Άρθρα
Κώστας Καρυωτάκης, ήταν Έλληνας ποιητής και πεζογράφος, θεωρείται ως ο κυριότερος εκφραστής της σύγχρονης λυρικής ποίησης
Κώστας Καρυωτάκης
Ο Κώστας Καρυωτάκης (Τρίπολη 11 Νοεμβρίου 1896 (30 Οκτωβρίου) – Πρέβεζα 21 Ιουλίου 1928) ήταν Έλληνας ποιητής και πεζογράφος. Θεωρείται ως ο κυριότερος εκφραστής της σύγχρονης λυρικής ποίησης και τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από τριάντα γλώσσες. Η ποίησή του διδάσκεται σε αρκετά Πανεπιστήμια της Ελλάδας αλλά και του εξωτερικού.
Για το έργο του έχουν γραφεί εκατοντάδες εργασίες και βιβλία, πραγματοποιήθηκαν δε δεκάδες ειδικά συνέδρια.
Βιογραφία - Παιδική και εφηβική ηλικία
Γεννήθηκε στην Τρίπολη Αρκαδίας στις 11 Νοεμβρίου (30 Οκτωβρίου) 1896.
Ήταν δευτερότοκο παιδί του νομομηχανικού Γεωργίου Καρυωτάκη, με καταγωγή από την Καρυά Κορινθίας, και της Αικατερίνης Σκάγιαννη από την Τρίπολη. Στο σπίτι της γεννήθηκε ο ποιητής και εκεί σήμερα στεγάζεται η διοίκηση του εκεί Πανεπιστημίου.
Είχε μία αδελφή ένα χρόνο μεγαλύτερή του, τη Νίτσα, που παντρεύτηκε το δικηγόρο Παναγιώτη Νικολετόπουλο, και έναν αδελφό μικρότερο, το Θάνο, που γεννήθηκε το 1899 και σταδιοδρόμησε ως τραπεζικός υπάλληλος.
Λόγω της εργασίας του πατέρα του, η οικογένειά του αναγκαζόταν να αλλάζει συχνά τόπο διαμονής. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στη Λευκάδα, το Αργοστόλι, τη Λάρισα, την Πάτρα, την Καλαμάτα, την Αθήνα (1909-1911) και τα Χανιά όπου έμειναν ως το 1913 λόγω των συνεχών μεταθέσεων του πατέρα του. Στην εφηβική του ηλικία 1909-1911 βρέθηκε στην Αθήνα και από το 1911-1913 στα Χανιά. Εκεί ερωτεύτηκε την Άννα Σκορδύλη. Αποφοίτησε το 1913 από το 1ο Γυμνάσιο Χανίων με βαθμό «λίαν καλώς». Από νεαρή ηλικία, περίπου δεκαέξι ετών, δημοσίευε ποιήματά του σε παιδικά περιοδικά, ενώ το όνομά του αναφέρεται και σε διαγωνισμό διηγήματος της Διαπλάσεως των παίδων.
Φοιτητής Νομικής στην Αθήνα
Το 1914 ο Κώστας Kαρυωτάκης μετέβη στην Αθήνα για σπουδές στη Νομική Σχολή και στα τέλη του 1917 απέκτησε το πτυχίο του. Το 1916, φοιτητής στο Β΄ έτος Νομικής, άρχισε να δημοσιεύει ποιήματά του σε λαϊκά περιοδικά αλλά και σε εφημερίδες όπως η Ακρόπολη. Το 1917 ο πατέρας του απολύθηκε από το δημόσιο ως αντιβενιζελικός.
Επαγγελματική καριέρα ως δικηγόρος
Το 1917 ο Καρυωτάκης πήρε το πτυχίο Νομικής με βαθμό "λίαν καλώς". Το 1918 επισκέφθηκε τους γονείς του στη Θεσσαλονίκη όπου έμεναν. Το 1919 επιστρατεύθηκε αλλά πήρε ολιγόμηνη αναβολή λόγω υγείας. Το ίδιο έτος έλαβε άδεια δικηγόρου και διορίσθηκε υπουργικός γραμματέας Α’ στη Θεσσαλονίκη, προφανώς για να είναι κοντά στους γονείς του.
Στις 9 Μαρτίου 1919 έστειλε εξώδικο στο περιοδικό «Νουμάς» γιατί δεν του δημοσίευσε κριτική – ανακοίνωση για την ποιητική του συλλογή "Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραμάτων" (φωτοτυπία διαθέσιμη). Το 1923 διορίστηκε στο Υπουργείο Υγιεινής Πρόνοιας και Κοινωνικής Αντιλήψεως, όπου επέδειξε σημαντικό έργο πρότασης νόμων που αφορούν τη δημόσια υγεία. Όμως τίποτε δεν υλοποιήθηκε γιατί ξέσπασε η δικτατορία του Πάγκαλου. Το 1926 ταξίδεψε στη Ρουμανία. Το 1927 εξέδωσε την ποιητική συλλογή «Ελεγεία και Σάτιρες». Το 1928 αποσπάσθηκε στην Πάτρα, αλλά αμέσως έφυγε για ταξίδι στο Παρίσι και μετά την επιστροφή του μετατέθηκε στη Νομαρχία Πρέβεζας. Για ένα διάστημα ο Καρυωτάκης επιχείρησε να ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου, ωστόσο η έλλειψη πελατείας τον ώθησε στην αναζήτηση θέσης δημοσίου υπαλλήλου. Διορίστηκε υπουργικός γραμματέας Α΄ στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης, ενώ, μετά την οριστική απαλλαγή του από τον ελληνικό στρατό (παρουσιάσθηκε μόνο για λίγες μέρες), τοποθετήθηκε σε διάφορες δημόσιες υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων οι νομαρχίες Σύρου, Άρτας και Αθήνας.
Στο τέλος για ν' αποφύγει τις μεταθέσεις απ' τη μια νομαρχία στην άλλη, μεταπήδησε στο Υπουργείο Πρόνοιας και μάλιστα στην κεντρική του υπηρεσία, στην Αθήνα. Η πρώτη του ποιητική συλλογή, Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραμάτων, δημοσιεύτηκε το 1919. Τον ίδιο χρόνο εξέδωσε το σατιρικού περιεχομένου περιοδικό Η Γάμπα, του οποίου η δημοσίευση όμως απαγορεύτηκε μετά από έξι τεύχη κυκλοφορίας. Η δεύτερη συλλογή του, υπό τον τίτλο Νηπενθή, εκδόθηκε το 1921. Την ίδια περίοδο συνδέθηκε με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη (1902-1930).
Το Δεκέμβριο του 1927 εκδόθηκε η τελευταία του ποιητική συλλογή με τίτλο Ελεγεία και Σάτιρες. Τον Φεβρουαρίου του 1928 αποσπάστηκε στην πόλη της Πάτρας και λίγο αργότερα στην Πρέβεζα.
Η σχέση του με τη Μαρία Πολυδούρη
Η επίσης ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη γνώρισε τον Κώστα Καρυωτάκη το 1922 στη Νομαρχία Αττικής όπου αμφότεροι εργάζονταν προσωρινά, και τον ερωτεύτηκε, αλλά φαίνεται ότι ο δεσμός του Καρυωτάκη με την Άννα Σκορδύλη συνεχίστηκε. Η Πολυδούρη του πρότεινε γάμο, αλλά ο Καρυωτάκης το απέρριψε.
