Άρθρα
Η απόφαση για την απόβαση στη Σμύρνη
Η απόφαση για την απόβαση στη Σμύρνη
Του Θάνου Βερέμη*
Το πρωί της 15 Μαΐου 1919 πραγματοποιήθηκε η απόβαση της Πρώτης Ελληνικής Μεραρχίας υπό τον Συνταγματάρχη Ζαφειρίου στην προκυμαία της Σμύρνης.
Ο τουρκικός στρατός της πόλης περιορίστηκε στους στρατώνες του. Οταν τα ελληνικά τμήματα έφθασαν κοντά στο Διοικητήριο, δέχθηκαν πυροβολισμούς με αποτέλεσμα να ακολουθήσει συμπλοκή, η οποία είχε απολογισμό τον θάνατο ή τον τραυματισμό 163 ατόμων. Ηταν φανερό ότι οι ελληνικές αρχές δεν ήταν προετοιμασμένες για όσα επρόκειτο να αντιμετωπίσουν. Οι αλλεπάλληλες κατοπινές επεκτάσεις της περιοχής κατοχικής ευθύνης του ελληνικού στρατού αποτελούσαν προοίμιο μελλοντικών δεινών.
Ο Βενιζέλος κατάλαβε τη σημασία των αρνητικών εντυπώσεων που προκάλεσε η ελληνική ανεπάρκεια όταν το ζήτημα των επεισοδίων έγινε αντικείμενο συζήτησης στη Βουλή των Κοινοτήτων. Ο ύπατος αρμοστής της Σμύρνης, Αριστείδης Στεργιάδης, ο οποίος ανέλαβε τα καθήκοντά του έπειτα από πιέσεις του Βενιζέλου, έφτασε στη Σμύρνη στις 8/21 Μαΐου 1919. Από τον Ιούνιο εκτιμούσε ήδη ότι η ελληνοτουρκική αναμέτρηση στη Μικρά Ασία εξελισσόταν σε κάτι ανάλογο με την εκστρατεία των Αθηναίων στις Συρακούσες.
Το βέβαιο είναι ότι καθώς ο ελληνικός στρατός γινόταν δεκτός από ένα πλήθος Ελλήνων που παραληρούσε από ενθουσιασμό, ο Μουσταφά Κεμάλ, αργότερα γνωστός ως Ατατούρκ, έφευγε από την Κωνσταντινούπολη για τη Σαμψούντα με εντολή της οθωμανικής κυβέρνησης να αφοπλίσει τις συντεταγμένες τουρκικές δυνάμεις. Έκανε βέβαια ακριβώς το αντίθετο και οργάνωσε τον πόλεμο κατά των Ελλήνων.
Με την απόσταση η οποία μας χωρίζει από τη μοιραία απόφαση που έφερε τις ελληνικές δυνάμεις στη Μικρά Ασία, μπορούμε σήμερα να αποτιμήσουμε με νηφαλιότητα το κόστος και τα οφέλη της επιλογής αυτής του Βενιζέλου. Θα ήταν βέβαια άδικο και σφάλμα αναχρονισμού αν εφαρμόζαμε την κτηθείσα έκτοτε πείρα για να κατακρίνουμε αποφάσεις που διαμορφώθηκαν σε εποχή εθνικών θριάμβων, κατάπτωσης της οθωμανικής Τουρκίας και σχέσεων με την Αγγλία και τη Γαλλία που ανάλογες δεν ξαναέγιναν.
Είναι, ωστόσο, νόμιμο να προβούμε σε ένα συμπέρασμα και μια προτροπή προς τους νεότερους ιστορικούς. Με την ύστερη γνώση των συνεπειών της απόφασης θα μπορούσαμε να αποφανθούμε ότι η μονιμότερη εδαφική απώλεια από την Καταστροφή του 1922 υπήρξαν η Ανατολική Θράκη και η Ίμβρος και Τένεδος, περιοχές οι οποίες προσαρτήθηκαν στην ελληνική επικράτεια.
Θυμίζουμε ότι η Σμύρνη ουδέποτε έγινε ελληνικό έδαφος και για αυτό η κατηγορία στη δίκη των έξι, ότι η τότε κυβέρνηση παρέδωσε ελληνικά εδάφη στον εχθρό, ήταν έωλη.
