Άρθρα
Σαντιάγο Καλατράβα, Ισπανός βραβευμένος αρχιτέκτονας και πολιτικός μηχανικός
Σαντιάγο Καλατράβα
Ο Σαντιάγο Καλατράβα είναι διεθνώς γνωστός και βραβευμένος Ισπανός αρχιτέκτονας και πολιτικός μηχανικός, ο οποίος εργάζεται στη Ζυρίχη. (Santiago Calatrava Valls, 28 Ιουλίου 1951)
Γεννήθηκε στις 28 Ιουλίου 1951 στη Βαλένθια της Ισπανίας, όπου μελέτησε προπτυχιακά στη Σχολή Αρχιτεκτονικής και το σχολείο τεχνών. H μητέρα του είναι εβραϊκής καταγωγής που όμως είχαν οικογενειακώς αλλαξοπιστήσει κατά τον μεσαίωνα. Το επίθετό του έφερε και περίφημο τάγμα Ισπανών ιπποτών. Μετά από την αποφοίτηση το 1975, εγγράφτηκε στο ελβετικό ομοσπονδιακό ίδρυμα τεχνολογίας (ETH Ζυρίχης). Η πρόωρη σταδιοδρομία του Καλατράβα αφιερώθηκε κατά ένα μεγάλο μέρος στις γέφυρες και τους σταθμούς τραίνων, τα σχέδια για τους οποίους ανύψωσαν τη θέση του ως πολιτικό μηχανικό με νέα άποψη. Εν τούτοις, το ύφος του είναι πολύ προσωπικό και προκύπτει από τις πολυάριθμες μελέτες του ανθρώπινου σώματος και του φυσικού κόσμου που έκανε.
Ο Καλατράβα ως γλύπτης και αρχιτέκτων
Ο Καλατράβα είναι επίσης γλύπτης και ζωγράφος. Το 2005, το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης στην πόλη της Νέας Υόρκης, πραγματοποίησε προς τιμήν του μια έκθεση της καλλιτεχνικής του εργασίας με τίτλο, "Σαντιάγο Καλατράβα: Sculpture Into Architecture." Εκθέσεις της εργασίας του έχουν πραγματοποιηθεί επίσης στην Γερμανία, Αγγλία, Ισπανία, Ιταλία κ.ά.
Όλο και περισσότερο οι πόλεις διαμαρτύρονται για τα προβλήματα λειτουργικότητας, το υψηλό κόστος συντήρησης
και τις υπερβάσεις κόστους στον τομέα των κατασκευών.
Τα πιο αρνητικά σχόλια προέρχονται από τη γενέτειρά του Βαλένθια, όπου ο 61χρονος αρχιτέκτονας έχει δημιουργήσει την Πόλη των Επιστημών και των Τεχνολογιών. Για την κατασκευή του φουτουριστικού πάρκου ο Καλατράβα αμείφθηκε με 98 εκατ. ευρώ ενώ το γενικό κόστος του έργου εκτοξεύτηκε από τα 308 εκατ. του προϋπολογισμού στο 1,2 δισ. ευρώ.
Η τοπική κυβέρνηση της Βαλένθια επιρρίπτει ευθύνες για την εμφάνιση εξογκωμάτων στην κεραμική επίστρωση της τεράστιας πρόσοψης του Palau de les Arts, με κόστος 478 εκατ. ευρώ, τέσσερις φορές περισσότερο από ότι αναμενόταν. Οι τοπικοί άρχοντες είναι αποφασισμένοι να μην πληρώσουν τις εργασίες επισκευής και να στείλουν τον λογαριασμό στον Καλατράβα.
Κάτι αντίστοιχο σκοπεύουν να κάνουν και οι Αρχές της Βενετίας. Οπως ανακοίνωσαν, ο διάσημος αρχιτέκτονας μαζί με τρεις μηχανικούς εγκαλείται από το Ελεγκτικό Συνέδριο της Ιταλίας για ζημιά εναντίον του Δημοσίου με αφορμή το υψηλό κόστος της γέφυρας που δημιούργησαν στην πόλη. Κι αυτό γιατί, αν και το έργο είχε προϋπολογισμό 4 εκατ. ευρώ, κόστισε τελικά 10. Τώρα το ανώτατο δικαστικό όργανο ζητά από τον Σαντιάγο Καλατράβα αποζημίωση 1 εκατ. ευρώ και από 1,7 εκατ. από τους εμπλεκόμενους μηχανικούς.
Επίσης ο Καλατράβα και η ομάδα του καλούνται να πληρώσουν από την τσέπη τους και άλλα 3,5 εκατ. ευρώ για την επισκευή ζημιών από κατολίσθηση στο Συνεδριακό Κέντρο του Οβιέδο, το 2006, ενώ χτιζόταν. Τα προβλήματα, όμως, για τον Ισπανό αρχιτέκτονα δεν σταματούν εδώ. Πέρα από τις κριτικές για τις ήδη υπάρχουσες δομές που έχει επιμεληθεί, έρχονται καινούργιες για τις προτάσεις που έχει καταθέσει για μελλοντικά έργα. Ο τέως δήμαρχος της Νέας Υόρκης Μάικλ Μπλούμπεργκ δήλωσε ότι το πρότζεκτ του τερματικού σταθμού για το Σημείο Μηδέν στο Μανχάταν παραμένει ανοικτό, αφού η ματιά του Καλατράβα είναι πολύ περίπλοκη για να υλοποιηθεί σε έργο. Εκτός αυτού, αν και αρχικά είχε κοπεί ένα κονδύλι ύψους 2,2 δισ. ευρώ για τις εργασίες, από την πλευρά του αρχιτέκτονα ζητήθηκε επιπλέον 1,2 δισ.
Στην Αθήνα: 12.771% παραπάνω
Με πρότυπο τους Ολυμπιακούς της Βαρκελώνης, ανατέθηκε στον Καλατράβα η ανακατασκευή του ΟΑΚΑ με μελέτη κόστους 1,17 εκατ. ευρώ και αμοιβή για την 300μελή ομάδα του 4,5 εκατ.
Μόνο η στέγη του σταδίου κόστισε 130 εκατ. με επιπλέον 6 εκατ. για συντήρηση.
Συνολικό κόστος για λίφτινγκ: 399 εκατ. με υπερκοστολόγηση 12.771% από τα αρχικά 3,1 εκατ. ευρώ. Η πεζογέφυρα στη Λεωφόρο Μεσογείων (φέρεται να ήταν δώρο η μελέτη) κόστισε 3 εκατ. ευρώ.
Εμμανουήλ Ροΐδης, σημαντικός Έλληνας λογοτέχνης και δοκιμιογράφος
Εμμανουήλ Ροΐδης
Ο Εμμανουήλ Ροΐδης (28 Ιουλίου 1836 – 7 Ιανουαρίου 1904) ήταν σημαντικός Έλληνας λογοτέχνης και δοκιμιογράφος. Θεωρείται ένας από τους πιο πνευματώδεις συγγραφείς που παρουσιάστηκαν στα ελληνικά γράμματα, ενώ το έργο του καλύπτει πολλά διαφορετικά είδη, όπως το μυθιστόρημα, το διήγημα, τις κριτικές μελέτες, κείμενα πολιτικού περιεχομένου, μεταφράσεις και χρονογραφήματα.