Η Πολυδούρη απολύθηκε το 1924, ήρθε σε ρήξη με τον Καρυωτάκη και αρραβωνιάστηκε με τον δικηγόρο Γεωργίου. Το 1926 στο Παρίσι η Πολυδούρη προσβλήθηκε από φυματίωση και νοσηλεύθηκε στην Ελλάδα στο νοσοκομείο Σωτηρία όπου το 1928 την επισκέφτηκε ο Καρυωτάκης.
Στην Πρέβεζα
Ο Κώστας Καρυωτάκης έφτασε στην Πρέβεζα με καράβι στις 18 Ιουνίου 1928, μετά από δυσμενή μετάθεση. Η θέση εργασίας του ήταν στη Νομαρχία Πρεβέζης, στο Γραφείο Εποικισμού και Αποκαταστάσεως Προσφύγων, όταν ήταν νομάρχης ο Γεώργιος Π. Γεωργιάδης. Ο Κώστας Καρυωτάκης ως δικηγόρος της Νομαρχίας, είχε στα καθήκοντά του τη σύνταξη και τον έλεγχο των τίτλων κυριότητας των αγροτεμαχίων διανομής προς τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας).
Η τότε Νομαρχία Πρέβεζας στεγαζόταν σε ένα διώροφο μεγάλο «επιβλητικό» κτήριο με κήπο, στην οδό Σπηλιάδου 10, ιδιοκτησίας Πάλιου, που έχει γκρεμισθεί και εκεί ανεγέρθησαν δύο συνεχόμενες πολυκατοικίες. Το σπίτι που νοίκιασε και έμεινε τις τελευταίες μέρες της ζωής του ο Καρυωτάκης το 1928, βρίσκεται στην οδό Δαρδανελίων, στο λεγόμενο Σεϊτάν Παζάρ. Διατηρείται ακόμα ανέπαφο, υπάρχει αναμνηστική πλάκα, και κατοικούταν τη δεκαετία του '90 από την κυρία Λελόβα, κόρη της κυρίας Καλλιόπης Λυγκούρη (Πόπη), σπιτονοικοκυράς του Καρυωτάκη η οποία έχει πεθάνει και σήμερα κατοικείται από άλλους απογόνους.
Η σπιτονοικοκυρά του Καρυωτάκη, Πηνελόπη Λυγκούρη, νεαρή κοπέλα το 1928, δήλωσε στο ντοκιμαντέρ του Φρέντυ Γερμανού ότι «στο σπίτι ο Καρυωτάκης δεν είχε καθόλου βιβλία, παρά μόνο χειρόγραφα δικά του, τα οποία μετά το θάνατό του δεν ήξερε ότι ήταν ποιήματα και τα πέταξε»!!!.
Επίσης δήλωσε ότι "Είχε τρία κουστούμια γαλλικά, που αγόρασε στο Παρίσι και ήταν πάντα άψογα ντυμένος με γραβάτα".. Λέγεται επίσης προφορικά, ότι "ο Καρυωτάκης ήρθε σε ρήξη με τον τότε Νομάρχη, ο οποίος πιθανώς χρηματιζόταν με λίρες Μικρασιατών στο θέμα της μη ισότιμης και δίκαιης παροχής αγροτεμαχίων".
Οι τελευταίες στιγμές και η αυτοκτονία
Στο ντοκιμαντέρ του Φρέντυ Γερμανού, ο δήμαρχος Πρέβεζας τη διετία 1977-1978, Ηρακλής Ντούσιας, περιέγραψε ότι, δύο ώρες προ της αυτοκτονίας του, περί τις 2.30 μ.μ., ο Καρυωτάκης πήγε στο τότε παραλιακό καφενείο «Ο Ουράνιος Κήπος» στη θέση Βρυσούλα, ιδιοκτησίας τότε Νιόνιου Καλλίνικου, όπου παρήγγειλε και ήπιε μια βυσσινάδα. Ο καφεπώλης παραξενεύτηκε τότε, γιατί ο ποιητής τού άφησε στο τραπέζι 75 δραχμές πουρμπουάρ, ενώ η τιμή του αναψυκτικού ήταν 5 δρχ. Ζήτησε ένα τσιγάρο να καπνίσει και μια κόλλα χαρτί (τετράδιο) όπου έγραψε τις τελευταίες σημειώσεις του, οι οποίες βρέθηκαν στην τσέπη του και διασώθηκαν.
Στο τέλος των σημειώσεων αυτών έγραψε μεταξύ των άλλων: «Συνιστώ σε όσους σκοπεύουν να αυτοκτονήσουν, να αποφύγουν τη μέθοδο του πνιγμού, εάν γνωρίζουν καλό κολύμπι. Εγώ ταλαιπωρήθηκα στη θάλασσα 10 ώρες και δεν κατάφερα τίποτα!». Ο γιος του οπλοπώλη Ιωάννη Αναγνωστόπουλου, πολιτικός μηχανικός ΤΕ, δηλώνει στο ντοκιμαντέρ του Φρέντυ Γερμανού ότι «την προηγουμένη ημέρα τής αυτοκτονίας ο Καρυωτάκης αγόρασε από το κατάστημα του πατέρα του ένα περίστροφο, με το οποίο επέστρεψε σε λίγες ώρες διαμαρτυρόμενος ότι είχε βλάβη, ενώ είχε ξεχάσει να βγάλει την ασφάλεια».
Αυτό εξηγήθηκε ως πρόθεσή του να αυτοκτονήσει αυθημερόν. Το περίστροφο αυτό είναι τύπου Pieper Bayard 9mm, παραχωρήθηκε από τους απογόνους της οικογένειας Καρυωτάκη και εκτίθεται από το 2003 στο «Μουσείο Μπενάκη» στην Αθήνα (κτίριο Α, Βασ. Σοφίας). Τελικά, στις 21 Ιουλίου 1928, το απόγευμα 4.30 μ.μ., και σε ηλικία μόλις 32 ετών, ο Κώστας Καρυωτάκης περπάτησε από το καφενείο «Ουράνιος Κήπος» της Βρυσούλας προς τη θέση Βαθύ της Μαργαρώνας, μια απόσταση περίπου 400 μέτρων. Ξάπλωσε κάτω από έναν ευκάλυπτο και αυτοκτόνησε με πυροβολισμό στην καρδιά.
Η τότε χωροφυλακή τράβηξε φωτογραφία του πτώματος η οποία έχει δημοσιευθεί και τον δείχνει κουστουμαρισμένο, με ψαθάκι και με το χέρι με το πιστόλι στο στήθος. Στη θέση αυτή βρίσκεται σήμερα το στρατόπεδο των καυσίμων της 8ης Μεραρχίας Πεζικού και υπάρχει εκεί αναμνηστική μαρμάρινη επιγραφή που τοποθέτησε η Περιηγητική Λέσχη Πρέβεζας το 1970. Η πινακίδα γράφει: «Εδώ, στις 21 Ιουλίου 1928, βρήκε τη γαλήνη με μια σφαίρα στην καρδιά ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης».
Η τελευταία επιστολή
Στην τσέπη του κουστουμιού του πτώματος του Κώστα Καρυωτάκη βρέθηκε επιστολή που γράφει τα εξής: «Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περισσότερες, να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ.
Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι' αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική. Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία.
Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ' αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές (!!!), είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ήμουν άρρωστος. Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέση την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας» Κ.Γ.Κ. [Υ.Γ.] Και για ν' αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης.
Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου». Κ.Γ.Κ. (Κώστας Γ. Καρυωτάκης). Ακόμα και σήμερα υπάρχουν απορίες και αντιθέσεις στην ερμηνεία αυτής της επιστολής.
