Άρθρα
Σφαγή του Διστόμου, έγινε κατά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο μια εκ των ειδεχθέστερων σφαγών αμάχων από τις Γερμανικές κατοχικές δυνάμεις
Σφαγή του Διστόμου
Στο Δίστομο του νομού Βοιωτίας έγινε κατά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο μια εκ των ειδεχθέστερων σφαγών αμάχων από τις Γερμανικές κατοχικές δυνάμεις.
Γενικό πλαίσιο του πολέμου
Οι Γερμανικές δυνάμεις χάνουν το πόλεμο σε όλα τα μέτωπα του πολέμου, και προσπαθούν να συγκροτήσουν την άμυνα τους στο πεδίο της Νορμανδίας, με αποτέλεσμα οι μονάδες στην Ελλάδα να πρέπει να μετατεθούν, αλλά η παρουσία του αντάρτικου να τις καθηλώνει. Η περιοχή της Βοιωτίας δεν δημιούργησε τάγματα ασφαλείας αλλά αντιθέτως στήριζε τον ΕΛΑΣ. Οι μονάδες των Γερμανών στη περιοχή της Βοιωτίας είχαν ιστορικό σφαγών αιχμαλώτων στο Ανατολικό μέτωπο του πολέμου.
Παράλληλα στις άλλες κατεχόμενες χώρες, 14 μέρες πριν τη σφαγή στο Δίστομο, στρατεύματα από την 7η Prinz Eugen Division των SS εκτέλεσαν 834 σέρβους ως υποστηρικτές του γιουγκοσλάβικου παρτιζάνικου κινήματος. Δυο ημέρες πριν τη σφαγή στο Δίστομο 135 Καναδοί στρατιώτες αιχμάλωτοι εκτελούνται και γερμανικά παντζερ πέρασαν πάνω από τα πτώματα τους, ενώ την επόμενη ημέρα στη πόλη Tulle κρεμάστηκαν 99 άτομα. Την ίδια ημέρα με τη σφαγή στο Δίστομο στο Οραντούρ Συρ Γκλάν στη Γαλλία επ'αφορμής μικρών συγκρούσεων -χωρίς απώλειες- με αντάρτικες δυνάμεις, οι Γερμανικές δυνάμεις σκότωσαν 648 αμάχους (247 γυναίκες 205 παιδιά). Όλα αυτά δείχνουν ότι υπήρχε μια ευρεία στρατηγική αντιμετώπισης της υποστήριξης των αντάρτικων στρατευμάτων με αντίποινα στον άμαχο πληθυσμο.
Ιστορικό
Στις 10 Ιουνίου του 1944 ο Fritz Laufenbach, λοχαγός των SS του 2ου λόχου του 1ου τάγματος του 7ου τεθωρακισμένου συντάγματος της αστυνομίας SS, έλαβε διαταγή να μετακινήσει τον λόχο του από την Λειβαδιά προς το Δίστομο, Στείρι και Κυριάκι με σκοπό τον εντοπισμό ανταρτών στην δυτική πλευρά του Ελικώνα. Σαν δόλωμα οι Γερμανοί είχαν 2 επιταγμένα Ελληνικά φορτηγά γεμάτα με άνδρες των SS μεταμφιεσμένους σε χωρικούς, που προπορεύονταν της κύριας φάλαγγας. Ταυτόχρονα ο 10ος και 11ος λόχος του 3ου τάγματος από την Άμφισσα κατευθυνόταν προς το Δίστομο για να συναντήσουν τον 2ο λόχο. Οι 3 λόχοι συναντήθηκαν χωρίς να έχουν εντοπίσει αντάρτες εκτός από 18 παιδιά που κρύβονταν σε γύρω στάνες. Έξι από τα παιδιά που προσπάθησαν να δραπετεύσουν εκτελέστηκαν. Οι Γερμανοί μπήκαν στο Δίστομο και εκφοβίζοντας τους χωρικούς έμαθαν ότι υπήρχαν αντάρτες στο Στείρι. Ο 2ος λόχος κατευθύνθηκε προς τα εκεί και στην θέση Λιθαράκι, περιοχή του Στειρίου, έπεσε σε ενέδρα των ανταρτών του 11ου λόχου του 3ου τάγματος του 34ου συντάγματος του ΕΛΑΣ. Η μάχη του Στειρίου ήταν σκληρή και κράτησε περίπου μέχρι τις δύο το μεσημέρι αναγκάζοντας τους Γερμανούς σε οπισθοχώρηση.
Η Σφαγή του Διστόμου
Αν και από το χωριό Δίστομο τα Γερμανικά στρατεύματα δεν δέχθηκαν κάποια πρόκληση (παρόλο που μεταπολεμικά το ισχυρίστηκαν οι Γερμανοί κατηγορούμενοι της σφαγής), για λόγους αντεκδίκησης ο 2ος λόχος του 8ου Συντάγματος της 4ης Αστυνομικής Τεθωρακισμένης Μεραρχίας Γρεναδιέρων των Ες Ες, άρχισε την σφαγή όσων κατοίκων έβρισκαν στο χωριό.
Η μανία τους ήταν τόσο μεγάλη, ώστε δεν ξεχώριζαν από το μακελειό ούτε τα γυναικόπαιδα ούτε τους ηλικιωμένους. Τον ιερέα του χωριού τον αποκεφάλισαν, βρέφη εκτελέστηκαν και γυναίκες βιάστηκαν πριν θανατωθούν.
Η σφαγή σταμάτησε μόνον όταν νύχτωσε και αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην Λειβαδιά, αφού πρώτα έκαψαν τα σπίτια του χωριού. Οι εκτελέσεις συνεχίστηκαν και κατά την επιστροφή των Γερμανών στην βάση τους, καθώς σκότωναν όποιον άμαχο έβρισκαν στον δρόμο τους.
Οι νεκροί του Δίστομου έφτασαν τους 228, εκ των οποίων οι 117 γυναίκες και 111 άντρες, ανάμεσά τους 53 παιδιά κάτω των 16 χρόνων. Η μαρτυρία του απεσταλμένου του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού Eλβετού George Wehrly ο οποίος έφτασε στο Δίστομο μετά λίγες μέρες μιλάει για 600 νεκρούς στην ευρύτερη περιοχή.
Ένας από τους επκεφαλής που θεωρήθηκε υπεύθυνος για την σφαγή στο Δίστομο Χανς Τσάμπελ (Hans Zampel) μετά το τέλος του πολέμου συνελήφθη στην Γαλλία και εκδόθηκε στην Ελλάδα. Στην πορεία ζητήθηκε η μεταφορά του στην Γερμανία για τις εκεί έρευνες όπου και παρέμεινε. Σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες ζει ως σήμερα ελεύθερος.
Ο λοχαγός των SS Φριτς Λάουτενμπαχ (Fritz Lautenbach) είναι ο άνθρωπος που εκτέλεσε την εντολή και συνέταξε την σχετική ψευδή αναφορά. Η αναφορά του Lautenbach αμφισβητήθηκε άμεσα από τον επίσης αυτόπτη μάρτυρα της μυστικής αστυνομίας, Georg Koch, o οποίος συνόδευε την αποστολή.
