες ως Νόμο σκοταδισμού.
Για το λόγου το αληθές ένα από τα άρθρα του νόμου
"Γεώργιος Α’ Βασιλεύς των Ελλήνων. Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της βουλής απεφασίσαμεν και διατάσσομεν:
Περί οργανώσεως της εκπαιδεύσεως κατά την Επτάνησο.
Άρθρον 1 – Καταργούνται α) Το αρχοντείον της Παιδείας εν Επτανήσω. β) η Ιόνιος Ακαδημία. γ) το εν Κερκύρα Ιεροσπουδαστήριον, δ) το εν Κερκύρα Γυμνάσιον, ε) τα Λύκεια Κερκύρας, Παξών, Λευκάδος, Ιθάκης, Κεφαλληνίας, Ζακύνθου και Κυθήρων.
Η προσφορά των Επτανήσων όμως δεν σταματά εδώ. Σύμφωνα με τον Φ.Κ Βώρο (Δρ. Φιλοσοφίας, επίτ. Σύμβουλος Παιδαγ. Ινστιτούτου).
Τούτο είναι βέβαιο:
Α. Η ενσωμάτωση της Επτανήσου με την άλλη Ελλάδα το 1864, αποτέλεσε την πρώτη ικανοποίηση, έστω φαινομενικά, της πολιτικής της Μεγάλης Ιδέας.
Β. Οι Επτανήσιοι έφεραν στην Κοινοβουλευτική ζωή της Ελλάδας την εμπειρία τους από αγώνες πολιτικούς, εθνικούς, κοινωνικούς. Δεν είναι τυχαίο ότι τα πρώτα βήματα του Κοινωνισμού (σοσιαλισμού) στην Ελλάδα συνδέονται με ονόματα Επτανησίων, όπως: του Π. Πανά, του Ρόκου Χοϊδά, του Δρακούλη, του Μαρίνου Αντύπα.
Γ. Έφεραν μαζί τους στην ελλαδική κοινωνία μια πνευματική παράδοση, που εκφράζεται με ονόματα όπως ο Σπ. Ζαμπέλιος, ο Πέτρος Βράιλας Αρμένης, ο Παύλος Καλλιγάς και άλλοι.
Δ. Έφεραν επίσης μια λαμπρή και επιβλητική ποιητική κληρονομιά (με κορυφαίο όνομα το Σολωμό) και ώριμο το αίτημα για αναγνώριση της δημοτικής γλώσσας ως μέσου σκέψης και έκφρασης των Νεοελλήνων. Δεν είναι τυχαίο ότι για πρώτη φορά σε ακαδημαϊκή εκδήλωση στον ελλαδικό χώρο έγινε επίσημα δεκτή από πανεπιστημιακές αρχές η επιλογή του Αρ. Βαλαωρίτη, ο οποίος είχε δηλώσει ότι δέχεται να είναι ομιλητής στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου μόνο με γλωσσική έκφραση δημοτική.
Η Μάχη της Κρήτης
Η Μάχη της Κρήτης
Με την ονομασία αυτή έμεινε στην ιστορία η αεραποβατική επιχείρηση, που επιχείρησε η Ναζιστική Γερμανία κατά της Κρήτης στις 20 Μαΐου 1941 και η οποία έληξε δώδεκα μέρες μετά, την 1η Ιουνίου, με την κατάληψη της Μεγαλονήσου. Ήταν μία από τις σημαντικότερες μάχες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, με πολλές πρωτιές σε επιχειρησιακό επίπεδο.
Η απόφαση για την επίθεση στην Κρήτη ελήφθη από το Χίτλερ στις 25 Απριλίου 1941, λίγες μέρες μετά την παράδοση της ηπειρωτικής Ελλάδας στις δυνάμεις του Άξονα, και έλαβε την κωδική ονομασία «Επιχείρηση Ερμής» («Unternehmen Merkur»). Ήταν αμυντική και όχι επιθετική επιχείρηση, όπως αποδείχθηκε αργότερα.