Έρευνες για τον Κώστα Καρυωτάκη
Μέχρι σήμερα έρευνες για τη βιογραφία και το τέλος του Κώστα Καρυωτάκη έχουν πραγματοποιήσει οι εξής:
Γιάννης Σαββίδης: Γιάννη Σαββίδης (επιμέλεια): Καρυωτάκη Κώστα «Ποιήματα και πεζά». Εκδόσεις Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1984
Φρέντυ Γερμανός: Ντοκιμαντέρ ΕΡΤ στην Πρέβεζα με τίτλο "Το τέλος του Κώστα Καρυωτάκη" , 1981
Τάσος Ψαράς, σκηνοθέτης: Για το γύρισμα της τηλεοπτικής του σειράς έκανε έρευνα σε αρχεία Νομαρχιών, δημοτολόγια, Στρατιωτικά αρχεία κλπ, έτος 2009.
Άλλες απόψεις για τα αίτια της αυτοκτονίας
Ένας λόγος που φαίνεται να ώθησε τον Καρυωτάκη στην αυτοκτονία είναι και η σύφιλη από την οποία πιθανολογείται ότι έπασχε. Ο καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Γιώργος Σαββίδης, ο οποίος διέθετε το μεγαλύτερο αρχείο για τους Νεοέλληνες Λογοτέχνες, ερχόμενος σε επαφή με φίλους και συγγενείς του ποιητή, αποκάλυψε ότι ο Καρυωτάκης ήταν συφιλιδικός, και, μάλιστα, ο αδελφός του, Θανάσης Καρυωτάκης, θεωρούσε ότι η ασθένεια συνιστούσε προσβολή για την οικογένεια.
Ο Γιώργος Μακρίδης, στη μελέτη του για τον Καρυωτάκη, διατυπώνει την άποψη ότι "ο ποιητής αυτοκτόνησε στην Πρέβεζα, όχι πιεζόμενος από τη μετάθεσή του εκεί, αλλά φοβούμενος να νοσηλευτεί σε ψυχιατρική κλινική, όπως συνέβαινε με όλους τους συφιλιδικούς στο τελικό στάδιο της νόσου την περίοδο εκείνη". Θέλοντας, μάλιστα, να ισχυροποιήσει το επιχείρημά του, τονίζει ότι "δεν είναι δυνατόν ένας βαριά καταθλιπτικός ασθενής να αστειεύεται στο επιθανάτιο γράμμα του". Σύμφωνα με τον σύγχρονο ορισμό της κλινικής κατάθλιψης, ο ποιητής είναι βέβαιο ότι έπασχε από τη νόσο.
Το έργο, πολύ πριν μάθει ότι πάσχει από σύφιλη το καλοκαίρι του 1922, η ζωή και ο θάνατος του συνιστούν ακράδαντες αποδείξεις για αυτό. Το πως η πρώτη νόσος ουσιαστικά τον οδήγησε στη δεύτερη, περιγράφεται στο τελευταίο του σημείωμα.
Ο ρόλος που ενδεχομένως έπαιξε η γυναίκα και ο έρωτας στην αυτοκτονία του Καρυωτάκη δεν αναφέρεται ούτε ως υπαινιγμός στο τελευταίο του σημείωμα, αλλά δεν πρέπει να αγνοηθεί. Η ωραία και χειραφετημένη ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη τον είχε ερωτευθεί και αυτός φάνηκε να ανταποκρίνεται. Κατά την Πολυδούρη μάλιστα ήταν εκείνος που πρώτος εξομολογήθηκε τον έρωτά του. Του πρότεινε να παντρευτούν, μα εκείνος δεν θέλησε. Εκείνη το απέδωσε στο χρόνιο αφροδίσιο νόσημα από το οποίο έπασχε. Μαρτυρία του φίλου του Χ. Σακελλαριάδη, αλλά και το ημερολόγιο της Πολυδούρη, δείχνουν πως δεν είχαν οι δυο τους ολοκληρωμένες σεξουαλικές σχέσεις, αν και είχε ερωτικές επαφές με κοινές γυναίκες.
Όπως παρατηρεί ο καθηγητής της Ψυχιατρικής Πέτρος Χαρτοκόλλης, «ήταν περισσότερο η αδυναμία ν΄αγαπήσει η αιτία που τον ώθησε στην αυτοκτονία παρά η στέρηση της γυναικείας αγάπης». Και συνεχίζει, «Το πρόβλημα του Καρυωτάκη ήταν ότι δεν μπορούσε να αγαπήσει τις γυναίκες που μπορούσαν να τον αγαπήσουν. Έχοντας μια πολύ κακήν ιδέα για τον εαυτό του την προέβαλλε στους άλλους-πολύ εύκολο για την φθονερή πραγματικότητα μέσα στην οποία ζούσε-πλάθοντας για τον εαυτό του μια ψεύτικη εικόνα ανωτερότητας, που κατέρρεε όταν μια γυναίκα τον απέρριπτε, ενώ τον έκανε να χάνει την εκτίμησή του, για μια γυναίκα που, σαν την Πολυδούρη, μπορούσε να τον αγαπήσει».
Λογοτεχνικό έργο
«Ήτο μεγάλος ποιητής ο νέος αυτός και ευγενής. Το λέγω και θα το ξαναπώ πολλάκις – είναι μεγάλος ποιητής ο Κώστας Καρυωτάκης. »
—Ανδρέας Εμπειρίκος, Οκτάνα
Εκτός από το ποιητικό του έργο, ο Καρυωτάκης έγραψε επίσης πεζά ενώ έδωσε και μεταφράσεις ξένων λογοτεχνών, όπως του Φρανσουά Βιγιόν, Σάρλ Μπωντλαίρ, Πωλ Βερλαίν, Τριστάν Κορμπιέρ (Les poètes maudits ,όπως ονομάστηκαν ,''Οι Καταραμένοι Ποιητές'') , Ζαν Μορεάς, Χάινριχ Χάινε και άλλων. Μερικά από τα ποιήματά του, έχουν μελοποιηθεί από το ροκ συγκρότημα Υπόγεια Ρεύματα.
Ποιήματα και Ποιητικές Συλλογές
Ποιητικές συλλογές που εξέδωσε ο ποιητής
Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραμάτων (1919)
Νηπενθή (1921)
Ελεγεία και Σάτιρες (1927), στα οποία περιλαμβάνονται και οι 18 μεταφράσεις του ποιητή.
Άλλα ποιήματα
Ανέκδοτα ποιήματα
Τελευταία ποιήματα (1928) [Αισιοδοξία, Όταν κατέβουμε τη σκάλα..., Πρέβεζα]
Νεανικά Ποιήματα (1919-1924)
Πεζά: Το καύκαλο, Η τελευταία, Ο κήπος της αχαριστίας, Ονειροπόλος, Τρεις μεγάλες χάρες, Φυγή,
Το εγκώμιο της θαλάσσης, Κάθαρσις, Η ζωή του.
Παναγής Καββαδίας, ήταν Έλληνας αρχαιολόγος και καθηγητής πανεπιστημίου του 19ου αιώνα
Παναγής Καββαδίας
Ο Παναγής Καββαδίας (1850 - 21 Ιουλίου 1928) ήταν Έλληνας αρχαιολόγος και καθηγητής πανεπιστημίου του 19ου αιώνα.