Συνηθίζουν πολλοί ιστορικοί μας, όταν εξηγούν τα κίνητρα που οδήγησαν την Ελλάδα στη Μικρά Ασία, να σταθμίζουν ηθικά μόνο τους διωγμούς που υπέστησαν οι Έλληνες, μετά τους Βαλκανικούς πολέμους1. Για την αντικειμενικότερη αποτίμηση του ισοζυγίου των ευθυνών, θα ήταν απαραίτητο να υπολογίσουμε και τις ακρότητες που προηγήθηκαν κατά των μουσουλμάνων της Βαλκανικής από όλους τους εμπολέμους. Όταν οι χιλιάδες μουσουλμάνοι πρόσφυγες έφτασαν στην οθωμανική επικράτεια είναι φανερό ότι τόσο η αποκατάστασή τους όσο και η εκδικητικότητα των ομοθρήσκων τους υπήρξαν παράγοντες που επηρέασαν την κατοπινή συμπεριφορά των τουρκικών αρχών, αλλά και τις αυτοδικίες κατά των Ελλήνων της Μικράς Ασίας2.
Η εξέλιξη του τουρκικού εθνικισμού μετά το κίνημα των Νεότουρκων του 1908, σχετίζεται άμεσα με τις βαλκανικές συγκρούσεις και την αποπομπή των μουσουλμανικών πληθυσμών. Μολονότι η Ελλάδα εβράδυνε λόγω του διχασμού να βγει στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι διωγμοί εναντίον των Ελλήνων άρχισαν στη Μικρά Ασία από το 1914 και συνεχίστηκαν έως το τέλος του πολέμου.
Οι εκκλήσεις των Μικρασιατών Ελλήνων προς τον Βενιζέλο αποτέλεσαν σοβαρό λόγο για την απόφαση του Έλληνα πρωθυπουργού να διεκδικήσει στο Συνέδριο της Ειρήνης στο Παρίσι, τη Σμύρνη και το Βιλαέτι του Αϊδινίου. Τη συστηματική προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης ενίσχυσε άθελά της και η διεκδικητικότητα της Ιταλίας και η προτίμηση των Άγγλων και Γάλλων (αρχικά) για μια ελληνική κατοχή αντί της πιο επικίνδυνης για τα συμφέροντά τους, ιταλικής.
Οταν ο Lloyd George, με τη σύμφωνη γνώμη του Clemenceau, πρότεινε στον Βενιζέλο να στείλει ειρηνευτική δύναμη στη Σμύρνη, αυτός άρπαξε την πολυπόθητη ευκαιρία με ενθουσιασμό.
Το βιλαέτι του Αϊδινίου περιελάμβανε τέσσερα σαντζάκια με συνολικό πληθυσμό 1.650.000 κατοίκους. Από αυτούς, 940.000 περίπου ήταν Τούρκοι και 620.000 Έλληνες. Υπήρχαν ακόμη Αρμένιοι, Εβραίοι και Φραγκολεβαντίνοι.
Ο ιταλικός παράγοντας και οι σύμμαχοι
Με τη συνθήκη του Λονδίνου, τον Απρίλιο του 1915, η Ιταλία ανέλαβε την περιοχή της Αττάλειας στη νοτιοδυτική Μικρά Ασία.
Το 1917 της ανατέθηκε και η Σμύρνη με τη συμφωνία του Αγίου Ιωάννη της Μωριέννης. Ομως, η ιταλική βουλιμία και οι επιθετικές αυθαιρεσίες, που οι ιταλικές δυνάμεις διέπρατταν την άνοιξη του 1919 σε περιοχές πέραν της αρμοδιότητάς τους, ανάγκασαν τους Αγγλους, τους Γάλλους, ακόμα και τους Αμερικανούς, που υπήρξαν αρχικά αντίθετοι, να λογαριάσουν σοβαρά τις διεκδικήσεις του Βενιζέλου για μια ζώνη ελληνικού ενδιαφέροντος στη Μικρά Ασία, η οποία θα περιελάμβανε και τη Σμύρνη.
Η διεκδίκηση της Σμύρνης σε περίοδο διάλυσης των οθωμανικών στρατιωτικών δυνάμεων φαινόταν ρεαλιστικό εγχείρημα. Όμως, το μοναδικό ίσως σταθερό έρεισμα του Βενιζέλου ήταν η ηθική συμπαράσταση του Lloyd George.
