Άρθρα
Αποξύρανση της λίμνης Κωπαΐδας
Αποξύρανση της λίμνης Κωπαΐδας
Ο πολιτισμός των Μινύων, του λαού που έζησε στη Βοιωτία με έδρα τον Ορχομενό, γνώρισε τη μεγάλη του ακμή του κατά δεύτερη χιλιετία π.Χ.
Υπάρχουν, μάλιστα, πολλοί ερευνητές που πιστεύουν ότι η Αργοναυτική εκστρατεία απηχεί δικές τους περιπέτειες.
Τα μινυακά αγγεία που έχουμε στη διάθεσή μας, μαρτυρούν έναν υψηλό βαθμό πολιτισμού.
Η Κωπαΐδα ήταν κάποτε η μεγαλύτερη λίμνη της Ελλάδας. Τη διέσχιζε ο Κηφισός ποταμός.
Οι Μινύες ήταν οι πρώτοι που σκέφτηκαν να την αποξηράνουν. Δεν γνωρίζουμε πόσο χρόνο τους πήρε αλλά τα κατάφεραν να αποκτήσουν μιαν απέραντη εύφορη έκταση, δημιουργώντας ένα εκπληκτικό για την εποχή υδραυλικό σύστημα που άφησε άναυδους τους αρχαιολόγους, όταν το είδαν. Η Κωπαΐδα έγινε πηγή ζωής και πλούτου. Στο γόνιμο έδαφός της αναπτύχθηκαν πολλοί προϊστορικοί οικισμοί.
Κατά τη μυθολογία, όταν ο Ηρακλής και οι Θηβαίοι εκστράτευσαν εναντίον του Ορχομενού, έφραξαν τις καταβόθρες με αποτέλεσμα τα νερά να πλημμυρίσουν τους οικισμούς και να τους πνίξουν.
Έτσι, η λίμνη ξανασχηματίστηκε. Στον καιρό του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο υδραυλικός Κράτης προσπάθησε και πάλι να αποξηράνει τη λίμνη. Η δουλειά, όμως, ποτέ δεν τελείωσε.
Στα 1865, μια γαλλική εταιρεία ανέλαβε να την αποξηράνει με επαχθείς για το ελληνικό κράτος όρους.
Στις 8 Οκτωβρίου 1773, το τότε υπουργικό συμβούλιο κήρυξε έκπτωτη την εταιρεία. Ο πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης αποφάσισε να προχωρήσει το έργο.
Στις 3 Ιουλίου 1882, ψηφίστηκε ο νόμος για την αποξήρανση της Κωπαΐδας.
Χρειάστηκαν πενήντα χρόνια, ώσπου, το 1931, να ολοκληρωθεί.
Στη διάρκειά τους, δημιουργήθηκε το οξύτατο Κωπαϊδικό ζήτημα που καταταλαιπώρησε αγρότες και κυβερνήσεις επί μισόν αιώνα.
Η αγγλική κατασκευάστρια εταιρεία έφτασε να νοικιάζει τα αποξηραμένα εδάφη με ποσοστό ως και 47% επί της παραγωγής και να ξεζουμίζει τους αγρότες.
Το Κωπαϊδικό ζήτημα έληξε με την ανάθεση της διαχείρισης των αγρών στον Οργανισμό Κωπαΐδας.
Ο Χαρίλαος Τρικούπης ευτύχησε να εγκαινιάσει την πρώτη σήραγγα (του Αγίου Γεωργίου), το 1884. Όταν τα νερά αποσύρθηκαν, αποκαλύφθηκε το αριστουργηματικό έργο των Μινύων που, με λίγες μετατροπές, θα μπορούσε να λειτουργήσει και στην εποχή μας.
Σήμερα, 250.000 στρέμματα της πρώην λίμνης έχουν αποδοθεί στην καλλιέργεια.
historyreport.gr
Η Εθνική Ελλάδος στο ποδόσφαιρο κατακτά την κορυφή της Ευρώπης 4 Ιουλίου 2004
Η Εθνική Ελλάδος στο ποδόσφαιρο
κατακτά την κορυφή της Ευρώπης
4 Ιουλίου 2004 – Η νύχτα που ποτέ δεν θα ξεχάσει κανένας Έλληνας
Πρωταθλήτρια Ευρώπης 2004
η Εθνική Ελλάδος
Το… δεξί πόδι του Γιώργου Καραγκούνη χάλασε το πάρτι των διοργανωτών Πορτογάλων στην πρεμιέρα , πήραμε βαθμό κόντρα στους πανίσχυρους Ισπανούς, μείναμε ζωντανοί παρά την ήττα από τους Ρώσους, διαλύσαμε τη Γαλλία του Ζιντάν, του Τρεζεγκέ, του Ανρί, ο «Κολοσσός» Δέλλας έστειλε στο σπίτι τους τους Τσέχους και φτάσαμε στον τελικό. Οι χοροί κρατούσαν… Καραβάνια Ελλήνων αναχώρησαν για την Πορτογαλία, για να είναι δίπλα στον Ότο Ρεχάγκελ.
Ξέρουμε τι κάνατε εκείνο το βράδυ, πριν από έντεκα χρόνια. Όλοι στους δρόμους, στις πλατείες, αγκαλιασμένοι, μονιασμένοι, πανηγυρίζατε, τραγουδούσατε, γιορτάζατε. Η Ελλάδα ήταν πρωταθλήτρια Ευρώπης..
και στους Έλληνες εκείνο το βράδυ της 4ης Ιουλίου.Ο Κριστιάνο Ρονάλντο και η παρέα του μας ήθελαν στον τελικό. Και να “μαστε… Όλες τις προηγούμενες ημέρες, ένα σύνθημα ένωνε τους Έλληνες. «Σήκωσε το, το γ@@@@@@ο, δεν μπορώ, δεν μπορώ να περιμένω». Οι… ειδήμονες έχουν σηκώσει τα χέρια ψηλά με την περίπτωσή μας. Ήρθαμε από το πουθενά, εντάξει μπαλάρα δεν παίζουμε, αλλά υπήρχε κάποιος καλύτερος; Γαλλία, Γερμανία, Ισπανία, Ιταλία και Αγγλία ήταν ήδη διακοπές.
Πάμε στο «Ντα Λουζ» της Λισαβόνας. Έντεκα έναντίον έντεκα μέσα στον αγωνιστικό χώρο, 30.000 Πορτογάλοι εναντίον 15.000 Ελλήνων στις κερκίδες. Νικοπολίδης, Σεϊταρίδης, Καψής, Δέλλας, Φύσσας, Γιαννακόπουλος, Μπασινάς, Ζαγοράκης, Κατσουράνης, Χαριστέας, Βρύζας, η ελληνική ενδεκάδα. Όλοι έτοιμοι για τη σέντρα. Ο Μάρκους Μερκ σφυρίζει, το παιχνίδι αρχίζει. Ο Μιγκέλ κάνει το πρώτο καλό σουτ για τους Πορτογάλους, ο Χαριστέας απαντά, αλλά ο Ρικάρντο προλαβαίνει να διώξει τη μπάλα άουτ. Ο Παουλέτα προσπαθεί να ανοίξει το σκορ, ο Νικοπολίδης θα πει «όχι». Ο Λουίς Φελίπε Σκολάρι προσπαθεί να διασπάσει την ελληνική άμυνα. Αναγκαστική αλλαγή για τους Πορτογάλους στο 43΄με τον Πάολο Φερέιρα να αντικαθιστά τον Μιγκέλ. Η ώρα περνάει, η αγωνία μεγαλώνει, οι καρδιές σας ήταν στη θέση τους; Πέρασε το ημίχρονο, πάμε στα αποδυτήρια με το 0-0.
Είμαστε στο 56ο λεπτό, η Ελλάδα κερδίζει το κόρνερ μετά την προσπάθεια του Σεϊταρίδη. Ο Μπασινάς θα αναλάβει να το εκτελέσει. Η μπάλα στα πόδια ενός… Άγγελου… Εκτελεί, λοιπόν, ο Ρικάρντο κάνει άστοχη έξοδο, ο Χαριστέας, άλλος ένας… Άγγελος, θα πάρει την κεφαλιά και θα… καρφώσει τη μπάλα στα δίχτυα των Πορτογάλων. Είναι γκολ. Είναι το 1-0. Φωνές, κραυγές σε κάθε γειτονιά, σε κάθε πόλη σε κάθε χωριό. Είναι γκολ. Οι Πορτογάλοι τα έχουν χάσει πια… Ο Φίγκο, ο Κριστιάνο Ρονάλντο, ο Ντέκο θέλουν να αντιδράσουν. Δεν μπορούν. Στο 86ο λεπτό εισβάλλει στο γήπεδο ο Τζίμι Τζαμπ, κατευθύνεται προς τον Λουίς Φίγκο και του πετά τη σημαία της Μπαρτσελόνα.