Τις 24 Ιουνίου 1944, οι Γερμανοί επανήλθαν και έκαψαν τα σπίτια και τις θημωνιές στα αλώνια του Στειρίου, χωρίς ανθρώπινες απώλειες αφού οι κάτοικοι του είχαν προλάβει να κρυφτούν σε γειτονικές δύσβατες περιοχές του χωριού.
Μέλη του ίδιου συντάγματος είχαν πραγματοποιήσει ένα μήνα μόλις πριν, την Σφαγή της Κλεισούρας με 273 αμάχους νεκρούς ανάμεσα τους παιδιά και βρέφη.
Παγκόσμια Ημέρα Ωκεανών
Παγκόσμια Ημέρα Ωκεανών
Αν και δεν έχει αναγνωριστεί επίσημα από το ΟΗΕ, η Παγκόσμια Ημέρα Ωκεανών γιορτάζεται από το 1992. Θεσμοθετήθηκε στις 8 Ιουνίου της ίδιας χρονιάς, κατά τη διάρκεια της Συνόδου για την Γη στο Ρίο Ντε Τζανέιρο, όπου 150 ηγέτες απ' όλο τον κόσμο υπέγραψαν τη Συνθήκη για την Βιοποικιλότητα, σε μια προσπάθεια να εμποδίσουν την εξαφάνιση σπανίων ειδών από το ζωικό και φυτικό βασίλειο.
Οι ωκεανοί καταλαμβάνουν πάνω από το 70% της επιφάνειας της Γης και έχουν συνδεθεί από αρχαιοτάτων χρόνων με την ανθρώπινη εξέλιξη. Ο τζίρος των οικονομικών δραστηριοτήτων που σχετίζονται με τους ωκεανούς ξεπερνά τα 500 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως.
Η θαλάσσια ζωή και η βιοποικιλότητα στους ωκεανούς απειλούνται στις μέρες μας από την υπεραλίευση, τη μόλυνση και πρόσφατα από το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Αν και η χώρα μας δεν περιβάλλεται από ωκεανούς, είναι εν τούτοις δεμένη με το θαλάσσιο στοιχείο.
Σύμφωνα με την Greenpeace:
Το 76 % των ψαριών στον κόσμο κινδυνεύει άμεσα από την εντατική αλιεία.
Το 90% των μεγάλων ψαριών, όπως ο τόνος, ο ξιφίας και ο μπακαλιάρος, αλιεύονται πέρα από τα ασφαλή όρια για την επιβίωσή τους.
Το 2002 οι συνολικές αλιεύσιμες ποσότητες των ψαριών με μεγάλη εμπορική αξία, όπως οι μπακαλιάροι του Ατλαντικού και της Μεσογείου, ήταν στα χαμηλότερα επίπεδα από το 1967, εξαιτίας της υπεραλίευσης.
300 τράτες βυθού οργώνουν καθημερινά με τα δίχτυα τους μια έκταση μεγέθους 1.500 τετραγωνικών χιλιομέτρων, καταστρέφοντας μερικά από τα πιο ποικιλόμορφα και ευαίσθητα οικοσυστήματα του πλανήτη.
300.000 κητώδη (φάλαινες, δελφίνια και φώκαινες) πεθαίνουν κάθε χρόνο παγιδευμένα σε δίχτυα.
6,8 εκατομμύρια ως 27 εκατομμύρια τόνοι ψαριών απορρίπτονται στη θάλασσα ετησίως, αμέσως μετά την αλίευσή τους, επειδή δεν έχουν επαρκή εμπορική αξία.
800 χιλιόμετρα αφρόδιχτων κατασχέθηκαν από την iταλική αστυνομία το 2005. Χιλιάδες χιλιόμετρα αφρόδιχτων, όμως, συνεχίζουν να σκορπίζουν τον θάνατο στη Μεσόγειο.
4 δισ. δολάρια κερδίζει η πειρατική αλιεία κάθε χρόνο εις βάρος φτωχών κρατών.
300 εκατομμύρια δολάρια στερείται κάθε χρόνο η Σομαλία από τους πειρατές.
12.000 τόνοι ερυθρού τόνου, 37% περισσότερο από το επιτρεπόμενο όριο, αλιεύονται παράνομα στη Μεσόγειο και τον Ανατολικό Ατλαντικό.
Η ανεξέλεγκτη εκμετάλλευση της θάλασσας πρέπει να σταματήσει.
Η Greenpeace ζητά από τις κυβερνήσεις των κρατών να προχωρήσουν αμέσως στην προστασία των ωκεανών του πλανήτη μέσα από τη δημιουργία ενός δικτύου θαλάσσιων καταφυγίων.
Ο καθορισμός των θαλάσσιων καταφυγίων είναι ένα απαραίτητο βήμα για πλούσιες και υγιείς θάλασσες.
Α΄ Σταυροφορία, ήταν η πρώτη από μία σειρά σταυροφοριών που προσπάθησαν να ανακαταλάβουν τους Αγίους Τόπους
Α΄ Σταυροφορία
H Πρώτη Σταυροφορία (1096-1099) ήταν η πρώτη από μία σειρά σταυροφοριών που προσπάθησαν να ανακαταλάβουν τους Αγίους Τόπους, κλήθηκε από τον Πάπα Ουρβανό Β΄ στη σύνοδο του Κλερμόν το 1095. Ο Ουρβανός κάλεσε μία στρατιωτική εκστρατεία για να βοηθήσει τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, η οποία είχε χάσει πρόσφατα το μεγαλύτερο μέρος της Μικράς Ασίας από τους Σελτζούκους. Η προκύπτουσα στρατιωτική εκστρατεία κυρίως Φράγκων ευγενών όχι μόνο επανέκτησε τη Μικρά Ασία αλλά συνέχισε στην κατάκτηση των Αγίων Τόπων, οι οποίοι είχαν κατακτηθεί κατά την ισλαμική επέκταση ήδη από τον 7ο αιώνα και κορυφώθηκε τον Ιούλιο του 1099 με την κατάκτηση της Ιερουσαλήμ και την ίδρυση του Βασιλείου της Ιερουσαλήμ.
Η κατάσταση στην Ανατολή πριν την Α΄ Σταυροφορία
Μέχρι το 1060, περίπου, στις περιοχές από την Μικρά Ασία ως την Αίγυπτο επικρατούσε σχετική ηρεμία, και οι Φατιμίδες Άραβες που κατείχαν τους Αγίους Τόπους ήταν αρκετά ανεκτικοί με τους χριστιανούς προσκυνητές που έφταναν εκεί.
Εκείνη όμως την εποχή ξεκίνησε η εισβολή των Σελτζούκων Τούρκων στην Μέση Ανατολή. Οι Σελτζούκοι εξορμώντας από τις περιοχές της κεντρικής Ασίας, την Χωρασμία και την Υπερωξιανή, κατέκτησαν την Περσία και την Μεσοποταμία, καθιστώντας τους Αβασίδες Χαλίφες της Βαγδάτης ηγεμόνες-ανδρείκελα με θρησκευτική και συμβολική εξουσία μόνο.