Βιογραφία
Ο Εμμανουήλ Ροΐδης γεννήθηκε στις 28 Ιουλίου 1836 στην Ερμούπολη της Σύρου από εύπορους και αριστοκρατικής καταγωγής γονείς από την Χίο, τον Δημήτριο Ροΐδη και την Κορνηλία το γένος Ροδοκανάκη. Το 1841 η οικογένειά του μετακόμισε στην Ιταλία λόγω του διορισμού του πατέρα του σε μεγάλο εμπορικό οίκο της εποχής, με έδρα τη Γένοβα, και αργότερα λόγω της υπηρεσίας του ως Γενικού Προξένου της Ελλάδας. Σε ηλικία δεκατριών ετών, και ενώ οι γονείς του είχαν εγκατασταθεί στο Ιάσιο, ο Ροΐδης επέστρεψε στην Ερμούπολη, όπου σπούδασε εσωτερικός στο φημισμένο ελληνοαμερικανικό λύκειο Χρήστου Ευαγγελίδη. Συμμαθητής του ήταν ο λόγιος, συγγραφέας και έμπορος Δημήτριος Βικέλας και μαζί εξέδιδαν μια εβδομαδιαία χειρόγραφη εφημερίδα με τον τίτλο Μέλισσα.
Το 1855, αφού αποφοίτησε, εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο για θεραπεία για το πρόβλημα της βαρηκοΐας που είχε εμφανιστεί από τα μαθητικά του χρόνια και συνέχισε να τον ταλαιπωρεί σε όλη τη ζωή του. Παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα φιλολογίας και φιλοσοφίας. Μετά από ένα χρόνο και εξαιτίας της επιδείνωσης της υγείας του, πήγε στο Ιάσιο και το 1857 στην Βραΐλα, όπου ανέλαβε την αλληλογραφία του εμπορικού οίκου του θείου του, Δημητρίου Ροδοκανάκη. Τότε ασχολήθηκε κρυφά με τη μετάφραση του Οδοιπορικού του Σατωβριάνδου, ο θείος του όμως το αντιλήφθηκε και τον παρότρυνε να την δημοσιεύσει. Την πλήρη μετάφραση εξέδωσε το 1860, έναν χρόνο αφού είχε εγκατασταθεί στην Αθήνα μαζί με την οικογένειά του. Την επόμενη χρονιά ακολούθησε τους γονείς του στην Αίγυπτο, για θεραπεία της μητέρας του, όμως, μετά τον αιφνίδιο θάνατο του πατέρα του το 1862, επέστρεψε με την μητέρα του και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα, αποφασισμένος να μην ακολουθήσει τις εμπορικές δραστηριότητες που του είχε αφήσει ο πατέρας του αλλά να αφοσιωθεί στην ενασχόληση του με τα γράμματα.
Το 1866 ολοκλήρωσε την συγγραφή του μυθιστορήματος Πάπισσα Ιωάννα, έργο μέσα από το οποίο σατιρίζει τον κλήρο της Δυτικής Εκκλησίας την περίοδο του Μεσαίωνα. Το βιβλίο αφορίστηκε από την Ιερά Σύνοδο (αφορισμός που άρθηκε αργότερα) αλλά με τις συνεχείς πέντε εκδόσεις του κατάφερε να καταξιώσει διεθνώς τον Ροΐδη (ως διάσημο ή μάλλον διαβόητο - κατά σημείωση του Αρίστου Καμπάνη). Ο Ροΐδης τα επόμενα χρόνια συνεργάστηκε με γαλλόφωνες εφημερίδες ενώ το 1870 έγινε και διευθυντής των εφημερίδων La Grece (Η Ελλάδα) καί L'Independence Hellenique (Ελληνική Ανεξαρτησία).
Το 1873 έχασε σχεδόν όλη του την περιουσία που είχε επενδύσει σε μετοχές της Εταιρίας Λαυρίου και της Πιστωτικής.
Τον Ιανουάριο του 1875 και για 18 μήνες εξέδιδε με τον Θέμο Άννινο το εβδομαδιαίο χιουμοριστικό στην αρχή, σατιρικό κατόπιν, περιοδικό Ασμοδαίος μέσα από τις σελίδες του οποίου είχε τη δυνατότητα να σχολιάζει την δημόσια και πολιτική ζωή της Ελλάδας καθώς και να συμμετέχει ενεργά σε αυτήν. Υπέγραφε με τα ψευδώνυμα «Θεοτούμπης», «Σκνίπας» και πολλά άλλα παρόμοια, τα περισσότερα μιας μόνο χρήσεως, αφού τα ψευδώνυμα αυτά φαίνεται πως ήταν συνήθως αναγραμματισμοί φράσεων που τόνιζαν κάτι που είχε αναφερθεί στο αντίστοιχο άρθρο. Kαυτηρίαζε ακόμη τη κομματική συναλλαγή της εποχής του, υποστηρίζοντας όμως την πολιτική του Χαρίλαου Τρικούπη.
Το 1877 άρχισε η διαμάχη του με τον Άγγελο Βλάχο, με αφορμή ένα κριτικό του κείμενο με τίτλο «Περί Συγχρόνου Ελληνικής Ποιήσεως», στο οποίο στρεφόταν κατά του ακραίου ρομαντισμού και της πραγμάτωσής του στο έργο της Α' Αθηναϊκής Σχολής και των ποιητικών διαγωνισμών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1878 διορίστηκε έφορος και διευθυντής στην Εθνική Βιβλιοθήκη, στην οποία εργαζόταν κατά την διάρκεια των κυβερνήσεων Τρικούπη, ενώ απολυόταν από τις κυβερνήσεις Δηλιγιάννη. Παράλληλα, εμφανιζόταν ως υπέρμαχος της δημοτικής με μια σειρά από γλωσσικές μελέτες, αν και ο ίδιος έγραφε τα κείμενά του στην καθαρεύουσα. Το 1885 είχε ένα σοβαρό ατύχημα όταν τον χτύπησε μια άμαξα με αποτέλεσμα να σπάσει το σαγόνι του και να μην μπορεί να μιλήσει για μήνες. Το 1890 έχασε την ακοή του οριστικά.
Την περίοδο 1890-1900 δημοσίευσε το μεγαλύτερο μέρος του καθαρά αφηγηματικού του έργου, που περιλαμβάνει αρκετά διηγήματα. Μέχρι το τέλος της ζωής του συνεργαζόταν με πολλά λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες της εποχής στα οποία δημοσίευε διηγήματα και κριτικά άρθρα.
Πέθανε στην Αθήνα, στις 7 Ιανουαρίου 1904.
Έργο
Η Πάπισσα Ιωάννα
Η Πάπισσα Ιωάννα είναι το πιο διάσημο από τα αφηγηματικά έργα του Ροΐδη και ένα από τα πιο γνωστά μυθιστορήματα της Νεοελληνικής λογοτεχνίας, με πολλές μεταφράσεις σε ξένες γλώσσες. Με το έργο αυτό ο συγγραφέας ήλθε σε ρήξη με την κρατούσα λογοτεχνική παράδοση, τον ρομαντισμό, και με την ενίσχυση του κύρους της Εκκλησίας.
Η υπόθεση του έργου είναι ένας θρύλος του 9ου αι. αρκετά διαδεδομένος στην Ευρώπη, για μια γυναίκα που κατάφερε να ανέλθει στον παπικό θρόνο, έμεινε έγκυος και γέννησε κατά τη διάρκεια μιας λιτανείας, οπότε και πέθανε. Ο Ροΐδης είχε ακούσει για πρώτη φορα την ιστορία στη Γένοβα, όταν ήταν παιδί, και επειδή του είχε κάνει μεγάλη εντύπωση, έκανε εκτεταμένη έρευνα σε βιβλιοθήκες στην Αθήνα και στη Γερμανία και συγκέντρωσε πλούσιο υλικό για την περίοδο στην οποία διαδραματίζεται το έργο. Επέμεινε ιδιαίτερα σε αυτή τη διάσταση του μυθιστορήματος, γι' αυτό και το εξέδωσε με τον υπότιτλο «Μεσαιωνική Μελέτη». Kαι πράγματι το έργο είναι πιστότατο στην απεικόνιση της εποχής του (οι πόλεις, τα ταξίδια, τα μοναστήρια, οι συνήθειες, αποδίδονται με εξαιρετική ακρίβεια.