Ο άσος της Ρεάλ, έξαλλος μετά τη μικρή διακοπή, κάνει την απέλπιδα προσπάθεια για να στείλει το παιχνίδι στην παράταση. Στις καθυστερήσεις το σουτ του θα περάσει… ξυστά από το δοκάρι και θα καταλήξει άουτ. Μετράμε πια αντίστροφα για να πατήσουμε την κορυφή της Ευρώπης. Ο Μερκ σφυρίζει τρεις φορές. Έληξε. Ένα κουβάρι. Όλοι. Μαζί. Αγκαλιασμένοι, μονιασμένοι, πανηγυρίζουμε, τραγουδάμε, γιορτάζουμε. Έντεκα χρόνια πριν… Το βράδυ που μας ένωσε…
Λιγότερες από 24 ώρες μετά, οι Έλληνες ήταν ακόμα στους δρόμους. Οι θριαμβευτές επιστρέφουν στην Αθήνα. Λαοθάλασσα. Παραλήρημα, κλάμα, αποθέωση. Μποτιλιάρισμα στην Αττική Οδό. Το πούλμαν που μεταφέρει τους παίκτες από το «Ελευθέριος Βενιζέλος» στο «Παναθηναϊκό στάδιο» πηγαίνει σχεδόν σημειωτόν. Χρειάστηκαν τρεις ώρες για να καλύψει αυτή τη διαδρομή των λίγων χιλιομέτρων.
Ο Φάνης Κατεργιαννάκης, ο Αντώνης Νικοπολίδης, ο Κώστας Χαλκιάς, ο Στέλιος Βενετίδης, ο Γιάννης Γκούμας, ο Τραϊανός Δέλλας, ο Μιχάλης Καψής, ο Νίκος Νταμπίζας, ο Γιούρκας Σεϊταρίδης, ο Τάκης Φύσσας, ο Γιώργος Γεωργιάδης, ο Στέλιος Γιαννακόπουλος, ο Θοδωρής Ζαγοράκης, ο Γιώργος Καραγκούνης, ο Κώστας Κατσουράνης, ο Παντελής Καφές, ο Βασίλης Λάκης, ο Άγγελος Μπασινάς, ο Βασίλης Τσιάρτας, ο Ζήσης Βρύζας, ο Ντέμης Νικολαϊδης, ο Δημήτρης Παπαδόπουλος, ο Άγγελος Χαριστέας και ο Ότο Ρεχάγκελ παρέδωσαν το Κύπελλο στους Έλληνες.
Πληροφορίες: 24wro.com.gr/
Σήκωσέ το
Η μάχη της Πύδνας, αποτέλεσε την πιο καθοριστική μάχη του Γ’ Μακεδονικού Πολέμου
Η μάχη της Πύδνας
Η μάχη της Πύδνας το 168 π.Χ., αποτέλεσε την πιο καθοριστική μάχη του Γ’ Μακεδονικού Πολέμου (171-168 π.Χ.), μιας πολεμικής αναμέτρησης που σφράγισε την κατάλυση του Μακεδονικού βασιλείου και άνοιξε διάπλατα το δρόμο για την κατάκτηση του ελλαδικού χώρου από τους Ρωμαίους.
Ο Γ’ Μακεδονικός πόλεμος ήταν αποτέλεσμα της άμεσης αντίδρασης της Ρώμης στην προσπάθεια του βασιλιά Περσέα της Μακεδονίας να ανοικοδομήσει τη μακεδονική ηγεμονία στον ελλαδικό χώρο, η οποία είχε χαθεί λόγω της συντριβής που είχε υποστεί ο Μακεδόνας βασιλιάς Φίλιππος Δ’ από το ρωμαϊκό στρατό στο Β’ Μακεδονικό Πόλεμο (200-197 π. Χ.). Μετά την ήττα του Φιλίππου, οι Ρωμαίοι υποχρέωσαν τη Μακεδονία σε σοβαρές εδαφικές απώλειες υποχρεώνοντας την παράλληλα σε σύναψη στρατιωτικής συμμαχίας μαζί τους.
Η άνοδος του βασιλιά Περσέα στο θρόνο της Μακεδονίας το 179 π. Χ. άλλαξε την πορεία των εξελίξεων. Ο Περσέας προχώρησε σε αναδιόργανωση της οικονομίας και του στρατού του βασιλείου, με αποτέλεσμα η Μακεδονία να αρχίσει ξανά να εκφράζει ηγεμονικές τάσεις στον ελλαδικό χώρο. Οι συμμαχίες του Περσέα με φυλές της Ιλλυρίας και της Θράκης προκάλεσαν γρήγορα την ανησυχία της Ρωμαϊκής Συγκλήτου.
Η Ρώμη μετά τους δύο νικηφόρους Μακεδονικούς πολέμους και την επιτυχή αντιμετώπιση των εκστρατειών του βασιλείου των Σελευκιδών είχε μετατραπεί σε μίαμακεδονική υπερδύναμη παρούσα στη δυτική, κεντρική και ανατολική Μεσόγειο. Η ανάδυση ξανά της Μακεδονίας ως περιφερειακή δύναμη θα μπορούσε να θέσει σοβαρά εμπόδια στη ρωμαϊκή διείσδυση στην Ανατολική Μεσόγειο. Αφορμή τελικά για το ξέσπασμα του πολέμου αποτέλεσε η διεκδίκηση από τη Μακεδονία κάποιων θρακικών πόλεων, οι οποίες είχαν παραχωρηθεί από τους Ρωμαίους στο βασίλειο της Περγάμου, το οποίο αποτελούσε το σημαντικότερο σύμμαχο των Ρωμαίων στην Ελληνιστική Ανατολή.
Η πρώτη σύγκρουση των δύο αντιπάλων στο Καλλίνικο της Θεσσαλίας (171 π. Χ.) έληξε με νίκη των μακεδονικών δυνάμεων αλλά χωρίς αυτό να γείρει την πλάστιγγα υπέρ της μακεδονικής πλευράς. Στα επόμενα δύο έτη, οι μακεδονικές και ρωμαϊκές στρατιωτικές δυνάμεις επιδόθηκαν σε έναν πόλεμο φθοράς κερδίζοντας εκατέρωθεν μικρές νίκες αναζητώντας την τοποθεσία για την καθοριστική σύγκρουση που θα κρίνει τον πόλεμο.
Η τοποθεσία της Πύδνας στην περιοχή της Πιερίας αποτέλεσε τελικά το σημείο συνάντησης των δύο αντιπάλων. Ο Περσέας παρέταξε μία δύναμη περίπου 40.000 στρατιωτών η οποία αποτελούνταν από το κεντρικό σώμα τηςμακεδονικής φάλαγγας (16.000) το οποίο πλαισιωνόταν στα δύο άκρα απόελαφρύ πεζικό (κυρίως Θράκες και Ιλλύριους) και το μακεδονικό ιππικό. ΟΛεύκιος Αιμίλιος Παύλος παρέταξε μία δύναμη που προσέγγιζε τους 30.000 στρατιώτες, αποτελούμενη από δύο ρωμαϊκές λεγεώνες και περίπου 15.000 πεζούς και τοξότες, στρατεύματα Ιταλών και Ελλήνων συμμάχων.
Η σύγκρουση ξεκίνησε με την επίθεση της μακεδονικής φάλαγγας ενάντια στις λεγεώνες του ρωμαϊκού κέντρου η οποία εξανάγκασε το βασικό όγκο των ρωμαϊκών δυνάμεων σε μικρή υποχώρηση. Η μετακίνηση του ρωμαϊκού κέντρου όμως σε ημι-ορεινή περιοχή έφερε τη μακεδονική φάλαγγα σε εδάφη τα οποία δεν ευνοούσαν την προέλασή της.
Έτσι οι Ρωμαίοι πραγματοποίησαν αντεπίθεση, πραγματοποιώντας κατά μόνας πλευρικές επιθέσεις εναντίον του μακεδονικού κέντρου, γεγονός που αποδιοργάνωσε τις τάξεις της φάλαγγας. Ταυτόχρονα, το ελαφρύ ρωμαϊκό πεζικό συνοδευόμενο από 22 ελέφαντες κατάφερε και έτρεψε σε φυγή το μακεδονικό αριστερό άκρο επιτυγχάνοντας μία δεύτερη πλευρική προσβολή του μακεδονικού κέντρου.
Το ισχυρό δεξί άκρο της μακεδονικής παράταξης που αποτελούταν από ιππικές δυνάμεις δεν κατάφερε ποτέ να συμμετάσχει στη μάχη (υπάρχουν διάφορες ιστορικές αιτιάσεις για αυτό το περιστατικό), αχρηστεύοντας ένα από τα βασικά πλεονεκτήματα των Μακεδόνων, που ήταν η υπεροχή στην ποσότητα και την ποιότητα του ιππικού. Η επίθεση από όλες τις πλευρές ενάντια στη μακεδονική φάλαγγα διέρρηξε πλήρως τις γραμμές της, τρέποντας σε φυγή το μακεδονικό στράτευμα.
