Άρθρα
Μαρία Εύα Ντουάρτε ντε Περόν, Πρώτη Κυρία της Αργεντινής από το 1946 μέχρι το θάνατο της το 1952
Εβίτα Περόν
Η Μαρία Εύα Ντουάρτε ντε Περόν ήταν η δεύτερη σύζυγος του προέδρου της Αργεντινής Χουάν Ντομίνγκο Περόν (1895-1974) και Πρώτη Κυρία της Αργεντινής από το 1946 μέχρι το θάνατο της το 1952. Συχνά την αναφέρουν απλά ως Εύα Περόν ή με το υποκοριστικό Εβίτα. (7 Μαΐου 1919 - 26 Ιουλίου 1952)
Γεννήθηκε εκτός γάμου στην αγροτική Αργεντινή το 1919 και σε ηλικία δεκαπέντε χρονών μετακόμισε στην πρωτεύουσα της χώρας, το Μπουένος Άιρες, όπου επεδίωξε να κάνει καριέρα ηθοποιού στο θέατρο, το ραδιόφωνο και το σινεμά.
Γνώρισε τον συνταγματάρχη Χουάν Περόν το 1944 σε μια φιλανθρωπική εκδήλωση στο Σαν Χουάν και παντρεύτηκαν τον επόμενο χρόνο.
Το 1946 ο Χουάν Περόν εξελέγη πρόεδρος της Αργεντινής. Κατά τη διάρκεια των επόμενων έξι χρόνων η Εύα Περόν απέκτησε δύναμη στα φιλο-Περονικά εργατικά σωματεία, μιλώντας για τα εργατικά δικαιώματα.
Επίσης, διηύθυνε τα υπουργεία Εργασίας και Υγείας, ίδρυσε και διηύθυνε το φιλανθρωπικό Ίδρυμα Εύα Περόν, πάλεψε για τα δικαιώματα των γυναικών στην Αργεντινή και ίδρυσε και διηύθυνε το πρώτο γυναικείο πολιτικό κόμμα μεγάλης κλίμακας της χώρας,το Γυναικείο Περονικό Κόμμα.
Το 1951, η Εύα Περόν αποδέχτηκε το χρίσμα των Περονικών για τη θέση του Αντιπροέδρου της Αργεντινής. Στον αγώνα αυτό έλαβε μεγάλη υποστήριξη από την πολιτική βάση των Περονικών, χαμηλόμισθους Αργεντινούς και μέλη της εργατικής τάξης γνωστών ως ντεσκαμισάντος, «χωρίς πουκάμισο». Εντούτοις, η αντιπολίτευση των στρατιωτικών και της υψηλής κοινωνίας σε συνδυασμό με την φθίνουσα υγεία της τελικά την ανάγκασαν να αποσύρει την υποψηφιότητά της.
Το 1952, λίγο πριν το θάνατό της από καρκίνο στην ηλικία των τριαντατριών ετών (33), η Εύα Περόν έλαβε από το Κογκρέσο της Αργεντινής τον επίσημο τίτλο του Πνευματικού Ηγέτη του Έθνους. Απευθυνόμενη προς τον κόσμο, από το μπαλκόνι της Προεδρικής κατοικίας, για τελευταία φορά, ανακοίνωσε ότι θα επιστρέψει όλους τους τίτλους τιμής που της έχουν αποδοθεί έως τώρα και θα κρατήσει μόνο τον τελευταίο τίτλο, του "Πνευματικού Ηγέτη του Έθνους".
Η ταφή της Πρώτης Κυρίας, έγινε με τιμές Αρχηγού κράτους και δημοσία δαπάνη. Τεράστιο και βαρύτατο ήταν το πένθους, από τον Λαό της Αργεντινής, που τόσο αγάπησε.
Η ιστορία της έγινε κομμάτι της μαζικής κουλτούρας ως το αντικείμενο του μιούζικαλ Εβίτα, με πρωταγωνίστρια την τραγουδίστρια Μαντόνα.
Παύλος Καρολίδης, ήταν ιστορικός, πολιτικός και καθηγητής πανεπιστημίου
Παύλος Καρολίδης
Ο Παύλος Καρολίδης, ήταν ιστορικός, πολιτικός και καθηγητής Πανεπιστημίου. Εξελέγη βουλευτής Αϊδινίου στην Τουρκική βουλή για δύο περιόδους. (1849 - 26 Ιουλίου 1930)
Βιογραφία
Γεννήθηκε στο Ανδρονίκιο (Εντιρλούκ) της Καππαδοκίας το 1849.
Σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή της Κωνσταντινούπολης και στην Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης.
Στη συνέχεια σπούδασε Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και παρακολούθησε μεταπτυχιακά μαθήματα στις Φιλοσοφικές Σχολές Μονάχου και Στρασβούργου.
Δίδαξε στο Γυμνάσιο της Χαλκηδόνας, στο Ελληνικό Λύκειο του Πέραν και στην Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης.
Το 1886 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα όπου διορίστηκε υφηγητής Γενικής Ιστορίας και το 1893, μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, καθηγητής στην έδρα της Ελληνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Απολύθηκε για πολιτικούς λόγους το 1918 και διορίστηκε στην ίδια θέση το 1921 όπου και παρέμεινε μέχρι το 1923 που συνταξιοδοτήθηκε.
Συγγραφικό έργο
Το συγγραφικό έργο του είναι ογκώδες. Τα κυριότερα έργα του είναι:
Καππαδοκικά: Ήτοι πραγματεία ιστορική και αρχαιολογική περί Καππαδοκίας, Α΄ τόμος, Εν Κωνσταντινουπόλει, 1874
Γλωσσάριον συγκριτικόν ελληνοκαππαδοκικών λέξεων, Σμύρνη, 1885
Εισαγωγή εις την ιστορίαν του ΙΘ΄ αιώνος. 1891
Ιστορία του ΙΘ΄ αιώνος, (1814-92 1892), 3 τόμοι
Η ενεστώσα κατάστασις εν τω Αγίω Όρει, 1896
Εγχειρίδιον Βυζαντινής Ιστορίας, Αθήναι, 1908
Παγκόσμιος Ιστορία (4 τ.), 1926
Λόγος πανηγυρικός / Απαγγελθείς υπό Π. Καρολίδου, τακτικού καθηγητού της Ελληνικής Ιστορίας, κατά την εν τω Πανεπιστημίω τελεσθείσαν τη 25 Μαρτίου 1921 εορτήν της εκατονταετηρίδος του μεγάλου υπέρ της ελευθερίας αγώνος του 1821. Αθήναι, 1921.
Περί της εθνικής καταγωγής των ορθοδόξων χριστιανών Συρίας και Παλαιστίνης, Εν Αθήναις, 1909.
Σημειώσεις τινές περί της μικρασιανής αρίας ομοφυλίας. Εν Αθήναις, 1886.
Σύγχρονος ιστορία των Ελλήνων και των λοιπών λαών της Ανατολής από 1821 μέχρι 1921. Αθήναι, 1922-. 7 τόμοι.
Τα Κόμανα και τα ερείπια αυτών: ήτοι μονογραφία αρχαιολογική και τοπογραφική περί Κομάνων. Εν Αθήναις, 1882.