Το Ανώτατο Συμβούλιο της Διασκέψεως στη Βουλώνη αποφάσισε τον Απρίλιο να δώσει «εντολή» στην Ελλάδα να καταλάβει τη Σμύρνη για να αποκαταστήσει εκεί την τάξη. Ο Βενιζέλος διαβεβαίωσε τους συμμάχους ότι ήταν σε θέση να φέρει εις πέρας την αποστολή αυτή και στις 30 Απριλίου / 13 Μαΐου 1919 τηλεγράφησε στον αρχηγό του Στρατού ότι ακόμα και η Ιταλία είχε συναινέσει με τους υπόλοιπους μεγάλους «εις την υπό της Ελλάδος στρατιωτικήν κατάληψιν Σμύρνης, επί σκοπώ υστέρας προσκυρώσεως ταύτης εις Ελλάδα...».
Η αισιοδοξία του Βενιζέλου για τη μονιμότητα των παραγόντων που είχαν επιτρέψει στους Έλληνες να πραγματοποιήσουν τα επεκτατικά τους όνειρα, αποδείχθηκε κακός σύμβουλος. Ο Clemenceau, o Lloyd George και συνεπώς η αγγλογαλλική εύνοια ήταν εφήμερα στοιχεία της συγκυρίας. Το χειρότερο ήταν ότι ο ίδιος ο Βενιζέλος δεν είχε αντιληφθεί ότι η θέση του στην εξουσία ήταν επισφαλής, όταν μάλιστα βασιζόταν στην ετυμηγορία ενός λαού κουρασμένου από τον πόλεμο.
Η Συνθήκη των Σεβρών, σύμφωνα με την οποία διαμελιζόταν η οθωμανική αυτοκρατορία και αναδυόταν η Ελλάδα, «των πέντε θαλασσών και των δύο ηπείρων», υπογράφτηκε στις 28 Ιουλίου / 10 Αυγούστου 1920. Η διάρκειά της υπήρξε βραχύβια και η ζωή της κυβέρνησης του Βενιζέλου κράτησε μόλις ένα τρίμηνο μετά τους πανηγυρισμούς.
Οι εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920, στις οποίες το κόμμα των Φιλελευθέρων έλαβε μόνο 118 έδρες από το σύνολο των 369, απέδειξαν ότι το μεγαλεπήβολο σχέδιο του Κρητικού ηγέτη στη Μικρά Ασία ήταν χτισμένο επί άμμου.
Ισραήλ, είναι ένα μικρό ανεπτυγμένο κράτος της Μέσης Ανατολής
Το Κράτος του Ισραήλ είναι ένα μικρό, ανεπτυγμένο, κράτος της Μέσης Ανατολής, με έκταση 20.770 τετρ. χλμ. και πληθυσμό 8.476.600 κατοίκους. (εβραϊκά: מדינת ישראל, προφέρεται Μεντινάτ Γισραέλ, αραβικά: دولة اسرائيل, προφέρεται Ντάουλατ Ισραΐλ)
Ιδρύθηκε μόλις το 1948 με σκοπό να μετατραπεί σε εθνική εστία όσων απανταχού Εβραίων επιθυμούν να πολιτογραφηθούν πολίτες του απ΄όπου και αν προέρχονται.
Ωστόσο το σύγχρονο κράτος του Ισραήλ διεκδικεί ιστορική συνέχεια με τα αρχαία βιβλικά κράτη του Ισραήλ και της Ιουδαίας, το έπος των οποίων έχει κεντρική θέση στην ιουδαϊκή θρησκεία και μνήμη.
Η πλειονότητα των κατοίκων του κράτους είναι Εβραίοι, ενώ η μεγαλύτερη μειονότητα είναι Άραβες (20%).
Ο Δαβίδ Μπεν Γκουριόν ανακηρύσσει την ανεξαρτησία του Ισραήλ στις 14 Μαΐου 1948, κάτω από την εικόνα του Θεόδωρου Χερτσλ οραματιστή του σύγχρονου εβραϊκού κράτους.
Οι Εβραίοι ζουν εδώ και χιλιάδες χρόνια στην περιοχή του σύγχρονου Ισραήλ και στην αρχαιότητα ήταν πλειονότητα μέχρις ότου εκδιώχθηκαν από τους Ρωμαίους και κατοίκησαν σε διάφορα μέρη του κόσμου.