Οι απώλειες των Μακεδόνων ξεπέρασαν τους 15.000 στρατιώτες ενώ πάνω από 10.000 Μακεδόνες πιάστηκαν αιχμάλωτοι κατά την υποχώρηση. Οι ρωμαϊκές απώλειες προσέγγισαν τους 2.000 άνδρες, οι οποίες προκλήθηκαν κυρίως κατά την αρχική προέλαση της φάλαγγας.
Τη συντριβή του μακεδονικού στρατού, ακολούθησε η προέλαση του ρωμαϊκού στρατού στις μακεδονικές επαρχίες και η παράδοση του Περσέα στο Ρωμαίο στρατηγό. Η μάχη της Πύδνας οδήγησε σε κατάλυση το βασίλειο της Μακεδονίας το οποίο διαχωρίστηκε σε 4 επαρχίες οι οποίες ήταν άμεσα συνδεδεμένες στη ρωμαϊκή επικυριαρχία. Εκατοντάδες χιλιάδες Μακεδόνες οδηγήθηκαν στη δουλεία ενώ οι κυριότεροι πλουτοπαραγωγικοί πόροι του βασιλείου πέρασαν άμεσα σε ρωμαϊκό έλεγχο.
Η κατάκτηση της Μακεδονίας από τη Ρώμη, της ισχυρότερης δύναμης στον ελλαδικό χώρο σήμανε το πρώτο καθοριστικό βήμα για τη ρωμαϊκή εδαφική διείσδυση στον ελλαδικό χώρο και έπειτα σε όλη την Ελληνιστική Ανατολή.
Κωνσταντίνος Παπανικολάου
Διεθνολόγος, Υποψήφιος Διδάκτωρ στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης, Βοηθός Ερευνητή στο Παρατηρητήριο για τη Κρίση.
Ανατολικό μέτωπο (Β' Παγκόσμιος Πόλεμος)
Ανατολικό μέτωπο (Β' Παγκόσμιος Πόλεμος)
Ως Ανατολικό Μέτωπο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου περιγράφεται το σύνολο των πολεμικών γεγονότων που έλαβαν χώρα ανάμεσα στη Σοβιετική Ένωση και τις ευρωπαϊκές δυνάμεις του Άξονα κατά τα έτη 1941 έως 1945, στο πλαίσιο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Αποτελεί το σπουδαιότερο πολεμικό γεγονός της σοβιετικής ιστορίας και ένα από τα σπουδαιότερα της παγκόσμιας. Στη ρωσική ιστοριογραφία αναφέρεται συνήθως ως Μεγάλος Πατριωτικός Πόλεμος ο εν λόγω όρος πρωτοχρησιμοποιήθηκε από την εφημερίδα Πράβντα την επομένη της γερμανικής εισβολής, σε ένα άρθρο που καλούσε τους σοβιετικούς πολίτες να επαναλάβουν το θρίαμβο του Πατριωτικού Πολέμου (η νίκη της Ρωσικής Αυτοκρατορίας επί του Ναπολέοντα).
Θέατρο επιχειρήσεων του Ανατολικού μετώπου ήταν κυρίως τα σοβιετικά και προς το τέλος τα κεντροευρωπαϊκά εδάφη. Το ανθρώπινο κόστος του υπήρξε τεράστιο, αφού το Ανατολικό Μέτωπο ήταν το κύριο θέατρο του πολέμου συνολικά (πάνω από το 70% των πολεμικών εχθροπραξιών του Β΄ Π.Π.). Πολλά εκατομμύρια σοβιετικοί πολίτες σκοτώθηκαν ή έμειναν σωματικά ή ψυχικά ανάπηροι. Σχεδόν όλες οι υποδομές της χώρας στο ευρωπαϊκό τμήμα της καταστράφηκαν.
Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα: Η γερμανική επέλαση
Υπόβαθρο
Αν και το 1939 η ΕΣΣΔ και η Γερμανία (Γ' Ράιχ) είχαν συνυπογράψει το Σύμφωνο Μολότοβ - Ρίμπεντροπ, με το οποίο δεσμεύονταν να μην επιτεθούν η μία στην άλλη και επιπλέον μοιράζονταν τις μεταξύ τους χώρες, ήταν σαφές ότι μετά την κατάκτηση της Κεντρικής Ευρώπης και των Βαλκανίων θα ερχόταν η σειρά της Σοβιετικής Ένωσης. Η κήρυξη του πολέμου της Γερμανίας στην Ρωσία ήταν σαφώς ιδεολογική αλλά και στρατιωτικής τακτικής. Ο Στάλιν μετακίνησε τον Κόκκινο στρατό κοντά στην μεθόριο της Ρουμανίας από όπου η Γερμανία ανεφοδιαζόταν με πετρέλαιο. Ο Χίτλερ φοβούμενος την κατάληψη της περιοχής των πετρελαίων από τον Κόκκινο Στρατό, επιτέθηκε. Ήταν η αφορμή για την επίθεση της Γερμανίας στην Ρωσία, αν η Ρωσία επιτίθονταν στα Ρουμάνικα πετρέλαια, ο πόλεμος της Γερμανίας θα είχε τελειώσει με μία απλή κίνηση. Η ανάγκη υποταγής της ΕΣΣΔ είχε και ιδεολογικό υπόβαθρο για τον Χίτλερ, αφού θεωρούσε τους Σλάβους ως κατώτερη φυλή και μισούσε θανάσιμα τον κομμουνισμό. Επιπλέον, θεωρούσε ότι έτσι εξασφάλιζε τον απαιτούμενο για τους Γερμανούς «ζωτικό χώρο» (Lebensraum), ενώ παράλληλα προσδοκούσε ότι η Βρετανία, έχοντας χάσει το ηπειρωτικό της στήριγμα, θα ζητούσε συνθηκολόγηση μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Η προετοιμασία της γερμανικής επίθεσης άρχισε από τη Βέρμαχτ το 1940. Ο πρώτος επιτελής που ανέλαβε την εκπόνηση σχετικών σχεδίων ήταν ο στρατηγός Έριχ Μαρκς, ο οποίος κατέστρωσε τη μεγαλύτερη μάχη αναστρεφόμενων μετώπων που είχε ποτέ σχεδιασθεί. Ο Χίτλερ απέρριψε το σχέδιο (πιθανόν από προσωπική αντιπάθεια προς τον δημιουργό του) δηλώνοντας ότι πρέπει κανείς να έχει υπερβολικά περίπλοκο εγκέφαλο για να εκπονήσει σχέδια όπως αυτό[2]. Δεύτερος ανέλαβε ο Φρίντριχ Πάουλους που εκτέλεσε αεροπορική αναγνώριση των εδαφών και τρόμαξε από την ευρύτητά τους, με αποτέλεσμα ένα σχετικά απλό σχέδιο. Ούτε αυτό όμως έτυχε της έγκρισης του Φύρερ.
Τελικά το οριστικό σχέδιο ενέργειας, υπό την κωδική ονομασία «Μπαρμπαρόσα», αποτέλεσε έμπνευση του ίδιου του Χίτλερ. Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, λόγω της τεράστιας απόστασης, προϋπόθεση για την έναρξή του αποτελούσε η κατάκτηση της Κρήτης. Οι Γερμανοί είχαν υπολογίσει ότι τα ρουμανικά διυλιστήρια, από τα οποία θα προμηθεύονταν τα καύσιμά τους, βρίσκονταν εντός του βεληνεκούς των συμμαχικών βομβαρδιστικών, εάν τα τελευταία εφορμούσαν από το νησί. Φρόντισαν λοιπόν να κατακτήσουν την Κρήτη έστω και με μεγάλες απώλειες (Μάχη της Κρήτης), πριν ξεκινήσουν την εκστρατεία στη Σοβιετική Ένωση.
Αν ο Στάλιν δεν ήθελε τον πόλεμο στην Ευρώπη το 1939, θα μπορούσε να τον αποτρέψει δίνοντας στην Πολωνία εγγυήσεις ασφαλείας όπως η Βρετανία και η Γαλλία. Υπογράφοντας το σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολοτοφ με την Γερμανία, ο Στάλιν έλυσε τα χέρια στον Χίτλερ, αφού εκείνος θεώρησε ότι κάλυψε τα νώτα του για να επιτεθεί στην Πολωνία.
Η προετοιμασία
Με την πτώση της Κρήτης την 1η Ιουνίου 1941, η υλοποίηση του σχεδίου Μπαρμπαρόσα μπήκε στην τελική ευθεία. Προβλέπονταν δύο φάσεις:
Μέχρι την έναρξη του φθινοπώρου έπρεπε να έχουν καταληφθεί με αστραπιαίο πόλεμο (Blitzkrieg) οι πόλεις Μινσκ (Λευκορωσία), Κίεβο (Ουκρανία) και Λένινγκραντ (ΒΔ Ρωσία). Ακολούθως όλες οι διαθέσιμες δυνάμεις θα συγκεντρώνονταν μπροστά στην πρωτεύουσα Μόσχα, η οποία έπρεπε να πέσει πριν ξεκινήσει ο βαρύς ρωσικός χειμώνας.