Το 1064 ο σουλτάνος των Μεγάλων Σελτζούκων, Αλπ Αρσλάν, εισέβαλε στη Γεωργία και την Αρμενία και τις κατέλαβε, ενώ ξεκίνησε επιδρομές στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ο αυτοκράτορας Ρωμανός Δ΄ Διογένης προσπάθησε να τον αντιμετωπίσει αλλά ηττήθηκε ταπεινωτικά από αυτόν το 1071 στην μάχη του Μαντζικέρτ. Αυτή η ήττα επέτρεψε στους Σελτζούκους να εισβάλουν στην Μικρά Ασία και να την καταλάβουν σχεδόν ολόκληρη.
Λίγο αργότερα συγκρούστηκαν με τους Φατιμίδες και κατέλαβαν τη Συρία και το 1076 την Ιερουσαλήμ. Όμως, μετά το 1092 και το θάνατο του σουλτάνου Μαλίκ Σαχ Α΄, το κράτος τους διασπάστηκε, και οι κατά τόπους ηγεμόνες άρχισαν να πολεμούν και μεταξύ τους. Έτσι η πιθανότητα συνεννόησής τους εναντίον ενός κοινού εχθρού ελαχιστοποιήθηκε.
Οι Σελτζούκοι, μουσουλμάνοι σουνίτες, φανατικοί εχθροί με τους σιίτες Φατιμίδες και νεοφώτιστοι στο Ισλάμ, άρχισαν να φέρνουν μεγάλα εμπόδια σε όλους τους προσκυνητές που ταξίδευαν στην Ιερουσαλήμ. Ένας από αυτούς τους προσκυνητές που κακομεταχειρίστηκαν ήταν ο Πέτρος ο Ερημίτης. Αυτός ο φανατικός και φαινομενικά ανίσχυρος καλόγερος θα ξεσήκωνε με τα κηρύγματά του ένα τεράστιο λαϊκό κίνημα στη Δύση για να εκδικηθεί την προσβολή που του έγινε.
Η κατάσταση στη Δύση - Κήρυξη της Α΄ Σταυροφορίας
Καθολικοί χριστιανοί και μουσουλμάνοι είχαν πολεμήσει μεταξύ τους και πριν το 1095 στην Ιβηρική χερσόνησο όπου, πλέον, ξεκινούσε η μεγάλη αντεπίθεση των χριστιανών ηγεμόνων, η περίφημη Reconquista, η Ανάκτηση των από αιώνες χαμένων εδαφών από τους μουσουλμάνους. Σε αυτούς τους πολέμους συμμετείχαν κατά των μουσουλμάνων πολεμιστές και από άλλα μέρη της Δυτικής Ευρώπης. Αλλά και σε άλλα μέρη είχαν σημειωθεί συγκρούσεις μεταξύ τους, όπως στη νότιο Ιταλία και Σικελία. Το 1072 ο Ροβέρτος Γυισκάρδος κατάφερε να καταλάβει το Παλέρμο από τους Άραβες τερματίζοντας την εποχή της αραβικής κυριαρχίας στη Σικελία.
Για τον απλό κάτοικο της Δύσης στον Μεσαίωνα, η Ανατολή φάνταζε ως κάτι το πολύ μακρινό και εξωτικό. Ελάχιστοι γνώριζαν για τις μεγάλες προόδους των Αράβων στις επιστήμες, στη λογοτεχνία, στην αρχιτεκτονική και στις καλές τέχνες, αλλά πολλοί είχαν ακούσει ιστορίες για τα παλάτια και για τα πλούτη τους. Συνήθως αυτές τις ιστορίες τις θεωρούσαν μυθοπλασίες και τίποτα παραπάνω αλλά μετά από την κατάκτηση μερικών αραβικών εδαφών στην Ισπανία, οι Δυτικοί είδαν από πρώτο χέρι ότι πολλές από αυτές τις διαδόσεις ήταν αληθινές. Αυτό έκανε πολύ κόσμο να ονειρεύεται όλο και περισσότερο την Ανατολή.
Το 1088, ο Ουρβανός Β΄ έγινε πάπας. Την ίδια εποχή, όλο και περισσότεροι κύκλοι στη Ρώμη έβλεπαν θετικά την ιδέα της διεξαγωγής μίας Σταυροφορίας. Ένας προηγούμενος πάπας, τον οποίο είχε γνωρίσει ο Ουρβανός, ο Γρηγόριος Η΄, είχε προσπαθήσει προς αυτή την κατεύθυνση ήδη από το 1074, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Η ιδέα όμως των Σταυροφοριών υπήρχε και παλαιότερα και μάλιστα συνδεόταν και με μεσαιωνικούς δυτικοευρωπαϊκούς θρύλους για την εμφάνιση του Χριστού ως πάνοπλου ιππότη να καταδιώκει τους απίστους στη Δευτέρα Παρουσία, για την οποία πολλοί πίστευαν ότι θα γινόταν το έτος 1000 (βλέπε χιλιασμός). Η πραγματοποίηση, όμως, των ιδεών αυτών ήταν ένα άλλο θέμα.
Σύμφωνα με τους περισσότερους δυτικούς ιστορικούς η αφορμή για το ξεκίνημα της Α΄ Σταυροφορίας ήρθε απροσδόκητα από τη Βυζαντινή Ανατολή, καθώς από το 1054 υπήρχε το Σχίσμα των Εκκλησιών. Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄ Κομνηνός έστειλε μία επιστολή στον πάπα, στην οποία τού ζητούσε να στείλει μισθοφόρους από τη Δύση για να καταφέρει να νικήσει τους Σελτζούκους Τούρκους στη Μικρά Ασία (βλ. σχετικά τελευταίο κεφάλαιο του παρόντος «Η έκκληση του Αλεξίου Α΄Κομνηνού»). Ο πάπας άδραξε την ευκαιρία για επέκταση της επιρροής του στην Ανατολή και για αναθέρμανση του θρησκευτικού αισθήματος στη Δύση και έστειλε αγγελιαφόρους σε όλους τους σημαντικούς ηγεμόνες και κόμητες να πάψουν τους μεταξύ τους πολέμους και να πάνε στους Αγίους Τόπους για να πολεμήσουν και να τους απελευθερώσουν. Όσοι δέχονταν έραβαν στον ώμο τους έναν κόκκινο σταυρό. Έτσι ονομάστηκαν «σταυροφόροι», αυτοί που φέρουν σταυρό.
Ο ίδιος ο πάπας στη σύνοδο του Κλερμόν (1095) θα κηρύξει επίσημα τη Σταυροφορία, τον ιερό πόλεμο κατά των απίστων που κατείχαν τους Αγίους Τόπους. Η Σταυροφορία παρουσιάστηκε ως «Θέλημα Θεού» (Λατ. Deus vult)[1]. Όσοι συμμετείχαν έπαιρναν άφεση αμαρτιών [2] και αυτό ήταν ένα επιπλέον κίνητρο για πολλούς, πέρα από την προοπτική των νέων εδαφών, της λαφυραγωγίας και της περιπέτειας.
Μετά τη Σύνοδο, ο Πέτρος ο Ερημίτης άρχισε να περιοδεύει βγάζοντας πύρινους λόγους και ξεσηκώνοντας τα πλήθη κατά των μουσουλμάνων που κατείχαν τους Αγίους Τόπους. Αν και ο Πέτρος είχε μεγάλη απήχηση στον απλό λαό, πολλά μέλη του κλήρου θεωρούσαν ότι ήταν μία ανοργάνωτη προσπάθεια καταδικασμένη σε αποτυχία. Όμως, δεν ήταν μόνο ο Πέτρος που είχε ξεφύγει από τον έλεγχό τους. Μέσα στο 1096 έγιναν σφαγές Εβραίων που κατοικούσαν στη Γαλλία και στη Γερμανία και λεηλασίες των περιουσιών τους.