Οι Γερμανοί είχαν ως στόχο να εξασφαλίσουν τα νοτιοανατολικά τους νώτα, ενόψει της Επιχείρησης Μπαρμπαρόσα (Εκστρατεία στη Ρωσία) και να εξορμήσουν στη Βόρεια Αφρική, με εφαλτήριο την Κρήτη, όπως πίστευαν οι Σύμμαχοι.
Τις παραμονές της επίθεσης, οι Σύμμαχοι είχαν τακτικό πλεονέκτημα σε ξηρά και θάλασσα, ενώ οι Γερμανοί στον αέρα.
Έτσι, το γερμανικό επιτελείο αποφάσισε να διεξαγάγει την επιχείρηση από αέρος με τη χρησιμοποίηση δυνάμεων αλεξιπτωτιστών σε ευρεία κλίμακα, για πρώτη φορά στην παγκόσμια στρατιωτική ιστορία. Επικεφαλής των γερμανικών δυνάμεων τέθηκε ο πτέραρχος Κουρτ Στούντεντ, 51 ετών, βετεράνος πιλότος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Είχε στη διάθεσή του 1190 αεροπλάνα (πολεμικά και μεταγωγικά) και 29.000 άνδρες (αλεξιπτωτιστές και πεζικάριους), ενώ οι Ιταλοί θα συνεισέφεραν 3.000 στρατιώτες.
Την Κρήτη υπερασπίζονταν όσοι έλληνες στρατιώτες είχαν παραμείνει στο νησί και δυνάμεις της Βρετανικής Κοινοπολιτείας (Βρετανοί, Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί στρατιωτικοί), που είχαν διεκπεραιωθεί από την κατεχόμενη Ελλάδα. Το γενικό πρόσταγμα είχε ο νεοζηλανδός στρατηγός Μπέρναρντ Φράιμπεργκ, 52 ετών, βετεράνος και αυτός του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Οι υπερασπιστές της Μεγαλονήσου ανήρχοντο σε περίπου 40.000, αλλά είχαν ανεπαρκή και απαρχαιωμένο οπλισμό, ιδίως οι Έλληνες.
Στην περιοχή των Χανίων είχε εγκατασταθεί ο Βασιλιάς Γεώργιος Β' και η εξόριστη Ελληνική Κυβέρνηση υπό τον Εμμανουήλ Τσουδερό. Οι Σύμμαχοι γνώριζαν με μεγάλες λεπτομέρειες το γερμανικό σχέδιο επίθεσης, αφού είχαν κατορθώσει για πρώτη φορά να σπάσουν του γερμανικό κώδικα επικοινωνιών («Επιχείρηση Αίνιγμα»). Όμως, το πλεονέκτημα αυτό δεν το εκμεταλλεύτηκαν, εξαιτίας των διαφωνιών του Φράιμπεργκ με τους ανωτέρους του στο Λονδίνο. Οι Αμερικανοί δεν είχαν εισέλθει ακόμη στον Πόλεμο.
Η γερμανική επίθεση εκδηλώθηκε στις 8 το πρωί της 20ης Μαΐου 1941, με τη ρίψη αλεξιπτωτιστών σε δύο μέτωπα: στο αεροδρόμιο του Μάλεμε και στην ευρύτερη περιοχή των Χανίων. Τα πρώτα κύματα των αλεξιπτωτιστών ήταν εύκολη λεία για τους Νεοζηλανδούς και τους Έλληνες που υπεράσπιζαν το Μάλεμε. Στις μάχες έλαβε μέρος και μεγάλος αριθμός αμάχων με ό,τι όπλο είχε στη διάθεσή του, από μαχαίρια ως όπλα από την εποχή της Κρητικής Επανάστασης.