Έχοντας τον έλεγχο των σημαντικότερων σοβιετικών πόλεων, οι Γερμανοί θα συνέχιζαν το 1942 να επεκτείνονται στις πλούσιες σε πρώτες ύλες περιοχές του Ντον, του Βόλγα και του Καυκάσου - ιδιαιτέρως του τελευταίου, λόγω των πλούσιων πετρελαιοφόρων κοιτασμάτων του.
Τελικός αντικειμενικός σκοπός ήταν η οριστική διάλυση του σοβιετικού κράτους.
Ήταν, επίσης, η πρώτη εκστρατεία του Β' Π.Π. που ο ρόλος της Βέρμαχτ θα περιοριζόταν σε αμιγώς στρατιωτικές επιχειρήσεις. Την καταστολή στα κατειλημμένα εδάφη θα αναλάμβανε η Γκεστάπο και παραστρατιωτικές ομάδες του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος (Ες-Ες, Τάγματα Θανάτου κτλ). Τέλος, ειδική οδηγία του Χίτλερ διέταζε την επί τόπου εκτέλεση όσων πολιτικών κομισάριων του Κόκκινου Στρατού συλλαμβάνονταν (Komissarbefehl).
Το Σχέδιο Μπαρμπαρόσα τρόμαζε τα στελέχη της Βέρμαχτ. Έβλεπαν ξανά τον εφιάλτη των δύο μετώπων να ανοίγεται μπροστά τους (όπως στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο) και έκριναν ότι οι δυνάμεις τους ήταν ανεπαρκείς για τόσο μεγάλη επιχείρηση. Ο ίδιος ο Γκέρινγκ προσπάθησε να αποτρέψει την έναρξη του σχεδίου, ενώ ο επιτελάρχης Βάλτερ φον Μπράουχιτς έλεγε στο συνάδελφό του Φραντς Χάλντερ, μερικές ημέρες πριν από την έναρξη της επίθεσης, ότι πρέπει να διατηρήσουμε την φιλία μας με την Ρωσία. Τελικά όμως και οι δυο χώρες ετοιμάζονταν για μιά ένοπλη αντιπαράθεση. Αυτό αποδεικνύεται συνεπώς από την αύξηση του πολεμικού εξοπλισμού της Γερμανίας και της Ρωσίας αντίστοιχα.
Πολεμικός εξοπλισμός Γερμανίας - Ρωσίας
Άρματα μάχης
Το 1933 όταν ο Χίτλερ ανέβηκε στην εξουσία της Γερμανίας, οι Γερμανικές ένοπλες δυνάμεις δεν είχαν καθόλου άρματα μάχης λόγω της συνθήκης των Βερσαλλιών, ενώ ο Κόκκινος στρατός είχε ήδη 4000 άρματα. Την 1η Ιανουαρίου 1939 ο Κόκκινος στρατός ήταν εξοπλισμένος με 21000 άρματα μάχης και μεταφοράς προσωπικού. Ο Χίτλερ κατά την έναρξη του ΒΠΠ είχε 3195 άρματα μάχης. Σύμφωνα με τους Γερμανούς στρατηγούς, το T-34 ήταν ανώτερο από τα Γερμανικά άρματα.
Αεροπλάνα
Η Γερμανία τον Ιούλιο 1941 είχε διαθέσιμα 3520 αεροπλάνα πολλών διαφορετικών τύπων (βομβαρδιστικά,καταδιωκτικά, κλπ), συν 307 Φινλανδικών, 393 Ρουμάνικων και 48 Ουγγρικών αεροπλάνων. Μπορούσε όμως να χρησιμοποιήσει στην Ρωσία μόνο 2510 αεροπλάνα διότι πολεμούσε ταυτόχρονα και σε άλλα μέτωπα. H Ρωσία είχε διαθέσιμα βομβαρδιστικά 1100 SU- 2 (Σουχόι),1846 DB-F, 819 TB-3, 6566 SB. Διαθέσιμα καταδιωκτικά 1309 MIG, 399 YAK, 322 LaGG-3, 2000 Ι-16, 3437 Ι-153. Πολλά από τα οποία ήταν απαρχαιωμένα αλλά αρκετά ανώτερα από τα Γερμανικά.
Υποβρύχια
Το 1939 η Γερμανία κατείχε 57 υποβρύχια, ενώ τον Σεπτέμβριο του 1939 η Ρωσία κατείχε 165. Στις 22 Ιουνίου 1941 όπου η εισβολή στην Ρωσία ξεκίνησε, το πολεμικό ναυτικό της Ρωσίας διέθετε 218 υποβρύχια και 91 βρισκόταν σε εξοπλιστικά προγράμματα ανάπτυξης από στρατιωτικά εργοστάσια.
Επίθεση και άνετη προέλαση
Τα χαράματα της 22ας Ιουνίου 1941, παραβιάζοντας το Σύμφωνο Μη Επίθεσης, ο Χίτλερ διέταξε τις δυνάμεις του να εφορμήσουν αστραπιαία εναντίον της ΕΣΣΔ κινητοποιώντας την μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη που είχε ως τότε γνωρίσει η ανθρωπότητα σε μία μόνη επιθετική επιχείρηση: 3.000.000 άνδρες (μεταξύ των οποίων, εκτός γερμανών περιλαμβάνονταν επίσης ρουμάνοι, φινλανδοί, ιταλοί, ούγγροι και σλοβάκοι), 3.580 άρματα μάχης, 7.184 πυροβόλα, 2.830 αεροπλάνα και 750.000 άλογα, κατανεμημένες σε τρεις ομάδες: Ομάδα Στρατιών Βορρά (Nord, επικεφαλής Βίλχελμ φον Λέεμπ), Ομάδα Στρατιών Κέντρου (Μitte, επικεφαλής Φέντορ φον Μποκ) και Ομάδα Στρατιών Νότου (Sud, επικεφαλής Γκερντ φον Ρούντστεντ). Το σχέδιο του Γερμανικού επιτελείου ήταν να παγιδευτεί ο κύριος όγκος των Ρωσικών δυνάμεων με έναν ευρύ κυκλωτικό ελιγμό στον οποίο το πεζικό θα σχημάτιζε ένα εσωτερικό κύκλο και τα τεθωρακισμένα ένα εξωτερικό. Οι Γερμανικές δυνάμεις προέλασαν σε βάθος άνω των 600 χιλιομέτρων μέσα σε 14 μέρες, ενώ η Μόσχα απείχε απο τις Γερμανικές δυνάμεις 300 χιλιόμετρα. Παρόλου που το σχέδιο δεν πέτυχε επακριβώς οι Γερμανικές δυνάμεις κατάφεραν να αιχμαλωτίσουν 480.000 Ρώσους. Επίσης λίγο αργότερα, στην μάχη για το Κίεβο, αιχμαλωτίστηκαν ακόμη 600.000 Ρώσοι. Το μέγεθος της λείας προκάλεσε ένα κύμα αισιοδοξίας στο Γερμανικό επιτελείο.
Ο Κόκκινος Στρατός έδειξε απόλυτη αδυναμία να απωθήσει τον εισβολέα και η άμυνά του κατέρρευσε εξίσου αστραπιαία σαν πύργος από τραπουλόχαρτα. Οι λόγοι ήταν πολλοί και αλληλοσυμπληρούμενοι:
Οι σταλινικές εκκαθαρίσεις της δεκαετίας του 1930, αλλά και η φυσική γήρανση των εμπειροπόλεμων στρατηγών, είχαν στερήσει τον Κόκκινο Στρατό από την κατάλληλη ηγεσία. Ο συνολικός αριθμός των αξιωματικών που εκκαθαρίσθηκαν ήταν 36.471 του στρατού ξηράς και 3.000 αξιωματικοί του πολεμικού ναυτικού. Η πλειοψηφία των ηγητόρων του ήταν νέοι αξιωματικοί, προσκείμενοι στο Κομμουνιστικό Κόμμα, που δεν είχαν βρεθεί ποτέ σε πολεμικό πεδίο.
Οι Σοβιετικοί δεν είχαν σωστή αίσθηση του χρόνου εκδήλωσης της επίθεσης. Ενώ από τις αρχές του 1941 η σοβιετική αντικατασκοπεία ενημέρωνε συνεχώς την πολιτική ηγεσία για επερχόμενη επίθεση, εν τούτοις οι εκτιμήσεις του Κόμματος και του Στάλιν προέβλεπαν αυτό το ενδεχόμενο για αργότερα.