Η Σταυροφορία του λαού
Στις αρχές του 1096, ο Πέτρος ο Ερημίτης, έχοντας περιοδεύσει στη Γαλλία και στη Γερμανία, έφτασε στην Κολωνία. Από εκεί, έχοντας μαζέψει χιλιάδες λαού γύρω του, άρχισε την πορεία προς την Ιερουσαλήμ. Τα πράγματα όμως δεν ήταν τόσο καλά όσο έδειχναν. Η σταυροφορία του λαού, όπως ονομάστηκε αλλιώς η σταυροφορία του, ήταν στην ουσία σταυροφορία απλών ανθρώπων, οι περισσότεροι εκ των οποίων δεν είχαν πολεμήσει ξανά, γυναικόπαιδα, ηλικιωμένοι, μερικοί φτωχοί ιππότες και αρκετοί τυχοδιώκτες. Όλοι αυτοί νόμιζαν ότι η πορεία στην Ιερουσαλήμ θα ήταν εύκολη, σύντομη και ότι στη Γη της Επαγγελίας θα πλούτιζαν σε μικρό χρονικό διάστημα. Όταν αυτές οι ψευδαισθήσεις άρχισαν να διαλύονται άρχισε να διαλύεται η πίστη τους στο πρόσωπο του Πέτρου και μαζί η όποια συνοχή μπορούσε να έχει αυτός ο συρφετός. Στην Ουγγαρία και στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία λεηλάτησαν και έκαψαν πόλεις, σκότωσαν και τρομοκράτησαν τον τοπικό πληθυσμό. Ο αυτοκρατορικός στρατός τους πρόλαβε, τους σταμάτησε και τους οδήγησε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί ο αυτοκράτορας Αλέξιος συναντήθηκε με τον Πέτρο και τον συμβούλευσε να μην περάσει αμέσως στην Ασία αλλά να περιμένει και τους υπόλοιπους σταυροφόρους που θα ήταν πιο καλά οπλισμένοι και οργανωμένοι. Όμως πολύ σύντομα το πλήθος που ακολουθούσε τον Πέτρο άρχισε να θυμώνει και να κατηγορεί τον αυτοκράτορα που δεν τους άφηνε να περάσουν απέναντι, στην Μικρά Ασία, ενώ οι επιδρομές στα προάστια της Κωνσταντινούπολης ήταν καθημερινό φαινόμενο. Ο Αλέξιος μετά από αυτά βιάστηκε να τους μεταφέρει απέναντι με πλοιά όπου επιδόθηκαν σε λεηλασίες περισσότερο εναντίον των ντόπιων χριστιανών παρά εναντίον των μουσουλμάνων. Πλέον, όμως, ο Πέτρος δεν ασκούσε καμία εξουσία πάνω στον όχλο και παρά τις αρχικές τους επιτυχίες οι περισσότεροι σφαγιάστηκαν σε ενέδρα των Σελτζούκων υπό τον Κιλίτζ Αρσλάν Α' ή πιάστηκαν αιχμάλωτοι και πουλήθηκαν ως δούλοι. Ελάχιστοι γλίτωσαν και μεταφέρθηκαν στην ευρωπαϊκή ακτή και σε άσχημη κατάσταση.
Άφιξη των υπόλοιπων Σταυροφόρων-Νίκαια
Ο Γοδεφρείδος του Μπουιγιόν και οι άλλοι βαρώνοι της Πρώτης Σταυροφορίας στο αυτοκρατορικό παλάτι του Αλέξιου Κομνηνού.
Μέχρι να τελειώσει έτσι άδοξα η σταυροφορία του λαού, νέες ομάδες σταυροφόρων έφταναν σταδιακά στην Κωνσταντινούπολη, προξενώντας και αυτοί προβλήματα από όπου περνούσαν. Οι νέοι σταυροφόροι είχαν εμπειροπόλεμους αρχηγούς και όλοι ήταν καλά εξοπλισμένοι. Αρχηγοί τους ήταν, ο αντιπρόσωπος του πάπα, Αντεμάρ του Πουί, ο Ροβέρτος της Νορμανδίας, ο Ούγος των Βερμαντουά, ο Ραϊμόνδος Δ΄ της Τουλούζης, ο Ροβέρτος της Φλάνδρας, ο Γοδεφρείδος του Μπουιγιόν και ο Βοημούνδος του Τάραντα. Ο τελευταίος είχε εισβάλει μαζί με τον πατέρα του, Ροβέρτο Γυϊσκάρδο, στην αυτοκρατορία πριν από 15 χρόνια, χωρίς επιτυχία. Αυτόν, ειδικά, οι Βυζαντινοί τον έβλεπαν με καχυποψία, αν όχι με μίσος. Ο Αλέξιος, με συνετή πολιτική και συνεχείς διαπραγματεύσεις με όλους τους αρχηγούς των Σταυροφόρων, κατάφερε να τους υποχρεώσει να υποσχεθούν να επιστρέψουν όλα τα εδάφη που θα καταλάμβαναν μέχρι την Αντιόχεια στην αυτοκρατορία, και σε αντάλλαγμα τους μετέφερε με καράβια στη Μικρά Ασία και τους έδωσε οδηγούς και ένα μικρό εκστρατευτικό σώμα μέχρι την Αντιόχεια.
Η πρώτη πόλη που χτύπησαν οι σταυροφόροι για να εκδικηθούν τη σφαγή των ομοεθνών τους ήταν η Νίκαια της Βιθυνίας στις αρχές του 1097. Ο Κιλίτζ Αρσλάν, που πίστευε ότι οι καινούριοι πολεμιστές που έρχονταν δε θα ήταν κάτι διαφορετικό από αυτούς που είχε νικήσει μερικούς μήνες πριν, βρέθηκε να πολεμά με οργανωμένους και εμπειροπόλεμους πολεμιστές με πανοπλίες. Ηττήθηκε και αποσύρθηκε στα βουνά εγκαταλείποντας την πρωτεύουσά του στην τύχη της. Οι σταυροφόροι πολιόρκησαν τη Νίκαια, η οποία μετά από λίγο καιρό ήταν έτοιμη να πέσει στα χέρια τους. Η φρουρά της Νίκαιας, όμως, προχώρησε σε ξεχωριστές διαπραγματεύσεις με τους Βυζαντινούς και συμφώνησε να παραδώσει την πόλη μόνο σε αυτούς. Οι Βυζαντινοί μπήκαν μέσα στην πόλη νύχτα από τη μεριά της λίμνης και κρυφά από τους σταυροφόρους. Αυτό το γεγονός, καθώς και η απώλεια των λαφύρων εξόργισε τους σταυροφόρους αλλά συνέχισαν χωρίς φασαρίες την πορεία τους προς την Αντιόχεια. Στο δρόμο για την Αντιόχεια ο Κιλίτζ Αρσλάν τους επιτέθηκε στο Δορύλαιο αλλά κατάφεραν να τον νικήσουν. Ο Κιλίτζ Αρσλάν δεν τους ενόχλησε ξανά και ο δρόμος μέχρι την Αντιόχεια ήταν ανοικτός,όμως η πορεία τους ήταν μαρτυρική και πολλοί πέθαναν από τις κακουχίες.