Το έργο εμφανώς παρουσιάζει τα αρνητικά της Καθολικής Εκκλησίας, αλλά είναι φανερό ότι η κριτική και η απόρριψη απευθύνονται κυρίως στην Ορθόδοξη. Γι' αυτό και οι αντιδράσεις απέναντί του ήταν τόσο έντονες. Στον αφορισμό του έργου ο συγγραφέας απάντησε αρχικά χιουμοριστικά, με τις υποτιθέμενες «Επιστολές ενός Αγρινιώτου» με την υπογραφή Διονύσιος Σουρλής (στην εφημερίδα Αυγή, Μάιος 1866) και έπειτα με σοβαρό -αλλά και πιο δηκτικό τόνο-με το «Ολίγαι λέξες εις απάντησιν της αφοριστικής εγκυκλίου της Συνόδου».
Διηγήματα
Τα διηγήματα του Ροΐδη διαδραματίζονται στην Αθήνα και στην Ερμούπολη και στηρίζονται κυρίως σε προσωπικά του βιώματα. Είναι εμφανής σε όλα η κριτική του διάθεση εναντίον της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας. Χαρακτηριστικό είναι ότι πολλά έχουν ήρωες ζώα: η σύγκριση των ζώων με τον άνθρωπο είναι αρνητική εις βάρος του δευτέρου.
Το ύφος του συγγραφέα
Ο Ροΐδης θεωρείται ότι είναι ο πρώτος που καθιέρωσε προσωπικό ύφος στη νεοελληνική λογοτεχνία. Το βασικό χαρακτηριστικό του είναι το χιούμορ και η ειρωνεία, που επιτυγχάνεται κυρίως με την απροσδόκητη σύναψη αταίριαστων λέξεων και εννοιών. Ο ίδιος είχε παρομοιάσει το ύφος του με την μέθοδο της «κολοκυνθοπληγίας», δηλαδή του χτυπήματος στο κεφάλι του αναγνώστη με μια ξερή κολοκύθα. Αυτό ήταν, όπως εξηγούσε, ένα «ανθυπνωτικόν φάρμακον», δηλαδή ο μόνος τρόπος για να κρατάει σε ενδιαφέρον και εγρήγορση τον (απαίδευτο) Έλληνα αναγνώστη. Ο Ροϊδης θεωρείται στυλίστας της καθαρεύουσας.
Η λογοτεχνική κριτική
Ο Ροΐδης είναι ένας από τους οξυδερκέστερους Έλληνες κριτικούς. Διέβλεψε την φθορά του Αθηναϊκού Ρομαντισμού στην ποίηση και την πεζογραφία, ενίσχυσε τις ανανεωτικές προσπάθειες του περιοδικού Εστία στον τομέα του διηγήματος, στηλίτευσε τις υπερβολές της ηθογραφίας και κατέκρινε τον επαρχιωτισμό, δηλαδή τη φοβία για ξένες επιδράσεις στη λογοτεχνία.
Η διαμάχη με τον Άγγελο Βλάχο
Το 1877 ο Ροΐδης ήταν εισηγητής της κριτικής επιτροπής στον δραματικό διαγωνισμό του συλλόγου «Παρνασσός». Στην ομιλία του απέρριψε την ποιητική αξία όχι μόνο των υποβληθέντων στον διαγωνισμό έργων αλλά και εν γένει της ελληνικής ποιητικής παραγωγής της εποχής. Τη χαμηλή ποιότητα της ποίησης την απέδιδε στην απουσία κατάλληλης «περιρρέουσας ατμόσφαιρας». Οι απόψεις του απηχούν τη διδασκαλία του Taine, σύμφωνα με τον οποίον η τέχνη, ως κοινωνική εκδήλωση, εξαρτάται απόλυτα από το περιβάλλον και τις συνθήκες στις οποίες γεννάται. Δεδομένης λοιπόν της κατάστασης στην Ελλάδα ο Ροΐδης θεωρούσε λογική την χαμηλή ποιότητα της ποιητικής παραγωγής.
Ένα μήνα μετά απάντησε στην ομιλία του Ροΐδη ο Άγγελος Βλάχος με την ομιλία «Περί νεωτέρας ελληνικής ποιήσεως και ιδίως περί Γεωργίου Ζαλοκώστα», στην οποία αντέκρουσε τις απόψεις περί της δημιουργίας του ποιητή υπό την επίδραση του κοινωνικού και πνευματικού περιβάλλοντος, υποστηρίζοντας ότι οι ποιητές με ταλέντο γεννιούνται και ότι το έργο είναι αποτέλεσμα ποιητικής ευφυίας και όχι επίδρασης της κοινωνίας. Ο Γεώργιος Ζαλοκώστας ήταν το παράδειγμά του για την αξία της ποιητικής παραγωγής της εποχής.
Ο Ροΐδης απάντησε με άλλες δύο μελέτες «Περί συγχρόνου Ελληνικής κριτικής» και «Περί συγχρόνου Ελληνικής ποιήσεως», στις οποίες επαίνεσε το έργο των «Προδρόμων» (Ιωάννης Βηλαράς, Αθανάσιος Χριστόπουλος), την Επτανησιακή Σχολή και από σύγχρονους ποιητές μόνο τον Βαλαωρίτη και τον Αχ. Παράσχο. Ο Άγγελος Βλάχος ανταπάντησε με το έργο «Ο Νέος Κριτικός» και ο Ροΐδης με το έργο «Τα Κείμενα» και έτσι έληξε η διαμάχη.
Οι γλωσσικές μελέτες
Ο Ροΐδης, παρ' όλο που ο ίδιος έγραψε σε καθαρεύουσα, υποστήριζε τη χρήση της δημοτικής στη λογοτεχνία. Οι κυριότερες μελέτες του στις οποίες αναφέρεται σε γλωσσικά θέματα είναι: Ο Πρόλογος στη μετάφραση του «Οδοιπορικού» του Σατωβριάνδου, Ο Πρόλογος στα «Πάρεργα», η μελέτη για το «Ταξίδι» του Γιάννη Ψυχάρη και, η σημαντικότερη και εκτενέστερη, τα «Είδωλα» (1893).
Το πρόβλημα της «διγλωσσίας» το θεωρούσε εθνική συμφορά και επέρριπτε στους λογίους την ευθύνη για αυτό. Τη δημοτική γλώσσα τη θεωρούσε ισάξια της καθαρεύουσας σε πλούτο, ακρίβεια και σαφήνεια και πρότεινε για τη λογοτεχνική γλώσσα την σταδιακή απλοποίηση της καθαρεύουσας και τον εμπλουτισμό της δημοτικής ώστε τελικά να «συναντηθούν» σε μια γλώσσα.
Σχετικά με το «Ταξίδι» του Γιάννη Ψυχάρη, έγραψε ότι ήταν θετικό το γεγονός ότι η ενασχόληση με τη γλώσσα πέρασε από τα χέρια των λογίων στα χέρια των επιστημόνων, επαίνεσε το έργο για την πιστή εφαρμογή των επιστημονικών πορισμάτων του συγγραφέα του, τόνισε την ανάγκη να υπάρχει συμφωνία μεταξύ γραπτού και προφορικού λόγου, αλλά απέρριψε και τις ακρότητες του συγγραφέα σημειώνοντας ότι δεν ήταν δυνατόν να αγνοηθεί η μακρόχρονη ιστορία της ελληνικής γλώσσας και οι τύποι που αποτυπώνουν αυτήν την επίδραση, δηλαδή οι προσμίξεις της δημοτικής με την καθαρεύουσα δεν ήταν δυνατό -ούτε αναγκαίο- να αποφευχθούν πλήρως.