Βιογραφία
Γεννήθηκε το 1850 στην Κοθρεά της Κεφαλλονιάς. Σπούδασε φιλολογία στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο της Αθήνας και έπειτα πήγε στη Γερμανία με κρατική υποτροφία όπου συνέχισε τις σπουδές του στο κλάδο της αρχαιολογίας στο Μόναχο. Επέστρεψε στην Αθήνα και μπήκε στην αρχαιολογική υπηρεσία το 1879 ως Έφορος Αρχαιοτήτων Κυκλάδων και Ευβοίας. Το 1885 έγινε αναπληρωτής του Γενικού Εφόρου και μετά από λίγο Γενικός Έφορος των Αρχαιοτήτων. Ίδρυσε πολλά μουσεία στις επαρχίες και εν γένει οργάνωσε την αρχαιολογική εταιρεία, στην οποία διετέλεσε και Γραμματέας από το 1894 ως το 1909 και ξανά από το 1911 ως το 1920.
Ήταν καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και αντεπιστέλλον μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας των Επιγραφών και της Φιλολογίας. Ήταν επίσης μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας του Βελγίου και επίτιμος διδάκτωρ των Πανεπιστημίων της Κανταβριγίας και της Λειψίας. Απομακρύνθηκε λόγω του αυταρχικού χαρακτήρα του από την Εταιρεία και την Υπηρεσία το 1909.
Απεβίωσε στις 21 Ιουλίου 1928.
Αρχαιολογικό έργο
Έργο του Καββαδία είναι μεταξύ των άλλων οι μεγάλες ανασκαφές της Επιδαύρου και της Ακρόπολης. Οργάνωσε το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και την έκθεσή του. Οργάνωσε επίσης το Μουσείο της Ακροπόλεως. Διεξήγαγε πολλές ανασκαφές, ιδίως στην Επίδαυρο, Κεφαλλονιά και στην Ακρόπολη, πλουτίζοντας τις εκθέσεις των μουσείων.
Συγγράμματα
Αθηνά: Η παρά το Βαρβάκειον ευρεθείσα εν σχέσει προς την Αθηνάν του Παρθενώνος
Αρχαιολογία Ιστορία της Ελληνικής Καλλιτεχνίας
Βολταίρος: ήτοι ο φιλοσοφικός, φιλολογικός και ιδιωτικός αυτού βίος
Επικήδειος Λόγος επί τη νεκρά Ελένη Κ. Μεταξά
Η εν Λούβρω Σαμοθρακία Νίκη και η σπουδαιότης αυτής διά την ιστορίαν της πλαστικής: Θέσις επί υφηγεσία εν τω Εθνικώ Πανεπιστημίω
Ιστορία της Αρχαιολογικής Εταιρείας: από της εν έτει 1837 ιδρύσεως αυτής μέχρι του 1900
Γενική Εφορεία των Αρχαιοτήτων Κατάλογος του Κεντρικού Αρχαιολογικού Μουσείου
Το ιερόν του Ασκληπιού εν Επιδαύρω και η θεραπεία των ασθενών
Παναγιώτης Καββαδίας (1849-1928), Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο (1890 - 1892). Γλυπτά του Εθνικού Μουσείου: Κατάλογος περιγραφικός. Εκ του τυπογραφείου Σ.Κ. Βλαστού, σελ. 47-49. Ανακτήθηκε στις 21 Νοεμβρίου 2011.
Παναγιώτης Καββαδίας (1849-1928), Γκέοργκ Κάβεραου (1856-1909) (1906). Η ανασκαφή της Ακροπόλεως απο του 1885 μέχρι του 1890. Εν Αθήναις: Τυπογραφείον «ΕΣΤΙΑ», Κ. Μάισνερ, Ν. Καργαδούρη. Ανακτήθηκε στις 21 Νοεμβρίου 2011.
Έρνεστ Μίλλερ Χέμινγουεϊ, από τους σημαντικούς Αμερικανούς συγγραφείς και δημοσιογράφους του 20ου αιώνα
Έρνεστ Μίλλερ Χέμινγουεϊ
O Έρνεστ Μίλλερ Χέμινγουεϊ (Ernest Miller Hemingway, 21 Ιουλίου 1899 - 2 Ιουλίου 1961) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Αμερικανούς συγγραφείς του 20ού αιώνα, γνωστός ακόμα και για το δημοσιογραφικό του έργο, με ζωή περιπετειώδη και πολυτάραχη όσο αποτυπώνεται στα βιβλία του. Αποτέλεσε μέλος της αποκαλούμενης "Χαμένης Γενιάς" (Lost Generation) των Αμερικανών λογοτεχνών στο Παρίσι, στις δεκαετίες 1920 και 1930. Ανάμεσα στα πιο γνωστά έργα του συγκαταλέγονται Ο Γέρος και η Θάλασσα, Για ποιον χτυπά η καμπάνα και ο Αποχαιρετισμός στα όπλα. Το 1953 τιμήθηκε με το Βραβείο Πούλιτζερ, ενώ τον επόμενο χρόνο βραβεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Αγάπησε με πάθος τις ταυρομαχίες, το κυνήγι, τα ταξίδια (εργάστηκε ως πολεμικός ανταποκριτής) και τις γυναίκες (έκανε τέσσερις γάμους).
Βιογραφία
Νεανικά χρόνια
Ο Χέμινγουεϊ γεννήθηκε το 1899 στο Όουκ Παρκ του Ιλλινόις, κοντά στην πόλη του Σικάγου, αποτελώντας τον πρώτο γιο – και δεύτερο από τα συνολικά έξι παιδιά – του Κλάρενς Έντμοντς Χέμινγουεϊ και της Γκρέις Χωλ. Είχε συνολικά τέσσερις αδελφές και έναν αδελφό, ενώ έλαβε τα ονόματά του από τον παππού του Έρνεστ Χωλ και τον θείο του Μίλλερ Χωλ. Η μητέρα του διέθετε ιδιαίτερη κλίση στο τραγούδι και στο παρελθόν είχε πραγματοποιήσει καριέρα στην όπερα διδάσκοντας παράλληλα μουσική και τραγούδι. Ο πατέρας του ήταν γιατρός αλλά και ερασιτέχνης ψαράς και κυνηγός, μεταδίδοντας στον Χέμινγουεϊ τη φυσιολατρία και το ενδιαφέρον για τον αθλητισμό. Το Όουκ Παρκ, στο οποίο μεγάλωσε, αποτελούσε μία συντηρητική πόλη, την οποία ο ίδιος αποκάλεσε αργότερα ως πόλη με "ανοιχτές αυλές και στενά μυαλά", ενώ ανατράφηκε σύμφωνα με την παράδοση, σε ένα έντονα θρησκευτικό περιβάλλον.
Κατά τη διάρκεια των γυμνασιακών του σπουδών, ο Χέμινγουεϊ διακρίθηκε για τις επιδόσεις του όχι μόνο στα γράμματα (ειδικότερα στη φιλολογία) αλλά και στα αθλήματα του μποξ και του αμερικάνικου ποδοσφαίρου. Παράλληλα, έγραψε τα πρώτα του άρθρα στην εφημερίδα Trapeze καθώς και στο λογοτεχνικό περιοδικό Tabula του γυμνασίου του. Αποφοιτώντας, δεν συνέχισε τις σπουδές του σε κάποιο κολέγιο, αλλά ξεκίνησε να εργάζεται ως δημοσιογράφος, το 1917, στην εφημερίδα The Kansas City Star, θέση στην οποία τελικά παρέμεινε για μόλις έξι μήνες. Κατά την σύντομη παραμονή του, ο ίδιος έγραψε πως έμαθε τους καλύτερους κανόνες συγγραφής, αναφερόμενος προφανώς στις οδηγίες προς τους δημοσιογράφους, για σύντομες προτάσεις και παραγράφους, ενεργητικά ρήματα και αυθεντικότητα στη γραφή.