Στάνλι Κιούμπρικ, ήταν αναγνωρισμένος Αμερικανός σκηνοθέτης και παραγωγός ταινιών
Στάνλεϊ Κιούμπρικ
Ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ, ήταν αναγνωρισμένος Αμερικανός σκηνοθέτης και παραγωγός ταινιών. Ορθή προφορά: Στάνλι Κούμπρικ (Stanley Kubrick· Μπρονξ, Νέα Υόρκη, 26 Ιουλίου 1928 — Λονδίνο, 7 Μαρτίου 1999)
Τα πρώτα χρόνια
Από μικρή ηλικία ο Κιούμπρικ άρχισε να ασχολείται με τη φωτογραφία και μόλις στα 17 του χρόνια βρήκε δουλειά ως βοηθός φωτογράφου. Μαζί με το φίλο του Αλεξάντερ Σίνγκερ, αποφάσισαν να ασχοληθούν με τον κινηματογράφο.
Έτσι, το 1951 δημιούργησε την πρώτη του ταινία, ένα ντοκιμαντέρ με τίτλο Day of the Fight, η οποία χρηματοδοτήθηκε αποκλειστικά από τις οικονομίες των δύο φίλων. Ακολούθησαν τα Flying Padre (1951), The Seafarers (1952) και το Fear and Desire (1953), το οποίο γυρίστηκε στην Καλιφόρνια. Με τις δύο επόμενες ταινίες τεκμηρίωσης, Το Φιλί του Δολοφόνου (Killer's Kiss) και Το Χρήμα της Οργής (The Killing), έγινε γνωστό το όνομα του Κιούμπρικ στο Χόλιγουντ. Το 1957 σκηνοθετεί τον Κερκ Ντάγκλας στην αντιπολεμική ταινία Σταυροί στο Μέτωπο (Paths of Glory), το οποίο βασίστηκε στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Χάμφρεϊ Κομπ.
Από εκεί και έπειτα ο Κιούμπρικ θα δημιουργεί ταινίες από βιβλία, τα οποία θα προσαρμόζει κάθε φορά στις δικές του ιδέες και με τη δική του κινηματογραφική οπτική γωνία.
Η καλλιτεχνική εδραίωση
Το 1960 ο Κερκ Ντάγκλας, ως παραγωγός, κάλεσε τον Κιούμπρικ να καθίσει στην καρέκλα του σκηνοθέτη για την επική ταινία Σπάρτακος (Spartacus), αφού είχε διώξει προηγουμένως τον Άντονυ Μαν. Στην ταινία συμμετείχαν επίσης μερικά από τα μεγαθήρια της υποκριτικής, όπως ο Λόρενς Ολίβιε, ο Τσαρλς Λότον, ο Πίτερ Ουστίνοφ, ο Χέρμπερτ Λομ και ο Τόνι Κέρτις. Επικές ήταν και οι διαμάχες του Κιούμπρικ με τον διευθυντή φωτογραφίας Ράσελ Μέττι, διότι λέγεται ότι δεν τον εμπιστευόταν και δεν τον άφηνε να κάνει τη δουλειά του, δουλειά που αναλάμβανε ο ίδιος ο Κιούμπρικ. Παραδόξως ο Μέττι βραβεύτηκε με το Όσκαρ Καλύτερης Φωτογραφίας για τη δουλειά του.
Στη συνέχεια ο Κιούμπρικ σκόπευε να ασχοληθεί με τη σκηνοθεσία της ταινίας Η Εκδίκηση Είναι Δική μου (One-Eyed Jacks, 1961), αλλά οι διαπραγματεύσεις δεν ευόδωσαν. Η ταινία σκηνοθετήθηκε τελικά από τον Μάρλον Μπράντο, ο οποίος και έπαιζε σε αυτήν. Απογοητευμένος από τους μεγαλοπαραγωγούς του Χόλιγουντ, πήρε την απόφαση να φύγει από τις Ηνωμένες Πολιτείες και μετακόμισε στο Λονδίνο. Η πρώτη ταινία που γύρισε εκεί ήταν η Λολίτα (Lolita, 1962), βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, ο οποίος επιμελήθηκε και το σενάριο της ταινίας. Στην ταινία συμμετείχε ο Πίτερ Σέλερς. Ο Κιούμπρικ έδειξε ενδιαφέρον για την ηθοποιία του Σέλερς, και τον κάλεσε να συμμετάσχει σε μια κωμικοτραγική ταινία με θέμα τον πυρηνικό όλεθρο. Αν και αρχικά, η ταινία ήταν να γυριστεί ως δράμα, ο Κιούμπρικ είδε ότι οι ιδέες του λειτουργούσαν καλύτερα μέσα από μια κωμική πλευρά. Το αποτέλεσμα ήταν το S.O.S. Πεντάγωνο Καλεί Μόσχα (Dr. Strangelove or: How I Learned to Stop Worrying and Love the Bomb, 1964) και η τεράστια εμπορική επιτυχία έδωσαν στον Κιούμπρικ την οικονομική και καλλιτεχνική ανεξαρτησία για να ασχοληθεί με οτιδήποτε ήθελε.
Τα αριστουργήματα
Έτσι συνεργάστηκε με τον Άρθουρ Κλαρκ στη συγγραφή ενός σεναρίου επιστημονικής φαντασίας. Το αποτέλεσμα ήταν η ταινία 2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος (2001: A Space Odyssey), η οποία θεωρείται από πολλούς η καλύτερη του είδους. Το 1971 οι ανυποψίαστοι θεατές σοκαρίστηκαν με τη φαινομενικά αναίτια βία στο Το Κουρδιστό Πορτοκάλι (A Clockwork Orange). Ένα χρόνο μετά την επίσημη κυκλοφορία της αποφασίστηκε η απαγόρευση της προβολής της στην Αγγλία. Ο Κιούμπρικ, απογοητευμένος από αυτή την προσπάθεια λογοκρισίας, απαγόρεψε ο ίδιος την προβολή της ταινίας του στην Αγγλία μέχρι το θάνατό του, δηλαδή σχεδόν για 27 χρόνια. Η ενασχόληση του Κιούμπρικ με διαφορετικά κινηματογραφικά είδη συνεχίζεται και έτσι το 1975 υπογράφει το Μπάρρυ Λύντον (Barry Lyndon), μια επική ιστορία που λαμβάνει χώρα κατά τους Ναπολεόντειους Πολέμους.
Στη συνέχεια διασκευάζει το ομώνυμο μυθιστόρημα του Στίβεν Κινγκ στην ταινία τρόμου Η Λάμψη (The Shining, 1980). Η πολύ καλή ερμηνεία του Τζακ Νίκολσον συνέβαλε στην εμπορική επιτυχία της ταινίας. Αντιθέτως η διασκευή αυτή δεν ενθουσίασε τον συγγραφέα της, ο οποίος το 1997 την διασκεύασε ξανά ως παραγωγός, με τη μορφή τηλεταινίας διάρκειας 4 ωρών. Με καθυστέρηση επτά ετών, το 1987 ο Κιούμπρικ παρουσιάζει τη νέα του δουλειά, το Full Metal Jacket, βασισμένο στο μυθιστόρημα του Γκουστάβ Χάσφορντ και με θέμα τον Πόλεμο του Βιετνάμ. Η τελευταία του ταινία ήταν τα Μάτια Ερμητικά Κλειστά (Eyes Wide Shut), στην οποία πρωταγωνιστούσε το ζεύγος Τομ Κρουζ και Νικόλ Κίντμαν. Τα γυρίσματα διήρκεσαν σχεδόν δύο χρόνια, κάτω από υπερβολική ασφάλεια και μυστικότητα.