Εργογραφία
Μυθιστορήματα
Πάπισσα Ιωάννα (1866)
Διηγήματα
Ιστορία ενός σκύλου (1893)
Ιστορία μιας γάτας (1893)
Ιστορία ενός αλόγου (1894)
Ψυχολογία Συριανού συζύγου (1894)
Η Μηλιά (στη δημοτική) (1895)
Το παράπονο ενός νεκροθάπτου (1895)
Μελέτες, κείμενα
’’Επιστολαί Ενός Αγρινιώτου(Σε Μορφή Επιστολής)’’(1866)
Περί συγχρόνου εν Ελλάδι κριτικής (1877)
Περί συγχρόνου ελληνικής ποιήσεως (1877)
Τα Κείμενα (1877)
Γεννηθήτω φως (1879)
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1879)
Η Εθνική Βιβλιοθήκη εν έτει 1880 (1885)
Πάρεργα, επιμ. Δ. Ι. Σταματόπουλος (1885)
Το ταξίδι του Ψυχάρη (1888)
Τα Είδωλα (1893)
Μεταφράσεις
Την Μεγάλη του Οδοιπορικού του Φρανσουά Ρενέ Ογκίστ Ντέ Σατομπριάν’’(1860)
Σατωβριάνδου Οδοιπορικόν. Από Παρισίων εις Ιεροσόλυμα και από Ιεροσολύμων εις Παρισίους. (1860)
Μακώλεϋ Ιστορία της Αγγλίας - 7 τόμοι
Ποιήματα του Έντγκαρ Άλαν Πόε
Ιστορία της Αγγλικής λογοτεχνίας
Συλλογές
Διηγήματα
Συριανά διηγήματα
Άπαντα - 7τομη έκδοση (1911-1914)
Άπαντα - 4τομη έκδοση (1940)
Εμμανουήλ Ροΐδης (1952)
Άπαντα - 2τομη έκδοση (1955)
Αλέξανδρος Δουμάς (υιός), ήταν Γάλλος συγγραφέας και δραματουργός
Αλέξανδρος Δουμάς (υιός)
Ο Αλέξανδρος Δουμάς (υιός), ήταν Γάλλος συγγραφέας και δραματουργός. (Alexandre Dumas, fils) (27 Ιουλίου 1824 - 27 Νοεμβρίου 1895)
Ήταν γιος (γαλλικά fils) του Αλέξανδρου Δουμά (πατέρα) (γαλλικά pere), ο οποίος ήταν επίσης συγγραφέας και δραματουργός. Όπως ακριβώς και ο πατέρας του, γνώρισε μεγάλη επιτυχία, κυρίως με το ρομάντσο του Η κυρία με τις καμέλιες, από το οποίο εμπνευσμένος ο Τζουζέπε Βέρντι σύνθεσε την όπερά του Τραβιάτα, αλλά και από τα θεατρικά έργα του Ο νόθος γιος (Le Fils naturel, 1858) και Ένας παράλογος πατέρας (Un Pere prodigue, 1859).
Βιογραφία
Ο Αλέξανδρος Δουμάς (υιός) γεννήθηκε στις 27 Ιουλίου 1824 στο Παρίσι, ως νόθο τέκνο του συγγραφέα Αλέξανδρου Δουμά (πατέρα) και της Μαρί-Λωρ-Κατερίν Λαμπαί (Marie-Laure-Catherine Labay, 1794-1868), μιας γειτόνισσάς του μοδίστρας.
Το 1831, όταν ήταν σε ηλικία επτά ετών, ο πατέρας του τον αναγνώρισε νομικά και εξασφάλισε ότι ο γιος του θα λάμβανε την καλύτερη δυνατή μόρφωση στο Ίδρυμα Γκουμπώ (Institution Goubaux) και στο Κολλέγιο Μπουρμπόν (College Bourbon).
Εκείνη την εποχή ήταν που έλαβε χώρα η δικαστική διαμάχη για την κηδεμονία του, η οποία κατέληξε σε απόφαση του δικαστηρίου να την αναλάβει ο πατέρας του.
Ο χωρισμός από τη μητέρα του και το μαρτύριο της στέρησης από το παιδί της, ήταν που τον ενέπνευσαν να γράψει σχετικά με τραγικούς γυναικείους χαρακτήρες.
Σχεδόν σε όλα τα γραπτά του, έδωσε έμφαση στον ηθικό σκοπό που οφείλει να έχει η λογοτεχνία, και στο έργο του Ο νόθος γιος (Le Fils naturel, 1858) ενστερνίζεται την πίστη ότι αν ένας άνδρας γίνει πατέρας ενός νόθου παιδιού, έχει την υποχρέωση στη συνέχεια να το αναγνωρίσει και να παντρευτεί τη μητέρα.
Οι πρόπαπποι του Δουμά από την πλευρά του πατέρα του ήταν ένα Γάλλος ευγενής και μια Αϊτινή. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος, στα εσωτερικά σχολεία όπου μαθήτευσε, γινόταν συνεχώς ο στόχος λοιδωρίας από τους συμμαθητές του, γεγονός το οποίο επέδρασε έντονα στις σκέψεις, τη συμπεριφορά και το συγγραφικό ύφος του.
Σε ηλικία 17 ετών παράτησε το κολλέγιο και μετακόμισε στο Σαιν-Ζερμαίν-αν-Λεΐ (Saint-Germain-en-Laye) για να ζήσει μαζί με τον πατέρα του. Εκεί παραδόθηκε σε μια αργόσχολη και έκλυτη ζωή εξασφαλίζοντας τα χρήματα από αυτόν.
Το 1844 συνάντησε στο Παρίσι τη Μαρί Ντυπλεσί (Marie Duplessis), μια νεαρή εταίρα, με την οποία σύναψε σχέση μέχρι τον Αύγουστο του 1845. Αυτή η κοπέλα, η οποία πέθανε το 1847, αποτέλεσε την έμπνευση για τη ρομαντική νουβέλα του Η κυρία με τις καμέλιες (La Dame aux Camelias). Το έργο του διασκευάστηκε για να παρουσιαστεί στη θεατρική σκηνή, και αποτέλεσε τη βάση για την όπερα Τραβιάτα του Τζουζέπε Βέρντι. Αν και παραδέχθηκε ότι έκανε τη διασκευή εξαιτίας της ανάγκης χρημάτων, με το έργο αυτό γνώρισε μεγάλη επιτυχία.
Κατ' αυτόν τον τρόπο ξεκίνησε την καριέρα του ως θεατρικός συγγραφέας, και όχι μόνον απόκτησε μεγαλύτερη φήμη από τον πατέρα του καθόλη τη διάρκεια της ζωής του, αλλά κυριάρχησε στη σοβαρή γαλλική θεατρική σκηνή για το μεγαλύτερο διάστημα του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα. Ύστερα από αυτήν την επιτυχία του, ουσιαστικά εγκατέλειψε τη συγγραφή μυθιστορημάτων, αν και το ημι-αυτοβιογραφικό του έργο Η υπόθεση Κλεμανσώ (L'Affaire Clemenceau, 1867) γνώρισε κάποια επιτυχία. Τα επόμενα χρόνια προσπάθησε να θίξει, με την εκθαμβωτική του πένα, θέματα αμφιλεγόμενα για την εποχή του, όπως η κοινωνική θέση της γυναίκας, το διαζύγιο και η απιστία. Τα πιο αξιομνημόνευτα έργα του αυτής της περιόδου είναι Le Demi-Monde (1855), L’Ami des femmes (1864), Les Idees de Mme Aubray (1867), La Femme de Claude (1873), και Francillon (1887).