Οι Γερμανοί δεν υπολόγισαν τη συμμετοχή αμάχων στις επιχειρήσεις. Η συμμετοχή χιλιάδων αμάχων στις επιχειρήσεις ήταν ένας παράγων που δεν είχαν υπολογίσει οι γερμανοί σχεδιαστές της επιχείρησης. Πίστευαν ότι οι Κρητικοί, γνωστοί για τα αντιμοναρχικά τους αισθήματα, θα υποδέχονταν τους Γερμανούς ως ελευθερωτές. Μία ακόμη λανθασμένη εκτίμηση της γερμανικής αντικατασκοπείας υπό τον ναύαρχο Βίλχελμ φον Κανάρις ήταν ο αριθμός των μαχητών στην Κρήτη, τους οποίους υπολόγιζαν σε μόνο 5.000 άνδρες.
Στις 4 το απόγευμα της 20ης Μαΐου ένα νέο κύμα αλεξιπτωτιστών έπεσε στο Ρέθυμνο και μία ώρα αργότερα στο Ηράκλειο. Τώρα, οι μάχες διεξάγονταν σε τέσσερα μέτωπα: Χανιά, Μάλεμε, Ρέθυμνο και Ηράκλειο. Η πρώτη μέρα της Μάχης της Κρήτης έληξε με μεγάλες απώλειες για τους Γερμανούς και αβέβαια έκβαση. Ο διοικητής των γερμανικών δυνάμεων, πτέραρχος Κουρτ Στούτεντ, απογοητευμένος από την εξέλιξη των επιχειρήσεων, σκέφθηκε ακόμη και την αυτοκτονία, αναλογιζόμενος την υπόσχεση που είχε δώσει στον Φύρερ για μια εύκολη νίκη. Το βράδυ της ίδιας μέρας, μετά από μεγάλες περιπέτειες, ο βασιλιάς Γεώργιος Β' και η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση μεταφέρθηκαν με βρετανικό πολεμικό στην Αίγυπτο.
Από τα ξημερώματα της 21ης Μαΐου οι μάχες συνεχίσθηκαν με ιδιαίτερη σφοδρότητα και στα τέσσερα μέτωπα.
Οι Γερμανοί επικεντρώθηκαν στην κατάληψη του αεροδρομίου του Μάλεμε, όπως ήταν ο πρωταρχικός τους στόχος και τα κατάφεραν προς το τέλος της ημέρας.
Επωφελήθηκαν από την ασυνεννοησία στις τάξεις των Συμμάχων, αλλά υπέστησαν και πάλι μεγάλες απώλειες. Ανάμεσα στους γερμανούς αλεξιπτωτιστές που κατέλαβαν το Μέλεμε ήταν μια μεγάλη προσωπικότητα του αθλητισμού και της πυγμαχίας, ο πρώην παγκόσμιος πρωταθλητής βαρέων βαρών Μαξ Σμέλινγκ, 36 ετών, που έφερε το βαθμό του δεκανέα.
Η κατάληψη του αεροδρομίου ήταν στρατηγικής σημασίας για την εξέλιξη των επιχειρήσεων. Οι Γερμανοί άρχισαν να μεταφέρουν μεγάλες δυνάμεις από την Ελλάδα και με τον σύγχρονο οπλισμό που διέθεταν ήταν θέμα χρόνου η κυριαρχία τους στη Μεγαλόνησο. Στις 28 Μαΐου οι Γερμανοί είχαν απωθήσει τις συμμαχικές δυνάμεις προς τα νότια, καθιστώντας τον αγώνα τους μάταιο. Έτσι, το Λονδίνο αποφάσισε την απόσυρση των δυνάμεων της Κοινοπολιτείας από την Κρήτη και τη μεταφορά τους στην Αίγυπτο. Όσες μονάδες δεν τα κατάφεραν, παραδόθηκαν στους Γερμανούς. Πολλοί Έλληνες μαχητές και μαζί τους 500 Βρετανοί ανέβηκαν στα απρόσιτα βουνά της Κρήτης για να συνεχίσουν τον αγώνα. Την 1η Ιουνίου, με την παράδοση 5.000 μαχητών στα Σφακιά, έπεσε η αυλαία της Μάχης της Κρήτης.
Οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές όχι μόνο δεν βρήκαν συμπαθή πληθυσμό ή φιλικούς αντάρτες, όπως τους είχαν ενημερώσει, αλλά αντιμετώπισαν μια παλλαϊκή αντίσταση όπου γέροι, νέοι, γυναίκες, παιδιά, παπάδες και καλόγεροι, πολέμησαν με ό,τι είχαν διαθέσιμα, από παμπάλαια όπλα μέχρι κασμάδες πιρούνες και δρεπάνια! Πολέμησαν ακόμη και με μαγκούρες και με πέτρες. Τους ξάφνιασαν!
Οι απώλειες για τους Συμμάχους ήταν: 3.500 νεκροί, 1.900 τραυματίες και 17.500 αιχμάλωτοι. Οι Γερμανοί, σύμφωνα με δικά τους στοιχεία, είχαν 3.986 νεκρούς και αγνοούμενους, 2.594 τραυματίες, ενώ έχασαν 370 αεροπλάνα. Σύμφωνα, όμως, με συμμαχικούς υπολογισμούς, οι γερμανικές απώλειες ξεπέρασαν τις 16.000.
Η Μάχη στην Κρήτη ονομάστηκε και «Νεκροταφείο των γερμανών αλεξιπτωτιστών», εξαιτίας των μεγάλων απωλειών τους, γεγονός που ανάγκασε τον Χίτλερ να διατάξει τον τερματισμό κάθε αεραποβατικής επιχείρησης στο μέλλον. Από την πλευρά τους, οι Σύμμαχοι εντυπωσιάστηκαν από τις μεγάλες δυνατότητες των αλεξιπτωτιστών στη μάχη και δημιούργησαν τις δικές τους αεραποβατικές δυνάμεις.
Πρώτη Οικουμενική Σύνοδος της Νίκαιας
Πρώτη Οικουμενική Σύνοδος της Νίκαιας
Το 325 στη Νίκαια της Βιθυνίας ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Α΄ συγκάλεσε την Πρώτη Σύνοδο της Νίκαιας ή Α΄ Οικουμενική Σύνοδο με σκοπό την αποκατάσταση της ειρήνης στα εκκλησιαστικά ζητήματα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Η σύνοδος καταδίκασε τη διδασκαλία του Αρείου, συνέταξε το Σύμβολο της Νίκαιας που καθιέρωσε τον όρο ομοούσιος και όρισε την ημερομηνία εορτασμού του Πάσχα. Με τη Σύνοδο αυτή η Εκκλησία εντάχθηκε στις επίσημες δομές της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και ο συνοδικός θεσμός έγινε θεμελιώδους σημασίας για τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό. Οι εξελίξεις αυτές είχαν μακροχρόνιες επιρροές θεολογικού και πολιτικού χαρακτήρα στην Ανατολή κατά τη διάρκεια όλου του Μεσαίωνα. Επίσης, αποτέλεσε το πρότυπο για τις μελλοντικές Οικουμενικές Συνόδους.
Οι αποφάσεις της συνόδου
Ο βασικός λόγος σύγκλησης της Α΄ Οικουμενικής συνόδου ήταν η αντιμετώπιση από το σύνολο του πληρώματος της εκκλησίας —εξ ου και η παράσταση πλην του ιερού κλήρου και λαϊκών- με κύριο ρόλο τη συμβουλή σε ζητήματα θεολογικού περιεχομένου. Επί τη ευκαιρία όμως της σύγκλησης της συνόδου, αντιμετωπίστηκαν πληθώρα ζητημάτων, τα οποία υπήρχαν στο εσωτερικό της εκκλησίας, που άλλοτε δημιούργησαν έριδες ή υπήρχαν δυνατότητες στο μέλλον να δημιουργήσουν νέα προβλήματα.