Οι Ρωμαίοι μετονόμασαν τη χώρα από Ιουδαία σε Παλαιστίνη κατά την "Παλαιστίνη Συρία" του Ηροδότου.
Η περιοχή κατακτήθηκε μεταγενέστερα από Βυζαντινούς (330-640 μ.Χ.), κατόπιν Άραβες (7ο αιώνα μ.Χ.), Σελτζούκους Τούρκους (1071 μ.χ.), Σταυροφόρους Ευρωπαίους (1099 - 1187μ.Χ.), Μαμελούκους Αιγύπτιους (περί το 1250 - 1516 μ.Χ.), Οθωμανούς (1516-1831), Αιγύπτιους (1831-1841) και πάλι Οθωμανούς/Τούρκους (1841 - 1917) ενώ διετέλεσε βρετανικό προτεκτοράτο μεταξύ 1920 - 1948.
Δηλαδή η περιοχή της Παλαιστίνης παρέμεινε ως επί το πλείστον μουσουλμανική κατά πλειονότητα των κατοίκων της από το 1270 μ.Χ. έως και τον 20ο αιώνα.
Ο πρώτος μαζικός επαναπατρισμός Εβραίων συνέβη κατά τον 14ο αιώνα κυρίως από την Ισπανία προς την Ιερουσαλήμ.
Από τον 19ο αιώνα το σιωνιστικό κίνημα (που είχε ιδρυθεί το 1897 με σκοπό την ίδρυση του Ισραήλ), απαίτησε τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου εβραϊκού κράτους, ενώ ανέλαβε την παράνομη μετανάστευση εκατοντάδων χιλιάδων Εβραίων στην Παλαιστίνη, την οποία προσπάθησαν αρχικά να σταματήσουν οι Βρετανοί οι οποίοι είχαν μετατρέψει την περιοχή σε προτεκτοράτο.
Το 1917 όμως η Βρετανία άλλαξε στάση και ο υπουργός εξωτερικών Άρθουρ Τζέιμς Μπάλφουρ δήλωσε πως υποστηρίζει τη μελλοντική ίδρυση Εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη "στο βαθμό που δεν επηρεάζονται οι Άραβες κάτοικοι". Η Εβραϊκή παράνομη μετανάστευση συνεχίστηκε και αυξήθηκε σημαντικά στα επόμενα χρόνια και πολλές καθαρά εβραϊκές νέες πόλεις και ιδρύματα χτίστηκαν.
Την περίοδο 1936 -1939 οι Άραβες ξεσηκώθηκαν ένοπλα εναντίον των Βρετανών και σε μικρότερο βαθμό πραγματοποίησαν επιθέσεις σε εβραϊκούς οικισμούς.
Με την έναρξη του δεύτερου παγκόσμιου πόλεμου και καθ´όλη τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος οι Βρετανοί απαγόρευσαν την είσοδο Εβραίων στη χώρα.
Μετά τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου μια εβραϊκή μυστική στρατιωτική οργάνωση, η Χαγκανά (Άμυνα), που σχηματίστηκε στα χρόνια μετά το Ολοκαύτωμα, άρχισε να μάχεται τους Βρετανούς και τους Άραβες, επιχειρήσεις που η ισραηλινή ιστορία καταγράφει ως την αρχή του ισραηλινού "πόλεμου της ανεξαρτησίας".
Το 1947, ο ΟΗΕ ανέλαβε τον έλεγχο της Παλαιστίνης, και στις 29 Νοεμβρίου η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ υιοθέτησε την απόφαση Αρ. 181 για τη διαίρεση της Παλαιστίνης σε ένα ισραηλινό και ένα αραβικό κράτος, και τη μετατροπή της Ιερουσαλήμ σε διεθνή πόλη εκτός συνόρων.
Σύμφωνα με αυτήν την απόφαση η παλιά πόλη της Ιερουσαλήμ, καθώς και η δυτική όχθη του Ιορδάνη, τέθηκε υπό τον έλεγχο της Ιορδανίας, ενώ η νέα πόλη ελέγχθηκε από τους Ισραηλινούς.
Οι Άραβες άρχισαν βίαιες διαμαρτυρίες κατά των Εβραίων, τη στιγμή που στην περιοχή κατοικούσαν 590.000 Εβραίοι και 1.320.000 Άραβες.