Στις 31 Δεκεμβρίου 1864, ο Δουμάς παντρεύτηκε τη Ναντιέσντα φον Κνόρινγκ (Nadjeschda von Knorring, 1826-Απρίλιος 1895), κόρη του Γιόχαν Ράινχολντ φον Κνόρινγκ (Johan Reinhold von Knorring) και χήρα του Αλεξάνδρου, πρίγκιπα Ναρίσκινε (Alexander, Prince Naryschkine), στη Μόσχα. Το ζεύγος απόκτησε δύο κόρες: τη Μαρί-Αλεξαντρίν-Εριέτ Δουμά το 1860, και τη Ζανίν Δουμά το 1867. Μετά τον θάνατο της γυναίκας του, παντρεύτηκε την Εριέτα Ρενιέ ντε λα Μπριέρ (Henriette Regnier de La Briere, 1851–1934), τον Ιούνιο του 1895 λίγους μήνες πριν τον θάνατό του.
Ο Δουμάς έζησε τη ζωή του σαν ένας από τους θεατρικούς ήρωές του, μεταξύ ταραγμένων ερώτων και φανταστικών περιπετειών. Ήταν μεγάλος θαυμαστής της Γεωργίας Σάνδη, την οποία αποκαλούσε "αγαπημένη μαμά". Πέρασε μεγάλο χρονικό διάστημα στο σπίτι της και φρόντισε για τη θεατρική διασκευή τού ρομάντσου της Ο μαρκήσιος του Βιλμέρ (Le Marquis de Villemer). Το 1874 έγινε δεκτός ως μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας (Academie francaise) και το 1894 τιμήθηκε με το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής (Legion d'Onore). Πέθανε στις 27 Νοεμβρίου 1895 στο σπίτι του στο Μαρλύ-λε-Ρουά του Ιβλίν (Marly-le-Roi, Yvelines) και κηδεύθηκε στο κοιμητήριο της Μονμάρτης στο Παρίσι. Ο τάφος του, ίσως τυχαία, βρίσκεται μόλις 100 μέτρα από αυτόν της Μαρί Ντυπλεσί.
Οσία Ειρήνη η Χρυσοβαλάντου
Οσία Ειρήνη η Χρυσοβαλάντου
Η Ειρήνη υπήρξε Ηγουμένη της μονής Χρυσοβαλάντου κατά το δεύτερο μισό του 9ου και τις αρχές του 10ου αιώνα. Είχε αποκτήσει πολύ μεγάλη φήμη για τις αρετές της και τιμάται ως οσία από την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Γέννηση και καταγωγή
Στα μέσα του 9ου αιώνα μ.Χ., όταν αυτοκράτορας του Βυζαντίου ήταν ο εικονομάχος Θεόφιλος και σύζυγός του η εικονολάτρισσα Θεοδώρα, όταν η περίοδος της Εικονομαχίας, που για περισσότερο από 100 χρόνια ταλάνισε την αυτοκρατορία, βρισκόταν στην τελευταία φάση της, στην Καππαδοκία της Μικράς Ασίας, γεννήθηκε και έζησε την πρώτη της νεότητα η οσία Ειρήνη η Χρυσοβαλάντου. Πατέρας της οσίας ήταν ο πατρίκιος Φιλάρετος ο Καππαδόκης. Ήταν από την Καισαρεία της Καππαδοκίας, ευνοούμενος του αυτοκράτορα Θεόφιλου και έμπιστος της συζύγου του Θεοδώρας. Ήταν ο στρατιωτικός διοικητής του εξαιρετικής σημασίας θέματος της Καππαδοκίας. Μητέρα της η πατρικία Ζωή, γυναίκα όμορφη και σεβαστή σε όλη την Καισαρεία για τον ενάρετο βίο της. Το ανδρόγυνο είχε αποκτήσει δυο κόρες, την Καλλινίκη και την Ειρήνη. Η Καλλινίκη γεννήθηκε το 825 μ.Χ. Οφείλει το όμορφο όνομά της στις θριαμβευτικές νίκες που πέτυχε ο πατέρας της εναντίον των Σαρακηνών τη χρονιά που γεννήθηκε. Τρία χρόνια αργότερα, το 828, γεννήθηκε η Ειρήνη. Ο Φιλάρετος όμως έχασε τη γυναίκα του, όταν εκείνη ήταν ακόμη πολύ νέα. Έτσι, η ανατροφή των δύο κορών τους ανατέθηκε στην πατρικία Σοφία, τη μεγαλύτερη αδερφή του στρατηγού.
Η Ειρήνη υποψήφια σύζυγος του αυτοκράτορα
Την άνοιξη του 839 μ.Χ., ο Φιλάρετος φιλοξένησε στο ανάκτορό του το νεαρό καίσαρα Βάρδα, αδερφό της Αυγούστας Θεοδώρας, ο οποίος είχε μεταβεί στην Καισαρεία για κρατική υπόθεση, απεσταλμένος του αυτοκράτορα Θεόφιλου. Εκεί γνώρισε τη δεκατετράχρονη Καλλινίκη, γοητεύτηκε από την καλλονή της και τη ζήτησε σε γάμο. Λίγους μήνες αργότερα, ολόκληρη η Καππαδοκία παρέστη στους υπέρλαμπρους γάμους της Καλλινίκης και του Βάρδα, όπου ο ίδιος ο αυτοκράτορας Θεόφιλος συμμετείχε ως παραγαμπρός του γυναικαδερφού του.
Το χειμώνα του 843, η αυτοκράτειρα Θεοδώρα, χήρα πια και επίτροπος του γιου της Μιχαήλ Γ΄, κάλεσε τον πατρίκιο Φιλάρετο στην Κωνσταντινούπολη. Είχε αποφασίσει να θέσει οριστικό τέλος στην Εικονομαχία και γι’ αυτό το εγχείρημα χρειαζόταν τη βοήθεια και του στρατού και των ιερέων. Εμπιστεύτηκε λοιπόν το Φιλάρετο και τον Ομολογητή Μάξιμο (μετέπειτα Πατριάρχη). Όταν επιτεύχθηκε ο σκοπός της και οι ιερές εικόνες αναστηλώθηκαν (19 Φεβρουαρίου 843 μ.Χ.), ζήτησε από το Φιλάρετο να φέρει στην Κωνσταντινούπολη την όμορφη θυγατέρα του, προκειμένου να την παντρέψει με το γιο της Μιχαήλ. Έψαχνε κατάλληλη νύφη, η οποία θα συνέτιζε το νεαρό αυτοκράτορα από τα ξέφρενα γλέντια και θεωρούσε ότι η φημισμένη για την ενάρετη ζωή της καλλονή θα εξυπηρετούσε το σκοπό της. Ο Φιλάρετος μήνυσε αμέσως στην αδερφή του να στείλει την Ειρήνη, που τότε ήταν 15 χρονών, στη Βασιλεύουσα με τη συνοδεία του πατρικίου στρατηγού Νικηφόρου, αδερφού της μακαρίτισσας συζύγου του. Τα νέα ότι η Ειρήνη θα παντρευόταν τον αυτοκράτορα και θα φορούσε το στέμμα της αυτοκρατορίας διαδόθηκαν σαν αστραπή σε όλη την Καππαδοκία.
Η μόνη που έμεινε παγερά αδιάφορη σε όλη αυτήν την αναστάτωση ήταν και η άμεσα ενδιαφερόμενη: η Ειρήνη. Από πολύ νωρίς είχε ποθήσει το μοναχικό βίο και οι λόγοι που δέχτηκε με χαρά αυτό το ταξίδι προς τη Βασιλεύουσα απείχαν πολύ από αυτό που όλοι νόμιζαν: Ταξίδευε στην Πόλη για να αποχαιρετήσει την πολυαγαπημένη της αδερφή, την οποία δεν είχε ξαναδεί από την ημέρα των λαμπρών γάμων της (είχαν περάσει τέσσερα χρόνια από τότε) και για να αποσπάσει την ευχή του πατέρα της, ώστε να αποσυρθεί στη μονή που τόσο διακαώς ποθούσε.