Ο Κιούμπρικ πάντως παρέμεινε ιδεολογικά και πολιτικά ανένταχτος, καυτηριάζοντας μέσα από τα έργα του τον Συντηρητισμό (Μπάρι Λίντον), τον Ναζισμό (Σταυροί στο μέτωπο), τον Φασισμό (Κουρδιστό πορτοκάλι), τον Σοσιαλισμό (SOS Πεντάγωνο καλεί Μόσχα) και τον Καπιταλισμό (Η λάμψη). Οι πολιτικές του πεποιθήσεις έχουν παραμείνει μυστήριο.
Το τέλος
Λίγο προτού βγει η ταινία στις αίθουσες, ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ πέθανε στον ύπνο του από καρδιακή ανακοπή, στις 7 Μαρτίου 1999. Είχε τρία παιδιά από τον τρίτο του γάμο με την Κριστιάν Κιούμπρικ, με την οποία ήταν νυμφευμένος από το 1958.
Τόλης Βοσκόπουλος, ήταν Έλληνας τραγουδιστής, συνθέτης και ηθοποιός
Τόλης Βοσκόπουλος
Ο Απόστολος (Τόλης) Βοσκόπουλος ήταν Έλληνας τραγουδιστής, συνθέτης και ηθοποιός. Γεννήθηκε στις 26 Ιουλίου του 1940 στον Πειραιά (Κοκκινιά). Είναι το δωδέκατο παιδί της οικογένειας Βοσκόπουλου (έχει 11 αδελφές).
Γενικά
Ο Τόλης Βοσκόπουλος είναι ένας από τους σημαντικότερους τραγουδιστές στην ιστορία του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού, και μακράν ο πιο εμπορικός.
Όταν πρωτοξεκίνησε στο τραγούδι λόγω του στυλ, του στησίματος του στο πάλκο, και του τρόπου ερμηνείας και ντυσίματος, οι φανατικοί θαυμαστές του τον αποκαλούσαν Πρίγκιπα.
Ένας καλλιτέχνης που έχει φανατικούς θαυμαστές, και όπως λένε χαρακτηριστικά «τον Βοσκόπουλο ή θα τον λατρεύεις ή δεν θα τον ακούς καθόλου».
Ο Τόλης Βοσκόπουλος βρισκόταν στην κορυφή του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού για δεκαετίες, γεγονός που οδήγησε τον εξίσου μεγάλο καλλιτέχνη και στιχουργό σε πολλές επιτυχίες του Γιάννη Πάριο να δηλώσει: «ο μόνος σταρ που έχει η Ελλάδα είναι ο Τόλης». Μάλιστα όπως έχει δηλώσει ο Γιώργος Γερολυμάτος τη δεκαετία του 1970 οι νέοι τραγουδιστές έσπαγαν το δόντι τους προκειμένου να μοιάσουν στον Βοσκόπουλο (λόγω της χαρακτηριστικής οδοντοστοιχίας του καλλιτέχνη).
Ο Γιώργος Ζαμπέτας στην αυτοβιογραφία του σημειώνει: «Ο Τόλης είναι γεννημένος θεατρίνος. Ανεβαίνει στην πίστα και την καταπίνει όλη. Γιατί η πίστα όταν ανεβαίνεις σου λέει: φάε με για θα σε φάω. Να ξηγιόμαστε. Μεγάλος εργάτης ο Βοσκόπουλος, ο μεγαλύτερος».
Όπως είχε δηλώσει ο ίδιος ο Βοσκόπουλος κάποτε σε συνέντευξη του στη δημοσιογράφο Σεμίνα Διγενή, «ξεκινώντας το τραγούδι, πήρα μαζί μου και τον ηθοποιό Βοσκόπουλο».
Κατά περιόδους έχει γράψει τραγούδια τόσο σε στίχο όσο και μουσική που έχει συμπεριλάβει σε προσωπικούς του δίσκους ή τα έχουν ερμηνεύσει άλλοι καλλιτέχνες, με πιο γνωστό το ντουέτο του με τη Μαρινέλλα Εγώ κι εσύ το 1974 το οποίο έκανε ρεκόρ πωλήσεων και τραγουδιέται μέχρι και σήμερα.
Ανάμεσα στους θαυμαστές του υπήρχαν και υπάρχουν άνθρωποι από όλες τις κοινωνικές τάξεις, από τον λαϊκό κόσμο των εργατικών συνοικιών, μέχρι την οικονομική ελίτ των εφοπλιστών, και βέβαια τον αείμνηστο Πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου.
Σήμερα, 50 χρόνια μετά την εμφάνιση του στο καλλιτεχνικό στερέωμα, ο Τόλης Βοσκόπουλος αποτελεί ένα σπουδαίο κεφάλαιο για το ελληνικό λαϊκό τραγούδι.
Η πορεία στο καλλιτεχνικό στερέωμα
Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1958, σε ηλικία 18 ετών, και πέντε χρόνια αργότερα, το 1963, έκανε το ντεμπούτο του στον κινηματογράφο. Μπήκε στη δισκογραφία με το τραγούδι Βήμα-βήμα του αξέχαστου μουσικοσυνθέτη Λυκούργου Μαρκέα. Η καθιέρωσή του στο πεντάγραμμο ήρθε με την Άγωνία τη σημαδιακή χρονιά του 1968 (σύνθεση Γιώργου Ζαμπέτα) που μέσα σε πολύ λίγο χρονικό διάστημα ξεπέρασε τις 300.000 πωλήσεις, ένα άπιαστο νούμερο για εκείνη την εποχή.
Έχει ένα εντυπωσιακό φάσμα συνεργασιών, ερμηνεύοντας τραγούδια του Γιώργου Ζαμπέτα, του Μίμη Πλέσσα, του Άκη Πάνου, του Θανάση Πολυκανδριώτη, του Μάριου Τόκα, του Γιάννη Πάριου, του Γιώργου Κατσαρού, του Κώστα Βίρβου, του Φοίβου και πολλών άλλων.
Στην ιστορία έχει μείνει η συνεργασία του με τον Στράτο Διονυσίου. Μάλιστα όταν οι 2 καλλιτέχνες τραγουδούσαν στη Θεσσαλονίκη ένα απόγευμα αποφάσισαν να πάνε να παίξουν μπιλιάρδο. Η αγάπη του κόσμου για τα λαϊκά είδωλα ήταν τόσο μεγάλη που μέσα σε λίγη ώρα έξω από τη καφετέρια είχαν μαζευτεί χιλιάδες θαυμαστές με αποτέλεσμα να χρειαστεί η συνδρομή της αστυνομίας προκειμένου να μπορέσουν να βγούν από το μαγαζί.
Για παραπάνω από 35 χρόνια όλες του οι εμφανίσεις ήταν sold-out με τον Πρίγκιπα να αποθεώνεται από τους φανατικούς θαυμαστές. Τραγούδια-επιτυχίες όπως «Δυο καρδιές», «Το φεγγάρι πάνωθέ μου», «Μα εγώ αγαπώ μία», «Και εσύ θα φύγεις», «Γλυκά πονούσε το μαχαίρι», «Οι άντρες δε μιλούν πολύ», «Άιντε στην υγειά της», «Αδέλφια μου, αλήτες, πουλιά», «Ανεπανάληπτος», «Πριν χαθεί το όνειρο μας», «Της Χελιδονούς το ρέμα», «Τσιγγάνα για χατίρι σου», «Ψύλλοι στα αφτιά μου», «Μου χρωστάει μια αγάπη η ζωή» και πόσα άλλα, όλα αγαπημένα, ακόμα και από κείνους που δεν λάτρεψαν το Βοσκόπουλο. Γιατί ο Βοσκόπουλος αμφισβητήθηκε πολύ. Όμως, τι είδωλο θα 'ταν αν δεν είχε παράφορες και ακραίες τόσο αγάπες, όσο και αντιπάθειες;
Τη δεκαετία του 1980 ο Τόλης Βοσκόπουλος θα καθιερωθεί ως Πρίγκιπας του ελληνικού τραγουδιού με φανατικούς θαυμαστές που κάνουν κάθε δίσκο του χρυσό και πλατινένιο ενώ παράλληλα κάνουν κράτηση στα κέντρα που εμφανίζεται με το μήνα προκειμένου να εξασφαλίσουν προνομιακή θέση, κοντά στο είδωλο τους.