Πρώτος παγκόσμιος πόλεμος
Σε ηλικία δεκαοχτώ ετών, ο Χέμινγουεϊ, μετά από προτροπή του πατέρα του, προσπάθησε να καταταχθεί στον Αμερικανικό στρατό για να λάβει μέρος στον Α' Παγκόσμιο πόλεμο. Τελικά απορρίφθηκε, πιθανά εξαιτίας προβλήματος όρασης του από το αριστερό του μάτι, ωστόσο δεν έχει διασωθεί ιατρικό αρχείο που να επιβεβαιώνει τον λόγο για τον οποίο απορρίφθηκε. Παρά την αδυναμία του να καταταγεί στο στρατό, το Δεκέμβριο του 1917, έγινε δεκτός ως εθελοντής οδηγός ασθενοφόρου του Ερυθρού Σταυρού και αφού αποχώρησε από την εφημερίδα όπου εργαζόταν, τον Απρίλιο του 1918 αναχώρησε για το ιταλικό μέτωπο. Αρχικά επισκέφτηκε το Παρίσι και στη συνέχεια ταξιδεψε στο Μιλάνο στις αρχές Ιουνίου, όταν και έλαβε τις πρώτες διαταγές.
Σύντομα ήρθε σε επαφή με την τραγικότητα και τις βαρβαρότητες του πολέμου, έχοντας ως αποστολή την περισυλλογή πτωμάτων. Λίγες εβδομάδες μετά την άφιξή του στην Ιταλία, στις 8 Ιουλίου του 1918, ο Χέμινγουεϊ τραυματίστηκε από θραύσματα, ενώ μετέφερε εφόδια στους στρατιώτες και τελικά παρασημοφορήθηκε από το ιταλικό κράτος για την ανδρεία του. Οι εμπειρίες του στο μέτωπο, η ανάρρωσή του σε νοσοκομείο του Μιλάνου μετά τον τραυματισμό του καθώς και η σχέση που ανέπτυξε με την εθελόντρια νοσοκόμα Άγκνες φον Κουρόφσκι αποτέλεσαν υλικό για το μεταγενέστερο μυθιστόρημά του Αποχαιρετισμός στα όπλα. Η αποτυχία του ειδυλλίου του με την Άγκνες τού προκάλεσε ένα βαρύ ψυχικό τραύμα που τον επηρέασε πολύ στη μετέπειτα ζωή του.
Πρώτα λογοτεχνικά έργα
Με τη λήξη του πολέμου, ο Χέμινγουεϊ επέστρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες και το Όουκ Παρκ. Το 1920 άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος και ανταποκριτής της εφημερίδας Toronto Star Weekly του Τορόντο. Τον επόμενο χρόνο, παντρεύτηκε την Χάντλυ Ρίτσαρντσον και για ένα διάστημα έζησαν στο Παρίσι, όπου ο Χέμινγουεϊ γνώρισε αρκετούς λογοτέχνες ενώ συνδέθηκε φιλικά με τον Σκοτ Φιτζέραλντ, τον Έζρα Πάουντ και τον Τζαίημς Τζόυς. Κάλυψε δημοσιογραφικά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο με σημαντικές ανταποκρίσεις για την καταστροφή της Σμύρνης και την ανταλλαγή πληθυσμών στη Θράκη. Παράλληλα, το 1923 ολοκλήρωσε και το πρώτο του βιβλίο, με τίτλο Τρία Διηγήματα και Δέκα Ποιήματα (Three Stories and Ten Poems) το οποίο εκδόθηκε στο Παρίσι από τον Robert McAlmon. Την ίδια χρονιά, ο Χέμινγουεϊ επέστρεψε για ένα σύντομο χρονικό διάστημα στην Αμερική λόγω της εγκυμοσύνης της συζύγου του και προκειμένου να γεννηθεί εκεί ο γιος τους, υπό καλύτερες συνθήκες. Την περίοδο αυτή, εργάστηκε στην εφημερίδα Toronto Daily Star ενώ παραιτήθηκε την 1η Ιανουαρίου του 1924 προκειμένου να επιστρέψει οικογενειακώς στο Παρίσι.
Μετά από σχετική σύσταση του Έζρα Πάουντ, ο Φορντ Μάντοξ Φορντ δημοσίευσε διηγήματα του Χέμινγουεϊ στο λογοτεχνικό περιοδικό Transatlantic Review. Την περίοδο 1925-1929 ολοκλήρωσε μερικά από τα σημαντικότερα έργα του, μεταξύ των οποίων η συλλογή διηγημάτων του Στον Καιρό μας (In Our Time), το μυθιστόρημα Ο Ήλιος ανατέλλει ξανά (The Sun Also Rises), η συλλογή Άνδρες χωρίς γυναίκες (Men Without Women) και ο Αποχαιρετισμός στα Όπλα (A Farewell to Arms, 1929), έργο με το οποίο γνώρισε και σημαντική αναγνώριση και εμπορική επιτυχία. Γνωρίστηκε επίσης με την Γερτρούδη Στάιν η οποία τον εισήγαγε στον κύκλο των καλλιτεχνών με επίκεντρο την Μονμάρτρη και ειδικότερα την λογοτεχνική Χαμένη Γενιά (Lost Generation) των εξόριστων Αμερικανών συγγραφέων του Παρισιού.
Αμερική
Το 1927 χώρισε με την Χάντλυ Ρίτσαρντσον, παντρεύτηκε για δεύτερη φορά την Αμερικανίδα Πωλίν Φάιφερ, ανταποκρίτρια μόδας για τα περιοδικά Vanity Fair και Vogue και μαζί εγκαταστάθηκαν τον επόμενο χρόνο στo Key West της Φλόριντα, τόπο που αποτέλεσε μία σταθερή βάση για τον Χέμινγουεϊ τα επόμενα χρόνια. Στις 28 Ιουνίου απέκτησε τον δεύτερο γιο του, τον Πάτρικ ενώ το Δεκέμβριο του 1928 σημειώθηκε η αυτοκτονία του πατέρα του, ο οποίος αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα καθώς και προβλήματα υγείας. Η δημοσίευση του Αποχαιρετισμός στα Όπλα στις 27 Σεπτεμβρίου του 1929, του πρόσφερε σημαντική λογοτεχνική και εμπορική αναγνώριση. Το 1932 εκδόθηκε ο Θάνατος στο απομεσήμερο (Death in the Afternoon), έργο στο οποίο ο Χέμινγουεϊ διαπραγματεύτηκε την ταυρομαχία, τόσο εγκυκλοπαιδικά όσο και με αναφορές στη μεταφυσική και θρησκευτική της διάσταση. Υπήρξε θαυμαστής των ταυρομαχιών ήδη από το 1925 μετά από ταξίδια του στην Ισπανία.
Το καλοκαίρι του 1933, ταξίδεψε στην Αφρική όπου συμμετείχε σε σαφάρι για διάστημα περίπου τριών μηνών. Οι εμπειρίες του αποτέλεσαν υλικό για το μυθιστόρημα Οι Πράσινοι Λόφοι της Αφρικής (Green Hills of Africa) που εκδόθηκε το 1935. Τον Μάρτιο του 1937 ο Χέμινγουεϊ ταξίδεψε στην Ισπανία προκειμένου να καλύψει δημοσιογραφικά τον ισπανικό εμφύλιο. Την περίοδο αυτή ανέπτυξε παράλληλα σχέση με την Μάρθα Γκέλχορν, η οποία επίσης κάλυπτε τον πόλεμο, γεγονός που οδήγησε σε ένα δεύτερο διαζύγιο το 1940 και σε έναν τρίτο γάμο του με την Γκέλχορν, λίγες εβδομάδες αργότερα.