Η Ειρήνη και οι συνοδοί της έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη ένα ανοιξιάτικο πρωινό, για να πληροφορηθούν εκεί ότι μόλις πριν λίγες μέρες είχαν τελεστεί οι γάμοι του αυτοκράτορα με την Ευδοκία τη Δεκαπολίτισσα. Ο πατέρας της, η αδερφή της, ο θείος της με δυσκολία έκρυβαν την απογοήτευσή τους. Η Ειρήνη αντίθετα αισθανόταν αγαλλίαση για την τροπή των γεγονότων και περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία να μιλήσει του πατέρα της και να πάρει την ευχή του, καθώς δεν ήθελε να τον λυπήσει με κρυφή της αναχώρηση.
Η ευκαιρία δεν άργησε να παρουσιαστεί. Ο Φιλάρετος γνώρισε σε μια αποστολή του στην Αδριανούπολη το γιο του Έπαρχου της πόλης Νικήτα, πατρίκιο Φωτεινό. Ο Φιλάρετος θεώρησε ότι ήταν ο πιο κατάλληλος για να ευτυχίσει στο πλευρό του η Ειρήνη και αμέσως μίλησε στον πατέρα του νέου. Οι δύο πατεράδες έδωσαν λόγο να αρραβωνιάσουν τα παιδιά τους. Η Ειρήνη όμως, όταν ο πατέρας της ανακοίνωσε τους προαποφασισμένους αρραβώνες της, τον πληροφόρησε για την αμετάκλητη απόφασή της να λάβει το μοναχικό σχήμα. Ακολούθησε έντονη συναισθηματική σύγκρουση πατέρα και κόρης, έπειτα από την οποία η ευαίσθητη Ειρήνη ασθένησε σοβαρά και κινδύνεψε ακόμη και η ζωή της. Όταν η υγεία της αποκαταστάθηκε, ο πατρίκιος Φιλάρετος, συνειδητοποιώντας ότι η Ειρήνη είχε λάβει μια απόφαση ζωής, την οδήγησε ο ίδιος στη γυναικεία κοινοβιακή μονή των Παμμεγίστων Ταξιαρχών Μιχαήλ & Γαβριήλ του Χρυσοβαλάντου, η οποία βρισκόταν στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης.
Μοναχή και Ηγουμένη της μονής Χρυσοβαλάντου
Στη μονή αυτή, σε ηλικία περίπου 15 ετών, η Ειρήνη εκάρη μοναχή και έξι χρόνια αργότερα Ηγουμένη της μονής Χρυσοβαλάντου. Οι συναξαριστές αναφέρουν πολλά θαύματα τα οποία επιτέλεσε η Ειρήνη ως Ηγουμένη, τρία όμως από αυτά θεωρήθηκαν ιδιαίτερα σημαντικά, ώστε επηρέασαν άμεσα την ορθόδοξη αγιογραφία.
Ο άγγελος-οδηγός
Η Ειρήνη έδινε πολλή μεγάλη σημασία στην εξομολόγηση. Κάθε πρωί προσκαλούσε τις αδελφές στον ιερό ναό των Αρχαγγέλων και τις εξομολογούσε, ενώ πολλές φορές πήγαιναν και λαϊκοί να την επισκεφθούν και να ζητήσουν την καθοδήγησή της. Η Ειρήνη ζήτησε στην προσευχή της το διορατικό χάρισμα, για να γνωρίζει τι κρύβει ο εξομολογούμενος στην καρδιά του.
Ένα πρωί λοιπόν, όταν η Ειρήνη έμπαινε στο ναό για να προσκυνήσει και να αρχίσει το ποιμαντικό έργο της, βλέπει μπροστά της έναν άγγελο και τον ακούει να της απευθύνει τον εξής χαιρετισμό: «Χαίρε δούλη του Υψίστου, Ειρήνη. Εκείνος μ’ έστειλε να σε διακονώ χάρις εκείνων που μέλλουν δια μέσου εσού να σωθούν. Έχω διαταγή, σύμφωνα με την αίτησή σου, να βρίσκομαι πάντα πλησίον σου και να σου αποκαλύπτω τα μυστικά που κρύβουν οι ανθρώπινες καρδιές».
Από εκείνη τη στιγμή ο άγγελος ήταν πάντα πλάι της και της φανέρωνε μύχιες σκέψεις των ανθρώπων που κατέφευγαν στη συμβουλή της. Μάλιστα, με τόση λεπτότητα διόρθωνε τα σφάλματα και συμβούλευε, που όλοι, μοναχές και λαϊκοί, από όλες τις κοινωνικές τάξεις της Πόλης, την αποζητούσαν συνεχώς, ώστε να διδαχθούν και να διορθωθούν. Για τον Άγγελο τούτο που την καθοδηγούσε (σύμφωνα με μαρτυρίες του τότε, και τους βιογράφους της), λέγεται ότι είναι ο 'Αρχων Φιλάρετος ένας Αρχάγγελος από τις τάξεις των Σεραφείμ.
Τα λυγισμένα κυπαρίσσια και η αιώρηση της αγίας
Το δεύτερο θαύμα, η συναξαριστική παράδοση μας το μεταφέρει ως εξής: Τις έναστρες νύχτες, η οσία Ειρήνη στεκόταν έξω από το κελί της και προσευχόταν. Μία από τις βραδιές αυτές, κάποια αδελφή αγρυπνούσε έξω από το κελί της και είδε το εξής παράδοξο: Τα δύο πανύψηλα κυπαρίσσια, τα οποία ορθώνονταν αριστερά και δεξιά στην είσοδο του Καθολικού, λύγιζαν μπροστά στην προσευχόμενη αγία σαν να την προσκυνούσαν και η ίδια η Ειρήνη δεν πάταγε στη γη αλλά αιωρούνταν περίπου ένα μέτρο πάνω από το έδαφος. Όταν η οσία ολοκλήρωσε την προσευχή της, σταύρωσε τα δυο κυπαρίσσια και εκείνα επανήλθαν στη φυσιολογική τους θέση. Η μοναχή κατάπληκτη, με ανάμειχτα συναισθήματα φόβου και θαυμασμού, συγκρατήθηκε και δεν είπε τίποτα στην υπόλοιπη αδελφότητα. Το επόμενο βράδυ παραφύλαξε πάλι έξω από το κελί της και το ίδιο παράδοξο γεγονός επαναλήφθηκε˙ και ξανά το ίδιο, το τρίτο κατά σειρά βράδυ. Την επόμενη νύχτα, η μοναχή, χωρίς να την αντιληφθεί η Ηγουμένη της, έτρεξε στα λυγισμένα κυπαρίσσια, έδεσε από ένα λευκό μαντήλι στις κορυφές τους και επέστρεψε στο κελί της.
Το επόμενο πρωί, η ήρεμη ατμόσφαιρα του κοινοβίου αναστατώθηκε, όταν οι μοναχές είδαν τα δεμένα μαντήλια και κατάπληκτες ρωτούσαν η μια την άλλη ποιος ήταν αυτός που έδεσε τόσο ψηλά δέντρα, για ποιο λόγο το έπραξε και προπάντων με ποιο τρόπο. Η αδελφή που υπήρξε μάρτυρας στα θαυμάσια αυτά περιστατικά αποκάλυψε όλη την αλήθεια και τότε όλες έκλαιγαν από χαρά και συγκίνηση και παραπονιόντουσαν γιατί δεν τις ξύπνησε να δουν και εκείνες το θαύμα της Ηγουμένης τους. Πάνω στην ώρα κατέφθασε και η Ειρήνη. Όταν κατάλαβε τι συνέβη και πώς μαθεύτηκε ένα μυστικό που εκείνη κρατούσε επτασφράγιστο για χρόνια ολόκληρα, επέπληξε αυστηρά την αδελφή που το μαρτύρησε με τα παρακάτω λόγια: «Αν με έβλεπες να αμαρτάνω σαν άνθρωπος, θα εφανέρωνες την αμαρτία μου»; Έθεσε λοιπόν βαρύ επιτίμιο για όποια τολμούσε να φανερώσει οτιδήποτε παράδοξο έβλεπε, όσο ήταν η ίδια εν ζωή. Έτσι, πολλά από τα θαύματα της αγίας εξαφανίστηκαν στη σιωπή της συνοδείας της.