Στις 14 Μαΐου 1948, μία ημέρα πριν λήξει η βρετανική Εντολή στην περιοχή, το ανώτατο εβραϊκό συμβούλιο ανακήρυξε την ανεξαρτησία του Ισραήλ και όρκισε πρόεδρο τον Χάιμ Βάιζμαν και πρωθυπουργό τον σιωνιστή ηγέτη, Δαβίδ Μπεν Γκουριόν.
Παράλληλα, η Χαγκανά παρουσιάζεται πλέον ως ο τακτικός στρατός του κράτους του νεοσύστατου Ισραήλ που έκτοτε ονομάζεται Αμυντική Ισραηλινή Δύναμη' (Israel Defense Force/IDF, Εβραικά: Τσβά Χαγκανά Λε-Γισραέλ) γνωστότερος στους Ισραηλινούς, από τα αρχικά, του ως 'Τσαχάλ'. Την επόμενη ημέρα ξέσπασε ο Αραβοϊσραηλινός πόλεμος του 1948, όταν πέντε αραβικές χώρες (Αίγυπτος, Ιορδανία, Συρία, Λίβανος και Ιράκ) εισέβαλαν στρατιωτικά, με την αρωγή και άλλων στρατευμάτων από την Υεμένη και την Σαουδική Αραβία.
Η Αίγυπτος και η Ιορδανία προσάρτησαν τότε το Σινά και την Γάζα η πρώτη και την Δυτική Όχθη η δεύτερη. Μετά από ένα χρόνο εχθροπραξιών υπεγράφη ανακωχή.
Έκτοτε ακολούθησαν πολλές ακόμα συγκρούσεις που συνεχίζονται μέχρι και τις μέρες μας. Κύριες στιγμές της Αραβοϊσραηλινής σύγκρουσης ήταν ο πόλεμος των Έξι Ημερών του 1967, όταν το Ισραήλ επιτέθηκε πρώτο στις δυνάμεις της Αιγύπτου, της Ιορδανίας και της Συρίας που ήταν έτοιμες να του επιτεθούν, και προέλασε στο έδαφος τους καταλαμβάνοντας τη χερσόνησο του Σινά, την Λωρίδα της Γάζας, την Δυτική Όχθη και τα Υψώματα του Γκολάν, και ο πόλεμος του Γιομ Κιππούρ του 1973 όταν και πάλι οι Αγυπτιο-Συριακές δυνάμεις επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά την ημέρα της ιερότερης θρησκευτικής γιορτής των Εβραίων, αυτή τη φορά με επιτυχία (το Ισραήλ σώθηκε με αμερικανική παρέμβαση).
Ταυτόγχρονα, από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 έως τις μέρες μας, ένας μυστικός τρομοκρατικός πόλεμος με εκατέρωθεν δολοφονίες τόσο στο Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη όσο και σε τρίτες χώρες εξελίσσεται ανάμεσα σε διάφορες αραβικές οργανώσεις και την ισραηλινή μυστική υπηρεσία "Μοσάντ".
Για παράδειγμα η δολοφονία ένδεκα Ισραηλινών αθλητών στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου το 1972 και, πρόσφατα, η δολοφονία παλαιστινίου προμηθευτού όπλων της Χαμάς στο Ντουμπάι.
Ο Μεναχέμ Μπέγκιν (ισραηλινός πρωθυπουργός 1977-1983) με τον αιγύπτιο πρόεδρο Ανουάρ αλ-Σαντάτ στην πανηγυρική κοινή συνεδρίαση του αμερικανικού κονγκρέσου όπου ανακοινώθηκε η συμφωνία του Καμπ Ντέϊβιντ στις 18 Σεπτεμβρίου 1978.
Από τις 19 Νοεμβρίου του 1977, ο πρωθυπουργός της Αιγύπτου Ανουάρ αλ-Σαντάτ, ξεκινά ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις μαζί με το Ισραήλ στην Ιερουσαλήμ, με αποτέλεσμα στις 26 Μαρτίου του 1979, να υπογραφεί στο Καμπ Ντέιβιντ συμφωνία σύμφωνα με την οποία η Αίγυπτος αναγνώρισε το κράτος του Ισραήλ ενώ το Ισραήλ αποσύρθηκε από το Σινά.