Η επιθετική διάταξη των δυνάμεων του Κόκκινου Στρατού στην μεθόριο της Πολωνίας. Η πολεμική διάταξη των δυνάμεων του Κόκκινου στρατού αποδεικνύει ότι και ο Στάλιν θα επιτίθονταν σε μικρό χρονικό διάστημα στην Γερμανία. Αν ο Κόκκινος στρατός προετοιμαζόνταν για άμυνα οι δυνάμεις του δεν θα είχαν αυτήν την διάταξη αλλά μια αμυντικού τύπου.
Η Ρωσία είχε καταστρέψει το φράγμα ασφαλείας ανάμεσα στην Γερμανοσοβιετική μεθόριο και την κύρια αμυντική γραμμή.
Σύντομα το Κίεβο, το Μινσκ και οι Βαλτικές Δημοκρατίες βρίσκονταν υπό γερμανική κατοχή. Η κατάληψη της Ουκρανίας με τους σιτοβολώνες και τις πρώτες ύλες της, έδωσε ένα ακόμη πλεονέκτημα στον Χίτλερ, τόσο σημαντικό, που απέτρεπε τον στρατό του να καταλάβει τη Μόσχα πριν ολοκληρωθεί η κατάληψή της Ουκρανίας. Επιπλέον, στην Ουκρανία οι γερμανικές δυνάμεις κατέστρεψαν μεγάλο τμήμα του σοβιετικού στρατού, αλλά τελικά αυτή η αργοπορία τις έφερε αντιμέτωπες με το ρωσικό χειμώνα. Ήταν πλέον τέλη φθινοπώρου, όταν οι γερμανικές στρατιές έφθαναν έξω από την πρωτεύουσα και οι σοβιετικοί άρχιζαν τη μεγάλη εκκένωση της. Πρώτη εγκατέλειψε τη Μόσχα η σορός του Λένιν, με προορισμό το Τσελιάμπινσκ. Το Συμβούλιο Ύπατης Ηγεσίας παρέμεινε στην πόλη.
Κατά την προέλαση του Γερμανικού στρατού από τον Αύγουστο εώς τον Νοέμβριο του 1941 καταλήφθηκαν 3.030 στρατιωτικά εργοστάσια, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν αργότερα κατά του Κόκκινου Στρατού. Το 85% της συνολικής παραγωγής των στρατιωτικών εργοστασίων της Ρωσίας καταλήφθηκαν.
Η σοβιετική αντίσταση
Σε λιγότερο από τέσσερις μήνες, όλα τα σοβιετικά εδάφη δυτικά της γραμμής Αζόφ - Λάντογκα ήταν κατεχόμενα. Ελεύθερες έμεναν οι δύο μεγαλύτερες πόλεις της ΕΣΣΔ, η Μόσχα και το Λένινγκραντ, που τελικά κρατήθηκαν με λυσσαλέα αντίσταση. Η αντίσταση των δύο πόλεων - συμβόλων αναπτέρωσε το ηθικό στις κατακτημένες περιοχές και σύντομα συγκροτήθηκαν αντάρτικες ομάδες που έδωσαν τρομερά χτυπήματα στη ναζιστική μηχανή. Υπήρξαν όμως και δωσιλογικά σώματα προς υποστήριξη των δυνάμεων κατοχής, αποτελούμενα κυρίως από αντικομμουνιστές ή από μέλη τουρανικών μειονοτήτων του Καυκάσου, που ήλπιζαν ότι ο Χίτλερ θα τους αντάμοιβε με ανεξαρτησία από τη Σοβιετική Ένωση μετά τη λήξη του πολέμου.
Οι Γερμανοί στρατηγοί μετά το τέλος του πολέμου ανέφεραν ότι οι κύριες αιτίες για την αποτυχία της εισβολής ήταν:
Ο πρόωρος ερχομός του Χειμώνα
Η συνεχόμενη οπισθοχώρηση των Ρώσων αντί να δώσουν την αποφασιστική μάχη, εξελίσοντας την εισβολή από έναν κεραυνοβόλο πόλεμο που χρειαζόταν ο Χίτλερ σε ένα πόλεμο φθοράς.
Η κακή κατάσταση των δρόμων και η λάσπη (σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη) στην οποία κολλούσαν τα οχήματα και άρματα του Γερμανικού στρατού.
Οι συνεχόμενες αφίξεις νέων Ρωσικών δυνάμεων από το εσωτερικό της Ρωσίας.
Η προέλαση των χερσαίων δυνάμεων σε μεγάλο βάθος του Ρωσικού εδάφους με αποτέλεσμα οι Γερμανικές αεροπορικές δυνάμεις να μην μπορούν να προσφέρουν την υποστήριξη από αέρος.
Πολιορκία του Λένινγκραντ
Στο βορρά το Λένινγκραντ έγραφε την ηρωικότερη σελίδα της ιστορίας του. Στις 8 Σεπτεμβρίου 1941 η Βέρμαχτ και φρανκιστές εθελοντές έφθασαν στα όρια της πόλης και σχημάτισαν έναν ημικυκλικό κλοιό στα νότια, ενώ ο φινλανδικός στρατός είχε παραταχθεί στο βορρά εμποδίζοντας πιθανή εκκένωση ή αποστολή ενισχύσεων.
Θεωρώντας τη νίκη της σίγουρη, η γερμανική διοίκηση είχε εκ των προτέρων τυπώσει προσκλητήρια για την επινίκια δεξίωση στο πολυτελές ξενοδοχείο Αστόρια στο κέντρο της πόλης. Αυτή όμως η δεξίωση έμελλε να μη γίνει ποτέ, χάρη στην αυταπάρνηση των κατοίκων.
Τρία εκατομμύρια κάτοικοι μαζί με μονάδες του στρατού υπερασπίσθηκαν την πόλη επί σχεδόν 900 μέρες παρά το λιμό, τις κακές συνθήκες διαβίωσης και την τεχνολογική υπεροπλία των επιτιθεμένων. Ο αριθμός των νεκρών στην πόλη εκτιμάται σε περίπου ένα εκατομμύριο. Με αυτόν τον τρόπο δε σώθηκε μόνο η παλιά πρωτεύουσα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας αλλά και η Μόσχα, αφού η Ομάδα Στρατιών Βορρά παρέμεινε καθηλωμένη στη ΒΔ Ρωσία και δε μπόρεσε να ενισχύσει τις Στρατιές Κέντρου στη Μάχη της Μόσχας. Εκφράζοντας το θαυμασμό του, ο συνθέτης Ντμίτρι Σοστακόβιτς έγραψε τη Συμφωνία του Λένινγκραντ (7η) - οι παρτιτούρες ρίχθηκαν στην πολιορκημένη πόλη με αεροπλάνο και η συμφωνία παρουσιάσθηκε από μία ορχήστρα ανδρών του μετώπου στις 9 Αυγούστου 1942, με ηχεία που ακούγονταν μέχρι τις γραμμές του εχθρού.
Μάχη της Μόσχας
Στις 7 Νοεμβρίου 1941, επέτειο της Μεγάλης Οκτωβριανής Επανάστασης αλλά και τελικής ημερομηνίας που είχε ορίσει ο Χίτλερ για την πτώση της πόλης, η Ομάδα Στρατιών Κέντρου βρισκόταν ήδη προ των πυλών της Μόσχας. Ο Στάλιν παρακολούθησε από την οροφή του (άδειου) μαυσωλείου του Λένιν την παρέλαση μονάδων του Κόκκινου Στρατού, οι οποίες από την Κόκκινη Πλατεία κατευθύνονταν απευθείας στο μέτωπο λίγα χιλιόμετρα μακριά. Η Μάχη της Μόσχας διήρκεσε έως τις 6 Δεκεμβρίου και κερδήθηκε από τους Σοβιετικούς χάρη στην αυτοθυσία και τον ηρωισμό των ελλιπώς εξοπλισμένων στρατιωτών, αλλά και την πρόνοια του Γκεόργκι Ζούκοφ να χρησιμοποιήσει μονάδες από τη Σιβηρία και τα παράλια του Ειρηνικού (η Ιαπωνία, αν και ήταν μέλος του Άξονα, δε συμμετείχε στην επιχείρηση Μπαρμπαρόσα διότι ενδιαφερόταν κυρίως για την Ινδοκίνα). Επίσης συνέβαλε σημαντικά ότι το μεγαλύτερο μέρος των επιχειρήσεων διεξήχθη υπό συνθήκες και θερμοκρασίες για τις οποίες η Βέρμαχτ δεν ήταν καθόλου προετοιμασμένη.