Τα θεόσταλτα μήλα
Κάποια χρονιά, ξημερώνοντας η γιορτή του μεγάλου Βασιλείου και μετά την τέλεση του εσπερινού, η αγία ξαγρυπνούσε προσευχόμενη. Πλησίαζε η ώρα του όρθρου και τότε η Ειρήνη ακούει κάποια φωνή να της λέει: «Υποδέξου το ναυτικό που σου φέρνει τα εσπεριδοειδή και φάε να ευφρανθεί η ψυχή σου». Μετά το πέρας της θείας λειτουργίας, η αγία λέει στην πορτάρισσα να ανοίξει την πόρτα της μονής και να οδηγήσει τον άνθρωπο που περιμένει εκεί στον ξενώνα, όπου θα πήγαινε και η ίδια να τον συναντήσει.
Πράγματι, η οσία Ειρήνη του Χρυσοβαλάντου συνάντησε τον άνθρωπο και τον ακούει να της εξιστορεί την εξής θαυμάσια ιστορία: Ήταν ναυτικός, πλοιοκτήτης ενός καραβιού, από την Πάτμο. Απέπλευσε με το πλοίο του από το βόρειο τμήμα του νησιού για την Πόλη και βρισκόταν λίγα μέτρα από τη στεριά, όταν βλέπει εκείνος και οι ναύτες κάποιον σεβάσμιο γέροντα να τους φωνάζει να σταματήσουν. Αυτό όμως ήταν αδύνατο, καθώς ο ισχυρός άνεμος έσπρωχνε το πλοίο στο ανοιχτό πέλαγος. Τότε ο γέροντας φωνάζει με όλη τη δύναμή του και προστάζει το πλοίο να σταματήσει. Το καράβι ακινητοποιείται και ο ίδιος αρχίζει να βαδίζει πάνω στα ύδατα. Μπροστά στους κατάπληκτους ναύτες, επιβιβάζεται στο πλοίο και δίνει στον καπετάνιο τρία μήλα και του λέει: «Όταν πας στη Βασιλεύουσα, δώσε τα στον Πατριάρχη και πες του πως του τα στέλνει ο Πανάγαθος Θεός με τον δούλο Του Ιωάννη, από τον Παράδεισο». Έπειτα δίνει στο ναύκληρο άλλα τρία μήλα προσθέτοντας: «Αυτά να τα πας της Ειρήνης, της Ηγουμένης του Χρυσοβαλάντου και να της πεις: φάγε από τους καρπούς του Παραδείσου που η αγνή ψυχή σου επεθύμησε». Λέγοντας αυτά, ο γέροντας ευλόγησε το πλήρωμα και το πλοίο ξεκίνησε και πάλι το ταξίδι του, ενώ ο ίδιος εξαφανίστηκε.
Ολοκληρώνοντας τη διήγησή του, ο ναυτικός προσκύνησε την Ειρήνη και της πρόσφερε τα μήλα. Η αγία τα δέχτηκε με δάκρυα ευλάβειας και ευγνωμοσύνης ευχαριστώντας τον άγιο ευαγγελιστή και απόστολο Ιωάννη. Στο κελί της γονάτισε και ευχαρίστησε τον Χριστό για αυτό το δείγμα της εύνοιάς Του προς τη δούλη Του.
Η αγία Ειρήνη, με την έμφυτη ευφυΐα της και τη χάρη του αγίου Πνεύματος, εννόησε ότι το θείο αυτό δώρο ήταν ουράνια πρόσκληση. Όταν έφτασε η μεγάλη Τεσσαρακοστή, έκοψε το ένα μήλο σε λεπτά κομματάκια και έτρωγε ένα κομμάτι κάθε μέρα, απέχοντας από οποιαδήποτε άλλη τροφή, ακόμη και από το νερό. Τη Μεγάλη Πέμπτη, ύστερα από τη θεία λειτουργία και αφού όλες οι μοναχές κοινώνησαν των Αχράντων Μυστηρίων, η Ειρήνη έκοψε και το δεύτερο μήλο και έδωσε σε κάθε αδελφή από ένα κομμάτι. Τότε τους αποκάλυψε και την ιστορία του θείου δώρου. Το τρίτο μήλο η Ειρήνη το φύλαξε για τις τελευταίες μέρες της επίγειας ζωής της.
Τη Μεγάλη Παρασκευή, οι αδελφές έψαλαν τα άγια Πάθη και η Ειρήνη, μόνη της μέσα στο ιερό βήμα, γονατισμένη, είχε παραδοθεί σε προσευχή. Δίπλα της βρισκόταν μόνο ο άγγελος-οδηγός της, που τόσες φορές την είχε διακονήσει: «Γίνου έτοιμη» της είπε απλά και εκείνη κατάλαβε ότι πλησίαζε η ώρα να εγκαταλήψει τα επίγεια.
Η οσιακή της κοίμηση
Το σύντομο διάστημα από το ουράνιο αυτό μήνυμα μέχρι και την οσιακή της κοίμηση, η αγία προετοίμαζε την ακολουθία της για το μεγάλο γεγονός. Στον ιερό ναό τον Αρχαγγέλων τις δίδασκε για το μυστήριο του θανάτου, τη μελλοντική κρίση και την αιωνιότητα. Ο θάνατος είναι δύσκολο για κάθε ανθρώπινο πλάσμα και όσο πλησίαζε η ώρα, τόσο η ψυχή της αγίας ένιωθε την επιθανάτια αγωνία.
Τακτοποίησε τις υποθέσεις του μοναστηριού και υπέδειξε την άξια διάδοχό της. Μια εβδομάδα πριν τη μεγάλη ημέρα, νήστεψε τρώγοντας μόνο από το παραδεισένιο μήλο και καθημερινά κοινωνούσε των Αχράντων Μυστηρίων. Ξημέρωσε τέλος η Κυριακή, όπου για τελευταία φορά η Ειρήνη παρακολούθησε τη θεία λειτουργία, απάγγειλε το σύμβολο της πίστης (το πιστεύω), κοινώνησε, αγκάλιασε τις αδελφές και τους ζήτησε συγγνώμη και τέλος γονάτισε μπροστά στην Ωραία Πύλη, ύψωσε τα χέρια της και προσευχήθηκε για τελευταία φορά με αυτά τα λόγια: «Δέσποτα, Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού του Ζώντος. Συ ο Ποιμήν ο Καλός που με το Πανάγιο και Πολύτιμο Αίμα Σου μας ελύτρωσες από τα δεσμά της αμαρτίας, άκουσε την τελυταία δέησι της ταπεινής Σου δούλης. Στην κραταιά Σου χείρα παραδίδω σήμερα το μικρό τούτο ποίμνιο. Σκέπασε το με τη θεία σκέπη Σου και διαφύλαξέ το από τις επιθέσεις του αοράτου εχθρού. Διότι Συ είσαι ο αγιασμός μας και η απολύτρωσις και Σε θα δοξάζουμε αιωνίως. Αμήν».
Στη συνέχεια, σιωπηλά και ήρεμα, αποσύρθηκε στο κελί της και πλάγιασε στην ασκητική της κλίνη. Οι μοναχές της, με ευλαβική σιωπή, την περικύκλωσαν και την έβλεπαν να χαμογελά. Με αυτό το ουράνιο χαμόγελο, το οποίο αποδείκνυε την απόλυτη μακαριότητα και γαλήνη της ψυχής της, παρέδωσε το πνεύμα της η οσία Ειρήνη, Ηγουμένη της μονής Χρυσοβαλάντου, σε ηλικία 104 χρόνων.
