Άρθρα
Α’ Βαλκανικός Πόλεμος, η πολεμική αναμέτρηση ανάμεσα στη Βαλκανική Συμμαχία
Α’ Βαλκανικός Πόλεμος
Α΄Βαλκανικός Πόλεμος, η πολεμική αναμέτρηση ανάμεσα στη Βαλκανική Συμμαχία (Ελλάδα, Βουλγαρία, Σερβία, Μαυροβούνιο) και της θνήσκουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τυπικά ξεκίνησε στις 25 Σεπτεμβρίου 1912 με την κήρυξη πολέμου από το Μαυροβούνιο κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ολοκληρώθηκε στις 17 Μαΐου 1913 με τη συνθήκη του Λονδίνου.
Αφορμή στάθηκε η πολιτική των Νεοτούρκων για τον εκτουρκισμό των εθνοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η αντίδραση των προαναφερθέντων βαλκανικών κρατών, που συνέπηξαν συμμαχία με σειρά συμφωνιών, με στόχο τον διαμοιρασμό των εδαφών της στον ευρωπαϊκό χώρο. Η Ελλάδα εισήλθε στον πόλεμο στις 5 Οκτωβρίου 1912, με επιθετικές ενέργειες προς τη Μακεδονία και την Ήπειρο. Την ίδια ημέρα, ο Βουλγαρικός Στρατός κινήθηκε προς την Ανατολική Θράκη και ο Σερβικός προς τα Σκόπια και το Μοναστήρι.
Η Στρατιά Θεσσαλίας, αφού απώθησε τα τουρκικά τμήματα, κατέλαβε στις 6 Οκτωβρίου την Ελασσόνα και συνέχισε την προέλασή της προς τα στενά του Σαρανταπόρου. Στις 9 Οκτωβρίου, τρεις μεραρχίες επιτέθηκαν κατά μέτωπο, ενώ μία άλλη, με υπερκερωτική ενέργεια, έφτασε στα νώτα της τοποθεσίας, εξαναγκάζοντας τους Τούρκους να υποχωρήσουν προς τα Σέρβια και την Κοζάνη, εγκαταλείποντας όλο το πολεμικό υλικό τους.
H IV Μεραρχία, αφού καταδίωξε τους Τούρκους το πρωί στις 10 Οκτωβρίου, εισήλθε το απόγευμα στα Σέρβια, ενώ τμήματα της Ταξιαρχίας Ιππικού κατέλαβαν στις 11 Οκτωβρίου την Κοζάνη. Έτσι, η νίκη του Ελληνικού Στρατού στο Σαραντάπορο ενίσχυσε το ηθικό του και άνοιξε τις πύλες για την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Μετά την ήττα των Τούρκων στο Σαραντάπορο, η Στρατιά Θεσσαλίας στράφηκε προς τα ανατολικά, με σκοπό την απελευθέρωση το ταχύτερο της Θεσσαλονίκης, που αποτελούσε τον κύριο πολιτικοστρατηγικό σκοπό των επιχειρήσεων στη Μακεδονία.
Ελληνικό πεζικό στα ΓιαννιτσάΑκολούθησε στις 16 Οκτωβρίου η απελευθέρωση της Βέροιας και της Κατερίνης. Μετά τη νικηφόρα μάχη των Γιαννιτσών (19-20 Οκτωβρίου), οι Τούρκοι, μπροστά στον κίνδυνο να κυκλωθούν, συμπτύχθηκαν εσπευσμένα προς τη Θεσσαλονίκη και υποχρεώθηκαν μετά από διαπραγματεύσεις να υπογράψουν στις 26 Οκτωβρίου 1912 την παράδοση της πόλης και του στρατού τους, που τον αποτελούσαν περίπου 26.000 άντρες, με 70 πυροβόλα, 30 πολυβόλα και 1.200 κτήνη. Στη συνέχεια, ο Ελληνικός Στρατός στράφηκε προς τη Δυτική Μακεδονία, όπου διαδοχικά απελευθέρωσε τη Φλώρινα (7 Νοεμβρίου), την Καστοριά (10 Νοεμβρίου) και την Κορυτσά (7 Δεκεμβρίου).
Το Ελληνικό Ναυτικό, που αποτελούσε τη μόνη ναυτική δύναμη της Βαλκανικής Συμμαχίας, συντέλεσε αποφασιστικά στη νίκη των συμμαχικών όπλων. Ταυτόχρονα, με την ακάθεκτη προέλαση του Ελληνικού Στρατού, ο Στόλος, με ηγέτη το Ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη, απελευθέρωσε με εθελοντικά σώματα Προσκόπων (απόμαχοι του Μακεδονικού Αγώνα) και αγήματα πεζοναυτών τη Χαλκιδική (26 Οκτωβρίου) και το ένα μετά το άλλο τα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου, που κατοικούνταν από συμπαγείς ελληνικούς πληθυσμούς: Λήμνος και Θάσος (8 Οκτωβρίου), Ίμβρος, Τένεδος και Άγιος Ευστράτιος (18 Οκτωβρίου), Σαμοθράκη (19 Οκτωβρίου), Ψαρά (22 Οκτωβρίου), Λέσβος (7 Δεκεμβρίου), Χίος (21 Δεκεμβρίου), Σάμος (2 Μαρτίου 1913).