Έτσι, καθώς το κρίσιμο ζήτημα του αρειανισμού είχε αντιμετωπιστεί από τις τοπικές συνόδους της Αλεξανδρείας και της Αντιοχείας, δεν έγινε καμία σχετική αναφορά στους κανόνες της Συνόδου της Νίκαιας αλλά υπήρξε η αντιμετώπιση του Κολλουθιανού και Μελιτιανού σχίσματος, του Νοβατιανισμού και αλλά και γενικότερων θεμάτων, όπως της μετάνοιας όπου πάρθηκαν αυστηρότερα ποιοτικά μέτρα και ο εορτασμός του Πάσχα, για τον οποίο επετεύχθη κοινή συμφωνία μεταξύ των παρευρισκομένων. Ένα σημαντικότατο βήμα επίσης επιτελέστηκε σχετικά με τη διοικητική οργάνωση της εκκλησίας σε οικουμενικό επίπεδο με της εισαγωγή του μητροπολιτικού συστήματος. Το σημαντικότερο όμως βήμα της συνόδου ήταν το Σύμβολο της Νίκαιας, ένα σύντομο κείμενο που πιστεύεται ότι μπορεί να βασίστηκε σε βαπτιστήριο σύμβολο της εκκλησίας των Ιεροσολύμων, με ορισμένες τροποποιήσεις που στηρίχθηκαν πάνω στην αντιμετώπιση των αρειανικών δογμάτων..
Συνοπτική παράθεση των ιερών Κανόνων
Κανόνας Α΄: Καταδικάζει τη συνήθεια του οικειοθελούς ευνουχισμού και απαγορεύει τη χειροτονία ευνουχισμένων, πλην όσων για ιατρικούς λόγους ή λόγω βασανιστηρίων εξετμήθησαν.
Κανόνας Β΄: Απαγορεύει τη χειροτονία ως κληρικών στα νέα μέλη (νεόφυτοι) της εκκλησίας.
Κανόνας Γ΄: Καταδικάζει τη συνήθεια των κληρικών όλων των βαθμών να συζούν με νεαρές γυναίκες τις οποίες δεν είχαν παντρευτεί (συνείσακτοι).
Κανόνας Δ΄-Ε΄: Εισάγεται το «μητροπολιτικό σύστημα», το οποίο ίσχυε στην οργάνωση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, και καθορίζουν την αρμοδιότητα της επαρχιακής συνόδου στη χειροτονία των επισκόπων.
Κανόνας ΣΤ΄: Αναγνωρίζει κατ' εξαίρεση το αρχαίο έθος της συγκεντρωτικής δικαιοδοσίας του επισκόπου της Αλεξάνδρειας στις εκκλησίες της Αιγύπτου, Λιβύης και Πεντάπολης —όπως συνέβαινε και με την εκκλησία της Ρώμης—, ενώ εξαιρεί τη Ρώμη και την Αντιόχεια από το γενικό μέτρο του μητροπολιτικού συστήματος.
Κανόνας Ζ΄: Ορίζεται ότι ο επίσκοπος Αιλίας (δηλ. Ιερουσαλήμ) να είναι ο επόμενος στη σειρά απόδοση τιμών.
Κανόνας Η΄: Ορίζει τον τρόπο επιστροφής στην εκκλησία της Αιγύπτου των λεγόμενων «Καθαρών» (Μελιτιανό σχίσμα).
Κανόνας Θ΄: Αναφέρεται στην συνήθη περίπτωση χειροτονίας πρεσβυτέρων των οποίων δεν εξετάστηκαν τα προσόντα ή οι οποίοι δεν παραμένουν άμεμπτοι.
Κανόνας Ι΄: Καταδικάζει τη χειροτονία πεπτωκότων.
Κανόνας ΙΑ΄-ΙΒ΄: Καθορίζεται η μετάνοια των πεπτωκότων, με αυστηρότερα κριτήρια.