Το 2000 βραβεύτηκε από τα βραβεία ΠΟΠ ΚΟΡΝ (μετέπειτα Αρίων) για την συνολική προσφορά του στο ελληνικό τραγούδι.
Το 2005 τραγούδησε σε 5000 άτομα στο φρούριο της Κέρκυρας και τα έσοδα από τη συναυλία πήγαν για φιλανθρωπικό σκοπό.
Το 2011 έπειτα από τριετή απουσία από την αθηναϊκή νύχτα δέχτηκε την πρόταση του Αντώνη Ρέμου και εμφανίστηκε μαζί του στη μουσική σκηνή Διογένης στην Αθήνα, ένα σχήμα που αποτέλεσε το talk of the town της χρονιάς.
Το καλοκαίρι του 2013 ο Τόλης Βοσκόπουλος επέστρεψε στον Πειραιά, στην πόλη που γεννήθηκε και μεγάλωσε. Σε μια συγκινητική συναυλία στο Βεάκειο Δημοτικό Θέατρο τραγούδησε στον κόσμο που είχε συγκεντρωθεί εκεί από νωρίς για να καταφέρει να εισέλθει μιας και τα εισιτήρια είχαν εξαντληθεί. Κατά τη διάρκεια της βραδιάς ο καλλιτέχνης βραβεύτηκε από τον δήμαρχο Πειραιά Βασίλη Μιχαλολιάκο για τη προσφορά του στο ελληνικό τραγούδι: «τον τόπο που γεννιέσαι και μεγαλώνεις τον κουβαλάς πάντα μέσα στην ψυχή σου, όπου κι αν βρεθείς. Μόνο συγκίνηση και βαθιά χαρά νοιώθω που επιστρέφω στον Πειραιά, που αγαπώ και έχω τόσες αναμνήσεις» δηλώνει ο Τόλης Βοσκόπουλος. Μια βραδιά γεμάτη συγκινήσεις. Μια ιδιαίτερη στιγμή ήταν όταν ανέβηκε στη σκηνή μαζί του ο Μίμης Πλέσσας ο οποίος δήλωσε: «δεν έκανα τίποτε άλλο από το να χειροκροτώ ένα συγκλονιστικό καλλιτέχνη».
Η συνάντηση αυτή των 2 καλλιτεχνών στη σκηνή μετά από 40 χρόνια ήταν μόνο η αρχή αφού τον χειμώνα του ιδίου έτους ένωσαν τις δυνάμεις τους παρουσιάζοντας τη μουσική παράσταση «και να που ξανασυναντιόμαστε» σε γνωστό νυχτερινό κέντρο των Αθηνών.
Ως συνθέτης
Πλούσιο είναι και το έργο του ως συνθέτης. Μερικοί καλλιτέχνες που ΄χουν ερμηνεύσει τραγούδια του είναι: Δούκισσα, Μαρινέλλα, Στράτος Διονυσίου, Αντώνης Ρέμος, Νότης Σφακιανάκης. Το 1971 έγραψε τη σύνθεση του τραγουδιού Αδέλφια μου αλήτες πουλιά το οποίο ερμήνευσε ο Γιάννης Βογιατζής και κέρδισε το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης, ενώ μετείχε στο ίδιο φεστιβάλ την επόμενη χρονιά ο ίδιος, τραγουδώντας το Ξανθή αγαπημένη Παναγιά, τραγούδι που όπως είχε ειπωθεί τότε το έγραψε για τη Ζωή Λάσκαρη, η οποία ήταν παρούσα στο ακροατήριο της εκδήλωσης. Το 1976 όταν ο Στράτος Διονυσίου κρίθηκε αθώος από τις δικαστικές αρχές του έγραψε το πολύ γνωστό τραγούδι με τίτλο Αποκοιμήθηκα το οποίο έγινε μεγάλη επιτυχία κι το τραγούδησε κι ο ίδιος ο Βοσκόπουλος σε δίσκο του το 1985.
Θέατρο
Έχει πρωταγωνιστήσει αλλά και συμμετάσχει σε πάρα πολλές θεατρικές παραστάσεις δίπλα σε ιερά τέρατα της ηθοποιίας όπως ο Βασίλης Αυλωνίτης, η Βλαχοπούλου, η Βασιλειάδου, ο Κώστας Χατζηχρήστος κ.ά. Από τις πιο μεγάλες επιτυχίες του ήταν τα μιούζικαλ: Οι εραστές του ονείρου (1972 μαζί με τη Ζωή Λάσκαρη), Τραγούδα θεατρίνε (1978 μαζί με τη Μαρία Αλιφέρη), Ήρθες σαν όνειρο (1998 μαζί με την Άντζελα Γκερέκου), όπου το θεατρικό σενάριο είναι στηριγμένο στον τρόπο γνωριμίας τους.
Προσωπική ζωή
Στην ιστορία έχει μείνει το ειδύλλιο του με την τραγουδίστρια Δούκισσα της οποίας ήταν μουσικός και παρτενέρ της αλλά και με την γνωστή ηθοποιό Ζωή Λάσκαρη με την οποία έπαιξαν μαζί στο θρυλικό μιούζικαλ Εραστές του ονείρου.
Ο Τόλης έχει κάνει τέσσερις γάμους. Παντρεύτηκε πρώτα τη Στέλλα Στρατηγού (1960 - 1965), ύστερα την Μαρινέλλα (1973 - 1981), μετά την Τζούλια Παπαδημητρίου, με την οποία έχει μία κόρη, τη Χαρά (εκκρεμεί δικαστική διαμάχη για την πατρότητά της από την πλευρά του Τόλη Βοσκόπουλου) (1990 - 1996) και την πρώην ηθοποιό και νυν βουλευτή και υφυπουργό του ΠΑΣΟΚ Άντζελα Γκερέκου (παντρεύτηκαν στις 2 Αυγούστου 1996 στην Κέρκυρα με κουμπάρο τον δημοσιογράφο Τέρενς Κουίκ). Με τη Γκερέκου έχουν μία κόρη, τη Μαρία, που γεννήθηκε το 2001.
Στις 17 Μαΐου 2010 η εφημερίδα Ελευθεροτυπία, είχε πρωτοσέλιδο ρεπορτάζ σύμφωνα με το οποίο ο Τόλης Βοσκόπουλος χρωστάει στην ΙΓ΄ ΔΟΥ Αθηνών περί τα 5,5 εκατομμύρια ευρώ, για φοροδιαφυγή κατά την περίοδο 1993 - 1997, τα οποία ακόμη δεν έχει καταβάλει, ενώ έχει να υποβάλει φορολογική δήλωση από το 1993. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να παραιτηθεί η σύζυγός του Άντζελα Γκερέκου από υφυπουργός Τουρισμού στην κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ επικαλούμενη λόγους ευθιξίας, αλλά το 2013 επανήλθε στην δικομματική κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ ως υφυπουργός Πολιτισμού.