Η αντεπίθεση του Κόκκινου Στρατού
Η αποτυχία της Βέρμαχτ να καταλάβει τη Μόσχα και το Λένινγκραντ πριν το χειμώνα '41-'42, είχε αρνητικές συνέπειες για την έκβαση της επιχείρησης Μπαρμπαρόσσα. Το μοναδικό σκέλος της πολυδιαφημισμένης Αντιμπολσεβικικής Σταυροφορίας που προχωρούσε σύμφωνα με τα σχέδια, ήταν η μαζική εξολόθρευση Εβραίων και κομμουνιστών από τα ειδικά Τάγματα Θανάτου - εκατοντάδες χιλιάδες εκτελέσθηκαν στην ύπαιθρο και ρίχθηκαν σε μαζικούς τάφους, ή μεταφέρθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Στο αμιγώς στρατιωτικό επίπεδο, όμως, ήταν εμφανές ότι οι εισβολείς βρέθηκαν σε απροσδόκητο τέλμα: αφενός αδυνατούσαν να προχωρήσουν περισσότερο, αφετέρου έπρεπε να αντιμετωπίσουν καιρικές συνθήκες που όχι μόνο δεν τους ήταν γνώριμες, αλλά και δεν είχαν προετοιμασθεί επαρκώς για να τις αντιμετωπίσουν.
Οι επικεφαλής πρότειναν στον Χίτλερ να κρατηθεί το Κίεβο και το Μινσκ, ενώ οι υπόλοιπες δυνάμεις να οπισθοχωρήσουν στην Πολωνία μέχρι την άνοιξη, αλλά ο Γερμανός ηγέτης τους διέταξε να παραμείνουν. Την ίδια στιγμή οι σοβιετικοί μετέφεραν ολόκληρα εργοστάσια στα Ουράλια και τη Σιβηρία και παρήγαν αδιάκοπα νέο πολεμικό υλικό, οχήματα και αεροπλάνα, ενώ είχε αρχίσει να φθάνει και η συμμαχική βοήθεια από τις ΗΠΑ μέσω του Ειρηνικού.
Το καλοκαίρι του 1942 τα γερμανικά πλάνα άλλαξαν. Ο Χίτλερ ακύρωσε το πρώτο σκέλος του Σχεδίου Μπαρμπαρόσα και έδωσε εντολή να προχωρήσουν στο δεύτερο, δηλ. να καταληφθούν ταυτόχρονα οι πετρελαιοπαραγωγές περιοχές της Κασπίας και του Καυκάσου. Ήλπιζε έτσι να εξασφαλίσει τον εφοδιασμό των μονάδων του για πιθανή μακροχρόνια παραμονή, δημιουργώντας ταυτόχρονα τις προϋποθέσεις για νέα επίθεση κατά της Μόσχας από τα νότια.
Η απόφαση αυτή αποδείχθηκε εκ των υστέρων μοιραία, διότι ανάγκασε τους στρατηγούς να ανοίξουν ταυτόχρονα δύο καινούρια μέτωπα και να προχωρήσουν πολύ βαθιά στη ρωσική ενδοχώρα, πέρα από τις πραγματικές επιχειρησιακές ικανότητες και τις δυνατότητες ανεφοδιασμού.
Μάχη του Στάλινγκραντ
Το Νοέμβριο του 1942 τα σοβιετικά στρατεύματα του Μετώπου του Στάλινγκραντ και του Νοτιοδυτικού Μετώπου συναντήθηκαν στη πόλη Κάλατς-να-Ντόνου και δημιούργησαν μια σφήνα πλάτους δεκάδων χιλιομέτρων μεταξύ της Ουκρανίας (Δ) και του Βόλγα (Α), ανατρέποντας πλήρως το σκηνικό στη νότια Ρωσία: μία τεράστια δύναμη είκοσι δύο ναζιστικών ταξιαρχιών που έδρευε στην ευρύτερη περιοχή του Στάλινγκραντ βρισκόταν πια αποκομμένη από τις εστίες ανεφοδιασμού της. Η πίεση και ο χειμώνας έσπρωξαν τους Γερμανούς μέσα στην πόλη, όπου τα τεθωρακισμένα τους δε μπορούσαν να κινηθούν και εξαναγκάσθηκαν σε μάχες ελεύθερων σκοπευτών ή σώμα με σώμα. Με τον τρόπο αυτό ο Κόκκινος Στρατός κέρδισε τη Μάχη του Στάλινγκραντ, την πλέον αιματηρή συμπλοκή στην ιστορία της ανθρωπότητας, καθώς ο αριθμός των νεκρών εκατέρωθεν υπερέβη το ενάμισι εκατομμύριο.
Η επικράτηση των σοβιετικών στο Στάλινγκραντ το Φεβρουάριο του 1943 δε σήμανε μόνο την απαρχή της απελευθέρωσης της χώρας αλλά και τη συνολική αντιστροφή του κλίματος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αφού ήταν η πρώτη ουσιαστική ήττα της Βέρμαχτ και η πρώτη φορά που ένας ναζί ανώτατος στρατηγός παραδόθηκε (ο επικεφαλής της 6ης Στρατιάς Φρίντριχ Πάουλους προβιβάστηκε από τον Χίτλερ σε Στρατάρχη μια μέρα πριν την παράδοσή του). Τις ίδιες ημέρες στο βορρά εξασφαλίζεται η πρώτη χερσαία δίοδος μεταξύ ελεύθερης Ρωσίας και Λένινγκραντ, χαλαρώνοντας κάπως τη γερμανική πολιορκία.
Μάχη του Κουρσκ
Το καλοκαίρι του 1943 ήλθε νέα συντριβή για τους Γερμανούς στη Μάχη του Κουρσκ. Το σχέδιο προέβλεπε να καταληφθεί η πόλη με αστραπιαία επίθεση, για την οποία συγκεντρώθηκαν 2.700 τεθωρακισμένα και αυτοκινούμενα πυροβόλα, 1.800 αεροπλάνα και περίπου 800.000 άνδρες. Η επιχείρηση απέτυχε για δύο λόγους: αφ' ενός ήταν αδύνατο να συγκεντρωθούν τόσο μεγάλες δυνάμεις σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα και χωρίς να καταλάβει ο αντίπαλος το σχέδιο , αφ' ετέρου οι Σοβιετικοί είχαν πλέον οργανώσει δίκτυο πληροφοριοδοτών μέσα στο ίδιο το γερμανικό Ανώτατο Επιτελείο στο Βερολίνο και γνώριζαν με λεπτομέρειες ακόμα και το χρόνο της επίθεσης.
Η Μάχη στο Κουρσκ ξεκίνησε με γερμανική κίνηση αντιπερισπασμού στις 4 Ιουλίου, ενώ όλες οι δυνάμεις μπήκαν στη μάχη την επομένη. Οι Σοβιετικοί του στρατάρχη Ζούκοβ, πλήρως προετοιμασμένοι και ενημερωμένοι, πέτυχαν να καθηλώσουν τον εχθρό. Τα χειρότερα για τους Γερμανούς ήλθαν στις 17 Ιουλίου, όταν ο Χίτλερ διέταξε να σταματήσει η μάχη και να μεταφερθεί ένας μεγάλος αριθμός τεθωρακισμένων επειγόντως στην Ιταλία, διότι είχε πραγματοποιηθεί αμερικανο-βρετανική απόβαση στη Σικελία.
Αν και τελικά μόνο μία Μεραρχία ξεκίνησε για τη Μεσόγειο, η γερμανική οπισθοχώρηση έδωσε την ευκαιρία για άμεση σοβιετική αντεπίθεση στις γειτονικές περιοχές του Οριόλ και του Μπέλγκοροντ. Η σύγκρουση διήρκεσε σχεδόν ένα μήνα και έληξε με θρίαμβο του Κόκκινου Στρατού. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, οι Γερμανοί θα βρίσκονταν μέχρι τη λήξη του Πολέμου σε φάση διαρκούς οπισθοχώρησης και οι πρωτοβουλίες θα περνούσαν στα χέρια των Σοβιετικών.
Η γερμανική υποχώρηση
Τον Ιούνιο του 1943, πριν ακόμα λάβει χώρα η Μάχη του Κουρσκ, ο Χίτλερ είχε συλλάβει ένα σχέδιο διαφορετικό από τα προηγούμενα: τη δημιουργία μιας βαριά οχυρωμένης γραμμής από την Αζοφική Θάλασσα (Ν) έως το Φινλανδικό Κόλπο (Β), πίσω από την οποία θα υποχωρούσαν οι δυνάμεις του. Ρόλος τους δε θα ήταν πια η διεξαγωγή επιθετικών ενεργειών, αλλά η παρεμπόδιση των σοβιετικών να περάσουν αυτή τη γραμμή και να τρέψουν τη Βέρμαχτ σε άτακτη φυγή.
Με τη ζώνη αυτή που ονομάσθηκε Πάνθηρ - Βότον, ο Χίτλερ ήλπιζε να οδηγήσει το Ανατολικό Μέτωπο σε ένα είδος ισοπαλίας ή τουλάχιστον σε στασιμότητα, για να στρέψει το ενδιαφέρον του στη Δυτική Ευρώπη, όπου ήξερε ότι οι Βρετανοί και οι Αμερικανοί προετοίμαζαν απόβαση. Η ήττα στο Κουρσκ και η απόβαση των Συμμάχων στη Σικελία επιτάχυνε τις διαδικασίες υλοποίησης του σχεδίου: στις 11 Αυγούστου ξεκίνησαν με εντατικούς ρυθμούς τα οχυρωματικά έργα και στις 15 Σεπτεμβρίου οι γερμανικές μονάδες διατάχθηκαν να οπισθοχωρήσουν πίσω από τη γραμμή.