Με τις ιστορικές ναυμαχίες της Έλλης (3 Δεκεμβρίου) και της Λήμνου (5 Ιανουαρίου 1913), με επικεφαλής το θρυλικό θωρηκτό «Αβέρωφ», το ελληνικό ναυτικό όχι μόνο εξασφάλισε την κυριαρχία του στο Αιγαίο, εξαναγκάζοντας τον Τουρκικό Στόλο να μείνει αποκλεισμένος στα Δαρδανέλια μέχρι το τέλος του Πολέμου, αλλά απαγόρευσε και τις στρατηγικές μεταφορές τουρκικών στρατευμάτων από τις ασιατικές ακτές στη Βαλκανική Χερσόνησο. Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι στις 18 Οκτωβρίου το τορπιλλοβόλο «Τ-11» ανατίναξε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης το τουρκικό θωρηκτό «Φετίχ Μπουλέν», που απειλούσε με τα κανόνια του την κατάληψη της πόλης από τον ελληνικό στρατό, ενώ στις 9 Δεκεμβρίου το υποβρύχιο «Δελφίν» επιτέθηκε κατά του τουρκικού καταδρομικού «Μετζηδιέ», γεγονός που αποτέλεσε την πρώτη τορπιλική επίθεση στον κόσμο. Οι παράγοντες των επιτυχιών του ελληνικού ναυτικού ήταν η ποιοτική υπεροχή του έναντι του τουρκικού, η ναυτική παράδοση των πληρωμάτων του και η εμπνευσμένη ηγεσία του.
Στη διάρκεια του Α’ Βαλκανικού Πολέμου έκανε την εμφάνισή του για πρώτη φορά το ελληνικό αεροπορικό σμήνος, που συνέβαλε σοβαρά στην πτώση του ηθικού του αντιπάλου, παρότι τα αεροσκάφη που διέθετε ήταν λίγα και με περιορισμένες επιχειρησιακές ικανότητες. Οι Έλληνες πιλότοι ανέλαβαν και εκτέλεσαν σημαντικές αποστολές αναγνώρισης, αλλά και προσβολές κατά επίγειων εχθρικών στόχων προς όφελος του στρατού στη Μακεδονία και την Ήπειρο.
Στις 24 Ιανουαρίου 1913, ελληνικό υδροπλάνο με πλήρωμα τον υπολοχαγό Μιχαήλ Μουτούση και τον σημαιοφόρο Αριστείδη Μωραϊτίνη πραγματοποίησε την πρώτη στον κόσμο αποστολή ναυτικής συνεργασίας, αναγνωρίζοντας τον Τουρκικό Στόλο στα Δαρδανέλια, κατά του οποίου έριξε και έξι βόμβες. Δίκαια, συνεπώς, μπορεί να υποστηριχθεί ότι η Ελλάδα είναι μεταξύ των πρώτων χωρών στον κόσμο που χρησιμοποίησε αεροπλάνο ως πολεμικό μέσο στο πεδίο της μάχης.
Στα μέτωπα των Συμμάχων, ο Σερβικός στρατός είχε καταλάβει στις αρχές Νοεμβρίου του 1912 μεγάλο μέρος της ευρύτερης περιοχής των Σκοπίων, φθάνοντας μέχρι το Μοναστήρι. Την ίδια περίοδο, ο Βουλγαρικός στρατός, ο μεγαλύτερος των Συμμάχων, είχε καταλάβει σχεδόν όλη την Ανατολική Μακεδονία (Σέρρες, Δράμα, Καβάλα) και το μεγαλύτερο μέρος της Θράκης (Ξάνθη, Κομοτηνή, Αλεξανδρούπολη, Ανδριανούπολη).
Η θέση της Τουρκίας ήταν δυσχερής και μετά από μακρές συζητήσεις ζήτησε ανακωχή. Η Ελλάδα δεν συμφώνησε με τους όρους ανακωχής και στις 20 Νοεμβρίου 1912 συνέχισε μόνη τον πόλεμο κατά της Τουρκίας. Μετά την υπογραφή της ανακωχής, αντιπρόσωποι όλων των εμπολέμων, συμπεριλαμβανόμενης και της Ελλάδας, συνήλθαν στο Λονδίνο για τη σύναψη οριστικής ειρήνης. Εξαιτίας, όμως, της τουρκικής αδιαλλαξίας, οι διαπραγματεύσεις διακόπηκαν στις 24 Δεκεμβρίου 1912, χωρίς στο μεταξύ να επιτευχθεί κάποια συμφωνία.
Στο μέτωπο της Ηπείρου, ο Ελληνικός Στρατός διέθετε περιορισμένες δυνάμεις. Ήταν, όμως, υποχρεωμένος να διεξάγει επιχειρήσεις σε δύο μέτωπα, της Μακεδονίας και της Ηπείρου. Γι’ αυτό και δεν ήταν δυνατό να αναλάβει επιθετικές ενέργειες ταυτόχρονα και προς τις δύο αυτές κατευθύνσεις. Έτσι, αποφασίστηκε να δοθεί προτεραιότητα στην απελευθέρωση της Μακεδονίας, γιατί το επέβαλλαν σοβαροί εθνικοί λόγοι.