Η Ισραηλινή πλευρά υποσχέθηκε επιπλέον να αρχίσει συνομιλίες με τους Παλαιστίνιους. Αντί του τελευταίου όμως ο τότε ισραηλινός πρωθυπουργός Μεναχέμ Μπέγκιν άρχισε να επιχορηγεί τους, σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο παράνομους, Εβραϊκούς εποικισμούς στη Δυτική Όχθη προκαλώντας την οργή των Παλαιστινίων, πολιτική που συνεχίζεται έως τις μέρες μας.
Εν συνεχεία ακολούθησε ο πόλεμος του Λιβάνου το 1982 αμέσως μετά την επιχείρηση δολοφονίας του ισραηλινού πρεσβευτή στο Λονδίνο (η οποία τελικά οδήγησε στην οριστική παράλυση του) από μέλη μίας παλαιστινιακή οργάνωση με έδρα τον Λίβανο, αντιτιθέμενη στην PLO. Ο ισραηλινός στρατός εισέβαλε στη συνέχεια στον (τότε χαώδη λόγω του συνεχιζόμενου εμφυλίου) Λίβανο με τη συνδρομή Λιβανέζων Χριστιανών. Μετά από μάχες με ένοπλους Λιβανέζους και Παλαιστίνιους, οι ισραηλινοί κατέλαβαν μεγάλο μέρος της χώρας και τελικά περικύκλωσαν και στο τέλος εξεδίωξαν τους Παλαιστίνιους μαχητές από τη Δυτική Βυρητό.
Με την ανοχή του Ισραηλινού στρατού Χριστιανοί Λιβανέζοι ένοπλοι έπραξαν τη φοβερή σφαγή Παλαιστινίων μουσουλμάνων στα στρατόπεδο προσφύγων Σάμπρα και Σατίλα. Στη συνέχεια ο ισραηλινός στρατός αυτοπεριορίστηκε στην κατοχή του Νοτίου Λίβανου μέχρι το 2000 οπότε και αποχώρησαν και οι τελευταίες δυνάμεις.
Η Ιντιφάντα, η συνεχιζόμενη ένοπλη εξέγερση Παλαιστινίων στα κατεχόμενα από το Ισραήλ εδάφη της Δυτικής Όχθης, ξεκίνησε το 1987 και συνεχίζεται σε μικρότερη κλίμακα έως τις μέρες μας.
Ο Γιτζάκ Ράμπιν (εβραϊκά: Γιτσχάκ Ραμπίν) (ισραηλινός πρωθυπουργός 1992-1995), ο Μπιλ Κλίντον και ο Γιάσερ Αραφάτ στη Συμφωνία του Όσλο στις 13 Σεπτεμβρίου 1993.
Μετά την Αίγυπτο, το 1994 η Ιορδανία έγινε η δεύτερη αραβική χώρα που αναγνώρισε το Ισραήλ.
Οι διαφορές Αράβων και Ισραηλινών φάνηκαν να διευθετούνται προσωρινά με τις Συνθήκες του Όσλο του 1994, που προέβλεπαν τη δημιουργία της Παλαιστινιακής Αρχής, ξεχωριστού κράτους των Παλαιστινίων, χωρίς ωστόσο οι συγκρούσεις να σταματήσουν.
Το 1994 ο πρωθυπουργός Ισαάκ Ραμπίν (Γιτζάκ Ράμπιν) έλαβε από κοινού με τον Γιάσερ Αραφάτ το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης για τη συμφωνία και λίγο αργότερα ο Ραμπίν δολοφονήθηκε από τον ακροδεξιό Ισραηλινό εξτρεμιστή Yigal Amir.
Το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη
Το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη
Η Μάχη του Βερολίνου ήταν η τελευταία μάχη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη. Διεξήχθη κατά το χρονικό διάστημα 16 Απριλίου έως 2 Μαΐου 1945, ανάμεσα στους Γερμανούς και τους Σοβιετικούς και είχε ως αποτέλεσμα την οριστική ήττα και παράδοση της Ναζιστικής Γερμανίας και το τέλος του πολέμου στην Ευρώπη.
8 Μαΐου 1945 : ο Κόκκινος Στρατός καταλαμβάνει το Βερολίνο, σημαίνοντας το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη .
Η Γερμανία συνθηκολόγησε άνευ όρων .Είχαν προηγηθεί πολυήμερες θανατηφόρες μάχες μεταξύ τού γερμανικού και του ρωσικού στρατού.