Κανόνας ΙΓ΄: Δέχεται ότι είναι δυνατόν να παρασχεθεί Θεία Ευχαριστία επί της επιθανατίου κλίνης.
Κανόνας ΙΔ΄: Ορίζεται η μετάνοια των πεπτωκότων κατηχουμένων.
Κανόνας ΙΕ΄-ΙΣΤ΄: Καταδικάζεται η επιδίωξη κληρικών για μετάθεση σε άλλες εκκλησίες.
Κανόνας ΙΖ΄: Καταδικάζει την πλεονεξία και αισχροκέρδεια των κληρικών που προέρχεται από τον έντοκο δανεισμό.
Κανόνας ΙΗ΄: Απαγορεύει στους διακόνους να μεταδίδουν και να αγγίζουν τη Θεία Ευχαριστία πριν από τους πρεσβυτέρους, και δεν επιτρέπεται το να κάθονται μεταξύ των πρεσβυτέρων.
Κανόνας Κ΄: Απαγορεύει τη γονυκλισία στη Θεία Λειτουργία της Κυριακής και την ημέρα της Πεντηκοστής.
Επιπρόσθετα καθορίστηκε η κοινή ημέρα εορτασμού του Πάσχα.
Η Μάχη στο Μανιάκι
Η Μάχη στο Μανιάκι
Στις αρχές του 1825 η Ελληνική Επανάσταση διέτρεχε μεγάλο κίνδυνο, όχι μόνο από τον Ιμπραήμ, αλλά και εξαιτίας του εμφύλιου σπαραγμού. Ο αιγύπτιος πολέμαρχος, μετά την κατάληψη του Νεόκαστρου (κάστρου της Πύλου), γρήγορα έγινε κυρίαρχος σχεδόν όλης της Μεσσηνίας και ετοιμαζόταν να βαδίσει κατά της Τριπολιτσάς, διοικητικού κέντρου της Οθωμανικής Πελοποννήσου, που κατείχαν οι Έλληνες από το 1822.
Στις απελευθερωμένες περιοχές κυβερνούσε το «Εκτελεστικό» υπό τον Γεώργιο Κουντουριώτη, ενώ οι αρκετοί οπλαρχηγοί (Κολοκοτρώνης κ.ά.) βρίσκονταν στις φυλακές, θύματα της εμφύλιας διαμάχης. Ο Παπαφλέσσας, που ασκούσε καθήκοντα Υπουργού Στρατιωτικών, διείδε τον κίνδυνο που διέτρεχε η Επανάσταση και παρότι πολιτικός φίλος του Κουντουριώτη και αντίπαλος του Κολοκοτρώνη, εισηγήθηκε την απελευθέρωση των φυλακισμένων οπλαρχηγών. Συν τοις άλλοις, συναντούσε απροθυμία να συγκροτήσει ένα επαρκές στράτευμα για την αντιμετώπιση του Ιμπραήμ
Στα μέσα Μαΐου αποφάσισε να αναλάβει δράση και να αντιπαρατεθεί ο ίδιος με τον εχθρό, σε μια προσπάθεια να αφυπνίσει τους Έλληνες. Είχε όμως και πολιτικά κίνητρα το σχέδιό του. Ήλπιζε ότι με μια νίκη κατά του Ιμπραήμ θα αποκτούσε δύναμη για να ανατρέψει την κυβέρνηση Κουντουριώτη και να σχηματίσει κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας. Με λίγους άνδρες αναχώρησε από το Ναύπλιο και αφού διέσχισε την Πελοπόννησο κατέλαβε την ανατολική πλευρά του όρους Μάλα στο Μανιάκι της Μεσσηνία, μία ορεινή περιοχή που «βλέπει» όλη την περιοχή μέχρι το Νεόκαστρο και από όπου θα είχε καλύτερη εποπτεία των κινήσεων του εχθρού.