Με την έναρξη του πολέμου, η αμυντική αποστολή του Στρατού Ηπείρου, που απέβλεπε στην εξασφάλιση της μεθορίου, μεταβλήθηκε σε επιθετική. Οι ελληνικές δυνάμεις, αφού πέρασαν τον Άραχθο ποταμό και μετά από σύντομο αγώνα, κατέλαβαν την Πρέβεζα (21 Οκτωβρίου) και το Μέτσοβο (10 Νοεμβρίου). Στη συνέχεια κινήθηκαν προς την πεδιάδα των Ιωαννίνων, όπου είχε συγκεντρωθεί ο όγκος των τουρκικών δυνάμεων, που στο μεταξύ είχαν αρκετά ενισχυθεί με νέες, από την περιοχή του Μοναστηρίου. Έτσι, κυρίως εξαιτίας αυτού, αλλά και των δυσμενών καιρικών συνθηκών, η προέλαση του Ελληνικού Στρατού ανακόπηκε.
Η απόφαση της κυβέρνησης του Ελευθερίου Βενιζέλου ήταν να απελευθερωθεί η Ήπειρος πριν από τη σύναψη συνθήκης ειρήνης μεταξύ των εμπολέμων. Έτσι, ο Στρατός Ηπείρου ενισχύθηκε με μία μεραρχία από τη Θεσσαλονίκη και ανέλαβε νέα επιθετική προσπάθεια. Μετά, όμως, από αλλεπάλληλες επιθετικές ενέργειες (1-3 Δεκεμβρίου), οι ελληνικές δυνάμεις προσέκρουσαν στην οχυρωμένη τοποθεσία των Ιωαννίνων, όπου και αναχαιτίστηκαν. Ακολούθησε περίοδος στασιμότητας στο μέτωπο, μέχρις ότου ο Στρατός Ηπείρου να ενισχυθεί και με άλλες μεραρχίες από τη Μακεδονία, καθότι είχε ολοκληρωθεί η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης και της Δυτικής Μακεδονίας και ήταν δυνατή η απαγκίστρωση δυνάμεων για την επίσπευση της απελευθέρωσης της Ηπείρου.
Νέα επίθεση που έγινε από τις 7 έως τις 10 Ιανουαρίου 1913, με κύρια προσπάθεια την κατάληψη της οχυρωματικής γραμμής του Μπιζανίου, αναχαιτίστηκε και πάλι από τους Τούρκους, με πολλές μάλιστα απώλειες για τις ελληνικές δυνάμεις. Η τελική επίθεση, που εκδηλώθηκε στις 19 Φεβρουάριου, είχε ως αποτέλεσμα τον αιφνιδιασμό των Τούρκων και την άνευ όρων παράδοση στον Ελληνικό Στρατό της πόλης των Ιωαννίνων στις 21 Φεβρουάριου 1913, από τον διοικητή της Εσσάτ Πασά. Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων, πέρα από την εξουδετέρωση κάθε σοβαρής τουρκικής αντίστασης στην Ήπειρο και την κυρίευση σημαντικού πολεμικού υλικού, είχε επίδραση στο ελληνικό γόητρο, το οποίο μετά την επιτυχία αυτή εξυψώθηκε διεθνώς. Μετά την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, ο Ελληνικός Στρατός κινήθηκε βορειότερα και μέχρι τις 5 Μαρτίου 1913 απελευθέρωσε τη Βόρεια Ήπειρο, όπου γινόταν παντού δεκτός με άκρατο πατριωτικό ενθουσιασμό από τον ακραιφνή ελληνικό πληθυσμό της περιοχής αυτής.
Μετά από αρκετές παλινωδίες και υπό την πίεση των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής υπογράφηκε η οριστική ειρήνης στο Λονδίνο (17/30 Μαΐου 1913), με την οποία τερματίστηκε ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος. Από την Οθωμανική Αυτοκρατορία αποσπάσθηκαν τα ευρωπαϊκά της εδάφη δυτικά της γραμμής Αίνου - Μηδείας εκτός της Αλβανίας και εκχωρήθηκαν στους νικητές του πολέμου. Σε εκκρεμότητα παρέμεινε το καθεστώς των νησιών του Αιγαίου και του Αγίου Όρους. Στην Κρήτη, ο Σουλτάνος παραιτήθηκε των δικαιωμάτων του κι έτσι άνοιξε ο δρόμος για την ενσωμάτωσή της στην Ελλάδα. Δεν αποφασίστηκε η τύχη των Δωδεκανήσων, τα οποία κατείχαν οι Ιταλοί προσωρινά.
Η Συνθήκη του Λονδίνου δημοσιεύτηκε, αλλά δεν κυρώθηκε, εξαιτίας του Β’ Βαλκανικού Πολέμου, που εξερράγη μετά από λίγες ημέρες. Πάντως, το τέλος του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, βρήκε την Ελλάδα να έχει απελευθερώσει την Ήπειρο, ολόκληρη τη Θεσσαλία, μεγάλο τμήμα της Μακεδονίας και τα νησιά του Αιγαίου.