Στην εκδίκαση της υπόθεσης, που έγινε στις 2 Φεβρουαρίου 2011, το Ζ΄ Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών του επέβαλε ποινή τριών ετών με αναστολή για το ποινικό σκέλος της υπόθεσης, ενώ παράλληλα του έδωσε την δυνατότητα εξαγοράς της ποινής με πέντε ευρώ ημερησίως. Στα πλαίσια της δίκης έγινε γνωστό από τον δικηγόρο του Τόλη ότι αίτησή του προς το υπουργείο Οικονομικών για υπαγωγή σε ρύθμιση που θα του έδινε το δικαίωμα να τύχει έκπτωσης 100% επί των προσαυξήσεων, δεν έγινε δεκτή.
O ίδιος με επιστολή του στα ΜΜΕ δήλωσε: «δεν εισέπραξα ο ίδιος, δεν καρπώθηκα και δεν απέκτησα ουσιαστικώς ποτέ, τα εισοδήματα στα οποία αντιστοιχεί ο φόρος που μου καταλογίστηκε. Η φορολογική αρχή που επιλήφθηκε εξαιτίας αντιδικίας και είναι γνωστή από τη δημοσιότητά της και τα αντίστοιχα δικαστήρια, προσδιορίζουν το πρόσωπο που απόλαυσε όσα ως «εισοδήματά μου» υπολογίστηκαν.»
Tζορτζ Μπέρναρντ Σω, ήταν Ιρλανδός θεατρικός συγγραφέας που τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1925
Τζορτζ Μπέρναρντ Σω
Ο Tζορτζ Μπέρναρντ Σω, ήταν Ιρλανδός θεατρικός συγγραφέας που τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1925. (Αγγλικά: George Bernard Shaw, 26 Ιουλίου 1856 - 2 Νοεμβρίου 1950)
Οικογένεια και σπουδές
«Δεν ξέρω αν γεννήθηκα τρελός ή ελαφρόμυαλος, η αλήθεια είναι ότι η βασιλεία μου, δεν ήταν του κόσμου τούτου. Ένοιωθα απόλυτα κύριος και αυτεξούσιος μόνο στο βασίλειο της φαντασίας μου και μόνο κοντά στους μεγάλους νεκρούς γνώρισα αληθινή φιλική ατμόσφαιρα».
Έτσι είπε κάποτε αυτοχαρακτηριζόμενος ο μεγάλος Ιρλανδός που η γενιά του κρατούσε από τον Μακντώφ, όπως πίστευε, το γνωστό Σαιξπηρικό ήρωα του Μάκβεθ.
Ο κορυφαίος Ιρλανδός δραματουργός Tζορτζ Μπέρναρντ Σω γεννήθηκε στις 26 Ιουλίου 1856, στην κρεβατοκάμαρα του πατρικού του σπιτιού στην οδό Synge 33, στο Δουβλίνο και πέθανε το 1950 στο Έυγιοτ Σαιντ Λώρενς του Χέρντφορντσαιρ (Ayot St Lawrence in Hertfordshire), στην Αγγλία.
Από μικροαστική οικογένεια προτεσταντών: τον Τζορτζ Καρρ Σω (George Carr Shaw), (1814-1885), αποτυχημένο έμπορο και αλκοολικό, και τη Ελισσάβετ Γκέρλυ (Lucinda Elizabeth Gurly) (1830-1913), επαγγελματία τραγουδίστρια, μαθήτρια του Βάνταλερ Λη (George John Vandeleur Lee) και δασκάλα φωνητικής. Ο Τζορτζ Καρρ Σω κατήγετο από μία οικογένεια που εγκαταστάθηκε ίσως στην Ιρλανδία στο τέλος του 17ου αιώνα.
Η οικογένεια των Σω αρκετά αξιοσέβαστη, έχει να επιδείξει τραπεζίτες, κληρικούς, δημόσιους υπαλλήλους και Βαρωνέτους ακόμα, για να μην αναφέρουμε και πολλά άλλα αξιώματα, που οι διάφοροι Σω κατά καιρούς απέκτησαν.
Από μικρός κατάλαβε τη δύναμη που έχει η μοναξιά που βοηθάει στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και του χαρακτήρα. Τον ευχαριστούσε ο τακτικός απογευματινός περίπατος με την υπηρέτρια του σπιτιού και οι επισκέψεις που έκαναν μαζί σε σπίτια φίλων της. Θλιβερά ανήλιαγα σπίτια ανθρώπων, που τους μάστιζε η φτώχεια. Από τότε όπως είπε και ο ίδιος «Μεγάλωνε μέσα μου η απόφαση ν' αγωνιστώ με όλα μου τα μέσα για την καταπολέμηση της δυστυχίας, για την ανακούφιση της τάξεως των φτωχών και πασχόντων».
Η περιορισμένη ζωή, οι οικογενειακές στενοχώριες και η έλλειψη κάθε ψυχαγωγίας και τέρψης χαλύβδωναν τον Σω. Το παράδειγμα του πατέρα του ήταν για αυτόν οδηγός, είχε μάθει πως ήταν αρκετό να μπορείς να βρίσκεις ακόμα και σε ένα θλιβερό γεγονός την κωμική του πλευρά για να μην κυριέψει την ψυχή σου ποτέ η απογοήτευση.
Πίστεψε ότι στη ζωή δεν υπάρχουν μεγάλες ανθρώπινες τραγωδίες αλλά καταστάσεις τραγικοποιημένες από την ανθρώπινη υπερβολή. Κάτω από αυτό το πρίσμα θα δει αργότερα και τους ήρωες των Ελλήνων τραγικών, όπως και τους Σεξπιρικούς ήρωες.
Αυτός ήταν και ο λόγος που απέφυγε να δώσει τραγικό βάρος στα έργα του, ήταν βέβαιος πως η τραγικότητα, αν υπάρχει, μπορεί να φανεί και στο απλούστερο καθημερινό γεγονός χωρίς να έχει ανάγκη από υπερβολικές, απίθανες και εξωανθρώπινες καταστάσεις.
Στα 5 του χρόνια, διάβασε την πρώτη του εφημερίδα και ήρθε σε επαφή με τον εξωτερικό κόσμο. Αυτό συνέβη το 1861, όταν οι εφημερίδες ανήγγειλαν το θάνατο του πρίγκιπα Αλβέρτου. Αργότερα ο Αμερικανικός Εμφύλιος Πόλεμος και άλλα γεγονότα της ίδιας εποχής τράβηξαν το ενδιαφέρον του. Σε πολύ μικρή ηλικία ο Σω πήγαινε τακτικά στην εκκλησία και παρακολουθούσε τα μαθήματα του Κυριακάτικου σχολείου.
Όμως γρήγορα έδωσε τέλος σε αυτή την συνήθεια, την υποχρεωτική και επί το πλείστον άχρηστη θητεία, όπως ο ίδιος έλεγε και τη θέση της πήραν περίπατοι και ξέγνοιαστες ημέρες κάτω από τον πρωινό Κυριακάτικο ήλιο.
Αργότερα έγραψε κάτι πολύ τολμηρό «Αν οι εκκλησίες ήθελαν να εκτελούν το προορισμό τους, έπρεπε χωρίς άλλο να μετατραπούν αυτόματα σε κέντρα ψυχαγωγίας των εργαζομένων, που θα προσέφεραν σε κατάλληλες ώρες μουσική, κλασσική ή χορευτική, θα οργάνωναν ακόμα και θεατρικές παραστάσεις και θα είχαν και ευχάριστα παιχνίδια από αυτά που αγαπούν οι νέοι τις ώρες της σχόλης τους.