Κούβα
Μετά τον τρίτο του γάμο, ο Χέμινγουεϊ εγκαταστάθηκε στην Κούβα, στην βίλα Φίνκα Βίχια (Finca Vigia), κοντά στην Αβάνα. Το συγκεκριμένο σπίτι, αποτέλεσε το πρώτο που αγόρασε ο ίδιος ο Χέμινγουεϊ, έναντι 18.500 δολαρίων. Είχε παλαιότερα ξαναταξιδέψει στην Κούβα, το 1928 και θα αποτελούσε την βάση του, σχεδόν μέχρι το θάνατό του. Στην εποχή που ξέσπασε ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος αρθρογραφεί υπέρ της Δημοκρατίας και ενεργοποιείται γύρω από ομάδες συμπαθούντων που στέλνουν βοήθεια στα δημοκρατικά κυβερνητικά στρατεύματα. Ο ίδιος αποφασίζει να πάρει μέρος στις πολεμικές ανταποκρίσεις στο μέτωπο της Αραγωνίας, όπως και γύρω από την πολιορκημένη από τα στρατεύματα του Φράνκο, Μαδρίτη. Το ξενοδοχείο Φλόριντα στη Μαδρίτη στο οποίο έμενε, συγκέντρωνε τους πιο γνωστούς Αμερικανούς εθελοντές στον πόλεμο, τους οποίους γνώριζε προσωπικά και ήταν φίλος τους, όπως ο Ρόμπερτ Μέρριμαν, αρχηγός των αμερικανικών εθελοντικών ταξιαρχιών και ο πιλότος άσσος Φρανκ Γκλάσκοου Τίνκερ, υποσμηναγός της Δημοκρατικής Αεροπορίας. Στις ανταποκρίσεις του από την Ισπανία υπάρχουν προσωπικοί διάλογοι με αυτούς, ακόμα και ποιήματα αφιερωμένα στους νεκρούς του φίλους.
Οι εμπειρίες του αυτές αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για το μυθιστόρημα του Για ποιον χτυπά η καμπάνα, το οποίο ολοκλήρωσε στην Κούβα τον Ιούλιο του 1940. Το βιβλίο αναγνωρίζεται σήμερα ως ένα από τα σημαντικότερα έργα του Χέμινγουεϊ και όταν εκδόθηκε είχε μεγάλη εμπορική επιτυχία, λαμβάνοντας και πολύ θετικές κριτικές. Πρόσωπα έμπνευσης για τους πρωταγωνιστές του έργου αυτού ήταν, και με τα ίδια ακριβώς ονόματα, το ζευγάρι Ρόμπερτ και Μάριον Μέρριμαν. Ο Ρόμπερτ του έργου όπως και ο αληθινός Ρόμπερτ Μέρριμαν, και η Μάριον, θα πέσουν μαχόμενοι στην Ισπανία για το καθήκον, όπως αυτοί είχαν ορίσει στον εαυτό τους.
Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος
Μετά τη συμμετοχή των Ηνωμένων Πολιτειών στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, ο Χέμινγουεϊ οργάνωσε μία επιχείρηση ανακάλυψης γερμανικών υποβρυχίων στις ακτές της Κούβας και των ΗΠΑ. Συγκέντρωσε αρκετούς φίλους και γνωστούς του ενώ παράλληλα εξόπλισε κατάλληλα το αλιευτικό του σκάφος (γνωστό και ως Pilar). Ονόμασε την οργάνωση αυτή Crook Factory, ωστόσο δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Σύμφωνα με τη σύζυγό του Μάρθα, το εγχείρημα του Χέμινγουεϊ αποτελούσε δικαιολογία ώστε να αποφύγει μία πραγματική δημοσιογραφική αποστολή αλλά και για να διασκεδάσει με τους φίλους του.
Την άνοιξη του 1944, ο Χέμινγουεϊ αποφάσισε τελικά να ταξιδέψει στην Ευρώπη για τη δημοσιογραφική κάλυψη του πολέμου, με πρώτο σταθμό το Λονδίνο. Στο διάστημα αυτό, επήλθε ρήξη στη σχέση με τη σύζυγό του ενώ παράλληλα γνώρισε τη δημοσιογράφο του περιοδικού Time Μαίρη Γουέλς, με την οποία παντρεύτηκε τελικά – συνολικά για τέταρτη φορά – το 1946. Ο Χέμινγουεϊ επέστρεψε στην Αμερική τον Μάρτιο του ίδιου έτους, μετά τη λήξη του πολέμου.
Τελευταία χρόνια
Το 1950 εκδόθηκε το πρώτο μυθιστόρημα από την εποχή του Για ποιον χτυπά η καμπάνα, με τον τίτλο Across the River and Into the Trees, το οποίο πραγματεύεται μία ρομαντική ιστορία που εκτυλίσσεται στην μεταπολεμική Βενετία. Το μυθιστόρημα έλαβε κακές κριτικές ενταγμένες σε μία γενικότερη αμφισβήτηση της ικανότητάς του να συνεχίσει να δημιουργεί σημαντικά έργα. Η θεώρηση αυτή ανατράπηκε δύο χρόνια αργότερα, με την ολοκλήρωση της νουβέλας Ο Γέρος και η Θάλασσα, το 1951 και την έκδοσή της τον Σεπτέμβριο του 1952. Δημοσιεύτηκε αρχικά στο περιοδικό Life και προκάλεσε πολύ θετικά σχόλια, οδηγώντας τελικά στη βράβευση του Χέμινγουεϊ με το Βραβείο Πούλιτζερ (1953) και το Νόμπελ Λογοτεχνίας (1954).
Αμέσως μετά τη θερμή υποδοχή της νουβέλας, ταξίδεψε αρχικά στην Ισπανία και αργότερα στην Αφρική. Επί αφρικανικού εδάφους, συμμετείχε σε δύο αεροπορικά ατυχήματα τα οποία τού προκάλεσαν σοβαρούς τραυματισμούς. Ενδεικτικό της σοβαρότητάς τους είναι το γεγονός πως αφού επέστρεψε στην Κούβα, του στάθηκε αδύνατο να παραστεί στην απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας, η οποία έλαβε χώρα στις 28 Οκτωβρίου του 1954. Αντ' αυτού, απέστειλε ένα γράμμα, το οποίο διάβασε ο Αμερικανός πρεσβευτής στη Σουηδία, Τζον Κάμποτ, ανακοινώνοντας την αποδοχή του βραβείου εκ μέρους του συγγραφέα.
Θάνατος
Τα επόμενα χρόνια αντιμετώπισε αρκετά προβλήματα υγείας που στάθηκαν εμπόδιο στη συνέχιση του έργου του. Η κατάστασή του επιδεινώθηκε επιπλέον από την υπερβολική χρήση αλκοόλ καθώς και από την κατάθλιψη που εμφάνιζε. Παρά τις αντιξοότητες, κατάφερε να ολοκληρώσει το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα Μία κινητή γιορτή (A Moveable Feast), έργο που τελικά εκδόθηκε μετά το θάνατό του. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Κούβα τον Ιούλιο του 1960 και εγκαταστάθηκε στην πόλη Κέτσαμ (Ketchum) του Αϊντάχο. Τον ίδιο χρόνο, νοσηλεύτηκε στην κλινική Mayo λόγω της υψηλής του πίεσης αλλά κυρίως της κατάθλιψης και της παράνοιάς του. Εκεί υποβλήθηκε και σε θεραπείες με ηλεκτροσόκ (ECT). Σύμφωνα με τον βιογράφο του Jeffrey Meyers, δέχθηκε 11 έως 15 θεραπείες τέτοιου είδους, οι οποίες όμως, όχι μόνο δεν τον βοήθησαν αλλά αντιθέτως είχαν αρνητικά αποτελέσματα, προκαλώντας του απώλεια μνήμης και επιταχύνοντας πιθανά και τη μελλοντική του αυτοκτονία.