Η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ έμελλε να αποτελέσει ένα σημαντικό κομμάτι της σύγχρονης ιστορίας της χώρας
Η υπογραφή που έβαλε την Ελλάδα στην ΕΟΚ
Η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ έμελλε να αποτελέσει ένα σημαντικό κομμάτι της σύγχρονης ιστορίας της χώρας.
Η πολιτική σύνδεση της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα αποτέλεσε έναν από τους τρεις άξονες της πολιτικής στρατηγικής που ακολούθησε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στις εκλογές του 1958. Η Ευρώπη ήταν εκείνη την εποχή υπό ανοικοδόμηση, και χάρη στη μεγάλη προσωπικότητα του Γάλλου προέδρου Ντε Γκωλ, απέπνεε ένα αίσθημα αισιοδοξίας για το μέλλον.
Ο Καραμανλής είχε προβλέψει ότι έπρεπε να προχωρήσει σε διαπραγματεύσεις με την Ευρώπη και όχι με τις ΗΠΑ. Ο λόγος που επέμεινε στην ένταξη στην ΕΟΚ ήταν η προοπτική πολιτικής και οικονομικής ισορροπίας για τη χώρα, καθώς και ασφάλεια των συνόρων απέναντι στην Τουρκία. Άλλωστε, η «φτωχή» Ελλάδα είχε ανάγκη εισαγωγής επενδυτικών κεφαλαίων και μόνο με την σύνδεση με την κοινή «αγορά των έξι» θα μπορούσε να επιτευχθεί ο στόχος αυτός.
Η πρώτη προσπάθεια σύνδεσης της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα πραγματοποιήθηκε με την υποβολή της αίτησης για Σύνδεση στις 8 Ιουνίου 1959, ενώ η Ελλάδα αποτέλεσε το πρώτο κράτος που υπέγραψε Συμφωνία Σύνδεσης με την Ε.Ο.Κ. στις 9 Ιουλίου του 1961, η οποία προβλέπει την πλήρη ένταξη της χώρας το 1984. Η εγκαθίδρυση της δικτατορίας στην Ελλάδα, τον Απρίλιο του 1967 ανάγκασε την Ευρωπαϊκή Κοινότητα να διακόψει τις διαδικασίες της ένταξης. Μάλιστα, στις 30 Σεπτεμβρίου 1969. Ο υπουργός Εξωτερικών Π. Πιπινέλης αναγγέλλει την αποχώρηση της χώρας από την Ε.Ε., λίγες μέρες πριν από τη σύγκληση του Συμβουλίου Υπουργών, ενώ στις 12 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους το Συμβούλιο της Ευρώπης αποπέμπει, με ομόφωνη απόφασή του, την Ελλάδα. Η ΕΟΚ διακόπτει τις διαπραγματεύσεις με την Ελλάδα έως ότου αποκατασταθεί η δημοκρατία στη χώρα. Μετά την πτώση της Χούντας, ο Κ. Καραμανλής υπέβαλλε επισήμως αίτηση ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ στις 12 Ιουνίου 1975.
Η αίτηση για πλήρη ένταξη έγινε δεκτή από το Συμβούλιο Υπουργών της ΕΟΚ, ένα χρόνο μετά, στις 9 Φεβρουαρίου 1976. Το δημοσίευμα της εφημερίδας «ΤΑ ΝΕΑ» αναφέρει στις 13 Ιουνίου 1975: «Το µεγαλύτερο βήµα για την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ έγινε χθες βράδυ στις Βρυξέλλες. Η Επιτροπή της ΕΟΚ που συστήθηκε για να εξετάση την αίτηση της Ελλάδας, ολοκλήρωσε τη µελέτη της εισδοχής µας στην Κοινή Αγορά. Και ενώ η µελέτη θα δοθή επισήµως στη δηµοσιότητα στα µέσα ∆εκεµβρίου, σύµφωνα µε αποκλειστικές πληροφορίες, το γενικό συµπέρασµα που προκύπτει είναι θετικό για την Ελλάδα. Έστω και αν οι εµπειρογνώµονες δεν παραλείπουν να υπογραµµίσουν και τα προβλήµατα που πρέπει να αντιµετωπιστούν».
Στις 28 Μαΐου 1979 υπογράφεται στην Αθήνα η Συνθήκη Ένταξης, ενώ την 1η Ιανουαρίου 1981 επιτεύχθηκε τελικά η επίσημη ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Η τότε ΕΟΚ εξέφρασε το δισταγμό της απέναντι στην ένταξη της Ελλάδας επικαλούμενη μια σειρά από προβλήματα, όπως η σχέση της χώρας με την Τουρκία, η κακή οικονομική κατάσταση και η παράλληλη υποβολή αίτησης ένταξης της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, αλλά ύστερα από σκληρές διαπραγματεύσεις τελικά δέχτηκε την πλήρη ένταξη της Ελλάδας.
Ορλοφικά, μία από τις εξεγέρσεις των υποδουλωμένων Ελλήνων, στην Πελοπόννησο, πριν από τη μεγάλη Ελληνική Επανάσταση του 1821
Τα Ορλοφικά
Τα Ορλοφικά ήταν μία από τις εξεγέρσεις των υποδουλωμένων Ελλήνων, στην Πελοπόννησο, πριν από τη μεγάλη Ελληνική Επανάσταση του 1821. Ονομάστηκε έτσι, επειδή το σχέδιο της ρωσικής επέμβασης στην Ελλάδα έγινε από τα αδέλφια Αλέξιο (1737 - 1783) και Θεόδωρο (1741 - 1790) Ορλόφ, κατά τη διάρκεια του ρωσοτουρκικού πολέμου του 1768 - 1774.