Ο Ιμπραήμ με τις υπηρεσίες πληροφοριών που διέθετε εντόπισε εύκολα τις θέσεις των ανδρών του Παπαφλέσσα και κινήθηκε εναντίον του με 6.000 πεζούς και ιππείς. Ο Παπαφλέσσας μόλις και μπόρεσε να παρατάξει 1.300 άνδρες, αν και σύμφωνα με τις υποσχέσεις των οπλαρχηγών η ελληνική δύναμη θα έπρεπε να αγγίζει τους 10.000 άνδρες. Κατασκεύασε πρόχειρα προχώματα και παρέταξε τους άνδρες τους σε άμυνα τριών σειρών. Κάποιοι από τους οπλαρχηγούς του πρότειναν να δώσουν αλλού τη μάχη, επειδή η περιοχή ήταν ακατάλληλη και ότι τα ταμπούρια που είχαν κατασκευάσει θα ήταν εύκολη υπόθεση για το αιγυπτιακό ιππικό. Ο Παπαφλέσας επέμεινε να δώσει τη μάχη στο Μανιάκι, υπολογίζοντας στις ενισχύσεις που περίμενε.
Με τη θέα των ορδών του Ιμπραήμ στις 19 Μαΐου 1825, αρκετοί από τους Έλληνες καταλήφθηκαν από φόβο και αρνήθηκαν να πολεμήσουν. «Είχε μαυρίσει ο κάμπος από τον πολύν στρατόν» γράφει χαρακτηριστικά ο Φωτάκος (Φώτιου Χρυσανθόπουλου ή Φωτάκου: «Βίος Παπαφλέσσα», 1868). Σχεδόν αμέσως άρχισαν οι διαρροές. Το σύνθημα της αποχώρησε έδωσε ο μανιάτης οπλαρχηγός Σταυριανός Καπετανάκης με δέκα άνδρες και στη συνέχεια η φυγή γενικεύτηκε. Το ελληνικό στρατόπεδο δεν αριθμούσε πάνω από 600 άνδρες.
Η μάχη άρχισε το πρωί της 20ης Μαΐου 1825 και κράτησε περίπου οκτώ ώρες. Για τους πεπειραμένους Αιγύπτιους και τους Γάλλους αξιωματικούς τους δεν ήταν δύσκολο να κάμψουν την αντίσταση των λιγοστών Ελλήνων, παρότι πολέμησαν με υπέρμετρη γενναιότητα. Εισέβαλαν στα ταμπούρια τους και τους σκότωσαν σχεδόν όλους, ανάμεσά τους και τον Παπαφλέσσα. Ήταν μια άνιση μάχη από όλες τις πλευρές και έφερε στη μνήμη πολλών τη Μάχη των Θερμοπυλών και τη θυσία των 300 του Λεωνίδα. Οι ενισχύσεις έφθασαν σχεδόν κατόπιν εορτής. Οι 1.300 άνδρες του Δημητράκη Πλαπούτα μόλις που πρόλαβαν να ρίξουν μερικές τουφεκιές, ενώ ο αδελφός του Παπαφλέσσα, Νικήτας Φλέσσας, με 700 άνδρες προτίμησε να αποσυρθεί μόλις έμαθε την καταστροφή.
Μετά τη μάχη, ο Ιμπραήμ αναζήτησε τον νεκρό Παπαφλέσσα. Του έφεραν ένα ακέφαλο πτώμα. Διέταξε να βρεθεί και η κεφαλή του και αφού στερέωσαν όρθιο σε ένα κορμό δέντρου το σώμα του, του πρόσδεσαν και το κεφάλι, ώστε να παρέχει την εντύπωση ζωντανού ανθρώπου. Τότε ο Ιμπραήμ, κατά τον Φωτάκο, τον κοίταξε άφωνος για λίγο, έκαμε μια χειρονομία σεβασμού και θαυμασμού και είπε: «Πράγματι αυτός ήτο ικανός και γενναίος άνθρωπος. Καλύτερα να επαθαίναμεν άλλην τόσην ζημίαν, αλλά να τον επιάναμεν ζωντανόν».