Αντιόχεια
Πριν φτάσουν στην Αντιόχεια οι σταυροφόροι, ο Βαλδουίνος της Βουλλώνης, αδερφός του Γοδεφρείδου του Μπουγιόν, και ο Ταγκρέδος, ανηψιός του Βοημούνδου του Τάραντα, αποσπάσθηκαν από το κύριο σώμα των σταυροφόρων και εισέβαλαν στην Κιλικία. Ο Ταγκρέδος συνάντησε τους σταυροφόρους μπροστά στην Αντιόχεια.Ο Βαλδουίνος, όμως, δεν ενώθηκε ποτέ ξανά με το κύριο σώμα του στρατού των σταυροφόρων. Προσκαλεσμένος από τον Τορός, τον ηγεμόνα της Έδεσσας της Συρίας, εγκαταστάθηκε εκεί για να προστατεύει την περιοχή, που κατοικούνταν κυρίως από Αρμενίους, από τους Τούρκους. Λίγους μήνες αργότερα ο Τορός δολοφονήθηκε κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες, και ο Βαλδουίνος ανακηρύχθηκε ηγεμόνας της Έδεσσας(1098). Ήταν ο πρώτος από τους σταυροφόρους που ίδρυσε κράτος στην περιοχή.
Την Αντιόχεια κυβερνούσε ένας Τούρκος, ο Γιαγκί Σιγιάν, πρώην σκλάβος του σουλτάνου Μαλίκ Σαχ, που τον είχε διορίσει κυβερνήτη της πόλης περίπου το 1090. Αυτός ζήτησε βοήθεια από όλους τους γειτονικούς ηγεμόνες για να αντιμετωπίσει τους σταυροφόρους. Μπροστά στην Αντιόχεια οι σταυροφόροι λιμοκτονούσαν αλλά ξεκίνησαν και συνέχισαν την πολιορκία.Νίκησαν στρατούς που στάλθηκαν από το Χαλέπι και τη Δαμασκό για να βοηθήσουν την Αντιόχεια. Τελικά τον Ιούνιο του 1098 η πόλη έπεσε στα χέρια τους μετά από προδοσία ενός Αρμένιου φρουρού, του Φιρούζ, που σε συνεννόηση με τον Βοημούνδο επέτρεψε σε ένα σώμα σταυροφόρων να μπουν νύχτα στην πόλη. Σχεδόν αμέσως, οι σταυροφόροι χρειάστηκε να την υπερασπιστούν από την επίθεση του αταμπέγ των Σελτζούκων της Μοσούλης, του Κερμπογκά, και των συμμάχων του. Τις κρίσιμες ημέρες της πολιορκίας από τον Κερβογά, ένας άσημος προκυνητής, ο Πιέρ Μπαρτολομύ, άρχισε να μιλά για οράματα που είχε για την Αγία Λόγχη (τη λόγχη με την οποία τρύπησαν τον Χριστό στο σταυρό), ότι δηλαδή βρισκόταν στην Αντιόχεια. Πολλοί τον πίστεψαν, και όταν πράγματι βρήκε μία λόγχη σκάβοντας σε μία εκκλησία, οι σταυροφόροι πήραν θάρρος, πιστεύοντας ότι αυτό ήταν σημάδι ότι ο Θεός ήταν μαζί τους.Υπήρχαν και πολλοί που δεν τον πίστεψαν, αλλά το αποτέλεσμα ήταν τελικά οι σταυροφόροι να βρουν το θάρρος να αντιμετωπίσουν τον Κερβογά σε μάχη έξω από τα τείχη, στην οποία και νίκησαν. Η νίκη τους, όμως, οφειλόταν εν μέρει στις φιλονικίες που είχαν ξεσπάσει στο στρατόπεδο των αντιπάλων τους. Σύντομα ο Ραϋμόνδος της Τουλούζης και ο Βοημούνδος του Τάραντα (ο οποίος πριν ακόμη πέσει η Αντιόχεια είχε καταφέρει με δόλο να απομακρύνει τους βυζαντινούς αντιπροσώπους από το στρατόπεδο, και στη συνέχεια είχε αποκηρύξει τη συμφωνία με τον Αλέξιο) φιλονίκησαν για την κυριαρχία της πόλης. Οι σταυροφόροι έμειναν για αρκετούς μήνες άπρακτοι στην Αντιόχεια και το γεγονός αυτό έκανε τους στρατιώτες και τους απλούς προσκυνητές να απειλήσουν να προχωρήσουν χωρίς τους αρχηγούς τους στην Ιερουσαλήμ. Μετά από αυτό ο Ραϋμόνδος υποχώρησε και ο Βοημούνδος έμεινε στην Αντιόχεια ως ηγεμόνας.
Ιερουσαλήμ
Οι σταυροφόροι συνέχισαν προς το νότο για την Ιερουσαλήμ στις αρχές του 1099, την οποία είχαν ανακαταλάβει οι Άραβες Φατιμίδες της Αιγύπτου το 1098 από τους Τούρκους. Οι Φατιμίδες είχαν παρεξηγήσει τους σκοπούς των σταυροφόρων, νόμιζαν ότι ήταν στην υπηρεσία των Βυζαντινών και ότι δε θα τους επετείθεντο, καθώς είχαν κοινούς εχθρούς τους σουνίτες Σελτζούκους Τούρκους της Συρίας. Οι σταυροφόροι ξεκίνησαν την πολιορκία της πόλης στις 7 Ιουνίου, αλλά η κατάσταση ήταν πολύ δύσκολη. Η ζέστη ήταν αφόρητη, το νερό ελάχιστο και ένα άλλο πρόβλημα ήταν η έλλειψη πολιορκητικών μηχανών. Για άλλη μία φορά ένας από τους σταυροφόρους, ο Πέτρος Ντεζιντέριους, είδε ένα όραμα που θα επηρέαζε τη σταυροφορία. Είδε σε όραμα τον Αντεμάρ του Πουί, που είχε πεθάνει πριν λίγους μήνες, να του υπόσχεται την πτώση της πόλης μετά από εννέα ημέρες αν οι σταυροφόροι έκαναν μία λιτανεία με γυμνά πόδια γύρω από αυτήν. Η λιτανεία πραγματοποιήθηκε. Στο πλήθος μίλησε και ο Πέτρος ο Ερημίτης και τους εμψύχωσε. Τη νύχτα της 13ης προς τη 14η Ιουλίου οι σταυροφόροι άρχισαν την επίθεση και γρήγορα βρέθηκαν μέσα στην πόλη. Ο Ραϋμόνδος συμφώνησε με τον Άραβα επικεφαλής της φρουράς να τον αφήσει να φύγει με τους σωματοφύλακές του. Όμως η πτώση της Ιερουσαλήμ στα χέρια των σταυροφόρων συνοδεύθηκε από ένα λουτρό αίματος, καθώς οι σταυροφόροι σκότωσαν σχεδόν όλους τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ, χωρίς να κάνουν διάκριση ανάμεσα σε μουσουλμάνους, εβραίους ή χριστιανούς.