Ο Αλέξιος Ορλόφ ανέλαβε τη διοίκηση του ρωσικού σώματος, ενώ στις 28 Φεβρουαρίου του 1770 ο αδελφός του Θεόδωρος έφτασε στη Μάνη, όπου ξεκίνησε την επανάσταση.
Οι επαναστάτες κατέλαβαν το Μιστρά, όπου και όρισαν προσωρινή κυβέρνηση υπό τον Νικόλαο Ψαρό. Οι αρχικές επιτυχίες οδήγησαν σε επανάσταση κι άλλες περιοχές της Ελλάδας, όπως την Ήπειρο, την υπόλοιπη Πελοπόννησο και την Κρήτη.
Τον Μάρτη του 1770, κι αφού ελευθερώθηκε η Λακωνία, ο ρώσος λοχαγός Μπάρκοφ πήρε διαταγή από τον Θεόδωρο Ορλόφ να καταλάβει την Τριπολιτσά (Τρίπολη), με μια λεγεώνα από 8000 έλληνες επαναστάτες και 50 Ρώσους.
Κατά τη στιγμή της προσέγγισης στην Τριπολιτσά, περίπου χίλιοι εμπειροπόλεμοι Τουρκαλβανοί έσπασαν τον αποκλεισμό στον Ισθμό, έφτασαν στην Τριπολιτσά κι ενίσχυσαν τη φρουρά της πόλης.
Η σύγκρουση, που αποτέλεσε και το τέλος της επανάστασης, έγινε -σύμφωνα με τους ιστορικούς- στα Τρίκορφα, στις 29 Μαρτίου. Έπειτα από ημίωρο αγώνα κι έναν επιτυχή ελιγμό των αντιπάλων τους, οι Έλληνες εκάμθησαν. Η ήττα υπήρξε εξοντωτική... Φεύγοντας οι Έλληνες και κατά πόδας διωκόμενοι εγκατέλειπαν τα όπλα τους και υποχωρούσαν με μεγάλες απώλειες.
Τη νίκη των Τούρκων ακολούθησε μεγάλη σφαγή εντός της πόλεως, με θύματα περίπου 3.000 Έλληνες, μεταξύ αυτών ο αρχιεπίσκοπος Άνθιμος και αρκετοί άλλοι κληρικοί. Τρεις ημέρες αργότερα, οι εναπομείναντες Ρώσοι επιβιβάσθηκαν στα πλοία και εγκατέλειψαν την Πελοπόννησο.
Πελοποννησιακή Γερουσία
Πελοποννησιακή Γερουσία ονομάστηκε οργανισμός διοίκησης που συγκροτήθηκε από τους επαναστατημένους Έλληνες της Πελοποννήσου τον Μάιο του 1821, αμέσως μετά το ξέσπασμα της επανάστασης του 1821 και λειτούργησε μέχρι την κατάργησή της από την Β' Εθνοσυνέλευση Άστρους, τον Απρίλιο του 1823. Πρόεδρος της Γερουσίας ήταν ο επίσκοπος Βρεσθένης Θεοδώρητος και αντιπρόεδρος ο Ασημάκης Φωτήλας ο οποίος μετά τον Φεβρουάριο 1822 εκτελούσε καθήκοντα προέδρου.
Ίδρυση
Η Γερουσία αυτή καθιερώθηκε με την έννοια νομοθετικού σώματος και όχι με την έννοια του δεύτερου νομοθετικού σώματος όπως εξελίχθηκε αργότερα.
Στις 25 Μαρτίου του 1821 συγκροτήθηκε στην Πελοπόννησο και συγκεκριμένα στην Καλαμάτα η πρώτη τοπική συνέλευση - Γερουσία η οποία και ήταν εκείνη που πρώτη διακήρυξε την ανεξαρτησία της Ελλάδος και η οποία ψήφισε τη σύσταση της "Μεσσηνιακής Γερουσίας" από τοπικούς προκρίτους υπό τον Πέτρο Μαυρομιχάλη. Το γεγονός αυτό τόσο ενθουσίασε τους Έλληνες που τον ίδιο χρόνο πολιτικοί, εκκλησιαστικοί και στρατιωτικοί πρόκριτοι απ΄ όλη την Πελοπόννησο ανταποκρινόμενοι στην πρόσκληση του Π. Μαυρομιχάλη συνήλθαν στη Μονή των Καλτεζών, στα σύνορα των σημερινών Νομών Αρκαδίας και Λακωνίας, στα τέλη Μαΐου του 1821 όπου και ψήφισαν τη σύσταση της πρώτης μεγάλης γερουσίας πέραν του τοπικού χαρακτήρα που είχε η προηγούμενη και κλήθηκε «Γερουσία όλου του Δήμου των επαρχιών της Πελοποννήσου» ή γνωστότερα ως «Γερουσία των Καλτετζών», ή ακριβέστερα «Πελοποννησιακή Γερουσία» (από το περίγραμμο όνομα της σφραγίδας της) με πρόεδρο τον Π. Μαυρομιχάλη και γραμματέα τον Ρήγα Παλαμήδη. Αυτή η πράξη εκδόθηκε στις 26 Μαΐου του 1821.