Η οσιακή της κοίμηση διαδώθηκε σε όλη τη Βασιλεύουσα αστραπιαία και χιλιάδες κόσμου συνέρευσαν στο μοναστήρι, για να προλάβουν να προσκυνήσουν το ιερό σκήνωμα της πνευματικής τους μητέρας. Επικεφαλής ήταν ο πατριάρχης, ο οποίος με το πλήθος του λαού από όλες τις κοινωνικές τάξεις και των αρχιερέων και λοιπών κληρικών συνόδευσαν τη μακαριστή Ηγουμένη στην τελευταία της κατοικία, στο παρεκκλήσι του μεγαλομάρτυρος αγίου Θεοδώρου.
Η οσία Ειρήνη στην αγιογραφία
Στην ορθόδοξη αγιογραφία, η αγία απεικονίζεται με το ένδυμα της ηγουμένης, να κρατάει στο δεξί χέρι της τα τρία θεόσταλτα μήλα. Ο άγγελος, ο οποίος την βοηθούσε στο δύσκολο έργο της σωτηρίας των ψυχών, στέκεται μπροστά της κρατώντας ειλητάριο με τμήμα του χαιρετισμού που της απηύθυνε («Χαίρε δούλη του Υψίστου, Ειρήνη…»). Ειλητάριο κρατεί και η αγία στο αριστερό της χέρι, το οποίο αναγράφει παραινέσεις της οσίας (συνήθως, διαβάζεται η φράση: «Φως μοναχών, άγγελοι˙ φως κοσμικών, μοναχοί…»). Δίπλα στην αγία, αγιογραφείται το κυπαρίσσι που λύγιζε, όταν εκείνη προσευχόταν με δεμένο το λευκό πανί στην κορυφή του, ενώ στο βάθος φαίνεται η μονή του Χρυσοβαλάντου. Συχνά, σε μια από τις θύρες της μονής, απεικονίζεται η καλόγρια που είδε την αγία να αιωρείται προσευχόμενη. Η Ορθόδοξη Εκκλησία γιορτάζει τη μνήμη της οσίας Ειρήνης, της ηγουμένης της μονής Χρυσοβαλάντου, στις 28 Ιουλίου.
Νίκος Νικολάου, ήταν διακεκριμένος Έλληνας ζωγράφος, χαράκτης και γλύπτης της λεγόμενης "γενιάς του '30"
Νίκος Νικολάου
Ο Νίκος Νικολάου ήταν διακεκριμένος Έλληνας ζωγράφος, χαράκτης και γλύπτης της λεγόμενης «γενιάς του '30». (Ύδρα, 1909–Αθήνα, 27 Ιουλίου 1986)
Γεννήθηκε το 1909 στην Ύδρα αλλά μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η οικογένεια του μετακόμισε στην Αθήνα και εγκαταστάθηκε στην Πλάκα. Το 1929, ο Νικολάου έγινε δεκτός στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου σπούδασε ζωγραφική με δασκάλους τον Ουμβέρτο Αργυρό και τον Κωνσταντίνο Παρθένη.
Στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών γνώρισε την πρώτη του σύζυγο και τον ζωγράφο Γιάννη Μόραλη, με τον οποίο δημιούργησε μακροχρόνια φιλία. Παρουσίασε τα πρώτα του έργα το 1932 στην έκθεση των μαθητών της Σχολής Καλών Τεχνών. Το 1935 έγινε μέλος της ομάδας «Ελεύθεροι Καλλιτέχναι» και συμμετείχε σε έκθεση που οργανώθηκε στον Παρνασσό. Παρέα με τον Μόραλη, το 1937 έφυγε για να συνεχίσει τις σπουδές του στο Παρίσι και στην Ρώμη. Ο πόλεμος του 1940 τον ανάγκασε να διακόψει τις σπουδές του και να επιστρέψει στην Αθήνα.
Μετά τον πόλεμο, ο Νικολάου αφοσιώθηκε στην ζωγραφική. Συμμετείχε στην ίδρυση και τις εκθέσεις της ομάδας «Αρμός» και το 1947 πραγματοποίησε την πρώτη ατομική του έκθεση στην αίθουσα τέχνης «Ρόμβος». Από το 1949 ανέλαβε να φιλοτεχνήσει τοιχογραφίες με την τεχνική της νωπογραφίας σε διάφορα δημόσια κτίρια, μεταξύ των οποίων στην Πάντειο Σχολή (σημερινό Πάντειο Πανεπιστήμιο).
Από το 1954 συνεργάστηκε με το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν, για το οποίο δημιούργησε σκηνικά και κοστούμια για πολλές παραστάσεις.
Το 1964 εγκαταστάθηκε στην Αίγινα μαζί με τη σύζυγο του Αγγέλα Ζουμπουλάκη, και το σπίτι του εκεί έγινε τακτικός τόπος συνάντησης φιλότεχνων και διανοούμενων. Την ίδια χρονιά, εκλέχτηκε τακτικός καθηγητής σχεδίου στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου δίδαξε για μία δεκαετία διατελώντας και διευθυντής της μέσα στα χρόνια της Δικτατορίας. Υπήρξε συνεργάτης του περιοδικού Νέα Εστία.
Κατά την δεκαετία του 1970, ο Νικολάου άρχισε να ζωγραφίζει με τον δικό του μοναδικό τρόπο θαλασσινά βότσαλα. Ταυτοχρόνως ασχολήθηκε με την χαρακτική και με την εικονογράφηση βιβλίων. Ασχολήθηκε επίσης με τη γλυπτική, αλλά αυτή παραμένει η λιγότερο γνωστή πλευρά του έργου του.
Πέθανε στην Αθήνα το 1986. Λίγο μετά τον θάνατό του, κυκλοφόρησε το μοναδικό του βιβλίο που τιτλοφορείται Η περιπέτεια της γραμμής στην τέχνη (Αθήνα 1986).
Έργα του Νίκου Νικολάου έχουν παρουσιαστεί σε πολλές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Το 1936 και το 1964 εκπροσώπησε την Ελλάδα στην Μπιενάλε της Βενετίας και το 1957 στην Μπιενάλε του Σάο Πάολο.
Το 1991 πραγματοποιήθηκε έκθεση έργων του στην Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας. Την άνοιξη του 2005, το Μουσείο Μπενάκη διοργάνωσε μεγάλη αναδρομική έκθεση με έργα του Νικολάου. Η ίδια έκθεση μεταφέρθηκε λίγο αργότερα από το Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού στο Βερολίνο.
Δυο λόγια για το έργο του
Οι πίνακές του — ιδιαιτέρως τα γυμνά και οι προσωπογραφίες — συνδυάζουν το σύγχρονο εξπρεσιονισμό με την αρχαία ελληνική και αιγυπτιακή παράδοση, την αγγειογραφία και τα Φαγιούμ. Παρομοίως λιτές και εκφραστικές είναι και οι τοπιογραφίες του. Ο ίδιος έχει γράψει σχετικά: «Τη φύση την είδα μέσα από μια ιδέα που σχημάτισα βλέποντας τους Έλληνες.
Περισσότερα Άρθρα...
- Ευάγγελος Παπανούτσος, ήταν σημαντικός Έλληνας παιδαγωγός, φιλόσοφος και δοκιμιογράφος του 20ου αιώνα
- Τζένη Καρέζη, ήταν Ελληνίδα ηθοποιός θεάτρου και κινηματογράφου και θεατρική επιχειρηματίας
- Παύλος Σιδηρόπουλος, στιχουργός, συνθέτης, τραγουδιστής και ηθοποιός
- Αναστάσιος Μανάκης –Μιχάλογλου, ήταν Έλληνας αγωνιστής του 1821