Ηγεμόνας της περιοχής αναγνωρίστηκε ο Γοδεφρείδος του Μπουγιόν, ο οποίος αρνήθηκε να στεφθεί βασιλιάς στα μέρη που έζησε ο Χριστός, αλλά πήρε τον τίτλο του προστάτη του Παναγίου Τάφου. Ακόμη εκλέχτηκε και ένας Λατίνος Πατριάρχης. Οι σταυροφόροι κατάφεραν να νικήσουν και τον αιγυπτιακό στρατό, που κατευθυνόταν προς την Ιερουσαλήμ, στην Ασκαλώνα. Αρκετοί σταυροφόροι μετά από αυτήν την επιτυχία γύρισαν πίσω. Η θέση όμως των σταυροφόρων στην Ανατολή ήταν επισφαλής. Πολλά τουρκικά φρούρια και μεγάλα κέντρα έλεγχαν μεγάλο κομμάτι των περιοχών κοντά στις πόλεις των Σταυροφόρων κάνοντας ακόμη χειρότερα τα πράγματα. Το Δεκέμβρη του 1099 έφτασε στην Ιερουσαλήμ ο επίσκοπος Δαϊμβέρτος, που κατάφερε να γίνει πατριάρχης της Ιερουσαλήμ. Τον Ιούλιο του 1100 ο Γοδεφρείδος πέθανε, και ο Δαϊμβέρτος προσπάθησε να πάρει ο ίδιος την εξουσία. Όμως, ο Βαλδουίνος της Βουλλώνης έφτασε από την Έδεσσα και εμπόδισε τα σχέδια του Δαϊμβέρτου. Τα Χριστούγεννα της ίδιας χρονιάς ο Δαϊμβέρτος τον έστεψε βασιλιά της Ιερουσαλήμ στη Βηθλεέμ.
Άλλες προσπάθειες από τη Δύση
Τα κράτη των σταυροφόρων το 1135.
Ο νέος πάπας, Πασχάλης Β΄, ζήτησε από τους ηγεμόνες της Δύσης να εκστρατεύσουν στην Ανατολή, αυτή τη φορά για να ενισχύσουν το βασίλειο της Ιερουσαλήμ. Πολλοί ξεκίνησαν, αλλά προξένησαν πάλι προβλήματα στο Βυζάντιο, ενώ οι περισσότεροι σφαγιάστηκαν στη Μικρά Ασία από τους Τούρκους στο δρόμο προς την Αντιόχεια.
Ένας στρατός σταυροφόρων, στον οποίο συμμετείχε και ο Ραϋμόνδος της Τουλούζης, επιτέθηκε στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας για να ελευθερώσει το Βοημούνδο, που εν τω μεταξύ τον είχε πιάσει αιμάλωτο ο εμίρης της Σεβάστειας, αλλά ηττήθηκαν κοντά στην Αμάσεια και διαλύθηκαν. Ο Ραϋμόνδος τελικά πέθανε το 1105, προσπαθώντας να καταλάβει την Τρίπολη του Λιβάνου. Η πόλη συνέχισε να βρίσκεται σε πολιορκία από τον ανηψιό του Ραϋμόνδου, τον Γουλιέλμο-Ιορδάνη. Το 1109 παραγκωνίστηκε από το γιο του Ραϋμόνδου, Βερτράνδο, που με τη βοήθεια του βασιλιά της Ιερουσαλήμ, Βαλδουίνου Α΄, κατάφερε να καταλάβει την πόλη τον ίδιο χρόνο.
Ο Βοημούνδος απελευθερώθηκε με λύτρα που πληρώθηκαν το 1103 και συνέχισε να πολεμά τους Σελτζούκους στη Συρία προσπαθώντας να αυξήσει τη δύναμη και τα εδάφη του πριγκηπάτου του. Ηττήθηκε, όμως, στην μάχη της Χαρράν το 1104 από τους Σελτζούκους. Παράλληλα, αρνιόταν να παραδώσει την Αντιόχεια στους Βυζαντινούς. Αυτή του η άρνηση προκάλεσε την επίθεση των Βυζαντινών στην Κιλικία και στη Συρία. Ο Βοημούνδος βρέθηκε γρήγορα σε δύσκολη θέση και αναγκάστηκε να διαφύγει στην Ιταλία. Εκεί, μαζί με άλλους σταυροφόρους που είχαν παράπονα από τους Βυζαντινούς και που πίστευαν πως τους είχαν προδώσει στους Τούρκους πήραν την άδεια του πάπα Πασχάλη Β΄ για σταυροφορία κατά των Βυζαντινών. Ακόμη, πέτυχε το 1106 να παντρευτεί την Κωνσταντία, κόρη του βασιλιά της Γαλλίας, Φιλίππου Α΄, και να εξασφαλίσει και τη δική του βοήθεια. Το 1107 ο Βοημούνδος με 34.000 άνδρες αποβιβάστηκε στην Αυλώνα, και λίγο αργότερα άρχισε να πολιορκεί το Δυρράχιο. Ο Αλέξιος τον απέκλεισε γρήγορα και μετά από κάποιους μήνες άκαρπων προσπαθειών από τον Βοημούνδο για την κατάληψη του Δυρραχίου, ο Βοημούνδος αναγνώρισε την εξουσία του αυτοκράτορα στην Αντιόχεια και έγινε υποτελής του με τη συνθήκη της Δεαβόλεως.
Η Α΄ Σταυροφορία είχε πετύχει το σκοπό της, την κατάληψη της Ιερουσαλήμ, και όχι μόνο: εξ αιτίας της ιδρύθηκαν Λατινικές ηγεμονίες στην περιοχή, το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ, η Κομητεία της Έδεσσας, η Κομητεία της Τριπόλεως, το Πριγκηπάτο της Αντιοχείας και το Αρμενικό Βασίλειο της Μικρής Αρμενίας της Κιλικίας. Είχε καταφέρει ακόμη να χαλαρώσει την πίεση των Τούρκων στη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Όμως μεταξύ των σταυροφόρων και των Βυζαντινών υπήρχε ψυχρότητα και αμοιβαία καχυποψία.
Τέλος, με την ίδρυση των σταυροφορικών κρατών η Α΄ Σταυροφορία είχε και άλλες συνέπειες. Η παρουσία των σταυροφόρων στην Παλαιστίνη ήταν προκλητική για τους μουσουλμάνους. Η οργή για τις σφαγές που είχαν κάνει και για την απώλεια της Ιερουσαλήμ ήταν τεράστια. Στα χρόνια που έρχονταν οι φωνές για ενότητα στον μουσουλμανικό κόσμο θα πολλαπλασιάζονταν και οι σταυροφόροι θα έπρεπε να κάνουν μεγάλο αγώνα για να διατηρήσουν τα εδάφη τους.
Η έκκληση του Αλεξίου Α΄Κομνηνού
Κατά την μάλλον διαδεδομένη σήμερα άποψη, η Πρώτη Σταυροφορία έγινε κατόπιν αιτήσεως του αυτοκράτορα προς την Δύση, διατυπωμένη σε επιστολή του προς τον κόμη της Φλάνδρας Ροβέρτο Β΄, καθώς και σε παρομοίου περιεχομένου επιστολές και πρεσβεία του προς τον Ουρβανό Β΄ στην σύνοδο της Πλακεντίας (Piacenza) το 1095.