Αποπειράθηκε για πρώτη φορά να αυτοκτονήσει την άνοιξη του 1961, και τελικά στις 2 Ιουλίου αυτοπυροβολήθηκε στο κεφάλι με κυνηγετικό όπλο, λίγες ημέρες πριν τα εξηκοστά δεύτερα γενέθλιά του. Ο τάφος του βρίσκεται σήμερα στο καθολικό νεκροταφείο του Κέτσαμ.
Πολιτικές και θρησκευτικές απόψεις
Ο Χέμινγουεϊ ήταν υποστηρικτής της δημοκρατίας και ιδεολογικά ανήκε στην αριστερά, αφού είχε σοσιαλιστικές ιδέες και έδειχνε μεγάλη συμπάθεια στους αναρχικούς.Μάλιστα, πρόσφατα ανακαλύφθηκε ότι η CIA τον είχε καταγράψει σε ένα τα βιβλία της ως κομμουνιστή πράκτορα της KGB, κάτι που δεν είχε σχέση με την πραγματικότητα. Πάντως ο ίδιος, αν και ήταν αριστερός, είχε και κάποιες απόψεις σε ορισμένα ζητήματα που δεν συμβάδιζαν απόλυτα με τις θέσεις της Αμερικάνικης αριστεράς. Οι θρησκευτικές του πεποιθήσεις είναι πιο περίπλοκες και σύνθετες. Κατά την επικρατέστερη άποψη ο Χέμινγουεϊ ήταν χριστιανός καθολικός στην αρχή της ζωής του, αλλά μετέπειτα έγινε άθεος.
Ρόμπιν Μακ Λόριν Ουίλιαμς, Αμερικανός ηθοποιός και σταντ απ κωμικός
Ρόμπιν Ουίλιαμς
Ο Ρόμπιν Μακ Λόριν Ουίλιαμς ήταν Αμερικανός ηθοποιός και σταντ απ κωμικός. (Robin McLaurin Williams, 21 Ιουλίου 1951 - 11 Αυγούστου 2014)
Γεννήθηκε στο νοσοκομείο του Αγίου Λουκά στο Σικάγο του Ιλινόις στις 21 Ιουλίου 1951 και πέθανε στις 11 Αυγούστου 2014 στην περιοχή Τιμπουρόν της Καλιφόρνια.
Η μητέρα του Λόρι Μακ Λόριν (1923 – 2001) ήταν πρώην μοντέλο και ο πατέρας του Ρόμπερτ Φιτζγκεραλντ στέλεχος της εταιρίας Φορντ Μότορ. Μεγάλωσε στο Μπλούμφιλντ Χιλς του Μίτσιγκαν και στα δεκαέξι του χρόνια μετακόμισε μαζί με την οικογένεια του στην Καλιφόρνια. Φοίτησε στο κολέγιο Κλερμόντ Μενς και στη συνέχεια παρακολούθησε θεατρικές σπουδές στο κολέγιο Μαρίν. Αργότερα φοίτησε με υποτροφία στη φημισμένη δραματική σχολή Τζούλιαρντ της Νέας Υόρκης.
Έγινε γνωστός από το ρόλο του εξωγήινου Μορκ στην τηλεοπτική σειρά Μορκ & Μίντι (1978-1982), για τον οποίο κέρδισε Χρυσή Σφαίρα καλύτερου ηθοποιού στην κατηγορία κωμική σειρά ή μιούζικαλ. Πρωταγωνίστησε τόσο σε ταινίες με ευρεία αποδοχή από τους κριτικούς, όπως οι Ο κατά Γκαρπ κόσμος (The world according to Garp), Καλημέρα Βιετνάμ (Good Morning Vietnam, 1987), Ο Κύκλος των Χαμένων Ποιητών , (1989), Ξυπνήματα (1990) Ο Βασιλιάς της Μοναξιάς (The Fisher King, 1991) και Ο Ξεχωριστός Γουίλ Χάντινγκ (1997) όσο και σε εισπρακτικές επιτυχίες όπως οι Ποπάυ (1980), Χουκ (1991), Αλαντίν (1992), Η Κυρία Ντάουτφαϊερ (1993), Τζουμάντζι (1995), Το Κλουβί με τις Τρελές (1996) Μια Νύχτα στο Μουσείο (2006) και Χάπι Φιτ (2006).
Είχε βραβευτεί με Όσκαρ Β' ανδρικού ρόλου το 1997 για την ταινία "Ο Ξεχωριστός Γουίλ Χάντινγκ" (Good Will Hunting) ενώ είχε προταθεί τρεις φορές για βραβείο Όσκαρ Α' ανδρικού ρόλου. Είχε επίσης βραβευθεί με δύο βραβεία Έμμυ, έξι Χρυσές Σφαίρες, δύο βραβεία Σωματείου Ηθοποιών και τέσσερα βραβεία Γκράμι.
Βραβεύσεις
Όσκαρ Β' Ανδρικού Ρόλου (1997),
Golden Globe Award for Best Motion Picture – Musical or Comedy (1993),
Screen Actors Guild Award for Outstanding Performance by a Male Actor in a Supporting Role (1998),
Grammy Award for Best Comedy Album (1987),
National Board of Review Award for Best Actor (1990),
Χρυσή Σφαίρα για τον Καλύτερο Άνδρα Ηθοποιό σε Κωμωδία ή Μιούζικαλ (1991),
Χρυσή Σφαίρα για τον Καλύτερο Άνδρα Ηθοποιό σε Κωμωδία ή Μιούζικαλ (1993),
Χρυσή Σφαίρα για τον Καλύτερο Άνδρα Ηθοποιό σε Κωμωδία ή Μιούζικαλ (1987),
Βραβείο Σωματείου Ηθοποιών Καλύτερης ομαδικής ερμηνείας σε ταινία (1997),
MTV Movie Award for Best Comedic Performance (1993),
MTV Movie Award for Best Comedic Performance (1994),
Grammy Award for Best Comedy Album (1988),
Primetime Emmy Award for Individual Performance in a Variety or Music Program (1987),
Golden Globe Award for Best Motion Picture – Musical or Comedy (1993)
Βραβείο Σωματείου Ηθοποιών Καλύτερης ομαδικής ερμηνείας σε ταινία (1997)
Θάνατος
Ο 63χρονος ηθοποιός βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του. Η αιτία του θανάτου του ήταν, σύμφωνα με τον ιατροδικαστή, «αυτοκτονία από ασφυξία». Ο Ουίλιαμς πάλευε με την κατάθλιψη τα τελευταία χρόνια και πρόσφατα είχε ξεκινήσει ένα πρόγραμμα αποτοξίνωσης. Η γυναίκα του τον είδε ζωντανό στο σπίτι τους την Κυριακή το βράδυ. Το επόμενο πρωί τηλεφώνησε στην αστυνομία λέγοντας πως «ο σύζυγός της δεν ανέπνεε». Σύμφωνα με μαρτυρίες οικείου του προσώπου, τις τελευταίες ημέρες πριν βάλει τέλος στην ζωή του, αισθανόταν τόσο καταβεβλημένος που κοιμόταν έως και 18 ώρες την ημέρα.