Η κατάρρευση της ζώνης Πάνθηρ - Βότον
Οι προσδοκίες του Χίτλερ για την αντοχή της αμυντικής γραμμής του διαψεύσθηκαν. Ο Κόκκινος Στρατός κατάφερε να κινητοποιήσει τάχιστα μία τεράστια δύναμη αποτελούμενη από 2.650.000 άνδρες, 51.000 κανόνια, 2.400 τεθωρακισμένα και 2.850 αεροπλάνα, ανοίγοντας ένα τεράστιο κάθετο μέτωπο μήκους 1.400 χμ από τη Λευκορωσία μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα. Αν και οι μάχες ήταν σκληρές, οι σοβιετικοί είχαν πια την ψυχολογία του νικητή και επιπλέον τη δυνατότητα να αναπληρώνουν άμεσα τις όποιες απώλειες, σε αντίθεση με τους Γερμανούς, οι οποίοι μάχονταν πλέον σε δύο μέτωπα.
Στα τέλη Σεπτεμβρίου οι Γερμανοί έπαιξαν το τελευταίο τους χαρτί, προσπαθώντας να κρατήσουν τουλάχιστον το Κίεβο. Κατόπιν οδηγιών του ίδιου του Χίτλερ οχυρώθηκαν πίσω από τον Κάτω Δνείπερο, ο οποίος σε πολλά σημεία του είναι πρακτικά απροσπέλαστος με πλάτος άνω των τριών χιλιομέτρων. Η κίνηση αυτή έφερε τους σοβιετικούς επιτελείς σε δίλημμα σχετικά με το πώς θα έπρεπε να απαντήσουν. Δύο ήταν οι πιθανές επιλογές:
Να ανασυντάξουν τις δυνάμεις τους και να βρουν ένα - δύο αδύνατα σημεία στη γερμανική άμυνα (όχι απαραίτητα στον Κάτω Δνείπερο), διασπώντας τις γραμμές της Βέρμαχτ ή ακόμα και περικυκλώνοντάς την από τα βόρεια.
Να επιχειρήσουν κατά μέτωπο διάβαση του Δνείπερου, δημιουργώντας τα κατάλληλα προγεφυρώματα ώστε να περάσουν ικανό αριθμό στρατιωτών στην απέναντι όχθη, που θα πολεμούσαν σώμα με σώμα.
Και τα δύο σενάρια είχαν μειονεκτήματα. Στην πρώτη περίπτωση χρειαζόταν πολύς χρόνος και έτσι οι Γερμανοί θα είχαν το χρόνο να ανασυνταχθούν ή ακόμα και να ενισχυθούν με νέες δυνάμεις και υλικό. Στη δεύτερη κανείς δε μπορούσε να εγγυηθεί για το μέγεθος των ανθρώπινων απωλειών. Τελικά προκρίθηκε η επιλογή της κατά μέτωπον επίθεσης, ιδιαίτερα επειδή ο Στάλιν ήθελε να είναι το Κίεβο ελεύθερο στην επέτειο της Οκτωβριανής Επανάστασης (7 Νοεμβρίου).
Η απελευθέρωση του Κιέβου
Η μάχη του Δνείπερου ξεκίνησε στις 22 Σεπτεμβρίου 1943. Περνώντας με κάθε εύκαιρο μέσο, μέχρι το τέλος του μήνα οι σοβιετικοί δημιούργησαν 23 προγεφυρώματα κάτω από αδιάκοπες γερμανικές αντεπιθέσεις, οι οποίες είχαν στόχο να εμποδίσουν τη διαπεραίωση βαρέων πυροβόλων και οχημάτων στην απέναντι όχθη. Οι σοβιετικές απώλειες ήταν τεράστιες - στις αρχές Οκτώβρη σχεδόν κάθε μονάδα είχε απώλειες από 25% έως και 50%, τα προγεφυρώματα όμως κρατήθηκαν.
Μετά από μία νέα επιχείρηση στα μέσα του Οκτώβρη, η κυριαρχία του Κόκκινου Στρατού στον Κάτω Δνείπερο εγκαθιδρύθηκε οριστικά. Ο δρόμος για την ουκρανική πρωτεύουσα ήταν πια ανοικτός: μετά από σύντομες μάχες, τα σοβιετικά τεθωρακισμένα κυκλοφορούσαν στους δρόμους του Κιέβου στις 5 Νοεμβρίου, δύο ημέρες νωρίτερα από την προθεσμία που ο Στάλιν είχε θέσει στους στρατηγούς του. Χρειάσθηκε, όμως, ακόμη ενάμιση μήνας μέχρι να οριστικοποιηθεί η σοβιετική κυριαρχία στην πόλη, στα τέλη του Δεκέμβρη του 1943.
Σημαντικό ρόλο στην επιτυχημένη διάβαση του Δνείπερου και την απελευθέρωση του Κιέβου έπαιξαν οι παρτιζάνικες ομάδες που δρούσαν στο έδαφος της κατεχόμενης Ουκρανίας. Οργανώνοντας δολιοφθορές στα γερμανικά τρένα που έφερναν νέο υλικό από την Κεντρική Ευρώπη, προκάλεσαν τεράστιες ζημιές στον ανεφοδιασμό των αμυνομένων Γερμανών σε χρονική στιγμή που και η τελευταία σφαίρα ήταν παραπάνω από πολύτιμη.
Η ανακατάληψη της Βαλτικής
Το ενδιαφέρον του Κόκκινου Στρατού στις αρχές του 1944 στράφηκε στο βορρά - αρχικά εξανάγκασε τους Γερμανούς να λύσουν την Πολιορκία του Λένινγκραντ (Ιανουάριος) και στη συνέχεια ξεκίνησε την εκδίωξή τους από τη Βαλτική. Μολονότι στα υπόλοιπα μέτωπα είχαν ήδη νικήσει, η επικράτηση των σοβιετικών στη Βαλτική ήταν μία πολύ δύσκολη υπόθεση αφού για ιστορικούς και πολιτικούς λόγους το κλίμα στη Λετονία και τη Λιθουανία ήταν έντονα φιλογερμανικό.
Οι επιχειρήσεις ξεκίνησαν το Φεβρουάριο και έμειναν στην ιστορία ως Μάχη των Ευρωπαϊκών SS, διότι χρησιμοποιήθηκαν από τους Γερμανούς μεγάλες δυνάμεις εθελοντών Ες-Ες από την την Εσθονία, τη Νορβηγία, τη Δανία, το Βέλγιο και την Ολλανδία. Αν και το Σεπτέμβριο του 1944 οι σοβιετικοί τελικά κυριάρχησαν, κάποια εδάφη παρέμειναν υπό γερμανικό έλεγχο και ανακατελήφθησαν μόνο προς το τέλος του πολέμου.
Η σοβιετική νίκη
Με τα σημαντικότερα εδάφη απελευθερωμένα και το Χίτλερ να πολεμά σε δύο μέτωπα μετά την Απόβαση της Νορμανδίας, τίποτα δε μπορούσε να εμποδίσει την προέλαση του Κόκκινου Στρατού από το καλοκαίρι του 1944 και μετά (Επιχείρηση Μπαγκρατιόν):
Στις 3 Ιουλίου απελευθέρωσε το Μινσκ, πρωτεύουσα της Λευκορωσίας.
Στις 17 Ιουλίου ξεκίνησε γενική επίθεση κατά των εναπομεινασών γερμανικών δυνάμεων στην Ουκρανία.
Στις 23 Αυγούστου κατέλαβε το Βουκουρέστι, την πρωτεύουσα της Ρουμανίας που ήταν σύμμαχος των γερμανών.
Το Νοέμβριο απελευθέρωσε τη Σλοβακία μετά από επιχειρήσεις δύο μηνών που κόστισαν 85.000 νεκρούς σοβιετικούς στρατιώτες.
Τον Ιανουάριο του 1945 μπήκε στη Βαρσοβία, πρωτεύουσα της Πολωνίας. Λίγες μέρες αργότερα εκκαθάρισε οριστικά τις Βαλτικές Δημοκρατίες από τα γερμανικά στρατεύματα.
Στις 30 Μαρτίου εισέβαλε στην Αυστρία και στις 13 Απριλίου κατέλαβε τη Βιέννη.
Στις 9 Απριλίου κατέλαβε το Κένιγκσμπεργκ, πρωτεύουσα της ιστορικής Ανατολικής Πρωσίας, μετά από μάχες τριών μηνών και απώλειες μισού εκατομμυρίου ανδρών.