Τώρα, ίσως ο επίσκοπος του Λονδίνου με αφορίσει, είμαι όμως βέβαιος πως αν εφαρμοζόταν το σύστημα που προτείνω, ο μισθός του θα ήταν πάλι ο ίδιος, όπως και τώρα. Δεν θα είχε λοιπόν να πάθει καμία ζημιά».
Στα 16 του, η μητέρα εγκατέλειψε τον άντρα της, μετακόμισε στο Λονδίνο κι έζησε μαζί με το Λη και τις δυο κόρες της, τη Lucinda Frances (1853-1920), τραγουδίστρια μουσικής κωμωδίας κι οπερέτας, και την Elinor Agnes (1854-1876). Ο ίδιος παρέμεινε στο Δουβλίνο με τον πατέρα του για να τελειώσει το σχολείο, όπου υπήρξε απρόθυμος μαθητής, κι αργότερα εργάστηκε ως υπάλληλος σ' ένα κτηματομεσιτικό γραφείο. Από τον αλκοολισμό του πατέρα, ο γιος κληρονόμησε ακριβώς την αντίθετη στάση, για όλη του τη ζωή.
Έμεινε για να σπουδάσει για μικρό χρονικό διάστημα στο Wesleyan Connexional School, σχολείο που ανήκε στη Methodist New Connexion, μετά πήγε σ' ένα ιδιωτικό κοντά στο Dalkey, για να μεταφερθεί κατόπιν στο Dublin's Central Model School και να ολοκληρώσει τις σπουδές του στο Dublin English Scientific & Commercial Day School. Ως παιδί-μαθητής, αλλά κι άντρας, είχε πικραθεί πολλάκις από διδασκάλους και διδαχές κι ισχυρίστηκε, σε μια σύνοψη αυτών των εμπειριών του, στο "Cashel Byron's Profession", πως τα σχολεία δεν είναι οίκοι μόρφωσης τόσον, όσο φυλακές, με κλειδοκράτορες τους δασκάλους αλλά και τους ίδιους τους γονείς, με σκοπό να φυλάξουν εκεί τα βλαστάρια τους.
Συγγραφική και πολιτική δραστηριότητα
Το 1876 έφυγε από το Δουβλίνο και μετακόμισε στην Αγγλία, όπου και παρέμεινε μέχρι το τέλος της μακράς ζωής του, στο σπίτι της μητέρας του στο Λονδίνο, προσπαθώντας να σταδιοδρομήσει στη δημοσιογραφία και τη συγγραφή. Αρχικά ασχολήθηκε με τις μεταφράσεις και τις επιμέλειες έργων, γνωστών συγγραφέων, αργότερα έγινε γνωστός ο ίδιος πλέον ως κριτικός μουσικής και θεατρικών έργων, με το ψευδώνυμο Corno di Bassetto.
Το πρώτο είδος με το οποίο ασχολήθηκε ήταν το πεζογράφημα, με πρώτο του βιβλίο το Ιmmaturity (Ανωριμότητα). Παράλληλα, διάβαζε μανιωδώς σε δημόσιες βιβλιοθήκες και στο αναγνωστήριο του Βρετανικού Μουσείου. Ακολούθησαν (Ο παράλογος κόμπος) The irrational Knot, (Η αγάπη μεταξύ των καλλιτεχνών) Love among artist, (Το επάγγελμα του Κάσελ Μπάιρον) Cashel Byron's Profession. Με τα έργα του αυτά δείχνει πως αρχίζει να προσηλυτίζεται στις αρχές του σοσιαλισμού, χωρίς ίσως ο ίδιος να το καταλαβαίνει. Είναι γεγονός πως είχε ξεπεράσει πια το στάδιο του φιλελεύθερου υλιστή και το πέμπτο του έργο (Ένας ακοινώνητος σοσιαλιστής) An Unsocial Socialist, δείχνει ολοφάνερα τη νέα δημιουργική μέθοδο που ακολουθεί ο συγγραφέας.
Από το 1876 έως το 1885 ακολουθεί μία περίοδος πολύ σκληρή για τον Σω. Ο αληθινός καλλιτέχνης,θα πει αργότερα ο Τζακ Τάννερ (Jack Tanner) στον Άνθρωπο και Υπεράνθρωπο Man and Superman, προτιμά ν/αφήσει τη γυναίκα του και τα παιδιά του νηστικούς παρά ν' ασχοληθεί με άλλη δουλειά από την τέχνη του.
Έτσι λοιπόν και ο Σω, δεν κέρδιζε ούτε μία πένα από τις εργασίες του και αντιμετώπιζε με θάρρος, αλλά και αρκετή θλίψη τη φτώχεια. «Προσπάθησα τότε να ζήσω σύμφωνα με τις οδηγίες ενός βιβλίου-φυλλαδίου, που είχε τον τίτλο (Πως να ζήτε με έξι πένες την ημέρα). Ακολούθησα τις υποδείξεις του και ομολογώ πως κατάφερα με το στρογγυλό αυτό ποσό να ζήσω μία μόνο ημέρα, αλλά μόνο μία».
Δεν παραμελούσε τη κοσμική ζωή, ακολουθούσε όμως μία εκκεντρική γραμμή σε όλες του τις εκδηλώσεις, γι' αυτό στα διάφορα σαλόνια τον χαρακτήριζαν παράξενο ή τρελό. Προνομιούχο τρελό όμως, που η κοινωνία ανεχόταν και θαύμαζε τις παραδοξολογίες του.
Το 1881 έγινε χορτοφάγος, αρχικά για να καταπολεμήσει τις ημικρανίες του,αλλά στη συνέχεια ασπάστηκε πλέον με φανατισμό τις αρχές της χορτοφαγίας, για τρεις λόγους. Ο πρώτος ήταν η αγάπη προς τα ζώα, που και αυτά είναι πλάσματα της φύσης και έχουν το δικαίωμα να ζουν ελεύθερα και εξασφαλισμένα.
Ο δεύτερος κοινωνικός, ο Σω πίστευε ότι οι ανάγκες της κρεατοφαγίας υποδουλώνουν τον άνθρωπο, απασχολούνται έτσι τόσοι ζωέμπορες, κτηνοτρόφοι, κρεοπώλες, βοσκοί... οι οποίοι θα ήταν πιο χρήσιμοι στην κυκλοφορία άλλων αγαθών εξίσου απαραίτητων για τη ζωή και ο τρίτος ήταν λόγος προληπτικός για την υγεία. Έγραψε «Σώστε τη ζωή σας και πάψτε να τρώτε κρέας.Σκεφτείτε πως ο Ταύρος,που είναι το δυνατότερο ζώο,είναι χορτοφάγος,νομίζω πως αυτό είναι ακαταμάχητο επιχείρημα για τους χορτοφάγους».
Πίστευαν τότε ότι η προσωπικότητά του επηρεαζόταν από τη χορτοφαγία και ότι του έδινε υγεία, διαύγεια πνεύματος και ακμαιότητα. Πολύ είπαν, ότι εάν ακολουθούσε άλλη διατροφική συνήθεια οι γνώμες του συγγραφέα και η κοσμοθεωρία του θα ήταν τελείως διαφορετικές. Όμως ο Σω τους αποστόμωσε λέγοντας κάποτε «Πως στον κόσμο υπάρχουν εκατομμύρια χορτοφάγοι, αλλά ένας Μπέρναρντ Σω».