Ταυτόχρονα εκλέχθηκαν τα μέλη αυτής που την αποτελούσαν οι:
Επίσκοπος Βρεσθένης Θεοδώρητος στη θέση του προέδρου
Σωτήριος Χαραλάμπης
Αθανάσιος Κανακάρης
Αναγνώστης Παπαγιαννόπουλος (Δεληγιάννης)
Θεοχάρης (ή Θεοχαράκης) Ρέντης
Νικόλαος Πονηρόπουλος
Γραμματέας ορίστηκε ο Ρήγας Παλαμήδης.
Αυτοί και καθόρισαν την αποστολή τους που συνίστατο στο:
"...να συσκέπτωνται, προβλέπωσι και διοικώσι και κατά το μερικόν και κατά το γενικόν, απάσας τας υποθέσεις, διαφοράς και παν ό,τι συντείνει εις την κοινήν ευταξίαν, αρμονίαν, εξοικονομίαν τε και ευκολίαν του ιερού Αγώνος μας, καθ΄ όποιον τρόπον η Θεία πρόνοια τους φωτίση και γνωρίσωσιν ωφέλιμον, έχοντες κατά τούτο κάθε πληρεξουσιότητα, χωρίς να ημπορή τις να αντιτείνει ή να παρακούση εις τα νεύματα και τας διαταγάς των".
Η Πελοποννησιακή Γερουσία που έμελλε ν΄ ασκήσει τα καθήκοντά της μέχρι την πτώση της Τριπολιτσάς (το Σεπτέμβριο του 1821), την επόμενη ημέρα στις 27 Μαΐου του 1821 μετακινήθηκε στη Μονή Χρυσοπηγής στη Στεμνίτσα. Πράγματι η προσφορά των υπηρεσιών της προς το αγωνιζόμενο τότε ελληνικό έθνος υπήρξε μεγάλη, αν ληφθεί υπόψη ότι αυτή απετέλεσε και την πρώτη Πολιτειακή διοίκηση στη δύσκολη περίοδο του ξεσηκωμού και την οργάνωση της Επανάστασης έστω και αν αντέδρασαν τα μέλη της, τότε, στα σχέδια του Δημήτριου Υψηλάντη στις αρχές του Ιουνίου, όταν έφθασε στην Πελοπόννησο και που οδήγησαν σε ρήξη που απείλησε την ενότητα των οπλαρχηγών.
Οι Ελληνίδες στις κάλπες
Οι Ελληνίδες στις κάλπες
Χρειάστηκαν δεκαετίες έντονων γυναικείων αγώνων για να μπορέσουν οι Ελληνίδες να αποκτήσουν δικαίωμα ψήφου.
Για πρώτη φορά ψήφισαν στις δημοτικές εκλογές της 11ης Φεβρουαρίου 1934. Εκλογικό δικαίωμα δεν δόθηκε σε όλες, αλλά μόνο σε όσες είχαν κλείσει τα 30 χρόνια και διέθεταν τουλάχιστον απολυτήριο Δημοτικού. Στους εκλογικούς καταλόγους της Αθήνας γράφτηκαν μόλις 2.655 κυρίες, από τις οποίες ψήφισαν τελικά μόνο 439. Χαρακτηριστική για το κλίμα της εποχής ήταν η άρνηση της ηθοποιού Μαρίκας Κοτοπούλη να ψηφίσει, λέγοντας μάλιστα πως ψήφο θέλουν μόνο όσες είναι άσχημες και όσες αποφεύγουν να κάνουν παιδιά!
Δήμαρχος Αθηναίων σε αυτές τις εκλογές αναδείχθηκε ο Κώστας Κοτζιάς, γιος του αθηναίου εμπόρου Γεώργιου Κοτζιά, ενός εκ των ιδρυτών του Εμπορικού Συλλόγου Αθηνών. Επί των ημερών του διαμορφώθηκε το Πεδίον του Άρεως.
Σε βουλευτικές εκλογές, οι Ελληνίδες ψήφισαν για πρώτη φορά στις 19 Φεβρουαρίου του 1956. Ήταν η απαρχή της εφαρμογής στην πράξη της καθολικής ψηφοφορίας, που είχε κατοχυρωθεί ήδη στο Σύνταγμα του 1864, με την αναγνώριση της ιδιότητας του πολίτη στις γυναίκες.
Πέρασε σχεδόν ένας αιώνας μέχρις ότου καταφέρουν οι Ελληνίδες να φτάσουν στην κάλπη, έχοντας κατακτήσει πλήρως το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις βουλευτικές εκλογές του 1956, με τη Λίνα Τσαλδάρη της ΕΡΕ και τη Βάσω Θανασέκου της «Δημοκρατικής Ένωσης» να εισέρχονται στο Ελληνικό Κοινοβούλιο. Η Λίνα Τσαλδάρη έγινε και η πρώτη γυναίκα - υπουργός, καθώς ανέλαβε το Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας στην κυβέρνηση Καραμανλή. Την ίδια χρονιά εκλέχθηκε και η πρώτη γυναίκα Δήμαρχος, η Μαρία Δεσύλλα, στην Κέρκυρα.