Στις 19 Απριλίου, μετά από τρεις μέρες σκληρών μαχών στα Υψώματα του Ζέελοβ, πέρασε τα γερμανικά σύνορα με κατεύθυνση την πρωτεύουσα του εχθρού: το Βερολίνο.
Η Πτώση του Βερολίνου
Στις 30 Απριλίου 1945 και ώρα 14:25, ο Κόκκινος Στρατός εισερχόταν στο Βερολίνο και ο Χίτλερ αυτοκτονούσε στο καταφύγιό του. Αργά το βράδυ της ίδιας μέρας, ο στρατιώτης Μιχαήλ Μίνιν ύψωνε την κόκκινη σημαία με το σφυροδρέπανο στον ιστό του γερμανικού κοινοβουλίου (Ράιχσταγκ), μια πράξη που θα επαναληφθεί την επόμενη μέρα με άλλους πρωταγωνιστές (Μελίτων Κανταρίγια και Μιχαήλ Εγκόροβ) για φωτογραφικούς λόγους.
Μετά την αυτοκτονία του Χίτλερ, ο Γερμανός Στρατάρχης Βίλχελμ Κάιτελ υπέγραψε συνθηκολόγηση άνευ όρων (8 Μαΐου 1945). Με τον τρόπο αυτό τερματίσθηκε ο Μεγάλος Πατριωτικός Πόλεμος. Ακόμη και σήμερα τα περισσότερα κράτη που προήλθαν από τη διάλυση της ΕΣΣΔ εορτάζουν τη «Μέρα της Νίκης» στις 9 Μαΐου, με αποκορύφωμα την μεγάλη παρέλαση στην Κόκκινη Πλατεία της Μόσχας.
Ανθρώπινες απώλειες
Ο Μεγάλος Πατριωτικός Πόλεμος (ή το Ανατολικό Μέτωπο) είναι η πλέον αιματηρή σύγκρουση της παγκόσμιας ιστορίας. Οι απώλειες των εισβολέων υπολογίζονται κοντά στα πέντε εκατομμύρια, ενώ των σοβιετικών παραπάνω από είκοσι πέντε (στρατιώτες και άμαχος πληθυσμός). Στους πίνακες που ακολουθούν παρατίθενται μόνο οι στρατιωτικές απώλειες των αντιμαχομένων πλευρών στο Ανατολικό Μέτωπο κατά προσέγγιση.
Μάχη της Ραφίας, γνωστή και ως Μάχη της Γάζας
Μάχη της Ραφίας
Η Μάχη της Ραφίας, γνωστή και ως Μάχη της Γάζας, ήταν μία μάχη που διεξήχθη στις 22 Ιουνίου του 217 π.Χ. μεταξύ των δυνάμεων του φαραώ της Αιγύπτου, Πτολεμαίου Δ', και του Αντίοχου Γ' της αυτοκρατορίας των Σελευκιδών κατά τη διάρκεια των Συριακών πολέμων.
Τα γεγονότα πριν τη μάχη
Το 221 π.Χ., δολοφονήθηκε ο βασιλιάς Πτολεμαίος Γ' Ευεργέτης και τον διαδέχτηκε ο γιος του Πτολεμαίος Δ'. Τότε το βασίλειο της Αιγύπτου πέρασε από μια περίοδο δυναστικής αστάθειας και εξασθένισης της άμυνάς του. Την κατάσταση θέλησε να εκμεταλλευτεί ο Αντίοχος Γ', παρά τα δικά του εσωτερικά προβλήματα.
Έτσι, την άνοιξη του 219 π.Χ., αφού πρώτα κατέλαβε τη γειτονική Σελεύκεια, εισέβαλλε στην Κοίλη (Νότια) Συρία, η οποία ανήκε στην επικράτεια της Αιγύπτου και κατέλαβε μερικές πόλεις τις οποίες του παρέδωσαν στασιαστές αξιωματικοί του Πτολεμαίου.
Με την εξαίρεση μιας ενδιάμεσης 4μηνης ανακωχής, ο πόλεμος συνεχίστηκε και κατά τον επόμενο χρόνο. Στο μεταξύ, ο Πτολεμαίος είχε μεγαλώσει σημαντικά το στρατό του, φέρνοντας μισθοφόρους από την Ελλάδα και στρατολογώντας μεγάλο αριθμό γηγενών Αιγυπτίων (το ένα τρίτο περίπου του Πτολεμαϊκού στρατού αποτελούνταν από Αιγύπτιους και Λίβυους).
Ο Αντίοχος νίκησε σε μια μάχη το στρατό του διοικητή της Νότιας Συρίας Νικόλαου, προκαλώντας του μάλιστα μεγάλες απώλειες. Στη συνέχεια κατέλαβε το μεγαλύτερο μέρος της επαρχίας. Όμως το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του Πτολεμαίου δεν είχε πάρει μέρος στη μάχη και παρέμεινε ανέπαφο.
Ο Πτολεμαίος περίμενε να τελειώσει η εκγύμναση του στρατού του (ειδικά των ντόπιων, από τους Έλληνες μισθοφόρους) και αναχώρησε (13 Ιουνίου του 217 π.Χ.) προς τη Νότια Συρία, για να αντιμετωπίσει τον Αντίοχο.
Οι δυνάμεις των αντιπάλων
Ο Πτολεμαίος διέθετε 70.000 πεζούς (από τους οποίους 20.00 Αιγύπτιοι και 3.000 Λίβυους), 5.000 ιππείς και 73 πολεμικούς ελέφαντες. Ο Αντίοχος παρέταξε 62.000 πεζούς, 6.000 ιππείς και 102 ινδικούς ελέφαντες.
Ο στρατός του Πτολεμαίου υστερούσε αριθμητικά σε ιππικό, ελαφρά οπλισμένους στρατιώτες και ελέφαντες, υπερτερούσε όμως στο βαριά οπλισμένο πεζικό της φάλαγγας.
Η μάχη
Οι δύο στρατοί συναντήθηκαν στις 22 Ιουνίου του 217 π.Χ., κοντά στη μικρή πόλη Ραφία (σημερινή Ράφα, στη Λωρίδα της Γάζας).
Ο Αντίοχος ηγήθηκε του δεξιού κέρατος (άκρου) της παράταξής του, με το μεγαλύτερο μέρος του ιππικού (4.000 άνδρες) και 60 ελέφαντες. Απέναντί του, η αριστερή πτέρυγα του αιγυπτιακού στρατού, με επικεφαλής τον Πτολεμαίο, διέθετε μόλις 3.000 ιππείς και 40 ελέφαντες.
Χάρις στην τοπική αριθμητική του υπεροχή, ο Αντίοχος άρχισε με νίκη στην αρχή της μάχης, αναγκάζοντας το ιππικό του αντιπάλου του να υποχωρήσει και τον ίδιο τον Πτολεμαίο να μετακινηθεί στο κέντρο της παράταξής του, όπου μάχονταν οι φάλαγγες του πεζικού.
Την ίδια στιγμή, ο Θεσσαλός Εχεκράτης, επικεφαλής του αιγυπτιακού ιππικού στο δεξιό άκρο της παράταξης, νικούσε τους ιππείς του Αντιόχου και τους εξανάγκαζε σε υποχώρηση. Έτσι λοιπόν, το δεξιό κέρας κάθε στρατού νικούσε το αριστερό του άλλου και το απωθούσε από το πεδίο της μάχης.
Η αποφασιστική στιγμή, η οποία έκρινε όλη τη μάχη, ήρθε όταν ο Πτολεμαίος, επικεφαλής του πεζικού του στο κέντρο της παράταξης, επιτέθηκε κατά του αντίπαλου πεζικού. Εκεί, η μεγάλη αριθμητική υπεροχή του (45.000 έναντι 30.000), σε συνδυασμό με την καλύτερη εκπαίδευση των Ελλήνων και γηγενών πεζικάριων του Πτολεμαίου, έκριναν τη σύγκρουση.
Ο στρατός του Αντιόχου τράπηκε σε φυγή, πριν ο βασιλιάς προλάβει να επιστρέψει από την καταδίωξη του αιγυπτιακού αριστερού κέρατος. Οι απώλειες του σελευκιδικού στρατού έφτασαν τις 10.000 άνδρες και 4.000 αιχμαλώτους, ενώ ο πτολεμαϊκός στρατός έχασε μόνο 2.000 άνδρες.
Μετά την ήττα του και τις μεγάλες απώλειες του στρατού του, ο Αντίοχος Γ' δεν μπορούσε πια να συνεχίσει τον πόλεμο και αποσύρθηκε από τη Νότια Συρία.
Στις διαπραγματεύσεις ειρήνης που ακολούθησαν, ο Πτολεμαίος Δ' έδειξε μετριοπάθεια και αρκέστηκε στην αναγνώριση της πτολεμαϊκής κυριαρχίας στη Νότια Συρία. Μέχρι το θάνατό του (204 π.Χ.), η επαρχία αυτή παρέμεινε υπό αιγυπτιακό έλεγχο.