Η μάχη του Βερολίνου τελείωσε με παράδοση της πόλης στους Σοβιετικούς, με τεράστιες απώλειες και για τις δύο πλευρές.
Αναλυτικά:
Σοβιετικοί
Νεκροί: 78.291
Τραυματίες: 274.184
Συνολικά: 352.475
Γερμανοί
Σύνολο νεκρών και τραυματιών: 458.080
Αιχμάλωτοι: 479.298
Άμαχοι- Συμπεριλαμβάνονται 125.000 Βερολινέζοι που έχασαν τη ζωή τους, εκ των οποίων 11.000 υπέστησαν καρδιακή προσβολή και 6.400 αυτοκτόνησαν.
Μια φωτογραφία συγκλονίζει τον Γιάννη Ρίτσο και γράφει τον "Επιτάφιο"
Μια φωτογραφία συγκλονίζει τον Γιάννη Ρίτσο και γράφει τον "Επιτάφιο".
Τον Μάιο του 1936 οι απεργίες σαρώνουν τη χώρα και κυρίως τη Θεσσαλονίκη όπου δεν λείπουν τα έντονα επεισόδια αλλά και η αιματοχυσία.
Δώδεκα άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους με πρώτο τον 25χρονο αυτοκινητιστή Τάσο Τούση από το Ασβεστοχώρι. Οι σύντροφοί του τον βάζουν σε μια ξύλινη πόρτα που ξήλωσαν από οικοδομή για να τον μεταφέρουν. Η μάνα του πεσμένη στα γόνατα τον μοιρολογεί μέσα στο δρόμο γύρω από χωροφύλακες και διαδηλωτές.
Τη σπαρακτική εικόνα αποτυπώνει ο φωτογραφικός φακός, φτάνει σε όλη την Ελλάδα και ο μεγάλος ποιητής κλονίζεται από το δράμα του Τάσου Τούση και της μάνας του Κατίνας. Μέσα σε τρεις μέρες γράφει 14 από τα 20 ποιήματα
Γράφει ο Γιάννης Ρίτσος
Γιέ μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχιάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,
πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις, δε γρικάς τα που πικρά σου λέω;
Γράφει τον Επιτάφιο που γίνεται σύμβολο και αποφασίζει να στείλει ένα αντίτυπο στον Μίκη Θεοδωράκη που τότε βρισκόταν στο Παρίσι. Στην αφιέρωση σημειώνει «το βιβλίο τούτο κάηκε από τον Μεταξά το 1938 κάτω από τους Στύλους του Ολυμπίου Διός». Ηταν μοιραίο: ο Μίκης Θεοδωράκης αποφασίζει επιτόπου να το μελοποιήσει και το 1960 μπαίνει στο στούντιο, στην Αθήνα. Ομως πλάι στον Ρίτσο και τον Θεοδωράκη στέκεται και ο Μάνος Χατζιδάκις στην πιο γοητευτική ίσως συνύπαρξη μουσικής και ποίησης. Ο Μάνος Χατζιδάκις ενορχηστρώνει, διευθύνει την ορχήστρα, επιλέγει την τραγουδίστρια που δεν είναι άλλη από τη Νάνα Μούσχουρη.
Ομως ο Μίκης Θεοδωράκης αισθάνεται ότι αυτή η εκτέλεση δεν έχει το λαϊκό βάρος, τη γειωμένη πολιτική διάσταση που επιθυμούσε. Ετσι, κάνει τη δική του ηχογράφηση χρησιμοποιώντας τον δωρικό Γρηγόρη Μπιθικώτση και τον Μανώλη Χιώτη. Βρισκόμαστε στο έτος 1961. Γράφει ο δημοσιογράφος Γιώργος Νοταράς: «Στην Ελλάδα η κοινωνική και η αισθητική ανατροπή ξεκίνησαν παρέα, χέρι-χέρι, μέσα από το τραγούδι, με ιστορική αφετηρία τη συνάντηση του Μίκη Θεοδωράκη με το Γιάννη Ρίτσο στον “Επιτάφιο”.
Επρόκειτο για ελληνικής ταυτότητας ανατροπή, γιατί το ζητούμενο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν ήταν ν’ αλλάξει ο κόσμος, αλλά κατ’ αρχάς η Ελλάδα. Ο “Επιτάφιος” λοιπόν, με τη σπουδαία ποίηση και τη μουσική του, αλλά βασισμένος σε λατρεμένους λαϊκούς ρυθμούς και με τη μοναδική φωνή του Μπιθικώτση έκανε την πρώτη κίνηση και η απήχησή του ήταν καταλυτική παντού».
ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ: Γιάννη Ρίτσου-Μίκη Θεοδωράκη -1 Μάη 1936.
Ο Ιμπραήμ καταλαμβάνει τη Σφακτηρία
8 Μαΐου 1825
Ο Ιμπραήμ καταλαμβάνει τη Σφακτηρία
Σαν σήμερα, στις 8 Μαΐου 1825, ο Aιγυπτιακός Στόλος, έχοντας ευνοϊκό άνεμο, εισέπλευσε στον όρμο του Nαυαρίνου συνοδεύοντας αποβατικό σώμα τριών χιλιάδων ανδρών για να καταλάβει τον όρμο και το φρούριό του. O εχθρός αρχικά κατέλαβε τη Σφακτηρία φονεύοντας 350 από τους 800 υπερασπιστές της, μεταξύ των οποίων ήταν ο φιλικός και αρχηγός των Ελλήνων στη μάχη Αναγνωσταράς, ο φιλέλληνας Ιταλός κόμης Σανταρόζα και ο Πλοίαρχος Aναστάσιος Tσαμαδός που βρισκόταν στην ξηρά στο πλευρό των αμυνομένων Ελλήνων μαζί με 200 περίπου αξιωματικούς και ναυτικούς που εγκατέλειψαν και αυτοί τις λέμβους τους για να βοηθήσουν στη μάχη.
Tο γεγονός ότι όχι μόνο αυτός αλλά και ο κυβερνήτης του πλοίου «Aθηνά», ο Πλοίαρχος Νικόλαος Βότσης, δεν πρόλαβαν να επιβιβασθούν στα πλοία τους σημαίνει ότι ο είσπλους των Aιγυπτίων έγινε αιφνιδιαστικά.
Δύο από τα πέντε άλλα πλοία που ήταν στον όρμο πρόλαβαν να σαλπάρουν έγκαιρα και να εξέλθουν ανενόχλητα, με κυβερνήτες τον Θεόδωρο Σάντο Σπετσιώτη και τον Βασίλειο Σ. Βουδούρη. Το «Aθηνά» χωρίς τον κυβερνήτη του επιχείρησε και επέτυχε ηρωική έξοδο. Στο βρίκιο «Αχιλλεύς», ενώ απέπλεε από τον όρμο υπό των αδελφών Γεωργίου και Αντωνίου Ορλάνδου, κρεμάσθηκαν τριάντα ναύτες στα πλευρά της λέμβου με το σώμα στη θάλασσα, όπως και σε άλλα πλοία.
Επίσης, το τρικάταρτο και βαριά οπλισμένο «Ποσειδών» υπό του Θεοφίλου Μουλά, απέπλευσε οριακά φορτωμένο με βαρέλια νερό στην πλώρη για να μοιάζει πυρπολικό και έτσι κατάφερε να διαφύγει χωρίς να προσπαθήσουν να το εμβολίσουν.
Tελευταίο έμεινε το βρίκιο «Άρης» που είχε μείνει μέσα στον όρμο περιμένοντας τον κυβερνήτη του. Mόλις το πλήρωμα έμαθε για το θάνατό του απέπλευσε με τον Πλοίαρχο Nικόλαο Bότση, που πρόλαβε να επιβιβαστεί την τελευταία στιγμή σε αυτό μαζί με τον Δημήτριο Σαχτούρη και τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο.
Το βρίκιο «Άρης» του Πλοιάρχου Αναστασίου Τσαμαδού δοξάστηκε στις 8 Μαΐου 1825, λίγο πριν την Πτώση της Σφακτηρίας, με τη διάσπαση κατά την πολιορκία του νησιού, όπου πέρασε με επιτυχία ανάμεσα από τον κλοιό των Αιγυπτιακών πλοίων του Ιμπραήμ Πασά στην νήσο Σφακτηρία, με κυβερνήτη τον Νικόλαο Βότση, διαφεύγοντας σώο από τον κόλπο του Ναυαρίνου μετά από πολύωρη μάχη, μεταφέροντας στα ανοιχτά της θαλάσσης και κοντά στην ασφάλεια του ελληνικού στόλου τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και πολλούς ακόμα αγωνιστές της ελληνικής επανάστασης.