Το 1882, γίνεται φίλος με τον Γουίλλιαμ Μόρρης William Morris και ξεκινάει την ενασχόλησή του με την προοδευτική πολιτική. Σύχναζε σε διάφορα μέρη, όπου μαζεύονταν και μιλούσαν διάφοροι σοσιαλιστές κι έτσι έμαθε να ξεπερνά το τρακ που του προκαλούσε η σκηνή αλλά και το τραύλισμα του. Ανέπτυξε ένα επιθετικό κι ενεργητικό στυλ ομιλίας, που είναι φανερό και στα γραπτά του. Ήρθε σ' επαφή με το Das Kapital (Το Κεφάλαιο) του Καρλ Μαρξ, που τον επηρέασε αρκετά. Ωστόσο, το αντιμετώπιζε κριτικά, πιστεύοντας ότι το προλεταριάτο εκφράζεται κυρίως μέσα από τη συντηρητική πολιτική, σ' αντίθεση με τη μεσαία κι ανώτερη τάξη, που σηκώνει τη σημαία της επανάστασης και στην οποία ανήκε όχι μόνο ο ίδιος, αλλά κι ο Μαρξ κι οι περισσότεροι ομοϊδεάτες τους. Μαζί με την Μπεατρίς και τον Σίντνεϊ Γουέμπ ίδρυσε το 1884 τη Φαβιανή Εταιρεία. Ήταν μια κίνηση διανοούμενων για την έρευνα, συζήτηση κι έκδοση σοσιαλιστικών ιδεών. Το όνομά της το πήρε από το Ρωμαίο στρατηγό Κουίντο Φάβιο Μάξιμο, που έμεινε στην ιστορία ως ο «Αναβάλλων» (Cunctator), επιλέγοντας μια τακτική φθοράς από μια στάση αντιπαράθεσης εναντίον του Αννίβα.
Αφιερώθηκε στον αγώνα της μεταμόρφωσης της Βρετανίας σε σοσιαλιστικό κράτος, όχι μέσω επανάστασης, αλλά μέσα από συστηματική πρόοδο και νομοθεσία, που εγκαθιδρύεται με την πειθώ και τη συστηματική εκπαίδευση. Αξίωμά τους ήταν η «αναπόφευκτη βαθμιαία επίλυση». Ενστερνίστηκε τις ιδέες της Συντροφιάς Νέας Ζωής, που αφορούσαν στη διαμόρφωση ενός τέλειου χαρακτήρα στο άτομο και στο σύνολο, πιστεύοντας ότι η ατομική διαμόρφωση κι ανάπτυξη είναι ο μόνος τρόπος απελευθέρωσης από την καταπίεση κι επιτυγχάνεται με την εκπαίδευση και την ανάπτυξη της ελεύθερης διάκρισης και σκέψης. Η κοινωνική αναμόρφωση στόχευε στην ύπαρξη μιας κοινωνίας όπου οι δυνατότεροι βοηθούν τους πιο αδύνατους. Ηγετικά στελέχη αυτής της ομάδας, εκτός από τον Σω και τους Γουέμπ, ήταν η Άννι Μπέζαντ, ο Τζωρτζ Ουάλας, ο Σίντνεϊ Ολιβιέ, κ.ά. Η Φαβιανή Εταιρεία θα παίξει αργότερα καθοριστικό ρόλο στην ίδρυση της Οικονομικής Σχολής του Λονδίνου και του Εργατικού Κόμματος.
Έγραψε πολλά άρθρα και κείμενα για τις προοδευτικές τέχνες, όπως τα: "Quintessence Οf Ibsenism", "The Perfect Wangerite", κλπ. Παράλληλα, ως δημοσιογράφος, δούλευε ως κριτικός τέχνης και μουσικής, γράφοντας με το ψευδώνυμο Corno Di Bassetto. Δε σπούδασε μουσική, αλλά είχε αρκετή εμπειρία και καλό μουσικό αφτί χάρη στη μουσικό μητέρα του. Έγινε καλός κριτικός μουσικής, μ' εφευρετικό, έξυπνο νου και σκληρή κριτική στην ανθρώπινη ανοησία. Τελικά, κατά το διάστημα 1895-1898, δούλεψε ως κριτικός θεάτρου στο Saturday Review, που έγραφε με τα διάσημα πλέον αρχικά GBS.
Το 1891, μετά από πρόσκληση του Τζ.Τ. Γκρέιν, ενός εμπόρου, κριτικού θεάτρου και σκηνοθέτη μιας προοδευτικής θεατρικής ομάδας που είχε το όνομα Ανεξάρτητο Θέατρο, έγραψε το πρώτο του θεατρικό έργο, με τίτλο "Widower's Houses". Τα επόμενα δώδεκα χρόνια έγραψε δώδεκα θεατρικά έργα, παρόλο που δεν έπεισε θεατρικούς επιχειρηματίες του Λονδίνου να τ' ανεβάσουν. Λίγα απ' αυτά παίχτηκαν στο εξωτερικό. Το 1898, μετά από σοβαρή αρρώστια, παραιτήθηκε από κριτικός θεάτρου και μετακόμισε από το σπίτι της μητέρας του, που ζούσε ακόμα, για να παντρευτεί τη Σαρλότ Πέην-Τάουνσεντ (Charlotte Payne-Townshend), μιαν Ιρλανδή με ανεξάρτητο χαρακτήρα. Εγκατασταθήκανε σ' ένα σπίτι στην Ayot St Lawrence Street, που πλέον ονομάζεται Γωνία Σώ (Shaw's Corner), σ' ένα μικρό χωριό του Χέρτφορντσαϊρ. Ο γάμος τους κράτησε μέχρι το θάνατο της το 1943.
Η επιτυχία πριν και μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο
Το 1904, ο ηθοποιός, σκηνοθέτης και θεατρικός συγγραφέας Χάρλεϊ Γκράνβιλ Μπάρκερ ανέλαβε τη διεύθυνση του Court Theatre και ίδρυσε και μια νέα πειραματική σκηνή ειδικευμένη στο νέο και προοδευτικό δράμα. Στις επόμενες τρεις σεζόν παίχτηκαν δέκα έργα του, με σκηνοθεσία του ίδιου του Σω, αν κι επίσημα σκηνοθέτης φαινόταν ο Μπάρκερ. Άρχισε να γράφει νέα έργα κάτω από τη διαχείριση του Μπάρκερ. Στα επόμενα δέκα χρόνια όλα τα έργα του Σω (εκτός από τον "Πυγμαλίωνα") είχανε παιχτεί από κάποιο θέατρο σε όλη την Αγγλία. Με τα δικαιώματα απ' αυτά έγινε αρκετά πλούσιος. Παράλληλα, παρέμενε ενεργός στη Φαβιανή Εταιρεία, σα δημοτικός επίτροπος στο Λονδίνο και σε διάφορες επιτροπές που κάνανε προσπάθειες να σταματήσει η θεατρική λογοκρισία.
Ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος το 1914 άλλαξε τη ζωή του. Για αυτόν, ο πόλεμος αντιπροσώπευε τη χρεωκοπία του καπιταλιστικού συστήματος, τις τελευταίες προσπάθειες επιβίωσης των αυτοκρατοριών του 19ου αιώνα και την τραγική απώλεια νέων ανθρώπων στ' όνομα του πατριωτισμού. Οι απόψεις του εκφράζονταν σε σειρά άρθρων κάτω από το γενικό τίτλο "Κοινή Λογική Γύρω Από Τον Πόλεμο". Αυτά τα άρθρα ήταν καταστροφικά για τη δημόσια εικόνα του και τον μετατρέψανε σε απόβλητο της κοινωνίας. Συζητήθηκε ακόμα και το ενδεχόμενο να δικαστεί για προδοσία. Όλη αυτή η κατάσταση είχε ως αποτέλεσμα να μειωθεί η παραγωγικότητά του ως συγγραφέα, αφού στο διάστημα αυτό κατάφερε να γράψει μόνο ένα έργο, το "Heartbreak House", που δείχνει τη πίκρα και την απόγνωσή του για τους πολιτικούς και τη κοινωνία.