Κατά της άποψης αυτής επιχειρηματολογεί εκτενώς ο Παπαρρηγόπουλος στο Δωδέκατο Βιβλίο της «Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους» του (Κεφ. Γ΄, υποκεφ. Α΄ «Ο μύθος των ικετηρίων επιστολών του Αλεξίου»). Αναφέρει τους ευρωπαίους συγγραφείς που θεωρούν την -δημοσιευμένη σε τρεις εκδοχές- επιστολή προς τον Ροβέρτο υποβολιμαία και βασίζει τα επιχειρήματά του μεταξύ άλλων και στο απίθανο του περιεχομένου της επιστολής που υπόσχεται στους Δυτικούς τα πλούτη της αυτοκρατορίας και την απόλαυση των γυναικών της ! Παρόμοια αμφισβητεί και τις εκκλήσεις προς τον πάπα.
Ευγενίδειο Πλανητάριο, είναι μέρος του Ιδρύματος Ευγενίδου το οποίο δημιουργήθηκε με την διαθήκη του αείμνηστου εθνικού ευεργέτη Ευγένιου Ευγενίδη
Ευγενίδειο Πλανητάριο
Το Ευγενίδειο Πλανητάριο είναι μέρος του Ιδρύματος Ευγενίδου το οποίο δημιουργήθηκε με την διαθήκη του αείμνηστου εθνικού ευεργέτη Ευγένιου Ευγενίδη το 1954. Είναι ένας κοινωφελής μη κερδοσκοπικός οργανισμός που υλοποιεί εδώ και πάνω από 50 χρόνια το όραμα του Ευγενίδη «να συμβάλει εις την εκπαίδευσιν νέων ελληνικής ιθαγενείας εν τω επιστημονικώ και τεχνικώ πεδίω» χωρίς καμιά επιδότηση από την Πολιτεία.
Ο Ευγενίδης και οι επίγονοί του, φρόντισαν να εξασφαλίσουν το μέλλον και τις δραστηριότητες του Ιδρύματος διαθέτοντας μεγάλο μέρος της περιουσίας τους για τον σκοπό αυτόν. Μετά το θάνατο του Ευγένιου Ευγενίδη, την προεδρία και διαχείριση του Ιδρύματος ανέλαβε η αδελφή του, αείμνηστη Μαριάνθη Σίμου.
Υπό την εποπτεία της Μαριάνθης Σίμου, ολοκληρώθηκε το 1966 η κατασκευή των κτιριακών υποδομών, επί της Λεωφόρου Συγγρού στην περιοχή του Φαληρικού Δέλτα, όπου έκτοτε στεγάζεται το Ίδρυμα. Τη Μαριάνθη Σίμου διαδέχθηκε, μετά τον θάνατό της το 1981, ως Πρόεδρος του Ιδρύματος ο στενός συνεργάτης και διάδοχος του Ευγένιου Ευγενίδη στον επιχειρηματικό χώρο, Νίκος Βερνίκος – Ευγενίδης.
Σήμερα, την ευθύνη για την ανάπτυξη της νέας στρατηγικής του Ιδρύματος έχει ο κ. Λεωνίδας Δημητριάδης – Ευγενίδης, νέος Πρόεδρος από το 2000 και συνεχιστής του έργου του ιδρυτή του τόσο στον επιχειρηματικό όσο και στον κοινωνικό στίβο.
Τιεν Αν Μεν, όταν φοιτητές και εργάτες δολοφονούνταν τραγουδώντας
Τιεν Αν Μεν
όταν φοιτητές και εργάτες δολοφονούνταν τραγουδώντας
27 χρόνια από την σφαγή στην Τιεν Αν Μεν: όταν φοιτητές και εργάτες δολοφονούνταν τραγουδώντας τη Διεθνή.
Πέρασαν 27χρόνια από την αιματηρή καταστολή της εξέγερσης στην πλατεία Τιέν Αν Μεν στις 4 Ιούνη του 1989. Η εξέγερση πραγματοποιείται στο έδαφος της στροφής της Κίνας προς την οικονομία της αγοράς και την καπιταλιστική παλινόρθωση - υπό την αυταρχική καθοδήγηση του ΚΚ Κίνας - η οποία φέρνει μαζί της την εξαθλίωση σε πλατιά τμήματα του κινέζικου λαού. Η φοιτητική εξέγερση συμπαρασύρει ευρύτερα τμήματα εργαζόμενων. Κρατούν ψηλά και ανεμίζουν κόκκινες σημαίες τραγουδώντας τον ύμνο της Τρίτης Διεθνούς. Στις 4 Ιούνη ο στρατός ανοίγει πυρ κατά πάντων κατ' εντολή της ηγεσίας του ΚΚ Κίνας, σε μια προσπάθεια να υπερασπιστεί πάση θυσία την πορεία ολοκλήρωσης της στροφής προς την αγορά που είχε ξεκινήσει μετά το θάνατο του Μάο Τσε Τουνγκ και αρχιτέκτονας της οποίας ήταν ο Τενγκ Χσιάο Πινγκ. Περίπου 2500 χιλιάδες διαδηλωτές χάνουν τη ζωή τους.
Στην Ελλάδα οι ηγεσίες του ΚΚΕ και του ΣΥΝασπισμού αρνούνται να καταδικάσουν την καταστολή της εξέγερσης. Σε αντίθεση με την απόφαση του κόμματος, η ΚΝΕ διοργανώνει διαδηλώσεις ενάντια στην καταστολή της κινέζικης εξέγερσης. Μετά από λίγες μέρες (18 Ιούνη 1989) θα ορκιζόταν η κυβέρνηση Τζανετάκη και μετά από λίγους μήνες θα ερχόταν η οριστική ρήξη, ανάμεσα στην αριστερά της ήττας - συνδιαλλαγής και στις δυνάμεις που επέλεξαν, όταν ο "σοσιαλιστικός κόσμος" κατέρρεε, να φωνάξουν "φυσικά και δε θα υπακούσω" και να κρατήσουν ψηλά τις σημαίες της επανάστασης και του κομμουνισμού.
Ακολουθούν δύο σχετικά άρθρα:
Ιστορική συγκυρία
Τη δεκαετία του ’80, ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από τα κομμουνιστικά κράτη. Το φάντασμα της Περεστρόικα, του «εκσυγχρονισμού» των κομμουνιστικών κρατών στα δυτικά πρότυπα. Βασικός εκφραστής αυτής της πολιτικής σκέψης ήταν ο ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης από το 1985, Μιχαήλ Γκορμπατσόφ. Αυτός ο δυτικού τύπου «εκσυγχρονισμός» εξελίσσεται με βάση τη «θεωρία του ντόμινο». Ο κομμουνιστικός κόσμος τίθεται αναπόφευκτα σε σύγκριση με τον καπιταλισμό της αφθονίας υλικών αγαθών και των, εν μέρει, πολιτικών ελευθεριών. Οι κοινωνικές αναταράξεις στα κομμουνιστικά κράτη ταυτίζονται συχνά με την αντεπανάσταση. Η κομμουνιστική Κίνα δεν θα μπορούσε να απέχει από αυτή την πραγματικότητα της δεκαετίας του ’80.
Οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις φαντάζουν επιτακτικές και ο Ζάο Ζιγιάνγκ πρωθυπουργός και Γενικός Γραμματέας του ΚΚΚ είναι το πρόσωπο που ταυτίζεται με τον εκσυγχρονισμό. Στο πλευρό του τάσσεται όλο το κομμουνιστικό κόμμα με την προϋπόθεση να μην υπάρξει αλλαγή του πολιτικού καθεστώτος.
Βρόγχος στο λαό
Η προσπάθεια εγκαθίδρυσης μιας καπιταλιστικής οικονομικής δομής έχει δημιουργήσει μεγάλες οικονομικές αντιθέσεις και ανέχεια στο κινεζικό λαό. Αυτό όμως δεν αποτελεί το βασικό πρόβλημα. Ο λαός και κυρίως ο ασυμβίβαστος φοιτητικός κόσμος ασφυκτιούσε από την έλλειψη δημοκρατικών θεσμών και την καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αυτά κατέβηκαν να διεκδικήσουν οι φοιτητές έναν Απρίλη, πριν από 20 χρόνια, και ήταν αποφασισμένοι να τα αποκτήσουν.
Η αρχή...
Όλα ξεκίνησαν στις 15 Απριλίου του 1989 στη μεγαλύτερη πλατεία του κόσμου. Στο σύμβολο του Μαοϊκού καθεστώτος. Στη «πύλη της ουράνιας Γαλήνης», την πλατεία Τιενανμέν. Χιλιάδες φοιτητές έχουν καταλάβει τη πλατεία. Στόχοι τους, η πολιτική ελευθερία και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Απέναντί τους αρχικά ήταν ο μεταρρυθμιστής Ζάο Ζιγιάνγκ. Ο Ζιγιάνγκ πίστευε σε αυτή τη γενιά, άλλωστε μοιραζόντουσαν την ίδια αγωνία, τον εκδημοκρατισμό της Κίνας. Αυτό το κοινό σημείο είναι που τον οδήγησε στις 19 Μαΐου, μπροστά τους, στην ίδια πλατεία, στην Τιενανμέν. «Δεν είστε σαν κι εμάς, εμείς είμαστε όλοι γέροι, για μας πλέον δεν έχει καμιά σημασία» θα τους πει και θα ζητήσει να δώσουν τέλος στην εξέγερσή τους καλώντας τους σε διάλογο και πρόθυμος να αναγνωρίσει τα σφάλματά της διακυβέρνησης του. Όμως αυτοί ήταν αποφασισμένοι να συνεχίσουν. Δεν είχαν πειστεί από τις προθέσεις της ηγεσίας. Ζούσαν τη δική τους «άνοιξη», την «άνοιξη της Κίνας». Η στάση που κράτησε ο Ζάο Ζιγιάνγκ απέναντι στους φοιτητές, γίνεται η αιτία να τεθεί από την επιτροπή ΚΚΚ σε κατ’ οίκον περιορισμό μέχρι τον θάνατό του και η άρνηση των φοιτητών θα γίνει η αιτία για να γραφτεί μια τραγωδία που θα σημαδέψει την παγκόσμια ιστορία των κοινωνικών εξεγέρσεων.
Η τραγωδία της 4ης Ιουνίου
Είχαν περάσει έξι εβδομάδες από την πρώτη μέρα που οι φοιτητές είχαν καταλάβει την Τιενανμέν. Το κομμουνιστικό καθεστώς είχε δείξει μια πρωτόγνωρη, για τα δεδομένα του, ανοχή. Πλέον οι φοιτητές δεν έχουν απέναντι τους έναν μεταρρυθμιστή, αλλά ένα σκληρό καθεστώς που αβάσιμα χαρακτηρίζει την εξέγερση τους ως «αντεπαναστατική αναταραχή». Το απόγευμα της 3ης Ιουνίου, βγαίνει ανακοίνωση που ζητάει από τους πολίτες να παραμείνουν στα σπίτια τους και τους ενημερώνει πως μια ομάδα αντεπαναστατών έχει εξεγερθεί στο κέντρο του Πεκίνο. Το βράδυ, στρατιώτες και άρματα κάνουν την εμφάνιση τους.
Τα μεσάνυχτα, 4 Ιουνίου του 1989, δίνεται η διαταγή για επέμβαση. Οι φοιτητές πιασμένοι σε αλυσίδες τραγουδούν τον ύμνο της “Τρίτης Διεθνούς” μπροστά από φλεγόμενα λεωφορεία και αυτοκίνητα που έχουν στηθεί για οδοφράγματα. Ο δημοσιογράφος Richard Roth του CBS βρίσκεται στον αέρα “Ακούτε τους πυροβολισμούς! Πρέπει να φύγουμε από εδώ! Επιτίθενται και σε μας!”. “Θα φύγω, θα φύγω!” Φώναξε σε έναν στρατιώτη. Οι ριπές διέκοψαν την σύνδεση. Η επέμβαση μόλις είχε αρχίσει. Οι σκηνές φρίκης που θα ακολουθήσουν θα στιγματίσουν για πάντα το καθεστώτος της Κίνας και θα συγκλονίσουν την ανθρωπότητα. Ο στρατός ρίχνει προς όλες τις κατευθύνσεις προκαλώντας το χάος. Κάποιοι διαδηλωτές οπλισμένοι με ό,τι βρίσκουν μπροστά τους πέτρες, ξύλα, σίδερα προσπαθούν να απαντήσουν, άλλοι τρέχουν να σωθούν και οι υπόλοιποι με αυτοσχέδια φορεία μαζεύουν τα πρώτα θύματα της τραγωδίας. Χιλιάδες θα συλληφθούν, ενώ άγνωστος παραμένει ο αριθμός των νεκρών. (Ο Ερυθρός Σταυρός της Κίνας κάνει λόγο για 2.400 νεκρούς, ενώ οι επίσημες αρχές αναφέρουν 241) Εκείνο το βράδυ το καθεστώς έβαζε τέλος στα όνειρα των φοιτητών για εκδημοκρατισμό και αποκαθήλωση της νομεκλατούρας.
Είκοσι έξι χρόνια αργότερα
Είκοσι εξι χρόνια αργότερα, η Κίνα έχει μετατραπεί σε έναν οικονομικό γίγαντα που ελάχιστη σχέση έχει με κομμουνιστικό κράτος αν και στην ηγεσία παραμένει το ΚΚΚ. Τα συνθήματα που μιλούσαν για πολιτική ελευθερία και ανθρώπινα δικαιώματα παραμένουν επίκαιρα όμως ο λαός έχει αφεθεί στο όνειρο της αφθονίας που απλόχερα χαρίζει ο καπιταλισμός. Το ’89 η καταστολή επιτεύχθηκε με τα τανκς, σήμερα αρκεί το αμερικανοευρωπαϊκό όνειρο. Τώρα πια οι φοιτητές μπορούν με ευκολία να φλερτάρουν με τη δύση και έχουν καταχωνιάσει εκείνες τις μέρες σε κουτάκια της κόκα κόλα και σε φανταχτερούς Ολυμπιακούς αγώνες που «αποδεικνύουν» την ανωτερότητα της Κίνας, όμως κάθε χρόνο την 4η Ιουνίου οι μνήμες του 1989 θα επιστρέφουν για να κρατούν ζωντανή τη σημασία της ημέρας που γράφτηκε η «τραγωδία της Τιενανμέν».