Μετά τη νίκη του στο Μανιάκι, ο Ιμπραήμ ολοκλήρωσε την κατάληψη της Μεσσηνίας με την πυρπόληση της Καλαμάτας και στη συνέχεια στράφηκε κατά της Τριπολιτσάς, την οποία κατέλαβε στις 11 Ιουνίου 1825. Εν τω μεταξύ, από τις 17 Μαΐου ο Κολοκοτρώνης είχε αποφυλακιστεί και διοριστεί αρχιστράτηγος των ελληνικών δυνάμεων. Ως στρατηγική αντιμετώπισης του Ιμπραήμ επέλεξε τον κλεφτοπόλεμο, την ανύψωση του ηθικού του πληθυσμού και την καταπολέμηση του «προσκυνήματος» τύπου Νενέκου.
Γιορτή της μητέρας ή ημέρα της μητέρας
Ημέρα της μητέρας
ή
γιορτή της μητέρας
Η γιορτή της μητέρας ή ημέρα της μητέρας είναι εορτή προς τιμήν της μητέρας και της μητρότητας. Στην Ελλάδα και σε πολλές άλλες χώρες, γιορτάζεται την δεύτερη Κυριακή του μήνα Μάη.
Οι πρώτες αναφορές για Γιορτή της Μητέρας και της μητρότητας έρχονται από την αρχαία Ελλάδα.
Η μητέρα Γη (Γαία) σύζυγος του Ουρανού είναι η προσωποποίηση της φύσης, που γεννά όλο τον κόσμο και λατρεύεται σαν η υπέρτατη θεότητα. Η λατρεία περνά στη συνέχεια στην κόρη της, Ρέα, σύζυγο και αδερφή του Κρόνου. Η Ρέα λατρεύεται σαν η "Μητέρα των Θεών", καθώς φαίνεται να είναι η πρώτη, που γέννησε με τοκετό και ανάθρεψε τα παιδιά της με μητρικό γάλα. Οι αρχαίοι Έλληνες απέδιδαν τιμές στη Ρέα κάθε άνοιξη, καθώς ήταν και θεά της γης και της γονιμότητας.
Καθιερώθηκε τον 20ό αιώνα και προέρχεται από το αγγλικό και το αμερικανικό κίνημα των γυναικών. Η Αμερικανίδα Ann Maria Reeves Jarvis διοργάνωσε για πρώτη φορά το 1865 ένα κίνημα με το όνομα Mothers Friendships Day και συναντήσεις με το όνομα Mothers Day Meetings, κατά τις οποίες οι μητέρες αντάλλασσαν απόψεις και εμπειρίες.
Το 1870 η Julia Ward Howe διοργάνωσε μια εκδήλωση φιλειρηνικής συγκέντρωσης μητέρων με το σλόγκαν peace and motherhood με σκοπό, τα παιδιά να μην στέλνονται στον πόλεμο.
Στην Ελλάδα η γιορτή της μητέρας συνδέθηκε με την εορτή της Υπαπαντής (2 Φεβρουαρίου). Τότε η ορθόδοξη εκκλησία γιορτάζει την Παναγία με τον Ιωσήφ που πηγαίνουν τον 40ήμερο Ιησού στο Ναό για ευλογία. Να "σαραντίσει", με σύγχρονη ορολογία. Μια κίνηση που ακόμα σήμερα κάνουν οι χριστιανές μητέρες (Σαραντισμός).
Ο παράλληλος εορτασμός της μητέρας ξεκίνησε το 1929 με προφανή τον συμβολισμό. Όμως κατά την δεκαετία του 1960, ο εορτασμός ατόνησε και ενισχύθηκε η δυτικόφερτη συνήθεια εορτασμού της 2ης Κυριακής του Μαΐου. Η εκκλησία όμως επιμένει στην παλαιά ημέρα εορτασμού και διοργανώνει σχετικές εκδηλώσεις.