Πρωτεργάτης στον αγώνα για τη συμμετοχή των γυναικών στα πολιτικά πράγματα της χώρας στάθηκε το φεμινιστικό κίνημα. Η Καλλιρρόη Παρρέν, εκδότρια του περιοδικού Εφημερίς των Κυριών, ήταν η πιο σημαντική φωνή έκφρασης αυτών των διεκδικήσεων. Η ισότητα των δυο φύλων και η απαίτηση για τη χορήγηση πολιτικών δικαιωμάτων στις γυναίκες, οδήγησε στη σύσταση πολλών γυναικείων οργανώσεων, με αποτέλεσμα κατόπιν πιέσεων τους να φτάσουμε στο προεδρικό διάταγμα της 5ης Φεβρουαρίου του 1930 που αναγνώριζε το δικαίωμα του εκλέγειν για τις Ελληνίδες, αλλά μόνο για τις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές και μόνο για τις εγγράμματες άνω των 30 ετών.
Η πλήρης κατοχύρωση των πολιτικών δικαιωμάτων των γυναικών ψηφίστηκε στις 28 Μαΐου του 1952, χωρίς όμως τελικά να συμμετάσχουν στις εκλογές του Νοεμβρίου, γιατί δεν είχαν ενημερωθεί οι εκλογικοί κατάλογοι. Το 1953, σε επαναληπτική εκλογή στη Θεσσαλονίκη, εξελέγη η πρώτη γυναίκα βουλευτής. Ήταν η Ελένη Σκούρα («Ελληνικός Συναγερμός»), που μαζί με τη Βιργινία Ζάννα («Κόμμα Φιλελευθέρων»), υπήρξαν οι δυο πρώτες γυναίκες υποψήφιες για το βουλευτικό αξίωμα.
Το γυναικείο κίνημα πέτυχε τη μεγαλύτερη νίκη του, όταν στο Σύνταγμα του 1975 καθιερώθηκε η αρχή της ισότητας των δυο φύλων. Ο αριθμός των γυναικών βουλευτών αυξήθηκε σημαντικά με την πάροδο των χρόνων κι έτσι στη Βουλή του 2004 συμμετέχουν συνολικά 40 γυναίκες. Είναι ο μεγαλύτερος αριθμός μέχρι σήμερα, αλλά αντιστοιχεί μόλις στο 13% του συνόλου των μελών της Βουλής.
Στην Κύπρο, οι γυναίκες ψήφισαν από τις πρώτες εκλογές στη Μεγαλόνησο το 1960. Πρώτη βουλευτής εξελέγη η τουρκοκύπρια Αϊλά Κιαζίμ, ενώ πρώτη Ελληνοκύπρια η Ρήνα Κατσελή, μέλος του «Δημοκρατικού Κόμματος», που εξελέγη το 1981. Η κυρία Κατσελή εμφανίστηκε στην πρώτη συνεδρίαση της Βουλής για να δώσει το νενομισμένο όρκο με τσεμπέρι και κυπριακή ενδυμασία. Σήμερα, στη Βουλή των Αντιπροσώπων υπάρχουν 8 γυναίκες σε σύνολο 56 ελληνοκυπρίων βουλευτών, ποσοστό 14,3%.
Η ιστορία των Βραβείων Όσκαρ
Η ιστορία των Βραβείων Όσκαρ
Εκατομμύρια άνθρωποι καθηλώνονται κάθε χρόνο μπροστά στους τηλεοπτικούς δέκτες τους, για να παρακολουθήσουν την τελετή απονομής των διάσημων Βραβείων Όσκαρ (Oscar Academy Awards). Κάθε χρόνο η αναμετάδοση είναι πολύωρη και αρκετά κουραστική, η παραγωγή δεν επιφυλάσσει ιδιαίτερες εκπλήξεις, οι λόγοι των βραβευθέντων είναι επαναλαμβανόμενοι, η συγκίνηση διάχυτη, οι ευχαριστίες -μετά δακρύων συχνά- δεν έχουν τίποτα καινούργιο να πουν, και η πασαρέλα των διάσημων προσκεκλημένων αναμενόμενα εντυπωσιακή. Παρά ταύτα, η θεαματικότητα της τελετής απονομής είναι τεράστια και σύσσωμο το φιλοθεάμον κοινό ανανεώνει το ραντεβού του με τα Όσκαρ για την ερχόμενη χρονιά.
Όλα ξεκίνησαν όταν o ιδιοκτήτης της εταιρίας Metro Goldwyn Mayer (MGM) και αδιαμφισβήτητο αφεντικό της μέχρι τότε μικρής κινηματογραφικής βιομηχανίας, Λούις Μπ. Μάγερ, στην προσπάθειά του να αντιδράσει στις φήμες περί ανηθικότητας των κινηματογραφικών κυκλωμάτων, τις οποίες διέδιδαν τοπικά συνδικάτα και θρησκευτικές οργανώσεις, θέλησε να συσπειρώσει τους ανθρώπους που δραστηριοποιούνταν στη βιομηχανία του Χόλιγουντ.