Ας διαβάσουμε μερικές φράσεις ζωής του αξέχαστου ηθοποιού.
• Το πρόβλημα είναι ότι ο Θεός έδωσε στον άνδρα ένα μυαλό και ένα πέoς και αίμα που φτάνει για να λειτουργεί μόνο το ένα από τα δύο.
• Η κοκαΐνη είναι ο τρόπος του Θεού να σου πει ότι έγινες υπερβολικά πλούσιος.
• Συγγνώμη, αν είχατε δίκιο, θα συμφωνούσα μαζί σας.
• Οι καλοί άνθρωποι καταλήγουν στην κόλαση γιατί δεν μπορούν να συγχωρήσουν τους εαυτούς τους.
• Το σωστό είναι αυτό που μένει όταν κάνεις όλα τα άλλα λάθος.
• Το να ανησυχείς τόσο πολύ δεν ωφελεί σε τίποτα γιατί ο χρόνος μας πάνω στην γη είναι περιορισμένος.
• H Ιατρική,το δίκαιο, οι επιχειρήσεις, η μηχανική, Αυτά είναι υψηλές επιδιώξεις και απαραίτητες για τη διατήρηση της ζωής. Αλλά η ποίηση, η ομορφιά, ο ρομαντισμός, η αγάπη είναι αυτά που μας κάνουν να ζούμε.
• Μας έχει δοθεί σε όλους μας μια μικρή δόση τρέλας και δεν πρέπει με τίποτα να την χάσουμε.
• Ποτέ μην τα βάζεις με ένα άσχημο, δεν έχει ποτέ τίποτα να χάσει.
• Η άνοιξη είναι σαν να μας λέει η φύση έλατε να κάνουμε μια μεγάλη γιορτή!
• Ότι και να σου λένε οι άνθρωποι μια ιδέα ή μια σκέψη μπορεί να αλλάξει τον κόσμο.
• Με την κωμωδία βγάζεις προς τα έξω την αισιοδοξία.
http://www.robinwilliams.com
Κωνσταντής Κολοκοτρώνης, από τις σπουδαιότερες ιστορικές φυσιογνωμίες των αρματολών στον προεπαναστατικό αγώνα και πατέρας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη
Κωνσταντής Κολοκοτρώνης
Ο Κωνσταντής Κολοκοτρώνης (1745 - 1780) ήταν ο πατέρας της ηγετικής φυσιογνωμίας της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, αλλά και μια από τις σπουδαιότερες ιστορικές φυσιογνωμίες των αρματολών στον προεπαναστατικό αγώνα.
Βιογραφία
Γεννήθηκε πιθανόν το 1745 και ήταν ένα από τα πέντε παιδιά του Ιωάννη Κολοκοτρώνη. Είχε ανάστημα μέτριο και ήταν μελαμψός και γρήγορος.
Νέος ακόμα ο Κωνσταντής διορίστηκε από τον Χαλήλ μπεη αρματολός της Κορίνθου, όπου έμεινε τέσσερα χρόνια. Συνδέθηκε στενά με τις πιο ισχυρές οικογένειες του Μοριά, τους Πετιμεζαίους και απέκτησε σημαντική δύναμη.
Έφθασε στο σημείο να επηρεάζει αποφασιστικά τους διορισμούς των πασάδων της Πελοποννήσου. Στα τέσσερα χρόνια που βαστούσε το αρματωλίκι της Κορίνθου γεννήθηκε μέσα του το μεγάλο σχέδιο να αποτινάξει τους Τούρκους από την Πελοπόννησο.
Έγινε βλάμης με τον περίφημο κλέφτη του Ταϋγέτου τον Παναγιώταρο.
Το 1762 άφησε το αρματωλίκι, ανέβηκε στον Ταΰγετο και μαζί με τον Παναγιώταρο έκτισε πύργο στην Καστάνιτσα της Μάνης, και κοντά σ΄ αυτόν δύο χαμόσπιτα. Από εκεί ξεκινούσαν καταστροφικές επιδρομές στους Τούρκους.
Το 1770 τάχθηκε υπέρ του κινήματος των Ορλωφικών και έδειξε ανδρεία στις μάχες που ακολούθησαν μάλιστα δυο από τους αδερφούς του σκοτώθηκαν καθώς και ο πατέρας του που βρήκε σκληρότατο θάνατο από τους Τούρκους.
Πολέμησε τους Τούρκους σε όλη την Πελοπόννησο και τους έκανε μεγάλη ζημιά. Κάποτε παραφύλαξε στην γέφυρα του Μπίρμπαγα στην Κατσάνα και σκότωσε τον Μπεκιάρη, τον πιο γενναίο και πιο αιμοβόρο από τους αρχηγούς των Αρβανιτών, με 36 παλληκάρια του. Μιά άλλη φορά πάλι, κοντά στην Ανδρούσα, ξέκανε άλλον γενναίο οπλαρχηγό Αρβανίτη, τον Βέιζο με 24 παλληκάρια του.
Με τις πράξεις του αυτές ενθάρυνε τους Έλληνες να βγουν στα βουνά και να γίνουν πέντε χιλιάδες κλέφτες. Μετά το μακελειό της Αρβανιτιάς, όπου ο Κολοκοτρώνης με τρεις χιλιάδες παλλικάρια του αντιμετώπισε δώδεκα χιλιάδες Αρβανίτες και τους ξετίναξε, το όνομα του Κολοκοτρώνη ακούστηκε σε όλο τον Ελληνισμό.
Τόσο όμως ήταν το μίσος των Τούρκων, που ο Χασάν Τσεζάερλης, παρότι ο Κωνσταντής τον συνέτρεξε αποφασιστικά στην εκστρατεία του κατά των Αρβανιτών, δε του συγχώρεσε ότι δεν τον "προσκύνησε", ώστε, μαζί με τον μεγάλο δραγουμάνο του στόλου, τον Μαυρογένη μάζεψαν καράβια και δεκατέσσερις χιλιάδες στρατό και ήρθαν στο Γύθειο για να τον πιάσουν.
Ο Κωνσταντής και ο βλάμης του ο Παναγιώταρος πολέμησαν γενναία στην πολιορκία της Καστανίτσας, και ο Παναγιώταρος πιάστηκε ζωντανός και κρεουργήθηκε.
Ο Κωνσταντής πληγώθηκε θανάσιμα από μια σπαθιά. Έτσι πληγωμένο θανάσιμα και με πυρετό ετοιμοθάνατο τον βρήκαν εφτά Μπαρδουνιώτες Τούρκοι και τον πετσόκοψαν. Πέταξαν το κεφάλι του σε μια τρύπα και το κορμί του στον γκρεμό.
Περισσότερα Άρθρα...
- Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι, ήταν Ρώσος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας, ένας από τους κατεξοχήν εκπροσώπους του Ρωσικού Φουτουρισμού στις αρχές του 20ού αιώνα
- Σωκράτης Γκιόλιας δημοσιογράφος που δολοφονήθηκε έξω από το σπίτι του, πυροβολήθηκε 16 φορές από μικρή απόσταση
- Στράτης Μυριβήλης, Έλληνας πεζογράφος της γενιάς του '30
- Ιωάννης Χατζηφώτης, Έλληνας ερευνητής φιλόλογος, συγγραφέας, ιστοριοδίφης, κριτικός της λογοτεχνίας, επιμελητής εγκυκλοπαιδειών, ποιητής, και δημοσιογράφος