Μετά τον πόλεμο, αποκατέστησε την εικόνα του κι επανήλθε η δημιουργικότητά του, με νέα έργα όπως: "Δημιουργική Εξέλιξη", "Μαθουσάλας", "Αγία Ιωάννα", που θεωρείται το κορυφαίο αριστούργημά του. Το 1920 ξεκίνησε φεστιβάλ για έργα του στην Αγγλία. Το 1925 κέρδισε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Μην έχοντας ανάγκη τα χρήματα, τα δώρισε για μιαν αγγλική έκδοση του έργου του Αύγουστου Στρίντμπεργκ. Το 1938, πήρε το Όσκαρ για τη συμμετοχή του στη ταινία "Πυγμαλίων (Pygmalion, 1938)" κι είναι η μοναδική καλλιτεχνική φιγούρα παγκοσμίως που έχει κερδίσει το συνδυασμό αυτών των δυο μεγάλων βραβείων.
Έζησε το υπόλοιπο της ζωής του ως διεθνής διασημότητα, ταξιδεύοντας στον κόσμο κι ασχολούμενος με τα τοπικά και διεθνή προβλήματα. Επισκέφτηκε τη Σοβιετική Ένωση, με πρόσκληση του Στάλιν και τις ΗΠΑ, με πρόσκληση του Γουίλλιαμ Ράντολφ Χερστ. Συνέχισε να γράφει χιλιάδες γράμματα και πάνω από 12 θεατρικά έργα. Ήτανε χορτοφάγος για 66 ολόκληρα χρόνια, ενώ μέχρι το τέλος της ζωής του συνέχιζε να είναι όχι μόνο παραγωγικός νοητικά, αλλά και καλοστεκούμενος σωματικά. Στα τέλη του Οκτώβρη του 1950, έπεσε από μια σκάλα που είχε ανέβει για να κλαδέψει ένα δέντρο στον κήπο του. Πέθανε λίγες μέρες αργότερα στις 2 Νοεμβρίου, σε ηλικία 94 ετών, αφήνοντας ένα μισοτελειωμένο θεατρικό έργο. Η τέφρα του με της συζύγου σκορπίστηκε στα μονοπατάκια γύρω από το άγαλμα του Αγίου Ιωάννη που υπήρχε στον κήπο του.
Οι ιδέες του
Μες στα κείμενά του, μπορεί κανείς εύκολα να διακρίνει τις απόψεις του για τη ζωή, τον κόσμο, την εκπαίδευση, τις σχέσεις των δύο φύλων, που πάντα είναι ριζοσπαστικές για την εποχή του, κι ακόμη, βαθιά φιλοσοφικές, αν και ποτέ δε μορφώθηκε αρκετά. Πίστευε ότι τα σχολικά βιβλία δεν αξίζουν να διαβάζονται, γιατί στις σελίδες τους περιλαμβάνονται απόψεις που τα παιδιά πρέπει να παπαγαλίσουν κι όχι να κρίνουν, ακόμα κι αν είναι παράλογες ή παρωχημένες. Προέτρεπε τους νέους να επαναστατήσουν ενάντια στο κατεστημένο πριν καταντήσουν απολιθώματα. Σύστηνε ν' ακούνε τις απόψεις των δασκάλων τους με κριτικό πνεύμα κι αμφισβήτηση, να βλέπουνε και την αντίθετη άποψη απ' αυτή που τους επιβάλλεται να μάθουν, να προσπαθούν ν' ανακαλύψουν την αλήθεια πέρα από αυτό το δυϊσμό, μέσα τους. ("Ομιλία Για Την Εκπαίδευση", 1933)
Πίστευε πως τα οικιακά δεν είναι πιο φυσική καριέρα για τις γυναίκες απ' ό,τι είναι η στρατιωτική καριέρα για τους άντρες. Όταν χρειάζεται, μια γυναίκα κάνει παιδιά και τα μεγαλώνει, όπως ένας άνδρας πάει στον πόλεμο. Αυτό δε σημαίνει ότι αυτή η επιλογή είναι η μοναδική που έχει μια γυναίκα ή ένας άντρας στη ζωή του. Να σκεφτόμαστε ότι τα οικιακά είναι η φυσική επιλογή για μια γυναίκα ισοδυναμεί με το να σκέφτεται ένα παιδί ότι το κλουβί είναι το φυσικό περιβάλλον για ένα παπαγάλο, επειδή ποτέ δεν έτυχε να δει έναν έξω απ' αυτό. Σίγουρα θα υπάρχουνε παπαγάλοι που προτιμάνε το κλουβί, είτε από φόβο στην επιβίωση, είτε από συμπάθεια στους ιδιοκτήτες τους, είτε επειδή πιστεύουν ότι είναι η φυσική θέση που τους έδωσε ο Θεός. Ωστόσο, ο μόνος παπαγάλος που θα μπορούσε να συμπαθήσει ο ελεύθερος άνθρωπος θα 'ταν αυτός που επιμένει να μείνει έξω από το κλουβί, ως μια πρωταρχική συνθήκη για να 'χει ευχάριστη ζωή. (Πεμπτουσία Του Ιψενισμού, 1922).
Πίστευε κι έγραφε πως στις φυλακές έπρεπε να βρίσκονται κείνοι που μπορούν ν' αναμορφωθούν. Εκείνοι που δε μπορούνε θα πρέπει να σκοτώνονται, όπως ένα επικίνδυνο σκυλί ή ένα δηλητηριώδες φίδι, για να μη γεμίζουν οι φυλακές, για να μη δεσμεύονται φύλακες, που σε τελική ανάλυση διαφθείρονται κι αυτοί από τους εγκληματίες αυτού του είδους. Ήταν άνθρωπος με πάθος. Αλλά το πάθος δεν έβλαψε το χιούμορ του, την ευρύτητα των απόψεών του και τη συνεχή εξεταστική ματιά του απέναντι στη ζωή. Η ευθύτητα κι η ετοιμότητα του νου, το καλωσόρισμα νέων ιδεών, η αγάπη του για τα όμορφα πράγματα, η ικανότητα να εκτιμήσει και να συμπαθήσει ακόμα κι αυτές τις δυνάμεις που είναι ενάντια του, είναι χαρακτηριστικά όχι απλού δραματουργού, αλλά φιλόσοφου του καιρού του, που ακόμα και σήμερα έχει πολλά πράγματα να μας πει και να μας μάθει. Έγραψε πάνω από 60 θεατρικά έργα και γενικά η θητεία του μυθιστοριογράφου, κριτικού λογοτεχνίας, δοκιμιογράφου και δημοσιογράφου, ήταν πραγματικά αξιόλογη.
Περισσότερα Άρθρα...
- Ευάγγελος Παπαστράτος, βιομήχανος σιγαρέτων καταγόμενος από το Αγρίνιο
- Μιχάλης Κακογιάννης, Κύπριος μεταφραστής, εκφωνητής, ηθοποιός και σκηνοθέτης
- Κωνσταντίνος Παρθένης, Έλληνας ζωγράφος και μία από τις κορυφαίες φυσιογνωμίες της σύγχρονης ελληνικής ζωγραφικής
- Τσαρλς Στιούαρτ Ρολς, Βρετανός μηχανικός-μηχανολόγος και κατασκευαστής αυτοκινήτων