Τα πολυπόθητα αγαλματίδιαΗ Ακαδημία Κινηματογραφικών Τεχνών και Επιστημών δημιουργήθηκε το 1927, μετά από ένα δείπνο σε κεντρικό ξενοδοχείο, με στόχο να μεσολαβεί στις εργατικές διαφορές.
Η αρχική σύνθεσή της περιελάμβανε 231 επαγγελματίες και από τους πέντε κλάδους του χώρου (ηθοποιοί, σκηνοθέτες, συγγραφείς, τεχνικοί και παραγωγοί). Ο Μάγερ επέβλεπε προσωπικά την επιλογή των μελών της Ακαδημίας, η δραστηριότητα της οποίας πολύ σύντομα επικεντρώθηκε στα κινηματογραφικά πράγματα.
Αρχικώς, τα μέλη της Αμερικανικής ψήφιζαν το συνάδελφο της αρεσκείας τους και η τελική απόφαση για τους νικητές περνούσε από το Κεντρικό Συμβούλιο Κρίσεων. Τα αποτελέσματα δίνονταν στις εφημερίδες για δημοσίευση στις 11 π.μ. τη μέρα των βραβείων.
Αλλά το 1940, η εφημερίδα Los Angeles Times ανακοίνωνε τους νικητές στην έκδοση των 8:45. Την επόμενη χρονιά υιοθετήθηκε και διατηρείται έως σήμερα το σύστημα του κλειστού φακέλου και η πασίγνωστη φράση: «And the Οscar goes to...».
Τα πρώτα βραβεία δόθηκαν στις 16 Μαΐου του 1929, σε μια κλειστή τελετή 250 ατόμων στο Blossom Room του ξενοδοχείου Roosevelt στο Χόλιγουντ, για ταινίες της περιόδου 1927 - 1928. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον δεν υπήρχες, καθώς οι νικητές ήταν γνωστοί από τις 18 Φεβρουαρίου, με την ανακοίνωση της θέσπισης των βραβείων. Η πρώτη ομιλούσα ταινία The Jazz Singer αποφασίστηκε ότι δεν έπρεπε να συναγωνιστεί τις άλλες, και της δόθηκε ειδικό αγαλματίδιο. Ένα τέτοιο πήρε και ο Τσάρλι Τσάπλιν, μιας και δεν κατάφερε να αποσπάσει ούτε ένα βραβείο στις κατηγορίες σκηνοθεσίας, κωμωδίας, ερμηνείας και σεναρίου, για την ταινία του «Το Τσίρκο».
H πρώτη απονομή των βραβείων ΌσκαρΓια την ιστορία, το πρώτο Όσκαρ καλύτερης ταινίας πήγε στο πολεμικό δράμα Wings, που κέρδισε και τα εφέ. Ίσως μεγαλύτερος νικητής, η ταινία 7th Heaven, που απέσπασε τα βραβεία σκηνοθεσίας (Φράνκ Μπόρζειτζ), Σεναρίου και Γυναικείας Ερμηνείας (Τζάνετ Γκέινορ). Το Όσκαρ Α' Ανδρικού Ρόλου απονεμήθηκε στον Έμιλ Γιάνινγκς για το Τhe Last Command, ο οποίος παρέλαβε το βραβείο του στη Γερμανία.
Η τελετή αναμεταδόθηκε για πρώτη φορά ραδιοφωνικά το 1930 και τηλεοπτικά 23 χρόνια αργότερα, οπότε άρχισε πλέον να γίνεται ένα εξαιρετικά δημοφιλές χάπενινγκ. Η ονομασία «Όσκαρ» πρωτοχρησιμοποιήθηκε το 1939. Για την πατρότητά της ερίζουν η Μπέτυ Ντέιβις, ο Σίντνεϊ Σκάλσκι και η βιβλιοθηκάριος της Ακαδημίας Μαργκαρετ Χέρικ... «Καλέ αυτός είναι φτυστός ο θειος μου, ο Όσκαρ» φέρεται να αναφώνησε όταν είδε το επίχρυσο αγαλματίδιο, το οποίο σχεδιάστηκε από τον Σέντρικ Γκίμπονς, αρχισχεδιαστή τότε της MGM.
Σήμερα, η Ακαδημία αριθμεί 5.607 μέλη, τα οποία ξεχωρίζουν με την ψήφο τους τούς καλύτερους καλλιτέχνες της χρονιάς. Και όσο κι αν πολλοί έχουν αντιρρήσεις για τις επιλογές της Ακαδημίας, αφού συχνά δεν συμπλέουν με τα γούστα και τις επιλογές του κοινού, κάθε αμερικανός καλλιτέχνης επιθυμεί το Όσκαρ ως ανώτατη αναγνώριση της προσφοράς και των ικανοτήτων του στον τομέα του, και οι θεατές παρακολουθούν τουλάχιστον με ενδιαφέρον τις αποφάνσεις της Ακαδημίας.
Τα Όσκαρ, με όλη τη μυθολογία που τα συνοδεύει, έχουν επιτύχει να απογειώσουν το μαζικό ενδιαφέρον για τον κινηματογράφο, τις ταινίες και όλον αυτόν το λαμπερό κόσμο που προβάλλει μέσα από τις σκοτεινές αίθουσες.